Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 33



Κανένας δεν ξέρει τι κρύβεται μες στη συνείδηση του άλλου. Τα συναισθήματα των απλών ανθρώπων βγαίνουν πολύ εύκολα στη  φόρα. Εκείνων όμως που άρχουν, που θέλουν να διοικούν αυτούς τους ανθρώπους, είναι αναγκαστικά κρυμμένα.
Έχοντας απέναντι του την Πέτρα Σμιθ ο Νίκος Καζάρμας, προσπαθούσε να ξεψαχνίσει τη συνείδηση της. Απ την αρχή δεν είχε πιστέψει πως μπορεί να ήταν ερωμένη του πατέρα του αλλά ποια ήταν η πραγματική τους σχέση δεν μπορούσε να την φανταστεί. Αυτό που περνούσε από το μυαλό του πλησίαζε στην αλήθεια αλλά χρειαζόταν να το εξακριβώσει.
-Δε μιλάς; κάτι ψάχνεις εσύ; την άκουσε να του μιλάει και γύρισε στα μάτια της.
Φαινόταν έξυπνη και οι έξυπνοι άνθρωποι είναι πιο επικίνδυνοι από τους άλλους. Γι αυτό και, ξαφνικά με βάση αυτή την αντίληψη, αποφάσισε να της μιλήσει στα ίσα, με ανοιχτά χαρτιά, προτού πάρουν άλλη τροπή τα πράγματα. Φοβόταν αδιόρατα τον κίνδυνο να τον ερωτευτεί η Πέτρα, πράγμα που για πολλούς λόγους δεν ήθελε να συμβεί.
-Πάμε έξω; της πρότεινε. Είναι πιο ήσυχα, πάμε σε ένα τραπεζάκι να καθίσουμε.
Πήρε το ποτό του και προχώρησε προς την αυλή. Η Πέτρα τον ακολούθησε χωρίς καμιά αντίρρηση, ένιωσε βολικά και ασυναίσθητα απέκτησε μια εμπιστοσύνη σ αυτόν τον άγνωστο άντρα που την είχε πλευρίσει τόσο αναπάντεχα. 
Κάθισαν σ ένα τραπέζι, μακριά από τον θόρυβο της μουσικής που ερχόταν απαλά να τους συντροφεύει.
-Λοιπόν; αγαπητέ άγνωστε, για πες μου τον λόγο που θέλησες να με γνωρίσεις; μίλησε με σαφήνεια και χωρίς καμιά ανησυχία.
-Το όνομα μου είναι Νίκος Καζάρμας, απάντησε κοιτάζοντας την έντονα.
Η Πέτρα ξαφνιάστηκε, έπιασε το πηγούνι της, άνοιξε τα μάτια , πελώρια.
-Νίκος Καζάρμας! μίλησε σαν ηχώ. Ο θεέ μου, μη μου πεις πως είσαι...
-Ναι, αυτός είμαι, την έκοψε. Εσύ ξέρεις τώρα ποιος είμαι. Πες μου κι εσύ ποια είσαι για να ξέρω με ποια έχω την τιμή να συνομιλώ.
Η Πέτρα το σκέφτηκε καλά για μια στιγμή να του κρυφτεί, αφού ο πατέρας τους είχε κρατήσει τόσα χρόνια κρυφή την ύπαρξή της. Ώστε αυτός ο άντρας που είχε απέναντι της και έπιναν το ποτό τους σαν γνώριμοι από καιρό ήταν αδερφός της! Γνώριζε πως υπήρχε ένας τέτοιος αλλά ποτέ δεν την είχε αφήσει ο πατέρας της να τον γνωρίσει. Τον ξανακοίταξε, πρόσεξε καλύτερα τα χαρακτηριστικά του.
-Δε μοιάζεις με τον πατέρα σου, είπε. Δε μοιάζετε καθόλου μπορώ να πω.
-Το ξέρω πως γνωρίζεις τον πατέρα μου. Όχι δεν του μοιάζω, μοιάζω στη μητέρα.
-Είμαστε αδέρφια, από άλλη μητέρα, ομολόγησε σα να μιλούσε στον εαυτό της, περισσότερο για να πεισθεί για τα συναισθήματα που την κυριαρχούσαν εκείνες τις στιγμές.
Πράγμα παράξενο ούτε ο Νίκος ξαφνιάστηκε, λες και είχε ακούσει το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.
-Και τώρα τι θα κάμεις; θα μιλήσεις στον πατέρα μας; εγώ νομίζω πως δεν πρέπει, αφού τόσα χρόνια δεν ήθελε να με παρουσιάσει σε σας, την άκουσε και δεν ήξερε αν έπρεπε ν ακολουθήσει τη συμβουλή της.
-Κάποια μέρα θα του μιλήσω, θα γίνει κι αυτό. Αλλά ας τον αφήσουμε λίγο ακόμα σ αυτό που είχε διαλέξει.
-Να σου πω, εντάξει! νομίζω πως έχεις δίκιο; θέλεις να βρίσκομαι ακόμα στη σκιά! να είμαι ακόμη πιο μόνη! τώρα που πέθανε και η μητέρα μου! αυτό θέλεις αδερφέ μου;
Τα έλεγε όλα μαζεμένα, ασταμάτητα, δεν την προλάβαινε. Έκανε να της πιάσει το χέρι.
-Δε θέλω να μου πιάσεις το χέρι! αγρίεψε. Τα μάτια της πετούσαν σπίθες. Σηκώθηκε.
-Φύγε! είπε. Δε θέλω να σε ξαναδώ! Δεν υπάρχεις, όπως δεν υπήρξες ποτέ.
Το πρόσωπο της είχε αλλάξει τελείως. Δεν είχε καμιά σχέση με το πρόσωπο που πριν από λίγη ώρα αντάλλασσε όμορφες ματιές μαζί του.
-Ή μάλλον φεύγω εγώ! γειάσου αδερφέ μου! είπε σαρκαστικά και έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω της.
Δεν έκαμε καμιά κίνηση να την κρατήσει, ήξερε πως θα την ξανάβλεπε και πως όλα αυτά θα άλλαζαν, αλλά προς το παρόν ανασήκωσε τους ώμους του. Δεν καταλάβαινε τι ακριβώς ήταν να έχεις μια αδερφή. Ούτε χαρά, ούτε λύπη. Μια ωραία συμπάθεια είχε νιώσει, ένα τράβηγμα του ίδιου αίματος, αν και δεν ήταν ακριβώς έτσι μια και η Πέτρα είχε και Γερμανικό αίμα στις φλέβες της.
συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...