Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2018

ΚΛΕΦΤΗΣ ΠΟΔΗΛΑΤΩΝ



Πέταξα το κουκούτσι απ το παράθυρο στο δρόμο. Κύλησε κάμποσο καθώς το παρατηρούσα, ώσπου σταμάτησε. Εγώ δεν ήθελα να σταματήσει. Ήθελα να πάει λίγο παρακάτω ή να κινείται συνέχεια, έτσι θα μου έδινε την εντύπωση πως κάτι γίνεται, πως κάτι υπάρχει  αυτό το ήσυχο πρωινό που όλα έμοιαζαν όμορφα και ευτυχισμένα. Ύστερα κοίταξα τη ζωή μου για λίγο. Για λίγο σκέφτηκα κάτι παράξενα πράγματα που έχω κάνει, μικρά ή μεγάλα. Τι ωραία θα ήταν να έπαιρνα τους δρόμους! Και γιατί όχι;. Κατέβηκα από το μπαλκόνι μου πιασμένος από τα φυτά του κήπου, ω ήταν εύκολο, άρα και οι κλέφτες μπορούν ν ανέβουν αλλά δε με ένοιαξε, ξανασκέφτηκα, ας υπάρχουν κι αυτοί, είπα κοιτάζοντας το απέραντο γαλάζιο και έναν ήλιο που μόλις γεννιόταν και ήθελε να μου τυφλώσει τα μάτια. Βγήκα στο δρόμο, περπάτησα λίγο με τα χέρια στη μέση, είναι δύσκολο να περπατάς έτσι, δηλαδή χωρίς να κουνάς τα χέρια σου κανονικά-αριστερό χέρι, δεξί πόδι και όχι όπως είχα δει μερικούς παλιά, δεξί-χέρι, δεξί-πόδι. Στην άλλη γωνία που κοίταζα το σπασμένο πεζοδρόμιο ένας ποντικός πετάχτηκε όμορφος να κάνει κι αυτός τη βόλτα του, γιαλπ, γιαλπ- γιάλπ, του φώναξα κι εξαφανίστηκε κατατρομαγμένος ενώ δεν ήθελα. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου είδα ένα ποδήλατο, κόκκινο, αστραφτερό και πήγα προς τα εκεί. Το είδα λυμένο, παραξενεύτηκα που δεν είχε κλειδαριές, κοίταξα γύρω μου με υποψία. Κανείς. Κανένας. Κανενέστατος. Έπιασα το τιμόνι, ανέβηκα στη σέλα, ω είχα να κάνω ποδήλατο από παιδί, τι ωραία! Πάτησα τα πετάλια, έφυγα στην κατηφόρα προσεκτικά, στην αρχή αλλά σιγά-σιγά πήρα φόρα κι έτρεξα σαν τον άνεμο. Α! τι ωραία, έλεγα κι ένιωθα μέσα μου κι από έξω μου. Κίνηση δεν είχε καθόλου, μόνος μου ήμουν αυτό το πρωινό και βάλθηκα να κάνω τα παλιά κόλπα μου. Σηκώθηκα ορθοπεταλιές στην κατηφόρα, γύρισα ανάποδα στη σέλα, έτρεξα ανάποδα, ο  δρόμος ίσιωσε, γύρισα μπροστά, άφησα τα χέρια να κάνω μαγκιές. Ναι, τα χέρια στην έκταση, είναι δύσκολο να το πετύχεις αλλά εγώ τα κατάφερνα και χαμογελούσα, ώσπου μου ήρθε ο τοίχος στη μάπα. Το πρόσωπο μου στράβωσε στον σκληρό σοβά, το τιμόνι έγινε τσακλακούδουνο, ο τροχός μπήκε μέσα, ξεφούσκωσε η αλυσίδα κι εγώ με ένα σπασμένο δόντι στο χέρι, σκέφτηκα πως ήταν καλύτερα όταν ήμουν στο μπαλκόνι μου και κοίταζα το κουκούτσι που είχα πετάξει να κατρακυλάει στην άβυσσο.
Από τα ΜΙΚΡΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ μου.


Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2018

ΚΑΤΟΥΡΩ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ



Κοίταζα προς τον τοίχο δεξιά και λίγο πιο πάνω από τον καθρέφτη.
Δεν είχε τίποτε, ούτε λευκός ήταν, ούτε άσπρος, μια μουντζουρωμένη σκιά έστεκε πιο δίπλα, εκτός πλάνου, δυο μυρμήγκια πήγαιναν την ανηφόρα, εκτός συναγωνισμού κι ο ήχος του κάτουρου συνόδευε κίτρινος αυτό το πρωινό  που δεν είχα να κάνω τίποτα, δεν είχα να φοβηθώ την ερημιά, την ησυχία, τον κόσμο που ήταν μέσα και έξω από μένα. Το μικρό παράθυρο ευθεία μπροστά μου ανοιχτό, άφηνε τον αέρα της ταράτσας να εισέρχεται στο χώρο, την ψύχρα του κενού της αναπάντητης ερώτησης αν είμαστε καλά-ποιος δεν ήθελε να είναι καλά αλλά αυτό ήταν μια παλιά ιστορία. Αριστερά μου ο άλλος τοίχος, έστριψα το κεφάλι ενώ συνέχιζα να κατουράω τον κόσμο, ανέβαινε μια σωλήνα απ όπου φαντάζομαι θα περνούσαν τα σκατά των από πάνω μας, μιας κι εμείς, εγώ και η γυναίκα μου δηλαδή, μέναμε στο υπόγειο. Αυτός ο άλλος τοίχος λοιπόν, ήταν γεμάτος γρατσουνιές, μολυβιές που σκεφτόμουν κάποτε να τις σβήσω- άιντε κάντο μια φορά κι ας πεθάνω φώναζε η Τούλα η γυναίκα μου που είμαστε χρόνια παντρεμένοι και με λατρεύει όπως κι εγώ αλλά που συνέχεια τσακωνόμαστε κιόλας, επειδή σπάνια έπαιρνα τέτοιες σημαντικές αποφάσεις στη ζωή μου. Και πως  να μην ήταν σημαντικές αφού εγώ τις είχα κάνει πριν από έναν αιώνα κι ότι είναι παλιό, καταλαβαίνετε παίρνει μια άλλη αξία, γίνεται μυστηριακό, ίσως και χρυσαφένιο- έτσι μου φαινόταν τώρα αυτές οι γρατσουνιές, ενώ συνέχιζα να κατουράω τον πρωινό κόσμο μας. Τζζζρρρρρ.
Βέβαια, στρίβοντας ακόμα πιο πολύ το κεφάλι μου προς τα πίσω, τόσο που κόντεψε να μου κοπεί ο σβέρκος, στην αριστερή γωνία ο γκρίζος σοβάς είχε σπάσει σε πολλές μεριές κι έδειχνε τα εντόσθια του τοίχου κατά το μήκος και το ύψος του χώρου. Έλειπε το πλάτος και ο χρόνος από τις διαστάσεις αν και κατ εμένα ο χρόνος δεν είναι πάντα παρών. Απουσιάζει.
Ένα τσαλακωμένο χαρτί που κρατούσα από όταν σηκώθηκα στην παλάμη, μου θύμισε τα χρέη στην Εφορία, στον οδοντίατρο, στο μπακάλη, στο καφενείο, στα ενοίκια, στο ρεύμα, στο νερό. Μου το έβαλε εκεί η γυναίκα μου η Τούλα. Πάντα προσεκτική και φρόνιμη, πρέπει να τα πληρώσεις, μου είπε ενώ κεντούσε σαύρες με το μυαλό της .
Μικρά διηγήματα. Τέλος για σήμερα..
Κάτι ψάχνει στο καπέλο του αλλά αυτό είναι από άλλο... διήγημα.
Μερικές φορές είμαι ανεκδιήγητος. [Αλλά κι άλλοι άνθρωποι είναι δεν έχω μόνον εγώ αυτό το... προνόμιο!]


Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2018

ΤΙ ΝΟΗΜΑ ΕΧΕΙ ΤΟ ΜΠΛΟΓΚ;

Άμα γράφεις κάτι να χει και καμιά αξία, αλλιώς γιατί να το κάνεις; Από προσωπική ευχαρίστηση; τι νόημα έχει να σκοτώνεις και τις λέξεις;  και τι ευχαρίστηση είναι αυτός ο βασανισμός της έκφρασης; Ένα λιμάνι χωρίς να ξέρεις που βρίσκεται, τι σε νοιάζει αν σκοτώνονται κι εκεί οι άνθρωποι; αλλιώς το είπε ο άλλος και δεν πρόλαβες να το συγκρατήσεις, κάτι σαν, αφού δεν ξέρεις σε ποιο λιμάνι πηγαίνεις, τι σε νοιάζει ποιος άνεμος φυσάει; ναι, έτσι θα είναι και συ μπέρδεψες τους σκοτωμούς των ανθρωπων, είναι κι αυτό μια αξία, να το πιστεύεις πως οι άνθρωποι είναι τίμιοι, τι χρειάζεται η ηθική σε έναν ανήθικο κόσμο; όμως αυτά τα δυο πρέπει να συνεξελίσσονται, δεν υπάρχει πια μόνον Δαρβίνεια εξέλιξη και η ασταθής ισορροπία του σύμπαντος κυριαρχεί στις νεώτερες διαπιστώσεις των φιλοσόφων αλλά, ναι, αυτό το λιμάνι που δεν ξέρεις ποιος άνεμος φυσάει και άραγε δε σε ενδιαφέρει γιατί να υπάρχει στις άκρες του μυαλού σου; και δηλαδή θες να μας πεις πως αυτά που αραδιάζεις τώρα εδώ έχουν κάποια αξία και άρα χρειάζεται να γραφούν, να γίνει δηλαδή αυτός ο κόπος, να τα διαβάσουν κάποιοι και να βγάλουν ένα ρεζουμέ αλλιώς τι νόημα έχει αυτό το μπλογκ;



Άμα γράφεις κάτι, να έχει αξία αλλιώς γιατί να το κάνεις. Για να γεμίσεις το κενό, τον χρόνο της πλήξης κι ένα παράξενο φίλιωμα με τις γραμμένες λέξεις; λέξεις γραμμένες στη σειρά επιβεβαιώνουν κάποιο νόημα, είναι σίγουρο αυτό αλλά γιατί οι γυναίκες υπερέχουν συντριπτικά στο μπλογκινκ; ίσως αυτές έχουν μεγαλύτερη ανασφάλεια; ή την δείχνουν. Μάλλον έτσι θα είναι. Οι άντρες είναι πιο ισχυροί σ αυτό το σημείο, είναι πιο δυνατοί στην ανασφάλεια αυτού του κόσμου, πιο εγκρατείς, περισσότερο συγκροτημένοι-έτσι νιώθω σαν άντρας, αυτό σας μεταφέρω. Όμως, σίγουρα πιο δυνατοί είναι οι ερμαρφρόδιτοι, τι παλιολέξη κι αυτή! αν και την καταλαβαίνω ποτέ δεν της έδωσα την απαραίτητη προσοχή, κάτι σαν αρσενικοθήλυκο μου θυμίζει και αυτό πιστεύω πως θέλει να επεξηγήσει, πως δηλαδή θα είναι ο κοντινός στον μέλλον προς εμάς άνθρωπος, [τώρα δεν έβαλα και σε τόσο καλή σειρά τις λέξεις αλλά πάλι με λίγη προσπάθεια θα καταλάβετε τι θέλω να πω].

Και χωρίς να θέλω να επανέλθω στο λιμάνι, ο άνεμος με σπρώχνει πάλι κατα εκεί. Τί νόημα έχει να γράφουμε όλοι; και θα μου απαντήσεις γιατί όχι; όπως μιλάμε έτσι και γράφουμε! τι σε νοιάζει εσένα αν φυσάει ούριος η σιμούν; λίβας ή σορόκος; το λιμάνι ποτέ δε θα είναι το ίδιο και το ξέρεις, όπως πρέπει να ξέρεις πως οι άνθρωποι χρειάζεται να γράφουν, ένα σημείωμα, μια στροφή ενός ποιήματος, ένα σύγγραμμα, μια μελέτη, είδες που βρήκες άκρη στη μέση του ανέμου και στην άκρη του λιμανιού; άρα...

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2018

ΜΑΙΡΗ ΤΡΙΒΙΖΑ



                                     


Ο ζωγράφος πρέπει να μπορεί να υποστηρίξει το έργο του, άρα η θεωρητική του κατάρτιση χρειάζεται να είναι εφάμιλλη της πρακτικής του πάνω στον καμβά. Κατ αυτόν τον τρόπο η μελέτη Ιστορίας της Τέχνης είναι αναγκαιότατη, η σύγκριση και η σύγκρουση με τους μεγάλους επίσης προγραμματισμένη, άσχετο αν πολλοί ζωγραφίσκοι αλλά και ιστορικοί τέχνης, αναφωνούν πως είναι αυθάδεια να συγκρουόμαστε με τέρατα, σαν τον Βαν Γκογκ, τον Βελάσκεθ, τον Μπρακ και επίσης αναίδεια να αντιπαραβάλλουμε εαυτούς απέναντι σε ιερά τέρατα, τύπου Παρθένη, Εγγονόπουλου, Δομίνικου Θεοτοκόπουλου. Τα ονόματα είναι αναφερόμενα τυχαία όπως έρχονται στο νου, δίχως κανέναν ξεχωρισμό, και ούτε σκέφτομαι πως μπορεί ν αδικήσω άλλους που δεν ονόμασα ιερό τέρας. [Καραβάτζιο, Σεζάν, Τέρνερ] επειδή ο κατάλογος είναι τεράστιος και άρα κάποιοι σημερινοί Έλληνες Μόραλης, Τέτσης, Φασιανός, Τσαρούχης, μπορούν να πάρουν θέση και να γίνουν κι αυτοί... τέρατα.

Έχω την εντύπωση πως οι περισσότεροι ζωγράφοι δεν μπορούν να υποστηρίξουν το έργο τους και στέκονται ανήμποροι ν απαντήσουν στα όσα κρίνουν, θαυμάζουν, κολακεύουν οι άλλοι για το πόσο καλό ή κακό είναι, συνήθως καλό! υπέροχο! φανταστικό! ένα μέτριο εως κακό αποτέλεσμα.

1) Ξεκινάμε- πάντα ξεκινάμε για να φτάσουμε κάπου. Ζωγραφίζεις , καλώς ή κακώς;
     Μπορείς να μου πεις γιατί ζωγραφίζεις (για να σε βοηθήσω εγώ ζωγραφίζω και για να
     ζήσω). Εσύ; [Να ξέρεις ότι η κουβέντα μας δεν έχει όρια, εκτός από ευπρέπεια, θέλω να
     πω , ότι μπορούμε να μιλήσουμε για τα πάντα].
Αρχικά, Κώστα να σε ευχαριστήσω για την ευκαιρία που μου δίνεις και το βήμα να εκθέσω τις απόψεις μου, σ' αυτό το ονειρικό αλλά και δύσκολο ταξίδι αναζήτησης και κατάθεσης ψυχής.
Πάντα ξεκινάμε για να φτάσουμε κάπου κι όσο κοινότυπο κι αν ακουστεί, πέρα από τον καλώς εννοούμενο προορισμό, σημασία έχει το ταξίδι, θα συμπλήρωνα η ποιότητα του ταξιδιού.
Αυτό το ταξίδι για μένα προσωπικά, σηματοδοτεί τα πρώτα ευαίσθητα παιδικά χρόνια, εκεί που ξεκινάνε οι πρώτες καταγραφές μνήμης. Έτσι, οι πρώτες καρικατούρες έγιναν καλόσχημα σκιτσάκια και σχολικές ζωγραφιές και απόκτησαν τη δική τους δυναμική στα εφηβικά χρόνια. Μία καθ' ομολογίαν γονιδιακή συνέχεια, οδήγησε  τις ανησυχίες των χρόνων εκείνων σε καλλιτεχνική παρόρμηση που γέμιζε αβίαστα σελίδες με θεματογραφία προσαρμοσμένη στη νιότη. Συνεπώς αντιλαμβάνεσαι ότι εκ προοιμίου απορρίπτεται η έννοια του κακώς ζωγραφίζω.  Προσπαθώ μέσα από την τέχνη, -σταδιακά με μελέτη, πιο εντατική τα τελευταία χρόνια, με  μεγάλα αποθέματα υπομονής- να αποδώσω την αλήθεια μου, τα μηνύματα που εισπράττω από τον κόσμο, μέρος της ευαισθησίας μου ή και το όλον. Άλλωστε ένα έργο αποτελεί έναν αδιάψευστο μάρτυρα της αλήθειας του δημιουργού του. Το ψέμα δεν έχει θέση  σ' αυτό, ούτε καν η  ψευδαίσθηση.
Όχι, δεν ζωγραφίζω για να προσποριστώ. Όμως δεν μένω αδιάφορη σε μία ενδεχόμενη πώληση, θα με ικανοποιήσει πολλαπλώς , κυρίως λειτουργεί  σαν απόδειξη θετικής ανταπόκρισης της  ποιότητας της δουλειάς μου και γιατί όχι και ως αναγνώριση.
2)  Παρατηρώντας την εργασία σου σε σύνολο έργων που έχεις δημοσιεύσει αλλά και μερικών που έχω δει ζωντανά, έβγαλα το πρώτο συμπέρασμα πως είσαι ολίγον τεμπέλα;   Ειδικά στα κάρβουνα , λες και  τα παρατάς στην αρχή ούτε καν στη μέση. [Πολλοί ζωγράφοι έχουν παρατημένα έργα.]
Χαίρομαι για την παρατήρησή σου, γιατί μου δίνεται έτσι η ευκαιρία να εστιάσω σε προσωπικό επίπεδο στον τομέα εργασία. Αν κάτι με χαρακτηρίζει σαν άτομο και στάση ζωής είναι η σκληρή , πολυεπίπεδη δουλειά , τόσο στον τομέα των σπουδών όσο και στην μετέπειτα επαγγελματική μου πορεία. Υπερασπίζομαι  με σθένος την άποψη, ότι υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις και συνθήκες οιοσδήποτε μπορεί να αποδώσει τα ανάλογα.
Όσο για τα τεμπέλικα κάρβουνα, αποτελούν μέρος των εργαστηριακών μαθημάτων στο
ελεύθερο σχέδιο πριν από μία εικοσαετία .
  Έκτοτε έχει χυθεί πολύ μελάνι, όπως λέμε στη δημοσιογραφική γλώσσα κι  ελπίζω να είναι εμφανής η διαφορά.
3)  Νομίζεις ότι μου αρέσει η ζωγραφική σου; για ποιο λόγο πιστεύεις πως θέλησα να κουβεντιάσω μαζί σου;  ( Φυσικά θα απαντήσω κι εγώ).

Αν κρίνω από το ύφος των παρατηρήσεων σου θα έλεγα ότι υπάρχει μεγάλος ανήφορος ακόμη κι έτσι πρέπει να είναι. Εκτιμώ και ασπάζομαι την κρίση σου, θεωρώ ότι μόνο με συνεχή μελέτη και άσκηση πλησιάζεις το επιθυμητό αποτέλεσμα. Πόσο μάλλον στην Τέχνη!
Πιθανόν οι εντάσεις των χρωμάτων ή κάποια μορφή ή ακόμη το συγκινησιακό φορτίο μου να κατάφερε να προσεγγίσει κάποιες δικές σου ευαίσθητες χορδές ή ακόμη και να συνταυτίστηκες σε κάποιες  απεικονίσεις.....
Ας μην παραβλέπουμε το γεγονός ότι κάθε έργο αντανακλά κάποιους κώδικες επικοινωνίας με το κοινό.
4) Όχι δεν συνταυτίστηκα, μηδέ είμαι "κοινό"-δε μ αρέσει αυτή η λέξη για τον κόσμο, πόσο μάλλον για τον εαυτό μου. Κάτι στην φαινομενικά; απροσποίητη κοινωνική σου συμπεριφορά με κέντρισε, σίγουρα μου αρέσει αρκετά η δουλειά σου. [Αυτά για την απάντηση μου στην προηγούμενη ερώτηση.]  Και για να συνεχίσουμε, υπάρχει μία έκρηξη χρώματος στα περισσότερα έργα σου που οδηγεί σε ένα εικαστικό αποτέλεσμα, πως το επιτυγχάνεις αυτό;  Μοιάζει  λίγο αληθινό πως θέλεις να φαίνεσαι τίμια με το έργο σου.
Είσαι έμπειρος τον χώρο της Τέχνης και γνωρίζεις ότι η επίδραση του χρώματος είναι σχεδόν καταλυτική, προκαλεί διαφορετικά οπτικά συναισθήματα. Λατρεύω και με συνεπαίρνει η διαδικασία του "παιχνιδιού" παντρέματος των χρωμάτων και της εξέλιξής τους και αυτή η δημιουργική φόρτιση δεν σταματά,  εάν δεν ικανοποιεί το δικό μου οπτικό  και ψυχικό πεδίο.
Η διεργασία επεξεργασίας  θερμών και ψυχρών χρωμάτων, άρα η συνένωση του ενθουσιασμού, της εξωστρέφειας καθώς και της οικειότητας των πρώτων, με την γαλήνη, μελαγχολία και απογοήτευση των δεύτερων, οδηγεί σε απίστευτα εικαστικά μονοπάτια.
Αυτή την εσωτερική ένταση στην προσωπική μου πινελιά , προσπαθώ κι ελπίζω να την αποτυπώνω στα έργα μου με συνέπεια και να τα κάνω όσο λιγότερο άψυχα γίνεται.
Κι όπως έλεγε κι ο  Picasso : "Δεν κάνω  ότι θέλω αλλά ό,τι μπορώ".
5) Σωστό, αυτό για τον Πικάσο. Κάνεις προεπιλογή θέματος ; Κρατάς σημειώσεις όταν αρχίζεις; η ανοίγεις την παλέτα και όπου σε βγάλει ; [πάντως επιμένω ότι πρέπει να δουλεύεις παραπάνω τα έργα σου]
"Το θέμα έχει σημασία γι' αυτούς που έχουν τα μάτια να δουν κι αίσθηση για να το αισθανθούν", έλεγε ο Γ. Τσαρούχης,
Σχεδόν πάντα μελετώ καλά και σχεδιάζω το προς επεξεργασία έργο. Ιδιαίτερα τις θεματικές ενότητες στις οποίες καλείσαι να ανταποκριθείς. Όμως, δεν είναι λίγες οι φορές, κυρίως στα αφαιρετικά έργα, που αβίαστα μία πινελιά, μία πάστα, μία δυναμική κίνηση με σπάτουλα, να αποτελέσουν το έναυσμα για να σε καθοδηγήσουν σε σαγηνευτικούς ατραπούς και σου ομολογώ, ότι απολαμβάνω αυτό το ξεδίπλωμα του άγνωστου.
Άλλωστε η τέχνη είναι ένα μυστήριο....!

