Ο Άνθρωπος που έγραφε
Στεκόταν δίπλα στη φωτιά
Με τις παλάμες και τα ξυρισμένα μουστάκια
να ξεπλένει την βρωμιά
Αφού όλος ο κόσμος είναι γεμάτος σημάδια
όπως οι δρόμοι που αγάπησε
τι, χρειάζονταν τα ερωτηματικά στην ποίηση;
Έμενε ακόμα το Καλοκαιρινό χώμα, κόκκινο
Στου μυαλού τις σχισμένες φόδρες
-μες την ζέστη να φοράει τέτοιο σακάκι;
Και τα ξανθιά λησμονημένα χρόνια
καίγονταν σαν φρύγανα στον βρώμικο καφενέ
Οι σύντροφοι κάπνιζαν και γελούσαν
σε έναν ρυθμό γλιστρώντας απ’ τον ήλιο
[Ποιοι σύντροφοι γλίστρησαν απ’ τον ήλιο;
Ποιοι δέθηκαν με σχοινιά από τον ήλιο;]
Αυτός ο άνθρωπος που έγραφε
κάπνιζε δίπλα στην κολόνα
Οι φωνές έφευγαν
στου δειλινού την λύπη
Βολεύονταν με τον μικρό θεό
με τα πουλιά στα δέντρα, με τα νερά στα ποτάμια.
Δεν είχε τίποτε άλλο να γράψει;
Να έγραφε για ανθρώπους χαρούμενους
Μήπως θα ήταν πιο όμορφο να περπατάει χωρίς αυτούς
στους δρόμους που αγάπησε;
Αυτός που τώρα στέκεται δίπλα στην φωτιά
να ρίξει θέλει το μολύβι στη φωτιά
Μα οι άλλοι δεν τον αφήνουν
του βγάζουν πρώτα το σακάκι
-μες την ζέστη να φοράει τέτοιο σακάκι;-
Και αργά, με κάποιο σεβασμό
τον ρίχνουν στην φωτιά.
[παλιά ποιήματα μου]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου