Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΥΝΑΙΚΕς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΥΝΑΙΚΕς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2018

ΤΙ ΝΟΗΜΑ ΕΧΕΙ ΤΟ ΜΠΛΟΓΚ;

Άμα γράφεις κάτι να χει και καμιά αξία, αλλιώς γιατί να το κάνεις; Από προσωπική ευχαρίστηση; τι νόημα έχει να σκοτώνεις και τις λέξεις;  και τι ευχαρίστηση είναι αυτός ο βασανισμός της έκφρασης; Ένα λιμάνι χωρίς να ξέρεις που βρίσκεται, τι σε νοιάζει αν σκοτώνονται κι εκεί οι άνθρωποι; αλλιώς το είπε ο άλλος και δεν πρόλαβες να το συγκρατήσεις, κάτι σαν, αφού δεν ξέρεις σε ποιο λιμάνι πηγαίνεις, τι σε νοιάζει ποιος άνεμος φυσάει; ναι, έτσι θα είναι και συ μπέρδεψες τους σκοτωμούς των ανθρωπων, είναι κι αυτό μια αξία, να το πιστεύεις πως οι άνθρωποι είναι τίμιοι, τι χρειάζεται η ηθική σε έναν ανήθικο κόσμο; όμως αυτά τα δυο πρέπει να συνεξελίσσονται, δεν υπάρχει πια μόνον Δαρβίνεια εξέλιξη και η ασταθής ισορροπία του σύμπαντος κυριαρχεί στις νεώτερες διαπιστώσεις των φιλοσόφων αλλά, ναι, αυτό το λιμάνι που δεν ξέρεις ποιος άνεμος φυσάει και άραγε δε σε ενδιαφέρει γιατί να υπάρχει στις άκρες του μυαλού σου; και δηλαδή θες να μας πεις πως αυτά που αραδιάζεις τώρα εδώ έχουν κάποια αξία και άρα χρειάζεται να γραφούν, να γίνει δηλαδή αυτός ο κόπος, να τα διαβάσουν κάποιοι και να βγάλουν ένα ρεζουμέ αλλιώς τι νόημα έχει αυτό το μπλογκ;



Άμα γράφεις κάτι, να έχει αξία αλλιώς γιατί να το κάνεις. Για να γεμίσεις το κενό, τον χρόνο της πλήξης κι ένα παράξενο φίλιωμα με τις γραμμένες λέξεις; λέξεις γραμμένες στη σειρά επιβεβαιώνουν κάποιο νόημα, είναι σίγουρο αυτό αλλά γιατί οι γυναίκες υπερέχουν συντριπτικά στο μπλογκινκ; ίσως αυτές έχουν μεγαλύτερη ανασφάλεια; ή την δείχνουν. Μάλλον έτσι θα είναι. Οι άντρες είναι πιο ισχυροί σ αυτό το σημείο, είναι πιο δυνατοί στην ανασφάλεια αυτού του κόσμου, πιο εγκρατείς, περισσότερο συγκροτημένοι-έτσι νιώθω σαν άντρας, αυτό σας μεταφέρω. Όμως, σίγουρα πιο δυνατοί είναι οι ερμαρφρόδιτοι, τι παλιολέξη κι αυτή! αν και την καταλαβαίνω ποτέ δεν της έδωσα την απαραίτητη προσοχή, κάτι σαν αρσενικοθήλυκο μου θυμίζει και αυτό πιστεύω πως θέλει να επεξηγήσει, πως δηλαδή θα είναι ο κοντινός στον μέλλον προς εμάς άνθρωπος, [τώρα δεν έβαλα και σε τόσο καλή σειρά τις λέξεις αλλά πάλι με λίγη προσπάθεια θα καταλάβετε τι θέλω να πω].

Και χωρίς να θέλω να επανέλθω στο λιμάνι, ο άνεμος με σπρώχνει πάλι κατα εκεί. Τί νόημα έχει να γράφουμε όλοι; και θα μου απαντήσεις γιατί όχι; όπως μιλάμε έτσι και γράφουμε! τι σε νοιάζει εσένα αν φυσάει ούριος η σιμούν; λίβας ή σορόκος; το λιμάνι ποτέ δε θα είναι το ίδιο και το ξέρεις, όπως πρέπει να ξέρεις πως οι άνθρωποι χρειάζεται να γράφουν, ένα σημείωμα, μια στροφή ενός ποιήματος, ένα σύγγραμμα, μια μελέτη, είδες που βρήκες άκρη στη μέση του ανέμου και στην άκρη του λιμανιού; άρα...

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018

ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΤΗς ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ



ΤΟ ΤΡΕΝΟ Της ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ

Έξω από το μπαρ του Αρμόδιου, ο στρατιώτης  Γιάννης Μποφίλιος, στο μισοσκόταδο αγκαλιάζει την Ελένη. Είναι η κοπέλα του. Ωραία σκηνή, αυτός φοράει στρατιωτικά ρούχα, εκείνη γαλάζιο φόρεμα, δεν κάνει πολύ κρύο, παρ ότι είναι προς τα τέλη του Νοέμβρη, φιλιούνται σα να είναι η τελευταία φορά που θα βρεθούνε, η Ελένη κλαίει, αυτός της σκουπίζει τα δάκρυα.
-Έλα, μην κλαις, της λέει, δεν θα πάω στη Σιγκαπούρη, στην Κατερίνη πάω, έλα κι σε ένα μήνα που απολύομαι θα παντρευτούμε!
Κρατώντας πάντα στο χέρι το μπερέ των μαυροσκούφηδων  και φορώντας το, όταν ένιωθε άβολα, μπήκε στο μπαρ. Απ το βάθος τα κορίτσια χαχάνισαν κι ο Αρμόδιος πήγε προς το μέρος του.
-Κικάο; Του κλεισε το μάτι κι έσπρωξε τη μπύρα όπως στα καουμπόικα σαλούν.
-Πάντα! του χαμογέλασε.
Ρούφηξε μια γερή γουλιά, ανάσανε.
-Τριάντα και μία; Του γέλασε στα μάτια ο Αρμόδιος. Ήταν χρόνια φίλοι.
-Τριάντα και μία, Αρμόδιε!
-Τι μου θυμίζεις τώρα! Εγώ έχω δέκα χρόνια που απολύθηκα. Ξέρεις ήμουνα πεζοναύτης, πήγα στην Κύπρο να πολεμήσω για την πατρίδα, τι νομίζεις..
-Δε νομίζω..
-..πως σου λέω ψέμματα; Δε λέει ψέμματα ο Αρμόδιος. Λοιπόν φίλε θα σου δώσω μια συμβουλή: μην κοροϊδεύεις το Ελενάκι, εντάξει, είσαι ωραίος, περιζήτητος, σε γουστάρουν όλες αλλά φυλάξου, από κάποια θα τη βρεις! Τι έγινε μ αυτή που τα χεις εκεί στο Λιτόχωρο; Πως τη λένε;
-Την Τασία λες; Ωχ, μωρ αδερφάκι μου, όλο βαβούρα είσαι! Τι να πάθω; Γυναίκες είναι, περνάω τον καιρό μου, πιάσε μια Κικάο ακόμα, έλα! Προχώρα! Κι ήπιε μια θάλασσα.
Την άλλη μέρα το πρωί ήταν μισοσκοτωμένος από το βραδινό μεθύσι, που περίμενε το τρένο, ο καιρός είχε αλλάξει φυσούσε άγρια, πάγωνε το καλοξυρισμένο του μάγουλο. Στο σταθμό της Λαρίσης ,στις αποβάθρες του τρένου τον συνόδευε η μάνα του κι όλο του μιλούσε, και τον συμβούλευε, να προσέχεις παιδί μου, να προσέχεις, λίγο σου έμεινε ακόμη, άειντε ν απολυθείς με το καλό, να γυρίσεις κοντά μας, εγώ φοβάμαι που είσαι ακόμα εκεί με τα όπλα, γιατί δεν βάζουν άλλους; όλους εσύ πρέπει να τους εκπαιδεύσεις;
