Σάββατο 15 Απριλίου 2023

ΤΟ ΜΠΛΕ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΎΔΑΣ

 


Ένα μεγάλο ενδιαφέρον στην άκρη του μυαλού του, ήταν πως θα κατόρθωνε να έχει τον έλεγχο της ζωής του. Άνοιγε και έκλεινε την παλάμη του δεξιού χεριού και υπέθετε πως θα μπορούσε να την κρατάει εκεί μέσα σαν μια πεταλούδα. Μόνο που η ζωή δεν ήταν πεταλούδα.
Εκείνη τη μέρα που το γαλάζιο γινόταν πιο ενθαρρυντικό για όσα σκόπευε να κάνει, περπατούσε στις κορυφές των μεγαλύτερων βουνών του πλανήτη αλλά και ταυτόχρονα, είχε στο μυαλό του πως θα μπορούσε να της μιλήσει για μια τόσο μεγάλη απόφαση του. Ή μήπως δεν έπρεπε να το κάνει τώρα; Το σκοτεινό υπόβαθρο της διπλής σκέψης, τον βασάνιζε χρόνια. Είναι ή δεν είναι έτσι; Χρειάζεται δηλαδή να κουράζει τόσο πολύ το μυαλό του για θέματα που μάλλον έπρεπε να θεωρεί υποδεέστερα;
Στην ουσία πίστευε πως δεν μπορούμε να μιλήσουμε ειλικρινά ούτε στον εαυτό μας, πόσο μάλλον στους άλλους…
Αν αυτό που ομολογούσε στον εαυτό του απερίφραστα, ήταν πως δεν την αγαπούσε ή δεν την αγάπησε ποτέ θα μπορούσε να της το πει κατάμουτρα; Κατά βάθος ήθελε να πιστεύει πως αυτό θα ήταν το καλύτερο αλλά δεν ήθελε να τη λυπήσει. Τα χρόνια που είχαν ζήσει μαζί, οι έρωτες τους, τα κρεβάτια, τα ποτά και τα ξενύχτια τους, οι φίλοι που είχαν γνωρίσει, τα χείλη τους που είχαν ενωθεί τόσες φορές, τα Καλοκαίρια που έρχονταν και έφευγαν τόσο γρήγορα. Τα κλάματα, γιατί να γίνουν έτσι τα πράγματα, ενώ μπορούσαν να ήταν αλλιώς.

Πήγαινε σ αυτό το δρόμο τόσες φορές που είχε κουραστεί. Σχημάτισε την τελική απόφαση, θα της έλεγε πως δεν την αγαπούσε πια και έπρεπε να χωρίσουν οι δρόμοι τους.
Καθώς έπαιρνε μια επικίνδυνη στροφή στην άκρη του βουνού, χαμογέλασε που πήρε τελικά την καλύτερη απόφαση. Σταμάτησε στην άκρη του γκρεμού, κοίταξε κάτω, κανείς δεν ερχόταν από εκεί σε κανέναν δεν άρεσε ο γκρεμός αλλά ούτε και η σημερινή μέρα του πίστευε πως θα μπορούσε να ήταν η τελευταία. Εδώ λοιπόν, έπαιρνε τέλος ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής του.
Έφτασε στο σπίτι, πάρκαρε το παλιό αυτοκίνητο, βγήκε. Άναψε τσιγάρο κάθισε στα σκαλοπάτια, δε φοβόταν, δεν ένιωθε φόβο γι αυτό που θα έκανε. Έσβησε το τσιγάρο, έστριψε το κλειδί, η πόρτα υποχώρησε όπως λένε οι διανοούμενοι, μπήκε στο σπίτι που τόσο πολύ είχε αγαπήσει. Τα βαριά έπιπλά, οι κουρτίνες θρόισαν, ήταν βράδυ ή πρωί δεν ήξερε αλλά δεν είχε πια και πολλή σημασία. Η κυρία επί των τιμών εμφανίστηκε ανάμεσα από κουρτίνες και αέρηδες και του δήλωσε απερίφραστα πως δεν τον αγαπούσε πια και δεν προτιμούσε να ζήσει μαζί του ούτε λεπτό.