6)  Ανάφερε δύο τρεις σύγχρονους ζωγράφους που που αρέσουν και άλλους τόσους που δεν σου αρέσουν και πως άδικα έφτιαξαν το όνομα που έχουν στην αγορά και τον πολιτισμό μας.
Εξαιρετικά δύσκολη η επιλογή, εάν αναλογιστούμε τις ανυπέρβλητες αξίες των ιερών τεράτων στο Πάνθεον της Τέχνης.
Προσωπικά ένας ζωγράφος που αγάπησα στη νιότη μου και επηρέασε την πρώτη γραφή μου ήταν ο Γιώργος Γουναρόπουλος κι αυτή αέρινη μυστηριακή αχλή στα διάφανα έργα του. Μ' αρέσει η τεχνική πολλών σύγχρονων ζωγράφων, ενδεικτικά να αναφέρω  τον Δημοσθένη Κοκκινίδη, τον Στέφανο Δασκαλάκη καθώς και μία σειρά άλλων υπέροχων δημιουργών, ων ουκ εστι αριθμός....
Δεν θα μπορούσα  να μην αναφέρω τις αλλεπάλληλες επισκέψεις μου στο Ζόρζ Πομπιντού, στο Παρίσι, στα αφιερώματα που έκανε προ διετίας στον Rene Magritte και τον Paul Klee. Συναρπαστικά εικαστικά ταξίδια.
Τώρα στον αντίποδα, πάντα κατά την προσωπική μου άποψη, είναι η υπερεκτιμημένη δουλειά και η επίμονη προσπάθεια παρέμβασης στο εικαστικό τοπίο των Jeff Koons, του Ζάν Μισέλ Μπασκιά και του Damien Hirst.
7) Ti νόημα έχουν οι τίτλοι  στα έργα σου; είδα πως χρησιμοποιείς κάποιες πομπώδεις λέξεις, χρειάζεται δηλαδή να βάζουμε τίτλους ; και που να τους βρούμε όταν έχουμε ζωγραφίσει ....χιλιάδες έργα;
Έχεις απόλυτο δίκιο, χρησιμοποιώ κατά κόρον βαρύγδουπους τίτλους, όχι για εντυπωσιασμό. Το τελικό αποτέλεσμα κάθε έργου, υπαγορεύει τον τίτλο του, είναι σαν μία άτυπη συνομιλία ανάμεσα σε δημιουργό και στο έργο. Βέβαια, υπάρχουν και οι προκαθορισμένοι τίτλοι, συνήθως σε θεματικές εκθέσεις, που λειτουργούν ενίοτε σαν τροχοπέδη, παρ όλα αυτά γίνονται συχνά το εφαλτήριο για να απαντήσεις στην πρόκληση.
Φανατική υπέρμαχος του μη απόλυτου, σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής, δεν θεωρώ θέσφατο τον τίτλο σε ένα έργο. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε, ότι δημιουργός, έργο τέχνης και θεατής βρίσκονται σε έναν ατέρμονο διάλογο.

8)Μ άρεσε αυτό το μη υπέρμαχος του απόλυτου... Ένας ζωγράφος πόσα έργα λες ότι πρέπει να ζωγραφίσει στη ζωή του; είσαι υπέρ του πολύ (Πικάσο) ή του λίγου (Μαλέας);
Η ζωγραφική διαδικασία Κώστα, είναι εξαιρετικά δύσκολη και το γνωρίζεις πολύ καλά από την πολύχρονη εμπειρία σου. Η ώρα της δημιουργίας είναι ιερή, η αίσθηση ότι διακτινίζεσαι σε μέρη όπου ο χωροχρόνος καταργείται είναι κανόνας. Μόνο σε απόλυτη ηρεμία και προσήλωση δημιουργείς, αλλιώς απλά φλυαρείς. Έτσι πολύ απλά εάν έχει διασφαλίσει τις ιδανικές συνθήκες ένας δημιουργός, φυσικά εάν σ' αυτή την ενασχόληση έχει αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής του, εκ των πραγμάτων θα έχει και μία μεγάλη παρακαταθήκη πίσω του.
Εκ των ουκ άνευ η εστίαση στην ποιοτική και όχι  ποσοτική παραγωγή.
9)  Κολακεύεσαι όταν σε επαινούν και νευριάζεις , μουτρώνεις κατά το κοινώς λεγόμενο, όταν σου κριτικάρουν την δουλειά σου;
Έχω μάθει να μην κολακεύομαι  γενικά, πόσο μάλλον στον τομέα της  Τέχνης, που δεν διατείνομαι ότι έχω κατακτήσει και το Έβερεστ!  Αντιπαθώ τις ακρότητες και τις υπερβολές, από ένστικτο αντιλαμβάνομαι τις βαθύτερες διαθέσεις σε πολλές των περιπτώσεων .
Έχω μάθει να λειτουργώ με υπευθυνότητα και συνειδητό επαγγελματισμό στην μέχρι σήμερα ευρύτερη επαγγελματική μου πορεία, κυρίως να είμαι ειλικρινής σε ότι καταθέτω. Δεν αρνούμαι την ανακούφιση και ευχαρίστηση, κυρίως εάν προέρχεται από χείλη καταξιωμένων στον χώρο ανθρώπων, όπως και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον εισπράττω και το απαιτώ και τα αρνητικά σχόλια,  αυτά άλλωστε σε πεισμώνουν και σε εξελίσσουν.
10) Έχεις δουλέψει επί παραγγελία ; κι αν ναι, πως σου φαίνεται αυτό; πρέπει ο ζωγράφος να εργάζεται επί παραγγελία; Ας πούμε η Γκέρνικα ήταν παραγγελία....
Ασφαλώς, μερικές φορές έτυχε να δουλέψω κατόπιν παραγγελίας. Δεν θα έλεγα ότι αποτελεί μία αρνητική παράμετρο στην όλη διαδικασία. Αρκεί να οριοθετεί τις χρονικές και ποιοτικές συντεταγμένες ο καλλιτέχνης.
11)  Δεν  βλέπω τίτλους σπουδών στο βιογραφικό σου, εννοώ το ζωγραφικό, Για πες μου, πως σου φαίνεται αυτή η διαμάχη μεταξύ καλοτεχνητών και αυτοδίδακτων;
Γεγονός ότι δεν  έχω να παραθέσω ένα πλούσιο ζωγραφικό βιογραφικό. Αν εξαιρέσεις ότι προ εικοσαετίας και για μία διετία παρακολούθησα κοντά σε υπέροχους δασκάλους ελεύθερο σχέδιο και Ιστορία της Τέχνης, με τον καθηλωτικό Παντελή Τσάβαλο, Ιστορικό και Θεωρητικό της Τέχνης, Καθηγητή και Κοσμήτορα στο Κολέγιο ΒΑΚΑΛΟ.
Όμως δεν  έπαψα να μελετώ και  να σχεδιάζω, αφού είχα την τύχη να ασχοληθώ ενεργά με την αρχιτεκτονική εσωτερικών χώρων, διακόσμηση και σχεδιασμό επίπλων. Εξαιρετική εμπειρία, με ιδιαίτερες απαιτήσεις και αριστουργηματικά αποτελέσματα.
Θα σου εξομολογηθώ ότι δεν ορρωδώ μπροστά στην έλλειψη τίτλων στον τομέα της Τέχνης  και με αφορμή τον τίτλο της συνέντευξης που με εξιτάρει θα σου  παραθέσω, φυσικά περιπτώσεις που γνωρίζεις, όπως αυτή του Τζόρτζιο ντε Κίρικο, που στα πρώτα του ανασφαλή βήματα, προσπαθούσε με μεγάλη δυσκολία να αντιγράψει μεγάλους ζωγράφους κι όμως πέτυχε. Ο Φράνσις Μπέικον, αυτοδίδακτος ζωγράφος, διακοσμητής, σχεδιαστής επίπλων, είναι σήμερα στην κορυφή της χρηματικής αξίας στους μεγάλους οίκους δημοπρασιών πινάκων ζωγραφικής. Ο Πολ Σεζάν, αυτοδίδακτος, αφού η μοναδική του επαφή με την συστηματική διδασκαλία ζωγραφικής ήταν τα βραδινά μαθήματα σε σχολή της πόλης του. Με δύο αποτυχημένες προσπάθειες στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού, κατάφερε να αναπτύξει εν τέλει την δική του τεχνοτροπία κι έσπασε τα στερεότυπα της ακαδημαϊκής ζωγραφικής.
Ο Π. Τέτσης έλεγε :  " Όσο ανίδεος κι αν είναι κανείς περί τέχνης - και καλό είναι να είναι ανίδεος- τόσο καταλαβαίνει περισσότερα. Γιατί αυτός που ξέρει βάζει τη λογική και λέει το έργο πρέπει να έχει αυτά τα συστατικά".
Όσο για την  περίφημη διαμάχη μεταξύ καλοτεχνητών και αυτοδίδακτων καλά κρατεί, είναι σαφές ότι πριν και μετά την επαφή με το πινέλο υπάρχει πολλή βαρβαρότητα.
Οι καλλιτέχνες είναι πολυσύνθετοι άνθρωποι. Κι αυτό είναι θετικό για την Τέχνη, γιατί όσο πιο πολλά είσαι, τόσο πιο πολλά δίνεις στην Τέχνη. Όμως αυτό, οδηγεί ενίοτε και σε επικίνδυνους ατραπούς Ιδιαίτερα όταν κάποιος αντιμετωπίζει την τέχνη του ΕΓΩΚΕΝΤΡΙΚΆ.
Όλοι μας έχουμε θεάσει εξαιρετικά έργα αυτοδίδακτων κι αυτό γιατί δεν ακολουθούν κάποιες  συγκεκριμένες μανιέρες, που σε αρκετές περιπτώσεις λειτουργούν σαν τροχοπέδη.
Η αντιπαλότητα ας μην ξεχνάμε ότι σαν φαινόμενο αναπτύχθηκε και μέσα στους κόλπους της ΑΣΚΤ, ανάμεσα σε Καθηγητές ή σε μαθητές και Καθηγητές. π.χ. Ο Μόραλης είχε φανατικούς υποστηρικτές αλλά και πολέμιους. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να βγάλει σπουδαίους μαθητές, κορυφαίους μετέπειτα ζωγράφους.