Την κοίταζε αγαπημένα που τον νοιάζονταν. Φιλήθηκαν σταυρωτά και χώρισαν. Εκείνη περίμενε μέχρι να χαθεί το τρένο στο βάθος κι ύστερα πήρε το δρόμο για την έξοδο από το σταθμό, ενώ ο Γιάννης κάθισε στο κουπέ, δίπλα στο τζάμι κι έβλεπε τα κτήρια να φεύγουν πίσω του.
«Θα προσέχω ρε μάνα, θα προσέχω. Στρατός είναι, δικαιολογούν και κάποιες απώλειες!» μονολόγησε στο σκοτάδι και θυμήθηκε έναν συνάδελφο εκπαιδευτή που είχε χάσει τη ζωή προσπαθώντας να απασφαλίσει μια νάρκη εδάφους.
 Ήξερε πως όλα αυτά ήταν ένα παιχνίδι ζωής και θανάτου αλλά δε φοβόταν, πίστευε πως ήταν αθάνατος ή δε νοιαζόταν για τέτοια πράγματα, ποτέ δε σκεφτόταν πως θα μπορούσε να πεθάνει νέος. Ύστερα, κατέβασε το μπερέ να του σκεπάζει τα μάτια και προσπάθησε να κοιμηθεί, να ξεκουραστεί μέχρι να φτάσουν στο σταθμό του Λιτόχωρου.
Εν-δύο, εν δυο, ένα δυο-ένα δυο, βάδιζε στη σειρά του στον ουλαμό και σκεφτόταν πως ο στρατός είναι άγριο πράγμα, σκεφτόταν πως τους προετοίμαζαν να είναι έτοιμοι όταν έρθει η ώρα να πολεμήσουν. Ύστερα καθάριζε τις πατάτες στα μαγειρεία, παρέα με τους άλλους. Μέχρι ν απολυθείς αγγαρεία και σκοπιά είσαι στους μαυροσκούφηδες, ένα κομμάτι που όταν έρθει η ώρα πρέπει να πεθάνει για την πατρίδα ή για τους στρατηγούς. Ο Μποφίλιος εκτός από όμορφος ήταν και έξυπνος και θα προσπαθούσε να επιζήσει μέσα σ αυτή την άγρια φάρα των πολεμιστών που άμα τους δίνονταν η ευκαιρία σκοτώνονταν και μεταξύ τους.
Μετά την αγγαρεία παίξανε μπάλα, όταν τέλειωσαν ένα άγριο ματς σφούγγισε τον ιδρώτα παράμερα κι άναψε τσιγάρο παρέα με τον Θάνο τον φίλο του.
-Κωλόφαρδοι! Γρύλισε ο Θάνος. Χάσαμε απ αυτούς!
-Θα χάνουμε και καμιά φορά, σκούπισε λίγο αίμα στην κνήμη.
-Χτύπησες ρε; Έκανε ανήσυχα ο άλλος.
-Σιγά, δεν είναι τίποτα. Τι να θέλει ο ίλαρχος; Ρώτησε απορημένος βλέποντας τον πράγματι να έρχεται προς το μέρος τους κι ο Θάνος δεν πρόλαβε ν απαντήσει. Σηκώθηκαν και χαιρέτησαν, στάθηκαν προσοχή. Ο Ίλαρχος τους έγνεψε ανάπαυση.
-Μποφίλιο αύριο το πρωί θα έρθετε και οι δυο για προπόνηση, δε θα πάτε στην κλάση. Οι δυο σας θα τρέξετε εκατό μέτρα στους πανστρατιωτικούς. Έχουμε δέκα μέρες να προπονηθείτε μέχρι τότε. Εντάξει; Συνεννοηθήκαμε;
-Μα κύριε ίλαρχε εμείς δεν έχουμε τρέξει στίβο..πήγαν να πουν.
-Δεν έχει μα και μου, είναι διαταγή! Εμπρός, πηγαίνετε να ξεκουραστείτε κι αύριο στο στίβο! Διέταξε ο ίλαρχος που εκτελούσε και χρέη προπονητή μια και ήταν παλιά δόξα του ποδοσφαίρου.
Οι διαταγές στο στρατό είναι άμεσες και εκτελούνται δίχως αντίρρηση, αυτό το είχε νιώσει καλά ο Μποφίλιος που είχε κάνει αρκετές μέρες φυλακή ακόμα και στην απομόνωση. Απομόνωση, τρομερό πράγμα! Σε κλείνουν σε ένα στρόγγυλο κελί μερόνυχτα, χωρίς τίποτε μαζί σου, σου δίνουν να φας φακές με τα χέρια μια φορά στις τρεις μέρες, το σκοτάδι είναι τόσο απέραντο που δεν ξέρεις πότε είναι μέρα και πότε νύχτα και κάποιες φορές πιστεύεις πως έχεις πεθάνει.

