Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2019

ΠΩΣ ΣΕ ΛΈΝΕ ΦΊΛΕ;




Μπάρμαν δεν ήμουν ποτέ, ίσως γιατί πίστευα πως δε την κατάφερνα αυτή τη δουλειά. Παρατηρούσα τους άλλους που δούλευαν μέσα από τη μπάρα και μερικοί ήταν σαγηνευτικοί! με τα κόλπα τους, τα σέικερ τα κοκτέιλ, τα ποτά, α, ναι τα ποτά κι επειδή είμαι μέγας πότης, με λένε Κώστα για να συστηθούμε κιόλας, μου άρεσε κάποτε να μπω κι εγώ πίσω από τη μπάρα, να δω πως νιώθουν οι μπάρμεν.

Περιποιήθηκα το μουστάκι μου, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη, στη γενική εμφάνιση μου και μου φάνηκα άψογος. Ίσιωσα τη γραβάτα και βγήκα. Είχα δώσει ένα ραντεβού κι έπρεπε να βιαστώ, η ώρα πλησίαζε δέκα. Δέκα και μισή έπρεπε να βρίσκομαι στο μπαρ "Ο δρόμος". Όπως δε μου αρέσει να με στήνουν, έτσι κι εγώ ήθελα να είμαι τυπικός σ αυτό το κομμάτι της αξιοπρέπειας.
Έφτασα, πάρκαρα και μου έκανε εντύπωση η ερημιά. Άνθρωπος δεν κυκλοφορούσε, τι διάβολο που χάθηκαν όλοι από τις δέκα η ώρα;
Μπήκα στο μπαρ "ο δρόμος", τα χαμηλωμένα φώτα, η σιγανή μουσική με υποδέχτηκαν κι ένιωσα μια φευγαλέα ανατριχίλα. Κοίταξα μέσα στα τραπέζια και στη μπάρα, τίποτα. Κανείς.
Το ραντεβού μου ήταν με τον μπάρμαν που με είχε  προσκαλέσει εκεί για να πιούμε ένα ποτό και απόρεσα. Τι διάλο! ούτε ο μπάρμαν δεν ήταν εκεί; κι εγώ που βιαζόμουν να φτάσω για να μη τον στήσω; Μου είχε πει πως θα ήταν καλό να πάω αυτή την ώρα που συνήθως δεν είχε κόσμο κι έτσι θα μπορούσαμε να κουβεντιάσουμε και να πιούμε τα ποτά μας με ησυχία, αλλά τώρα;
Κάθισα σε ένα σκαμπό, είδα τον εαυτό μου στον μεγάλο καθρέφτη, χτύπησα παλαμάκια. Αμέσως εμφανίστηκε ο μπαρμαν, τον είδα, χαμογελάσαμε ο ένας στον άλλον, ηρέμησα.
-Γιατί είσαι αναστατωμένος; μου μίλησε κι εγώ απόρεσα.
-Είναι να μην είμαι; άνοιξα τα χέρια μου και πρόσεξα πως δεν είχε μουστάκι.
-Το κοψες; ρώτησα χαϊδεύοντας το δικό μου.
-Μου είπαν απ τη διεύθυνση του καταστήματος πως δεν πάει σε έναν μπάρμαν να έχει μουστάκια και μούσια. Τι θα πιεις;
-Βότκα. Σκέτη. Εσύ;
-Κι εγώ. Μοιάζουμε σ αυτό. Και έβαλε τα ποτά, ενώ εγώ παρατηρούσα το στυλ του, το παπιγιόν, το φροντισμένο ντύσιμο. Και όντως διαπίστωνα πως μοιάζαμε αρκετά, θα μπορούσε κανείς να πει πως είμασταν σαν αδέρφια.
-Στην υγειά μας! είπε και τσουγκρίσαμε τα ποτήρια.
-Δεν έχει καθόλου κόσμο;
-Δεν έχει, ανασήκωσε τους ώμους του. Τι σε νοιάζει; ο κόσμος είμαστε εμείς οι δυο, δε σου αρέσει;
-Πως... πως! βιάστηκα ν απαντήσω κι άδειασα το ποτήρι μου.
-Μη βιάζεσαι! θα μεθύσεις δεν πίνεται έτσι η Βότκα Σμιρνόφ.
-Ενώ άμα είναι Άμπσολουτ, πίνεται έτσι;
-Θες από αυτή;
Υπάκουος πολύ, μου φάνηκε και τον παρατηρούσα καθώς πέταξε το μπουκάλι στον αέρα με το ένα χέρι και το πιασε με το άλλο με μαεστρία
-Ε, ναι είναι καλύτερη, βάλε και πάγο! είπα.
Σέρβιρε και πίναμε σαν δυο καλοί φίλοι.
