Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΓΡΑΒΑΤΑ




Μόνο που τους βλέπεις σου  ρχεται να σκάσεις στα γέλια. Είναι μερικοί άνθρωποι, 
ανεκδιήγητοι, αστείοι. Όλα τα βλέπουν αστεία και νομίζω τώρα δεν υπάρχουν τέτοιοι. 
Το μούτρο τους, η κοψιά τους σε προδιαθέτει, λες τώρα θα την πει. Ένας τέτοιος 
ήταν ο φίλος μου ο Άιδονίδης. Κοντός, χοντρός, ασουλούπωτος, με στραβά πόδια, 
πονηρούτσικο μούτρο- οι ωραίοι δεν βγάζουν χιούμορ. Είναι σαν να έπαιζε κωμωδία
 ο Κούρκουλος. Τέλος πάντων ο Περικλέτος, έτσι τον φωνάζαμε τον Αιδονίδη, κανείς
 δεν θυμόταν το κανονικό του, έπαιζε με τη ζωή σαν τη γάτα με το ποντίκι. Είχα μείνει 
άνεργος εκείνο τον καιρό και γύριζα άσκοπα στην Καλλιθέα και αλλού. Σποραδικά τα Σαββατοκύριακα δούλευα γκαρσόν στου Μπάρμπα -Γιάννη, ερχόταν και ο Περικλέτος,
 πίναμε καφέδες στις πλατείες. Εμ, τι το πέρασες, εδώ Μαυρόπουλε, παράδεισο; 
δε γαμιέται, μη νοιάζεσαι, μου λεγε ξύνοντας το πονηρό του μούτρο γελώντας. Όλο 
γελούσε, που το βρισκε το κέφι; δεν τον είχα δει ποτέ σοβαρό, ακόμα και σε μια
 κηδεία που είχαμε πάει, γελούσε. Κινδυνέψαμε να γίνουμε νούμερα, σαράντα χρονών
 σοβαροί άνθρωποι με γραβάτα. Αλλά πως να γλίτωνα από τον Περικλέτο; 
και δεν το θελα κιόλας, γούσταρα τις πλάκες του. Μια μέρα, εκεί που περπατούσαμε
 στην πλατεία γύρω- γύρω μήπως βρούμε κανα δεκάρικο, κάνει έτσι και σκάει μια 
σφαλιάρα σε ένα μπροστινό μας που ήταν και γορίλας. Γυρνάει εκείνος ξαφνιασμένος 
πιάνοντας τον πονεμένο σβέρκο του έτοιμος να τον φάει. Α, ρε φίλε, του είπε ανοίγοντας 
τα μάτια, δεν ξέρεις πόσο μοιάζεις με έναν φίλο μου! Όποτε τον βρίσκω του ρίχνω 
σφαλιάρες΄! συγνώμη, τι να σου πω; Τι να κανε κι ο γορίλας; έφαγε τη σφαλιάρα του 
κι έφυγε απορημένος. Έχεις αλήθεια τέτοιον φίλο; τον περιέπαιξα. Ποιός εγώ; 
δε με πιστεύεις; να, σου ορκίζομαι στη ζωή της μάνας μου. Τι να του λεγα; Η μάνα του
 είχε πεθάνει χρόνια. Μια άλλη μέρα, με πήρε τηλέφωνο. Πάμε να φάμε , μου λέει. 
Σου κάνω το τραπέζι Μαυρόπουλε, γιατί σε λίγο σε βλέπω να γίνεις μαυροπούλι από 
την πείνα. Ντύσου, βάλε κουστούμι, γραβάτα και τα λοιπά. Θα σε πάω στο Δελφοί, 
στο Σύνταγμα. Το Δελφοί ήταν ένα αριστοκρατικό εστιατόριο, άλφα κατηγορίας.. 
Ας πάω, είπα κι έβαλα τα καλά μου. Συναντηθήκαμε και ο Περικλέτος έμοιαζε με 
Αμερικανάκι, ντυμένος στα παρδαλά. Πουκάμισο σαν τραπεζομάντηλο με κίτρινα 
και μπλε τετραγωνάκια, γραβάτα κοκκινόμαυρη κι αυτή με τετραγωνάκια, ριγέ 
παντελόνι, αχνογάλαζο, γκρίζο σακάκι και ρεμπούμπλικο. Σαν σταυρόλεξο είσαι; 
του είπα και με κοίταζε λοξά κρατώντας ένα κουτί τυλιγμένο με χαρτί πολυτελείας, 
κορδέλες και λοιπά. Τι έχεις εκεί; τον ρώτησα όταν κατεβήκαμε από το ταξί στο 