12)   Κάνε μία ερώτηση στον εαυτό σου και απάντησε. [ Για να δεις πως δεν είναι εύκολο να ρωτάς].
[Με προκαλείς ευχάριστα με την τελευταία σου ερώτηση κι αυτό γιατί στη σύντομη δημοσιογραφική μου καριέρα σε αγγλόφωνο οικονομικοπολιτικό περιοδικό, οι συνεντεύξεις αποτελούσαν πάντα μία σπουδαία πρόκληση.]
Ερώτηση.
Έχει τύχει να σου ζητήσουν να περιγράψεις τα έργα σου;
Απάντηση.
Φυσικά, πολλές φορές. Πιστεύω ότι  η πιο περιττή και άχαρη, σχεδόν δυσάρεστη διαδικασία, είναι να προσπαθείς να εξηγείς με λόγια, για το τι ακριβώς προσπαθείς να πεις με τα έργα σου. Υποτίθεται ότι η ζωγραφική σου κατάθεση είναι η αλήθεια σου. Η προσέγγιση γίνεται μέσα από μία συνεχή εσωτερική πάλη, άμεσα συνυφασμένη και επηρεασμένη και την  ζωή και τα βιώματα του εκάστοτε καλλιτέχνη. Αυτό δεν επιδέχεται μετάφρασης.
[Ευχαριστώ τη Μαίρη Τριβιζά για την αμεσότητα και ειλικρινή στάση της.]

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕ ΜΕ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ.



Σχεδόν σαράντα χρόνια πίσω! Τότε που εκδόθηκε το πρώτο μου βιβλίο ΙΚΕΤΕΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ. Λοιπόν αυτό το βιβλίο έχω να το πιάσω στα χέρια μου από τότε, από το 1980. Δεν είχα κρατήσει ούτε ένα αντίτυπο και χτες η φίλη μου Πόπη Παντελάκη το ανακάλυψε στη βιβλιοθήκη της και μου το έφερε. Δεν είναι ακριβώς θέμα χαράς, ή συναισθηματικής φόρτισης αλλά ένιωσα κάπως!
Το ξαναδιαβάζω και ανακαλύπτω πως  δεν έχουν αλλάξει και πολλά στον τρόπο γραφής μου. Σίγουρα έχουν αλλάξει αλλά όχι τόσα όσα θα νόμιζα εγώ τότε για το πως θα έγραφα στα εξήντα μου χρόνια.
Κώστας Αυγερινός. Θυμάμαι πως με παίδευε πολύ η επιλογή ενός ψευδώνυμου και μέχρι τώρα αρκετοί παλιόφιλοι με φωνάζουν Αυγερινό! Δεν μπορώ να πω πως τώρα με αντιπροσωπεύει, αν ήταν να κάνω τώρα την επιλογή θα κρατούσα αναμφίβολα το πραγματικό μου, πράγμα που έκανα μετά το 2000
Έγραφα, λοιπόν τότε: Ω! τι υπέροχα!
Εσύ που τώρα διαβάζεις για τα κορμιά των χαμένων ωρών, είσαι ένας φιλήσυχος πολίτης.
Σαν εσένα.
Σαν όλους εσάς κι εγώ που έρχομαι στην πόλη που έδωσε τα φώτα του πολιτισμού.
Έρχομαι και κανένας δε με περιμένει.
Ε, δεν είναι λιγάκι αστείο αυτό μικρέ μου πίθηκε;
Αυτό το βιβλίο οι Ικέτες της αλήθειας και ο τίτλος να μην παραπέμπει σχεδόν καθόλου στο περιεχόμενο, είναι ένα μεγάλο αφήγημα, μια μεγάλη νουβέλα για τη στρατιωτική θητεία και έχει συμπεριληφθεί στο είδος αυτής της λογοτεχνίας από διάφορα έντυπα και κριτικούς της εποχής-μπορώ να πω επαινετικά. "Οι ικέτες της αλήθειας του Κώστα Αυγερινού είναι ένα μεγάλο αφήγημα, όπου συγγραφέας παρουσιάζει με τη σειρά όλες τις δύσκολες καταστάσεις της θητείας, από την αρχή που πρωτομπαίνουν στην πύλη μέχρι το απολυτήριο. Ο Αυγερινός εκφράζει τη διαμαρτυρία του όχι με νευρώδες και οργισμένο ύφος αλλά με παράπονο σε λυπημένο και στοχαστικό τόνο, διακόπτοντας συχνά τον πεζό λόγον μετατρέποντας τον σε λυρικό, ποιητικό." σημειώνει, μεταξύ άλλων, στο αφιέρωμα του ΔΙΑΒΑΖΩ, Στρατός και Λογοτεχνία, ο Κώστας Αθανασόπουλος, αντιπαραθέτοντας το  με τους Κεκαρμένους του Κάσδαγλη, ο Τυφεκιοφόρος του εχθρού του Μάριου Χάκα, 525 τάγμα πεζικού του Χαριτόπουλου και διαφόρων άλλων που ακολούθησαν μετά να γράφουν για τον στρατό.
Είναι παράξενο να ξαναδιαβάζεις τις σκέψεις που έκανες τότε:
Αβέβαιοι κυματισμοί στους νοητούς, θαλάσσιους δρόμους
και πάνω στο βαιστό κατάρτι, συγοτρέμει το χθες
καθηλωμένο στις ανεμοδαρμένες παλάμες
μάταιων στίχων.
Νίκησα τον εαυτό μου. Νίκησα τον χρόνο!

Τι έγραφα;
Είμαστε κάτι αρουραίοι
εγκλωβισμένοι στα έγκατα της γης
είμαστε κάτι απίστευτες αγχόνες
στημένες στης οργής
τα ουράνια νεφελώματα με μίσος
Έγραφα και ποιήματα ανάμεσα στο πεζό.
"Πιο δίπλα, ένα μανάβικο με τα καφάσια του αραδιασμένα μπροστά, γεμάτα φρούτα, λαχανικά και τέτοια. Άρπαξε δυο μήλα και το βαλε στα πόδια. Σταμάτησε πίσω από ένα χαμόσπιτο έξω από την πόλη, λαχανιασμένος. Δυο μήλα! τα κοίταξε με λύπηση θαρρείς, τα σκούπισε στο παντελόνι του κι έκοψε μια τεράστια μπουκιά, το μισό μήλο κι έβλεπε με τη φαντασία του τον μανάβη να καταφτάνει αγριωπός και βιαζόταν να κρύψει την ενοχή του. "Σκέψου τώρα να με τρέχουνε στις αστυνομίες τους για δυο μήλα- μ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Ένας λιποτάκτης και μια κλοπή, συγκλονιστικό ρεπορτάζ για τις εφημερίδες. Ευκαιρία κι αυτή τη φορά, να γεμίσουν με συγκλονιστικά νέα τις στήλες τους."
Και αλλού:
"Περπατώ κι ακούω τον θόρυβο των βημάτων μου. Τη σιγουριά τους διακόπτουν, που και που, οι ξαφνικές νότες των κοτσυφιών και τα γαυγίσματα των σκύλων απ το ερημικό χειμάδι του τσοπάνη, τριγυρισμένο στους φράχτες του και τις κοπριές των προβάτων. Θλιμμένες ολότελα οι γκριμάδες στη χειμωνιά τους, με τα χαμόκλαδα γερμένα κατά τη γη, σκιαγμένα από τη φοβέρα του τόπου που γεννήθηκαν"
Έχει ενδιαφέρον μια μικρή ανάλυση ας πούμε τυχαία, αυτή η παράγραφο για να δω τον τρόπο που έγραφα τότε και τα νοήματα που συνελάμβανα, το στιλ, τον λογοτεχνικό χρωστήρα και πως συμπλέκονται οι σκέψεις, οι σκέψεις του πραγματικού με το αφηρημένο κι ας σκεφτούμε τι σχέση έχουν τα γερμένα χαμόκλαδα με τη φοβέρα ενός τόπου!
Κριτικάροντας τον εαυτό μου για αυτό το βιβλίο, γραμμένο περίπου πριν σαράντα χρόνια, είκοσι χρονών το έγραφα και όταν έγινα εικοσι έξι εκδόθηκε, διαβλέπω την όποια εξέλιξη είχα στον τρόπο γραφής μου κι αντικειμενικά, θα λεγα πως προχώρησα, όπως προχώρησα, γιατί:
"Τόση φοβέρα δεν την βρίσκεις πουθενά. Ανοίγεις τη χάπα σου και λες έφτασα, πήδηξα στο γκρεμό κι είμαι κοντά σου!"

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2018

ΕΙΣΑΙ ΚΙ ΕΣΥ ΛΙΓΟ ΑΠΟ ΑΥΤΟ.






