Οι μπάτσοι
δεν ήταν πια κουρεμένοι κι ούτε ξεχώριζαν
από το πλήθος των ανθρώπων που κινούνταν
γύρω του. Άλλωστε ο ίδιος ούτε είχε
διανοηθεί πως θα έφταναν σ αυτόν και,
πιθανότατα δεν τον ένοιαζε μα και είχε
σκεφτεί πως κάποτε θα τον συνελάμβαναν.
Είχε κι αυτός τα δαιμόνια του, αντιπαράλληλα
απ αυτά του Αστυνόμου Σαμψωνίδη κι έτσι
δεν έπαιρνε κάποια μέτρα για να
προφυλαχθεί. Άλλωστε δεν πίστευε πως
κάποιος άνθρωπος μπορούσε να προφυλαχθεί
απ αυτούς είτε ήταν ένοχος είτε αθώος,
αν είχε μπει στο στόχαστρο της Αστυνομίας
κι ενός διεφθαρμένου κράτους όπως ήταν
η πατρίδα του για όσα τουλάχιστον χρόνια
ζούσε και ένιωθε αυτόν τον κόσμο. Και,
φυσικά, ήξερε πως ήταν σ έναν αόρατο
ιστό, σε μια μια μπλακ λίστ, φακελωμένος
και στιγματισμένος σαν αναρχικός και
εχθρός μιας καθεστηκυίας τάξης. Μιας
τάξης που συνεχιζόταν αιώνια από γενιά
σε γενιά, από πατέρα σε γιο και δεν
επρόκειτο ν αλλάξει ποτέ αυτή η ιστορία
και πάντα θα υπήρχε αβυσσαλέο μίσος
μεταξύ φτωχών και πλουσίων, μεταξύ
εχόντων και μη εχόντων . Ο Γιάννης την
ένιωθε αυτή την αδικία, που είχε γεννηθεί
από φτωχούς αλλά, πράγμα παράξενο δεν
ένιωθε κανένα μίσος για τους πλούσιους
ή καλύτερα δεν ένιωθε μίσος για κανέναν
άνθρωπο, απλά δεν άντεχε τους ηλίθιους
είτε ήταν πλούσιοι είτε ήταν φτωχοί.
Γιατί υπάρχουν και πλούσιοι ηλίθιοι.
Τα
στοιχεία που είχαν συλλέξει τα αστυνομικά
όργανα δεν έδειχναν κάτι επιβαρυντικό
εις βάρος του Γιάννη Παράμετρου και η
υπαστυνόμος του είπε να κλείσει την
υπόθεση αλλά ο Σαμψωνίδης σκέφτηκε να
κάνει μια προσωπική επέμβαση. Να
κάνει μια μπλόφα κι έτσι πήγε να συναντήσει
τον ύποπτο. Τον βρήκε σ ένα μπαρ και
κάθισε δίπλα του.
Ο Γιάννης τον
κοίταξε ερωτηματικά.
-Εσύ τα πήρες
τα λεφτά ε; είπε ήσυχα ο Αστυνόμος
-Ποιος
είσαι; ποια λεφτά; έκανε απορημένος.
-Αστυνόμος
Σαμσωνίδης, της Δίωξης κοινού εγκλήματος,
είπε.
-Τι θα πιεις Αστυνόμε; του
χαμογέλασε
-Ομολόγησε όσο πιο γρήγορα
μπορείς κι έτσι θα καλυτερέψεις τη θέση
σου. Θα φας τρία-τέσσερα χρόνια και σε
κανα δυο θα είσαι πάλι έξω, ελεύθερος.
Δε σ αρέσει η ελευθερία;
-Ένα ποτό
στον κύριο Αστυνόμο! φώναξε στον μπάρμαν
κι όλοι γύρισαν προς το μέρος τους.
Ορισμένοι βγήκαν, αραίωσαν την κυκλοφορία.
Σε κανέναν δεν άρεσαν οι επισκέψεις της
Αστυνομίας.
-Σου είπα δε θέλω ποτό.
Μη μου παριστάνεις εμένα τον μεθυσμένο,
ξέρω πως δε μεθάς πια. Σε συλλαμβάνω για
την κλοπή στην αποθήκη του φούρναρη. Θα
βγούμε ήσυχα χωρίς φασαρίες ή θέλεις
να αλλάξω τροπάριο;
-Ότι πεις, έκανε
ο Γιάννης και βγήκαν στο δρόμο.
Πιο
πέρα περίμεναν δυο βοηθοί του Σαμσωνίδη,
ο οποίος τον παρέδωσε σ αυτούς.
-Πάρτε
τον, έγνεψε. Και ξέρετε εσείς τι θα τον
κάνετε.
Ο Γιάννης φοβήθηκε για πρώτη
φορά στη ζωή για το σώμα του. Ήξερε τις
μεθόδους που χρησιμοποιούσαν οι μπάτσοι
και τώρα βρισκόταν στο έλεος τους.
-Έχεις
διαβάσει το έγκλημα και τιμωρία; τον
ρώτησε με μίσος ο Σαμψωνίδης φεύγοντας
και η εικόνα του ήταν η τελευταία καθώς
οι άλλοι δυο άρχισαν να τον χτυπούν
παντού σ όλο το σώμα με μπουνιές, κλωτσιές
ώσπου σύρθηκε στο χώμα και σχεδόν
αναίσθητο τον έχωσαν σ ένα αυτοκίνητο
και μ αυτό τον πήγαν και τον έριξαν σ
ένα σκοτεινό κελί, όπου για μέρες δεν
έβλεπε άνθρωπο. Φαγητό και νερό του
έβαζαν από μια τρύπα στο κάτω μέρος της
πόρτας. Λιγοστό βέβαια, ίσα-ίσα για να
μην πεθάνει από ασιτία και να μην
στεγνώσει από αφυδάτωση. Στο βάθος
υπήρχε και μια βρώμικη τουαλέτα και σ
όλο το κελί πλημμύριζε ένα σκοτεινό
ημίφως έτσι που να μην ξέρεις ποτέ αν
ήταν μέρα ή νύχτα. Σιγά-σιγά συνήθισε σ
αυτή την κατάσταση, τις πρώτες μέρες
πονούσε όλο του το σώμα, οι ξεραμένες
πέτσες απ τα αίματα στο πρόσωπο του
πρήστηκαν, το δεξί μάτι μελάνιασε
γύρω-γύρω και πρήστηκε κι αυτό, έτσι που
σχεδόν μισόβλεπε και περισσότερο
χρησιμοποιούσε την αφή για ν αντιλαμβάνεται
τα πράγματα γύρω του και μέσα του. Τι θα
του έκαναν; πόσον καιρό θα έμενε κλεισμένος
εκεί; και που ήταν η περιβόητη ισονομία
όλων των πολιτών που διατράνωναν οι
πολιτικοί στις οθόνες και στα άρθρα των
συνταγμάτων;
Έμενε απαθής κι οργάνωνε
τις αντιστάσεις του αλλά καταλάβαινε
πως δε θα άντεχε και πολύ εκεί μέσα, δε
φοβήθηκε πως θα πέθαινε και ήταν σίγουρος
πως σε λίγο θα είχε ν αντιμετωπίσει τον
Αστυνόμο, τις ανακρίσεις και άλλα
βασανιστήρια μέχρι να ομολογούσε. Δε
σκέφτηκε ούτε δικηγόρους ούτε τέτοια
τερτίπια της αστικής Δημοκρατίας, ήξερε
πως ήταν καταδικασμένος κι έτσι περίμενε
στωικά την εξέλιξη της ζωής του.
Μετά
από μια εβδομάδα άνοιξε η πόρτα του
κελιού του. Τον πήραν δυο τύποι αφού του
φόρεσαν χειροπέδες και τον πήγαν στο
ιατρείο. Ένας νοσοκόμος του καθάρισε
τις πληγές που είχαν υποχωρήσει αλλά
απέμεναν οι ουλές.
σελίδες από το καινούργιο μυθιστόρημα μου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου