Κυριακή 19 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 12






Έμεινα κεραυνόπληκτος όταν τέλειωσα την πρώτη  βιαστική ανάγνωση. Το ξαναδιάβασα πάλι και πάλι. Και γιατί με έλεγε μαχαραγιά; Θα του είχε κολλήσει η λέξη από τα τουρκομπλεξίματα του. Αλλιώς δεν εξηγιέται η επιμονή του, όλο μαχαραγιά και κοπρόσκυλο με έλεγε αλλά αυτό ήταν το λιγότερο. Τα άλλα οι φυλακές, τα ανθρακωρυχεία, η Εμινέ, ο Αλής μου φαινόταν πρόσωπα και πράγματα μυθικά. Με παραμύθιαζε ο Ντάφλος σκέφτηκα, με γέμισε μύγες. Αλλά αυτός δεν ήταν ποτέ ψεύτης, τώρα γένηκε; Κοίτα ρε, ζωή ο φίλος μου Ντάφλος. Και επιστρέφει στην πατρίδα- αυτό το πατρίδα το είχε υπογραμμίσει- αυτός ποτέ δε μιλούσε για πατρίδες- με λεφτά πολλά, καζαντισμένος. Αυτό τι σου έλεγε; Τι θα έκανε εδώ; Θα ξαναγύριζε στη Μαγδαληνή; Αλλά για αυτήν δεν έκανε κουβέντα, μόνο για το γιο του τον Τίτο έγραψε δυο αράδες.
Το κουβέντιασα με την Καίτη, δεν της διάβασα το γράμμα, κι έδειξε αδιαφορία. Δεν τον χώνεψε ποτέ της. Ούτε καν ήθελε να ξέρει αν ζει ή αν πεθαίνει. Παραξενευόμουν μ αυτή της την αντιπάθεια. Σπάνια τη θυμάμαι να έπαιρνε ακραίες θέσεις απέναντι στους ανθρώπους. Την θεωρούσα περισσότερο ουμανίστρια. Και, ίσα-ίσα με τον συνδικαλισμό που είχε μπλέξει εκείνο τον καιρό, έκανε και κάποιες τσιριμόνιες στους επαΐοντες. Έτσι, μου φαινόταν πως είχε αποκτήσεις τις διπλωματικές σχέσεις της. «Γεια σας κύριε Αργυρόπουλε, τι κάνετε; Είστε καλά; Πως πάει η εφημερίδα; Η σύζυγος; Μπράβο, χαίρομαι!». Ευγενική, ευπροσήγορη, καλοσυνάτη. Σε κάτι άλλους, μπεμπέδες και τέτοιους δεν έδινε σημασία. Τους αγνοούσε, σα να φυλαγόταν από τις κακοτοπιές και δίκιο είχε. Εγώ δεν είχα δίκιο και έπεφτα συνέχεια από τα σύννεφα. Όπως τώρα, που νόμιζα πως η Καίτη συμπαθούσε το Ντάφλο. Για τι να τον συμπαθεί; Σκέφτηκα πιο ρεαλιστικά. Επειδή της παράτησε την αδερφή; Μερικά πράγματα, μου φαίνεται πως τα έπαιρνα πολύ επιπόλαια. Δε σεβόμουν τον πόνο κάποιων ανθρώπων από αυτή την άποψη. Κατά βάθος δεν ήθελα να το παραδεχτώ αλλά έτσι ήταν, έτσι έδειχναν τα πράγματα. Το λογικό θα ήταν να σκεφτώ πως η Καίτη και γενικά όλο το Σταυρέικο δε συμπαθούσε το Ντάφλο. Εδώ στην αρχή ο Σταυρέας έψαχνε να τον βρει να τον σκοτώσει και εγώ τώρα της μιλούσα γι αυτόν! Ένα καθίκι είναι μου τελείωσε την κουβέντα και εγώ μούτρωσα. Δεν είναι καθίκι ο Ντάφλος, φώναξα. Έκανε ένα λάθος που παντρεύτηκε την αδερφή σου, αυτό είναι όλο!
-Ένα λάθος το λες εσύ αυτό; Που την παράτησε γκαστρωμένη και ξυλοφορτωμένη στην Κέρκυρα; Μου όρμησε. Ένα λάθος το λες που έσπειρε ένα παιδί κι έφυγε σαν αλήτης για τη Γερμανία; Ωραίος είσαι! Τι νομίζεις πως είναι η ζωή μωρέ; Τι νομίζεις; Αυτός είναι εγκληματίας για μένα, ένας μπεκρής, ένας άνθρωπος που τον κυβερνάει το ποτό, τι περιμένεις; Περιμένεις εσύ από κάτι τέτοιους σαν εσένα να του δίνουν δίκαιο. Όσα και να φτιάξει, λεφτά και τέτοια, πάντα ίδιος θα μείνει και τολμάς εσύ να μου μιλάς γι αυτόν και να έχεις πάρε-δώσε μαζί του! Μ αυτόν και τον άλλον, το Δούκα… ωραίους φίλους έχεις Αμβράζη, να τους χαίρεσαι, εμένα δε μου κάνουν, να το θυμάσαι!
Άμα την έπιανε, μου τα λεγε. Δε χάριζε κάστανα σε κανέναν η Καίτη. Όλα κατάμουτρα τα πέταγε και τα καλά και τα κακά. Εμένα μου κόστιζε πολύ να μου μιλάει έτσι για τους φίλους μου. Νευρίαζα, σηκωνόμουν κι έφευγα.
Έτσι ήταν τα πράγματα εκείνο το Φθινόπωρο. Είχε τελειώσει ένα ακόμα Καλοκαίρι της νιότης μας κι ερχόταν πάλι το Φθινόπωρο, μελαγχολικό όπως πάντα. Στου Γκύζη-ακόμα δεν μπορώ να θυμηθώ αν θέλει Κ, ή όχι- έπαιρναν σβάρνα τους κατηφορικούς δρόμους, τα λερωμένα νερά των πρώτων βροχών. Ξέπλεναν τα πάντα κατεβαίνοντας ορμητικά τις γειτονιές.
Μια τέτοια βροχερή μέρα, ήταν που είχε έρθει στη γκαλερί, ο ιδιοκτήτης, ο κυρ-Αλέκος. Άραξε εκεί μπροστά στη φάτσα, στη βιτρίνα και με κοίταζε χαμογελαστός, καθώς στεκόμουν στην πόρτα. Τον καταλάβαινα αλά δεν μπορούσα να πω πως, μου λεγε κάτι ιδιαίτερο η παρουσία του. Ίσως επειδή δε χώνεψα ποτέ τους ιδιοκτήτες, όσο καλοί κι αν ήταν. Έτσι τον έπαιρνε η μπόρα κι αυτόν, σαν αυτή που έπεφτε τώρα ασταμάτητα. Δεν είχα τίποτε με τον άνθρωπο αλλά να, αυτή ήταν η αντίληψη μου για τους ιδιοκτήτες.
Πάλι του χρωστούσα μερικά ενοίκια. Τα λεφτά που είχα πάρει από τον Δούκα είχαν σκορπιστεί στους πέντε ανέμους και τώρα ο κυρ-Αλέκος, είχε έρθει να ζητήσει τα δικαιούμενα.  Μπήκε στο μαγαζί, του έφτιαξα καφέ, έφτιαξα και δικό μου. Τον ήπιαμε λέγοντας αοριστίες, κοιτάζοντας έξω τη βροχή που δεν έλεγε να σταματήσει.
-Θα χουμε βαρύ Χειμώνα εφέτος, οριστικοποίησε τις απόψεις του για τον καιρό.
-Ναι, μουρμούρισα εγώ. Τι να έλεγα;
Σε λίγο έφυγε. «Κοίταξε να δεις τι θα κάνεις» μου είπε απ την πόρτα. «Τα περιθώρια στενεύουν,  περνάει ο καιρός αγόρι μου. Χρωστάς τώρα τέσσερα ενοίκια κι ένα του Οκτώβρη που μπαίνει σε λίγο, πέντε. Δεν πειράζει, εμένα μη μου τα δώσεις αν φύγεις. Δεν ξέρω τι να σου πω, κάνε όπως καταλαβαίνεις, τι να σου πω. Αλλά κάνε κάτι, το βλέπεις ότι δε βγαίνει που θα πάει αυτή η κατάσταση;» Κι έφυγε. Με άφησε μόνο μου στις μαύρες απελπισίες. Τώρα βρέθηκε κι αυτός; Πάνω που είχα την έμπνευση να τελειώσω τον πίνακα της γυναίκας με τη λάμπα; Μου έφυγε η όρεξη, η έμπνευση, χάθηκαν τα πάντα. Κάθισα στο γραφείο και κοίταζα έξω, έτσι ακατανόητα. Ύστερα παρατήρησα αυτό που είχα φτιάξει και το λεγα γκαλερί. Ένας χώρος γεμάτος τζιμπράγκαλα. Τελευταία ούτε σκούπιζα και είχαν μαζευτεί εκεί τα πιο παράξενα πράγματα, αφού είχα τη μανία να συλλέγω ότι εύρισκα μπροστά μου. Πέτρες, ξύλα, ριζάρια- μερικά τα είχα ψευτοσκαλίσει με το σκαρπέλο- παλιές λαμαρίνες σκουριασμένες, σύρματα, παλιές εικόνες, γκραβούρες, αφίσες, περιοδικά. Ότι έβαζε ο νους. Ακόμα κι ένα παλιό, σαραβαλιασμένο τζου-μποξ είχα εκεί, που το επισκεύασε μια μέρα- μέρα ήταν ή νύχτα;- ένας φίλος που είχε λόξα μ αυτά τα πράγματα. Κατάφερε όμως να το φτιάξει να παίζει. Είχα και μερικούς δίσκους, πεταμένους στο δάπεδο, στη γωνιά. Μόνο έναν Ραχμάνινοφ τον πρόσεχα μέσα στο συρτάρι- τίποτα δεν ήξερα για δαύτον και ούτε έμαθα ποτέ. Έβαζα το δίσκο και τον άκουγα πολλές φορές. Μου άρεσε και ήθελα κάποτε ν αγοράσω μια δική του κασέτα, όταν θα είχα λεφτά, να την ακούω από ένα γουόκι-τόκι, όπως τα λένε αυτά τα μικρά κασετόφωνα. Το σκεφτόμουν πολλές φορές, πάνω στη μηχανή, όταν μου τη δάνειζε η Καίτη. Είχε πάρει και μηχανή, μια ολοκαίνουρια μηχανή μεγάλων κυβικών, μη νομίζετε.. Μου την έδινε κι εμένα μερικές φορές κι έκανα κάτι μακρινές βόλτες στην παραλία αλλά συνήθως ερχόταν κι εκείνη μαζί μου.
Τι άλλο είχα εκεί μέσα; Όλη μου την περιουσία. Μερικές εκατοντάδες βιβλία, άλλα τόσα περιοδικά, από Ρομάντσο μέχρι Μάσκα, Τέχνη και λόγος, διάφορα. Σε αυτό το τελευταίο ήμουν συνδρομητής αλλά δεν είχα πληρώσει ποτέ. Ακόμα και λίγες τσόντες υπήρχαν, κρυμμένες όμως να μη φαίνονται.
Η βιτρίνα είχε γεμίσει αράχνες και μυρμήγκια. Κάπου-κάπου, πηγαινοερχόταν καμιά κατσαρίδα, γρήγορα, ξαφνικά να χαθεί. Πρέπει να είχα και καμιά εικοσαριά πίνακες, άλλοι στη βιτρίνα, άλλοι στους τοίχους, ίσως να ήταν περισσότεροι. Ναι, βέβαια, τώρα που θυμάμαι καλύτερα, πρέπει να ήταν πάνω από τριάντα. Μεγάλη περιουσία, χλεύαζα τον εαυτό μου, μπροστά στο μαυρισμένο καθρέφτη της τουαλέτας που είχε πιάσει παντού κρότσια. [ Λέξη παλιά για τη βρωμιά, τη λίγδα, τη δυσωδία.]
Στο πατάρι, ένα ράντσο σαραβαλιασμένο, βούλιαζε, καμπούριαζε, από βάρος δυο κορμιών τις περισσότερες φορές. Παχυλή σκόνη γύρω-γύρω, κομμάτια πλαστικά, σακούλες, εφημερίδες. Από τα πλαστικά, είχα φτιάξει δυο τρεις φιγούρες του Καραγκιόζη. Πρώτα τις είχα ζωγραφίσει και μετά τις έκοψα σιγά-σιγά με τη σέγα. Έλεγα κάποτε να κάνω παραγωγή, να τις πουλάω και στην αρχή το είχα πάρει σοβαρά το θέμα, καθώς πούλησα ένα σε κάποιο γέρο. Ερχόταν είπε συχνά να αγοράσει αλλά έλειπα. Είχε μαζί  του και το εγγονάκι που έκλαιγε και όλο του λεγε, «να μου τον πάρεις παππού, να μου τον πάρεις.» Μόλις του είπα ένα χιλιάρικο του γέρου του φυγε η ανάσα.
-Δεν τα πουλάω αυτά, του είπα αλλά μια και φωνάζει ο μικρός, μια και εσένα σου θυμίζουν τα παιδικά σου χρόνια οι Κραγκιόζηδες, πάρτον, χαλάλι σου. Δώσε μου ένα χιλιάρικο και πάρτον.
Έκανε να φύγει και τον λυπήθηκα. Τον λυπήθηκε η ψυχή μου που τον είδα να μετράει τα ψιλά στην πόρτα και τον πρόλαβα. Έδωσα τον Καραγκιόζη στον μικρό που μέρωσε αμέσως και σκούπισε τα δάκρυα του. Ο Γέρος μου βαλε ένα κατοστάρικο στο χέρι και συνεννοηθήκαμε βουβά, πως, εντάξει, καλά είναι, να βολευτούμε και οι τρεις. Κι έκλαψε κι εκείνος.
Δεν τον λυπήθηκα αυτόν τον Καραγκιόζη. Ένα άλλον Καραγκιόζη, σημερινό, τον συλλέκτη και γείτονα Μπρέκα, τον λυπήθηκα. Όχι ακριβώς τον λυπήθηκα, τον σιχάθηκα.
Ήρθε κάποιο απόγευμα και στάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας κρατώντας το χερούλι. Είμαι συλλέκτης μου είπε.
-Θέλω αυτόν τον πίνακα, συνέχισε κρατώντας πάντα το χερούλι, χωρίς να μπει μέσα, έτοιμος να φύγει. Έχω περάσει πολλές φορές και δε σε βρίσκω, δεν το ανοίγεις το μαγαζί; Τέλος πάντων, δικό σου καπέλο. Λέγε πόσα θέλεις αλλά πρόσεξε την τιμή. Εξόν από συλλέκτης, είμαι και γείτονας. Εδώ στη λεωφόρο έχω μια έκθεση αυτοκινήτων. Λέγε, πόσα;
Καιγόμουν για τα λεφτά και τι να του λεγα; Δεν ήθελα να μου τον πάρει τον πίνακα τσάμπα. Ήταν αυτός με τη γυναίκα και τη λάμπα που δεν είχα προλάβει να τον τελειώσω. Δεν πειράζει, μου είπε, εμένα μου αρέσει έτσι, σεις οι ζωγράφοι δεν ξέρετε πότε τελειώνει ένα έργο. Μάλιστα, σκέφτηκα εγώ, του αρέσει κι έτσι. Κάτι είχα καταλάβει για δαύτους. Το σινάφι τους είναι το πιο σκληρό στην αγορά. Αγόραζαν φτηνά και δεν πουλούσαν, εκτός αν έπιαναν κάποια εξαιρετική τιμή.
-Να τον πάρεις, του είπα απερίφραστα. Δώσε πενήντα χιλιάδες και πάρτον, είναι μια πολύ καλή τιμή για σένα. Εβδομήντα θα σου έλεγα αλλά μια και είσαι και γείτονας, δώσε πενήντα και πάρτον.
-Θα σου δώσω εντεκάμισυ χιλιάδες, είπε σμίγοντας τα φρύδια. Ούτε δραχμή παραπάνω. Σε δέκα λεπτά, επιστρέφω, σκέψου κι αποφάσισε.
Κι έφυγε.
Εγώ σηκώθηκα επάνω ανατριχιασμένος. Τι λέει; Μονολόγησα. Τι λέει ο άνθρωπος, είναι με τα καλά του; Εντεκάμισυ χιλιάδες αυτό το έργο; Εδώ μόνο ο μουσαμάς έκανε δυο χιλιάδες.. ένα είκοσι επί ογδόντα… όχι δε γίνεται, άστον να πάει να κουρευτεί. Δεν του τον δίνω, φώναξα κι έκοβα βόλτες πέρα-δώθε. Πήρα κι ένα ποτήρι, έβαλα λίγο σκουριασμένο κονιάκ, ήπια.
-Δεν τον δίνω! Φώναξα πάλι δυνατά. Όχι, δεν τον πουλάω!
Με τα χέρια στις άδειες τσέπες πηγαινοερχόμουν. Ρε, τον κερατά το Μπρέκα, σκεφτόμουν, ρε τον άτιμο πάει να μου φάει το έργο. Σιγά μην του τον δώσω. Τέτοια έλεγα και σκεφτόμουν, για να πείσω τον εαυτό μου και πρέπει να ήμουν πολύ αστείος, δε χωράει καμιά αμφιβολία γι αυτό. Έπρεπε να ήμουν από κάποια άλλη πλευρά, να έβλεπα πως συμπεριφερόμουν. Θα γελούσα οπωσδήποτε. Ή θα έκλαιγα. Αλλά, μόλις γύρισε ο Μπρέκας, «πάρτον» του είπα και τον ξεκρέμασα από την βιτρίνα.
Μου μέτρησε εντεκάμισυ χιλιάδες, ούτε δραχμή παραπάνω. Όσα είπε. Όμως τον περιποιήθηκα ύστερα από λίγους μήνες που ήρθε να του σκιτσάρω μερικές γκραβούρες παλιών αυτοκινήτων για την έκθεση του. Εκεί του πήρα τριπλάσια λεφτά από το κανονικό, για να βγάλω το άχτι μου. Γι αυτό είπα παραπάνω πως δεν τον λυπήθηκα.
Αυτά ήταν τα αλισβερίσια μου εκείνον τον καιρό. «Τω καιρώ εκείνω», φράση βιβλική που την αντέστρεφα. Έλεγα εκείνο τον καιρό. Στην Αιτιατική.
Παρ όλα αυτά, ψιλοχάρηκα εκείνο το βράδυ. Πετάχτηκα στο παντοπωλείο, αγόρασα ένα μεγάλο μπουκάλι κονιάκ- να έχω να κερνάω τους φίλους, έλεγα- τσιγάρα και μερικές λαδόκολλες. Μου είχε σφηνωθεί η ιδέα να ζωγραφίσω πάνω τους. Και το έκαμα, έπιανε πιο καλά το χρώμα. Κι ακόμα πιο πολύ, επειδή μου άρεσε το γλίστρημα του πινέλου πάνω στη γυαλάδα.. Όπως αργότερα θα ζωγράφιζα σε καφετιά στρατσόχαρτα από κούτες. Ήταν μια εμπειρία κι αυτή, όπως αργότερα με τις λινάτσες. Τι το θυμήθηκα τώρα αυτό; Είχα έναν φίλο που τον έλεγαν Λινάτσα και θύμωνε γιατί αυτό ήταν το παρατσούκλι που του είχαν κολλήσει. Το πραγματικό του όνομα δεν το έμαθα ποτέ. Ωραίο όνομα, του λεγα και με κοίταζε με γουρλωμένα μάτια. Νόμιζε πως τον κορόιδευα και μούτρωνε. Να βάλεις και μια επιγραφή με το όνομα σου, του είπα. Λινάτσας! Είχε μια ταβέρνα εκεί στου Γκύζη. Γελούσε και συνέχιζε να νομίζει πως τον δουλεύω. Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τον πείραζε, εγώ του το έλεγα σοβαρά. Μετά από χρόνια που το πήρε χαμπάρι και το κανε, ταβέρνα ο Λινάτσας, έγινε φίρμα και κονόμησε. Πάμε στου Λινάτσα, έλεγαν όλοι.
Μαύρη περίπτωση κι αυτός. Κούτσαινε από το δεξί πόδι, έπινε, γινόταν σταφίδα, είχε κι έξι παιδιά. Πέντε κορίτσια κι ένα αγόρι, το τελευταίο. Γι αυτό είχε σταματήσει, έβγαλα το διάδοχο, έλεγε και γελούσε. Λινάτσας ο νεώτερος, αυτός θα συνέχιζε την οικογενειακή του ιστορία.
Είχα προαποφασίσει πως θα πήγαινα εκεί εκείνο το βράδυ. Λεφτά είχα, τι με ένοιαζε; Να, τώρα θα φύγω έλεγα, όπου να είναι φεύγω αλλά δεν παρατούσα το κονιάκ και το πινέλο. Ώσπου κάποια στιγμή το αποφάσισα. Την ώρα όμως που πήγαινα να κλειδώσω την πόρτα, χτύπησε το τηλέφωνο. Ντρίίν! και το κοίταζα. Ντρίίίν! Και το ξανακοίταξα. Να το σηκώσω ή να μην το σηκώσω; Κι αν ήταν η Καίτη; Δεν είχα καμιά όρεξη να την έβλεπα εκείνη την ώρα., άλλα πράγματα κυριαρχούσαν μέσα μου, Να ξεφαντώσω ήθελα, να δω κανέναν παλιόφιλο, να πούμε καμιά κουβέντα, να μην είμαι μόνος μου.
Παρ όλα αυτά, το σήκωσα. Ήταν ο Τασούλης. Έρχομαι μου είπε από εκεί, μη φύγεις, σε δέκα λεπτά, έφτασα. Είναι καιρός να βάλουμε σε εφαρμογή εκείνη την ιδέα. Θυμάσαι τι μου είχες πει; Που να θυμόμουν, τόσα είχαμε πει. Έλα καημένε, συνέχισε ο Τασούλης, δεν είχες πει να εκδώσουμε μια φυλλάδα για τα εικαστικά και τις τέχνες; Ε, λοιπόν, είναι ώρα να το κάνουμε. Έρχομαι από κει, μη φύγεις.

ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 11




"Πολυαγαπημένε μου φίλε, σε φιλώ γλυκά. Είμαι καλά. Το ίδιο επιθυμώ και δια εσένα, να είσαι πάντα καλά. Κοπρόσκυλο.
Δεν ξέρω από πού ν αρχίσω, δεν είμαι και τόσο καλός στα γραφτά, αλλά τα έχω όλα στο μυαλό μου αυτά που θέλω να σου πω. Αν ήσουν δίπλα μου και πίναμε και κανένα ουζάκι, θα σου τα έλεγα καλύτερα. Τα έχω όλα στο μυαλό μου και χτες το βράδυ τα μελετούσα στον ύπνο μου. Έτσι θα του τα γράψω έλεγα, έτσι τα του τα πω. Αλλά τώρα πάλι κολλάω, δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω. Αλήθεια τι κάνει ο γιος μου; Τον βλέπεις καμιά φορά τον Τίτο ρε Μαχαραγιά;
Το λοιπόν, όταν ήρθα εδώ, μου γύριζε όλος ο κόσμος ανάποδα, σα σφοντύλι. Άλλα πράγματα εδώ φίλε, άλλος κόσμος.. Να μείνω δεν είχα πουθενά, κανέναν δεν ήξερα. Που να πήγαινα και τι να έκανα; Γνωρίστηκα όμως αμέσως με πολλούς πατριώτες, είναι μεγάλο το σινάφι των Ελλήνων εδώ. Όπως και των Τούρκων Έχεις γνωρίσει Τούρκο; Δε θα το πιστέψεις αλλά ο καλύτερος μου φίλος ήταν ένας γέρος θεριακλής Τούρκος, ο Αλής, που γνώρισα στη φυλακή. Τώρα θα παθαίνεις την πλάκα σου με αυτά που σου λέω αλλά έκανα και στη στενή. Όχι πολύ, κάνα δυο χρόνια. Θα σου πω μετά πως έγινε αυτό.
Πήγα στην αρχή για δουλειά στα ανθρακωρυχεία. Ξέρεις τι είναι τα ανθρακωρυχεία; Εσύ και να μην ξέρεις δε γίνεται, είναι σαν να είσαι εδώ. Σε καταλαβαίνω παλιοφάρα, σε ξέρω εγώ, μη νομίζεις ο φίλος σου ο Ντάφλος δεν είναι χαζός. Δούλεψα εκεί ένα χρόνο, στις γαλαρίες. Η μέρα ήταν νύχτα και η νύχτα πάλι νύχτα. Δεν τα λέω καλά; Τότε έμπλεξα με μια Τουρκάλα. Μόνο μια, είναι δύσκολο να στο περιγράψω, μα αυτή ήταν μεγάλη ιστορία. Η Εμινέ. Έτσι την έλεγαν. Όμορφη του κερατά, να σου φεύγει το μάτι και να θέλει να με παντρευτεί. Θα γίνω μου έλεγε Χριστιανή, ότι θέλεις εσύ Ντάφλο μου, σκοτωνόταν για μένα. Εγώ τι να έκανα πάλι; Στην αρχή, μονάχα αυτό σκεφτόμουν, γιατί νόμιζα πως ήταν απλά τα πράγματα, δεν είχα ιδέα τι ήταν οι Τούρκοι. Το σινάφι τους εξαγριώθηκε. Δεν είναι όλοι κακοί, άνθρωποι είναι σαν εμάς, άλλοι κακοί, άλλοι καλοί. Έχουν όμως σε κάτι τέτοια τους δικούς τους νόμους. Εμένα δε με ένοιαζε και πολύ, εγώ μια χαρά περνούσα με την Εμινέ. Έγινε όμως το πατατράκ και παραλίγο να σκοτώσω άνθρωπο. Εκείνον τον Μουράτ που τον βρήκα ένα βράδυ καβάλα στην Εμινέ, μέσα στο σπίτι μου. Ξέχασα να σου πω πως ήταν έγκυος κιόλας.
Εξαγριώθηκα. Έγινα κι εγώ Τούρκος που λέμε κι εμείς εκεί στην πατρίδα. Όρμησα πάνω του να τον πετσοκόψω. Τον άρπαξα από το λαιμό να τον πνίξω. Ήταν όμως δυνατός σα γομάρι μέχρι εκεί πάνω και το χειρότερο ήταν που κρατούσε πιστόλι. Η Εμινέ, ματωμένη, ανήμπορη και ξεσχισμένη να ουρλιάζει κι εγώ μόλις είδα το πιστόλι, κοκάλωσα. Πάει, λέω με έφαγε ο Τουρκαλάς, έχεις δει ποτέ πιστόλι να σε σημαδεύει μαχαραγιά; Κόβονται τα πόδια σου από το φόβο αλλά εγώ κατάφερα με τη δύναμη της απελπισίας και του δίκιου, να το γυρίσω κατά πάνω του στα πλευρά. Αυτός πάτησε τη σκανδάλη, σου το ορκίζομαι στον Τίτο  μου, να μην προλάβω να τον δω αν λέω ψέματα. Αυτά είπα και στο δικαστήριο αλλά δε με πίστεψαν. ΜΕ ΧΌΡΕΨΑΝ ΣΤΟ ΤΑΨΊ. Εδώ οι νόμοι είναι πιο σκληροί απ ότι κει, Δεν είχα και λεφτά, ξόδεψα όλες μου τις οικονομίες στους δικηγόρους αλλά δεν τη γλίτωσα. Με μπαγλαρώσανε τρία χρόνια στη στενή Λόγω προτέρου έντιμου βίου που λένε αυτοί οι κερατάδες και επειδή βρισκόμουν εν αμύνει. Αλλά βγήκα σε ενάμισυ χρόνο αφού πρώτα πήγα στις αγροτικές φυλακές και πρόσφερα εργασία. Είχα και καλή συμπεριφορά, γι αυτό με άφηνα  είπαν αλλά λερωμένο. Έτσι είναι μου μουντζουρώσανε τα χαρτιά και δουλειά δεν μπορούσα να πιάσω πουθενά. Με βοήθησε όως ο φίλος μου ο Τούρκος, ο Αλής που σου λεγα. Μέσα στη φυλακή θα με είχαν πηδήξει πρώτα και θα με είχαν σκοτώσει αν δεν ήταν αυτός. Με πήρε υπό την προστασία του και είπε στους άλλους πως όποιος με πείραζε θα είχε να κάνει μαζί του. Και καθάριζε μια λάμα. Θεριό σου λέω, ανήμερο, ισοβίτης. Είχε σκοτώσει δυο ανθρώπους. Τη γυναίκα του και τον εραστή της, ίσως για αυτό να με συμπόνεσε, επειδή ήμασταν ομοιοπαθούντες. Θα ήταν τότε εξηνταπεντάρης αλλά γερός σου είπα, άλλο πράμα. Έτυχε όμως η μοίρα να του παίξει άσχημο παιχνίδι. Όταν βγήκα από τη φυλακή και τον επισκέφτηκα, μου είπε πίσω από τα κάγκελα, πως ούτε λίγο ούτε πολύ οι γιατροί τον είχαν ξεγράψει. Είχε δεν είχε δυο-τρεις μήνες ζωή. Έκλαψα πολύ εκεί φίλε, σηκωτό με πήρανε. Είχε προλάβει να μου πει πως είχε καρκίνο. Έχεις δει άνθρωπο να πεθαίνει από καρκίνο και να το ξέρει; Εγώ είδα κι έγινα κόσκινο. Μάζεψε ρε, αυτό το βουνό, σαν από σεισμό. Έγινε μια τούφα, αυτός που ήταν ένα θεριό.
Τον πήγα στο νοσοκομείο μόνος μου, δεν είχα κανέναν άλλον. Του χάρισαν την ποινή είπαν οι κερατάδες, το υπόλοιπο της ποινής, ενός ανθρώπου που πέθαινε από καρκίνο και είχε τιμωρηθεί με το παραπάνω, όλη του τη ζωή στη φυλακή. Στα γράφω έτσι γιατί εγώ δεν πιστεύω στη δικαιοσύνη. Πιστεύω πιο πολύ στην ανθρωπιά. Θα μου πεις άνθρωποι δε φτιάξανε και τους νόμους; Και θα σου πω ναι αλλά για ποιους τους έφτιαξαν; Τους έφτιαξαν για την πάρτη τους, να βολεύουν αυτούς, όχι όλους τους ανθρώπους. Για τους λίγους είναι οι νόμοι φίλε, έτσι πιστεύω εγώ. Είναι λίγοι που μας κυβερνάνε και τους δικούς τους φόνους, τις λεηλασίες, τις κλεψιές και τα τοιαύτα, τα καλύπτουν με ασυλίες και τέτοια παραμύθια. Καλά δεν τα λέω; Ή όχι; Εσύ θα μου πεις όταν έρθω. Γιατί έρχομαι όπου να ναι, μαχαραγιά. Έρχομαι εκεί να σε βρω αλλά μη νομίζεις πως είμαι άφραγκος αυτή τη φορά. Όχι!  κουβαλάω πράμα. Ξέχασα να σου πω το κυριότερο πως ο φίλος μου ο Αλής, μου άφησε ότι είχε και δεν είχε. Θα μου πεις τώρα τι μπορεί να είχε ένας φυλακισμένος. Αμ δε! Ένα εκατομμύριο μάρκα είχε ο Αλής και με έκανε γενικό κληρονόμο του. Δε με ενδιαφέρει που τα είχε βρει, πως τα είχε κάνει. Πάντως είναι πολλά λεφτά, έτσι που λες, λίγες μέρες πριν πεθάνει μου παράγγειλε να πάω να τον θάψω στη Σμύρνη. Τον πήγα φίλε μαχαραγιά. Τον έθαψα με όλες τις τιμές, έβγαλα κι έναν επικήδειο. Μισά Ελληνικά, μισά Τούρκικα που τα είχα μάθει στη φυλακή και μετά γύρισα να κανονίσω τις δουλειές μου. Ρύθμισα όλες τις λεπτομέρειες με τη διαθήκη του Αλή. Που τα είχε βρει τόσα λεφτά, αναρωτιόμουν πολλές φορές. Φαντάζομαι όμως πως τριάντα χρόνια μέσα στις φυλακές θα έκανε κάποιες διακινήσεις που λέμε. Ναρκωτικά, υποθέτω, μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Μου φάγανε κάμποσα, ξέρεις, δικηγόροι, παραδικηγόροι, τάισα κάμποσα λαμόγια, εφορίες και τέτοια. Άνοιξα μια μπυραρία στο όνομα του Αλή με έναν άλλον φίλο τον Νακατζιάν Αρμένιος, καλό παιδί. Βγάλαμε πολλά λεφτά, τι να σου λέω, την έχουμε ακόμα αλλά βαρέθηκα. Θέλω να γυρίσω στην πατρίδα. Θα αφήσω το μαγαζί στον Νακατζιάν και έρχομαι. Σε λίγους μήνες μαχαραγιά, ο φίλος σου ο ΝΤάφλος θα προσγειωθεί στο Ελληνικό. Να είσαι εκεί να με περιμένεις. Μη δεν είσαι! Κοπρόσκυλο πέθανες! Σου γράφω και το τηλέφωνο μου για επόμενη συνεννόηση, έτσι; Γκέκε μαχαραγιά;
Αυτά είναι εν ολίγοις τα νέα μου. Κλείνω το γράμμα μου και σε φιλώ με πόνο.
Ο φίλος σου Ντάφλος."