Ξεκίνησαν τις προπονήσεις και έκαναν εκπληκτικούς χρόνους. Ο Μποφίλιος νόμιζε πως δε χρονομετρούσε σωστά ο Ίλαρχος αλλά μετά από συνεχείς χρονομετρήσεις πείστηκε πως μπορεί να έμπαινε στο τελικό και όχι μόνο αλλά να πάρει το χρυσό μετάλλιο.
-Αν δε βγεις πρώτος θα σε χώσω είκοσι μέρες στην απομόνωση! του σφύριξε με χοντρό στρατιωτικό χιούμορ.
-Τι λέει μωρέ ο μαλάκας; Ψιθύρισε δίπλα του ο Θάνος. Αλλά εσύ θα βγεις πρώτος κι έτσι δεν έχεις πρόβλημα.
-Άσε ρε Θάνο είμαι πτώμα και το βράδυ είμαι Γερμανικό νούμερο στη βόρεια σκοπιά, στον Ενιππέα.
Πράγματι ακριβώς στις δύο τα μεσάνυχτα η περίπολος  τον άφησε στη σκοπιά. Μόλις έσβησαν τα βήματα τους άναψε τσιγάρο, κι απέθεσε το Τόμσον στον τοίχο. Έκανε ψύχρα, ο ουρανός ήταν μουντός, τα σύννεφα προς το γκρίζο, σημάδι πως ερχόταν χιονιάς.
Οι ώρες, τα λεπτά, ο χρόνος γενικά περνάει πολύ βασανιστικά στη σκοπιά. Αργά-αργά λες και είναι τσαντισμένο μουλάρι που δε θέλει να κάνει το χατήρι κανενός. Τι-τακ, τικ-τακ οι λεπτοδείκτες ν ακούγονται σα μαχαιριές!
Κάποια στιγμή, θα χε περάσει κάνα τέταρτο άκουσε  θόρυβο στους θάμνους. Άρπαξε το Τόμσον, όπλισε και το στρεψε κατά κει.
-Αλτ! Τις ει; Φώναξε.
Στο αχνόφωτο φάνηκε η σκιά της Τασίας.
-Εδώ είναι η καρδιά, που σημαδεύεις; Εδώ σημάδεψε και πυροβόλησε! Του δειξε το μέρος της καρδιάς της και το μεγάλο στήθος της ανεβοκατέβαινε. Η ανάσα της έβγαινε ζεστή, το φιλί της στο στόμα του υγρό.
-Τι θέλεις εδώ; Θέλεις να με κάψεις; Φύγε γρήγορα! Της σφύριξε στο αφτί.
-Όχι, δε φεύγω! Αν δε μου υποσχεθείς πως θα παντρευτούμε σε ένα μήνα που απολύεσαι δε φεύγω. Ή θα πέσω στον Ενιππέα να πνιγώ ή θα έρθω να τα πω όλα στον ίλαρχο!
-Εντάξει! Εντάξει, φύγε τώρα θα τα πούνε αύριο που έχω έξοδο. Φύγε και θα βρεθούμε στην Κατερίνη και στο μυαλό του ήρθε η μορφή της Ελένης που και σ αυτήν είχε τάξει γάμο μόλις απολυόταν.
Η Τασία αφού τον φίλησε μια φορά ακόμα πιο παθιασμένα, έφυγε, χάθηκε στο σκοτάδι και για μια στιγμή νόμισε πως δεν είχε γίνει αυτή η σκηνή αλλά σαν ηρέμησε σκέφτηκε πως είχε μπλέξει άσχημα με δυο γυναίκες που τον πίεζαν ασφυκτικά για τον ίδιο σκοπό κι έπρεπε να δώσει άμεσες λύσεις. Άμεσες.
Στο δωμάτιο  μικρού ξενοδοχείου στην Κατερίνη.
