Σάββατο 21 Μαΐου 2022

ΓΙΟΡΤΆΖΩ

 


 γιορτάζω, όχι επειδή με λένε Κώστα, ξέρω πως αυτός ο μέγας! Κωνσταντίνος υπήρξε ένα κάθαρμα, οπότε δεν μπορώ εξ αυτής της άποψης να χαίρομαι. εμπεριέχει ένα περίεργο συναίσθημα η γιορτή του καθενός μας, εξ αιτίας πως μας κάνει να νιώθουμε μοναδικοί ενώ δεν είμαστε, αλλά ότι όλοι φίλοι και εχθροί μας χρονοπολλιάζουν, τι λέξη! σκέφτομαι να γιορτάζω κάθε μέρα, αλλάζοντας δηλαδή τ όνομα μου σύμφωνα με τον κάθε εορτάζοντα, έτσι κι αλλιώς έχουμε χιλιάδες αγίους και ονόματα, οπότε έτσι θα είμαι κάθε μέρα γιορτινός. Τι ωραία!

Πέμπτη 19 Μαΐου 2022

ΔΈΚΑ ΕΠΤΆ ΜΑΊΩΝ

 

 


Δεκαεφτά Μαϊων σήμερα. Ωραία να είναι μια κοπέλα δεκαεπτά Μαϊων. Ή και κάποιος ανήρ. Είναι η εξάντληση της νεότητας-δεκαεπτά χρονών περνάς σαν αέρας, δε σε σταματάει τίποτε. Έχω κάποια φωτογραφία δεκαεπτά χρονών, ας τη θυμηθώ-ακριβώς όμως δεκαεπτά.

 

Το μέλλον στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Αν σκεφτούμε καλά είναι παράξενο που πιστεύουμε πως το μέλλον είναι κάτι που μπορεί να χαθεί. Πως μπορεί να χάσουμε κάτι που δεν υπάρχει. Προσπαθώ να συνδυάσω τη ματαιότητα της πράξης του Σίσυφου, δηλαδή το κουβάλημα της πέτρας και το ξανακύλισμα της. Δηλαδή, τι θα γινόταν αν ο Σίσυφος κατάφερνε τελικά να σταθεροποιήσει την πέτρα πάνω στην κορυφή του βουνού! Αυτός είναι ο στόχος του. Το θέμα είναι αν ο Σίσυφος το ξέρει ή έστω το καταλαβαίνει πως ο στόχος του είναι ένα συνεχές ανύπαρκτο μέλλον, όπως ένας σύγχρονος άνθρωπος κάνει καθημερινά τα ίδια πράγματα: πηγαίνει στο γραφείο του, εργάζεται, προσπαθεί ν ανεβάσει τις μετοχές της επιχείρησης του, την οποία θα μεταβιβάσει στο μέλλον στα παιδιά του για να κάνουν και εκείνα την ίδια προσπάθεια. Είναι δηλαδή μια διαρκής επανάληψη με άπειρους στόχους που δεν μπορούν να δώσουν νόημα στη ζωή του ανθρώπου. Του ανθρώπου που βάζει στόχο το ακατόρθωτο, αυτό αποδεικνύει ο μύθος του Σίσυφου.
Υποθέτουμε πως το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή είναι να έχουμε κάτι.Σε ορισμένες περιπτώσεις, στην Αμερικάνικη Δύση του δέκατου ένατου αιώνα, υπόσχονταν στους έποικους ότι θα είχαν τόση έκταση γης όση μπορούσαν να καλύψουν με το άλογο σε μια ημέρα! Αυτή η διαδικασία λεγόταν "αρπαγή γης", μας πληροφορεί ο Mark Rowlands.
Φαντάζεσθε ήδη και γνωρίζετε τι επακολούθησε. Μπορούμε ν αρπάξουμε ό,τι είναι πιο σημαντικό στη ζωή-το νόημα της ζωής. Όλη μας η ζωή είναι η αρπαγή γης που μοιάζει με το κουβάλημα της πέτρας του Σίσυφου.
 

Τρίτη 17 Μαΐου 2022

ΑΙΣΙΟΔΟΞΊΑ

 


Διάλεξα έναν μεγάλο ποιητή για να συμφωνήσω
ή να διαφωνήσω μαζί του. «Αυτά τα πρωινά ταξίδια
στο μέλλον ήταν εφικτά»
Διάλεξα έναν ποιητή
Να συγκεράσουμε τις σκέψεις μας
Να πιούμε ένα ρούμι
Φτιαγμένο από χρόνιο κώνειο.
Η αγάπη του μέλλοντος θα είναι επιρρεπής
Στην αισιοδοξία
Τόσο πολύ διαφωνήσαμε στις υπογεγραμμένες
Γιατί η υπόληψή μας κρεμόταν σε ένα σχοινί
Το τραβήξαμε, όταν είχαμε ρυμουλκήσει
Το καράβι στο γκρεμό
Χαλασμένοι από μια έννοια ευεληξίας*
Η διαφωνία μας ήταν στα δέντρα
 
*σωστά είναι γραμμένο: από το ευ-λήγω.
Πρόκειται για τον Σεφέρη. Στίχοι που έγραφα τότε.

 

Δευτέρα 16 Μαΐου 2022

ψυχόβλακας

 


Για να έχει ενδιαφέρον μια κουβέντα, πρέπει να σου τα χώσω μια φορά. Να με φτάσεις δηλαδή στα άκρα, να γίνω μπαρούτι για να καταλάβεις τι παίζεται. Να μην σε πάω λάου-λάου και να περιμένω πως κάποτε θα ξυπνήσεις ψυχόβλακα. Αλλιώς δε γίνεται. Σαδιστικόν αντικείμενον ο άνθρωπος,[ εκτός αν είναι υποκείμενον ]

Φυσικά η πιο ηλίθια θρησκεία ο μωαμεθανισμός.

Γιατί δεν ζωγραφίζουν οι όμορφες γυναίκες; Φαντάζεστε την Μέριλιν με πινέλα;

Αν μου πεις πως είσαι έξυπνος και χριστιανός θα σε λυπηθώ.

Αν μια μέρα της ζωής σου δεν έχεις τι να κάνεις, έχεις αποτύχει.

Μερικές φορές θέλω να ζωγραφίσω χωρίς να λερωθώ, χωρίς να βάψω τα χέρια μου κόκκινα. Κι άλλες να κλαίω χωρίς να δάκρυα, δίχως να πρασινίσει το μάτι μου για όσα δεν μπόρεσα.



Μερος πεμπτο

Μερικοί νομίζουν πως αν φωνάζουν δυνατά, θα τους ακούσουν.

Απόλυτα μεταξύ θεών και ανθρώπου. Βασανισμένος κάτω από τη φοβέρα του θεού. Υποτίθεται πως ήταν άθρησκος αλλά δεν ήταν ποτέ ή δεν κατάφερε να ξεφύγει. Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ

Οι περισσότεροι στο διαδίκτυο προσπαθούμε να μοιάσουμε του Αϊνστάιν που μου θυμίζει βοσκό της Σαμοθράκης, όπου συμβουλεύει με σοφά λόγια τα πρόβατα του.

Δεν αρκεί να είσαι καλός ζωγράφος για να γίνεις μεγάλος ζωγράφος.

Μεταξύ ενός που κάνει τον έξυπνο κι άλλου που έχει μειωμένη αντίληψη, ποιον προτιμάτε για παρέα; Προσωπικά δεν μπορώ τους εξυπνάκηδες.

Έχω πει δεν είμαι φιλόλογος, οπότε κάνω λάθη, λίγα ή πολλά..[συνήθως ένα στις χίλιες λέξεις.]

Η αμφιβολία άμα ριζώσει στο μυαλό, δε βγαίνει, ούτε με αποδείξεις. Απίστευτο;

Ποτέ μου δε μίσησα το άφταστο

Ήταν δηλητήριο που χρειάστηκα για λίγο.