-Δεν έχεις γυναίκα; με ρώτησε ξαφνικά.
-Όχι! απάντησα ξαφνικά. Ούτε εσύ;
-Ούτε, έγνεψε, παρά μίλησε.
-Προτού σου πω γι αυτό θα μου κάνεις μια χάρη;
-Λέγε, συναίνεσε.
-Θέλω να με αφήσεις να κάνω εγώ για λίγο τον μπάρμαν! σε παρακαλώ, τώρα που δεν έχει κόσμο, το χω μαράζι από μικρός. Έχω κάνει τόσες δουλειές αλλά μπάρμαν δεν ήμουν ποτέ. Ε, τι λες;
-Εντάξει, εντάξει! γέλασε. Έλα από μέσα να βγω εγώ να σου κάμω τον πελάτη.
Πράγματι έτσι κάμαμε. Μπήκα από μέσα και παρ ότι ήμασταν μόνοι ένιωθα κάποιο τρακ.
-Τι θα πιείτε; ρώτησα αδέξια.
-Ένα ούζο Ταγγέρης! 
-Α, τώρα! που να το βρω αυτό! και κοίταζα απελπισμένος τα ποτά στα ράφια. Πω!πω! συνέχισα. Τόσα πολλά ποτά υπάρχουν;
-Είδες; γέλασε. Λοιπόν για να μην κουράζεσαι, είναι το τελευταίο μπουκάλι πάνω δεξιά. Μπράβο! αυτό. Βάλε κι ένα δικό σου. Κερνάω εγώ!
Έβαλα σε δυο  ποτήρια ούζο Ταγγέρης, ένιωθα άβολα, δε νομίζω πως μου ταίριαζε αυτή η θέση, εγώ ήμουν μαθημένος απ έξω και του το είπα.
-Δεν είναι τίποτε θα συνηθίσεις, κούνησε το κεφάλι του.
-Τι εννοείς; άνοιξα τα μάτια μου.
-Σκοπεύω να σε αφήσω εκεί όλη τη βραδιά, μια και εγώ πρέπει να φύγω! θυμήθηκα πως έχω μια επείγουσα εργασία που δεν παίρνει αναβολή. Γι αυτό βάλε να πιούμε! βάλε και κανένα σφηνάκι.
-Τι μου λες; αλήθεια θα φύγεις; γούρλωσα τα μάτια μου Έτσι ε;
-Έτσι, συμφώνησε.
Πέταξα το μπουκάλι στον αέρα με το ένα χέρι, το πιασα με το άλλο, έβαλα δυο σφηνάκια.
-Μπράβο! χειροκρότησε. Είδες που τα καταφέρνεις περίφημα. Αλήθεια εσύ τι δουλειά κάνεις;
-Είμαι συγγραφέας, είπα.
-Συγγραφέας ε; θαύμασε. Πρέπει να είναι σπουδαίο να είναι κανείς συγγραφέας. Σε ζηλεύω.
-Μη με ζηλεύεις, είναι ένα δράμα. Είναι τραγικό να είσαι συγγραφέας. Αλλά μια και θα φύγεις σε λίγο, πάρε τη γραβάτα μου, δώσε μου το παπιγιόν, να γίνω κανονικός μπάρμαν. Ωραία, μια χαρά είμαι τώρα, συνέχισα φορώντας τα.
-Μια χαρά σε βρίσκω, να που σου δόθηκε η ευκαιρία να γίνεις και μπάρμαν. Λοιπόν βάλε ένα τελευταίο ουίσκι. Ουίσκι θέλω τώρα, εσύ θα πιεις.
-Θα πιω, είπα.
Και τσουγκρίσαμε. Ύστερα σηκώθηκε.
-Λοιπόν, εγώ φεύγω τώρα, σε χαιρετώ.
-Περίμενε είπα. Να! πάρε και το μουστάκι δεν είπες πως δεν κάνει να έχει μουστάκι ένας μπάρμαν;
Ξεκόλλησα το μουστάκι και του δωσα. Το βαλε στο πρόσωπο του κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, γύρισε να φύγει.
-Πότε θα σε ξαναδώ; να τα ξαναπιούμε; ρώτησα αλλά ούτε το όνομα σου δεν ξέρω! Πως σε λένε φίλε;
-Κώστα, είπε και με βιαστικά βήματα βγήκε, χάθηκε στο σκοτάδι αφήνοντας με μόνο πίσω από τη μπάρα.

ΤΕΛΟΣ

2 σχόλια:

  1. Πολύ-πολύ ιδιαίτερο, απρόσμενο! Από αυτά που σκαρώνει η γραφή και οι εμπνεύσεις σου. Καλησπέρα Κώστα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ελα τζον, είχα μια ιδέα από παλιά, μάλλον θέλει επιμέλεια στον διάλογο. Καλησπέρα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...