Τετάρτη 17 Απριλίου 2024

ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ-ΧΑΡΑΜΑ-ΔΡΟΜΟΣ

 





Είναι πολύ πρωί. Σχεδόν πριν τις έξι. Τα καταστήματα είναι κλειστά. Ο κεντρικός δρόμος, σχεδόν άδειος. Ο Γιάννης, ένας καλοστεκούμενος εξηντάρης βαδίζει προς το κατάστημα του. Είναι ένα κοσμηματοπωλείο. Φτάνει στην είσοδο. Με ύφος χαζοχαρούμενο, αγουροξυπνημένο ανεβάζει τα ρολά, ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα. Πηγαίνει κατευθείαν στο χρηματοκιβώτιο. Το ξεκλειδώνει και βγάζει μερικές δεσμίδες χαρτονομίσματα. Σπάει τις λουρίδες κι αρχίζει να μετράει με ύφος γελοίο. Που και που τα σταυρώνει και τα φιλάει.

Εκείνη τη στιγμή μπαίνει, κλείνοντας την πόρτα πίσω της, η Μιρέλλα. Είναι μια γυναίκα γύρω στα σαράντα, απίστευτα άσχημη, ξερακιανή, λεπτή σαν στέκα. Πηγαίνει κατευθείαν πάνω στον Γιάννη προτείνοντας ένα ψεύτικο πιστόλι. Ο Γιάννης δεν δείχνει καμιά έκπληξη. Συνεχίζει να μετράει ατάραχος.

ΜΙΡΕΛΛΑ :¨Ψηλά τα χέρια ![ σιγανά με ύφος συνωμοτικό]

ΓΙΑΝΝΗΣ :[την εξετάζει] Μα άμα σηκώσω τα χέρια, θα μου πέσουν τα λεφτά… Τα λεφτά είναι για να πληρώσω τις επιταγές για την αγορά του χρυσού…

ΜΙΡΕΛΛΑ : [γελάει στρυφνά] Έχεις εσύ άλλα για τις επιταγές. Πιάσε την τσάντα δίπλα σου και βάλτα μέσα. Τώρα! Άκουσες παλιόγερε ! Αλλιώς σου τίναξα τα μυαλά στον αέρα !

ΓΙΑΝΝΗΣ : Παλιόγερος είμαι; [ σα να αναρωτιέται]

ΜΙΡΕΛΛΑ:[απειλητικά] Κάνε αυτό που σου λέω ! Σε ξέρω χρόνια μη μου κάνεις το χαζό !

ΓΙΑΝΝΗΣ : [την κοιτάζει γλυκά ] Μου αρέσεις εσύ ! Μου αρέσεις…γιατί δεν κάθεσαι; Κάτσε να σε γνωρίσω κι εγώ αφού εσύ με ξέρεις.

Αφήνει τα λεφτά, χαμηλώνει τα χέρια κάνει να σηκωθεί να της προσφέρει κάθισμα. Η Μιρέλλα ξαφνιάζεται κάθεται πάντα με το πιστόλι προτεταμένο στη μούρη του. Τα πρόσωπά τους έρχονται πολύ κοντά. Ο Γιάννης, της κάνει γκριμάτσες γελαστές, χαζοχαρούμενες. Η Μιρέλλα μπερδεύεται και του ανταπαντά ανάλογα. Ύστερα συνέρχεται και τον πάει σπρώχνοντας με την κάνη στη μούρη, προς το γραφείο,

ΜΙΡΕΛΛΑ : [του γνέφει κουνώντας το κεφάλι] Τα λεφτά! Στην τσάντα τώρα!

Ο Γιάννης, βάζει τα λεφτά αργά-αργά στην τσάντα.

ΓΙΑΝΝΗΣ : Αχ, τα λεφτά μου! Τα λεφτάκια μου…που θα τα πας;

ΜΙΡΕΛΛΑ [κοιτάζοντας γύρω της ανήσυχα] Ξέρω εγώ που θα τα πάω. Τελείωνε παλιόγερε!

ΓΙΑΝΝΗΣ : [ με απορία ] Γιατί βιάζεσαι; Οι τράπεζες είναι κλειστές. Που θα πας πρωί- πρωί με τόσα λεφτά; Ξέρεις πόσα είναι; Είναι πολλά τα λεφτά…τι θα τα κάνεις τόσα λεφτά;

ΜΙΡΕΛΛΑ :[σαρδόνια ] Βούλωστο ! Ότι τα κάνεις εσύ τόσα χρόνια.

ΓΙΑΝΝΗΣ : Εμένα μου τα άφησε ο πατέρας μου

ΜΙΡΕΛΛΑ :[ Ειρωνικά ] Και του πατέρα σου;

ΓΙΑΝΝΗΣ: Ο πατέρας του. Πως σε λένε;

ΜΙΡΕΛΛΑ : Και του πατέρα σου; Μιρέλλα με λένε.

ΓΙΑΝΝΗΣ : [απελπιστικά πολύ αγνά, αθώα ] Ο πατέρας του.

ΜΙΡΕΛΛΑ : [ ξεκαρδίζεται. Ύστερα σοβαρεύεται. Το άσχημο μούτρο της πετρώνει ] Τέλειωνε παλιόγερε ! Άκουσα πως θα σε ληστεύανε δυο τύποι του υποκόσμου και είπα να τους προλάβω. . Κατάλαβες;

Ο Γιάννης γνέφει όχι.

Βουτάει την τσάντα από τα χέρια του ενώ ο Γιάννης συνεχίζει να την κοιτάζει ατάραχος κάνοντας της τα γλυκά μάτια. Η Μιρέλλα τρελαίνεται. Κοιτάζονται κατευθείαν στα μάτια.

ΜΙΡΕΛΛΑ : [ μουρμουρίζει ] Καλύτερα. Ήξερα ότι είσαι βλάκας, αλλά εσύ παραείσαι ! Κοίτα ρε που πάνε τα λεφτά..

ΓΙΑΝΝΗΣ : [ την περιτριγυρίζει ] Μου αρέσεις ! Είσαι γλυκιά ! Γιατί δεν αφήνεις το πιστόλι; Αφού είναι ψεύτικο. Νομίζεις πως δεν το κατάλαβα από την αρχή; Πάρε τα λεφτά, έχω άλλα εγώ.

Η Μιρέλλα κοιτάζει μια το πιστόλι, μια τον Γιάννη και μια την τσάντα με τα λεφτά. Ύστερα, γυρίζει αλαφιασμένη και το βάζει στα πόδια. Εξαφανίζεται στο άνοιγμα της πόρτας, ενώ ο Γιάννης μένει με ανοιχτό το στόμα και τα χέρια στην έκταση σαν απόγνωση. Μετά ακουμπάει το κεφάλι του αποκαμωμένος στο γραφείο.



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΔΕΝ ΕΊΧΑΝ ΤΊΠΟΤΕ ΆΛΛΟ ΣΤΟ ΜΥΑΛΌ ΤΟΥΣ ΟΙ ΆΝΘΡΩΠΟΙ;

    Ο καθένας έχει Ιστορία, όμως τα νερά της γης δεν ανανεώνονται. εξατμίζονται και ξαναπέφτουν στη γη, φαίνεται απλό αλλά δεν είναι. κι ...