Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 30




Δεν είχε κανέναν λόγο να τους πιστέψει. Ή μάλλον είχε πολλούς λόγους να μην τους πιστέψει. Ήταν πολλά πράγματα που έρχονταν τελείως αντίθετα με τις ενδείξεις και των όσων, αργότερα, υποστήριξαν. Κι ο ανακριτής δεν ήταν από τους ανθρώπους που έχαβαν μύγες.
Οι συνταρακτικές αποκαλύψεις της αστυνομίας του προκαλούσαν γέλιο ή αντίθετα λύπη, αφού και οι δυο αντίθετες έννοιες ήταν τόσο κοντά όσο το δράμα με την κωμωδία. Αμέσως μετά την δολοφονία του Αλέκου Μπέρη, ανακοίνωσαν και μέσω του τύπου, πως αυτός ήταν ο στυγερός δολοφόνος του καθηγητή Μαυροσκότη.
-Μα πως γίνεται αυτό; ρώτησε τον χοντρό υπαστυνόμο Χρήστο Φοντέλη, ειδικευμένο στη δίωξη κατά της τρομοκρατίας.
-Όλα γίνονται κύριε ανακριτά, όλα είναι πιθανά!
-Το σκίτσο που είχατε φτιάξει, σύμφωνα με την μαρτυρία του δυσκίνητου και γυαλάκια θυρωρού, έδειχνε έναν ξανθό άντρα με μουστάκι...
-Μην αυταπατάσαι κύριε ανακριτά, συνέχισε το βιολί του ο υπερφίαλος μπάτσος. Ο άνθρωπος όπως είπες κι εσύ και όπως είναι αυταπόδεικτο, είναι γυαλάκιας, δηλαδή μύωπας και φυσικό ήταν να κάνει λάθος, αυτό είναι όλο. Δυσκίνητος καθώς είναι δεν μπόρεσε να πλησιάσει τον τρομοκράτη, για να δει καλύτερα.
Ο ανακριτής δεν ήξερε πως να τον κοιτάξει. Τον περνούσαν για τόσο ηλίθιο;
-Εξ άλλου, τον πρόλαβε ο Φοντέλης, ο θυρωρός συμφώνησε τελικά, πως ο άντρας που είδε εκείνο το πρωινό στο μέγαρο, ήταν μελαχρινός.
-Θα τον ρωτήσω γι αυτό, θέλω να τον ακούσω να μου το λέει κι εμένα.
-Μπορείς να πας να τον βρεις, κούνησε το κεφάλι του ο χοντρός υπαστυνόμος, κρύβοντας κι ένα ειρωνικό χαμόγελο που δεν του άρεσε καθόλου.
Είχε συνεργαστεί με πάρα πολλούς αστυνομικούς, σχεδόν όλοι ίδιοι, πανομοιότυποι του μοιαζαν. Εγωκεντρικοί, κρυψίνοες, με ένα ύφος σαν του Πάπα που είχε το αλάθητο. Έτσι κι αυτοί, νόμιζαν πως ήταν αλάθητοι και ως εκ τούτου εξουσιαστικοί.
Έφυγε βιαστικός, νιώθοντας σαν ένας οποιοσδήποτε ηλίθιος που πήγαιναν να τον κοροϊδέψουν κι αυτό δεν είναι από τα καλύτερα συναισθήματα. Κάτι προσπαθούσε να κρύψει η αστυνομία, κάτι ήθελε να περάσει στην κοινή γνώμη κι αυτό δεν ήταν άλλο από το ότι δρούσε κεραυνοβόλα, ότι ήταν αξιόπιστη και ότι οι πολίτες μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι αφού πολύ σύντομα θα εξάρθρωνε τις ομάδες τρομοκρατών και ιδιαίτερα της ομάδας ΚΆΤΩ ΤΟ ΚΡΆΤΟΣ.
Έφτασε στο μέγαρο της Πανεπιστημίου και είδε τον θυρωρό μέσα στο γυάλινο περίβλημα του. Του μοιασε μκε τυφλή πεταλούδα, καθώς ταχτοποιούσε ορισμένους φακέλους του ταχυδρομείου.
Ο θυρωρός δεν τον αναγνώρισε αμέσως και τον εξέταζε μέσα από τα χοντρά, μυωπικά γυαλιά του μερικά δευτερόλεπτα.
-Τι θέλετε κύριε; τον ρώτησε κατά την προσφιλή του συνήθεια να απευθύνει σε όλους αυτή την ερώτηση.