Το Καλοκαίρι θυμάσαι που περπατούσαμε στην αμμουδιά; Βρέχαμε τα πόδια μας στην άκρη της θάλασσας, τι ωραίο άσπρο νερό! Κι ο ουρανός καταγάλανος, να μπαίνεις μέσα του και να μη θέλεις να βγεις αλλά και τα μάτια σου! Ω! αυτά τα μάτια σου! Ίδια με το νερό του Καλοκαιριού, στέλεχος της ηδονής, απέραντη αίσθηση της ένωσης.
Α, ήταν ωραίο να λες έρχεται από πέρα το Καλοκαίρι. Με τα στάχυα κιτρινισμένα να θροΐζουν στη φοβερή ζέστη αλλά να μη σε νοιάζει. Το κορίτσι σου στην άκρη της θάλασσας να βουλιάζει γυμνό το ωραίο της αιδοίο, μια ευτυχία που δεν την είχες προδιαγράψει κι ύστερα καθισμένος στην πλάτη των αρμυρικιών, μισοκλείνοντας το μάτι στην ευτυχία, ω! ήταν υπέροχα τα Καλοκαίρια μας. Αυτή η αναμονή της αγάπης η άμμος που έπλεκε στα μαλλιά των κοριτσιών, ανάσκελα στη θάλασσα με μάτι κλειστό, κι ύστερα τα αγαπημένα βράχια, ακούνητα θαρρείς αλλά κάτι έλεγαν, όπως οι πέτρες που μάζευες στην ποδιά σου, πίσω από το γυμνό σου σώμα, α! ήταν ωραία τα Καλοκαίρια.
Ταξίδευες πάντα Δυτικά, με τον ήλιο στην πλάτη, το άσπρο νερό να κυλάει στα μάτια του κοριτσιού, να μια ωραία εικόνα, η σάρκα και η γάμπα μαυρισμένη από αυτόν τον ήλιο, τίποτε να μη σκιάζει αυτή την ομορφιά. Ω! αυτά τα Καλοκαίρια, που μυρίζουν άσπρο νερό, γάργαρο νερό να κυλάει στο πρόσωπο του άντρα, στο πρόσωπο που αγάπησες στο πρόσωπο του νερού.
Θυμάσαι που περπατούσαμε στην αμμουδιά; Ήσουν τόσο ευτυχισμένη δεν είχα ξαναδεί πιο ευτυχισμένο πρόσωπο, πιο ευτυχισμένο γέλιο πιο ευτυχισμένο κορμί κι αυτό ήταν ότι καλύτερο μπορούσα να σου δώσω, ότι καλύτερο μπορούσες να μου δώσεις. Τα χαλίκια κυλούσαν στην άκρη της θάλασσας, ο ήλιος να σου καίει το πρόσωπο αλλά να μη σε νοιάζει. Στην άκρη των χειλιών η αδημονία του έρωτα, το ωραίο χαμόγελο, ο αέρας χαμηλός, ίσα που να σφυρίζει, ίσα που να λέει σ αγαπώ. Μόνο νερό και Καλοκαίρι. Άσπρο, γάργαρο να κυλάει ανάμεσα από τα πόδια μας. Ω, μόνο την ομορφιά αγάπησα. Μόνο γι αυτή έζησα στην άκρη της θάλασσας, μόνο γι αυτό αγάπησα τις μέρες που ο ήλιος γινόταν ένα μαζί σου, ένα με τον κόρφο σου. Γι αυτό αγάπησα τη θάλασσα. Επειδή αγάπησα κι εσένα. Χωρίς εσένα η θάλασσα θα ήταν άδεια. Το Καλοκαίρι θα τελείωνε εύκολα, το νερό θα γινόταν μαύρο και τότε.. ω! τότε δε θα ήθελα να ζήσω! Τι νόημα θα είχε μια ζωή χωρίς εσένα; Μια ζωή χωρίς Καλοκαίρια; Μια ζωή χωρίς τα υπέροχα Καλοκαίρια;

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...