συνεχίζεται

Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 10






Παραδοσιακά σπιτάκια, υπήρχαν πάντοτε στου Γκύζη. Δεν ξέρω, ούτε το ψαξα ποτέ, αν το όνομα προερχόταν, πράγματι, από τον μεγάλο ζωγράφο. Αλλά έχω την εντύπωση πως αυτόν τον έλεγαν Γύζη. Γύζη Νικόλαο. Θυμόμουν μονάχα ένα πίνακα του, αυτόν με τα λερωμένα πιτσιρίκια που έλεγαν τα κάλαντα. Εντύπωση μου έκανε εκείνο που κρατούσε το ταμπούρλο. Ήταν μεγαλύτερο από αυτό.
Έλεγα λοιπόν να το ψάξω λίγο το θέμα εκείνο τον καιρό, ν ανοίξω καμιά εγκυκλοπαίδεια, γιατί μου είχε καρφωθεί η ιδέα πως ούτε ο πίνακας με τα κάλαντα ήταν του Γύζη και τότε το Γκύζη από πού προερχόταν; Αλλά του Νικηφόρου Λύτρα, μα όλο το αναιρούσα ή το ξεχνούσα. Δε με άφηνε σε ησυχία και η Καίτη. Όποτε πήγαινα να ησυχάσω, νάτη μπροστά μου. Πολλές φορές κοιμόμασταν εκεί. Άλλες, στο μικρό, ημιυπόγειο, που είχε νοικιάσει στις παρυφές του Λυκαβηττού, αντίκρυ μου.
Είχε φύγει από το σπίτι της. Κατόρθωσε να ξεκολλήσει από τον Σταυρέα, που ακόμα γύρευε το Ντάφλο να τον σκοτώσει. Μανιάτης ήταν και δεν ξεχνούσε εύκολα. Ο ανιψιός του ο Τίτος, ήταν ήδη εφτά χρονών. Ο Τίτος, το παιδί του φίλου μου του Ντάφλου και της Μαγδαληνής. Ποιος είχε αυτή την έμπνευση να του δώσει αυτό το όνομα, ούτε το ψαξα ποτέ. Αν και αναρωτιόμουν. Πάντα είχα αμφιβολίες εγώ, για όλα τα πράγματα.
Η Μαγδαληνή δεν ξαναπαντρεύτηκε. Δεν είχαν πάρει διαζύγιο με το Ντάφλο, αν κι αυτό, τώρα με τόσα χρόνια που είχαν περάσει θα ήταν απλώς διαδικαστικό θέμα. Ζούσε με τον Τίτο σε ένα διαμέρισμα που της είχε αγοράσει τελικά ο Σταυρέας και δούλευε σε ένα ψιλικατζίδικο της γειτονιάς. Ο ίδιος, ο Σταυρέας παρέμενε κι αυτός ανύπαντρος. Είπαμε, γεροντοκόρος. Κι έτσι, όλα  τα λεφτά ή σχεδόν όλα, τα σπαταλούσε για τη Μαγδαληνή και τον Τίτο.
Έλεγα λοιπόν για την Καίτη. Είχε κατορθώσει να γίνει δημόσιος υπάλληλος και μάλιστα πολύ γρήγορα είχε συνδικαλιστεί στο χώρο. Ήταν από τις καλύτερες και είχε οργανωθεί στο κόμμα. ΚΚΕ, το κόμμα σου λαέ! Αυτό κι αν αντάριαζε τον Σταυρέα. Ούτε ζωγραφιστή δεν ήθελε να τη βλέπει Μέσα στην οικογένεια του είχε γεννηθεί ένα φίδι έλεγε. Κομμουνίστρια η αδερφή του! Ε, αυτό πάρα ήταν μίασμα για ολόκληρο Σταυρέα.
Η Καίτη έτρεχε παντού, δεκάρα δεν έδινε τι έλεγε ο αδερφός της. Έτρεχε στις αφισοκολλήσεις, στις διαδηλώσεις, στις απεργίες, μπροστάρα παντού. Στα συνέδρια έβγαζε λόγους και υπεραμυνόταν το δίκιο του φτωχού, το δίκιο του εργάτη. Λες και ήταν μια άλλη Καίτη. Δεν ξέρω γιατί, όμως μέσα από όλα αυτά, σα να είχε χάσει κάτι από την παλιά της ομορφιά. Πάντως, ο υπέρ το δέον φεμινισμός, αποτύπωνε στο είναι της και τη μορφή της, κάτι σκληρό. Μερικές φορές, νόμιζα πως και τα χέρια της είχαν χοντρύνει. Και βέβαια, όσες αποτριχώσεις και να έκανε, το χνούδι στο πρόσωπο, πάνω από τα χείλη, στα μπράτσα, στα πόδια, σα να πλήθαινε. Αν έμενε αξούριστη που λέμε, θα τη νόμιζες παληκαρόπουλο στα δεκαεπτά, στα δεκαοχτώ. Δεν είχα προσέξει, τότε παλιά, πως είχε τόσες τρίχες. Εκείνο τον καιρό άρχιζε να μου κοστίζει και το έψαχνα το θέμα. Μέχρι που έβαζα μεταβολισμούς ή κάτι άλλα παράξενα πράγματα στο μυαλό μου, όπως μήπως με γελούσε η μνήμη μου και δεν τις είχε τις τρίχες και μπερδευόμουν. Στο κρεβάτι, βέβαια, όλα αυτά πήγαιναν περίπατο. Είναι γνωστό πως οι χνουδάτες γυναίκες είναι πιο θερμές. Μόνο μετά τον έρωτα, όταν την έβλεπα γυμνή να τρέχει στην τουαλέτα, με έπιανε μια μικρή απελπισία με τις τρίχες της Σα να ντρεπόμουν και πρέπει να το είχε καταλάβει και ίσως γι αυτό απέφευγε να φανερώνεται γυμνή μπροστά μου.
Ο Δούκας, γέλασε πολύ όταν του το είπα.
-Δεν της φαίνεται, μου είπε όταν του τη γνώρισα. Είναι όμορφη, συνέχισε. Ε, άλλου, τι σε νοιάζει; Μήπως πρόκειται να την παντρευτείς;
Γέλασα κι εγώ. Ούτε είχα σκεφτεί τέτοιο πράγμα. Ή για να λέμε και του στραβού το δίκιο, κάπου μέσα στο υποσυνείδητο μου, ήταν κρυμμένη μια τέτοια βούληση. Σαν νυχιά. Θα έφτανε κάποια στιγμή να γίνει  μεγαλύτερη. Προς το παρόν ένιωθα βαρύ επάνω μου το πρόβλημα της επιβίωσης, της καριέρας. Τι έκανα; Τίποτε. Ένα μεγάλο μηδενικό ήταν η ζωή μου Τα φιλόδοξα όνειρα μου πήγαιναν στράφι. Βέβαια, δε μου έλειπε ο αυθορμητισμός. Η έλλειψη του και η διπλή σκέψη θα ερχόταν αργότερα. Δεν ήξερα τι με περιμένει, έχω περιθώρια, σκεφτόμουν. Αυτή η αισιοδοξία, παρ όλες τις αντίξοες συνθήκες, δεν είχε χαθεί. Ή καλύτερα, αυτό το διαπίστωναν οι άλλοι για μένα- ίσως επειδή κρυβόμουν κι έδειχνα έναν άλλον περήφανο εαυτό.
Η Καίτη άντεχε τα οικονομικά μας βάρη. Πλήρωνε τα ενοίκια, τα φώτα τα νερά, τα κοινόχρηστα. Εγώ απλώς κοιμόμουν εκεί, μαζί της. Δεν έλεγε τίποτε, γι αυτό, δεν παραπονιόταν τουλάχιστον στην αρχή. Μεγάλωνε όμως το καλεντάρι. Θα είχε περάσει κανένας χρόνος που  μέναμε μαζί και το μόνο που της είχα προσφέρει- εκτός από τα λουλούδια των αγρών στα γενέθλια της – ήταν το πετυχημένο πορτρέτο. Έτσι με το μικρό δάχτυλο του δεξιού χεριού, ν ανασηκώνει τα μαλλιά της. Καλούτσικο ήταν.. Στα πορτρέτα όμως με γοήτευαν πιο πολύ τα μάτια. Αν τα πετύχαινα, έμπαινα μέσα τους. Αργότερα θα έφτιαχνα γυναίκες και άντρες δίχως μάτια. Γενικά, με ένα αυγό για κεφάλι.
Πήγαινα κι εγώ, αραιά και που σε καμιά διαδήλωση κι έφευγα σχεδόν αμέσως. Δεν το μπορούσα το πλήθος- τώρα ακόμα περισσότερο. Έτσι, οι φίλοι μου είχαν κολλήσει το ειρωνικό παρατσούκλι! «Ο Εραστής του Κομμουνισμού» Ο εξ απαλών ονύχων επαναστάτης. Εγώ όμως ήξερα τι έλεγα και τι έκανα. Μπορεί να με λέγανε θεωρητικό αλλά πάντα πίστευα στους ανένταχτους κομμουνιστές. Μου φαινόταν σαν άλογα με παρωπίδες οι οργανωμένοι.
Ένας κοντινός ξάδερφος, μέλος της κεντρικής επιτροπής και έμπορας κρεάτων, θέλησε να με γράψει στο κόμμα. Άλλη ιστορία αυτή. Σαραντάρης περίπου τότε, με κάτασπρα μαλλιά, κοντός και στρουμπουλός ο Θωμάς Αλμύρας, ήταν από το σόι της μάνας μου Θυμάμαι πως ήταν ζωηρός για την ηλικία του αλλά και ταυτόχρονα είχε ένα ύφος πονηρό- ίσως κρυμμένο καλά, αφού κατάφερνε να πείθει. Βοηθούσε βέβαια που ήταν του Πανεπιστημίου, όπως συχνά περηφανευόταν. Ξύπνιος άνθρωπος μα και κρυψίνους. «Οι παρά τον Θύαμιν κατοικούντες, κρυψίνοες και γυμνόποδες εισίν.» Που κολλάει τώρα αυτό; Δύο αδερφάδων παιδιά ήμασταν που έλκουν την καταγωγήν από τα χωριά του Θύαμη ή του Καλαμά, προσιτότερα. Είχα πάει αρκετές φορές σ αυτά τα χωριά. Θυμάμαι όταν ήμουν πολύ μικρός, τον πατέρα μου και το νονό μου σαν σε όνειρο, ανεβασμένους πάνω σε ένα βαρέλι κρασί, να πίνουν και να τραγουδάνε. Έβγαζαν και φωτογραφίες, ο νονός μου είχε παντρευτεί τότε για Τρίτη φορά. Κι με αυτή την ευκαιρία με είχε πάρει μαζί του ο πατέρας μου, να πάμε και να γνωρίσουμε την καινούρια νονά. Περισσότερο όμως μου μένει ακόμα μια πιο θλιβερή εικόνα: Είχα ζητήσει κάποιο από αυτά τα πρωινά να δω το νονό. Με πήγε στο δωμάτιο του η καινούρια νονά που ήταν τουλάχιστον τριάντα χρόνια μικρότερη του. Ο Νονός μου θα κόντευε τα εξήντα πέντε. Κοιμόταν και ροχάλιζε σα δράκος. [Πως ροχαλίζουν οι δράκοι;] Πήγα κοντά του να του μιλήσω, προσπάθησα να τον ξυπνήσω. Άνοιξε μια στιγμή τα βοιδίσια μάτια του, με είδε, δε με είδε, δεν κατάλαβα. Έκανε ένα α! σα βογγητό περισσότερο και βυθίστηκε ξανά στο σκοτάδι. Πέθανε μερικά χρόνια αργότερα από το ποτό. Το ούζο του είχε κάψει τα σωθικά. Ήταν είπαν, καλός άνθρωπος, γαλαντόμος, νοικοκύρης.
Τέτοιος ήταν κι ο Θωμάς Αλμύρας, ο ξάδερφος μου που ήθελε να με βάλει στο κόμμα. Ή περίπου τέτοιος. Ή λίγο. Τροφοδοτούσε, θυμάμαι όλα τα κρεατικά που χρειαζόντουσαν στα φεστιβάλ., στις γιορτές του κόμματος. Κονομούσε γερά. Είπαμε έξυπνος άνθρωπος, ενεργητικός σαν κοντός διάολος. Του άρεσε και το κεχρί, τα ξινά που λέμε.  Έτσι, δεν παραξενεύτηκα, όταν μια φορά που με είχε πάρει μαζί του για δουλειές, μου είπε, πάρε μαζί σου τη δικιά σου και καμιά κολλητή της. Τι κολλητή; Μια μακρινή ξαδέρφη μας πήραμε την Αυγή. Εγώ, ούτε το καν όνομα της πρόσκαιρης εκείνης γυναίκας θυμάμαι. Μεγάλη πάντως ήταν και έκανε τον πλασιέ στα καλλυντικά και στα βιβλία, μαζί με την Αυγή.. Σε ένα επαρχιακό ξενοδοχείο, στο ίδιο δωμάτιο, τι θα γινόταν; Εγώ ξάπλωσα με την πλασιέ μου και ο Θωμάς με την Αυγή, την ξαδέρφη. Ε, σε λίγο έκανε κανονικά έρωτα μαζί της ο άτιμος. Λες και δεν έτρεχε τίποτα. Άκουγα τα παρατεταμένα φιλιά τους, τα ηδονικά βογγητά της Αυγής και μελετούσα πως ήταν κακό. Μου φαινόταν κακό που πηδιόντουσαν δυο ξαδέρφια, έστω και μακρινά. Προσβάλλονταν οι ηθικές μου αξίες. Μούτρωσα κάτω από τα σεντόνια αλλά δεν το κρύβω πως ερεθίστηκα κιόλας, δε μου είχε αναψύχει τέτοιο πράγμα, ούτε που μου ξανάτυχε αλλά με τον Θωμά δε μιλήσαμε ποτέ γι αυτό το θέμα. Ή μάλλον μια φορά που πήγα να του ανοίξω κουβέντα, το αρνήθηκε.
-Είσαι τρελός, μου είπε, ονειρεύεσαι.
Από τότε άρχισα να πιστεύω στις διαλείψεις της μνήμης. Ετσιθελικές ή όχι. Οι άνθρωποι το γύριζαν όπως ήθελαν. Τη μια στιγμή κόκκινο, την άλλη μαύρο. Η μαυροκόκκινο, όπως τους συνέφερε. Ανάλογα κιόλας με πόσα πράγματα διακυβεύονταν. Τιμή, ήθος, προσωπικότητα. Πάντως εγώ, για να παινέψω και λίγο τον εαυτό μου, παρέμενα απέριττος, ανιδιοτελής. Ήταν πράγματα που δε με άγγιζαν και ήθελα τον Αμβράζη αλώβητο από τέτοιες καταστάσεις, αν και για όλους, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά. Αυτό  ήταν του Ντάφλου: κάθε λίγο και λιγάκι το κοπανούσε. Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά της και κουνούσε το κεφάλι του με κάποιο νόημα. Που να ήταν τώρα; Τον είχα νοσταλγήσει αλλά από τότε που είχε φύγει για τη Γερμανία, ούτε φωνή, ούτε ακρόαση.. Λες όμως πως η μοίρα και η τηλεπάθεια να υπάρχουν πραγματικά, έλαβα εκείνο τον καιρό, ένα δικό του γράμμα. Που βρήκε τη διεύθυνση στη γκαλερί, ακόμα απορώ. Δυσκολεύτηκα πολύ να βγάλω τα ορνιθοσκαλίσματα του αλλά ύστερα από Ομηρικές προσπάθειες, το κατάφερα. Το μεταφέρω αυτούσιο.

ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

Σάββατο 11 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 9




Εκεί, μου διηγήθηκε και πως έγινε. Πως παντρεύτηκαν όταν γύρισε από φαντάρος. Είχαν συναντηθεί τυχαία στο Κολωνάκι, σύχναζε τότε εκεί, ψάχνοντας για γριές. Ζιγκολό ο Πίθηκας. Αλλά δεν έβγαιναν και πολλά πράγματα, οι κωλόγριες, μου είπε, με τις γούνες και τα μεγάλα αυτοκίνητα, άμα σου έπαιρναν αυτό που ήθελαν, σε έστελναν στο διάολο. Έτυχε όμως και μπλέχτηκε εκείνο το διάστημα με μια γυναίκα υπουργού. Αυτή κι αν ήταν τύχη Τον έντυνε και τον ζούσε σε μια έπαυλη στην Κηφισιά. Τον είχε ερωτευτεί η πρώην- μετά μου το είπε αυτό-κυρία υπουργού. Όπως και του ίδιου, αργότερα του είχε πει πως ήταν χωρισμένη. Κανονικά, με διαζύγιο. Η Έλεν Νασοπούλου. Γόνος παλιάς, αρχοντικής και πολιτικής οικογένειας του τόπου. Ο πατέρας της είχε διατελέσει υπουργός σε κυβερνήσεις τη δεκαετία του πενήντα. Ο παππούς του τριάντα και πάει λέγοντας. Εκεί, στην έπαυλη της Κηφισιάς είχαν γίνει πολλές υπουργικές συναντήσεις του έλεγε. Τα θυμόταν αυτά από πολύ μικρή. Ύστερα την έστειλαν για σπουδές στο Λονδίνο, στη Βιέννη και αλλού. Πολιτικές επιστήμες. Κι επειδή δεν υπήρχε γιος στην οικογένεια για να συνεχίσει την πολιτική σταδιοδρομία, το βάρος έπεσε πάνω της. Προσπάθησε η ίδια να πολιτευτεί αλλά δεν τα κατάφερε. Κι έτσι παντρεύτηκε τον Βουλευτή της Δεξιάς, Κωνσταντινίδη. Κι έγινε Έλεν Νασοπούλου-Κωνσταντινίδη, μέχρι να καταφέρει να χωρίσει και να πετάξει από πάνω της το τελευταίο και να μείνει πάλι σκέτο το Έλεν Νασοπούλου.
Είχα μια περιέργεια να γνωρίσω αυτή την κυρία και κάτι μου έλεγε πως θα γινόταν. Δεν είναι τίποτε σπουδαίο, μη φαντάζεσαι, μου είπε ο Δούκας. Κάποια μέρα θα σου τη γνωρίσω αν και τώρα τελευταία, όλο με ειρωνεύεται.
-Επειδή αρνήθηκα να την παντρευτώ, μου είπε μισογελαστά.
Μέχρι εκεί είχε φτάσει: Να παντρευτεί μια γυναίκα, σχεδόν μια εικοσιπενταετία μεγαλύτερη του. Και η Έλεν Νασοπούλου είχε ξανανιώσει. Έβγαιναν τα βράδια στα κοσμικά κέντρα και καμάρωνε με τον Δούκα στο πλάι της. Βούιζε ο τόπος ότι θα παντρευτούνε και στα κρυφά, οι φίλοι και οι γνωστοί τον σκυλοτρώγανε. Θα πάρει τη γριά για τα λεφτά της, έλεγαν. Θα χαραμιστεί ο βλάκας. Μπροστά του όμως, κανένας δεν τολμούσε να τα πει. Όλοι από πίσω.
-Ζήλια και φθόνος φίλε για το τίποτε. Εγώ δεν είχα πάρει ποτέ μια τέτοια απόφαση. Και μέσα μου  θυμόμουν πάντα τη Βασιλική, συνέχισε.
Δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του με την Έλεν Νασοπούλου. Ένιωθε καταπιεσμένος και κάποιες φορές ηλίθιος αλλά δεν μπορούσε να της πει τίποτε, έτσι που την έβλεπε ξανανιωμένη, σχεδόν ευτυχισμένη, να λάμπει από χαρά, δίπλα του.
-Μέχρι και με ελικόπτερο με πήγε βόλτα! Κορδώθηκε. Έκανα κι εγώ το μεγάλο κομμάτι μου
Την έπεισε να τον πάει στο χωριό του με ελικόπτερο. Αράξανε εκεί μπροστά στην αυλή του σπιτιού του. Θάμπωσαν όλοι, έμειναν με ανοιχτό το στόμα, μόλις τον είδαν να κατεβαίνει με την Έλεν πλάι του- ντυμένοι στις γούνες και οι δυο- και να χώνονται στο σπίτι. Η μάνα του και ο πατέρας του σταυροκοπιόνταν συνέχεια. Δεν έμειναν πολύ, έφυγαν για την Πάργα κι ας ήταν παραμονές Χριστουγέννων. Και το λέω αυτό επειδή είναι γνωστό πως η Πάργα είναι Καλοκαιρινό θέρετρο, το Χειμώνα, ελάχιστος κόσμος έμενε εκεί. Δεν ήθελε ακόμα τότε η Έλεν να γίνει γνωστή η σχέση τους. Ο Δούκας πάλι, όλο και περισσότερο επεδίωκε το αντίθετο. Όχι από υστεροβουλία, ήταν ο τύπος του τέτοιος. Φωναχτός. Επιδειξίας με την καλή έννοια όμως. Ποτέ με εκείνη την ψεύτικη επιδειξιμανία των μικρών ανθρώπων. Να, γιατί ήταν μεγάλος ο Δούκας. Ήταν σταράτος, ντόμπρος αλλά κι όταν έκανε τις λοβιτούρες του πάλι είχε κάποιο λόγο ειδικό. Ακόμα και τα χρήματα που τόσο επιθυμούσε, τα σκορπούσε άφθονα. Δεν μπορούσε ν αρνηθεί να δίνει. Τον πείραζε η φτώχεια όλων των ανθρώπων, όχι μονάχα η δική του.
Η σχέση του με την Έλεν Νασοπούλου, συνεχίστηκε κανονικά αν κι εκεί στην Πάργα φάνηκαν τα πρώτα σημάδια της μεγάλης τους διαφοράς. Επί μια βδομάδα δε μιλούσαν. Ούτε και κατά το γυρισμό. Με το αυτοκίνητο βέβαια, μη φανταστείτε πως είχαν πάει και στην Πάργα με το ελικόπτερο. Εκείνη η επίδειξη είχε σταματήσει εκεί στο χωριό.
Δεν αντάλλαξαν λοιπόν, ούτε μια λέξη σε όλη τη διαδρομή. Ούτε τυπικά. Η Έλεν οδηγούσε μουτρωμένη, αφηρημένη, κοιτούσε μονάχα μπροστά. Ο Δούκας που και που της έριχνε λοξές ματιές και χαμογελούσε με νόημα που δεν το έβλεπε. Κάπου, κοντά στην Κηφισιά, κουρασμένοι από τα πολλά χιλιόμετρα σταμάτησαν σε ένα ταβερνάκι να φάνε. Μπήκανε μέσα βιαστικά. Έβρεχε. Χειμώνας βαρύς είχε πλακώσει και η Κηφισιά με τα πολλά δέντρα και τα αραιοχτισμένα σπίτια της, έσταζε παντού. Βάραινε από πάνω της η Πεντέλη σαν παλτό κι απέναντι η Πάρνηθα μούλιαζε στην καταχνιά της.
Φάγανε και ήπιαν πολύ κόκκινο κρασί. Σχεδόν μεθυσμένοι μπήκαν πάλι στο ακριβό αυτοκίνητο και κίνησαν για την έπαυλη. Δεν ήταν μακριά αλλά η Ελεν συνέχιζε να είναι όλο και πιο αφηρημένη τώρα. Ίσως και τρομερά εκνευρισμένη. Έτσι, παρ ολίγο να γίνει το κακό. Όπως οδηγούσε δαιμονισμένα, δεν πρόσεξε το πεζοδρόμιο. Ανέβηκε πάνω του για κάμποσα μέτρα. Πριν ακριβώς από την κολόνα της ΔΕΗ, πρόλαβε ο Δούκας. Στο τσακ, έχωσε το πόδι του και πάτησε φρένο. Σταμάτησαν ακριβώς μούρη με μούρη. Η Έλεν έβαλε τα κλάματα ακουμπισμένη στο τιμόνι. Φαινόταν στην ταραγμένη όψη της τι θα επακολουθούσε στη ζωή της. Ο Δούκας ήταν το τελευταίο της προπύργιο. Από κει και ύστερα δεν ήθελε να δει κανέναν άλλον άντρα. Θα κλεινόταν στον εαυτό της και το αλκοόλ. Έτσι την γνώρισα μερικά χρόνια αργότερα. Εκείνο το βράδυ όμως, ο Δούκας την πήρε αγκαλιά κι έκλαψε μαζί της.
-Δεν ήξερα, μου είπε, γιατί έκλαιγα. Για μένα ή για κείνη.
Ύστερα οδήγησε ο ίδιος και έφτασαν στην έπαυλη. Άναψαν το τζάκι άγρια μεσάνυχτα, κυλίστηκαν για τελευταία φορά στο δάπεδο, στα χαλιά. Έκλαιγαν κι έκαναν έρωτα. Ώσπου κάποια στιγμή, το τζάκι είχε σιγοσβήσει, η Έλεν σηκώθηκε. Ντύθηκε προσπαθώντας να κρατήσει κάτι από τη χαμένη της αξιοπρέπεια, τη χαμένη αυτοκυριαρχία της προσωπικότητας της. Είχε ζαρώσει σε μια νυχτιά. Τα μόνα λόγια που του είπε φεύγοντας, ήταν πως αφού δεν την ήθελε πια, το πρωί να μην τον έβρισκε εκεί.
Ο Δούκας έκατσε και σκέφτηκε πολύ. Πήρε μια μπουκάλα κρασί αγκαλιά, εκεί στη γωνιά στο τζάκι και απόκαμε. Αποκοιμήθηκε για λίγο ή πολύ δεν κατάλαβε. Κάποια στιγμή, πετάχτηκε αλαφιασμένος πάνω. Ντύθηκε βιαστικά, γρήγορα και βγήκε σαν τον κλέφτη στο βρεγμένο δρόμο.

συνεχίζεται


Πέμπτη 9 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 8




Σιγά-σιγά θα βγάζεις το μεροκάματο από τις κορνίζες. Μετά, τον ελεύθερο χρόνο, θα ζωγραφίζεις. Μη βάζεις το πραγματικό σου όνομα στην αρχή, βάλε ένα ξενόφερτο ..να πούμε.. Μισέλ. Σου πάει κιόλας. Εγώ θα σου γνωρίσω τους εμπόρους, μη σε νοιάζει, προχώρα, όλα θα πάνε καλά.
Είχε και μια αδερφή ο Θεοφάνης, μια τρελάρα θεατρίνα. Με τι έμοιαζε η Κάθριν, έτσι την έλεγαν, ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω. Ασχημούλα, με ερμαφρόδιτα χαρακτηριστικά. Κωλαράκια σχεδόν παιδικά, σαν αγοριού που πηγαίνει στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, μάτια μπλε, ξεπλυμένα.
Μου κόλλησε κι εγώ απόρησα. Τι στο διάολο! Τόσο ευάλωτος ήμουν!
Τέλος πάντων, τα έκανα όλα αυτά. Το στησα το μαγαζί, εκεί σ αυτή τη μεριά του Γκύζη και στην αρχή το πρόσεχα. Το είχα  καθαρό, σφουγγάριζα, το πλενα και περίμενα τους πελάτες.
Ο Δούκας ξαναγέλασε σαν του τα λεγα όλα αυτά, ανάκατα, μπερδεμένα, χωρίς αρχή και τέλος. Γέλασε με εκείνο το κακαριστό του γέλιο. Πως γελούσε έτσι! Ασταμάτητα. Κι εγώ για ν αλλάξω σκηνικό πήρα ένα χαρτί και κάρβουνο να του φτιάξω ένα πορτρέτο. Μόλις το αντιλήφτηκε, «τι κάνεις ρε!» μου λέει.
-Για να δω;.. α, ωραίο γίνεται. Δε μου το λεγες να πάρω καλύτερη πόζα. Κάνε με πιο όμορφο, ξέρεις εσύ, τι διάολο Πικάσο είσαι; Φέρε μου κι ένα ποτό να πιούμε, δεν έχεις;
Του έδειξα ένα μικρό μπουκάλι κονιάκ στο νιπτήρα. Πήρε και δυο ποτήρια, έβαλε να πιούμε και ξαναπήρε πόζα στο γραφείο.
Το έχει ακόμα αυτό το πορτρέτο φαντάζομαι. Το είχε αγαπήσει κι ας του είχαν φτιάξει άλλες ελαιγραφίες και πιο προσεγμένα πορτρέτα κάποιοι άλλοι ζωγράφοι στη συνέχεια. ‘Έβγαλε κιόλας, ένα μάτσο χιλιάρικα να με πληρώσει. Εγώ μούτρωσα.
-Τα λεφτά δεν έχουν αξία, είπα.
-Έχουν, μου είπε. Και ανένδοτος άφησε πάνω στο γραφείο τριάντα χιλιάδες.
Ήταν καλά λεφτά για την εποχή. Πλήρωσα δυο-τρία ενοίκια που χρωστούσα στον Κυρ-Αλέκο τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού. Ένα ανθρωπάκι, μια μεγάλη ψυχή. Δε μου έλεγε, δεν παραπονιόταν όταν ερχόταν για το νοίκι. Δεν έχεις αγόρι μου; Δεν πειράζει, όλα εδώ θα μείνουν, δυο μέτρα γης είναι του καθενός και ούτε αλλά τι θα κάνεις, αφου δε βγαίνεις πέρα; Είσαι καλό παιδί αλλά άτυχος. Άτυχος, τι να σου κάνω δε σε θέλει. Βλέπεις τους άλλους, μια τρύπα ανοίγουνε και τρέχουν τα λεφτά από τα παντζάκια τους. Τους τα χρωστάει ο θεός. Αλλά εγώ τι να σου κάνω, φτωχός άνθρωπος είμαι. Έχω αυτό το μαγαζάκι και το ταξί που δεν το δουλεύω πια, δεν μπορώ, πάει γέρασα. Είμαι κι άρρωστος.. να, άμα θέλεις πάρτο  ταξί να το δουλέψεις.
Εγώ έγνεφα όχι. Δεν κάνω γι αυτές τις δουλειές, έλεγα. Δεν είμαι φτιαγμένος για ταξιτζής
-Ναι αλλά τι θα κάμεις; Επέμενε ο κυρ-Αλέκος.
-Θα δούμε, απαντούσα αόριστα.
Ο Δούκας έφυγε λίγο αργότερα, κρατώντας προσεκτικά το πορτρέτο του. Όση ώρα στεκόμασταν στην πόρτα πριν χαιρετηθούμε, το κοίταζε και το ξαναλοίταζε και ή γελούσε κλείνοντας το μάτι στον εαυτό του ή έριχνε σε μένα καμιά φιλική στην πλάτη. Ήταν νάρκισσος, το δειχνε. Θυμάμαι από τότε στη Ρόδο, πόσες ώρες στεκόταν στον καθρέφτη. Μάλιστα πολλές φορές, έκανε και μια στροφή σαν μοντέλο μπροστά από τους καθρέφτες των βιτρινών. Κι ας τον έβλεπε όλος ο κόσμος, δεν τον ενδιέφερε. «Τι με νοιάζουν εμένα αυτοί οι χαλέδες!» έλεγε και γελούσε.
Φεύγοντας τελικά, μου είπε, να μη χαθούμε, τώρα που βρεθήκαμε και μου άφησε την κάρτα του πάνω στο γραφείο.
-Να περάσεις οπωσδήποτε, μη και δεν έρθεις; Θα γίνουμε από δεκαοχτώ χωριά! Σκέψου και την πρόταση μου, μου ξανάκλεισε το μάτι από την πόρτα.
Πήρα, λοιπόν, κι εγώ τους δρόμους ένα απόγευμα. Ήμουν περίεργος να δω τα μεγαλεία που μου έλεγε. Δεν τον πίστευα και πολύ αλλά όταν έφτασα στο μέγαρο «Δούκας», που το έγραφε με χρυσά γράμματα στην είσοδο, χαμογέλασα και σκέφτηκα πως τα είχε καταφέρει τελικά. Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα πέντε κάτασπρους ορόφους. Βιτρίνες κάτω με κούκλες που φορούσαν τα πανάκριβα ρούχα. Λούστρο, χλιδή και καλλίγραμμες πωλήτριες, στη σειρά να εξυπηρετούν τον κόσμο. Υπήρχε κάτι φωναχτό, λες και ήταν όλα επιτηδευμένα. Γούστο κι αυτό του Δούκα και της μεγαλομανίας του. Η κοπελιά στην είσοδο, με κοίταξε αδιάφορα, σα ζητιάνο ή σαν αλήτη καλύτερα. Πάντα έτσι εγώ ντυμένος. Εκείνη την ημέρα φορούσα στρατιωτικό μπουφάν και μπότες. Φθαρμένα όλα γενικά.
-Τι θέλει ο κύριος; Με ρώτησε ειρωνικά
-Τον κύριο Δούκα, της χαμογέλασα τουναντίον γλυκά.
-Ποιον ν αναγγείλω; Συνέχισε να με κοιτάζει υποτιμητικά.
-Αμβράζης, είπα μόνο.
-Περιμένετε, μου είπε και χάθηκε στο βάθος.
Όταν γύρισε, το φέρσιμο της ήταν πιο ευγενικό. Φαίνεται της τα είχε ψάλλει ο Δούκας.
-Ανεβείτε στον ημιώροφο, σαν περιμένει στο γραφείο του, μου είπε.
Ανέβηκα. Τα πάντα έλαμπαν, τέτοια κατάσταση δεν την περίμενα. Χμ, έλεγα θα είχε φτιάξει καμιά μπουτίκ με τη Βασιλική, όχι μέγαρο! Γιατί, ήταν μέγαρο. Οίκος μόδας ο «ΔΟΥΚΑΣ». Λεζάντες, φωτεινές επιγραφές, πολυτέλεια, μάρμαρα, τηλέφωνα, εσωτερικό δίκτυο τηλεόρασης. Με είχε δει το κάθαρμα, ο Πίθηκας, στην είσοδο από το κύκλωμα. Γι αυτό δε με είχε ρωτήσει τίποτα άλλο η κοπελιά στην είσοδο.
Τον είδα κι εγώ  καθισμένο στο πολυτελές του γραφείο να μιλάει στο τηλέφωνο και να μου κάνει μήνυμα να καθίσω. Α, ρε Πίθηκα! Σκέφτηκα.
Έκλεισε βιαστικά τα ακουστικό, ήρθε κοντά μου, αγκαλιαστήκαμε.
-Α, ρε Πίθηκα! Έκανα εγώ φωναχτά τώρα και σκάσαμε στα γέλια.
-Που το θυμήθηκες τώρα αυτό; Και σα να σοβαρεύτηκα. Μεταξύ μας ε; εδώ δε με ξέρουν πια έτσι
-Μεταξύ μας, μη φοβάσαι, ξέρω, του απάντησα.
Ήταν και η Βασιλική εκεί, τη φώναξε σε λίγο. Την είδα, με θυμήθηκε με καλοσύνη.
-Α, ο Αμβράζης! Είπε.
-Ο Αλμύρας! Συμπλήρωσε ο Δούκας.
Εγώ προσπαθούσα να θυμηθώ τι είχε απομείνει από εκείνο το στεγνό κορίτσι της Ρόδου. Τίποτα. Αν την συναντούσα στο δρόμο, αποκλείεται να την αναγνώριζα. Τόσο πολύ είχε αλλάξει. Και όμορφη, πολύ όμορφη. Ντύσιμο τέλειο, χτένισμα κοντό, της μόδας, ύφος μεγάλης και επιτυχημένης. Αόριστα ή εντελώς αόριστα, έφερνε στο νου, την ασπρουλιάρα Βασιλική της Ρόδου. Ίσως μόνο τα μάτια της, όλα τα άλλα είχαν αλλάξει Και το χρώμα των μαλλιών της που τώρα ήταν κόκκινα.
-Τι κάνετε; Μου είπε καλόκαρδα, δίνοντας μου το χέρι.
Αίνιγμα θα παράμενε πάντα για μένα αυτή η γυναίκα. Όσο τη θυμάμαι, ίσως επειδή δεν ήξερα πολλά γι αυτήν κι αργότερα μου δημιουργήθηκε η υποψία πως με μισούσε. Πάντα σα να έκρυβε κάτι, σα μια μάσκα γινόταν το πρόσωπο της και δε μιλούσε καθόλου, ιδιαίτερα για τον εαυτό της. Τα συναισθήματα της τα κλείδωνε σε συρτάρια της μνήμης. Πιθανώς η μεγάλη φιλία μου με τον Δούκα, να της κόστιζε ή το πιθανότερο να της μιλούσε συχνά για μένα και να με είχε βαρεθεί. Ναι, μου το είχε πει αργότερα αυτό ο Δούκας. Όλο για τον Αμβράζη, τον φίλο σου μιλάς Τι σου είναι αυτός; Όπως και το άλλο, πως τον απατούσε αλλά δεν τον ένοιαζε, ας έκανε ότι ήθελε! Κι εγώ είχα απομείνει να τον κοιτάζω. Είναι δυνατόν, σκέφτηκα, να έχει την υποψία πως η γυναίκα του είναι στο κρεβάτι με άλλον άντρα και να μην τον νοιάζει; Τόσο ελεύθερος ήταν ή ήθελε να φαίνεται; Από τον πρώτο καιρό του γάμου τους, του είχε πει η πεθερά του, πως πήγαινε κάποιος τα απογεύματα στο σπίτι, όταν εκείνος απουσίαζε στη δουλειά.
-Και τι κάνουν; Τι είναι αυτός; Την είχε ρωτήσει αφελέστατα
Αφελέστατα. Ποτέ δεν ήταν αφελής ο Δούκας. Δεν ξέρω, του είχε απαντήσει αυτή. Δεν προλαβαίνω να δω. Σα να χτυπάει το κουδούνι και κάποιος μπαίνει στο μεσιανό δωμάτιο. Στο δικό σας σαλόνι που όπως ξέρεις, μου έχει απαγορέψει να μπαίνω
Αυτό είχε γίνει πολλές φορές και η πεθερά, του τριβέλιζε το μυαλό. Δε χωνεύονταν και πολύ, μάνα και κόρη. Ο Δούκας, παρ όλα αυτά και που ήξερε πως είχε γίνει κερατάς δεν έδινε και πολύ σημασία. Μάζευε κι αποταμίευε λεφτά κι όποια γυναίκα ήθελε, την είχε κάθε μέρα. Όχι, πως δεν τον πείραζε, τελικά αλλά να, το άφηνε να περνάει ο  καιρός.
-Να περνάει ο καιρός μέχρι να της δώσω τα παπούτσια στο χέρι, μου εκμυστηρεύτηκε εκείνη τη μέρα, όταν πια είχε φύγει η Βασιλική και απομείναμε μόνοι.
Κάτι σαν μεγάλο πόνο διέκρινα στο βλέμμα του, στα κατάβαθα του. Πρέπει να την αγαπούσε και να τη ζήλευε. Αυτός που τον είχαν αγαπήσει όλα τα θηλυκά του κόσμου, σα να είχε πέσει στα μάτια μου από τον έρωτα για τη Βασιλική. Όμως τη συμπονούσε, σα να μοιάζανε κάπου στο μέσα τους και θα την πήγαιναν μακριά τη ζωή τους. Κι ας έλεγε ο Δούκας πως άμα σταθεί καλά στα πόδια του, θα τη χωρίσει. Φαινόταν πολύ νωρίς ακόμα για την ιστορία τους.

συνεχίζεται

Δευτέρα 6 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 7



Το τέλος μιας εποχής σημαίνει την απαρχή μιας καινούριας. Μεγάλωσα πια, αν και για να πω τη μαύρη αλήθεια μου, ποτέ δεν το καταλάβαινα αυτό το μεγάλωμα. «μεγάλωσες παιδί μου»  μου λεγε η μάνα μου. «Ο άνθρωπος άμα γυρίσει από φαντάρος, πρέπει να παντρευτεί, να κοιτάξει, να δει τι θα κάνει στη ζωή του. Να παντρευτεί, να κάνει οικογένεια, αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου» Και σταυροκοπιόταν. Ο πατέρας μου κουνούσε κι αυτός συναινετικά  το κεφάλι του, γέρος πολύ τώρα, μισοανάπηρος, με μια πατερίτσα στο χέρι. «Κάμε ότι θέλεις, εσύ διαφεντεύεις τώρα ..κι απ εμείς… πάει, τα φάγαμε τα ψωμιά μας.»
Σπάνια μιλούσε έτσι παλιά. Τώρα είχε γίνει πιο απόμακρος και απέφευγε να σου λέει κάνε τούτο, κάνε εκείνο.
Δεν ήξερα και πολλά πράγματα για τον πατέρα μου κι ας φαίνεται περίεργο. Δεν είχαμε ποτέ πλησιαστεί τόσο, ώστε να καταλάβω την έννοια πατέρας. Όταν ήμουν πολύ μικρός, μου φαινόταν πολύ δύσκολος άνθρωπος. Δε χάιδευε εύκολα, δεν έλεγε λόγια γλυκανάλατα και τέτοια. Κάτι σταράτες κουβέντες άκουγες μόνο από το στόμα του. Και στο καφενείο με τους άλλους αν και τότε απαγορευόταν στα παιδιά να πηγαίνουν στα καφενεία, δεν είχε πολλές κουβέντες. Σα να σκεφτόταν πιο πολύ. Μια φορά να θαυμάζει, να ζηλεύει κάτι, δεν τον είχα δει. Θαύμαζε βέβαια ή περισσότερο ήταν περήφανος για το σόι του αλλά στα παιδιά δε μιλούσε. Αυτά είναι δουλειές των γυναικών, έλεγε Μόνο τώρα που είχα γυρίσει από φαντάρος με κοίταξε μια μέρα εκεί έξω στην αυλή που πίναμε καφέ με κάποια ζήλεια ή και φθόνο. «Έτσι ήμουν κι εγώ στα εικοσιπέντε. Σαν εσένα! Άντρας!» Και ζήλευε τα χρόνια μου, την κορμοστασιά μου. Τότε είδα τον πόθο του να ξαναζήσει, να γυρίσει πίσω, να γίνει σαν εμένα.. Τότε που έκλεβε τη μάνα μου- ναι την είχε κλέψει- κι έφυγε αντάρτης στο βουνό. Κομμουνιστής ήταν ο πατέρας μου Δεν ξέραμε και πολλά μου είχε πει κάποτε, έτυχε να πάμε ο ένας από εδώ κι ο άλλος από εκεί, να πολεμήσουμε τους Γερμανούς. Λίγοι είχαν από τα πριν την ιδεολογία, στο βουνό την αποχτήσαμε. Εμεις όμως είχαμε το δίκιο, μην κοιτάς που ήρθαν οι Άγγλοι να βάλουν άλλη σειρά στα πράγματα. Έφταιγε κι ο Βελουχιώτης με τη συνθήκη της Βάρκιζας. Όλοι οι αρχηγοί φταίγανε αλλά τελικά, αυτός αποδείχτηκε παλικάρι. Τον είχα γνωρίσει από κοντά. Έτυχε μια μέρα, αλλά τι μέρα ήταν κι αυτή! Κάποιος σύντροφος είχε πειράξει τη γυναίκα ενός χωρικού που ήρθε παραπονούμενος. Ο Βελουχιώτης δεν τον δίκασε. Έβγαλε το πιστόλι και τον εκτέλεσε, εκεί, επί τόπου. Τέτοιος ήταν ο Βελουχιώτης! έτσι απένειμε δικαιοσύνη. Εμένα δε μου άρεσε αυτό και του το είπα αλλά εκείνος έβαλε το χέρι ανάμεσα στα μαλλιά του σκεφτικός και μουρμούρισε κάτι σαν εσείς οι νέοι δεν ξέρετε από αυτά, τα μάθατε από τα βιβλία κι έκλεισε την κουβέντα.
Τα χρόνια της μεταπολίτευσης, όμως, περνούσαν γοργά. Άλλαζε ο πολιτικός χώρος της πατρίδας, γινόταν καινούριες ανακατατάξεις, μέσα από πολλά γεγονότα, απεργίες και κινητοποιήσεις των μαζών. Τα ζούσα όλα αυτά, καθημερινά, στο κέντρο της πόλης. Είχα ξαναπιάσει δουλειά στο βιβλιοπωλείο αλλά πάλι τα παράτησα.
Τότε ήταν που είχα την πρώτη συνάντηση με τον Δούκα. Άνοιξε τα πελώρια χέρια και με αγκάλιασε γελαστός. Η συγκίνηση μας ήταν πραγματική. Κοιταχτήκαμε στα μάτια και γελούσαμε σαν παιδιά. Σαν να μην πιστεύαμε πως ξαναβρεθήκαμε. Ύστερα πρόσεξα πως ήταν πολύ καλοντυμένος, στο σικ.
-Φαίνεται τα κονόμησες, του είπα χρησιμοποιώντας τη δική του φράση
-Που να στα λέω, έκανε και κοίταξε ένα γύρω. Πάμε για καφέ; Έχει ένα ωραίο μαγαζί εδώ πιο πάνω. Παντρεύτηκα, συνέχισε καθώς προχωρούσαμε. Μάντεψε ποια…
-Πότε; Που; Τώρα; Με έπιανε αδιάβαστο
Είδε την έκπληξη μου και θέλησε να με παιδέψει λίγο
-Μάντεψε, συνέχισε και να με κοιτάζει μισοειρωνικά. Τέτοιος ήταν ο Πίθηκας.
Δεν ήταν είρων, πιο πολύ του έβγαινε σαν παιδική αυταρέσκεια και ξιπασιά. Τον παρατήρησα ακόμα καλύτερα, σα να είχε παχύνει και έμοιαζε τεράστιος μέσα στο μεγάλο σακάκι, την κόκκινη γραβάτα. Χρυσή καδένα στο χέρι, χρυσό ρολόι, αλυσίδα να κρέμεται στο πλάι, στην τσέπη του καλοσιδερωμένο παντελονιού. Εγώ είχα τα χάλια μου. Τζινάκι τριμμένο, μπουφάν κίτρινο, χιλιοφορεμένο. Το πρόσεξε και κείνος.
-Τη Βασιλική! Θριάμβευσε όταν είχαμε καθίσει. Μένουμε τώρα σε δικό μας σπίτι, στο Κολωνάκι. Θα ρθεις κανένα βράδυ από το σπίτι;
Μου τα λεγε όλα μαζεμένα και φλόμωνα. Σε λίγο, άρχισε να μου διηγείται για τότε που μας έδιωξαν από τη Ρόδο. Μετά, πως πήγε φαντάρος στην Αλεξανδρούπολη. Τριάντα μήνες υπηρέτησε, τόσους κι εγώ του είπα και μιλήσαμε κάμποσα για το στρατό. Ξέρετε πως είναι όταν αρχίσουν να μιλάνε οι άντρες για το στρατό! Χιλιάδες πράγματα, ηρωικές κοπάνες, κατορθώματα, φυλακές.
-Και με τη Βασιλική; Τον ρώτησα. Πως έγινε και συμφώνησε ο συνταγματάρχης;
-Εδώ είναι, μου απάντησε. Έπαθε μαλάκυνση εγκεφάλου, εκεί τον έχουμε, μισότρελο. Και σώπασε για λίγο, ενώ εμένα μου ερχόταν στο νου ο συνταγματάρχης Καπαγέρωφ, μισότρελος. Δεν την περίμενα αυτή του τη μοίρα.
-Μόνο που δεν έχουμε παιδί, είπε με κάποια θλίψη ο Δούκας. Τέσσερα χρόνια προσπαθούμε, τώρα φίλε. Έχω φάει μια περιουσία, γιατρούς, παραγιατρούς και τίποτα. Δεν κρατάει λένε, η Βασιλική, δεν ξέρω τι να κάμω..
Δεν ξέρω γιατί αλλά μου φάνηκε ψεύτικος σ αυτό το σημείο. Κάτι άλλο θα έτρεχε.
-Δεν πίνουμε κανα ούζο; Με ρώτησε και κοιταχτήκαμε πάλι ζεστά στα μάτια. Ήμασταν φίλοι.
-Να πιούμε, του απάντησα κι εγώ, που φαίνεται πως έπαιρνα τα χνάρια του πατέρα μου και του φίλου μου του Ντάφλου. Άμα εύρισκα παρέα, στρωνόμουν και τα πινα.
-Κι από δουλειά; Τον ρώτησα μόλις κοπανίσαμε το πρώτο ουζάκι.
-Φίνα! Χαμογέλασε. Μεγαλεία ο φίλος σου ο Δούκας, τι νομίζεις, δε σου τα έλεγα; Έχω έναν εμπορικό οίκο. Σχεδιαστές, μοντέλα, πασαρέλα! Ένα ολόκληρο εργοστάσιο, δε σου τα έλεγα; Τι νομίζεις, μια μέρα θα τους πατήσω.Έτσι είναι φιλαράκο, άμα έχεις το χρήμα κάνεις ότι θέλεις. Θα σε πάρω και σένα μαζί μου. Ζωγραφίζεις, δε ζωγραφίζεις;. Ε, λοιπόν, θα σε πάρω, να γίνεις σχεδιαστής μόδας. Εφημερίδες, περιοδικά, τηλεόραση. Είσαι;
Του γνεψα χαμογελαστά, όχι.
-Γιατί; Παραξενεύτηκε.
-Δεν κάνω εγώ για τέτοια πράγματα. Εγώ έχω άλλα όνειρα.
 -Τι; Να πεθάνεις στην ψάθα; Με κορόιδεψε πειραγμένος από την άμεση άρνηση μου. Αλλά και μένα το πείσμα μου ήταν διαφορετικό.
-Έχω φτιάξει μια γκαλερί του είπα με στόμφο για να τον πικάρω. Δε διαβάζεις τα καλλιτεχνικά;
-Αυτά τα διαβάζουν άλλοι, οι συνεργάτες μου. Ο Δούκας δεν έχει καιρό για χάσιμο. Εγώ, ρίχνω καμιά ματιά στη μόδα, στις γούνες. Αυτά έχουν ενδιαφέρουν και οι κοσμικές στήλες. Που ήταν χτες βράδυ ο Δούκας με τα μοντέλα του, τι έφαγε το ζεύγος Δούκα και γελούσε πλατιά, γέρνοντας πίσω την καρέκλα του.
Για τη γκαλερί δε με πίστεψε. Όλο κοιτούσε τα φθαρμένα ρούχα μου και τα ασβεστωμένα παπούτσια.
-Τι χάλια είναι αυτά ρε; Δεν άντεξε, μου το είπε. Μεγαλώσαμε, δεν το πήρες μυρωδιά; Πρέπει να είμαστε κύριοι, σένια, με γραβάτα, με κουστούμι και λοιπά, Πως θα σε υπολογίζουν οι άλλοι; Α, φίλε, πρέπει ν αλλάξεις! Για πάμε να δούμε αυτή τη γκαλερί που λες…
Πήγαμε. Είχα πράγματι νοικιάσει ένα μικρό μαγαζάκι  στου Γκύζη. Πέντε επί πέντε. Είχε και πατάρι, εκεί κοιμόμουν τις περισσότερες φορές που βαριόμουν την κατάθλιψη και τη μαυροφορεσιά της μάνας μου. Τελευταία, όλο λιβάνι και δεντρολίβανο μύριζε το σπίτι. Μόνο το θυμιατό που έβλεπα, ανταριαζόμουν. «Θα το φας το κεφάλι σου που δεν πιστεύεις» τολμούσε ν ανοίει κουβέντα κάπου-κάπου κι εγώ δεν της απαντούσα. Τι να της έλεγα; Να έπιανα φιλολογική κουβέντα μαζί της; Τους ανθρώπους αυτούς, δεν μπορείς αν τους ξεβολέψεις και δεν πρέπει να αποβάλεις από μέσα τους τη μεταφυσική ιδιότητα και την πίστη. Έτσι, δεν έλεγα τίποτα, στη μάνα μου. Στο μικρό όμως κύκλο που είχε δημιουργηθεί γύρω μου, οι φιλοσοφικές συζητήσεις, έδιναν και έπαιρναν. Εγώ μετά μανίας, αρνιόμουν να παραδχτώ οτιδήποτε μεταφυσικό και απέρριπτα ανεπιστρετί την ύπαρξη του θεού.
-Δεν υπάρχει τίποτα, τελείωνα, αφού είχα εξαντλήσει όλα τα λογικά επιχειρήματα για να τους πείσω.
Το Δούκα, δεν τον ενδιέφερε κι αυτόν ο θεός. Όχι σαν εμένα, απλά αυτός έλεγε πως πιστεύει, έτσι, κάπως αόριστα. Δεν μπορεί,  έλεγε, κάτι θα υπάρχει, αλλά εγώ δε μπερδεύομαι μαζί του, ούτε και κείνος προς το παρόν. Έτσι βολευόταν απέναντι στο θεό. Δεν είχε την αγωνία να δει παραπέρα ή μάλλον δεν είχε καμιά αγωνία. Ζούσε το σήμερα όπως του ερχόταν. Γιατί να ψάχνουνε; Έλεγε και σήκωνε τους ώμους.
Όταν φτάσαμε στη γκαλερί, έκανε τη βόλτα του με τα χέρια στις τσέπες, εξετάζοντας το χώρο με το βλέμμα ειδικού.
-Α, ρε φίλε; Είπε μονάχα.
Τι έκανα εγώ εκεί μέσα; Ούτε κι εγώ ήξερα ακριβώς. Είχα βάλει ένα μικρό γραφειάκι, έναν μικρό πάγκο για να φτιάχνω τις κορνίζες. Ένα στραβό καβαλέτο, χρώματα πεταμένα εδώ κι εκεί. Στους τοίχους μεριά έργα μου, ημιτελή, πρωτόλεια τα περισσότερα. Στην αρχή δεν τους έδινα και καμιά μεγάλη αξία, ούτε εγώ.
Έναν- δυο μήνες, είχα πάει στον Θεοφάνη για μαθήματα ζωγραφικής. Αυτός έφτιαχνε τα λεγόμενα εμπορικά έργα. Τοπία, νεκρές φύσεις, λαϊκές παραστάσεις.. Δεν ήταν και πολύ μεγάλος, γύρω στα πενήντα, συνήθως λιγομίλητος, στημένος στο καβαλέτο, στον καμβά με τις ώρες ατέλειωτα. Εγώ τον παρακολουθούσα. Πιο πολύ με ενδιέφερε το χρώμα, εκεί ένιωθα πως είχα αδυναμίες. «Το χρώμα δε μαθαίνεται, εκτός από τις βασικές αρχές» μου είπε. «Το σχέδιο διδάσκεται αλλά από αυτό ξέρεις, είσαι καλός.» Και μου έβαλε την ιδέα.
-Δε θα μπορέσεις να σταθείς μόνο με τη ζωγραφική, μου είπε. Θα πάρεις κι ένα σφυράκι, καρφιτσούλες, χαρτόνια και λοιπά, θα σου δείξω. Ύστερα και μερικά δείγματα από κορνίζες, θα δεις. 

Σάββατο 4 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 6





Ποιος ξέρει τι πράγμα είναι η ψυχή του ανθρώπου. Υπάρχει άραγε, αυτό ακριβώς που λέμε ψυχή;  Άβυσσος λένε πολλοί. Σκοτεινή δηλαδή, με πλοκάμια και μονοπάτια λαβυρινθώδη- λε και μόνο στα σκοτεινά μπορεί να κατοικεί.
Εγώ πίστευα πως συνταυτίζεται με τη σκέψη, κάπου εκεί στο μυαλό την είχα τοποθετήσει, στη λογική. Όχι στην καρδιά. Ο Ντάφλος που δεν τα ψείριζε όλα αυτά, έλεγε πως η ψυχή του ανθρώπου είναι ένα χαλίκι. Να, αυτό το χαλίκι εδώ, που το παρασέρνει το ποτάμι και ή το  στρογγυλεύει στο μακρύ ταξίδι ή το ξερνάει σε ακροποταμιά παράμερη Κείθε πέρα! Και κλωτσούσε ένα χαλίκι με δύναμη. Ένα οποιοδήποτε, δεν τον ένοιαζε, το ξεχνούσε την άλλη στιγμή. Έτσι φαντάζομαι θα ξέχασε και το γάμο του με τη Μαγδαληνή, σα να μην έγινε ποτέ. Αυτά μου τα διηγήθηκε πολύ αργότερα. Κάποια ήσυχη βραδιά σε ένα ταβερνάκι των Εξαρχείων.
Την ημέρα λοιπόν που ταξίδευε για την Κέρκυρα με τη Μαγδαληνή, ήταν όλο νεύρα. Τα πάντα του φταίγανε. Και πιο πολύ αυτό το καθίκι ο Σταυρέας, που ούτε λίγο ούτε πολύ, δεν του έδωσε φράγκο από την προίκα. Του χρέωσε μάλιστα κι όλα τα έξοδα του γάμου και του τραπεζιού.
-Κάνει να πάρεις εκατό λίρες ακόμα, του είπε. Αυτές τις κρατάω εγώ, γιατί δε σου έχω εμπιστοσύνη. Όταν λογικευτείς και βάλεις κι εσύ κάνα φράγκο στην άκρη, ν αγοράσουμε ένα διαμέρισμα να βάλετε το κεφάλι σας μέσα. Όμως μη φοβάσαι, δικά σας είναι.
Αλλά ο Ντάφλος φοβόταν. Σε λίγες μέρες αν δεν πλήρωνε τα γραμμάτια που είχαν λήξει, το διαμέρισμα της μάνας του θα το τρώγανε οι επιτήδειοι.
Και πράγματι έτσι έγινε. Προτού γυρίσει από το ταξίδι του μέλιτος, είχανε βρεθεί στο δρόμο. Η μάνα του μάζεψε τα λίγα πράγματα τους και στριμώχτηκε στην παράγκα του κυρ-Βασίλη, στο διπλανό οικόπεδο. Έπιασε και δουλειά, γριά γυναίκα να σφουγγαρίζει τις σκάλες σε δυο πολυκατοικίες.
Δεν είχε άλλον στον κόσμο ο Ντάφλος. Ούτε αδέρφια, ούτε θείους, ούτε αδερφές. Μόνο αυτός και η μάνα του. Ο πατέρας του είχε σκοτωθεί στον πόλεμο της Αλβανίας αλλά σύνταξη δεν έπαιρνε. Ήταν από εκείνους που περνούσαν στα άγραφα.
Όταν έφτασαν στην Κέρκυρα, απογευματάκι του Ιούνη θα ήταν, κατέληξαν σε ένα φτηνό ξενοδοχείο. Ούτε και που έδινε σημασία στη Μαγδαληνή, που πράγμα περίεργο ήταν χαμογελαστή και εξηγούσε στον ξενοδόχο πως έκαναν ταξίδι του μέλιτος. Είχε τα νεύρα του.
Αφού ταχτοποίησαν τα πράγματα τους, βγήκανε βόλτα στην πόλη, περιδιάβαιναν. Η Μαγδαληνή του έλεγε να καθίσουν σε ένα καθώς πρέπει μαγαζί να πάρουν τον καφέ τους και ο Ντάφλος έψαχνε γύρω-γύρω κανένα κουτουκάκι, καμιά τρύπα, ουζερί, να παλουκωθεί, να πιει τα ούζα του.
-Εδώ! Της είπε κι άραξε σε δυο καρέκλες.
Παρήγγειλαν απ όλα. Ότι είχε το μαγαζί. Και τα πιναν οι δυο τους, δεν είχαν άλλον. Ένιωσε και η Μαγδαληνή  πως κάτι ήταν στη ζωή. Ευχαριστήθηκε άλλον αέρα, άλλη φάση. Μακριά από τον αδερφό της τον Σταυρέα, την οικογένεια. Τους αγαπούσε βέβαια και πιο πολύ τον Σταυρέα, που μπορεί να ήταν αυταρχικός, μονόχνοτος, γεροντοκόρος αλλά τον σεβόταν γιατί βοηθούσε όλη την οικογένεια.
Το Ντάφλο τον ένιωθε, τον κοίταζε, τον εξέταζε πιο πολύ όταν αυτός έβλεπε αλλού, αλλά την πείραζε που έπινε. Τότε γινόταν άλλος άνθρωπος. Ξεχνούσε τα πάντα και του έβγαιναν τα απωθημένα εναντίον της κοινωνίας και των ανθρώπων. Έτσι και τώρα που τον έβλεπε να κατεβάζει το ένα καραφάκι μετά το άλλο, μούτρωνε. Μούτρωνε και φοβόταν. Σιγά-σιγά, η χαρά της γινόταν θλίψη Δεν ήταν αυτή για τέτοια πράγματα, για τέτοια ζωή. Του το είπε και κατάλαβε πως η νύχτα που θα ακολουθούσε θα ήταν βαριά, δύσκολη παρ ότι ήταν Καλοκαιράκι και το ελαφρύ αέρι θρόιζε την ομορφιά της ζωής.
Το μυαλό του Ντάφλου βρισκόταν συνέχεια στην πουστιά που του έκανε ο Σταυρέας. Είχε κολλήσει εκεί. Που να ήξερε ότι τους είχαν βγάλει από το σπίτι …ότι η μάνα του ήταν ήδη στην παράγκα του κυρ-Βασίλη.
Κάθισαν εκεί στο ουζερί κάμποσο. Όταν σηκώθηκαν να πάνε στο ξενοδοχείο- η Μαγδαληνή τον κρατούσε αγκαζέ- ο Ντάφλος, φαίνεται πως είχε πάρει τις αποφάσεις του. Θα έφευγε τη νύχτα. Θα την παρατούσε εκεί σύξυλη και ούτε θα γύριζε να την ξανακοιτάξει. Να ξανακοιτάξει τη χοντρή μύτη της και ν ακούσει τις αιώνιες χοντράδες της. Δεν ένιωθε τίποτε γι αυτήν. Ούτε λύπη, ούτε πόνο, πόσο μάλλον αγάπη. Αργότερα θα την συμπονούσε. Προς το παρόν, την παρέσυρε όλο το βράδυ σε ένα ερωτικό ξεφάντωμα. Όλη τη νύχτα την κανόνιζε κι εκείνη βογκούσε σαν αγελάδα. Συμμαζεμένη καθώς ήταν, δεν άφηνε τις ερωτικές της κραυγές να βγαίνουν ελεύθερα. Μούγκριζε και σε λίγο άρχισε να βαριέται με όλα αυτά που της  έλεγε και της έκανε ο άντρας της.
Κατά τις πέντε το πρωί, μεθυσμένος ακόμα, άρχισε να της φωνάζει και να τη βρίζει. Έτσι στα καλά καθούμενα. Πουτάνα την ανέβαζε, βλαμμένη την κατέβαζε. Σκρόφα. Περίμενε να του αντιμιλήσει, να του δώσει την ευκαιρία για να κάνει αυτό που ήθελε. Και δεν άργησε.
Η Μαγδαληνή σηκώθηκε πάνω περισσότερο πικραμένη παρά νευριασμένη. Του είπε πως θα έφευγε κι έκανε να βάλει το νυχτικό της.
Ο Ντάφλος πετάχτηκε στη στιγμή επάνω.
-Που θα πας μωρή! Έβαλε άγρια φωνή, τον άκουσε όλο το ξενοδοχείο.
Και την άρχισε στο ξύλο. Μπουνιές, κλωτσιές, ανάποδε, την έκανε μαύρη. Μαζεύτηκε όλο το ξενοδοχείο. Κάποιος είπε να φωνάξουν την Αστυνομία. Ο Ντάφλος τον έπιασε από το λαιμό- τόσος δα ήταν αλλά ψυχή Αστραπόγιαννου.
-Δε θα φωνάξεις καμιά αστυνομία, του είπε. Άιντε τράβα στο σπίτι σου να κάνεις κουμάντο. Τι κοιτάτε εσείς ρε! Ούρλιαξε στο πλήθος που στριμώχνονταν στην πόρτα. Άιντε στο σπίτι σας! Δρόμο!
Φύγανε.
Μέσα στην ησυχία, στο βουβό, πια κλάμα της Μαγδαληνής, φόρεσε το κουστούμι του, πήρε τα τσιγάρα του- μονάχα αυτά- και βγήκε σαν ποντικός.
Με λυμένη τη γραβάτα, ξεμέθυστος πια, γύριζε κάμποσο χαμένος στο λιμάνι, στην αποβάθρα. Ύστερα έπιασε κουβέντα με έναν καικέρη που ετοίμαζε τα πανιά του. Του είπε, πως ήταν από απέναντι από την Ηγουμενίτσα.
-Εκεί πηγαίνω, του απάντησε αυτός κι ο Ντάφλος πήδηξε μέσα. Άλλο που δεν ήθελε.
-Πάρε με κι εμένα, του είπε κι άρχισε να τον βοηθάει ενώ ο καϊκέρης τον κοίταζε παράξενα.
Το μεσημέρι είχε φτάσει στην Ηγουμενίτσα. Χαιρέτησε τον καικέρη, βγήκε στη δημοσιά, στην εθνική κι έκανε οτοστόπ. Λίγο αργότερα, έξω από την πόλη, πήδηξε στην καρότσα ενός φορτηγού. Από το τζάμι έκανε νόημα στον οδηγό να σταματήσει. Έτσι και έγινε. Σταμάτησε, μπήκε μπροστά, φύγανε.
Αργότερα έμαθα πως είχε φύγει μετανάστης στη Γερμανία. Χάθηκαν για καιρό τα ίχνη του. Μόνο μια φορά είδα τη Μαγδαληνή με την κοιλιά φουσκωμένη. Κουβαλούσε μέσα της το παιδί του Ντάφλου.

Τα μελτέμια του Αιγαίου είχαν αρχίσει νωρίς εκείνο το Καλοκαίρι. Τέλη Ιουνίου φυσούσε ο θεός τον τόπο και τώρα που μεσουρανούσε ο Αύγουστος, ακόμα χειρότερα. Σκόνη, ασπρισμένη θάλασσα, καρέκλες αναποδογυρισμένες στην παραλία, γυναίκες που προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τα φουστάνια τους, να μη φανούν τα ψηλά, πάνω από τα γόνατα τους.
Ο ήλιος έκαιγε στη Λίνδο, ντάλα μεσημέρι. «Τσιμέντο, ασβέστη!» φώναζε ο Ζάχος κι αντηχούσε πέρα στην παραλία. Τρόμαζαν οι γλάροι, πετούσαν κείθε μακριά.  Άσπριζε η θάλασσα, γινόταν ένα με την ασπριδερή ακτή. Φουρτούνιαζε μέσα μας και η ψυχή, το βλέμμα έριχνε πέρα στο αφρισμένο πέλαγος.
Είχαμε ψιλοχολωθεί εκείνο το μεσημεράκι με το Δούκα. Αιτία η Βασιλική. Εγώ του έλεγα να την αφήσει ήσυχη και να μη χώνεται στα πόδια του συνταγματάρχη κι εκείνος το χαβά του. Τα είχανε φτιάξει οι δυο τους και η Βασιλική πετούσε στους εφτά ουρανούς. Από το πρώτο βράδυ που την έφερε στο δωματιάκι και μου έκλεισε το μάτι εννοώντας να φύγω, πέρασαν  άλλα τόσα που γινόταν το ίδιο. Της έφυγε και η ακμή της Βασιλικής, ρόδισαν τα μάγουλα της, ελάφρωσε η καρδιά της από την αγάπη της για τον φίλο μου.
Έμοιαζαν πολύ ερωτευμένοι. Η Βασιλική βέβαια πιο πολύ- αυτή θα τον αγαπούσε μια ζωή- γιατί ο Πίθηκας είχε αρχίσει να ξωκοιλει. Σχεδόν κάθε βράδυ ήταν με διαφορετική γυναίκα. Είχε προοδεύσει και στα Αγγλικά, εγώ ακόμα δεν τα κατάφερνα. Αυτός, να από εδώ, να από εκεί, μιλούσε παντού, ας ήταν και στραβά. Κάθε μέρα γινόταν καλύτερος σ αυτόν τον τομέα.
Δεν κάναμε πολύ παρέα, όσο στην αρχή. Εγώ έβγαινα  καμιά φορά με τον Νικ, τον Ελλληνοκαναδό. «Θα σε πάρει στο Καναδά φίλο!» μου έλεγε με τα σπασμένα Ελληνικά του. «Μπατ δεν ξέρει αν εσύ αντέξει στο κουλ, κρυο, πως το λέτε; Αι ντοντ νοου αν μπορείς το άσπρο. Έχει πολύ χιόνι εκεί!»
Τρελούτσικος ήταν ο Νικ. Έλεγε πως ο πατέρας του είχε πολλά λεφτά και μάλλον δεν κορόιδευε αν αναλογιζόμουν πόσα σκορπούσε ο ίδιος. Έμενε στο πιο ακριβό ξενοδοχείο, είχε νοικιασμένο πολυτελές αυτοκίνητο. Με φώναξε ένα απόγευμα στη σοφίτα που έμενε και μαγεύτηκα. Πρώτη φορά έβλεπα τόση πολυτέλεια. Πισίνες, γραβατωμένα γκαρσόνια να σου φέρνουν ότι θέλεις στο δωμάτιο, καμαριέρες όμορφες, χαμογελαστές.
Ήταν πλακατζής ο Νικ. Του άρεσαν τα καλαμπούρια, η αστεία πλευρά της ζωής. Κι ένα βράδυ παραγελάσαμε οι δυο μας. Μου είπε πως είχε κάνει μια τυχαία, τηλεφωνική γνωριμία, με κάποια που είχε πολύ γλυκιά φωνή. Κανόνισε λοιπόν να βγούμε αλλά της είπε  να φέρει και μια φίλη μαζί της για να πάω κι εγώ. Τι μου ήρθε και μένα εκείνο το βράδυ, δεν ξέρω, πήρα μαζί μου και τον Δούκα. Πήγαμε στο ραντεβού με τον Νικ και τον βρήκαμε παρέα με δυο χοντρές, τεράστιες. Μόλις μας τις σύστησε κλείνοντας το μάτι, εμείς δεν μπορέσαμε να συγκρατήσουμε τα γέλια. Και να δεις που οι χοντρές γελάσανε μαζί μας! Τώρα τι να κάναμε εμείς;
-Αφού είναι έτσι, μου είπε ο Πίθηκας, θα τις ξεπατώσουμε στο χορό. Θα τις ιδρώσουμε.
Και πράγματι, δεν αφήναμε καμιά τους να καθίσει στο τραπέζι. Μια ο ένας, μια ο άλλος, μια ο Νικ, που είχε μπει για τα καλά στο παιχνίδι, έχασαν κάμποσα κιλά εκείνο το βράδυ οι χοντρές. Εκείνο που θα μου μένει αλησμόνητο είναι το τρελό γέλιο που κάναμε ύστερα, όταν ο Νικ είχε μεθύσει και είπε να πάμε και οι πέντε στη σουίτα του.
Εγώ δεν πήγα. Παραήμουν σεμνότυφος για τέτοια πράγματα. Όμως ο Δούκας με τον Νικ πήγανε. Περάσανε καλά φαίνεται, γιατί από τότε οι χοντρές όπου με συναντούσαν με ρωτούσαν τι κάνουν οι φίλοι μου.
Ο Δούκας παρ όλα αυτά τραβούσε το δρόμο του. Εγώ ένιωθα ένα πείσμα ενάντια του. Δεν τον αγαπούσα εκείνο τον καιρό, δεν ξέρω γιατί, κάτι μου έβγαινε ανάποδα, δε μου άρεσαν αυτά που έκανε. Χαλούσε όλα του τα λεφτά και συνέχεια μου ζητούσε δανεικά. Έμπαινε στα μαγαζιά, άφηνε φέσια- μια ερχόταν για δουλειά μια όχι. Μου το έλεγαν ορισμένοι που ήξεραν πως ήταν φίλος μου και σήκωνα τους ώμους. Μερικές φορές, πλήρωνα τα σπασμένα.
Εκείνη την ημέρα, καθώς πλενόμαστε, αφού είχαμε τελειώσει τη δουλειά, λίγο έλειψε να έρθουμε στα χέρια. Είχαμε αγριέψει πολύ και οι δυο, εγώ περισσότερο κι ερχόταν μπόρα μεταξύ μας, το καταλάβαινα.
Το βράδυ βγήκα μόνος μου. Δεν ήθελα ούτε να μιλήσω, ούτε να δω άνθρωπο, είχα φλομώσει με την ξεροκεφαλιά του. Αργά τα μεσάνυχτα, καθώς γύριζα τρεκλίζοντας από μια ελαφριά και γλυκιά μέθη, μέσα στην παλιά πόλη, κάπου εκεί στην πλατεία με το σιντριβάνι, είδα μια γυναικεία σκιά να τρεκλίζει το ίδιο με μένα. Δεν είχα πιει πολύ αλλά η στεναχώρια μου ήταν μεγάλη και με είχε πιάσει. Θυμάμαι ψιλόβρεχε Καλοκαιριάτικα, μύριζε ο τόπος γιασεμιά, ανάσαινε το χώμα μετά την κάψα. Καθώς ο δρόμος ήταν γλιστερός, λίγο έλειψε να σκοντάψω επάνω της.
-Σιγά! Στραβός είσαι; Με απώθησε και με κοίταξε από αδιάφορα έως εχθρικά.
Εγώ ορθώθηκα και συνέχισα να βαδίζω δίπλα της βλακωδώς.
-Τι θέλεις ρε; Ε; με γύρισε αντιμέτωπο.
-Παρέα, είπα απλά, ψάχνοντας τα μάτια της στο σκοτάδι.
Σα να μαλάκωσε. Τη θυμάμαι σαν τώρα. Ήταν μεγάλη, τριαντάρα περίπου, μαύρη σα γύφτισσα, μπορεί και να ήταν. Τα μαλλιά τα είχε κομμένα, κοντά και σγουρά. Στο φως μιας λάμπας την παρατήρησα καλύτερα. Κι εκείνη με έψαχνε. Δεξιά στη μύτη είχε μια μεγάλη ελιά που μάλλον την ασχήμαινε.
Άρχισε να μου μιλάει. «Είσαι όμορφος» άρχισε. «Πουτάνα είναι» έβγαλα το γρήγορο συμπέρασμα εγώ αλλά δε με ενδιέφερε. Δε με ένοιαζε και πολύ, είχα την περιέργεια να γνωρίσω από κοντά μια τέτοια. Ήταν και οι ιστορίες που έλεγαν για αυτές οι φίλοι, ήταν όμως κι ένα τράβηγμα που ένιωθα για τη Μαρίνα- έτσι μου είπε πως την έλεγαν. Δεν την πολυπίστεψα, αυτές είχαν πολλά ονόματα, το ήξερα αυτό, όπως στο ποίημα της Γαλάτειας, αν θυμάμαι καλά.: κάθε πόλη και άλλο όνομα, κάθε στέκι κι αλλού Μαρούλα, Φανή, Μυρτώ, Δεσποινάκι.
Έδειχνε πολύ απελπισμένη.
-Θα σταματήσω, μου είπε. Τι καταλαβαίνεις εσύ από αυτά; Τι σου τα λέω όλα αυτά εσένα; Εσύ είσαι νέος, όμορφος. Μπορεί να είσαι και πλούσιος! Έσμιξε τα κατάμαυρα φρύδια της, κοιτάζοντας με καλύτερα.
Εγώ γέλασα.
-Ναι, πολύ πλούσιος! Της απάντησα σαρκαστικά.
Κατάλαβε κι εκείνη. Κι έτσι απρόσμενα με βούτηξε και με φίλησε. Ύστερα καθίσαμε κάπου εκεί, μετά από κάμποσες άσκοπες βόλτες στα καλντερίμια. Ξανά πίσω στην πλατεία, στο μικρό σιντριβάνι. Δε λέγαμε και πολλά τώρα, που και που φιλιόμασταν. Σιγά-σιγά νύχτωνε, τόσο πολύ είχαμε ξεχαστεί, σα να υπήρχαμε μόνο εμείς σ αυτό τον κόσμο. Και μου θύμισε τις μέλισσες, τις γυναίκες που κάνουν ευτυχισμένους πολλούς άντρες. Που πετάνε από λουλούδι σε λουλούδι.
Πήγαμε κάπου, σε ένα δωμάτιο, ωραίο ήταν, δε θυμάμαι και πολλά. Εκείνο που θυμάμαι ήταν πως πέρασα μια πολύ ωραία βραδιά. Η Μαρίνα ήταν μια όμορφη γυναίκα.
Μόλις συνειδητοποίησα το μπλε ν αχνοφέγγει, σηκώθηκα αλαφιασμένος. Ήμουν κουρασμένος κι έπρεπε να πάω για δουλειά, της είπα. Με περίμενε ο συνταγματάρχης και οι άλλοι, να πάμε στην οικοδομή. Η Μαρίνα έγνεψε καταφατικά. Σηκώθηκε κι αυτή. Κανονίσαμε να βρεθούμε το βράδυ στο ίδιο σημείο. Όποιος έφτανε πρώτος να περιμένει. Τέτοιες ήταν οι συναντήσεις μας, όσο κάναμε παρέα. Ποτέ συγκεκριμένη ώρα- όποιος έφτανε πρώτος, περίμενε.
Στο φορτηγάκι, το πρωί, κατά τις εφτά που φύγαμε για δουλειά, ο συνταγματάρχης με κοίταζε με ένα βλέμμα, λες και του είχα σκοτώσει τον πατέρα. Δεν το πιασα αμέσως τι είχε συμβεί και ο Δούκας δε φαινόταν πουθενά. Όταν κατεβήκαμε, ο συνταγματάρχης με πήρε κατά μέρος.
-Το ήξερες και συ! Μου είπε όλος νεύρα. Και δεν έλεγες τίποτε. Θα χεις και συ την ίδια μοίρα με το φίλο σου!
Έκανα τον ανήξερο κι αυτό τον νευρίασε περισσότερο.
-Τα κανόνισε η Αστυνομία να φύγει σήμερα. Και συ θα φύγεις! Θα τον βρούνε, που θα πάει; Λεφτά δεν έχει, αλήτης και κοπρόσκυλο είναι, θα τον πετάξουν στο καράβι. Τους είπα να του βάλουν και τα εισιτήρια …είμαι καλός εγώ, μη νομίζεις! Έτριζε τα δόντια του.
Εγώ δε μίλησα. Τι να έλεγα;
-Για σένα, συνέχισε δεν είπα τίποτε ακόμα αλλά θα το κάνω. Να είσαι σίγουρος αν δε μου τα πεις όλα. Εσύ δεν είσαι ίδιος, με καλόπιασε. Γιατί αγόρι μου δεν μου τα είπες από την αρχή; Κάνει η κόρη μου για τα μούτρα αυτού του καταραμένου; Δεν ξέρω αν είναι φίλο σου, δε με νοιάζει. Κάτι τέτοιους εγώ τους έχω στείλει στα Γιούρα! Ξανανευρίασε.
Μπλέχτηκα. Μούλωξα, δεν είχα τι να πω. Προδοσία θα ήταν ότι και να του έλεγα. Έτσι κι αλλιώς, ο Δούκας ποτέ δε μου το συγχώρεσε. Δεν ξέρω τι πίστευε αλλά εγώ, απλώς συναίνεσα σε ότι έλεγε ο Καπαγέρωφ. Κουνούσα καταφατικά το κεφάλι μου ότι ναι, έτσι είναι και ντρεπόμουν. Χωρίς να φταίω, ντρεπόμουν.
Φυσικά δεν έμεινα άλλο για δουλειά. Το κατάλαβε και ο συνταγματάρχης. Έφυγα σαν τρελός και τον γύρευα  σε όλη την πόλη, σε όλα τα στέκια. Πουθενά ο Δούκας. Στερνά το απόγευμα, πρόλαβα το καράβι που έφευγε. Ψηλά στο κατάστρωμα, λες και δεν έτρεχε τίποτα με χαιρετούσε. Κουνούσε τα πελώρια χέρια του και γελούσε πλατιά λες και όλα ήταν μια χαρά. Τέτοιος ήταν ο Δούκας, ένα παλιόμουτρο, σκεφτόμουν νευριασμένος και φλόμωνε το μυαλό μου από την απελπισία και την ασυνεννοησία των ανθρώπων. Είχα μια λύπη τεράστια, δε χωνευόταν με τίποτε τέτοια χαλασιά.
Τα είπα το βράδυ στη Μαρίνα και με άκουγε τόση ώρα που μιλούσα. Δεν είχα περισσότερα να πω, γύριζα πίσω, πολύ πίσω. Χωνόμουν σε δρόμους που δεν υπήρχαν κι είπα πως αυτός ήταν ένας καινούργιος θάνατος. Τόσο μελοδραματικά αναπαριστούσα το διώξιμο του φίλου. Μου κόστιζε. Μου κόστιζε πολύ που έμεινα μόνος. Έπρεπε όμως να ζήσω και τα έλεγα όλα αυτά κλαίγοντας στη Μαρίνα. Είχα χάσει την ορθότητα της σκέψης μου, εγώ, ο ορθολογιστής άνθρωπος με την απέριττη νόηση. Έκλαιγα στην αγκαλιά της, κάπνιζα το ένα τσιγάρο κατόπιν του άλλου. Θέληση να είχα μονάχα. Εγώ το ράκος, ο αλήτης του κερατά, μπούφλιασα, εκείνες τις ώρες. Χόρταινα από την ανυπομονησία των ανθρώπων για κάτι καλύτερο που δεν υπήρχε. Η λύπηση κυριαρχούσε παντού. Τέτοια έλεγα στη Μαρίνα που με συμπονούσε μετά τον έρωτα. -Είσαι νέος μου, είπε. Πολύ νέος για να προσπαθήσεις ν αλλάξεις τους ανθρώπους και τη ζωή.
Την καταλάβαινα αλλά οι αντιβουλεύσεις μου ήταν μεγάλες και τα πράγματα πολύ μπερδεμένα. Η αντιπάθεια του συνταγματάρχη μεγάλωνε την κατάσταση, την εξαθλίωνε. Την έκανε, μαύρη, κατάμαυρη και δε μου άρεσε ο τρόπος που αντιμετώπιζα τότε τη ζωή. Ο Δούκας που έφυγε χαμογελαστός, ο τρόπος που γινόταν όλα αυτά και δε μου έπρεπε.
Ήρθε όμως άλλος καιρός σύντομα. Ήρθε ο Σεπτέμβρης και όλα στριμώχτηκαν στη στροφή. Με μια μονοκοντυλιά, λες και ήταν μαυροπίνακας, σβήστηκαν  τα πάντα. Η μαγεία της Ρόδου, ο συνταγματάρχης, η πανσιόν, ο Νικ που θα με έπαιρνε στον Καναδά, το Φαληράκι που έσφυζε από ζωή, οι ξανθιές γυναίκες που πήγα μαζί τους, η Μαρίνα, όλα όνειρο απατηλό.
Με έφερνε πίσω το καράβι, έλεγα πως, να, τώρα θα βουλιάξει όπου και να είναι. Πάλι αραχτός στο κατάστρωμα διωγμένος κι εγώ Είχε έρθει η Αστυνομία ένα βράδυ στην πανσιόν. «Ποιος είσαι εσύ ρε!» μου ριξε δυο μπάτσες ο αστυνόμος. «Εδώ ο κόσμος καίγεται! Βαλίτσα έχεις; Πάρτη και δρόμο! Το καράβι φεύγει σε μισή ώρα …πίσω να μη κοιτάξεις!»
Τα είχε κανονίσει όλα, έτσι ο συνταγματάρχης. Σε λίγο όμως θα ακολουθούσε και η δικιά του μοίρα, Έπεφτε τότε η χούντα, αντιλαλούσε ο τόπος. Που βρέθηκα; Αλίμονο η ζωή κυλούσε ποτάμι βουερό, σαν αυτό που έλεγε ο πατέρας μου. Ένα ποτάμι στην ευθεία. Μόνο που εγώ, ένιωθα στην καμπύλη. Έχει και καμπύλες θα απαντούσε εκείνος μα στην ευθεία να φοβάσαι πιο πολύ. Όμως τι άλλο να σκεφτόμουν; Θυμάμαι πως ήμουν ένα λυμένο πουλάρι σε ξέφραγο αμπέλι. Που βρέθηκα; Στο λιμάνι του Βόλου με μαζέψανε μέσα του Σεπτέμβρη, δεν ήθελα να πάω φαντάρος αλλά δε γλίτωσα από αυτή τη συμφορά. Στη εξώθυρα του σπιτιού μου στον Άγιο Αρτέμιο, η μάνα μου να σταυροκοπιέται κι ο πατέρας μου ατάραχος να με κατευοδώνουν.

συνεχίζεται



Παρασκευή 3 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 5




Κοντόχοντρος, μυταράς, γύρω στα εξήντα, με κόκκινες ραγάδες στα μάγουλα από το πολύ κρασί. Καπαγέρωφ. Μούτρο μου φάνηκε ο συνταγματάρχης και μαζεύτηκα. Το μούτρο του και ο τρόπος του, δήλωναν άνθρωπο επιτακτικό, ματαιόδοξο, κυνικό. Μιλούσε σα να διέτασσε φαντάρους. Μπλέξαμε, σκέφτηκα, τον αποστράτευσε η χούντα έλεγε αλλά αυτό ήταν μάλλον παραμύθι. Μα και να ήταν έτσι, κάθε άλλο παρά επειδή ήταν αντικαθεστωτικός τον έδιωξαν. Ίσως να δούλευε καλύτερα τώρα για τη χούντα ο συνταγματάρχης Νικόλαος Καπαγέρωφ. Καταγωγής σίγουρα Ρώσικης, από τους  επαναπατρισθέντες Έλληνες της Ρωσίας, έλεγε ο ίδιος. Γόνος παλιάς αρχοντικής οικογένειας που τα βάθη της χάνονταν στην Τσαρική αυλή.
Μόλις τελειώσαμε με τα στοιχεία, είχαμε αποφασίσει να μείνουμε στον όροφο με εικοσιπέντε δραχμές την ημέρα, μας πρόσφερε καφέ στην αυλή της πανσιόν που τον σέρβιρε η κόρη του η Βασιλική. Μια άνοστη ασπρουλιάρα, ξερακιανή, γεμάτη φακίδες και σπυράκια ακμής ακόμη στο πρόσωπο. Ο Δούκας την έκοβε και μου κλεινε το μάτι.
Τον καφέ βέβαια, μας τον προσέφερε περισσότερο για να μας ψαρέψει ο συνταγματάρχης παρά από ένδειξη φιλοξενίας. Οι ερωτήσεις του έπεφταν βροχή. Τι ήρθατε να κάνετε εδώ; Διακοπές; Λεφτά έχετε; Στη Ρόδο όποιος δεν έχει λεφτά τον διώχνει η Αστυνομία. Είσαστε καθαροί; Δεν πιστεύω να έχετε μπλεξίματα με ναρκωτικά κι αστυνομίες …τη βάψατε. Αλλά πάλι …φαίνεστε καλά παιδιά, το γύριζε. Δε μοιάζετε με αλήτες. Γι αυτό, αν δεν έχετε λεφτά, σταμάτησε κάποια στιγμή το μονόλογο, να δουλέψετε.
Εμείς κοιταχτήκαμε με λαχτάρα.. Στο φτερό το πιασε ο συνταγματάρχης. Εντάξει, μας είπε. Εγώ έχω κι ένα συνεργείο οικοδομών, γεροί φαίνεστε και οι δύο, άμα θέλετε από αύριο πιάνετε δουλειά.
Άιντε να λέγαμε εμείς όχι. Σαν δώρο από τον ουρανό μας ήρθε. Κι έτσι, κανονίσαμε να πάμε στα μπετά, εκεί είχε καλύτερο μεροκάματο Τετρακόσιες δραχμές τη μέρα σχεδόν διπλάσιο από το απλό αλλά τενεκέ στην πλάτη ολημερίς στο Φαληράκι, στη Λίνδο και αλλού. Όπου έριχναν πλάκες.
-Πηγαίνετε τώρα να ταχτοποιήσετε τα πράγματα σας, τέλειωσε την κουβέντα του ο συνταγματάρχης. Κάντε και καμιά βόλτα στην πόλη αλλά το βράδυ νωρίς πίσω, να κοιμηθείτε γιατί σας θέλω ξεκούραστους το πρωί. Μας περιμένει πολύ δουλειά. Εμπρός!
Και ρούφηξε μια κούπα κρασί μονοκοπανιάς.
Πέρασαν κάμποσες μέρες. Άλλες ωραίες, άλλες άσχημες. Όπως την πρώτη που πήγαμε στο Φαληράκι. Εμένα μ έβαλε ο εργοδηγός στα χαμούρια με τον Ζάχο. Ναι, εκεί με τον Ζάχο, έγνεψε και ο συνταγματάρχης. Κάνει αυτός, είναι ψωμωμένος.
Περίεργο μου φάνηκε. Ο Δούκας ήταν πιο ψηλός και πιο γεμάτος από μένα Τώρα, πως το είδε ο συνταγματάρχης κι έβαλε εμένα να φτιάχνω λάσπη με τον Ζάχο και τον Δούκα να λουφάρει ψηλά στους ορόφους, είναι άλλη ιστορία που ανήκει στη σφαίρα του παράλογου. Ένα τερατάκι ήταν ο Ζάχος. Κοντός σαν στούμπος αλλά μπράτσα και πόδια σαν ρίζες από ελιά. Γεμάτα νευρώσεις και ρόζους. Γεμάτα ποντίκια. Πέντε κουβέντες ήξερε όλες κι όλες: Νερό! Ασβέστη! Τσιμέντο, χαλίκι, μωρέ!
-Εδώ, που κοιτάς! Μου φώναζε, αν με έβλεπε να στέκομαι λίγο, παράμερα ακουμπισμένος στο φτυάρι να πάρω ανάσα. Έβλεπα και τον Δούκα ψηλά στη σκαλωσιά με το ντενεκέ στην πλάτη, γυμνό απ τη μέση και πάνω, να μου χαμογελάει και παραξενευόμουν. Δεν έμοιαζε να τον νοιάζει και πολύ. Τις περισσότερες φορές ήταν χαρούμενος, κεφάτος. Ήταν πιο συνηθισμένος από μένα στις βαριές δουλειές. Τα χέρια του είχαν ρόζους ήδη από την Αθήνα. Εμένα τη δεύτερη μέρα μου έφυγε ολόκληρη πέτσα από τη δεξιά παλάμη. Άμαθος καθώς ήμουν και αψύς, έσφιγγα το φτυάρι κι έτσι την έπαθα. Με έπιασε πόνος αψύς δεν μπορούσα να δουλέψω, την κοπάνισα για την πανσιόν μετά το κολατσιό. Ήρθε και με βρήκε ο συνταγματάρχης. Δεν είναι τίποτε μου είπε, θα στρώσουν, θα δεις, σε δυο-τρεις μέρες θα στρώσουν. Θ ανέβεις και εσύ πάνω στον τενεκέ με τον Δούκα, μη φοβάσαι. Θα βάλω άλλον στις λάσπες με τον Ζάχο.
Πράγματι έτσι έγινε. Στρώσανε και μετά από μια βδομάδα όλα πήγαιναν μια χαρά. Είχα συνηθίσει πια. Έβγαζα κι εγώ το πουκάμισο και γυμνοί με το Δούκα στο Φαληράκι, με τον ήλιο και το ντενεκέ στην πλάτη είχαμε γίνει κατάμαυροι. Ο Δούκας επειδή ήταν πιο ξανθός είχε ξεφλουδίσει. Πονούσαν για μερικές μέρες οι ώμοι του και δεν μπορούσε ούτε να κοιμηθεί αλλά με το καθημερινό μπάνιο στη θάλασσα, τον έψησε η αλμύρα κι έγινε καλά.
Τα βράδια, σιγά-σιγά ξεθαρρέψαμε, είχαμε λεφτά, βγαίναμε πρώτα στο Μανδράκι για καφέ κι ύστερα στη ντίσκο για χορό. Τίγκα όλα τα μαγαζιά, γεμάτα Σουηδέζες, Γερμανίδες, Ολλανδέζες. Μα εμείς δεν κάναμε και τίποτε σπουδαίο στην αρχή. Φαίνεται πως οι γυναίκες, ακόμα και οι ξένες, δεν το έχουν στο κούτελο. Ούτε και ο Δούκας τα κατάφερνε στην αρχή, άσε που του είχε γίνει βδέλλα η Βασιλική, η κόρη του συνταγματάρχη, που την έπιανα πολλές φορές να τον κοιτάζει με εκείνο το παράξενο, ηδυπαθή βλέμμα των ανέραστων κορασίδων κι αντιλαμβανόμουν μια άλλη αρχή. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μέσα μου, κάτι με έτρωγε πως δε θα πήγαινε καλά αυτή η ιστορία. Ο συνταγματάρχης είχε άλλα όνειρα για την κόρη του τη Βασιλική που δεν ήταν τόσο άσχημη, όσο μας φάνηκε στην αρχή. Αν της έφευγε η ακμή και οι φακίδες, αυτές δεν πείραζαν και πολύ, το γαλήνιο πρόσωπο της- έτσι το έβλεπα τότε- θα ομόρφαινε. Λίγο αδύνατη ήταν αλλά κι αυτό διορθώνεται, γελούσε ο Δούκας. Θα της δίνω κάθε μέρα χαβιάρι να γεμίσει, έλεγε ο αφιλότιμος. Λες και το είχε σίγουρο πως σε λίγο καιρό θα ήταν μαζί της, έκανε μάλιστα πιο προχωρημένα όνειρα: Να την παντρευτεί όταν θα γύριζε από φαντάρος! Να δεις που θα γίνει, μου λεγε, με αγαπάει δεν τη βλέπεις; Όταν γυρίσω θα παντρευτούμε αλλά και τώρα να γίνει δε με πειράζει, τα φράγκα του συνταγματάρχη φτάνουν για να καταχτήσω τον κόσμο. Να δει που θα την κάνω ξενοδοχειάρα την πανσιόν.
Τέτοια μου έλεγε εν ευθέτω χρόνο.
Ο συνταγματάρχης παρ όλη την πονηριά του, δεν είχε πάρει μυρουδιά. Η στάση του απέναντι μας φαινόταν φιλική, δεν είχε παράπονο, ήμασταν καλοί εργάτες, δουλευταράδες και φτηνοί. Στην οικοδομή άκουσα μια μέρα, πως στους ντόπιους έδινε χιλιάρικο την ημέρα μεροκάματο. Γιατί να είχε παράπονο από μας που παίρναμε τα μισά και βγάζαμε την περισσότερη δουλειά; Ο  Δούκας μου είπε πως θα του το έλεγε αλλά τον απέτρεψα.
-Είναι νωρίς ακόμα, του είπα.
Δεν είχε περάσει ούτε ένας μήνας από τότε που είχαμε έρθει. Στους γονείς δεν είχα πάρει ούτε ένα τηλέφωνο. Όταν το συνειδητοποίησα, έτρεξα αμέσως σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο και μίλησα με τον πατέρα μου. Ένιωθα λίγο συγκινημένος που τον άκουγα να μου λέει τα καθέκαστα.
-Ο φίλος σου ο Ντάφλος γύρισε μόνος του, μου την έριξε τελευταία. Τον ψάχνει ο Σταυρέας να τον σκοτώσει. Να ποιος ήταν ο φίλος σου! Την παράτησε γκαστρωμένη, την πρώτη νύχτα του γάμου τους, σε κάποιο ξενοδοχείο στην Κέρκυρα.

ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 4






Το πλοίο από τον Πειραιά για τη Ρόδο, έφευγε στις έντεκα το πρωί. Μέσα Ιουνίου ήταν, ζέστη, κόσμος και κοσμάκης πηγαινοερχόταν στο πολύβουο λιμάνι. Εμείς, με μια μικρή βαλίτσα στο χέρι, περπατούσαμε δίπλα-δίπλα με το Δούκα σχεδόν ανίδεοι. Ίσως γιατί δεν ξέραμε ούτε τι γυρεύαμε, ούτε που πάμε. Οι φοβίες μας προέρχονταν και από την αφραγκία. Αφραγκία: τα λεγε όλα η λέξη. Σίγουρα νιώθαμε άβολα αλλά κι αυθόρμητα ταυτόχρονα. Ο Δούκας όλο γελούσε. Κοίταζε δεξιά, αριστερά, λες κι έψαχνε κάτι. Το είχε αυτό ο Δούκας, όσο τον θυμάμαι πάντα έψαχνε τον περίγυρό του. Ανήσυχος από τη φύση του, μιλούσε κουνώντας τα τεράστια χέρια του επιδειχτικά- ήθελε πάντα να τον προσέχουν, να τον βλέπουν, να μην περνά απαρατήρητος. Και βέβαια μόνο αυτό δε γινόταν αλλά δεν το καταλάβαινε, ήθελε να είναι φωναχτό, σα να έλεγε, να! δείτε με, εδώ είμαι, εγώ ο Δούκας θα κατακτήσω τον κόσμο!
Καμιά φορά του έλεγα πως οι αμόρφωτοι δεν κατέκτησαν τον κόσμο και μούτρωνε. Δεν του άρεσαν αυτά και προσπαθούσε να το γυρίσει αλλού μα δεν τον βοηθούσε και πολύ η γλώσσα. Εκεί μπερδευόταν, ήθελε πιο απλά, πιο κατανοητά τα πράγματα, σε αντίθεση με μένα που τα έβλεπα όλα δυσνόητα και πολύπλοκα. Δεν ήταν να του μιλάς για κουλτούρες και πράσινα άλογα. Εδώ είναι πως θα κονομήσουμε έλεγε-ίδιο όνειρο με τον Ντάφλο. Ύστερα έρχονται όλα τα άλλα- είχε τη σκέψη από μικρός να βγάλει λεφτά, από δέκα-δώδεκα χρονών δούλευε για να τα κονομήσει. Κι όταν του ξαναείπα πως με τη δουλειά δε γίνονται τα λεφτά, σύμφωνα ακόμα και με τον Μάρξ, γούρλωσε μάτια και χέρια.
-Ποιος είναι αυτός; Άνοιξε περισσότερο τα μάτια, όταν είχαμε καθίσει στο κατάστρωμα.
-Μεγάλος! Του απάντησα με στόμφο κι έβγαλα επιδεικτικά ένα βιβλίο από τη θήκη της βαλίτσας.
-Μη! κρύφτο, θα μας τσακίσουν, μου είπε και το χωσε πάλι στη θήκη χαρίζοντας το πιο σπουδαίο του χαμόγελο στις τουρίστριες που του ανταπέδιδαν.
Το πλοίο είχε σαλπάρει από ώρα κι εμείς αράξαμε ψηλά στο κατάστρωμα. Με ένα πλαστικό φραπεδάκι στο χέρι, ατενίζαμε τη θάλασσα που έφευγε γοργά πίσω μας και μπρος μας. Παντού θάλασσα. Δεν είχα ταξιδέψει άλλη φορά με μεγάλο βαπόρι. Μόνο μια φορά μέχρι την Αίγινα είχα πάει με τον πατέρα και τη μάνα που είχε κάνει τάμα στον Άγιο Νεκτάριο. Άλλο πράγμα κι αυτοί οι άγιοι Νεκτάριοι της Αίγινας αλλά εμένα, βέβαια, με εντυπωσίασε περισσότερο ο ναός της Αφαίας. Σ αυτούς τους χώρους με έπιανε πολύ το Ελληνικό μου, η αρχαιολατρία μου. Αγαπούσα τις πέτρες και τη θάλασσα της Ελλάδας. Τη θάλασσα που τώρα πάνω της χόρευε λικνιστικά το καράβι μας.
Έπιασε πολλά λιμάνια, πέντε-έξι, δε θυμάμαι. Στην Κάλυμνο, νομίζω προς το σούρουπο, με ξύπνησε ο Δούκας, από έναν ύπνο γλυκό, παράξενο.
-Σήκω, μου είπε, υπναρά τι κοιμάσαι; Σήκω να δεις άλλο κόσμο.
Τον ρώτησα μισοκοιμισμένος αν φτάσαμε και μου απάντησε πως ήμασταν ακόμα στην Κάλυμνο, μέχρι το πρωί έχεις καιρό για να κοιμηθείς, σήκω, μου ξαναείπε.
Σηκώθηκα και πήγαμε μπροστά, να δούμε το λιμάνι και μια άποψη της Καλύμνου. Το νησί των σφουγγαράδων και των «Κοντραμπατζήδων του Αιγαίου» του Γιάννη Μαγκλή. Σα να άκουσα μέσα μου κάποιες φωνές δικές τους και δικές του. Ίσως να ήταν και ιδέα μου. Ίσως. Αλλά πάντως, κάτι άκουγα.
Δε θυμάμαι τα άλλα νησιά που πιάσαμε λιμάνι. Ήταν και η νύχτα που δε βόλευε, έπιασε λίγο κυματάκι που με ταρακούνησε και ξανακοιμήθηκα στο κατάστρωμα, σχεδόν αγκαλιασμένος με τον Δούκα. Είχε πιάσει κρύο και ρίξαμε πάνω μας δυο μπουφάν να ζεσταθούμε. Μοιάζαμε λίγο-πολύ με όλους τους άλλους λετσοτουρίστες που κοιμόντουσαν κι αυτοί ένας εδώ κι άλλος εκεί, σκουντουφλισμένοι.
Το πρωί, ήρθε διαφορετικό. Ανάμικτο με άλλες σκέψεις και έγνοιες. Τι θα κάναμε; Που θα πηγαίναμε και τι θα κάναμε με δυο κατοστάρικα περιουσία όλη κι όλη που κρατούσε σφιχτά στην κωλότσεπη ο Πίθηκας; Εγώ τα σκεφτόμουν όλα αυτά αλλά τον Δούκα δεν έμοιαζε να τον νοιάζει και πολύ. Ή δεν το δειχνε και είναι αλήθεια πως θαυμάζαμε όλον τον περίγυρο και μου λεγε πως έμοιαζε πολύ με την Κέρκυρα αλλά εμένα εκείνη τη στιγμή άλλα με έκαιγαν. Αυτός είχε πάει και στην Κέρκυρα για δουλειά. Σερβιτοράκι σε καφετέριες, ντίσκο και λοιπά.
Του θύμισα πως ο Ντάφλος ήταν τώρα εκεί για τον μήνα του μέλιτος και γέλασε.
-Δεν έχει ανάγκη αυτός, μου είπε.
-Τι εννοείς; Εσύ δεν τον ξέρεις …δεν τον γνωρίζεις καλά θέλω να πω…
-Κάτι ξέρω κι εγώ, άτι κατάλαβα μη νομίζεις ..έκλεισε την κουβέντα και μου έδειξε το Μανδράκι Πάμε να πιούμε έναν καφέ, συνέχισε προχωρώντας κατά εκεί.
Τον ακολούθησα αμήχανος. Για καφέ είμαστε τώρα; Σκέφτηκα. Εδώ δεν έχουμε που την κεφαλήν κλίνε ….αλλά δεν έβλεπα και τίποτε καλύτερο. Κι έτσι, καθίσαμε εκεί που αμέσως καταλάβαμε πως ήταν το νυφοπάζαρο της πόλης. Στο Μανδράκι μαζευόντουσαν  όλα τα καμάκια, νωρίς το απόγευμα να ψαρέψουν τις γυναίκες για να πάνε μετά για χορό και ότι συνεπάγεται. Εκείνο που μου έκανε μεγάλη εντύπωση, ήταν οι πολλές γυναίκες. Τουρίστριες βέβαια. Σπάνια άκουγες κάτι Ελληνικό, όλο Εγγλέζικα. Τα δικά μου, αυτά που είχα μάθει στο γυμνάσιο, πήγαιναν περίπατο. Γρι δεν έπιανα Που και που κανένα εύρυ μπάρι, τουγκεδερ, τα γνωστά Τίποτε άλλο. Ο Δούκας πέταγε κανένα μια λαβ, κανένα μπιουτιφουλ γκερλ και χειρονομούσε. Τα κατάφερνε αυτός, σκέφτηκα και μούδιασα. Έπιασε κουβέντα με μια ξανθιά- όλες ξανθιές ήταν- και σε λίγο την έφερε στο τραπέζι μου είχαμε καθίσει. Εγώ ένιωθα αμήχανα που δεν μπορούσα να καταλάβω τη γλώσσα. Ο Δούκας με μισά νοήματα, μισές λέξεις, συνεννοήθηκε μαζί της να βρεθούνε το βράδυ στο Σκορπιό. Ωραία πλάκα, σκέφτηκα εγώ και του το είπα όταν σηκωθήκαμε και περπατούσαμε στους δρόμους, μέσα στην παλιά πόλη. Τα καλντερίμια, τα πλακόστρωτα. Το Βενετσιάνικο κάστρο, με γύριζαν πίσω γλυκά-γλυκά αλλά η πραγματικότητα με τσιμπούσε σα μαχαίρι κοφτερό.
Περπατούσαμε χωρίς να ξέρουμε που πηγαίνουμε και γιατί, ώσπου, μας σταμάτησε μια κυρία κάπου εκεί σε μια μικρή πλατεία, μπροστά στο σιντριβάνι που έψαχνε για πελάτες για την πανσιόν της.
-Ελάτε, μας είπε. Είναι καθαρά και φτηνά.  Πόσο καιρό θα μείνετε; Θα μείνετε που; Ελάτε είναι φτηνά είκοσι δραχμές το κρεβάτι, ελάτε καλέ, πάμε, τι με κοιτάτε έτσι; Και μας τραβούσε απ τα χέρια απ τα πόδια απ τις βαλίτσες απ ότι μπορούσε.
Ανταλλάξαμε ένα βλέμμα με τον Πίθηκα και πήγαμε.
Έξω στην αυλή, ήταν καμιά τριανταριά κρεβάτια-ράντσα.
-Θέλετε εδώ; Ή επάνω; Μας έδειξε η κυρία.
Και μας έδειξε τον όροφο που κοιτάζαμε κι εμείς με υποψία γέλιου.
-Κάτω μένουμε εμείς. Ο άντρας μου που θα έρθει σε λίγο να σας πάρει τα στοιχεία και η κόρη μου. Δεν το νοικιάζουμε το κάτω.
Μπήκαμε εκεί στη μικρή καμαρούλα που χρησιμοποιούσε για γραφείο ο άντρας της, ακουμπήσαμε τις βαλίτσες. Ανάψαμε τσιγάρο και περιμέναμε τον συνταγματάρχη- ιδιοκτήτη. Έτσι μας συστήθηκε.
-Συνταγματάρχης εν αποστρατεία του Ελληνικού στρατού, Νικόλαος Καπαγέρωφ.


ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...