Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2023

Η ΠΑΡΆΜΕΤΡΟΣ ΤΟΥ ΑΙΝΣΤΑΙΝ

 


Ο Γιάννης δεν είχε φίλους, κάτι παλιοί συμμαθητές είχαν χαθεί σ ένα θα λεγε κανείς, μακρινό παρελθόν σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Ούτε συγγενείς, ούτε ξαδέρφια, μόνος του και δε μιλούσε ποτέ γι αυτά. Εξ άλλου σε ποιον να τα έλεγε; στον εαυτό του έλεγε άλλα πράγματα και σχεδόν πάντα χαμογελούσε. Ότι και να συνέβαινε λες κι ο κόσμος ήταν μόνο ένα χαρούμενο πράγμα.
Αφού ήπιε κάμποσο ακόμα στο μπαρ, σηκώθηκε τρεκλίζοντας να φύγει. Σιγά-σιγά ορθώθηκε, σταμάτησε να τρεκλίζει και κατευθύνθηκε προς ένα ρεστοράν. Πεινούσε. Μπήκε μέσα και έφαγε, ένα πλούσιο γεύμα πίνοντας κόκκινο κρασί. Ύστερα πλήρωσε, πήρε ένα άλλο μπουκάλι και ρουφώντας μια γουλιά βγήκε στο δρόμο. Χωρίς να το θέλει έφερε στο μυαλό του την εικόνα της ωραίας πόρνης, της Ντίνας και κάτι του λεγε πως θα την ξανάβλεπε. Και μ αυτή την σκέψη έφτασε στο δωμάτιο του. Έπεσε στο κρεβάτι και κοιμήθηκε μέχρι αργά το βράδυ. Τον ξύπνησαν τα χτυπήματα στην πόρτα. Πήγε και άνοιξε στο άνοιγμα της φάνηκε πάλι το ζεύγος των Κινέζων που του  χαμογελούσε.
-Μην ξεχάσεις να δώσει εμάς το κλειδί! είπαν μ ένα στόμα και εξαφανίστηκαν, ενώ αυτός είχε σκεφτεί για μια στιγμή να τους πληρώσει μερικά ενοίκια και να μείνει λίγο ακόμη εκεί, γιατί δεν ήξερε που αλλού θα μπορούσε να μετακομίσει.
Κοίταξε την ώρα στο ρολόι του. Έντεκα το βράδυ. Μηχανικά πήγε στο μπάνιο, έκανε ένα ντους φόρεσε το ίδιο κουστούμι και βγήκε. Πήρε τους δρόμους άσκοπα αν και ήξερε που ήθελε να πάει. Στα κορίτσια, σ ένα μπαρ με γυναίκες γι αυτό πήρε ένα ταξί που τον πήγε στη λεωφόρο με τα πολλά του είδους μαγαζιά. Κάθισε, παράγγειλε, βότκα, πήγαν ένα δυο κορίτσια να του κάνουν παρέα κι αρνήθηκε. Αργότερα, σκέφτηκε κι άναψε τσιγάρο. Μπορεί να ερχόταν και η Ντίνα. Τώρα πως το περίμενε αυτό, ήταν μια άλλου είδους φαντασία του αλλά το πίστευε. Είχε πάντα έμμονες ιδέες και σκέψεις σαν οράματα κι έτσι κι αυτή τη φορά φανταζόταν πως όπου να ναι θα κατέφτανε. Ωστόσο άλλες δυο ήρθαν και κάθισαν γύρω του, μια του τυλίχτηκε στο λαιμό. Της χαμογέλασε.
-Α, γελάει ρε! είπε στην άλλη. Γλύκα θα κεράσεις ποτό; γύρισε σ αυτόν.
-Εντάξει, πάρτε από ένα ποτό...αλλά κάνει ζέστη γι αυτό μην απλώνετε χέρια κι αγκαλιές...
-Το χεις ξανακούσει αυτό; ψιθύρισε η μια στο αυτί της άλλης.
-Τι με νοιάζει; έκανε η άλλη πάω να πάρω δυο ποτά μας.
Απ το βάθος ξαφνικά εισέβαλλε η Ντίνα και τα βλέμματα τους συναντήθηκαν. Αργά με ωραίο χαμόγελο πήγε κοντά του.
-Θα συνεχίσουμε εδώ ή θα με πας κάπου αλλού; ρώτησε κι έφερε πολύ κοντά το πρόσωπο της στο δικό του έτσι που συναντήθηκαν οι ανάσες τους.
Οι άλλες δυο γυναίκες έφυγαν επιδεικτικά, ο Γιάννης δεν έδωσε σημασία. η Ντίνα κάθισε δίπλα του, παράγγειλε βότκα.
-Θα μου πεις ποιος είσαι;
-Δεν είμαι κανένας, δε με έστειλε κάποιος για να σώσω τον κόσμο. Δεν έχω κανέναν προορισμό. Είμαι ένας άγνωστος μέσα σ έναν κόσμο που όλοι προσπαθούν να γίνουν διάσημοι. Δεν έχω κανέναν προορισμό.
- Όπα ρε μάγκα! γέλασε η Ντίνα, για συνέχισε!
-Δεν έχει άλλο... αυτό, απάντησε σοβαρά.
-Δε θα ρωτήσεις κάτι για μένα;
-Όλοι οι άντρες όταν γνωρίσουν μια πουτάνα, προσπαθούν να την φέρουν στον ίσιο δρόμο! γέλασε.
-Εσύ όχι;
-Το προσπάθησα κάποτε και απέτυχα.
Ο Γιάννης παράγγειλε δυο σφηνάκια τα ήπιαν κι η Ντίνα πρότεινε να χορέψουν. Συμφώνησε και παρασύρθηκαν στην πίστα. Χόρεψαν αγκαλιαστά ήρθαν σ επαφή τα σώματα τους. Ύστερα εκείνη τον τράβηξε έξω απ την πίστα.
-Πάμε στη μπάρα έχει έρθει μια φίλη μου, είχαμε ραντεβού, είπε.
-Α, δε μου το είπες αυτό. Του επαγγέλματος κι αυτή; ρώτησε.
-Όχι, του απάντησε αλλά θα γίνει. Θα ρθει κι ο γιατρός.
-Ποιος είναι αυτός; έσμιξε τα φρύδια του
Ωστόσο είχαν φτάσει στη μπάρα και η Ντίνα έκανε τις συστάσεις.
-Η Μαρία είναι φίλη απ το πανεπιστήμιο είπε. Ο Γιάννης.
-Γεια σου Μαρία, είπε αυτός σφίγγοντας ένα χέρι βελούδινο.
-Γεια σου Γιάννη, απάντησε κελαρίζοντας, κι άφησε το πλούσιο στήθος της έτοιμο να πεταχτεί έξω απ το μεγάλο ντεκολτέ.
Τι είναι αυτό; μίλησε μέσα του. Σαν παρθένα από χωριό, του φάνηκε
-Όπως το σκέφτηκες, του κλεισε το μάτι η Ντίνα.
-Πως το κατάλαβες τι σκέφτηκα; απόρησε.
-Ε, καλά τώρα! έκανε και παράγγειλε ποτά.
Σε λίγο ήρθε κι ο γιατρός. Ένας άνθρωπος του λιμανιού, βαρύς κι ασήκωτος που με το τσιγκέλι του παιρνες κουβέντα. Ήταν πράγματι γιατρός; ναι, του ψιθύρισε στ αυτί η Ντίνα. Έχει ξεσκίσει όλα τα κορίτσια, λεφτά έχει και σκορπάει.

 

ΑΠΌΣΠΑΣΜΑ ΑΠΌ ΤΟ ΝΈΟ ΜΟΥ ΜΥΘΙΣΤΌΡΗΜΑ

 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...