Σύνταγμα. Α, τίποτα, είπε σοβαρά. Ένα δώρο για τη μάνα μου. Τι να του λεγα; 
πως ήταν πεθαμένη χρόνια; Δεν άλλαζε τίποτε. Έσκασα στα γέλια. Τι γελάς; και το
 στομάχι του τρανταζόταν από τα δικά του γέλια. Πω,πώ! μια συμφορά είμαστε, 
σαν τον Ούγκο Τονιάτσι και τον Βιτόριο Γκάσμαν στους Εντιμότατους Φίλους μου.
 Μπήκαμε στο εστιατόριο, κοίτα μην κάνεις καμιά μαλακία, του ψιθύρισα, έχεις λεφτά;
 Ποιος εγώ; και βέβαια έχω, τι με πέρασες εμένα κι έκανε να βγάλει ένα μάτσο από
 την τσέπη του. Αλλά δεν το βγαλε. Τον πίστεψα δεν τον πίστεψα, δεν έχει σημασία. 
Πεινούσα και μόλις καθήσαμε παράγγειλε, Αστακό, σαλάτες του σεφ, Γαλλικό κρασί 
ροζέ Σελάρ που ήξερε πως ήταν η αδυναμία μου. Αιντε γεια μας φίλε! μου είπε και έδιωξε 
με νεύμα το γκαρσόν που μας έβαλε κρασί στα  ποτήρια μας. Άλλο κακό και τούτο, 
ένας άνθρωπος να στέκεται από πάνω σου και να σου γεμίζει το ποτήρι μόλις δει ότι
 άδειαζε. Δεν το μπορούσαμε και τέλος πάντων, αφού φάγαμε κι ανάψαμε τσιγάρο, 
μου ψιθύρισε στο αφτί. Μαυρόπουλε, λεφτά δεν υπάρχουν! Μου πεσε το τσιγάρο
 από το χέρι, το γκαρσόνι έτρεξε να το πιάσει στον αέρα και μου το βαλε στο στόμα
 που έχασκε. Θα φάμε ξύλο, του είπα σοβαρά όταν συνήλθα. Μη σε νοιάζει, σε λίγο
 κάντην εσύ, συνέχισε, πες πως θέλεις να πάρεις λίγο αέρα, αν σε ρωτήσουν και 
περίμενέ με στη γωνία Όθωνος και Φιλελλήνων. Εντάξει; Τι να έκανα; Σηκώθηκα 
σιγανοπατώντας, κατόρθωσα να μην ιδρώσω και μόλις έφτασα στη γωνία των δρόμων
 που μου είπε, κοντοανάσανα και χτύπησα το κούτελό μου. Ρε, τι είχα πάθει! 
Όμως σε λίγο εμφανίστηκε σιγανοσφυρίζοντας ο Περικλέτος. Άνετος, μια χαρά. 
Μόλις έφτασε κοντά μου, κοίταξε πίσω κι ύστερα, τρέξε! μου είπε. Το βάλαμε στα 
πόδια και σταματήσαμε μόνο όταν φτάσαμε στο Ζάππειο. Καθίσαμε σε ένα παγκάκι,
 ο κίνδυνος είχε περάσει. Πως ξέφυγες ρε; τον ρώτησα σοβαρά. Α, εύκολο, έκανε 
γελώντας. Τους είπα πως θα πάω να πάρω τσιγάρα. Ρώτησα το γκαρσόνι αν έχουν 
τσιγάρα μάρκας Γκουανταλαχάρα και μου είπε όχι προθυμοποιούμενος να πάει στο 
περίπτερο να μου πάρει. Σιγά μην τον άφηνα. Άσε, ευχαριστώ, του λέω, πετάγομαι 
εγώ στο περίπτερο απέναντι, μόνο έχε το νού σου στο πακέτο, έχω μέσα ένα ακριβό
 δώρο για τη μάνα μου. Έμεινα να τον κοιτάζω εμβρόντητος, με τη σκέψη πως το
 γκαρσόνι ακόμα θα φυλάει το δώρο του Περικλέτου.

2 σχόλια:

  1. Περικλέτος ....μηχανορραφών! Χαχαχαχαχαχαχα. Φιγούρες και τακτικές μιας άλλης εποχής που καταφέρναμε να την βγάζουμε "καθαρή" απέναντι σε τέτοιες καταστάσεις.
    Καλησπέρα Κώστα μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μμμμ, εγώ νομίζω πως είναι διαχρονικές φίλε αυτές οι καταστάσεις αρκεί να ξέρεις να τις βλέπεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...