Μα φύσηξε το πρώτο Φθινοπωρινό αεράκι

κι άλλαξε η όψη του βιβλίου..

Πίσω απ το ύφασμα κρύβεται οριστικά η μετριοφάνεια μας. Η προσβολή της λήθης σαν απειλή της ευγένειας.

Μάλιστα.

Είμαστε πολύ ευγενείς.

Μη βάζετε τίτλους στα έργα σας. Έτσι κι αλλιώς τα νέα παιδιά πετάνε στους δρόμους τα κάδρα όταν πεθάνουν οι παππούδες.

Μια κριτική είναι αξιόλογη όταν μπορεί να διαβαστεί από αδιάφορους.

Ναι, η ποίηση από αυτή την άποψη είναι δυσπρόσιτη, η κατανόηση του θεατή της εικόνας χωρίς υπογραφή-πχ, Πικάσο, Τσαρούχης, Μαγκρίτ, και η ποίηση χωρίς Έλιοτ, Σεφέρης.Λόρκα κλπ. Δεν ήθελα να πω αυτό. Ήθελα να τονίσω την ιδιαιτερότητα κάποιων κριτικών να κάνουν έργα τέχνης, λογοτεχνήματα, τις κριτικές των, έτσι που κάποιος άσχετος; με το εκάστοτε θέμα να μπορεί να διαβάσει.[Σε συσχετισμό άμεσο με τη μη παραδοχή του εύγε! πόσο καλός είσαι! τι μεγάλος και τι υπέροχος που άλλωστε ποιον θα ενδιαφέρουν σαν αμάσητη τροφή;]

Λυπάμαι πραγματικά τους ανθρώπους που τους αρέσει ν ακούνε μόνο μπράβο.

Με ενοχλεί που έχουμε χάσει την αυτοπεποίθηση μας, το χαμόγελο, την προσμονή, για κάτι καλύτερο.

Για να πας μπροστά στη ζωή σου πρέπει να έχεις μελετήσει σωστά τις ανάγκες του ανθρώπινου σώματος. Είναι μια πρωταρχική, κυριαρχική σκέψη στην πρωινή μου γυμναστική-όχι τίποτε σπουδαίο, ανεβοκατεβαίνω στο λόφο του Στρέφη κάνω πέντε στροφές στο μικρό γήπεδο, περπατώ στους γύρω, έρημους δρόμους.


Σάββατο 14 Μαΐου 2022

ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΟΥ ΔΡΌΜΟΥ

 



Αναμετάδοση

Πικρό το τσιγάρο, το σ΄αγαπώ στην άκρη του δρόμου
Φαντάρος που γύρισε και δεν θα ξαναπάει
Μικρή η ζωή, το φιλί, τα σ΄αγαπώ, τα λάικ επ΄ώμου
Κερδισμένος-χαμένος είναι αυτός που γαμάει

ΑΚΑΤΑΝΌΗΤΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΗΤΉ ΖΩΓΡΑΦΙΚΉ

 


Όλοι οι ζωγράφοι προσπαθούν απεγνωσμένα να διαμορφώσουν ένα στιλ αναγνωρίσιμο, που θα τους κάνει διάσημους και μου το λένε και εμένα που ποτέ δεν έκανα ανάλογες προσπάθειες και σκέψεις, επειδή δεν ανήκω σε καμιά σχολή, αυτό πιθανώς να έγκειται στο ότι δεν πήγα στην καλών τεχνών ή άλλη σχολή αλλά τόσα χρόνια μελετώντας ιστορία τέχνης, μόνος μου, δεν ένιωσα τέτοια ανάγκη, πειραματιζόμενος σχεδόν σε όλους τους -ισμους ξεκινώντας από την κλασική ζωγραφική και φτάνοντας μέχρι την μοντέρνα και μεταμοντέρνα τέχνη, αν και σταμάτησα πολύ σκληρά στον Πικάσο, πολλοί νομίζουν πως ο Πικάσο είναι αναγνωρίσιμος χωρίς να λαμβάνουν υπ όψιν τους πως αν τους δείξουν έναν πίνακα του Ζουαν Γκρι χωρίς υπογραφή θα αναφωνήσουν, ναι αυτός είναι Πικάσο, πόσο μάλλον του Ζορζ Μπρακ, τον οποίον κατάκλεψε, εκτός φυσικά από τα διάσημα και πασίγνωστα έργα που έχουν κατακλείσει τη μνήμη και την εικόνα μας, αλλά ας ξαναγυρίσω στο τι είναι αυτό που κάνει το στιλ, τι είναι αυτό που διαμόρφωσε ο Σαγκαλ και τον κάνει να ξεχωρίζει, αν και πρότερα οι ιμπρεσιονιστές μοιάζουν όλοι κατά κύματα από τον Σεζαν, πρόδρομος του κυβισμού λένε γι αυτόν, τον Ρενουάρ, τον Ντεγκά, που η ζωγραφική τους ήταν πιο κατανοητή, πιο φαγώσιμη, όπως τα νούφαρα του Κλοντ Μονέ κι ακόμα αυτός ο Μοντιλιάνι που όντως είναι ένα στιλ, ξέρετε γιατί; επειδή δεν πρόλαβε να μεγαλώσει και να βαρεθεί αυτά που έφτιαχνε και κάποτε θα επιζητούσε κάτι άλλο, γιατί η ζωγραφική είναι αναζήτηση, είναι ψαχούλεμα και προσπάθεια εξήγησης του κόσμου μας και άρα, μπορείς να ζωγραφίζεις με όποιον τρόπο σου αρέσει ανά εποχή ή επιταγή πελατείας, όπως ο Έντουαρτ Χόπερ ή ο Τζάκσον Πόλοκ και οι εξπρεσιονιστές με επικεφαλής τον Ρόθκο που έφτασε στο σημείο να μειώνει την τέχνη της ζωγραφικής με τα απλά τελάρα τριών χρωμάτων φτιάχνοντας το μεγάλο άσπρο και από τους Έλληνες να πούμε πως ο Φασιανός κόλλησε σ αυτές τις φιγούρες, ο Τσαρούχης σε γόνιμο ιμπρεσιονισμό, 

 


ο Εγγονόπουλος κοντά σε ένα στιλ αλά Ντε Κίρικο, ο Ρόρρης από τους πιο σύγχρονους στο γυμνό πασαλειμμένο με πούδρες σε χαμηλά υπόγεια, κάποιος Παυλόπουλος με κολλάζ και ένα σύνολο ακαταλαβίστικο μεταξύ Μιρό και Κλέε, μεγάλοι ζωγράφοι όλοι, δε λέω, να μην ξεχάσω τον Μπουζιάνη, που έμεινε πιστός στον προεξπρεσιονισμό, για να δείτε πως δε θα βγάλουμε άκρη προσπαθώντας να κατατάξουμε τους ζωγράφους ανά γενιά και χρονικές περιόδους που αναγκαστικά η τέχνη συμμορφώνεται σύμφωνα με την εξέλιξη του ανθρώπου, γιατί, όντως σήμερα δεν μπορούμε να φτιάχνουμε τοπιάκια και προβατάκια αλλά ηλεκτρονικούς υπολογιστές και ρομπότ, επειδή αυτό απαιτεί η σύγχρονη πελατεία επειδή η ζωή του ζωγράφου είναι δεμένη με την αγορά, πράγμα που σημαίνει τι ζητούν οι συλλέκτες και οι ιμπρεσάριοι για να προωθήσουν κάποιον καλλιτέχνη, ορίζοντας τι πρέπει να ζωγραφίζει για να πουλήσει επειδή, φυσικά μέσω αυτού θα γίνει γνωστός και άρα αναγνωρίσιμος και άρα έτσι θα έχει να φάει, να πιει, ν αγοράζει τα υλικά του και αν είναι ένα πράγμα που θέλω να τονίσω, είναι πως όλοι οι ζωγράφοι είναι αντιγραφείς των προηγούμενων, δεν φτιάχνουν κάτι καινούργιο, απλά επιδιορθώνουν το παλιό, το σπρώχνουν αργότερα λίγο παραπέρα και όσοι μιλούν για πρωτοπορίες είναι βαθιά νυχτωμένοι ή δεν έχουν διαβάσει και κατανοήσει σωστά ιστορία τέχνης από τον Απελλή μέχρι τον Μαρξ Ερνστ και τον Όττο Ντιξ, τα ονόματα που λέω μου έρχονται σαν απόρροια αυτών που έχω μελετήσει και δεν έχουν αναγκαστικά κάποια αξιολόγηση, ούτε επαίρομαι σαν κάποιους Κεσανλήδες ή άλλους σύγχρονους ακαδημαϊκούς μας, ξιπασμένους ή ξεπεσμένους που θέλουν κάποιοι να τους παρουσιάσουν το λιγότερο κάτι μεταξύ Ντα Βίντσι και Μπερνίνι που, ούτως ή άλλως υπήρξαν ιδιοφυΐες και το τι σημαίνει αυτό δεν είναι εξηγήσιμο το ταλέντο και πόσο βοηθήθηκε αυτό για να μεγαλουργήσει από αστάθμητους παράγοντες, ανάλογους χαρακτήρες, όρα Καραβάτζιο ή Νταλί ή αυτόν τον απίθανο Γκόγια και τον τρελό Βαν Γκογκ που η μοίρα, παράλογη αυτή η μοίρα, τον έκανε αυτόν που τον έκανε στον σύγχρονο κόσμο μας, άρα, εγώ ζωγραφίζοντας από τοπιάκια, σπιτάκια, προσωπάκια κι αργότερα κυβισμούς, εξπρεσιονισμούς και όλα αυτά τα τοιαύτα, προσπαθώ ν αποδείξω αυτό που είπε ο Μανέ, πως όποιος δεν μπορεί να ζωγραφίσει είναι τρελός, και στην πραγματικότητα πρέπει να κάψω μερικούς πίνακες μου που δεν είναι ανάλογοι του ύψους μου, έτσι με συμβουλεύουν κάποιοι εξέχοντες κριτικοί, όμως εγώ δεν τους κάνω τη χάρη και επανέρχομαι να ζωγραφίζω τον Σκρουτζ και τον Τζονι Ντεπ, ξαναγυρίζοντας στη βασική μου αιτία να ζωγραφίζω ότι μου ρχεται, έτσι όπως νομίζω εγώ, ανατονίζοντας πως η ζωγραφική είναι αυτή που είναι, δηλαδή αναπαράσταση και αντιγραφή της ζωής, άλλοτε σαν Θεόφιλος κι άλλοτε σαν Καζαντζάκης, αυτός ήταν άλλου είδους ζωγράφος κι άλλοτε σαν μικρό παιδί που χαίρεται όταν αρχίζει να ζωγραφίζει και βαριέται αφόρητα κάποτε και τα παρατάει μισοτελειωμένα, μισοαναρχίνητα και τρέχει να παίξει, χαρτιά, τάβλι, να πάει στα μπουζούκια, και να κλάψει στην ποδιά μιας παλιάς ερωμένης που την έλεγαν Ζωγραφιά. 


 


 

Τετάρτη 11 Μαΐου 2022

ΓΙΑ ΜΙΑ ΩΡΑΊΑ ΓΥΝΑΊΚΑ

 


ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΝΩΡΙΤΕΡΑ.
Δεν είχε τι να κάνει, εκείνο το απόγευμα, νωρίς ήταν ακόμα δεν είχε πάει επτά. Άνοιξη ίσα που τέλειωνε ο Μάρτης, τέλειωνε ο πιο γλυκός μήνας του χρόνου, για όσους ξέρουν από Μάρτιους ...
Το μεσημέρι έριξε μια ξαφνική μπόρα μα τώρα είχε ξαστερώσει πάλι. Ένα απέραντο γαλάζιο κύκλωνε την Αθήνα και σα είδε έτσι τον καιρό, καβάλησε τη μηχανή κι έτρεξε μια μεγάλη βόλτα, πέρα από το νου. Ανέβηκε περιφερειακά τον Λυκαβηττό, κατρακύλησε πάλι κάτω, έπεσε στην ανασφάλεια του είδους. «Πολύ νωρίς ακόμη για αγάπες» σκέφτηκε περνώντας ένα βαθύ πορτοκαλί στην Ιπποκράτους, υπονομεύοντας με την άκρη του ματιού του έναν μπάτσο που ήταν έτοιμος να του σφυρίξει κάποια κλήση αλλά αυτός γκάζωσε όμως και εξαφανίστηκε προς τον λόφο του Στρεφ και φτάνοντας
Κάθισε σε ένα παγκάκι να κάνει τσιγάρο.
Ο ήλιος έπεφτε γοργά, τα χρώματα σκούραιναν, έδειχναν μια άλλη όψη των ανθρώπων και του τοπίου όπου κανείς δεν ήθελε να φύγει.
Ασυναίσθητα, σκόρπιος- του άρεσε πολλές φορές να είναι έτσι- ανέβηκε πάλι στη μηχανή. Κατευθύνθηκε προς το μπαρ του Παππού, γωνία Μεταξά και Θεμιστοκλέους. Έστησε την μηχανή μπροστά στην είσοδο, μπήκε μέσα. Η σάλα ήταν άδεια. Ή σχεδόν άδεια.
Ένας τύπος συνομιλούσε στον πάγκο με τον Παππού, που έμοιαζε με τον Στίβεν Μπλούμ, και που μόλις τον είδε συνοφρυώθηκε.
-Τέτοια ώρα; πως από εδώ; Νωρίς δεν είναι;
-Δεν είχα τι να κάνω, δικαιολογήθηκε ανόητα. Πιάσε μια πράσινη.
Πήρε τη μπύρα και κάθισε σε ένα σκαμπό. [Καθίζω με γιώτα το θυμήθηκε, όλα τα εις ίζω με γιώτα.] Όταν την έφερε, μια στιγμή νωρίτερα, έβαλε στο ποτήρι να πιει. Το σήκωσε. Ταυτόχρονα σήκωσε και τα μάτια στον καθρέφτη πάνω από την μπάρα. Στο βάθος, πίσω δεξιά, καθόταν μια κοπέλα. Γυναίκα. Είχε καρφωμένα τα μάτια της πάνω του κι ένα ποτό στο χέρι. Και του μοιασε μαστουρωμένη. Το απλανές βλέμμα, το ύφος της, αυτό μαρτυρούσαν. Ενοχλήθηκε, γύρισε στη μπύρα του. Τι τον ένοιαζε αυτόν;
Ήταν όμως πολύ όμορφη και μετά από λίγο την ξανακοίταξε. Νεαρή, μικρή, ίσως όχι πάνω από δεκαοχτώ και διέκρινε μέσα από τα χαχόλικα τζιν που φορούσε, ένα ντελικάτο στήθος και, παρ' ότι δεν είχε σηκωθεί για να τη δει όρθια, έβαζε στοίχημα, πως θα πρέπει να είχε μακριά, ατέλειωτα πόδια. Κάποια στιγμή, γύρις και την είδε να καταρρέει ενώ ζητούσε ένα ποτό ακόμη από τον Παππού, ο οποίος, αφού την σερβίρισε, επέστρεψε πίσω από τον πάγκο.
-Τι γίνεται; τον ρώτησε απορημένος.
-Τίποτε, ανασήκωσε τους ώμους.
-Ποια είναι αυτή; τον ρώτησε με ενδιαφέρον. Μοιάζει με την Οφηλία..
Ο Παππούς την ξανακοίταξε σκεφτικός. Μετά κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
-Δεν την ξέρω. Πρώτη φορά την βλέπω, όχι δεν είναι η Οφηλία, ομολόγησε και αφοσιώθηκε στις δουλειές του.
Αυτός με την σειρά του, ομολόγησε πως του άρεσε- στα γρήγορα, όπως γίνονται αυτές οι σκέψεις αλλά τον ενοχλούσε όμως που ήταν μαστούρα, δε γούσταρε παρτίδες με χαπάκηδες, του προξενούσαν θλίψη, είτε επρόκειτο για αγόρια, φίλους και εχθρούς, πόσο μάλλον για γυναίκες και δη ωραίες.
Ωστόσο, ενώ έκανε αυτές τις μαύρες σκέψεις, η νεαρή γυναίκα είχε φύγει. Με την άκρη του ματιού την είχε πάρει μυρωδιά, που σηκώθηκε τρεκλίζοντας αλλά τι τον ένοιαζε;
Αποτελείωσε την μπύρα. Άναψε τσιγάρο και σκέφτηκε να πιει άλλη μια. Μετά, σα να θυμήθηκε κάτι, μετάνιωσε. Πλήρωσε, χαιρέτησε τον Παππού και βγήκε πάλι μετέωρος. Δεν είχε τι να κάνει, απλώς προσποιήθηκε πως είχε δουλειά.
Στάθηκε στην εξώπορτα, κοιτάζοντας ερμαφρόδιτα την μηχανή το, λίγο πιο κει. Ύστερα, γύρισε δεξιά. Την είδε χάμω με απλωμένο το χέρι προς αυτόν, να ικετεύει.
-Πήγαινε με σπίτι σε παρακαλώ, του είπε με σβησμένη φωνή.
-Τι κάνεις εδώ; απόρεσε.
-Πήγαινε με σπίτι, παρακαλώ, επανέλαβε η κοπέλα.
-Σπίτι; Που μένεις; Ρώτησε ανίδεος.
-Θα σου πω, είπε με δυσκολία μορφάζοντας σαν από μεγάλο πόνο.
-Που μένεις; Επανέλαβε. Μπορείς ν' ανέβεις στην μηχανή;
Εκείνη έγνεψε ναι, θα σου πω και προσπάθησε πάλι ν' ανασηκωθεί. Την έπιασε από τις μασχάλες, την βοήθησε να ορθώσει, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόταν, μήπως βρεθεί σε τίποτα μπελάδες. Πως ήταν καλύτερα να φύγει, αλλά, πώς να την άφηνε, έτσι κατάχαμα, αβοήθητη; Του φαινόταν πολύ άσχημο ένα τέτοιο φέρσιμο, πολύ άναντρο. Φυσικά, είχε ξεχάσει οτιδήποτε είχε σχέση με έρωτα και τέτοια. Το μόνο που έβλεπε εκείνη την στιγμή, ήταν ένας άνθρωπος που υπέφερε. Έπρεπε, λοιπόν, να κάνει κάτι γι' αυτό.
Την πήγε κοντά στην μηχανή, την έστησε όρθια όπως μπορούσε. Κατέβασε τον ορθοστάτη, ανέβηκε. Της έκανε νόημα να κάνει κι αυτή το ίδιο. Με μεγάλη δυσκολία, τα κατάφερε.
-Που πάμε; Την ρώτησε ενώ ξεκινούσε.
-Δεξιά, του ψιθύρισε και σφίχτηκε πάνω του.
-Κρατήσου! Της φώναξε στρίβοντας στην Ακαδημίας καθώς την ένιωσε να του φεύγει πίσω και να επανέρχεται.
Που στο διάολο να έμενε; Μακριά; Ποιος ξέρει, δεν του έλεγε κιόλας. Μαρσάρισε λίγο και του ξανάφυγε. Πρόλαβε να την συγκρατήσει με το αριστερό, αφήνοντας τον συμπλέχτη κι οδηγούσε με το ένα χέρι.
-Κρατήσου, γαμώ το! Ούρλιαξε. Θέλεις να σκοτωθούμε;
-Μην φωνάζεις, σε παρακαλώ, κόλλησε πάνω του ενώ είχε σχεδόν σταματήσει. Πάμε αριστερά, θα ανέβουμε στην Πατριάρχου Φωτίου.
Κολωνάκι. Στην αριστοκρατική συνοικία έμενε. Έστριψε αριστερά και σκέφτηκε πάλι, μήπως έμπαινε σε μπελάδες. Που θα την άφηνε, ποιος θα ήταν στο σπίτι και τέτοια. Ποτέ δεν ξέρεις με αυτές τις καταστάσεις.
Αλλά, ευτυχώς η διαδρομή, ήταν κοντινή. Στο τέλος του δρόμου, στην ανηφοριά στα ριζά του Λυκαβηττού, σταμάτησε.
-Εδώ, του είπε εκείνη και μισοχαυνωμένη κατέβηκε.
-Εντάξει; Την παρατήρησε με νόημα που έλεγε,"μπορείς;"
Έγνεψε, ναι. Γύρισε να φύγει.
Την παρακολουθούσε μέχρι να μπει στο τουλάχιστον στο σπίτι και να φύγει όσο πιο γρήγορα γινόταν. Φοβόταν τα μπλεξίματα, σαν ο διάολος το λιβάνι, αν και δεν πίστευε σε τέτοια πράγματα.
Όταν την είδε να σωριάζεται, κατάλαβε πως δεν θα τον απέφευγε τον διάολο. Έσβησε γρήγορα την μηχανή κι έτρεξε κοντά της. Την ανασήκωσε, προσπαθώντας να την στήσει όρθια και εκείνη τον αγκάλιασε. Τι θα γίνει μ αυτήν; Σκέφτηκε και στον νου του ήταν τα κωλοναρκωτικά και το κακό που έκαναν, όταν τον αγκάλιασε πιο ερωτικά και τον φίλησε στο στόμα. Τραβήχτηκε δυο βήματα, την εξέτασε με βλέμμα νευρικό. Τα πήρε στο κρανίο με το ανόητο φέρσιμο της και την άρπαξε σαν πούπουλο, σαν μωρό, να την πάει μέσα στο σπίτι. Δεν μπορεί, κάποιος θα ήταν εκεί, θα τον καταλάβαιναν, θα ήξεραν αυτοί. Ναι, βέβαια, θα ήξεραν, τι διάολο ...
Με το ζόρι, βρήκε το κλειδί στην τσάντα της, άνοιξε και μπήκε στην είσοδο. Το σπίτι, φαινόταν άδειο. Είχε παρατηρήσει πως ήταν μια διώροφη μονοκατοικία με κλειστά τα παντζούρια όταν στεκόταν απ΄έξω. Και τώρα που είχε μπει μέσα, καταλάβαινε αδιόρατα πως δεν υπήρχε ψυχή εκεί μέσα. Αυτό του έφερε μεγαλύτερη σκοτούρα. Αν ήταν τουλάχιστον κάποιος εκεί ...Αλλά καλύτερα, σκέφτηκε αμέσως. Θα την άφηνε εκεί και θα έφευγε. Πολλά είχε κάνει, δεν μπορούσε περισσότερα.
