Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μονος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μονος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2018

ΚΛΕΦΤΗΣ ΠΟΔΗΛΑΤΩΝ



Πέταξα το κουκούτσι απ το παράθυρο στο δρόμο. Κύλησε κάμποσο καθώς το παρατηρούσα, ώσπου σταμάτησε. Εγώ δεν ήθελα να σταματήσει. Ήθελα να πάει λίγο παρακάτω ή να κινείται συνέχεια, έτσι θα μου έδινε την εντύπωση πως κάτι γίνεται, πως κάτι υπάρχει  αυτό το ήσυχο πρωινό που όλα έμοιαζαν όμορφα και ευτυχισμένα. Ύστερα κοίταξα τη ζωή μου για λίγο. Για λίγο σκέφτηκα κάτι παράξενα πράγματα που έχω κάνει, μικρά ή μεγάλα. Τι ωραία θα ήταν να έπαιρνα τους δρόμους! Και γιατί όχι;. Κατέβηκα από το μπαλκόνι μου πιασμένος από τα φυτά του κήπου, ω ήταν εύκολο, άρα και οι κλέφτες μπορούν ν ανέβουν αλλά δε με ένοιαξε, ξανασκέφτηκα, ας υπάρχουν κι αυτοί, είπα κοιτάζοντας το απέραντο γαλάζιο και έναν ήλιο που μόλις γεννιόταν και ήθελε να μου τυφλώσει τα μάτια. Βγήκα στο δρόμο, περπάτησα λίγο με τα χέρια στη μέση, είναι δύσκολο να περπατάς έτσι, δηλαδή χωρίς να κουνάς τα χέρια σου κανονικά-αριστερό χέρι, δεξί πόδι και όχι όπως είχα δει μερικούς παλιά, δεξί-χέρι, δεξί-πόδι. Στην άλλη γωνία που κοίταζα το σπασμένο πεζοδρόμιο ένας ποντικός πετάχτηκε όμορφος να κάνει κι αυτός τη βόλτα του, γιαλπ, γιαλπ- γιάλπ, του φώναξα κι εξαφανίστηκε κατατρομαγμένος ενώ δεν ήθελα. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου είδα ένα ποδήλατο, κόκκινο, αστραφτερό και πήγα προς τα εκεί. Το είδα λυμένο, παραξενεύτηκα που δεν είχε κλειδαριές, κοίταξα γύρω μου με υποψία. Κανείς. Κανένας. Κανενέστατος. Έπιασα το τιμόνι, ανέβηκα στη σέλα, ω είχα να κάνω ποδήλατο από παιδί, τι ωραία! Πάτησα τα πετάλια, έφυγα στην κατηφόρα προσεκτικά, στην αρχή αλλά σιγά-σιγά πήρα φόρα κι έτρεξα σαν τον άνεμο. Α! τι ωραία, έλεγα κι ένιωθα μέσα μου κι από έξω μου. Κίνηση δεν είχε καθόλου, μόνος μου ήμουν αυτό το πρωινό και βάλθηκα να κάνω τα παλιά κόλπα μου. Σηκώθηκα ορθοπεταλιές στην κατηφόρα, γύρισα ανάποδα στη σέλα, έτρεξα ανάποδα, ο  δρόμος ίσιωσε, γύρισα μπροστά, άφησα τα χέρια να κάνω μαγκιές. Ναι, τα χέρια στην έκταση, είναι δύσκολο να το πετύχεις αλλά εγώ τα κατάφερνα και χαμογελούσα, ώσπου μου ήρθε ο τοίχος στη μάπα. Το πρόσωπο μου στράβωσε στον σκληρό σοβά, το τιμόνι έγινε τσακλακούδουνο, ο τροχός μπήκε μέσα, ξεφούσκωσε η αλυσίδα κι εγώ με ένα σπασμένο δόντι στο χέρι, σκέφτηκα πως ήταν καλύτερα όταν ήμουν στο μπαλκόνι μου και κοίταζα το κουκούτσι που είχα πετάξει να κατρακυλάει στην άβυσσο.
Από τα ΜΙΚΡΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ μου.


ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...