Αλλά, ευθύς αμέσως σαν να τον αναγνώρισε, σηκώθηκε λίγο αμήχανα και του πρότεινε το χέρι.
-Τι κάνετε κύριε ανακριτή! είπε μουδιασμένα. Αυτοί οι άνθρωποι νιώθουν πάντα μια κατωτερότητα μπροστά σε ανθρώπους με τίτλους.
Το ασύσπαστο πρόσωπο του ανακριτή, τον έκανε περισσότερο αμήχανο.
-Θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Προσπάθησε να είσαι ειλικρινής και σίγουρος, γιατί από αυτό εξαρτάται αν θα σε χώσω μέσα!
-Εμένα να χώσετε μέσα κυρ-ανακριτή; κάποιους άλλους να βάλετε, εγώ τι έκανα; στριφογύρισε αποφεύγοντας να τον κοιτάξει.
-Λοιπόν, θα σε χώσω μέσα για ψευδή κατάθεση. Λοιπόν, εδώ που είμαστε μόνοι και δε θα το λάβω υπ όψιν μου. Ήταν ξανθός ή μελαχρινός;
-Την αλήθεια; τον κοίταξε τώρα στα μάτια. Και δε θα πάθω τίποτα; συνέχισε παρακαλεστά.
-Δε θα πάθεις τίποτε σου εγγυώμαι εγώ. Λέγε, ξανθός ή μελαχρινός;
-Ξανθός! είπε. Μπορώ να κάνω τη δουλειά μου τώρα;
Ο ανακριτής δεν του απάντησε. Τι να του λεγε; δεν είχε σημασία, έτσι ένιωσε πως δεν είχε νόημα να συνεχίζει την ανάκριση του θυρωρού. Στο μυαλό του είχε σχηματιστεί η εικόνα του ξανθού εκτελεστή με το μουστάκι, που ίσως να ήταν ψεύτικο.
Επέστρεψε στο γραφείο αποφασισμένος να βάλει σε μια οριστική τάξη τις σκέψεις του γι αυτή την υπόθεση που είχε αρχίσει να τον ενοχλεί. Κάτι δεν του κόλλαγε, κάτι δεν του άρεσε κι αν ήταν κάτι που τον διέκρινε και πλησίαζε κοντά στην αλήθεια, ήταν γιατί συναρμολογούσε τις πιθανότητες. Όλες τις πιθανότητες, επειδή πίστευε πως όλη η ζωή μας ήταν μια πιθανότητα.
Την πιθανότητα να είχε σκοτώσει ο Αλέκος Μπέρης τον Μαυροσκότη την είχε αποκλείσει άμεσα αλλά η αστυνομία τον είχε σκοτώσει ενώ μπορούσε να μην το κάνει όπως παραδόξως είχε υποστηρίξει και ο χοντρός υπαστυνόμος. Ο Μπέρης ήταν σκούρος, μελαχρινός, ο δολοφόνος του καθηγητή ξανθός.
Έβγαλε τα σκίτσα από το συρτάρι, τα παρατήρησε πολύ ώρα. Κάτι του θύμιζε, κάπου πλησίαζε σε μια οικεία του μορφή αλλά τον εξέπληττε, δεν μπορούσε ούτε καν να το συλλογιστεί. Ο άντρας του ξανθού σκίτσου έμοιαζε με τον ανιψιό του. Τον Νίκο Καζάρμα. Αν του αφαιρούσες το μουστάκι ήταν ολόιδιος! Έκρυψε το μουστάκι με το δάχτυλο του, ύστερα με έναν χάρακα, ήταν ο ίδιος ή τουλάχιστον του έμοιαζε στο ενενήντα τοις εκατό. Και παραδέχτηκε πως οι σκιτσογράφοι είχαν κάνει μια σπέσιαλ δουλειά. Τη σύγκριση όμως αυτή μπορούσε να την κάνει μόνον αυτός. Κανείς άλλος δεν είχε τέτοια πρόσβαση. Από την αρχή όταν πρωτοείδε το σκίτσο, το μυαλό του είχε πάει στη φιγούρα του Νίκου αλλά την είχε απορρίψει σαν εμμονή. Εμμονή σύγκρισης αλλά τώρα με την αφαίρεση του μουστακιού, έμεινε αποσβολωμένος. Δε χωρούσε καμιά αμφιβολία. Ο άνθρωπος του σκίτσου και ο εκτελεστής του Μαυροσκότη ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο. Ο Νίκος Καζάρμας.
συνεχίζεται 


2 σχόλια:

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...