Την ανέβασε επάνω, κάμποσα σκαλοπάτια, άνοιξε την πόρτα μιας κρεβατοκάμαρας, τυχαία, και την αμόλησε κάτω. Κυριολεκτικά. Την αμόλησε μπουχτισμένος και γύρισε να φύγει.
-Μην φεύγεις! Τον ικέτεψε σηκώνοντας το χέρι της, ενώ με το άλλο έπιανε κάτι της.
-Τι θέλεις; Έκανε νευριασμένος.
-Κάθισε, θα σου πω, δεν είναι έτσι που νομίζεις ...
-Που ξέρεις εσύ, τι νομίζω; Τι άλλο είναι; Προσπάθησε να αναρωτηθεί, χωρίς λογική.
-Θα σου πω.. η παραλογία του είδους μας είναι η αγάπη.
-Λέγε! Δεν είναι κανείς άλλος εδώ; ξανακοίταξε γύρω του. Οι γονείς σου, τα αδέρφια σου, που πήγαν;
-Δεν έχω αδέρφια, οι γονείς μου λείπουν διακοπές, αύριο επιστρέφουν ... μου θυμίζεις τον Κούρκουλο στο Ορατότης μηδέν!
-Και συ βρήκες την ευκαιρία, την έκοψε. Βρήκες την ευκαιρία να μαστουριάσεις..
-Λάθος κάνεις! επαναστάτησε. Δεν ξέρω από τέτοια, δυο ποτά ήπια στο μπαρ και μέθυσα. Ούτε από αυτά ήξερα..
-Τώρα έμαθες! βρήκε την διάθεση να αστειευτεί, επειδή χάρηκε που δεν ήταν μαστούρα, απλά έκανε κάποιο τσιγάρο που και που, χαχα, σαρκαστικός Οιδίπους. Αυτόν που τον πονάνε τα πόδια; Ή που δεν έχει πόδια;
Πράγματι, είχε αρχίσει να συνέρχεται, έκλεισε την πόρτα πίσω του και κάθισε κοντά της, κατάχαμα. Προσπάθησε να ψάξει τα μάτια της ή κοιτάχτηκαν στα μάτια, πάντως εκείνη, ω, πάντα εκείνη προσπαθούσε να κρύψει τη γύμνια του κόσμου.
-Είσαι μια κούκλα σε βιτρίνα, της είπε. Δεν ξέρεις πόσο χάρηκα που δεν ήταν τα κωλοναρκωτικά. Τα σιχαίνομαι και μου προξενούν μια απέχθεια οι άνθρωποι που τα χρησιμοποιούν. Χωρίς να το καταλαβαίνω, νιώθω μια τρομερή αντιπάθεια με την ανημπόρια τους να καταλάβουν πόσο κακό κάνουν. Αλλά εσύ είσαι μια κούκλα σε βιτρίνα.
-Έχεις δίκιο έτσι νιώθω. Μια κούκλα. Αλλά και συ είσαι καλός! Καλός και όμορφος.
Τη χάιδεψε στα μαλλιά, για λόγους που αυτός ήξερε κι αυτή της άρεσε, ύστερα στα χέρια, στο στήθος. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν, τώρα έμοιαζε θηλυκό, μύριζε γυναίκα που ήθελε να κάνει έρωτα. Να γαμηθεί. Περίεργο αυτό για μια τέτοια γυναίκα, τέτοια ώρα να θέλει. Απλώθηκαν στο δάπεδο, κυλίστηκαν αγκαλιασμένοι. Μισογδύθηκαν, έμπλεξαν τα μπούτια τους, ήρθε κοντά. Ανακάτεψε τρίχες, γυρόφερε ψάχνοντας κάτι από μέσα της, την είσοδο να μπει. Χώθηκε μέσα της, γλίστρησε στο κόκκινο της σάρκας- έτριζε ο κόλπος της Σαντορίνης καθώς εισχωρούσε μέχρι το έσχατο σημείο. Τέλειωσαν, βγήκε απ τον κόλπο, γύρισαν ανάσκελα ξελαχανιάζοντας με την γλύκα του ταβανιού που ήταν σκούρο προς το μπλε, όπως τα μάτια της στα μάτια του.
-Δεν το πιστεύω πως έχεις μάτια μπλε, της είπε.
-Ούτε εγώ το πιστεύω, του απάντησε.
Τι δεν πίστευε;
-Χρειάζομαι ένα ποτό, έχεις; σηκώθηκε ολόγυμνος. Άναψε το φως, τόση ώρα ήταν στο μισοσκόταδο και την κοίταξε που είχε μισοσηκωθεί κι έψαχνε μια ρόμπα να κρύψει την γύμνια της. Πάντα οι γυναίκες θέλουν να κρύψουν αυτό που θέλουν να δείξουν.
Του έδωσε μια, να ρίξει κι αυτός πάνω του. Ύστερα πήγε στο μπαρ.
-Τι προτιμάς; τον ρώτησε.
-Ουίσκι, είπε παρατηρώντας το σπίτι. Σπάνιο ποτό.
Ήταν ένα παλιό, κλασσικό σπίτι, αρχοντικό από αυτά που κρίνονται διατηρητέα.
-Ο πατέρας μου είναι αρχιτέκτονας, του είπε φέρνοντας το ποτό.
-Και;
-Επειδή σε είδα που κοιτάζεις το σπίτι.Το αγόρασε πριν από λίγο καιρό. Η μαμά είναι ηθοποιός, μπορεί να την ξέρεις. Παπαθανασίου, όχι η Ασπασία, η ξαδέρφη της η Κατερίνα.
-Εσένα, πως σε λένε; γέλασε πίνοντας μια γουλιά, που δεν ήξερε ούτε το όνομα της ενώ την είχε γαμήσει.
-Μιράντα. Εσένα;
-Δεν έχω όνομα. Είμαι κάποιος ξυλουργός
-Το παραβλέπω. Άμα σου αρέσει έτσι ...
-Και συ; Απέφυγε να δώσει συνέχεια γύρω από το όνομα του.
-Τι, κι εγώ;
-Θέλω να πω τι κάνεις..
-Α, ναι, σπουδάζω. Σπουδάζω ηθοποιός, έμοιασα στην μαμά.
-Τι λες! άνοιξε τα μάτια του.
-Αύριο δίνω εξετάσεις στο Εθνικό.. ένα μήνα τώρα διάβαζα, μέρα νύχτα, μελετούσα τους ρόλους. Και σήμερα βγήκα να ξεμπουκώσω.
-Ωραία! έκανε. Πολύ ωραία. Θα μου απαγγείλεις; Η απαγγελία μοιάζει με δέντρο.
-Τι θέλεις να σου απαγγείλω; Πήρε στάση μεγάλης ντίβας, ίσως Έλλης Λαμπέτης
-Ότι θέλεις. Μη μου διαβάσεις μόνο Φόκνερ είχε μια μεγάλη απέχθεια για τον Φόκνερ εκείνο το βράδυ, την άλλη μέρα μπορεί να άλλαζε το μότο.
-Είναι μια σκηνή που μου αρέσει πολύ, τη διάβαζα χτες. Δεν έχει σημασία το όνομα του συγγραφέα..
-Πάντα έχει σημασία το όνομα του συγγραφέα, την έκοψε.
-..μια σκηνή με μια γάτα και μια γυναίκα- τον παρέκαμψε.
Κι άρχισε να παίζει σαν να είχε μια γάτα μπροστά της. Νιαούριζε, γρατσούνιζε, ερχόταν σε αντιπαράθεση με τη γάτα, σαν να την είχε ακριβώς μπροστά της. Ταυτόχρονα έκανε γκριμάτσες άλλοτε θλιμμένες, άλλοτε χαρούμενες, άλλαζε χίλιες εκφράσεις.
-Μπράβο! χειροκρότησε, σα να βρισκόταν στην πλατεία κάποιου θεάτρου, μοναδικός θεατής. Κλεμμένο πιθανώς από κάποιον μεγάλο εραστή της γλώσσας.
Η Μιράντα έτρεξε κοντά του- δε μ αρέσει τα όνομα αλλά τι να κάνουμε, δε βρήκα άλλο πρόχειρο γι αυτή την ηρωίδα κι αυτή τον τύλιξε μελαγχολικά απ το λαιμό με ένα μαντήλι, τον τράβηξε πάνω της.
-Σου άρεσε; του είπε με έπαρση. Κι ύστερα, μελαγχολικά: Θα φύγεις;
-Που να πάω; έκανε σαν να ξύπνησε
-Όλοι φεύγουν από μένα, συνέχισε περπατώντας στις άκρες των δακτύλων.
-Που πηγαίνουν; τον συνεπήρε στον κόσμο της.
-Πάνε μακριά. Πολύ μακριά, χάνονται σε ένα σύννεφο, τους τυλίγει η σκόνη. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ, λες και είναι σκιές του Άδη. Σκιές δέντρων που άλλοτε μένουν ακίνητες κι άλλοτε αναζητούν εμένα! Εμένα που είμαι ένα άλλο δέντρο, μια μαυροφορεμένη Αντιγόνη που ψάχνει το νεκρό σώμα του Ετεοκλή ή του Πολυνίκη. Μα όλοι φεύγουν από μένα. Που πηγαίνουν; Τι τους έφταιξα; Φταίω εγώ που γεννήθηκα γυμνή;
Και πέταξε την χλαμύδα που κάλυπτε το ωραίο της σώμα. Πήγε κοντά του, κρεμάστηκε στον λαιμό του.
-Ω! Σώσε με! Σώσε με από την καταστροφή!
Παράτησε το λαιμό του και κουλουριάστηκε στο δάπεδο κλαίγοντας σπαρακτικά.
Τη σήκωσε προσεκτικά σαν ένα γυαλί που είναι έτοιμο να σπάσει, τόσο διάφανη ήταν. Τη φίλησε στο στεγνωμένο στόμα, πετώντας από πάνω του το ρούχο. Κι ύστερα, αργά, με περίσκεψη, την ανέβασε στην μέση του, στους γοφούς, την κάρφωσε μέσα του σαν ασπίδα. Κόλλησε πάνω του σαν στρείδι, με τα πόδια της τυλιγμένα γύρω από την μέση του, με το ύφος να εισχωρεί στο υγρό. Η πληγή του ήταν ανοιχτή σαν μια βάρκα που έπλεε, στα βαθιά νερά μιας αποξηραμένης λίμνης.
Όταν έφυγε θα ήταν χάραμα. Χάραμα στην Πατριάρχου Φωτίου. Κατηφόρισε σαν κλέφτης με την μηχανή του και το σκέφτηκε καλύτερα. Ναι, κλέφτης ήταν, δεν μπορούσε να πει ψέματα στον εαυτό του. Το ίδιο όμως ήταν και εκείνη, η ηθοποιός. Είχαν κλέψει ο ένας τον άλλον για ένα βράδυ, για μια στιγμή. Η Ηθοποιός, που του απάγγειλε την ζωή της κι αυτός που καθόταν και την άκουγε μαγεμένος από ένα κόσμο άλλον που τη γαμούσε και ένιωθε υπέροχα γιατί, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένας κοινός κλέφτης. Η ηθοποιός θα έδινε εξετάσεις την άλλη μέρα στο Εθνικό. Γι' αυτό, είχε βγει να ξεσκάσει. Ήπιε δυο ποτά και αμάθητη καθώς ήταν, μέθυσε. Αυτό ήταν, μέθυσε.
Αυτός είχε μεθύσει από την ζωή και τη Μιράντα που δεν θα ξανάβλεπε ποτέ.
[Απ τα παλιά μου διηγήματα]