Αφίσα, παρεξηγημένο έντυπο διαφήμισης, προπαγάνδας, μεγάλο εργαλείο για τη μετάδοση ιδεών και πολιτικών μηνυμάτων, όπως κι αν σταθώ απέναντι της νιώθω κάτι ιδιαίτερο, εκτός από όλα τα παραπάνω, λες και μια αόρατη δύναμη με συνδέει με τα έντυπα αυτά, ίσως μια αδιόρατη απειλή, ίσως ένας φόβος πως μπορεί μια αφίσα να μου κάνει κακό, ίσως και μεγάλο καλό αλλά όπως και να το σκεφτώ, γυρνώ στις καλλιτεχνικές αφίσες, όπως αυτές που είδα χτες στο Κολωνάκι, στη γκαλερί Ζουμπουλάκη που φυσικά γέμισε ασφυκτικά από γκλάμουρ και μη κυρίες φιλότεχνες και κύριους καλοντυμένους, ρεπόρτερ και δημοσιογράφους, το ίδιο είναι; για να απολαύσουν οπτικά και όχι μόνο, αφίσες που με γύρισαν στο μακρινό παρελθόν, αφίσες του Γουόρχολ, το Μαξ Ερνστ, του Πικάσο, Ντε Κίρικο, Μαν Ρει, αλλά και Τσαρούχη, Μόραλη, Ψυχοπαίδη και άλλων επιφανών τε αντρών, Χρύσας! να και μια γυναίκα! και όπως και να το κάνεις όταν γυρνάς πίσω πάντα υπάρχει μια νοσταλγία, μια αγάπη παράξενη για ότι έζησε τότε και ήσουν κι εσύ λίγο από αυτό, το πληροφοριακό μέσο που όσο πάει και χάνει την ανάλογη δύναμη του εξ αιτίας της ηλεκτρονικής πληροφόρησης και, ψαχουλεύοντας ανάμεσα στο πραγματικά μεγάλο πλήθος ανθρώπων που κατέφταναν να δουν την έκθεση, σκέφτηκα πόσο ενδιαφέρον προξενούν ακόμα και συγκινούν οι αφίσες! [συγκρινοντας την κοσμοσυρροή με άλλα σχετικά γεγονότα, εγκαίνια εκθέσεων καλλιτεχνικών εκδηλώσεων, ποίησης, θεάτρου, βρήκα πως ήταν συντριπτικά μεγαλύτερο το κοινό που θέλησε να δει τις παλιές αφίσες.]




Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2018

ΜΕΡΕς ΜΕ ΤΟΝ ΝΙΚΟ.ΜΙΑ ΚΟΥΒΕΝΤΑ. [Πλιάτσικας-Σπάρταλης]




Δεν μπορώ να πω πως δεν τον συνάντησα. Στην πραγματική ζωή όχι, μέσα από τις δημιουργίες του, τις ταινίες, κάποιες κουβέντες του που είχα ακούσει, με συνάρπαζε σαν σκηνοθέτης, σαν κάτι αόριστο, μαγικό, κάτι που είχε να πει κατά μυστηριώδη τρόπο επιβαλλόμενο. Με τον Δράκο του έκανα παρέα πολλές αξημέρωτες νύχτες, προβληματισμένος για το τι είναι ένας δημιουργός σαν τον Κούνδουρο, πόση μαεστρία χρειάζεται για το στήσιμο ενός αριστουργήματος- ο Δράκος είναι ένα αριστούργημα, ειδικά αν λάβουμε υπ όψιν την εποχή και με τα μέσα που δημιουργήθηκε- και γιατί όπου περισσεύει το ταλέντο περισσεύουν και οι δυσκολίες, για να θυμηθούμε πόσα ντράβαλα τράβηξε προσπαθώντας να δείξουν οι αίθουσες τον Δράκο. [Αυτό που πλήρωνε για να το προβάλλουν δεν το ξερα και με κανε να θαυμάσω τις ψυχικές αντοχές του τριαντάχρονου τότε Κούνδουρου αλλά και την πίστη του στην εργασία του.] Από τους ανθρώπους που τον έζησαν γνώρισα την τελευταία του "βοηθίνα" την Μαρία Περρή. Μου είπε πολλές φορές πως ήταν ένας ιδιαίτερος άνθρωπος. Αν κρίνω από την ομορφιά και την κουζουλάδα της Μαρίας, καταλαβαίνω πως διάλεγε τους συνεργάτες του. [Άνθρωποι δύσκολοι, αλλιώτικοι, επιμεριστικοί, τρελούτσικοι.]
1] Με την πρώτη ματιά δε μοιάζεις και για "βαρύς" δημιουργός, ο Κούνδουρος τι σου έλεγε επ αυτού; Κατ εμέ, ψυχογραφικά δείχνεις ανεμοστρόβιλος. Αυτό που έγραψε ο Στεφανίδης για το alter ego του Κούνδουρου, εσύ δηλαδή, δε στέκει. Τι διάολο! μπαστούνι του ήσουν όπως συνεχίζει να υποστηρίζει ο Στεφανίδης;
Ωραία ξεκινήσαμε! Λοιπόν, εσύ αποφάσισες να μου κάνεις κάποιες νόστιμες και προβοκατόρικες ερωτήσεις, προβοκάροντας τον προβοκάτορα, αλλά εγώ δεν έχω ανάγκη την υπερβολή αυτή, τσάμπα σπαταλάς το ταλέντο σου! Μια λέξη να μου πεις, θα πω χίλιες. Θα πω εξυπνάδες, θα πω χαζομάρες. Θα είμαι τρυφερός, θα είμαι και βίαιος. Από μόνος μου! Τέλος πάντων, «βαρύς» δε θέλω να είμαι, ούτε και το «μπαστούνι» το παίζω καλά. Σκέψου όμως, ότι τα τελευταία χρόνια της ζωής του,  ο Κούνδουρος αναζητούσε νέους ανθρώπους στην παρέα του, έστω και μόνο για την φυσική τους ρώμη, για να μετακινήσουν ένα καναπέ, ας πούμε, ή για να σπρώξουν έξω από την πόρτα έναν ενοχλητικό επισκέπτη. Ε, κι ένας από αυτούς τους νέους ήμουν κι εγώ. Αυτό ήταν όλο. Ήμουν και ξύπνιος, οπότε καταλαβαίνεις τι έγινε!
2] Φυσικά με τον Κούνδουρο συναντήθηκα από τα μικρά μου χρόνια, με τον Δράκο. Και τη Μαγική πόλη, ίσως και τις Μικρές Αφροδίτες αλλά ο Δράκος είναι το σήμα κατατεθέν του. Μάλιστα στη ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ ΩΡΑ το τελευταίο μου μυθιστόρημα που διάβασες κι εσύ, υπάρχει μια αντιστοιχία ηρώων όπου ο ένας ήρωας [σωσίας] αντικαθιστά τον πραγματικό με τα όποια αποτελέσματα της ιδέας που όλοι θέλουμε κάποτε να είμαστε κάποιοι άλλοι.
Αυτή δεν είναι ερώτηση, μιλάς για σένα. Καλά κάνεις! Κι εγώ στο βιβλίο μου το ίδιο κάνω, παριστάνω ότι θα μιλήσω για τον Κούνδουρο, αλλά στο τέλος μιλάω για μένα.