 Τα ξύλινα σκαλοπάτια τρίζουν κάτω από τις αρβύλες του καθώς ανεβαίνει για να συναντήσει την Τασία. Ανοίγει την πόρτα εκείνη τον περιμένει γυμνή. Ολόγυμνο κορίτσι. Χωρίς να γυμνωθεί αυτός, της κάνει έρωτα. Εμείς βλέπουμε τις σόλες από τις αρβύλες και λίγες λάσπες ξεραμένες που χουν απομείνει εκεί.
Η Κατερίνη είναι όπως όλες οι Ελληνικές κωμοπόλεις της επαρχίας. Πολύβουες αλλά αργοκούνητες. Την ημέρα νομίζεις πως δε συμβαίνει τίποτε κι όλα βαίνουν καλώς. Το βράδυ γεμίζουν οι καφετέριες, τα καφενεία και τα κωλόμπαρα με κόσμο. Στρατιώτες πολλοί, μια και υπάρχουν παντού μαυροσκούφηδες, λοκατζήδες, πεζικάριοι, όλα τα σώματα του στρατού.Οι δυο φίλοι μπήκαν στο σκυλάδικο με κέφι. Έτοιμοι να σαρώσουν τα πάντα. Κάθισαν σε τραπέζι κοντά στην πίστα, παράγγειλαν ένα μπουκάλι ουίσκι.Γεια μας! Σήκωσε το ποτήρι ο ΘάνοςΒίβα! Ακολούθησε ο Γιάννης Μποφίλιος και σηκώθηκε στην πίστα.Το μπουζούκι έπαιζε το είμαι αητός χωρίς φτερά κι ο Θάνος χτυπούσε παλαμάκια στον φίλο του.Είκοσι και μία ρε! Στραβάδια απολύομαι! γελούσε ο Μποφίλιος κι όλα έμοιαζαν ή ήταν ευτυχισμένα. Τίποτε δεν μπορούσε να τους χαλάσει αυτές τις χαρές.Σ αγαπάω ρε εσένα, σ αγαπάω! Είσαι ο καλύτερος φίλος μου! μίλησε όταν κάθισαν στο τραπέζι τους, ο Θάνος.Κι εγώ σ αγαπάω ρε! Κι εσύ είσαι ο καλύτερος φίλος μου! απάντησε.Απέναντι σε μια παρέα χωριάτιδων πολιτών δεν άρεσε αυτό-πάντα υπάρχει μια κόντρα μεταξύ των. Φαντάροι και πολίτες δε χωνεύονται σ όλον τον κόσμο. Δεν άρεσε η ευτυχία που ένιωθαν οι δυο φίλοι. Έτσι είναι, κάποιοι θέλουν να σου την χαλάσουν. Σηκώθηκαν, περικύκλωσαν τους δυο φίλους φαντάρους και το σκυλάδικο μεταμορφώθηκε σε σαλούν του Τέξας. Γροθιές, κλωτσιές, ποτήρια, πιάτα, λουλούδια ξεσφεντονίζονταν κατά παντός. Κανείς δεν καταλάβαινε ποιος χτύπαγε ποιον και για ποια αιτία, ώσπου κάποια στιγμή οι δυο φίλοι μέτραγαν τα σπασμένα κόκαλα τους έξω από το σκυλάδικο που τους είχαν πετάξει.-Θα τους σκοτώσω! Μια μέρα θα τους σκοτώσω! Φώναξε αιμόφυρτος ο Μποφίλιος κι ο Θάνος προσπαθούσε να του κλείσει το στόμα με το ματωμένο του χέρι.
ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ [αύριο]







  Η Νεκρή Φύση είναι παράσταση και σύμβολο του απολύτως εφήμερου. Τα εικονιζόμενα προαναγγέλλουν έναν απελπιστικά περιορισμένο βίο. Οι κρεμα...