 

Τρίτη 10 Μαΐου 2022

ΑΠΌΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΈΝΑΝ ΚΌΣΜΟ ΗΛΙΘΊΩΝ

 


Ακόμα και στην αναρχία υπάρχει ένα σχέδιο.
Εγώ δεν έχω σχέδιο απόδρασης από έναν κόσμο ηλιθίων.

 Υπάρχει ένα μοιρολατρικό: δεν μπορούμε να κάνουμε μεγαλύτερα πράγματα απ όσα μας έταξε η μοίρα. Μοίρα ίσον χρωματοσωμάτια, ίσον χημική ουσία την ώρα που γεννηθήκαμε και δεν φταίγαμε ή μετείχαμε εμείς σ αυτή τη συνουσία. Η ζωή είναι σπουδαίο πράγμα, η μοίρα είναι υλιστική, καθένας μπορεί να τη αναποδογυρίσει γι αυτό πολλοί άνθρωποι είναι ανώτεροι της φύσης.

 

Τι αλλιώτικη μορφή ψυχολογικής βίας είναι αυτή που μας ψεκάζουν; όλη την ώρα να μας ειδοποιούν αν πληρώσαμε τους λογαριασμούς της ΔΕΗ του ΟΤΕ, των κοινοχρήστων; παλιά στέλνανε ένα χαρτί και μας ξεχνούσαν, τώρα μας τα ζαλίζουν με τα μηνύματα στο κινητό, στον υπολογιστή, εντάξει κύριοι ξέρουμε πως χρωστάμε αλλά δε ρωτάτε που θα βρούμε τα λεφτά να σας ξοφλήσουμε!

 

Είναι αλήθεια βαθύτατα μελαγχολικό να χάσεις μια αυταπάτη. Οι άνθρωποι ζούνε χιλιάδες μέρες μ αυτές. Με τις αυταπάτες που είναι κάποια όνειρα στηριγμένα στο πουθενά. Ή μάλλον στο κάπου. Πόσο οδυνηρό είναι να χάσεις ένα τέτοιο όνειρο; Πάντα υπήρχε μια ελπίδα πως κάτι θα γινόταν κι όλα θ άλλαζαν.
Η αρχή στο μυθιστόρημα ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΟΙ.
 
Γιατί αυτοκτόνησε ο Ιαβέρης; πραγματικά μεγάλο μούτρο αυτός ο Ουγκώ. [Η Ερωμένη του Ζιλιέτ Ντρουέ, τι ωραίο όνομα για ερωμένη, έτσι τον αποκάλεσε]. Ωραίος άντρας, φαίνεται στις φωτογραφίες, συγκρίνεται με τον Όμηρο! τον Δάντη, λογικά ήταν πανέξυπνος, η ποίηση του δεν μπορώ να πω, πως με κατενθουσίασε, η αθεΐα του σημαντική, το θέατρο του δεν το διάβασα, είδα κάποτε λίγο απ τον Ερνάνη και εντέλει, ξαναγυρνώντας στους άθλιους, Λες μισεράμπλες-ωραία Ελληνογαλλικά- Les miserable s, τι να πω, η αυτοκτονία του Ιαβέρη παραμένει ένα μυστήριο, αλλά δυο εκατομμύρια Γάλλοι παρέστησαν στην κηδεία του, δε νομίζω πως θα πήγαινα-αν και, είναι αλήθεια από τους συγγραφείς που με μεγάλωσαν.
 
 

 

Σάββατο 7 Μαΐου 2022

ΤΑ ΛΟΓΙΑ

 

 


Τα πράγματα δεν είναι ούτε στην υπερβολή πόσο μάλλον στην ουσία. Η Κική Δημουλά, ποιήτρια και Ακαδημαικός, είπε κάποιες ωμές αλήθειες για τους μετανάστες. Τα λόγια της δεν είναι θέμα δικαίου ή άδικου, δεν είναι καν δικαιολογία ο τίτλος που της έχουν αποδώσει- μεγάλη ποιήτρια, ούτως ώστε να της αποδοθούν μεγαλύτερες ευθύνες από εκείνες της γυναικούλας της Κυψέλης που εκστομίζει καθημερινά ρατσιστικές εκφράσεις γι αυτή την κατάσταση που σίγουρα είναι πιθανώς η χειρότερη που έχει υπάρξει στη χώρα μας. Επί της ουσίας έχουμε δεχτεί τεράστιο πλήγμα στο πολιτιστικό και πολιτισμικό σκέλος, σαν λαός και δεν είναι εύκολο να κατηγορήσει κανείς κάποιον που καταφέρεται με βαριές λέξεις για το θέμα της μετανάστευσης, όταν αντικρίζει καθημερινά τη χαώδη κατάσταση, την απελπιστική θέση αυτών των ανθρώπων- ποτέ δε θυμάμαι τόσους ανθρώπους να ψάχνουν μανιωδώς στους κάδους απορριμμάτων- την ανημπόρια της πολιτείας να αντιμετωπίσει το φαινόμενο, οπότε φτάνουμε στο σημείο να εξαναγκάζουμε το σύνολο των ανθρώπων να καταφέρονται, ιδιωτικά τουλάχιστον, αν όχι δημόσια, εναντίον των μεταναστών. Και στο κάτω της γραφής, σε κανέναν δεν αρέσει, νομίζω, να έρχεται καθημερινά αντιμέτωπος με ανθρώπους που κοιμούνται στα παγκάκια, με ζώα που αφοδεύουν ασύστολα όπου μπορούν, με απερίγραπτη ζητιανιά, με κακόγουστα έως ανόητα μηνύματα από τους πολιτικούς παράγοντες και τέλος πάντων με όλα αυτά τα απαράδεχτα που συμβαίνουν στην Ελληνική κοινωνία.
Δεν έχω μελετήσει επαρκώς την Κική Δημουλά για να έχω μια εμπεριστατωμένη γνώση για τον ποιητικό της λόγο. Διάφορα αποσπάσματα που έχουν βρεθεί στο δρόμο μου, δεν μου δημιούργησαν συναισθηματικά κίνητρα για να τη διαβάσω. Κατά βάθος, πιστεύω πως είναι μια συνηθισμένη γυναικεία φωνή όπως πάμπολλες άλλες στη χώρα μας και πως υπερβάλλουν οι όποιες συγκρίσεις με αντίστοιχα μεγάλα αντρικά ποιητικά μεγέθη στη χώρα μας.

 

Παρασκευή 6 Μαΐου 2022

ΒΡΩΜΙΚΟΣ ΚΌΣΜΟΣ 2

 


 

ΒΡΩΜΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
 
Υπάρχουν μερικά πράγματα που μου αρέσουν αλλά δεν μπορώ να είμαι πάντα συνεπής – αν και αυτό έρχεται αντίθετο προς τις πεποιθήσεις μου. Ένα από αυτά είναι η καθαριότητα. Ααα, δε μου αρέσει ο βρώμικος κόσμος-για τις βρώμικες γυναίκες με την άλλη άποψη δεν θα έλεγα όχι-αλλά η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά όπως και να το κάνουμε.
Τέλος πάντων, είχα μια φίλη εκείνο τον καιρό που δε στεκόταν σε χλωρό κλαρί. Μόλις έμπαινε στο σπίτι μας, μέναμε τότε κάπου στις παρυφές του Λυκαβηττού, άρχιζε να συγυρίζει. Τίναζε τα μαξιλάρια από τον καναπέ του σαλονιού, άδειαζε συνέχεια τα τασάκια, πήγαινε στην κουζίνα έπλενε ότι έβρισκε μπροστά της, επέστρεφε στο σαλόνι ήρεμη λες και δε συνέβαινε τίποτε. Εμείς την παρατηρούσαμε σιωπηλοί, η γυναίκα μου την παρότρυνε συχνά να συνεχίζει το έργο της, μια και είχε μπουχτίσει μέρα- νύχτα με τη φασίνα και το σφουγγαρόπανο στο χέρι. Αχ, μου έλεγε, κάνε και συ κάτι όλα εγώ τα κάνω εδώ μέσα. Να σφουγγαρίζω, να πλένω, να μαγειρεύω, να στρώνω να ξεστρώνω κρεβάτια, τι είμαι εγώ; Δούλα σας είμαι; Και κοίταζε εμένα και τα παιδιά μας.
Εγώ έξυνα τα αφτί μου αμήχανος αλλά μια και δεν ήθελα να δίνω συνέχεια σε τέτοιες κουβέντες που δε με συνέφερναν, προσπαθούσα ν αλλάζω κουβέντα ή την αγκάλιαζα και της έλεγα πόσο σπουδαία νοικοκυρά ήταν. Βέβαια, εμένα η δουλειά μου είναι στρατιωτικός. Μια ζωή εκεί μέσα μόνο διέταζα. Έτσι και στο σπίτι μου; Όλοι ήταν υποχρεωμένοι ν υπακούν και περισσότερο η γυναίκα μου που την είχα παντρευτεί για να κάνουμε παιδιά και να νοικοκυρεύει. Τώρα, αν τη βόλευε που η Αθηνά έτυχε να έχει αυτό το κουσούρι με την καθαριότητα, εμένα ποσώς με ενδιέφερε. Εκείνο που με ενδιέφερε ήταν να είναι το σπίτι μας καθαρό. Ποιος θα έκανε τη δουλειά, καρφάκι δε μου καιγόταν.
Η Αθηνά ερχόταν συχνά-πυκνά και άρχιζε όσες ώρες και να έμενε στο σπίτι μας να μην αφήνει τζάμι για τζάμι ακαθάριστο. Άχνιζε μάλιστα με το στόμα της κι ύστερα σφούγγιζε με το χαρτί. Χου! Χου! Έκανε κι έσκυβε κάτω από τις καρέκλες μήπως ανακαλύψει κανένα σκουπιδάκι, καμιά σκονούλα. Σχεδόν έγλειφε το μωσαϊκό, τα πλακάκια, ξεσκόνιζε τα κομό, ανέβαινε πάνω στην καρέκλα να δει μήπως πάνω από τις πόρτες υπήρχε σκόνη, έψαχνε στα πιο περίεργα μέρη κι όταν ανακάλυπτε μια βρωμιά, κοίταζε επιτιμητικά τη φίλη της κι εμένα. Μμμ..ού! έκανε και στρωνόταν στη δουλειά.
Εγώ την παρατηρούσα, δεν ήταν άσχημη, ίσα-ίσα, ψηλή, ωραίο σώμα, νέα γυναίκα, σφριγηλή. Δεν έλεγε πολλά πράγματα, θέλω να πω κουβέντες αλλά απ ότι είχα καταλάβει μόνο με τη γυναίκα μου συζητούσε πολύ όταν εγώ έλειπα.
Μια μέρα που γύρισα ξαφνικά από την υπηρεσία μου, κουρασμένος καθώς ήμουν από μια ολονύχτια άσκηση, σκεφτόμουν πότε να φτάσω στο σπίτι και να ξαπλώσω στον καναπέ, άνοιξα την πόρτα και την είδα γυμνή στο μισάνοιχτο παράθυρο. Δεν με πήρε είδηση που είχα μπει και συνέχιζε να κοιτάζει έξω καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Ρουφούσε ηδονικά τον καπνό και τον φυσούσε έξω. Το γαλάζιο, θολό του καπνού, τύλιγε το κατάλευκο κορμί της. Πιο λευκό γυναικείο κορμί δεν είχα ξαναδεί! Κατάλευκο σαν αρχαίας ιέρειας που δεν την είχε δει ποτέ ο ήλιος.
Δεν έκαμα καμιά κίνηση, έμεινα εκεί να την κοιτάζω.
-Η γυναίκα σου πήγε για ψώνια, μίλησε χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει.
Ώστε έτσι! Με είχε αντιληφθεί κι εγώ νόμιζα αλλιώτικα.
Έκλεισα την πόρτα πίσω μου μη ξέροντας τι να πω και τι να κάμω. Ωστόσο, η Αθηνά γύρισε προς το μέρος μου αποκαλύπτοντας το φουσκωτό εφηβαίο της. Σα να το πρότεινε, με τις κατσαρές, κατακάθαρες τρίχες να τρέχουν μέχρι την κοιλιά της. Ύστερα, φόρεσε την κιλότα της, αργά-αργά. Τύλιξε το σουτιέν, έκρυψε τα στήθη, φόρεσε τα υπόλοιπα και το τζιν παντελόνι της.
Ακόμα θυμάμαι το θόρυβο που έκανε το κλείσιμο του φερμουάρ που έκρυβε πίσω του το άσπρο της κιλότας της.