3] Ένα βιβλίο χρειάζεται να είναι κοφτερό μαχαίρι για να τυπωθεί. Οι «Μέρες με τον Νίκο» τι μαχαίρι είναι; θέλω να πω ποια είναι η αναγκαιότητα αυτού και γιατί θα το διαβάσει κάποιος νοήμων άνθρωπος;
Το βιβλίο ήταν μια δική μου ανάγκη, να ιστορήσω, να μην χαθούν οι στιγμές μας με τον Κούνδουρο. Δική μου ανάγκη περισσότερο. Αν έχει κάτι «κοφτερό», εγώ θα το έλεγα καλύτερα «πικάντικο», είναι ότι ιστορώ μια σπουδαία προσωπικότητα -έναν άρχοντα- από μέσα, όχι απ’ έξω. Μιλάω για τον «ανεπίσημο» Κούνδουρο που έζησα.
4] Έκανα φύλλο και φτερό το βιβλίο σου. Συγγραφέας είσαι επειδή διηγήθηκες τη ζωή σου; Έχει δηλαδή τόσο ενδιαφέρον για τον κόσμο να μάθει τις κουζουλάδες σου; Έκανα φύλλο και φτερό το βιβλίο σου που σημαίνει πως υπάρχει κάποιο ενδιαφέρον. Ο υποφαινόμενος πετάει σαν σκούφια, με την πρώτη ματιά, με την ανάγνωση μιας αράδας, κάποιου βιβλίου, ξέροντας αν χρειάζεται να ασχοληθεί έστω κι ένα δευτερόλεπτο μαζί του. Από αυτή την άποψη κερδίζεις κάτι.
Ευχαριστώ πολύ. Το βιβλίο το έγραψα από «μέσα» ανάγκη –όχι για την κονόμα- και γι αυτό είναι φορέας αλήθειας.
5] Ο τίτλος δε μ αρέσει. Τι θα πει μέρες με τον Νίκο; Πατάτες. Στη δεύτερη έκδοση βρες άλλον. Πιο ελκυστικό, περισσότερο συναρπαστικό. Ένα βιβλίο δεν πρέπει να είναι παίξε-γέλασε.
Γράψε εσύ ένα βιβλίο ακόμα και βάλτου όποιον τίτλο θέλεις. Εγώ θα κάνω τα δικά μου. Αυτό το βρίσκω πιο τίμιο, από το να σχολιάζουμε ο ένας τους τίτλους του άλλου!
6]Τι σημασία έχει να γραφτεί κάτι παραπάνω για τον Κούνδουρο; [όσα θέλουμε να ξέρουμε γι αυτόν είναι γραμμένα στα λεξικά.] Και θ αρχίσω από τούτο: Οι μισοί Κρητικοί είναι κακοί και οι υπόλοιποι μισοί, καλοί. Δεν υπάρχεις μέσος όρος, δεν υπάρχει μέτριος Κρητικός, έτσι θέλετε να εμφανίζεστε. Μεγαλομανείς από τον Καζαντζάκη μέχρι τον Κούνδουρο που λίγο ή πολύ τον παρουσιάζεις σαν γίγαντα. Έλα ρε Σπάρταλη! για χαμήλωσε λίγο!
Δε χαμηλώνω Πλιάτσικα τον κώλο σου να χτυπάς! Τοπικιστής είναι αυτός που πιστεύει ότι ο τόπος του είναι καλύτερος από την Κρήτη! Πλάκα κάνω.
7] Η στίξη μοιάζε με την...στύση. Ή την έχεις ή δεν.. Υπερασπίζεσαι πως είναι διήγηση, σχεδόν προφορικός λόγος όσα μας γράφεις και το κατανοώ- και ο προφορικός λόγος όμως, όταν μεταφέρεται γραπτώς, έχει ανάγκη σωστής στίξης και η δικιά σας στύση και στίξη είναι κυριολεκτικά πεσμένη!
Δεν ξέρεις τι σου γίνεται! (Στο λέω με αγάπη)
8] Είπα πως δεν είναι ανιαρό βιβλίο σαν τέτοια που καταντούν συνήθως αυτά τα πονήματα που κολακεύουν ακόμα και τα ελαττώματα των ηρώων τους. Διαβάζεται. Στα προσωπικά σου, Σπάρταλη, στη σχέση σου με το ποτό είσαι ειλικρινής, όσο σε παίρνει. Μαζί έχουμε πιει κάμποσο. Κάμποσο-πολύ, μπορώ να πω. Δε μου κάνει εντύπωση που ο Κούνδουρος δεν έπινε. Μόνο γι αυτό, ήταν μεγάλος από τους μικρούς άντρες. [Συμπερασματικά, πάντως δε γίνεται ιδιαίτερα συμπαθής στον αναγνώστη σου έτσι που τον παρουσιάζεις, εσύ σαν σαρκοαυτοβιογραφούμενος μέσα από όλο αυτό, μερικές φορές με εξέπληξες, διαφέρεις από την εν ζωή παράσταση σου.Γιατί;]
Με μπέρδεψες τώρα. Τέλος πάντων, οι άνθρωποι που ήξεραν πολύ καλά τον Κούνδουρο και οι άνθρωποι που ξέρουν πολύ καλά εμένα, δεν μου έχουν επισημάνει καμία αντίφαση ζωής-έργου μας. Το αντίθετο μάλιστα, όλοι λένε ότι το βιβλίο ζωντάνεψε μέσα στο νου τους τα θρυλικά μας κατορθώματα με τον Νίκο!
9] Οι άλλοι συντελεστές του βιβλίου λίγο ενοχλούν, ας πούμε η κυρία Μαζίρη και ο Στεφανίδης που διάκεινται φιλικά προς τον συγγραφέα, παραείναι μεγαλιότητες και καθόλου φειδωλοί στα κοσμητικά. [Χαριτωμένος! για σένα, μεγαλειώδης, μοναδικός για τον Κούνδουρο και άλλα που δεν χρειάζεται ν αριθμήσω και το ότι δε θα τολμούσες να γράψεις αυτό το βιβλίο αν ζούσε ο Κούνδουρος δε μ αρέσει, δείχνει δειλία.]
Ο Στεφανίδης με εξάρει και η Ματζίρη μου «τα χώνει» χοντρά –και καλά κάνει–,  δεν το διάβασες καλά το βιβλίο, μου φαίνεται, ή με προβοκάρεις και πάλι κατά τη συνήθεια σου! Λοιπόν, έχω μια σειρά από αντιφάσεις στο σακούλι μου, μάθημα του Κούνδουρου κι αυτό. Βαριέμαι πάρα πολύ εύκολα κι έτσι στρέφομαι από τρυφερός σε βίαιο και από γενναίος σε δειλό. Δε θα είχα εκδώσει σε καμία περίπτωση αυτό το βιβλίο αν ζούσε ο Κούνδουρος, αυτό είναι αλήθεια και γι αυτό… είμαι δειλός. Ζει όμως η σύζυγος του Νίκου, ο γιος και η κόρη του, πολλοί ένδοξοι φίλοι του και γι αυτό… είμαι γενναίος! Διάλεξε μόνος σου.
10] Όσο αφορά τη συνολική επίδραση του Κούνδουρου- ένας άντρας όταν φεύγει δείχνεται το έργο του, όσο κι αν αυτό είναι σχήμα οξύμωρο- ο πολύς κόσμος μάλλον τον αγνοεί. Ένα μικρό γκάλοπ για την αναγνωρισιμότητα του θα σε πείσει για το λεγόμενο μου κι αυτό με θλίβει γιατί όντως αυτός ο άνθρωπος πρόσφερε αρκετά, σημαντικά πράγματα στον χώρο της τέχνης. [Για την ίδια τη ζωή δε νομίζω πως χρήζουν ιδιαίτερης μνείας, ει μη μόνο για τους οικείους του.]
Έργο και ζωή για τον Κούνδουρο ήταν ένα. Κι εγώ το ίδιο κάνω κι εσύ το ίδιο. Γι αυτό πίνουμε και συζητάμε μαζί τόσα χρόνια. Ο Κούνδουρος έγινε πρωτοπόρος σκηνοθέτης γιατί ήταν πρωτοπόρος άνθρωπος, ενώ ο Αγγελόπουλος έγινε πρωτοπόρος άνθρωπος γιατί ήταν πρωτοπόρος σκηνοθέτης. Καλό έτσι? Σε κούφανα τώρα Πλιάτσικα! Σ αγαπώ και σ’ ευχαριστώ. Φτάνει.
11] Προτού ... φτάσει, κάνε μια ερώτηση στον εαυτό σου και απάντησε.
Μου ζητάς να κάνω μια ερώτηση στον εαυτό μου. Τίμιο! Θα την κάνω. Με ρωτάω λοιπόν αν είμαι ευτυχισμένος. Και απαντάω μόνος μου. Ευτυχισμένος είναι ο ανόητος άνθρωπος ή ο μέθυσος, μέθυσος με οποιοδήποτε τρόπο. Εγώ ανόητος δεν είμαι, είμαι όμως "μέθυσος", με τη ρακή, το κρασί και τον έρωτα, τον κάθε έρωτα. Έζησα λοιπόν ευτυχισμένες στιγμές, πήγα μέχρι εκεί που πάει ο άνθρωπος. αυτό ήταν όλο. Η ευτυχία είναι στιγμές και είχα τέτοιες πολλές.
Ένας πίνει, δέκα μεθούν. Σπάρταλη. Το βιβλίο σου είναι καλό. Αυθεντικό πόρισμα.
Διαβάστε, λοιπόν φίλοι ένα καλό βιβλίο για μια αυθεντία: τον Νίκο Κούνδουρο.

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΤΗς ΚΑΤΕΡΙΝΗς συνέχεια




Την άλλη μέρα  με το δεξί του μάτι μελανιασμένο να πονάει αφόρητα, τον κάλεσε ο διοικητής επιλαρχίας, είχε κατά νου πως η αιτία ήταν όσα είχαν συμβεί στο σκυλάδικο. Τον οδήγησε εκεί ο επιλοχίας που στάθηκε έξω από το γραφείο και περίμενε την εξέλιξη. Ο Γιάννης Μποφίλιος μπήκε σε ένα τέτοιο γραφείο για πρώτη φορά, χαιρέτησε, ανάφερε κατά τα στρατιωτικά και στάθηκε προσοχή, όχι και τόσο καλά, πράγμα που δεν έδειξε να ξεφεύγει της αντίληψης του άλλου.
-Κάτσε! Διέταξε ψυχρά.
Κάθισε, κοιτάχτηκαν στα μάτια.
-Υπάρχει μια μήνυση εδώ εναντίον σου για χειροδικία και τραυματισμό πολίτη, ξέρεις τι σημαίνει αυτό;
-Όχι, απάντησε.
-Σπάσιμο κάτω σιαγόνας έδειξαν οι ιατρικές εξετάσεις, το λιγότερο ένα χρόνο φυλάκισης από το στρατοδικείο! Κατάλαβες;
-Μα..αυτοί μας επιτέθηκαν…πήγε ν αρθρώσει.
-Δεν έχει καμιά σημασία! Σκάσε! Ο στρατιώτης οφείλει να είναι υπόδειγμα απέναντι στους πολίτες και όχι να χειροδικεί μαζί τους!  Σε άκουσαν κιόλας να απειλείς πως θα τους σκοτώσεις! Κατάλαβες;
-Ποιος είναι ο μηνυτής; Ρώτησε  μετά από λίγη σιωπή, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει την κατάσταση όπως διαμορφωνόταν.
-Νίκος Βαρλαούτης, ο γιος του βιομηχάνου Βαρλαούτη. Επιλοχία! Φώναξε μετά από μια επίμονη ματιά στο παράστημα του Μποφίλιου.
Ο επιλοχίας εισέβαλε σαν αστραπή.
-Πάρτε τον. Είκοσι μέρες αυστηρά φυλάκιση στην απομόνωση.
Και πρόσθεσε συνωμοτικά στο αυτί του επιλοχία για να μην ακούσει ο Μποφίλιος. «Είναι επικίνδυνος. Να έχετε το νου σας»
Στην απομόνωση, εκεί στο αδυσώπητο σκοτάδι, παρέα με τις κατσαρίδες, ίσως κι έναν ποντικό που εμφανιζόταν όταν του  έφερναν κάτω απ την πόρτα φαγητό, βρήκε το χρόνο να συμπεράνει πως αυτός ο κόσμος δεν ήταν καλός. Για πρώτη φορά το συνειδητοποιούσε έμπρακτα. Ήξερε πως ήταν αθώος αλλά αυτό δεν έφτανε. Θυμήθηκε πως η γροθιά του είχε χτυπήσει εκείνον που  είπαν πως ήταν ο Βαρλαούτης, αλλά αυτοί θα τους σκότωναν αν δεν αμύνονταν και προσπάθησε να βρει μια αιτία που τους είχαν επιτεθεί, να συνδυάσει με κάποιο άλλο γεγονός την κακία που έδειξε ο Βαρλαούτης εναντίον τους αλλά δεν έβρισκε κανέναν συνδυασμό. Ο Θάνος δεν είχε πάθει τίποτε εκτός από κάποιες αμυχές και γδαρσίματα και ο κόσμος έξω δεν έδειχνε να νοιάζεται για το τι τραβούσε ο στρατιώτης Γιάννης Μποφίλιος.
Πέρασαν οι μέρες βγήκε από την απομόνωση, τυφλώθηκε από το Χειμωνιάτικο φως του ήλιου βαδίζοντας δίπλα στον Ενιππέα, όταν εμφανίστηκε η Τασία.
-Αυτόν βρήκες να χτυπήσεις ρε! Το καλύτερο παιδί της Κατερίνης; Τι σου κανε ρε; Στάθηκε μακριά του άκρως επιθετική- καμία σχέση με την Τασία που πριν λίγες μέρες ήθελε να τον παντρευτεί.
-Μα, τι σχέση έχεις εσύ μ αυτόν; έκανε.
-Να μη σε νοιάζει! Αδερφός μου είναι,  ο καλύτερος φίλος μου είναι..
-Σε πηδούσε; άλλαξε το ύφος του.
-Να μη σε νοιάζει, ότι ήθελε έκανε! Καλά να πάθεις, να σκουριάσεις στη φυλακή τώρα! και χάθηκε πίσω από τα δέντρα.
Ο Μποφίλιος έτριψε τα μάτια του να καταλάβει πως όλα αυτά συνέβαιναν και δεν ήταν όνειρο.
-Δεν είναι όνειρο Γιάννη, είναι η πραγματικότητα, μίλησε δίπλα του ο Θάνος. Φταις και πρέπει να πληρώσεις. Τι σε έπιασε και τον χτύπησες τον άνθρωπο; Εσύ δεν έκανες τέτοια φίλε! Τι να σου πω..συγνώμη αλλά δεν μπορώ να καταθέσω σαν μάρτυρας υπεράσπισης. Θα πω την αλήθεια: έφταιγες φίλε!
Θα πρέπει να ζούσε σε άλλον κόσμο, δε φαινόταν κάτι διαφορετικό αλλά αυτός χαμογέλασε στο φως του Χειμώνα. Όχι δε θα τους περνούσε τόσο εύκολα, δε γνώριζαν με ποιον τα είχαν βάλει. Καιρός ήταν να το καταλάβουν. Ήξερε πως είχε λίγες πιθανότητες να γλιτώσει και ιδιαίτερα να πείσει τους στρατοδίκες πως ήταν αμυνόμενος, πως φοβήθηκε για τη σωματική του ακεραιότητα, αλλά θα έκανε τα πάντα για να μη πάει φυλακή.
Ενδιάμεσα προείχαν οι πανστρατιωτικοί αγώνες στίβου που ήταν υποχρεωμένος να πάρει μέρος!
-Αυτό που άκουσες! Τον προειδοποίησε ο ίλαρχος-προπονητής. Θα τρέξεις θες δε θες και θα νικήσεις! Άκουσες Μποφίλιο: εδώ είναι στρατός δεν είναι παίξε-γέλασε!
Θα έτρεχε. Θα έτρεχε μέχρι να ξεφύγει από την ανοησία που τον κυνηγούσε από παιδί. Τι να έκανε άλλο;Του ρχοταν να γελάσει και να κλάψει. Τι παράλογος κόσμος μάνα; Της μίλησε στο τηλέφωνο κι εκείνη έκλαιγε. Μέσα από το κλάμα της κατάλαβε πως θα ερχόταν στο στάδιο να τον καμαρώσει. Θα έπαιρνε και την Ελένη μαζί της.
Το στάδιο ήταν γεμάτο ασφυκτικά. Πάνω από δέκα χιλιάδες κόσμου στις κερκίδες φώναζε, χειροκροτούσε, εκδήλωνε την παιδική χαρά του για τα κατορθώματα των αθλητών. Ανάμεσα τους η μάνα του με την Ελένη αγωνιούσαν.
Ο Μποφίλιος το απόγευμα είχε περάσει σαν πρώτος στον τελικό των εκατό μέτρων που θα έκλεινε τους αγώνες. Ήταν προετοιμασμένος γερά, ψυχικά και σωματικά. «Ο κόσμος είναι και καλός,»ψιθύρισε κι ο Θάνος δίπλα του, στα αποδυτήρια, τον κοίταζε αποσβολωμένος. «Θα τα χει χαμένα, δεν εξηγείται διαφορετικά» ψιθύρισε κι αυτός.
-Και να κερδίσεις στον τελικό δε θα κερδίσεις τίποτε στη ζωή, το στρατοδικείο δεν χαρίζεται σε κανέναν! του είπε στην πραγματικότητα.
-Το ξέρω! μίλησε αυτός.
-Ε, τότε; Γιατί να κερδίσεις; Άσε να κερδίσω εγώ που θα πάρω και τιμητική άδεια.
-Δεν κάνω τέτοιες χάρες φίλε, απάντησε.
Όταν ξεκίνησε ο αγώνας της μιας ανάσας, έτσι λέγεται δρόμος ταχύτητας των εκατό μέτρων, ένιωθε πως ήταν ένας αιώνας. Ένας αιώνας που έπρεπε να διανύσει το πολύ σε τριάντα βήματα αν ήθελε να νικήσει, να νικήσει και τον άνεμο που ήταν κόντρα αλλά και για να δώσει χαρά στους ανθρώπους  που ήταν μαζί του στις κερκίδες, που φώναζαν ρυθμικά τα όνομα του. Μπο-φι-λιος! Μπο-φι-λιος!
Έκοψε το νήμα πρώτος, σωριάστηκε στο έδαφος, νόμισε πως θα πέθαινε, μούσκεμα στον ιδρώτα, κόντρα στον άνεμο, κόντρα στους ανθρώπους, ανάποδα σε όλα όσα φαίνονταν αληθινά και δεν ήταν, ανάμεσα στις εικόνες του πλήθους ξεχώριζε η μάνα του και η Ελένη που έρχονταν να τον αγκαλιάσουν, ναι, την Ελένη θα παντρευόταν, αλλά και ο Βαρλαούτης με την Τασία! Τι δουλειά είχαν αυτοί εκεί; Γιατί είχαν έρθει στη χαρά του; Στη νίκη του; Ακόμα δίπλα και ο Διοικητής επιλαρχίας, παρέα με τον Ίλαρχο χαμογελούσαν με νόημα, τον συνέχαιραν, ναι, ήταν ο πρώτος και πρώτος ο Βαρλαούτης του είπε πως είχε αποσύρει τη μήνυση εναντίον του και ο διοικητής πως δε θα γινόταν κανένα στρατοδικείο κι έτσι ο στρατιώτης Μποφίλιος Γιάννης σηκώνοντας το χέρι φώναξε προς το πλήθος που τον αποθέωνε:
-Μία και μία! Στραβάδια, απολύομαι!
ΤΕΛΟΣ

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018

ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΤΗς ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ



ΤΟ ΤΡΕΝΟ Της ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ

Έξω από το μπαρ του Αρμόδιου, ο στρατιώτης  Γιάννης Μποφίλιος, στο μισοσκόταδο αγκαλιάζει την Ελένη. Είναι η κοπέλα του. Ωραία σκηνή, αυτός φοράει στρατιωτικά ρούχα, εκείνη γαλάζιο φόρεμα, δεν κάνει πολύ κρύο, παρ ότι είναι προς τα τέλη του Νοέμβρη, φιλιούνται σα να είναι η τελευταία φορά που θα βρεθούνε, η Ελένη κλαίει, αυτός της σκουπίζει τα δάκρυα.
-Έλα, μην κλαις, της λέει, δεν θα πάω στη Σιγκαπούρη, στην Κατερίνη πάω, έλα κι σε ένα μήνα που απολύομαι θα παντρευτούμε!
Κρατώντας πάντα στο χέρι το μπερέ των μαυροσκούφηδων  και φορώντας το, όταν ένιωθε άβολα, μπήκε στο μπαρ. Απ το βάθος τα κορίτσια χαχάνισαν κι ο Αρμόδιος πήγε προς το μέρος του.
-Κικάο; Του κλεισε το μάτι κι έσπρωξε τη μπύρα όπως στα καουμπόικα σαλούν.
-Πάντα! του χαμογέλασε.
Ρούφηξε μια γερή γουλιά, ανάσανε.
-Τριάντα και μία; Του γέλασε στα μάτια ο Αρμόδιος. Ήταν χρόνια φίλοι.
-Τριάντα και μία, Αρμόδιε!
-Τι μου θυμίζεις τώρα! Εγώ έχω δέκα χρόνια που απολύθηκα. Ξέρεις ήμουνα πεζοναύτης, πήγα στην Κύπρο να πολεμήσω για την πατρίδα, τι νομίζεις..
-Δε νομίζω..
-..πως σου λέω ψέμματα; Δε λέει ψέμματα ο Αρμόδιος. Λοιπόν φίλε θα σου δώσω μια συμβουλή: μην κοροϊδεύεις το Ελενάκι, εντάξει, είσαι ωραίος, περιζήτητος, σε γουστάρουν όλες αλλά φυλάξου, από κάποια θα τη βρεις! Τι έγινε μ αυτή που τα χεις εκεί στο Λιτόχωρο; Πως τη λένε;
-Την Τασία λες; Ωχ, μωρ αδερφάκι μου, όλο βαβούρα είσαι! Τι να πάθω; Γυναίκες είναι, περνάω τον καιρό μου, πιάσε μια Κικάο ακόμα, έλα! Προχώρα! Κι ήπιε μια θάλασσα.
Την άλλη μέρα το πρωί ήταν μισοσκοτωμένος από το βραδινό μεθύσι, που περίμενε το τρένο, ο καιρός είχε αλλάξει φυσούσε άγρια, πάγωνε το καλοξυρισμένο του μάγουλο. Στο σταθμό της Λαρίσης ,στις αποβάθρες του τρένου τον συνόδευε η μάνα του κι όλο του μιλούσε, και τον συμβούλευε, να προσέχεις παιδί μου, να προσέχεις, λίγο σου έμεινε ακόμη, άειντε ν απολυθείς με το καλό, να γυρίσεις κοντά μας, εγώ φοβάμαι που είσαι ακόμα εκεί με τα όπλα, γιατί δεν βάζουν άλλους; όλους εσύ πρέπει να τους εκπαιδεύσεις;
Την κοίταζε αγαπημένα που τον νοιάζονταν. Φιλήθηκαν σταυρωτά και χώρισαν. Εκείνη περίμενε μέχρι να χαθεί το τρένο στο βάθος κι ύστερα πήρε το δρόμο για την έξοδο από το σταθμό, ενώ ο Γιάννης κάθισε στο κουπέ, δίπλα στο τζάμι κι έβλεπε τα κτήρια να φεύγουν πίσω του.
«Θα προσέχω ρε μάνα, θα προσέχω. Στρατός είναι, δικαιολογούν και κάποιες απώλειες!» μονολόγησε στο σκοτάδι και θυμήθηκε έναν συνάδελφο εκπαιδευτή που είχε χάσει τη ζωή προσπαθώντας να απασφαλίσει μια νάρκη εδάφους.
 Ήξερε πως όλα αυτά ήταν ένα παιχνίδι ζωής και θανάτου αλλά δε φοβόταν, πίστευε πως ήταν αθάνατος ή δε νοιαζόταν για τέτοια πράγματα, ποτέ δε σκεφτόταν πως θα μπορούσε να πεθάνει νέος. Ύστερα, κατέβασε το μπερέ να του σκεπάζει τα μάτια και προσπάθησε να κοιμηθεί, να ξεκουραστεί μέχρι να φτάσουν στο σταθμό του Λιτόχωρου.
Εν-δύο, εν δυο, ένα δυο-ένα δυο, βάδιζε στη σειρά του στον ουλαμό και σκεφτόταν πως ο στρατός είναι άγριο πράγμα, σκεφτόταν πως τους προετοίμαζαν να είναι έτοιμοι όταν έρθει η ώρα να πολεμήσουν. Ύστερα καθάριζε τις πατάτες στα μαγειρεία, παρέα με τους άλλους. Μέχρι ν απολυθείς αγγαρεία και σκοπιά είσαι στους μαυροσκούφηδες, ένα κομμάτι που όταν έρθει η ώρα πρέπει να πεθάνει για την πατρίδα ή για τους στρατηγούς. Ο Μποφίλιος εκτός από όμορφος ήταν και έξυπνος και θα προσπαθούσε να επιζήσει μέσα σ αυτή την άγρια φάρα των πολεμιστών που άμα τους δίνονταν η ευκαιρία σκοτώνονταν και μεταξύ τους.
Μετά την αγγαρεία παίξανε μπάλα, όταν τέλειωσαν ένα άγριο ματς σφούγγισε τον ιδρώτα παράμερα κι άναψε τσιγάρο παρέα με τον Θάνο τον φίλο του.
-Κωλόφαρδοι! Γρύλισε ο Θάνος. Χάσαμε απ αυτούς!
-Θα χάνουμε και καμιά φορά, σκούπισε λίγο αίμα στην κνήμη.
-Χτύπησες ρε; Έκανε ανήσυχα ο άλλος.
-Σιγά, δεν είναι τίποτα. Τι να θέλει ο ίλαρχος; Ρώτησε απορημένος βλέποντας τον πράγματι να έρχεται προς το μέρος τους κι ο Θάνος δεν πρόλαβε ν απαντήσει. Σηκώθηκαν και χαιρέτησαν, στάθηκαν προσοχή. Ο Ίλαρχος τους έγνεψε ανάπαυση.
-Μποφίλιο αύριο το πρωί θα έρθετε και οι δυο για προπόνηση, δε θα πάτε στην κλάση. Οι δυο σας θα τρέξετε εκατό μέτρα στους πανστρατιωτικούς. Έχουμε δέκα μέρες να προπονηθείτε μέχρι τότε. Εντάξει; Συνεννοηθήκαμε;
-Μα κύριε ίλαρχε εμείς δεν έχουμε τρέξει στίβο..πήγαν να πουν.
-Δεν έχει μα και μου, είναι διαταγή! Εμπρός, πηγαίνετε να ξεκουραστείτε κι αύριο στο στίβο! Διέταξε ο ίλαρχος που εκτελούσε και χρέη προπονητή μια και ήταν παλιά δόξα του ποδοσφαίρου.
Οι διαταγές στο στρατό είναι άμεσες και εκτελούνται δίχως αντίρρηση, αυτό το είχε νιώσει καλά ο Μποφίλιος που είχε κάνει αρκετές μέρες φυλακή ακόμα και στην απομόνωση. Απομόνωση, τρομερό πράγμα! Σε κλείνουν σε ένα στρόγγυλο κελί μερόνυχτα, χωρίς τίποτε μαζί σου, σου δίνουν να φας φακές με τα χέρια μια φορά στις τρεις μέρες, το σκοτάδι είναι τόσο απέραντο που δεν ξέρεις πότε είναι μέρα και πότε νύχτα και κάποιες φορές πιστεύεις πως έχεις πεθάνει.

Ξεκίνησαν τις προπονήσεις και έκαναν εκπληκτικούς χρόνους. Ο Μποφίλιος νόμιζε πως δε χρονομετρούσε σωστά ο Ίλαρχος αλλά μετά από συνεχείς χρονομετρήσεις πείστηκε πως μπορεί να έμπαινε στο τελικό και όχι μόνο αλλά να πάρει το χρυσό μετάλλιο.
-Αν δε βγεις πρώτος θα σε χώσω είκοσι μέρες στην απομόνωση! του σφύριξε με χοντρό στρατιωτικό χιούμορ.
-Τι λέει μωρέ ο μαλάκας; Ψιθύρισε δίπλα του ο Θάνος. Αλλά εσύ θα βγεις πρώτος κι έτσι δεν έχεις πρόβλημα.
-Άσε ρε Θάνο είμαι πτώμα και το βράδυ είμαι Γερμανικό νούμερο στη βόρεια σκοπιά, στον Ενιππέα.
Πράγματι ακριβώς στις δύο τα μεσάνυχτα η περίπολος  τον άφησε στη σκοπιά. Μόλις έσβησαν τα βήματα τους άναψε τσιγάρο, κι απέθεσε το Τόμσον στον τοίχο. Έκανε ψύχρα, ο ουρανός ήταν μουντός, τα σύννεφα προς το γκρίζο, σημάδι πως ερχόταν χιονιάς.
Οι ώρες, τα λεπτά, ο χρόνος γενικά περνάει πολύ βασανιστικά στη σκοπιά. Αργά-αργά λες και είναι τσαντισμένο μουλάρι που δε θέλει να κάνει το χατήρι κανενός. Τι-τακ, τικ-τακ οι λεπτοδείκτες ν ακούγονται σα μαχαιριές!
Κάποια στιγμή, θα χε περάσει κάνα τέταρτο άκουσε  θόρυβο στους θάμνους. Άρπαξε το Τόμσον, όπλισε και το στρεψε κατά κει.
-Αλτ! Τις ει; Φώναξε.
Στο αχνόφωτο φάνηκε η σκιά της Τασίας.
-Εδώ είναι η καρδιά, που σημαδεύεις; Εδώ σημάδεψε και πυροβόλησε! Του δειξε το μέρος της καρδιάς της και το μεγάλο στήθος της ανεβοκατέβαινε. Η ανάσα της έβγαινε ζεστή, το φιλί της στο στόμα του υγρό.
-Τι θέλεις εδώ; Θέλεις να με κάψεις; Φύγε γρήγορα! Της σφύριξε στο αφτί.
-Όχι, δε φεύγω! Αν δε μου υποσχεθείς πως θα παντρευτούμε σε ένα μήνα που απολύεσαι δε φεύγω. Ή θα πέσω στον Ενιππέα να πνιγώ ή θα έρθω να τα πω όλα στον ίλαρχο!
-Εντάξει! Εντάξει, φύγε τώρα θα τα πούνε αύριο που έχω έξοδο. Φύγε και θα βρεθούμε στην Κατερίνη και στο μυαλό του ήρθε η μορφή της Ελένης που και σ αυτήν είχε τάξει γάμο μόλις απολυόταν.
Η Τασία αφού τον φίλησε μια φορά ακόμα πιο παθιασμένα, έφυγε, χάθηκε στο σκοτάδι και για μια στιγμή νόμισε πως δεν είχε γίνει αυτή η σκηνή αλλά σαν ηρέμησε σκέφτηκε πως είχε μπλέξει άσχημα με δυο γυναίκες που τον πίεζαν ασφυκτικά για τον ίδιο σκοπό κι έπρεπε να δώσει άμεσες λύσεις. Άμεσες.
Στο δωμάτιο  μικρού ξενοδοχείου στην Κατερίνη.
 Τα ξύλινα σκαλοπάτια τρίζουν κάτω από τις αρβύλες του καθώς ανεβαίνει για να συναντήσει την Τασία. Ανοίγει την πόρτα εκείνη τον περιμένει γυμνή. Ολόγυμνο κορίτσι. Χωρίς να γυμνωθεί αυτός, της κάνει έρωτα. Εμείς βλέπουμε τις σόλες από τις αρβύλες και λίγες λάσπες ξεραμένες που χουν απομείνει εκεί.
Η Κατερίνη είναι όπως όλες οι Ελληνικές κωμοπόλεις της επαρχίας. Πολύβουες αλλά αργοκούνητες. Την ημέρα νομίζεις πως δε συμβαίνει τίποτε κι όλα βαίνουν καλώς. Το βράδυ γεμίζουν οι καφετέριες, τα καφενεία και τα κωλόμπαρα με κόσμο. Στρατιώτες πολλοί, μια και υπάρχουν παντού μαυροσκούφηδες, λοκατζήδες, πεζικάριοι, όλα τα σώματα του στρατού.Οι δυο φίλοι μπήκαν στο σκυλάδικο με κέφι. Έτοιμοι να σαρώσουν τα πάντα. Κάθισαν σε τραπέζι κοντά στην πίστα, παράγγειλαν ένα μπουκάλι ουίσκι.Γεια μας! Σήκωσε το ποτήρι ο ΘάνοςΒίβα! Ακολούθησε ο Γιάννης Μποφίλιος και σηκώθηκε στην πίστα.Το μπουζούκι έπαιζε το είμαι αητός χωρίς φτερά κι ο Θάνος χτυπούσε παλαμάκια στον φίλο του.Είκοσι και μία ρε! Στραβάδια απολύομαι! γελούσε ο Μποφίλιος κι όλα έμοιαζαν ή ήταν ευτυχισμένα. Τίποτε δεν μπορούσε να τους χαλάσει αυτές τις χαρές.Σ αγαπάω ρε εσένα, σ αγαπάω! Είσαι ο καλύτερος φίλος μου! μίλησε όταν κάθισαν στο τραπέζι τους, ο Θάνος.Κι εγώ σ αγαπάω ρε! Κι εσύ είσαι ο καλύτερος φίλος μου! απάντησε.Απέναντι σε μια παρέα χωριάτιδων πολιτών δεν άρεσε αυτό-πάντα υπάρχει μια κόντρα μεταξύ των. Φαντάροι και πολίτες δε χωνεύονται σ όλον τον κόσμο. Δεν άρεσε η ευτυχία που ένιωθαν οι δυο φίλοι. Έτσι είναι, κάποιοι θέλουν να σου την χαλάσουν. Σηκώθηκαν, περικύκλωσαν τους δυο φίλους φαντάρους και το σκυλάδικο μεταμορφώθηκε σε σαλούν του Τέξας. Γροθιές, κλωτσιές, ποτήρια, πιάτα, λουλούδια ξεσφεντονίζονταν κατά παντός. Κανείς δεν καταλάβαινε ποιος χτύπαγε ποιον και για ποια αιτία, ώσπου κάποια στιγμή οι δυο φίλοι μέτραγαν τα σπασμένα κόκαλα τους έξω από το σκυλάδικο που τους είχαν πετάξει.-Θα τους σκοτώσω! Μια μέρα θα τους σκοτώσω! Φώναξε αιμόφυρτος ο Μποφίλιος κι ο Θάνος προσπαθούσε να του κλείσει το στόμα με το ματωμένο του χέρι.
ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ [αύριο]







ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...