Παρασκευή 12 Απριλίου 2024

ΑΛΟΓΟ

 


ΤΟ ΆΛΟΓΟ
Μεγάλωσα μ ένα άσπρο άλογο στην κυριολεξία.Και παρ ότι είχαμε κι άλλα ζώα, σκυλιά, γάτες γαιδούρια και μουλάρια, κατσίκες και αρνιά, κανένα δε μου άρεσε να κάνω παρέα, εκτός από τον Ψαρή. Θα ήμουν γύρω στα έντεκα όταν οι γονείς μου το αγόρασαν σχεδόν πουλάρι κι άρχισα μια περιπέτεια πολλών χρόνων μαζί του. Από την πρώτη στιγμή που ανέβηκα στη γυμνή ράχη του, σα να ένιωσα πως ήταν κάτι δικό μου, σα να με δέχτηκε πολύ φιλικά αλλά και με διάθεση παιχνιδιού, ένα παιδί ήταν κι αυτό και όρμησε ασυγκράτητος στους ξέφρενους δρόμους, στα λιβάδια και στα βουνά. Σιγά-σιγά αποκτήσαμε οικειότητα του χάιδευα τη χαίτη και τίναζε το κεφάλι του ευχαριστημένο, χλιμίντριζε και σηκωνόταν στα μπροστινά πόδια και πρόσεχα πως τα μάτια του παιχνίδιζαν! του σφύριζα κι ερχόταν κοντά μου, όμως όταν τον έπιανε το πείσμα έκανε του κεφαλιού του, δεν μπορούσα να τον πιάσω, να του φορέσω το σαμάρι για να πάμε στον κάμπο να φορτώσω στάχυα, στάρι ή καλαμπόκι. Τότε νευρίαζα πολύ κι εγώ κι όταν τελικά κατόρθωνα να του περάσω το χαλινάρι του έριχνα μερικές με την παλάμη μου στα καπούλια και κινούσαμε για τον κάμπο. Πάντως κινδύνεψα κάποιες φορές ακόμα και να σκοτωθώ. Επικίνδυνα πεσίματα ήταν πολλά, ένα από τα πρώτα ήταν όταν κάλπαζα στον κεντρικό δρόμο του χωριού, όχι επειδή το ήθελα αλλά ο Ψαρής είχε αφηνιάσει, -τα άλογα όταν αφηνιάσουν είναι αδύνατο να τα συγκρατήσεις- κι έτρεχε σαν τρελός, όταν πετάχτηκαν δυο κορίτσια, ξαφνικά και χούγιαξαν, οπότε τ άλογο στύλωσε τα πόδια κι εγώ διαγράφοντας μια καμπύλη από πάνω του έσκασα στο σκληρό χαλίκι του δρόμου, μπροστά στα πόδια του και μαζεύτηκα φοβούμενος μη με ποδοπατήσει. Όμως ο Ψαρής έκανε ένα μεγάλο άλμα, πήδηξε πάνω από το σώμα μου κι ύστερα γύρισε κι έσκυψε με το κεφάλι του τόσο κοντά μου που μύρισα την καυτή του ανάσα, σα να ήθελε να βεβαιωθεί πως ήμουν καλά! Την άλλη φορά όμως που τρέχαμε μέσα στον ελαιώνα, χτύπησα στο στήθος πάνω σε ένα οριζόντιο, χοντρό κλαδί ελιάς και σωριάστηκα σχεδόν μισολιπόθυμος στο ξερό χώμα και είπα, πάει, πέθανα, μου κόπηκε η ανάσα αλλά σιγά-σιγά συνήλθα, και κοιτάχτηκα με τον Ψαρή που με μύριζε και με κοίταζε με τα πελώρια λυπημένα μάτια του, μούσκεμα στον ιδρώτα. Γυρίσαμε σπίτι ιδρωμένοι και οι δυό, η μάνα μου φώναξε, τι έκανες στο άλογο παιδί μου; πάλι έτρεχες; δε σου χω πει να μην τρέχεις με το άλογο, θα σκοτωθείτε καμιά φορά! δεν της είπα τίποτε για το χτύπημα στο στήθος που είχε μελανιάσει, καταλάβαινα πως θα περνούσε, πράγμα που έγινε σε καμιά βδομάδα που ξανάρχισα να καλπάζω στον κάμπο. Α, εκεί ήταν η απόλαυση! άφηνα τα χαλινάρια και ταξιδεύαμε σαν αστραπή, κάναμε κόντρες με τ' άλλα παιδιά, διαβαίναμε σίφουνες ανάμεσα στα γαλαζοπράσινα στάχυα της Άνοιξης ή τα ξεροκαμμένα καλάμια τόσωνς Καλοκαιριών που η νιότη και το σφρίγος και των δυο μας ήταν αδύνατο να μην εκδηλωθεί και θυμάμαι ακόμα πως μερικές φορές τρώγαμε παρέα, αυτός το σανό του κι εγώ το φαγητό που μου είχε ετοιμάσει η μητέρα, κατάχαμα, κάτω από τη σκιά του πλάτανου που ήταν στην άκρη του κτήματος, ενώ τα τζιτζίκια ούρλιαζαν το καθημερινό τους σχιζοφρενικό τραγούδι για να σπάνε την καλοκαιρινή απουσία του τίποτε.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο ΠΗΛΌΣ

    Ο Ντίνος Βελεμέντης ταξίδευε προς βορρά. Δε θυμόταν πόσες στάσεις ήταν να φτάσει μέχρι το Μαρούσι, μια διαδρομή που την έκανε συχνά, πη...