 

ΔΕΚΑΤΡΊΑ ΧΡΌΝΙΑ ΔΙΑΣΧΊΖΩ

 


Καλημέρα σας.
Δέκα τρία χρόνια χρόνια εδώ μέσα έχουμε πει και έχουμε ζήσει πολλά πράγματα. Τα περισσότερα, ωραία, δε χαλάσαμε τις καρδιές μας, παρ ότι η ζωή μας είναι σκληρή έως απάνθρωπη αρκετές φορές. Γελάσαμε πολύ, δημιουργήσαμε, φτιάξαμε και χάσαμε φιλίες και έρωτες, ειρωνευτήκαμε, πειράξαμε ο ένας τον άλλον.
Γυρνώντας σε πολλές παλιές αναρτήσεις και δημοσιεύματα στο ΔΙΑΣΧΙΖΩ και εδώ, χτες τη νύχτα, είδα τους φοβερούς διαλόγους, τα όμορφα σχόλια, τις αντεγκλήσεις μεταξύ αρκετών από εσάς που συνεχίζουν να είναι εδώ αλλά και άλλων που έχουν φύγει και μας διαβάζουν...κρυφά!
Διαπιστώσεις ωραίες αλλά και πικρές μερικές φορές για κάποιους που δε μας κατάλαβαν ή που θέλησαν να δείξουν εμπάθεια, ίσως εξ αιτίας του αιχμηρού μου λόγου, ίσως επειδή αυτά έχει η ζωή που ποτέ δεν είναι ρόδινη και ευτυχισμένη.
Βεβαίως και θα συνεχίσουμε να υπάρχουμε εδώ, σίγουρα με τους περισσότερους από εσάς δε θα έχω τη χαρά να τους συναντήσω από κοντά και να τους σφίξω το χέρι αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο όταν φεύγετε και επανέρχεστε ακόμη και μετά από χρόνια, η φωνή του καθενός σας, μου λέει πως οι άνθρωποι συνεχίζουν να έχουν ο ένας την ανάγκη του άλλου κι αυτό είναι μια μεγάλη εξωτερίκευση των αισθημάτων μας, κόντρα σε όλες τις δυστροπίες της κρίσης, λοιπόν, φωνάξτε, μπράβο στην επικοινωνία των ανθρώπων, μπράβο σε όσους παλεύουν για την καλυτέρευση αυτού του κόσμου!
Να είστε όλοι καλά!


 

Τετάρτη 4 Μαΐου 2022

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑΛΈΝΤΟ

 

 


Πολλοί νομίζουν πως μπορούν να γίνουν συγγραφείς.
Δεν γνωρίζουν ότι δεν
γίνονται όλοι. Αν πειραματιστεί κανείς, είναι χρήσιμο,
λέω, αλλά πρέπει να καταλάβει γρήγορα αν είναι
άσκοπο ν ασχολείται με τις λέξεις, με τις λέξεις που φτιάχνουν προτάσεις και
να σταματήσει να γράφει χάνοντας πολύτιμο χρόνο επειδή...
"έμαθε να
δακτυλογραφεί και νομίζει πως έγινε συγγραφέας."
[Στα εισαγωγικά οΤρούμαν Καπότε.]
Δεν είναι έγκλημα να δοκιμάσει αλλά αφού δεν έχει τι να πει;
Για να γίνεις
συγγραφέας πρέπει να έχεις κάτι να πεις.
Πρέπει να γνωρίζεις όσα κανένας
άλλος άνθρωπος. [Αντίληψη μου είναι πως οι συγγραφείς γεννιούνται, δε
γίνονται.]
"Το έγκλημα είναι να πιστεύεις πως είναι εύκολο.
Αλλά αν όντως το χετε
πάρει στα σοβαρά, γρήγορα θ ανακαλύψετε πως πρόκειται για το
δυσκολότερο πράγμα στον κόσμο." Στα εισαγωγικά ο Κερτ Βόνεγκατ

 

Η ΑΠΌΣΤΑΣΗ ΑΠΌ ΤΗ ΦΩΤΙΆ

 


Η ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΦΩΤΙΑ.
 

Δεν προσθέτεις χρόνια στη ζωή σου
αλλά ζωή στα χρόνια σου!*

...Ως όλη την απόσταση
μέχρι τη φωτιά
άπλωνα το χέρι να καώ.
Ως να μη γνώριζα ποτέ πως καίει η
κόκκινη σαν πορτοκαλιά εγκάρσια η τομή του κινδύνου..

Κυριακή 1 Μαΐου 2022

ΧΟΜΟ ΑΠΑΙΣΙΌΔΟΞΟΥΣ

  

 


Δύσκολο να καταλάβεις πως δε λέει τίποτε ο χρόνος.

 

Xωρίς εμένα, θα είσαι μια γλυκειά ανάμνηση, ένας πίνακας στην άκρη του κόσμου.
Θα σου λείπουν τα κλειδιά για να μπεις στο σπίτι σου.
Θα μένεις διαρκώς έξω από το δρόμο.
 
Μάλλον είμαστε είδος προς εξαφάνιση...Οι επόμενοι θα είναι οι αισιόδοξοι χόμο.
Εμείς είμαστε οι χόμο απαισιόδοξους.

Σκόρπιες χτεσινές σημειώσεις. [Ωραίο είναι να σημειώνεις στις άκρες των βιβλίων]. Ας πούμε, ένα βρώμικο βιβλίο δεν πιάνει ποτέ σκόνη, μια γυναίκα έλεγε πως και το σεξ είναι βρώμικο. [Σε σχέση με κάποιον τίτλο, πιθανώς η αξία της αντίρρησης]. Ο άντρας μετά την εκσπερμάτιση,-λέξη κι αυτή!- νιώθει αιχμάλωτος, λέει ο παππούς Φρόιντ και ο Τζον Ρολς με τη θεωρία της δικαιοσύνης του, θεωρείται ο σημαντικότερος άνθρωπος της πολιτικής φιλοσοφίας. Δεν τον έχω διαβάσει, κάπου σπαρτά, εδώ κι εκεί. Και μια τελευταία: στην τέχνη δεν υπάρχει παρθενογέννεση, λέει ο Σεφέρης κι εγώ από κάτω, διαφωνώ.

Απογοήτευση, απώλεια ελπίδας, λένε τα λεξικά. Διάψευση προσδοκιών, λέω εγώ. Μέχρις εσχάτων η απελπισία αλλά όχι! Ο χείριστος σύμβουλος είναι αυτός μικρέ μου εαυτέ, κανείς άλλος. Όμως, οι περισσότεροι άνθρωποι απογοητεύονται εύκολα και τα παρατούν σύξυλα κι ας υποτίθεται πως είναι γενναίοι. Στο βάθος πάντα υποσκάπτει το μηδέν. Χωρίς λόγο;

ΔΕ ΘΈΛΩ ΤΊΠΟΤΑ

 


Φτάνει πια. Δε θέλω να φάω.
Φυσάνε όλοι οι αέρηδες.
Όχι. Θα πάω αλλού. Μη με περιμένεις.
Το βράδυ θ ανακαλύψω τον εαυτό της νύχτας.
Ναι.
Ποτέ δε θα με καταλάβω. Ποιός είμαι;
Κάτω η θάλασσα φουσκώνει, τα φύκια έρχονται στην άκρη του αφρού.. Συγκεντρώνομαι άσκοπα, πρέπει ν ανακαλύψω το μεσημέρι τι κάνουν τα πουλιά;
Πετάνε.
Φτάνει πια. Δε θέλω να πιω.
Ας ψηλαφίσω τις πέτρες, από πέρα έρχεται ο υπεράνθρωπος.
Ο φίλος μου ο άνεμος.
Κι εγώ; Δε θέλω τίποτα.
Το μαντήλι της έπεσε.
Έσκυψα να της το δώσω.
Όταν σηκώθηκα είχε φύγει. Αυτή.
Την έλεγαν Ευδοκία. Ή Χρυσούλα, δε θυμάμαι. Πίσω μου βρισκόταν κάποιος.
Στο βάθος μακριά, ένα τρικάταρτο με φουσκωμένα πανιά έφευγε,
πάνω στα κύματα χόρευε, πλέοντας προς το άγνωστο.

 

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...