Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 15






Θα είχε περάσει καιρός και ετοιμάζαμε το δεύτερο τεύχος, ανυποχώρητοι, δίχως να μας τρομάζει η αποτυχία του πρώτου. Κάπου, στο μεταξύ, με είχε πάρει τηλέφωνο ο Ντάφλος. Θα καθυστερούσε, είπε να έρθει. Του είχαν έρθει λίγο ανάποδα τα πράγματα και γι αυτό να τον περίμενα προς το Καλοκαίρι. Δεν είπαμε και πολλά, ήμουν κι εγώ ανακατωμένος με τα προβλήματα μου. Σαν να μου φάνηκε πως είχε ατονήσει κάπως το ενδιαφέρον της φιλίας μας. Είναι που όταν δυο άτομα τα χωρίζει μεγάλη απόσταση, αρχίζει ένα είδος λησμονιάς, που είχα κατά νου για τις σχέσεις των ανθρώπων εκείνο το διάστημα, που τις περισσότερες φορές κοιμόμουν εκεί στο γραφείο. Έτσι και κείνο το βράδυ αποφάσισα να μείνω εκεί. Πίσω από το παραβάν, στον μικρό υπερυψωμένο διάδρομο είχα τοποθετήσει το σαραβαλιασμένο ράντσο για όλες τις τυχόν ανάγκες που ήθελαν προκύψει. Από νωρίς είχα ξαπλώσει με ένα βιβλίο αγκαλιά και σύντομα με είχε πάρει ο ύπνος. Θα ήταν μεσάνυχτα όταν με ξύπνησε κάποιος θόρυβος. Σαν κάποιος να προσπαθούσε να ξεκλειδώσει την πόρτα. Ο Τασούλης, σκέφτηκα αλλά δεν κουνήθηκα. Έμεινα στο σκοτάδι να περιμένω. Άκουσα ομιλίες κι αναγνώρισα τη φωνή της «αδερφής». Θα ήταν λίγο πιωμένοι και τότε, για πρώτη φορά, άκουσα και τον Τασούλη να μιλάει έτσι: Αδερφίστικα.
Σηκώθηκα αθόρυβα, στάθηκα κρυφά στο τζάμι της πόρτας. Δεν έβλεπα, δεν υπήρχε φως, δεν τους ενδιέφερε να το ανάψουν, μα εμένα η περιέργεια μου φούντωνε, έπρεπε να δω. Άκουγα φιλιά, συρσίματα, χαϊδέματα κι έσκυψα στην κλειδαρότρυπα. Α!
Αποσβολώθηκα.
Ήταν και οι δυο καθισμένοι στην καρέκλα του γραφείου, αγκαλιασμένοι, ημίγυμνοι. Φιλιόντουσαν στα χείλη. Όπως ένας άντρας με μια γυναίκα. Μόνο που στην περίπτωση ήταν και οι δυο άντρες. Ευτυχώς η κουρτίνα της βιτρίνας ήταν κλειστή αλλά τόσο αραχνοΰφαντη έτσι που άφηνε να περνάει το φως της αντικρινής λάμπας του δρόμου.. Κι έτσι έβλεπα τα πάντα μπροστά στα μάτια μου, ήταν πολύ κοντά η κλειδαρότρυπα, σκεφτόμουν. Όπως ακριβώς σκεφτόμουν πως ποτέ άλλοτε δεν είχα ξανακάνει τέτοιο πράγμα κι ένιωθα ηλίθια. Αυτοί όμως, είχαν τον δικό τους ρυθμό καθώς τους είχε πιάσει ένα ερωτικό ντελίριο. Είδα να σηκώνονται, να γυμνώνονται τελείως κι ύστερα η «αδερφή» να έχει βάλει κάτω τον Τασούλη, μπρούμυτα, κατάχαμα στο μικρό χαλί. Και μετά το αντίθετο, δεν έβλεπα και καλά, είχαν συρθεί λίγο έξω από την ακτίνα θέασης που μου επέτρεπε η κλειδαρότρυπα. «Πάλι καλά που δεν πηδιέται μονάχα» σκέφτηκα πιο ηλίθια. Αυτό τάχα μετρούσε; Και με έζωσαν τα φίδια. Τώρα που θα τελείωναν θα έρχονταν στην τουαλέτα.
Με έλουσε κρύος ιδρώτας. Τι να κανα; Που να κρυβόμουν; Μέρος άλλο δεν υπήρχε κι έψαχνα γύρω μου με αγωνία αλλά δεν πρόλαβα. Πρώτος ήρθε ο Τασούλης. Έπιασε το πόμολο και μισάνοιξε. Μισάνοιξε επειδή τον εμπόδισα με το πόδι μου.
-Τι διάολο.. πήγε να πει
Στο άνοιγμα της πόρτας συναντήθηκαν τα βλέμματα μας στο σκοτάδι. Τα δικά του έκπληκτα, απορημένα. Τα δικά μου σκληρά, νευρωτικά.
Ύστερα, έκλεισε την πόρτα ή μάλλον την κλείσαμε  απαλά μαζί. Πανικοβλημένοι, μισοντυμένοι, το έβαλαν σχεδόν στα πόδια. Βγήκα κι εγώ από την κρυψώνα, από την κλειδαρότρυπα. Άναψα τσιγάρο, άναψα το φως ή αντίθετα, πρώτα το φως, μετά το τσιγάρο ή πρώτα κάθισα και μετά άναψα το φως, άναψα τσιγάρο και κάθισα; Κάθισα εκεί στην καρέκλα του γραφείου, μέχρι τα ξημερώματα που με πήρε ο ύπνος αποκαμωμένο, με το κεφάλι μπρούμυτα, στο κρύο και τσίγκινο έπιπλο. Έτσι με βρήκε το πρωί η Βαριεντίνα.
Της τα είπα μέσες-άκρες.
-Δεν τα ήξερες; Με ρώτησε απλά.

Τις πιο πολλές μέρες τις περνούσα μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Στον άσσο γενικά και αόριστα. Από το πατρικό μου σπίτι, σπάνια διάβαινα, η μάνα μου φαντάζομαι τα ίδια και τα ίδια θα έκανε. Θυμιατά, λιβάνια και τα λοιπά αλλά κι εγώ τα ίδια . Η οικονομική μου κρίση συνεχιζόταν αμείωτη μα , δε φαινόταν να με ένοιαζε και πολύ.
-Θα φτιάξουν τα πράγματα, έλεγα.
Αργότερα θα την άλλαζα αυτή μου τη ρήση: «Θα φτιάξουμε καινούργιους ανθρώπους θα έλεγα.» Προς το παρόν βολόδερνα, πισωγυρνούσα μεταξύ ανέχειας και εγωισμού. Δεν μπορεί, σκεφτόμουν, έχω προσόντα, κάποτε θα πάω μπροστά, δεν μπορεί να είναι συνέχεια έτσι, έχω προσόντα. Αυτά έλεγα κι έδινα αυτοπεποίθηση, ελπίδες στον εαυτό μου-κούφιες πορδές προς το κοινώς λεγόμενο.
Που και που, πήγαινα στου Κεδρινού. Είχε ένα μικρό ατελιέ γραφικών τεχνών, λίγο πιο κάτω, σε μια υγρή, παλιά μονοκατοικία. Τον βοηθούσα στις σελιδοποιήσεις, στο μοντάζ, καθάριζα κανένα φιλμάκι, έβαζα μάσκα. Μου έδινε μερικές φορές μεροκάματο ο Κεδρινός που ξέχασα να σας πω ότι ήταν μουγγός. Ωραία ήταν να δουλεύεις με κάποιον μουγγό, δε σε ενοχλεί καθόλου. Από ώρα σε ώρα, μπορεί και ολόκληρη μέρα να έκανες ν ακούσεις φωνή ανθρώπου, αν τύχαινε να μη μπει πελάτης. Πολλές φορές που δυσκολευόμουν σε κάτι, λες και το καταλάβαινε από μόνος του, ερχόταν κοντά μου και μου έδειχνε πάντα χαμογελαστός. Είχε και την κοπέλα του, μουγκή κι αυτή. Ερχόταν αρκετές φορές, συνήθως απογεύματα κι έπινε καφέ μαζί μας. Τους παρατηρούσα πόσο ωραία συνεννοούνταν μεταξύ τους και πάθαινα πλάκα. Τότε, βάλθηκα να μάθω λίγα από τη γλώσσα τους και με συμπάθησαν πιο πολύ. Μάλιστα βγαίναμε κάποια βράδια σε κανένα ταβερνάκι για κρασί κι ένιωθα άνετα μαζί τους, ήταν έξυπνοι, βολικοί άνθρωποι. Σιγά-σιγά, έμαθα να συνεννοούμαι αρκετά καλά μαζί τους. Όλη η εργασία για τη φυλλάδα γινόταν εκεί. Λεφτά για τα έξοδα, τα φιλμ και τα λοιπά δε μου είχε ζητήσει ποτέ ο Κεδρινός.
-Είμαι κι εγώ σκατοφιλότεχνος, συμπονάω τους άγνωστους ποιητές που γράφουν, τους άσημους ζωγράφους που ζωγραφίζουν. Γενικά, τους περί την τέχνην, μου έγραψε μια μέρα στο χαρτί, γιατί αυτό, όσο κι αν προσπάθησε να μου το πει με νοήματα, χαμπάρι δεν έπαιρνα.
Δεν έβγαινε όμως πουθενά έτσι. Πλησίαζε το Καλοκαίρι και η πόλη σιγά-σιγά, αραίωνε.
Τον Τασούλη από εκείνη τη μέρα που ήρθε και μάζεψε τα πράγματα του, τον έβλεπα αραιά και που, τυχαία. Θυμάμαι πως ήταν το πρωινό που τα μάζευε. Φοβισμένος. Σχεδόν τρομαγμένος- για πρώτη φορά στη ζωή μου είχα δει τόσο φοβισμένο άνθρωπο. Στην αρχή είχε σταθεί στην πόρτα και με κοίταζε με βλέμμα λαγού, έτοιμος να το βάλει στα πόδια. Έτσι και του έλεγα: «άει χάσου από δω!», πράγμα που το μισοσκέφτηκα, θα έβγαζε φτερά!
Αλλά δεν του το είπα. Φέρθηκα σα να μη συνέβαινε τίποτε.
-Θα πάρω τα πράγματα μου και θα φύγω, θα τα καταφέρεις εσύ, είσαι δυνατός, μου είπε.
Όλοι, έτσι έλεγαν ή σχεδόν οι πιο πολλοί. Εγώ δεν έβλεπα πουθενά αυτή τη δύναμη μου.
Ήρθε και η Βαριεντίνα πάνω στην ώρα.
-Τι κάνεις Τασούλη; Του χαμογέλασε και τον φίλησε.
Όλο χαμογελούσε, σπάνια να κατεβάσει τα μούτρα. Δεν την ένοιαζε και πολύ. Για την ακρίβεια, καρφάκι δεν της καιγόταν. Τι να με νοιάξει; Έλεγε. Τα παιδιά μου τα μεγάλωσα, δεν έχω πια άλλα τέτοια όνειρα. Να φτιάξω σπίτια, οικόπεδα, χρήματα. Εμένα μου αρέσει η δημιουργία, και η ποίηση και ο σύλλογος. Έχω κάτι να γεμίζω το χρόνο μου, δε θέλω άλλα ψεύτικα όνειρα.
Πρέπει να της άρεσε και ο έρωτας. Αναπάντητο έμεινε το ερώτημα μου, αν είχε πάει έστω και μερικές φορές ή έστω μία με τον Τασούλη. Αγκαλιαζόντουσαν πολλές φορές σε χρόνο ανύποπτο με τρόπο που να δικαιολογούσε κάτι τέτοιο. Είχε μια παράξενη ηδυπάθεια η Βαριεντίνα, το έβλεπες στα μάτια της πως λαχταρούσε τον έρωτα, κι όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο περισσότερο λαχταρούσε. Δεν προλαβαίνω, φαινόταν να λέει και φλέρταρε δεξιά κι αριστερά. Πάντα όμως με νέους, τους ηλικιωμένους τους απέφευγε. «Ρε, τον παλιόγερο!» μου έλεγε κι έδειχνε έναν κοντά στα πενήντα. «Τι θέλει αυτός από μένα; Δε βλέπει που είμαι όμορφη;»
Κουβεντιάζαμε πολλές φορές για τον Τασούλη, τον αγαπούσαμε και οι δυο. Για μένα δεν ήταν τόσο σίγουρο, τελευταία είχαν μπερδευτεί τα συναισθήματα μου αλλά οπωσδήποτε δεν έπαψα ποτέ να τον συμπαθώ. «Τουλάχιστον να ξέρουμε που είναι, τι κάνει, που βρίσκεται…» έλεγε η Βαριεντίνα, όταν πηγαίναμε για καφέ και πιάναμε κουβέντα το θέμα του.
-Ε, ο Τασούλης έχει το πρόβλημα του, συνέχιζε. Είναι μεγάλο κουσούρι αυτό, δεν το ξέρεις; Τον είδα τις προάλλες με κάποιον άλλον. Τα χάλασε μου είπε με τον προηγούμενο… χα, χα, χα.. βρήκε καινούργιο γκόμενο.. τι να πω, ξέρω κι εγώ;
Στα ενδιάμεσα με έπαιρνε κάπου-κάπου τηλέφωνο η μητέρα του. «Τι κάνεις παιδί μου; Είσαι καλά; Πως πάει το έντυπο; Αχ, τον βλέπεις καμιά φορά τον δικό μου;» μου έλεγε κε κείνη τη βραχνή φωνή που μου θύμιζε έγκατα.
-Μερικές φορές, ναι τον βλέπω της απαντούσα. Δεν μένει πια σπίτι σας ε;
-Όχι παιδί μου, δε μένει εδώ, έφυγε. Νοίκιασε, λέει, μια γκαρσονιέρα, δε μας θέλει πια εμάς. Έχεις δει εσύ κανένα παιδί να μη θέλει τους γονιούς του;; τι να πω… Ούτε ξέρω τι κάνει. Μόνο για λεφτά έρχεται και τσακωνόμαστε.
-Μην τον αποπαίρνεις κι εσύ; Της έλεγα εγώ.
Τόσες ήταν οι κουβέντες μας περίπου, τίποτα παραπάνω. Δε γνώριζα εκείνη την εποχή, αν ήξερε για τις ερωτικές περιπέτειες του γιου της. Κάποτε μου είχε πει, όταν είχε επιστρέψει από τη Ρώμη, πως προσπάθησε να τον παντρέψει με μια χοντρή.
-Τι να σου πω μωρέ, χοντρή, τεράστια, αλλόκοτη, μου είπε γελώντας ο Τασούλης. Βγήκα έξω μαζί της, σε ένα ταβερνείο με πήγε κι έφαγε, να, μα την Παναγία, ένα κατσικάκι ολόκληρο μόνη της.. Ήπιε και δυο κιλά κρασί κι ύστερα πήγαμε στο ξενοδοχείο. Είδα κι εγώ, σαν είχαμε ξαπλώσει στο κρεβάτι, το μουνζιό της και τρελάθηκα. Τι ήταν αυτό; Σαν πηγάδι, δεν είχα ξαναδεί τέτοιο πράγμα. Δεν ήξερα τι να κάνω μαζί της και να σου πω την αλήθεια, γέλασα. Γέλασα και το βαλα στα πόδια. Ακόμα τρέχω!
Αυτή θα ήταν  η συνταρακτική γνωριμία του Τασούλη με το μουνζιό, που ακόμα τότε δεν είχε πάει φαντάρος. Αλλά κι αυτό δεν το έμαθα ποτέ- τους τέτοιους λένε δεν τους παίρνουν φαντάρους, δεν τους θέλουν, τους διώχνουν μη χαλάσουν και τους άλλους.
συνεχίζεται

Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 14



Ήταν άσχημος, κακοφτιαγμένος. Πρόσωπο όλο στρουμπουλές γωνίες, λίγα γένια, όχι ακριβώς σπανός, είχε αραιά γένια,αν και ποτέ δεν τον είχα δει αξύριστο. Αυτό το πρόσεχε. Τα μάτια του ήταν λιάρα, μικρά σαν κουμπότρυπες δέρμα του ασπριδερό  και ο κόμπος στο λαιμό εξογκωμένος. Σε αντίθεση με το πρόσωπο του που ήταν στεγνό, το σώμα του ήταν πλαδαρό και σχετικά παχύ. Ιδιαίτερα τα μπούτια και ο πισινός. Αυτό μου δημιουργούσε μια μικρή υποψία, μια αμυδρή αχτίδα, ύπουλης σκέψης που όμως την απέρριπτα κατευθείαν.
Μια μέρα που είχε έρθει στο γραφείο, όταν το είχαμε ανοίξει πια, με μια «αδερφή», παραξενεύτηκα. Μου ξαναμπήκανε ψύλλοι στ αφτιά. Λες; είπα και το αναίρεσα πάλι αμέσως. Δεν πολυέμοιαζε για τέτοιος ή τουλάχιστον δεν το έδειχνε. Έκανε παρέα με γυναίκες αλλά στο πολύ φιλικό, δε μιλούσε όπως όλοι οι άντρες γι αυτές. Αν είναι όμορφες, αν έχουν ωραία μάτια ή πως κάνει έρωτα η τάδε και πόσο ψηλό και τουρλωτό πισινό έχει η Κατερίνα.
Δεν μπορούσες να μιλάς με σιγουριά για τον Τασούλη, σα να έκρυβε κάτι. Τα ανακάλυπτα όλα αυτά σιγά-σιγά, όπως και την οικονομική του κατάσταση. Ο πατέρας του ήταν συνταξιούχος δικηγόρος, ένας ξερακιανός ψηλολέλεκας του παλιού καιρού.. Φαίνεται πως εξ επαγγέλματος θα είχε μιλήσει πολύ στη ζωή του, και για αυτό, τώρα δε μιλούσε σχεδόν καθόλου. Μόνο τα τυπικά κι αυτά με το ζόρι. Εξ άλλου το κουμάντο στο σπίτι δεν το έκανε αυτός. Κουμάντο έκανε η μάνα του Τασούλη. Αυτή κι αν ήταν ιδιάζουσα περίπτωση. Κοντή, χοντρή, ανοικονόμητη, ασχημογυναίκα. Πόσο μετράει άραγε μια ωραία μητέρα; Φαντάζομαι πολύ, πάρα πολύ. Η δική μου η μητέρα, μπορεί να είχε τους αγίους της τώρα πια, αλλά στα νιάτα της είχε υπάρξει όμορφη γυναίκα. Ακόμα και τώρα στα εξήντα της φαινόταν αυτό. Πόσο ρόλο λοιπόν παίζει στη ζωή μας η ομορφιά; Αυτό που λέμε εξωτερική εμφάνιση;
Πάλι εγώ, δεν ήθελα να τα πιστεύω αυτά. Έλεγα πως δεν έχουν σημασία, πως όλοι είμαστε φτιαγμένοι από τον ίδιο πηλό, καλοί και κακοί, άσχημοι ή ωραιοφτιαγμένοι. Έπεφτα όμως έξω, έξω απ το πεζούλι κι έπρεπε να καταφέρνω να πιάνομαι από το γκρεμό, απ τις άκρες των χειλιών των ανθρώπων.
Έλεγα λοιπόν, για τη μάνα του Τασούλη. Φωνή βραχνή, σα να έβγαινε από τα έγκατα της γης, όλο μαράζι, κακία και παράπονο, όλο κλάμα και παρωδία. Πως συμμαζεύονταν όλα αυτά δεν ξέρω αλλά φαινόταν και πρέπει να ήταν μια σκληρή γυναίκα. Όχι ακριβώς κακή, κάτι ανάμικτο, ποτέ δεν την είδα ευχαριστημένη και ιδιαίτερα όταν μιλούσε για τον Τασούλη.. Ένα βράδυ-ίσως να ήταν εκείνο που είχαμε πάει στου Λινάτσα ή μάλλον πολύ αργότερα, δε θυμάμαι και καλά- ο Τασούλης ήταν τύφλα στο μεθύσι και τον είχα κουβαλήσει μέχρι το σαλόνι τους.. Έκανε εμετό εκεί, λέρωσε το ακριβό χαλί τους. Η μάνα του τον κοίταζε με σιχασιά, ναι αυτή είναι η λέξη, όσο κι αν τρομάζει. Κι έπειτα κοίταξε και μένα με ζήλεια
-Εσένα ήθελα να είχα γιο μου, μου είπε όλη παράπονο, κι εγώ τα χασα.
-Γιατί; Της λέω, μια χαρά είναι ο Τασούλης.
-Δεν ξέρεις εσύ παιδάκι μου, έκανε κι έβαλε τα κλάμματα.
Ύστερα σφουγγίζοντας τα μάτια, μπήκε στην κουζίνα να μας ψήσει καφέ, ενώ εμένα πολύ ψεύτικα μου φάνηκαν τα δάκρυα της. Πολύ εύκολα τα είχε.
Γνώρισα εκείνο το βράδυ και το τέταρτο μέλος της ευτυχισμένης οικογένειας του Τασούλη, την αδερφή του Έλλη, που ήταν η λίγο μεγαλύτερη του και είχε σπουδάσει αρχιτέκτων. Διατηρούσε δικό της γραφείο στην Ομόνοια, με υπαλλήλους και λοιπά. Με τον Τασούλη ποτέ δεν τα πήγαιναν καλά, λες και δεν ήταν αδέρφια οι δυο τους. Ο ένας αρνιόταν πεισματικά να δεχτεί το βίο του άλλου. «Ο αδερφός μου ο Τασούλης!» γελούσε ειρωνικά και τον έδειχνε. «Ποια  είναι αυτή; Χέστην μωρέ, παράτα μας! Μόνο τον εαυτό της κοιτάζει.»
Η αλήθεια ήταν πως και η Έλλη φαινόταν να είχε περίεργα ερωτικά μπλεξίματα. Στην παρέα της ακούγονταν κάτι για λεσβιακούς έρωτες. Εγώ, στην αρχή, φανταζόμουν πως η οικονομική του κατάσταση θα ήταν τουλάχιστον καλύτερη από τη δικιά μου, μα γελάστηκα. Πράγματι τα οικονομικά της οικογένειας ήταν σχετικά εύρωστα, του Τασούλη είχαν το μαύρο τους το χάλι. Δεν τον βοηθούσαν καθόλου, ότι του έδιναν ήταν σαν φιλανθρωπία.
-Έτσι ήταν πάντα; Τον είχα ρωτήσει κάποτε.
-Όχι, μου απάντησε. Τώρα τελευταία γίνεται αυτό. Από τότε που παράτησα τις σπουδές μου στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης. Φιλολογία και πιο συγκεκριμένα σημειολογία. Δε μου το συγχωρήσανε ποτέ. Ούτε ο πατέρας, ούτε η μάνα, αυτή η σκρόφα, έτσι μιλούσε για τη μάνα του κι ακόμα περισσότερο η άλλη, η έξυπνη αδερφή μου. Όταν ήμουν μικρός με είχαν χαϊδεμένο, όλο ο Τασούλης και ο Τασούλης έλεγαν, ο άντρας της οικογένειας. Μεγάλωσα μέσα σ αυτή μικρομεγαλοαστική σιχασιά. Θέατρα, παραθέατρα, Ηρώδεια, Λυρική, Επίδαυρο, με ένα βιβλίο στο χέρι. Αρνήθηκα όλες τις πολιτικές θεωρίες- ο πατέρας μου είχε κάποτε πολιτευθεί χωρίς επιτυχία με το κέντρο- σ αυτό στηρίζονταν οι πολιτικές αρχές της οικογένειας. Εγώ στάθηκα για λίγο στον υπαρχτό σοσιαλισμό κι ύστερα προχώρησα σ αυτό που είμαι: Μισοαναρχικός, μισοδιανοούμενος.
Τελικά, τυπώθηκε κάποτε το πρώτο τεύχος της φυλλάδας με χίλια ζόρια. Και πως αλλιώς μπορούσε να γίνει, αφού η οικονομική μας ανέχεια φαινόταν από μίλια μακριά. Πως τα καταφέραμε, ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω. Σύγκρυο με έπιανε αργότερα, όταν σκεφτόμουν αυτή μας την απκοτιά.. Ψιλοβοήθειες από εδώ, βερεσέδες από εκεί, χρέη, σκοτούρες για δύσκολα μυαλά, σαν τα δικά μας. Και η γκρίνια δεν άργησε να φανεί για να δείξει με τον πιο περίτρανο τρόπο τις μεγάλες διαφορές που είχαμε με τον Τασούλη. Εγώ, είχα παρατήσει βέβαια την γκαλερί, θυμάμαι πόσο είχε χαρεί ο νοικοκύρης μου, ο κυρ-Αλέκος.
-Αφού δεν μπορείς παιδί μου, είπε. Δεν μπορείς να το κρατήσεις το μαγαζί. Κοίτα να βρεις καμιά δουλειά, να δουλέψεις, να κάνεις προκοπή. Άιντε στο καλό!
Προκοπή, γέλασα εγώ. Που να την εύρισκα την προκοπή έτσι αχαΐρευτος που ήμουν; Λες και είχα κατουρήσει στο πηγάδι. Τι έκφραση κι αυτή! Να κατουρήσεις στο πηγάδι… γιατί, δηλαδή  σε ποτάμι θα ήταν καλύτερα; Ή στη θάλασσα, εκεί που κατουρούσαν όλοι… Δεν ξέρω.
Τα συμπράγκαλα τα συμμάζεψα τα περισσότερα στης Καίτης. Τα υπόλοιπα- βιβλία, μερικούς πίνακες, το γραφειάκι και το τζου-μποξ, τα πήγα στο καινούργιο μαγαζί, λίγα μέτρα παρακάτω, στα Εξάρχεια. Κάναμε και εγκαίνια, ήρθαν όλοι οι φίλοι, ακόμα και ο Δούκας με την Βασιλική, που δεν τα πήγαιναν τα κουλτουριάρικα. Τους γνώρισα με τον Τασούλη, την Καίτη και την Βαριεντίνα.
Απρόσκλητη ήταν η Έλεν Νασοπούλου αλλά όχι ακριβώς. Την είχε προσκαλέσει η Βαριεντίνα, που είπε πως γνωρίζονταν από παλιά, από τότε στα κολλέγια. Μετά είχαν χαθεί. Και μου φάνηκε φυσικό, μια και διέκρινα μια υποψία ζήλειας ή έχθρας μεταξύ τους. Πιο πολύ η Βαριεντίνα που έδειξε μια αδιαφορία, πράγμα που το έκανε απέναντι σε όλες τις γυναίκες της παρέας. Ήθελε αν ήταν δυνατόν, να είναι η μοναδική, να έχει την εύνοια και τον θαυμασμό όλων των αρσενικών.
Ο Δούκας-δεν είναι παράξενο;- έκανε σα να μη γνώριζε καθόλου την Έλεν Νασοπούλου. Μάλιστα τις συστάσεις τις έκανε η Βαριεντίνα και ο Δούκας βρήκε την ευκαιρία να δαγκώσει προς εμένα τα κάτω χείλη του. «Τσιμουδιά!» μου έγνεψε.
-΄Ελεν Νασοπούλου, ο κύριος Δούκας, είπε η Βαριεντίνα.
Και δώσανε τα χέρια. Στα μάτια του Δούκα είδα την αδιαφορία και το ψεύτικο, εγκάρδιο χαμόγελο. Σε κείνης την πικρία. Έμοιαζε γερασμένη πρόωρα. Ρυτίδες, άσπρα μαλλιά με χωρίστρα στη μέση, που κατέληγαν σε έναν μεγάλο κότσο-ουρά- στην πλάτη. Θα είχε πολύ καιρό να πάει στο κομμωτήριο και το ντύσιμο της ήταν ατημέλητο, παλιό. Έδειχνε μια ιστορία, μια εποχή, αυτή η γυναίκα.
Εμένα με συμπάθησε. Όποτε συναντιόταν τα μάτια μας. Μου χαμογελούσε και σήκωνε το ποτήρι της που το είχε συνέχεια στο χέρι. Το χαμόγελο της ήταν σπάνιο, γλυκό. Στις άκρες των χειλιών, δημιουργούσε δυο μικρές βούλες και στα μάτια της μια λεπτοκόκκινη υγρασία. Θα πρέπει να ήταν πολύ όμορφη κάποτε, σκέφτηκα.
-Μια από τις ωραιότερες γυναίκες των Αθηνών, μου είπε η Βαριεντίνα, παρ όλο που δεν την χώνευε, σαν έπιασε το βλέμμα και τις σκέψεις μου. Και σαν βέρα Αθηναία, πράγμα που το καυχιόταν, δεν έχανε την ευκαιρία κάθε λίγο και λιγάκι ν αναφέρεται στην Αθήνα και ειδικότερα την παλιά. Αργότερα αυτό της έγινε πάθος κι έγραφε παντού άρθρα για τη σωτηρία της- ακόμα και στην παλιοφυλλάδα μας ήθελε ειδική στήλη.
Ο Δούκας δεν έμεινε πολύ ή σχεδόν καθόλου. Καμώθηκε πως είχαν κάποια επείγουσα δουλειά και φύγανε.
-Θα τα πούμε, μου είπε.
Σε αντίθεση με την Έλεν Νασοπούλου που έφυγε με τους τελευταίους τρεκλίζοντας.
-Τώρα που ξέρω που είσαστε, θα σας επισκέπτομαι συχνά, αν φυσικά είμαι ευπρόσδεκτη, μας είπε φιλικά σε μένα και την Βαριεντίνα.
Ο Τασούλης είχε φέρει πάλι εκείνη την «αδερφή». Παράξενη αδερφή, με σκληρά γένια και μουστάκι- το δειχνε όμως, ήταν ξεφωνημένη. Εμένα δε με πολυενδιέφερε, μάλλον δεν τους χώνευα αυτούς τους ανθρώπους και μπορεί να μου βγαινε και καμιά κακία. Έτσι έλεγε ο Τασούλης. Δεν ξέρω, μπορεί να είχε δικό του καπέλο. Το δικό μου καπέλο μου έλεγε πως η φυλλάδα δεν πήγαινε καλά. Και πώς να πήγαινε; Πούλησε δεν πούλησε καμιά τρακοσαριά αντίτυπα και τα έξοδα ήταν μεγάλα. Απλήρωτα ενοίκια, φωτοσυνθέσεις, χαρτί, έμποροι, όλα συνωμοτούσαν εναντίον μας.
συνεχίζεται

Η ΑΞΊΑ ΤΟΥ ΘΑΝΆΤΟΥ



Η ΑΞΊΑ ΤΟΥ ΘΑΝΆΤΟΥ

Μένω στο σκοτάδι.
Εν δικαίω δεν περιμένω τίποτε.
-το σκοτάδι είναι τρύπιο
Τέθριππο.
Η λύπη δεν τρώγεται
εν ριπή οφθαλμού διαγράφω το δίκαιον
ουκ έστιν ώδε
[Παρακείμενος εν τη γενέσει]
Τέθλιμαι των ορίων, μένω στη σιωπή
Το σκοτάδι πυροβολεί τον χρόνο-πενήντα νεκροί
Ως τα εν αφθονία είδη έχασε και ο θάνατος την αξία του.

Δευτέρα 20 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 13



Ποιος ήταν ο Τασούλης; Ο κατοπινός ήρωας; Δεν ήξερα ούτε εγώ. Ίσως να ήταν κάτι απροσδιόριστο στη ζωή μου, ίσως κάτι σημαντικό. Όλο κάτι τέτοια «ίσως» ήταν ο Τασούλης.
Ήμασταν σχεδόν συνομήλικοι, πλησιάζαμε κι δυο τα τριάντα. Τον είχα γνωρίσει μια Κυριακή στο Ρουαγιάλ, ένα ξενοδοχείο, που γινόντουσαν συχνά συμπόσια, ομιλίες, εκθέσεις και γενικότερα πολιτιστικές εκδηλώσεις. Μέλος μιας νεανικής ομάδα συγγραφέων, όπου μετείχε και στο συμβούλιο, ήταν ειδικός γραμματέας. Όταν συναντηθήκαμε, υπήρξε μια ζεστή χειραψία κι ένα λεπτό, φιλικό αντάλλαγμα οικείας ματιάς. Σα να γνωριζόμαστε από χρόνια, έτσι δε λένε για τις μεγάλες συναντήσεις;
Ο Τασούλης ήταν κεφάτος, επιθετικός. Γνώστης φοβερός, ασυναγώνιστος στην παιδεία, στο λόγο. Όταν άρχιζε να μιλάει, σε πήγαινε όπου ήθελε αυτός.
Ήταν μαζί του και η Βαριεντίνα, κόρη στρατηγού, παντρεμένη με τον Ίκαρο, εν διαστάσει πια. Ο Ίκαρος, παλιός βιβλιοδέτης ολκής και εκεί ήταν παραδομένος. Είχε εντρυφήσει στη μοναξιά και στη σιωπή. Βιβλιοδετείο, σπίτι- σπίτι βιβλιοδετείο. Είχε ένα αυτοκίνητο, σακαράκα που πλησίαζε κι αυτό την ηλικία του. Ένα Όστιν παλιό που το έβαζε μπροστά ακόμα με τη μανιβέλα. Θυμάμαι την πρώτη φορά που μας πήρε από το Ρουαγιάλ, μετά τη διάλεξη του Τασούλη για την Έντιθ Πιαφ. Γέμισε ο τόπος καπνούς μόλις πήγε να βάλει μπροστά. «Μπούκωσε» είπε και βγήκε με τη μανιβέλα να το ξεμπουκώσει!
Η Βαριεντίνα πλησίαζε τα σαράνταπέντε αλλά κρατιόταν ακόμα καλά. Κάποτε πρέπει να είχε υπάρξει πολύ όμορφη γυναίκα. Όμορφη και πλούσια, κόρη στρατηγού ήταν, τι διάολο. Όχι τόσο για την ομορφιά, βέβαια αλλά για το πλούσια. Τελευταία το είχε ρίξει στην ποίηση. Είχε εκδώσει την πρώτη της ποιητική συλλογή, την οποία και μου χάρισε. Πιο πολύ όμως, μετρούσε η παρουσία της, η ζεστασιά, η καλοσύνη. Μπορούσε να πηδηχτεί με κάποιον, έτσι γιατί καταλάβαινε πως αυτός ο κάποιος, δεν είχε απολαύσει ποτέ καμιά γυναίκα ή ήταν χαρμάνης από καιρό. Ήταν θηλυκό η Βαριεντίνα, αυτό το είχε, όπως κι αυτό το παράξενο που σκοτείνιαζε γύρω της. Δεν ήξερα τι.
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση το δέσιμο που είχαν με τον Τασούσλη. Σαν αδέρφια ή κάτι παραπάνω, αν υπάρχει. Κατά βάθος όμως, παρέμεναν φοβισμένοι και οι δυο, με μια συμπάθεια που έδειχνε αμοιβαία. Ίσως να ήταν τα ίδια προβλήματα, ίσως το ίδιο αιώνιο ψάξιμο της ζωής.
Όταν ήρθε ο Τασούλης, είχε ξαναπιάσει η βροχή και μπήκε μέσα σχεδόν μούσκεμα. «Μούσκεψα» είπε και τίναξε τα νερά από πάνω του. Ξανθούλης προς το καστανό με μέτριο ανάστημα και περπάτημα με τα πόδια προς τα μέσα οι μύτες. Απρόσεχρος, κακοντυμένος, αδιάφορος σ αυτόν τον τομέα. Τι σκατά, ποτέ δεν τον θυμάμαι σικ αλλά θα μου πεις εγώ ήμουν καλύτερος; Ε, μάλλον, χμ… σκέψου πόσο κακοντυμένος ήταν. Βέβαια, δεν ήταν βρωμιάρης, είπαμε, απρόσεχτος, αφηρημένος ή κακόγουστος. Μάλιστα: αυτό το κακόγουστος του ταίριαζε καλύτερα. Μπορεί να φορούσε ένα πολύχρωμο πουκάμισο καθαρό, καινούριο κι ένα παντελόνι χωρίς ζώνη. Έτσι δεν ξεχώριζε η μέση του και γενικά έδειχνε ατσούμπαλος σαν Αμερικανάκι. Η φωνή του βραχνή, κάπνιζε πολύ τσιγάρο, πάρα πολύ για να λέμε τα πράγματα ρεαλιστικά, το ένα τσιγάρο μετά το άλλο αλλά είχε διάφορους χρωματισμούς στη ομιλία του σα να είχε κάνει φωνητική. Τον ρώτησα αν αληθεύει και μου απάντησε γελώντας, όχι, απλώς προσπαθούσε να διορθώσει τους τόνους της φωνής του. Το περίεργο είναι πως δεν τραγουδούσε ποτέ ή μάλλον πολύ σπάνια , εκτός αν είχε πιει πολύ και τότε ήταν φάλτσος. Σε αντίθεση με τη Βαριεντίνα που το έπαιζε πριμαντόνα με τη βαθιά μελωδικότατη φωνή της και τις λικνιστικές φιγούρες στο χορό. Ταίριαζαν και στο χορό. Μπορούσαν να χορεύουν με τις ώρες ατέλειωτα κουνιστά, κολλητά, ροκ εντ ρολ, ταγκό και απίθανα βάλς. Χόρευαν με πολύ αισθησιακό τρόπο, τέτοιον που εγώ δεν έπιανα μιας και ποτέ δεν είχα αντιληφτεί την τέχνη του χορού κι ας λέγαν οι άλλοι πως χόρευα καλά. Εμένα μου άρεσε πιο πολύ να βλέπω τους χορευτές παρά ν αρκουδίζω εγώ. Κι ας μιλούσαν οι άλλοι πως αρκουδίζω όμορφα, ωραία. Μπορεί να χόρευα επιδειχτικά θα συμπλήρωνα και μάλλον έτσι θα ήταν, αφού σπάνια ένιωθα την ανάγκη να εξωτερικεύσω τα συναισθήματα μου με το χορό.
Αφού ήπιαμε από ένα κονιάκ, συμφωνήσαμε να πάμε στου Λινάτσα. Ο Τασούλης δεν τον ήξερε.
-Ποιος είναι αυτός; Με ρώτησε.
-Θα τον γνωρίσεις, του απάντησα.
Πήγαμε λοιπόν στου Λινάτσα. Περπατώντας, φτάσαμε μουσκεμένοι αν και προσπαθούσαμε να προφυλαγόμαστε κάτω απ τις μαρκίζες στα στενά και ανηφορικά πεζοδρόμια. Σε όλο το δρόμο, δεν ήταν και πολύ μακριά, βέβαια, ο Τασούλης μιλούσε κι εγώ τον άκουγα. Μιλούσε για τη φυλλάδα που ήθελε να εκδώσουμε. Προσπαθούσε να μου εξηγήσει πως στήνεται μια καλλιτεχνική εφημερίδα. Δεν του έλειπε το χιούμορ και πολλές στιγμές, γελούσαμε σαν παιδιά. Όπως τη στιγμή που μίλησε για τα λεφτά που θα χρειαζόμασταν. Εγώ έχω κάτι λίγα, δεν μπορεί, κάτι θα έχεις κι εσύ είπε και σαν είδε το έκπληκτο ύφος μου, έσκασε στα γέλια. Όχι τρανταχτά, σαν τον Δούκα, είχε έναν δικό του τρόπο να γελάει, πιο συμμαζεμένο και πολλές φορές, έβαζε το χέρι του να κρύψει το ανοιχτό του στόμα.
Όταν άρχιζε να μιλάει συνήθως ξεκινούσε έτσι: «Αγόρι μου, κοίταξε, είναι απλά τα πράγματα.» Και σιγά-σιγά, χαμήλωνε τους τόνους. Άμα έφερνες αντίρρηση για τις θέσεις που ο ίδιος υπεράσπιζε, κόμπιαζε, μούτρωνε. Σα να μη τις δεχόταν εύκολα, σα να του κόστιζε που δεν τον πίστευες, σα να μην του άρεσαν καθόλου τα εμπόδια. Γι αυτό τον άφηνα να ολοκληρώνει τις απόψεις του κι όταν στο τέλος δεν είχε τι άλλο να πει, εξέφραζα τις δικές μου.
-Θα πιάσουμε ένα γραφείο αγόρι μου, συνέχισε, κάπου εκεί στα Εξάρχεια, εκεί γίνονται αυτές οι δουλειές, μη φοβάσαι θα οργανωθούμε. Εγώ- αυτό μου το είπε εμπιστευτικά αφού με σκούντησε στον ώμο- μην είσαι κορόιδο, ξέρω όλα τα μέλη της εταιρείας νέων συγγραφέων και όχι μόνο. Θα τους κάνουμε όλους συνδρομητές προτού ακόμα εκδώσουμε το πρώτο τεύχος για να μαζέψουμε το χρήμα, μη σε νοιάζει, θα δεις. Θα τρέξω και για χορηγούς έχω εγώ άκρες. Λέω στην αρχή να την ξεκινήσουμε τετρασέλιδη, δυο φύλλα δηλαδή. Θα βρούμε φτηνό χαρτί, ξέρω εγώ κάτι εμπόρους που θα μας πιστώσουνε. Όσο για τη φωτοσύνθεση, έχουμε τη Ντούνια, ξέρεις τη χοντρή φίλη της Βαριεντίνας, καλά που τη θυμήθηκα, δεν την βλέπεις; Αυτή που τη βάζεις; Δεν τη βλέπεις που καίγεται για τέτοιες ιστορίες; Το ξέρεις πως είναι γραμματέας στον σύλλογο νοικοκυρών Ελλάδος; Όλες οι νοικοκυρές που δεν έχουν τι να κάνουν θα μας διαβάζουν!
-Υπάρχει και σύλλογος νοικοκυρών Ελλάδος; Απόρεσα εγώ.
Είχαμε ήδη καθίσει και τρώγαμε και πίναμε. Ο Λινάτσας με στραβοκοίταζε από το βάθος της κουζίνας μουτρωμένος. Του κακοφαίνονταν όταν τον έλεγα εγώ Λινάτσα. «Δεν ξέρω ρε, να μη με φωνάζεις έτσι, δε μ αρέσει, Νίκο με λένε, έχω όνομα. Εσένα σ αρέσει να σε λένε Αλμύρα; Ε, Παλιοαλμύρα!» μου είπε στο αυτί σφυριχτά μόλις μπήκαμε και τον προσφώνησα.
-Και βέβαια υπάρχει σύλλογος νοικοκυρών γέλασε ο Τασούλης. Στην Ελλάδα, σύλλογο έχουν ακόμα και οι πέτρες, γι αυτό σου λέω: υπάρχει πρόσφορο έδαφος, μην κολλάς!


συνεχίζεται

Κυριακή 19 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 12






Έμεινα κεραυνόπληκτος όταν τέλειωσα την πρώτη  βιαστική ανάγνωση. Το ξαναδιάβασα πάλι και πάλι. Και γιατί με έλεγε μαχαραγιά; Θα του είχε κολλήσει η λέξη από τα τουρκομπλεξίματα του. Αλλιώς δεν εξηγιέται η επιμονή του, όλο μαχαραγιά και κοπρόσκυλο με έλεγε αλλά αυτό ήταν το λιγότερο. Τα άλλα οι φυλακές, τα ανθρακωρυχεία, η Εμινέ, ο Αλής μου φαινόταν πρόσωπα και πράγματα μυθικά. Με παραμύθιαζε ο Ντάφλος σκέφτηκα, με γέμισε μύγες. Αλλά αυτός δεν ήταν ποτέ ψεύτης, τώρα γένηκε; Κοίτα ρε, ζωή ο φίλος μου Ντάφλος. Και επιστρέφει στην πατρίδα- αυτό το πατρίδα το είχε υπογραμμίσει- αυτός ποτέ δε μιλούσε για πατρίδες- με λεφτά πολλά, καζαντισμένος. Αυτό τι σου έλεγε; Τι θα έκανε εδώ; Θα ξαναγύριζε στη Μαγδαληνή; Αλλά για αυτήν δεν έκανε κουβέντα, μόνο για το γιο του τον Τίτο έγραψε δυο αράδες.
Το κουβέντιασα με την Καίτη, δεν της διάβασα το γράμμα, κι έδειξε αδιαφορία. Δεν τον χώνεψε ποτέ της. Ούτε καν ήθελε να ξέρει αν ζει ή αν πεθαίνει. Παραξενευόμουν μ αυτή της την αντιπάθεια. Σπάνια τη θυμάμαι να έπαιρνε ακραίες θέσεις απέναντι στους ανθρώπους. Την θεωρούσα περισσότερο ουμανίστρια. Και, ίσα-ίσα με τον συνδικαλισμό που είχε μπλέξει εκείνο τον καιρό, έκανε και κάποιες τσιριμόνιες στους επαΐοντες. Έτσι, μου φαινόταν πως είχε αποκτήσεις τις διπλωματικές σχέσεις της. «Γεια σας κύριε Αργυρόπουλε, τι κάνετε; Είστε καλά; Πως πάει η εφημερίδα; Η σύζυγος; Μπράβο, χαίρομαι!». Ευγενική, ευπροσήγορη, καλοσυνάτη. Σε κάτι άλλους, μπεμπέδες και τέτοιους δεν έδινε σημασία. Τους αγνοούσε, σα να φυλαγόταν από τις κακοτοπιές και δίκιο είχε. Εγώ δεν είχα δίκιο και έπεφτα συνέχεια από τα σύννεφα. Όπως τώρα, που νόμιζα πως η Καίτη συμπαθούσε το Ντάφλο. Για τι να τον συμπαθεί; Σκέφτηκα πιο ρεαλιστικά. Επειδή της παράτησε την αδερφή; Μερικά πράγματα, μου φαίνεται πως τα έπαιρνα πολύ επιπόλαια. Δε σεβόμουν τον πόνο κάποιων ανθρώπων από αυτή την άποψη. Κατά βάθος δεν ήθελα να το παραδεχτώ αλλά έτσι ήταν, έτσι έδειχναν τα πράγματα. Το λογικό θα ήταν να σκεφτώ πως η Καίτη και γενικά όλο το Σταυρέικο δε συμπαθούσε το Ντάφλο. Εδώ στην αρχή ο Σταυρέας έψαχνε να τον βρει να τον σκοτώσει και εγώ τώρα της μιλούσα γι αυτόν! Ένα καθίκι είναι μου τελείωσε την κουβέντα και εγώ μούτρωσα. Δεν είναι καθίκι ο Ντάφλος, φώναξα. Έκανε ένα λάθος που παντρεύτηκε την αδερφή σου, αυτό είναι όλο!
-Ένα λάθος το λες εσύ αυτό; Που την παράτησε γκαστρωμένη και ξυλοφορτωμένη στην Κέρκυρα; Μου όρμησε. Ένα λάθος το λες που έσπειρε ένα παιδί κι έφυγε σαν αλήτης για τη Γερμανία; Ωραίος είσαι! Τι νομίζεις πως είναι η ζωή μωρέ; Τι νομίζεις; Αυτός είναι εγκληματίας για μένα, ένας μπεκρής, ένας άνθρωπος που τον κυβερνάει το ποτό, τι περιμένεις; Περιμένεις εσύ από κάτι τέτοιους σαν εσένα να του δίνουν δίκαιο. Όσα και να φτιάξει, λεφτά και τέτοια, πάντα ίδιος θα μείνει και τολμάς εσύ να μου μιλάς γι αυτόν και να έχεις πάρε-δώσε μαζί του! Μ αυτόν και τον άλλον, το Δούκα… ωραίους φίλους έχεις Αμβράζη, να τους χαίρεσαι, εμένα δε μου κάνουν, να το θυμάσαι!
Άμα την έπιανε, μου τα λεγε. Δε χάριζε κάστανα σε κανέναν η Καίτη. Όλα κατάμουτρα τα πέταγε και τα καλά και τα κακά. Εμένα μου κόστιζε πολύ να μου μιλάει έτσι για τους φίλους μου. Νευρίαζα, σηκωνόμουν κι έφευγα.
Έτσι ήταν τα πράγματα εκείνο το Φθινόπωρο. Είχε τελειώσει ένα ακόμα Καλοκαίρι της νιότης μας κι ερχόταν πάλι το Φθινόπωρο, μελαγχολικό όπως πάντα. Στου Γκύζη-ακόμα δεν μπορώ να θυμηθώ αν θέλει Κ, ή όχι- έπαιρναν σβάρνα τους κατηφορικούς δρόμους, τα λερωμένα νερά των πρώτων βροχών. Ξέπλεναν τα πάντα κατεβαίνοντας ορμητικά τις γειτονιές.
Μια τέτοια βροχερή μέρα, ήταν που είχε έρθει στη γκαλερί, ο ιδιοκτήτης, ο κυρ-Αλέκος. Άραξε εκεί μπροστά στη φάτσα, στη βιτρίνα και με κοίταζε χαμογελαστός, καθώς στεκόμουν στην πόρτα. Τον καταλάβαινα αλά δεν μπορούσα να πω πως, μου λεγε κάτι ιδιαίτερο η παρουσία του. Ίσως επειδή δε χώνεψα ποτέ τους ιδιοκτήτες, όσο καλοί κι αν ήταν. Έτσι τον έπαιρνε η μπόρα κι αυτόν, σαν αυτή που έπεφτε τώρα ασταμάτητα. Δεν είχα τίποτε με τον άνθρωπο αλλά να, αυτή ήταν η αντίληψη μου για τους ιδιοκτήτες.
Πάλι του χρωστούσα μερικά ενοίκια. Τα λεφτά που είχα πάρει από τον Δούκα είχαν σκορπιστεί στους πέντε ανέμους και τώρα ο κυρ-Αλέκος, είχε έρθει να ζητήσει τα δικαιούμενα.  Μπήκε στο μαγαζί, του έφτιαξα καφέ, έφτιαξα και δικό μου. Τον ήπιαμε λέγοντας αοριστίες, κοιτάζοντας έξω τη βροχή που δεν έλεγε να σταματήσει.
-Θα χουμε βαρύ Χειμώνα εφέτος, οριστικοποίησε τις απόψεις του για τον καιρό.
-Ναι, μουρμούρισα εγώ. Τι να έλεγα;
Σε λίγο έφυγε. «Κοίταξε να δεις τι θα κάνεις» μου είπε απ την πόρτα. «Τα περιθώρια στενεύουν,  περνάει ο καιρός αγόρι μου. Χρωστάς τώρα τέσσερα ενοίκια κι ένα του Οκτώβρη που μπαίνει σε λίγο, πέντε. Δεν πειράζει, εμένα μη μου τα δώσεις αν φύγεις. Δεν ξέρω τι να σου πω, κάνε όπως καταλαβαίνεις, τι να σου πω. Αλλά κάνε κάτι, το βλέπεις ότι δε βγαίνει που θα πάει αυτή η κατάσταση;» Κι έφυγε. Με άφησε μόνο μου στις μαύρες απελπισίες. Τώρα βρέθηκε κι αυτός; Πάνω που είχα την έμπνευση να τελειώσω τον πίνακα της γυναίκας με τη λάμπα; Μου έφυγε η όρεξη, η έμπνευση, χάθηκαν τα πάντα. Κάθισα στο γραφείο και κοίταζα έξω, έτσι ακατανόητα. Ύστερα παρατήρησα αυτό που είχα φτιάξει και το λεγα γκαλερί. Ένας χώρος γεμάτος τζιμπράγκαλα. Τελευταία ούτε σκούπιζα και είχαν μαζευτεί εκεί τα πιο παράξενα πράγματα, αφού είχα τη μανία να συλλέγω ότι εύρισκα μπροστά μου. Πέτρες, ξύλα, ριζάρια- μερικά τα είχα ψευτοσκαλίσει με το σκαρπέλο- παλιές λαμαρίνες σκουριασμένες, σύρματα, παλιές εικόνες, γκραβούρες, αφίσες, περιοδικά. Ότι έβαζε ο νους. Ακόμα κι ένα παλιό, σαραβαλιασμένο τζου-μποξ είχα εκεί, που το επισκεύασε μια μέρα- μέρα ήταν ή νύχτα;- ένας φίλος που είχε λόξα μ αυτά τα πράγματα. Κατάφερε όμως να το φτιάξει να παίζει. Είχα και μερικούς δίσκους, πεταμένους στο δάπεδο, στη γωνιά. Μόνο έναν Ραχμάνινοφ τον πρόσεχα μέσα στο συρτάρι- τίποτα δεν ήξερα για δαύτον και ούτε έμαθα ποτέ. Έβαζα το δίσκο και τον άκουγα πολλές φορές. Μου άρεσε και ήθελα κάποτε ν αγοράσω μια δική του κασέτα, όταν θα είχα λεφτά, να την ακούω από ένα γουόκι-τόκι, όπως τα λένε αυτά τα μικρά κασετόφωνα. Το σκεφτόμουν πολλές φορές, πάνω στη μηχανή, όταν μου τη δάνειζε η Καίτη. Είχε πάρει και μηχανή, μια ολοκαίνουρια μηχανή μεγάλων κυβικών, μη νομίζετε.. Μου την έδινε κι εμένα μερικές φορές κι έκανα κάτι μακρινές βόλτες στην παραλία αλλά συνήθως ερχόταν κι εκείνη μαζί μου.
Τι άλλο είχα εκεί μέσα; Όλη μου την περιουσία. Μερικές εκατοντάδες βιβλία, άλλα τόσα περιοδικά, από Ρομάντσο μέχρι Μάσκα, Τέχνη και λόγος, διάφορα. Σε αυτό το τελευταίο ήμουν συνδρομητής αλλά δεν είχα πληρώσει ποτέ. Ακόμα και λίγες τσόντες υπήρχαν, κρυμμένες όμως να μη φαίνονται.
Η βιτρίνα είχε γεμίσει αράχνες και μυρμήγκια. Κάπου-κάπου, πηγαινοερχόταν καμιά κατσαρίδα, γρήγορα, ξαφνικά να χαθεί. Πρέπει να είχα και καμιά εικοσαριά πίνακες, άλλοι στη βιτρίνα, άλλοι στους τοίχους, ίσως να ήταν περισσότεροι. Ναι, βέβαια, τώρα που θυμάμαι καλύτερα, πρέπει να ήταν πάνω από τριάντα. Μεγάλη περιουσία, χλεύαζα τον εαυτό μου, μπροστά στο μαυρισμένο καθρέφτη της τουαλέτας που είχε πιάσει παντού κρότσια. [ Λέξη παλιά για τη βρωμιά, τη λίγδα, τη δυσωδία.]
Στο πατάρι, ένα ράντσο σαραβαλιασμένο, βούλιαζε, καμπούριαζε, από βάρος δυο κορμιών τις περισσότερες φορές. Παχυλή σκόνη γύρω-γύρω, κομμάτια πλαστικά, σακούλες, εφημερίδες. Από τα πλαστικά, είχα φτιάξει δυο τρεις φιγούρες του Καραγκιόζη. Πρώτα τις είχα ζωγραφίσει και μετά τις έκοψα σιγά-σιγά με τη σέγα. Έλεγα κάποτε να κάνω παραγωγή, να τις πουλάω και στην αρχή το είχα πάρει σοβαρά το θέμα, καθώς πούλησα ένα σε κάποιο γέρο. Ερχόταν είπε συχνά να αγοράσει αλλά έλειπα. Είχε μαζί  του και το εγγονάκι που έκλαιγε και όλο του λεγε, «να μου τον πάρεις παππού, να μου τον πάρεις.» Μόλις του είπα ένα χιλιάρικο του γέρου του φυγε η ανάσα.
-Δεν τα πουλάω αυτά, του είπα αλλά μια και φωνάζει ο μικρός, μια και εσένα σου θυμίζουν τα παιδικά σου χρόνια οι Κραγκιόζηδες, πάρτον, χαλάλι σου. Δώσε μου ένα χιλιάρικο και πάρτον.
Έκανε να φύγει και τον λυπήθηκα. Τον λυπήθηκε η ψυχή μου που τον είδα να μετράει τα ψιλά στην πόρτα και τον πρόλαβα. Έδωσα τον Καραγκιόζη στον μικρό που μέρωσε αμέσως και σκούπισε τα δάκρυα του. Ο Γέρος μου βαλε ένα κατοστάρικο στο χέρι και συνεννοηθήκαμε βουβά, πως, εντάξει, καλά είναι, να βολευτούμε και οι τρεις. Κι έκλαψε κι εκείνος.
Δεν τον λυπήθηκα αυτόν τον Καραγκιόζη. Ένα άλλον Καραγκιόζη, σημερινό, τον συλλέκτη και γείτονα Μπρέκα, τον λυπήθηκα. Όχι ακριβώς τον λυπήθηκα, τον σιχάθηκα.
Ήρθε κάποιο απόγευμα και στάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας κρατώντας το χερούλι. Είμαι συλλέκτης μου είπε.
-Θέλω αυτόν τον πίνακα, συνέχισε κρατώντας πάντα το χερούλι, χωρίς να μπει μέσα, έτοιμος να φύγει. Έχω περάσει πολλές φορές και δε σε βρίσκω, δεν το ανοίγεις το μαγαζί; Τέλος πάντων, δικό σου καπέλο. Λέγε πόσα θέλεις αλλά πρόσεξε την τιμή. Εξόν από συλλέκτης, είμαι και γείτονας. Εδώ στη λεωφόρο έχω μια έκθεση αυτοκινήτων. Λέγε, πόσα;
Καιγόμουν για τα λεφτά και τι να του λεγα; Δεν ήθελα να μου τον πάρει τον πίνακα τσάμπα. Ήταν αυτός με τη γυναίκα και τη λάμπα που δεν είχα προλάβει να τον τελειώσω. Δεν πειράζει, μου είπε, εμένα μου αρέσει έτσι, σεις οι ζωγράφοι δεν ξέρετε πότε τελειώνει ένα έργο. Μάλιστα, σκέφτηκα εγώ, του αρέσει κι έτσι. Κάτι είχα καταλάβει για δαύτους. Το σινάφι τους είναι το πιο σκληρό στην αγορά. Αγόραζαν φτηνά και δεν πουλούσαν, εκτός αν έπιαναν κάποια εξαιρετική τιμή.
-Να τον πάρεις, του είπα απερίφραστα. Δώσε πενήντα χιλιάδες και πάρτον, είναι μια πολύ καλή τιμή για σένα. Εβδομήντα θα σου έλεγα αλλά μια και είσαι και γείτονας, δώσε πενήντα και πάρτον.
-Θα σου δώσω εντεκάμισυ χιλιάδες, είπε σμίγοντας τα φρύδια. Ούτε δραχμή παραπάνω. Σε δέκα λεπτά, επιστρέφω, σκέψου κι αποφάσισε.
Κι έφυγε.
Εγώ σηκώθηκα επάνω ανατριχιασμένος. Τι λέει; Μονολόγησα. Τι λέει ο άνθρωπος, είναι με τα καλά του; Εντεκάμισυ χιλιάδες αυτό το έργο; Εδώ μόνο ο μουσαμάς έκανε δυο χιλιάδες.. ένα είκοσι επί ογδόντα… όχι δε γίνεται, άστον να πάει να κουρευτεί. Δεν του τον δίνω, φώναξα κι έκοβα βόλτες πέρα-δώθε. Πήρα κι ένα ποτήρι, έβαλα λίγο σκουριασμένο κονιάκ, ήπια.
-Δεν τον δίνω! Φώναξα πάλι δυνατά. Όχι, δεν τον πουλάω!
Με τα χέρια στις άδειες τσέπες πηγαινοερχόμουν. Ρε, τον κερατά το Μπρέκα, σκεφτόμουν, ρε τον άτιμο πάει να μου φάει το έργο. Σιγά μην του τον δώσω. Τέτοια έλεγα και σκεφτόμουν, για να πείσω τον εαυτό μου και πρέπει να ήμουν πολύ αστείος, δε χωράει καμιά αμφιβολία γι αυτό. Έπρεπε να ήμουν από κάποια άλλη πλευρά, να έβλεπα πως συμπεριφερόμουν. Θα γελούσα οπωσδήποτε. Ή θα έκλαιγα. Αλλά, μόλις γύρισε ο Μπρέκας, «πάρτον» του είπα και τον ξεκρέμασα από την βιτρίνα.
Μου μέτρησε εντεκάμισυ χιλιάδες, ούτε δραχμή παραπάνω. Όσα είπε. Όμως τον περιποιήθηκα ύστερα από λίγους μήνες που ήρθε να του σκιτσάρω μερικές γκραβούρες παλιών αυτοκινήτων για την έκθεση του. Εκεί του πήρα τριπλάσια λεφτά από το κανονικό, για να βγάλω το άχτι μου. Γι αυτό είπα παραπάνω πως δεν τον λυπήθηκα.
Αυτά ήταν τα αλισβερίσια μου εκείνον τον καιρό. «Τω καιρώ εκείνω», φράση βιβλική που την αντέστρεφα. Έλεγα εκείνο τον καιρό. Στην Αιτιατική.
Παρ όλα αυτά, ψιλοχάρηκα εκείνο το βράδυ. Πετάχτηκα στο παντοπωλείο, αγόρασα ένα μεγάλο μπουκάλι κονιάκ- να έχω να κερνάω τους φίλους, έλεγα- τσιγάρα και μερικές λαδόκολλες. Μου είχε σφηνωθεί η ιδέα να ζωγραφίσω πάνω τους. Και το έκαμα, έπιανε πιο καλά το χρώμα. Κι ακόμα πιο πολύ, επειδή μου άρεσε το γλίστρημα του πινέλου πάνω στη γυαλάδα.. Όπως αργότερα θα ζωγράφιζα σε καφετιά στρατσόχαρτα από κούτες. Ήταν μια εμπειρία κι αυτή, όπως αργότερα με τις λινάτσες. Τι το θυμήθηκα τώρα αυτό; Είχα έναν φίλο που τον έλεγαν Λινάτσα και θύμωνε γιατί αυτό ήταν το παρατσούκλι που του είχαν κολλήσει. Το πραγματικό του όνομα δεν το έμαθα ποτέ. Ωραίο όνομα, του λεγα και με κοίταζε με γουρλωμένα μάτια. Νόμιζε πως τον κορόιδευα και μούτρωνε. Να βάλεις και μια επιγραφή με το όνομα σου, του είπα. Λινάτσας! Είχε μια ταβέρνα εκεί στου Γκύζη. Γελούσε και συνέχιζε να νομίζει πως τον δουλεύω. Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τον πείραζε, εγώ του το έλεγα σοβαρά. Μετά από χρόνια που το πήρε χαμπάρι και το κανε, ταβέρνα ο Λινάτσας, έγινε φίρμα και κονόμησε. Πάμε στου Λινάτσα, έλεγαν όλοι.
Μαύρη περίπτωση κι αυτός. Κούτσαινε από το δεξί πόδι, έπινε, γινόταν σταφίδα, είχε κι έξι παιδιά. Πέντε κορίτσια κι ένα αγόρι, το τελευταίο. Γι αυτό είχε σταματήσει, έβγαλα το διάδοχο, έλεγε και γελούσε. Λινάτσας ο νεώτερος, αυτός θα συνέχιζε την οικογενειακή του ιστορία.
Είχα προαποφασίσει πως θα πήγαινα εκεί εκείνο το βράδυ. Λεφτά είχα, τι με ένοιαζε; Να, τώρα θα φύγω έλεγα, όπου να είναι φεύγω αλλά δεν παρατούσα το κονιάκ και το πινέλο. Ώσπου κάποια στιγμή το αποφάσισα. Την ώρα όμως που πήγαινα να κλειδώσω την πόρτα, χτύπησε το τηλέφωνο. Ντρίίν! και το κοίταζα. Ντρίίίν! Και το ξανακοίταξα. Να το σηκώσω ή να μην το σηκώσω; Κι αν ήταν η Καίτη; Δεν είχα καμιά όρεξη να την έβλεπα εκείνη την ώρα., άλλα πράγματα κυριαρχούσαν μέσα μου, Να ξεφαντώσω ήθελα, να δω κανέναν παλιόφιλο, να πούμε καμιά κουβέντα, να μην είμαι μόνος μου.
Παρ όλα αυτά, το σήκωσα. Ήταν ο Τασούλης. Έρχομαι μου είπε από εκεί, μη φύγεις, σε δέκα λεπτά, έφτασα. Είναι καιρός να βάλουμε σε εφαρμογή εκείνη την ιδέα. Θυμάσαι τι μου είχες πει; Που να θυμόμουν, τόσα είχαμε πει. Έλα καημένε, συνέχισε ο Τασούλης, δεν είχες πει να εκδώσουμε μια φυλλάδα για τα εικαστικά και τις τέχνες; Ε, λοιπόν, είναι ώρα να το κάνουμε. Έρχομαι από κει, μη φύγεις.

ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 11




"Πολυαγαπημένε μου φίλε, σε φιλώ γλυκά. Είμαι καλά. Το ίδιο επιθυμώ και δια εσένα, να είσαι πάντα καλά. Κοπρόσκυλο.
Δεν ξέρω από πού ν αρχίσω, δεν είμαι και τόσο καλός στα γραφτά, αλλά τα έχω όλα στο μυαλό μου αυτά που θέλω να σου πω. Αν ήσουν δίπλα μου και πίναμε και κανένα ουζάκι, θα σου τα έλεγα καλύτερα. Τα έχω όλα στο μυαλό μου και χτες το βράδυ τα μελετούσα στον ύπνο μου. Έτσι θα του τα γράψω έλεγα, έτσι τα του τα πω. Αλλά τώρα πάλι κολλάω, δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω. Αλήθεια τι κάνει ο γιος μου; Τον βλέπεις καμιά φορά τον Τίτο ρε Μαχαραγιά;
Το λοιπόν, όταν ήρθα εδώ, μου γύριζε όλος ο κόσμος ανάποδα, σα σφοντύλι. Άλλα πράγματα εδώ φίλε, άλλος κόσμος.. Να μείνω δεν είχα πουθενά, κανέναν δεν ήξερα. Που να πήγαινα και τι να έκανα; Γνωρίστηκα όμως αμέσως με πολλούς πατριώτες, είναι μεγάλο το σινάφι των Ελλήνων εδώ. Όπως και των Τούρκων Έχεις γνωρίσει Τούρκο; Δε θα το πιστέψεις αλλά ο καλύτερος μου φίλος ήταν ένας γέρος θεριακλής Τούρκος, ο Αλής, που γνώρισα στη φυλακή. Τώρα θα παθαίνεις την πλάκα σου με αυτά που σου λέω αλλά έκανα και στη στενή. Όχι πολύ, κάνα δυο χρόνια. Θα σου πω μετά πως έγινε αυτό.
Πήγα στην αρχή για δουλειά στα ανθρακωρυχεία. Ξέρεις τι είναι τα ανθρακωρυχεία; Εσύ και να μην ξέρεις δε γίνεται, είναι σαν να είσαι εδώ. Σε καταλαβαίνω παλιοφάρα, σε ξέρω εγώ, μη νομίζεις ο φίλος σου ο Ντάφλος δεν είναι χαζός. Δούλεψα εκεί ένα χρόνο, στις γαλαρίες. Η μέρα ήταν νύχτα και η νύχτα πάλι νύχτα. Δεν τα λέω καλά; Τότε έμπλεξα με μια Τουρκάλα. Μόνο μια, είναι δύσκολο να στο περιγράψω, μα αυτή ήταν μεγάλη ιστορία. Η Εμινέ. Έτσι την έλεγαν. Όμορφη του κερατά, να σου φεύγει το μάτι και να θέλει να με παντρευτεί. Θα γίνω μου έλεγε Χριστιανή, ότι θέλεις εσύ Ντάφλο μου, σκοτωνόταν για μένα. Εγώ τι να έκανα πάλι; Στην αρχή, μονάχα αυτό σκεφτόμουν, γιατί νόμιζα πως ήταν απλά τα πράγματα, δεν είχα ιδέα τι ήταν οι Τούρκοι. Το σινάφι τους εξαγριώθηκε. Δεν είναι όλοι κακοί, άνθρωποι είναι σαν εμάς, άλλοι κακοί, άλλοι καλοί. Έχουν όμως σε κάτι τέτοια τους δικούς τους νόμους. Εμένα δε με ένοιαζε και πολύ, εγώ μια χαρά περνούσα με την Εμινέ. Έγινε όμως το πατατράκ και παραλίγο να σκοτώσω άνθρωπο. Εκείνον τον Μουράτ που τον βρήκα ένα βράδυ καβάλα στην Εμινέ, μέσα στο σπίτι μου. Ξέχασα να σου πω πως ήταν έγκυος κιόλας.
Εξαγριώθηκα. Έγινα κι εγώ Τούρκος που λέμε κι εμείς εκεί στην πατρίδα. Όρμησα πάνω του να τον πετσοκόψω. Τον άρπαξα από το λαιμό να τον πνίξω. Ήταν όμως δυνατός σα γομάρι μέχρι εκεί πάνω και το χειρότερο ήταν που κρατούσε πιστόλι. Η Εμινέ, ματωμένη, ανήμπορη και ξεσχισμένη να ουρλιάζει κι εγώ μόλις είδα το πιστόλι, κοκάλωσα. Πάει, λέω με έφαγε ο Τουρκαλάς, έχεις δει ποτέ πιστόλι να σε σημαδεύει μαχαραγιά; Κόβονται τα πόδια σου από το φόβο αλλά εγώ κατάφερα με τη δύναμη της απελπισίας και του δίκιου, να το γυρίσω κατά πάνω του στα πλευρά. Αυτός πάτησε τη σκανδάλη, σου το ορκίζομαι στον Τίτο  μου, να μην προλάβω να τον δω αν λέω ψέματα. Αυτά είπα και στο δικαστήριο αλλά δε με πίστεψαν. ΜΕ ΧΌΡΕΨΑΝ ΣΤΟ ΤΑΨΊ. Εδώ οι νόμοι είναι πιο σκληροί απ ότι κει, Δεν είχα και λεφτά, ξόδεψα όλες μου τις οικονομίες στους δικηγόρους αλλά δεν τη γλίτωσα. Με μπαγλαρώσανε τρία χρόνια στη στενή Λόγω προτέρου έντιμου βίου που λένε αυτοί οι κερατάδες και επειδή βρισκόμουν εν αμύνει. Αλλά βγήκα σε ενάμισυ χρόνο αφού πρώτα πήγα στις αγροτικές φυλακές και πρόσφερα εργασία. Είχα και καλή συμπεριφορά, γι αυτό με άφηνα  είπαν αλλά λερωμένο. Έτσι είναι μου μουντζουρώσανε τα χαρτιά και δουλειά δεν μπορούσα να πιάσω πουθενά. Με βοήθησε όως ο φίλος μου ο Τούρκος, ο Αλής που σου λεγα. Μέσα στη φυλακή θα με είχαν πηδήξει πρώτα και θα με είχαν σκοτώσει αν δεν ήταν αυτός. Με πήρε υπό την προστασία του και είπε στους άλλους πως όποιος με πείραζε θα είχε να κάνει μαζί του. Και καθάριζε μια λάμα. Θεριό σου λέω, ανήμερο, ισοβίτης. Είχε σκοτώσει δυο ανθρώπους. Τη γυναίκα του και τον εραστή της, ίσως για αυτό να με συμπόνεσε, επειδή ήμασταν ομοιοπαθούντες. Θα ήταν τότε εξηνταπεντάρης αλλά γερός σου είπα, άλλο πράμα. Έτυχε όμως η μοίρα να του παίξει άσχημο παιχνίδι. Όταν βγήκα από τη φυλακή και τον επισκέφτηκα, μου είπε πίσω από τα κάγκελα, πως ούτε λίγο ούτε πολύ οι γιατροί τον είχαν ξεγράψει. Είχε δεν είχε δυο-τρεις μήνες ζωή. Έκλαψα πολύ εκεί φίλε, σηκωτό με πήρανε. Είχε προλάβει να μου πει πως είχε καρκίνο. Έχεις δει άνθρωπο να πεθαίνει από καρκίνο και να το ξέρει; Εγώ είδα κι έγινα κόσκινο. Μάζεψε ρε, αυτό το βουνό, σαν από σεισμό. Έγινε μια τούφα, αυτός που ήταν ένα θεριό.
Τον πήγα στο νοσοκομείο μόνος μου, δεν είχα κανέναν άλλον. Του χάρισαν την ποινή είπαν οι κερατάδες, το υπόλοιπο της ποινής, ενός ανθρώπου που πέθαινε από καρκίνο και είχε τιμωρηθεί με το παραπάνω, όλη του τη ζωή στη φυλακή. Στα γράφω έτσι γιατί εγώ δεν πιστεύω στη δικαιοσύνη. Πιστεύω πιο πολύ στην ανθρωπιά. Θα μου πεις άνθρωποι δε φτιάξανε και τους νόμους; Και θα σου πω ναι αλλά για ποιους τους έφτιαξαν; Τους έφτιαξαν για την πάρτη τους, να βολεύουν αυτούς, όχι όλους τους ανθρώπους. Για τους λίγους είναι οι νόμοι φίλε, έτσι πιστεύω εγώ. Είναι λίγοι που μας κυβερνάνε και τους δικούς τους φόνους, τις λεηλασίες, τις κλεψιές και τα τοιαύτα, τα καλύπτουν με ασυλίες και τέτοια παραμύθια. Καλά δεν τα λέω; Ή όχι; Εσύ θα μου πεις όταν έρθω. Γιατί έρχομαι όπου να ναι, μαχαραγιά. Έρχομαι εκεί να σε βρω αλλά μη νομίζεις πως είμαι άφραγκος αυτή τη φορά. Όχι!  κουβαλάω πράμα. Ξέχασα να σου πω το κυριότερο πως ο φίλος μου ο Αλής, μου άφησε ότι είχε και δεν είχε. Θα μου πεις τώρα τι μπορεί να είχε ένας φυλακισμένος. Αμ δε! Ένα εκατομμύριο μάρκα είχε ο Αλής και με έκανε γενικό κληρονόμο του. Δε με ενδιαφέρει που τα είχε βρει, πως τα είχε κάνει. Πάντως είναι πολλά λεφτά, έτσι που λες, λίγες μέρες πριν πεθάνει μου παράγγειλε να πάω να τον θάψω στη Σμύρνη. Τον πήγα φίλε μαχαραγιά. Τον έθαψα με όλες τις τιμές, έβγαλα κι έναν επικήδειο. Μισά Ελληνικά, μισά Τούρκικα που τα είχα μάθει στη φυλακή και μετά γύρισα να κανονίσω τις δουλειές μου. Ρύθμισα όλες τις λεπτομέρειες με τη διαθήκη του Αλή. Που τα είχε βρει τόσα λεφτά, αναρωτιόμουν πολλές φορές. Φαντάζομαι όμως πως τριάντα χρόνια μέσα στις φυλακές θα έκανε κάποιες διακινήσεις που λέμε. Ναρκωτικά, υποθέτω, μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Μου φάγανε κάμποσα, ξέρεις, δικηγόροι, παραδικηγόροι, τάισα κάμποσα λαμόγια, εφορίες και τέτοια. Άνοιξα μια μπυραρία στο όνομα του Αλή με έναν άλλον φίλο τον Νακατζιάν Αρμένιος, καλό παιδί. Βγάλαμε πολλά λεφτά, τι να σου λέω, την έχουμε ακόμα αλλά βαρέθηκα. Θέλω να γυρίσω στην πατρίδα. Θα αφήσω το μαγαζί στον Νακατζιάν και έρχομαι. Σε λίγους μήνες μαχαραγιά, ο φίλος σου ο ΝΤάφλος θα προσγειωθεί στο Ελληνικό. Να είσαι εκεί να με περιμένεις. Μη δεν είσαι! Κοπρόσκυλο πέθανες! Σου γράφω και το τηλέφωνο μου για επόμενη συνεννόηση, έτσι; Γκέκε μαχαραγιά;
Αυτά είναι εν ολίγοις τα νέα μου. Κλείνω το γράμμα μου και σε φιλώ με πόνο.
Ο φίλος σου Ντάφλος."

συνεχίζεται

Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 10






Παραδοσιακά σπιτάκια, υπήρχαν πάντοτε στου Γκύζη. Δεν ξέρω, ούτε το ψαξα ποτέ, αν το όνομα προερχόταν, πράγματι, από τον μεγάλο ζωγράφο. Αλλά έχω την εντύπωση πως αυτόν τον έλεγαν Γύζη. Γύζη Νικόλαο. Θυμόμουν μονάχα ένα πίνακα του, αυτόν με τα λερωμένα πιτσιρίκια που έλεγαν τα κάλαντα. Εντύπωση μου έκανε εκείνο που κρατούσε το ταμπούρλο. Ήταν μεγαλύτερο από αυτό.
Έλεγα λοιπόν να το ψάξω λίγο το θέμα εκείνο τον καιρό, ν ανοίξω καμιά εγκυκλοπαίδεια, γιατί μου είχε καρφωθεί η ιδέα πως ούτε ο πίνακας με τα κάλαντα ήταν του Γύζη και τότε το Γκύζη από πού προερχόταν; Αλλά του Νικηφόρου Λύτρα, μα όλο το αναιρούσα ή το ξεχνούσα. Δε με άφηνε σε ησυχία και η Καίτη. Όποτε πήγαινα να ησυχάσω, νάτη μπροστά μου. Πολλές φορές κοιμόμασταν εκεί. Άλλες, στο μικρό, ημιυπόγειο, που είχε νοικιάσει στις παρυφές του Λυκαβηττού, αντίκρυ μου.
Είχε φύγει από το σπίτι της. Κατόρθωσε να ξεκολλήσει από τον Σταυρέα, που ακόμα γύρευε το Ντάφλο να τον σκοτώσει. Μανιάτης ήταν και δεν ξεχνούσε εύκολα. Ο ανιψιός του ο Τίτος, ήταν ήδη εφτά χρονών. Ο Τίτος, το παιδί του φίλου μου του Ντάφλου και της Μαγδαληνής. Ποιος είχε αυτή την έμπνευση να του δώσει αυτό το όνομα, ούτε το ψαξα ποτέ. Αν και αναρωτιόμουν. Πάντα είχα αμφιβολίες εγώ, για όλα τα πράγματα.
Η Μαγδαληνή δεν ξαναπαντρεύτηκε. Δεν είχαν πάρει διαζύγιο με το Ντάφλο, αν κι αυτό, τώρα με τόσα χρόνια που είχαν περάσει θα ήταν απλώς διαδικαστικό θέμα. Ζούσε με τον Τίτο σε ένα διαμέρισμα που της είχε αγοράσει τελικά ο Σταυρέας και δούλευε σε ένα ψιλικατζίδικο της γειτονιάς. Ο ίδιος, ο Σταυρέας παρέμενε κι αυτός ανύπαντρος. Είπαμε, γεροντοκόρος. Κι έτσι, όλα  τα λεφτά ή σχεδόν όλα, τα σπαταλούσε για τη Μαγδαληνή και τον Τίτο.
Έλεγα λοιπόν για την Καίτη. Είχε κατορθώσει να γίνει δημόσιος υπάλληλος και μάλιστα πολύ γρήγορα είχε συνδικαλιστεί στο χώρο. Ήταν από τις καλύτερες και είχε οργανωθεί στο κόμμα. ΚΚΕ, το κόμμα σου λαέ! Αυτό κι αν αντάριαζε τον Σταυρέα. Ούτε ζωγραφιστή δεν ήθελε να τη βλέπει Μέσα στην οικογένεια του είχε γεννηθεί ένα φίδι έλεγε. Κομμουνίστρια η αδερφή του! Ε, αυτό πάρα ήταν μίασμα για ολόκληρο Σταυρέα.
Η Καίτη έτρεχε παντού, δεκάρα δεν έδινε τι έλεγε ο αδερφός της. Έτρεχε στις αφισοκολλήσεις, στις διαδηλώσεις, στις απεργίες, μπροστάρα παντού. Στα συνέδρια έβγαζε λόγους και υπεραμυνόταν το δίκιο του φτωχού, το δίκιο του εργάτη. Λες και ήταν μια άλλη Καίτη. Δεν ξέρω γιατί, όμως μέσα από όλα αυτά, σα να είχε χάσει κάτι από την παλιά της ομορφιά. Πάντως, ο υπέρ το δέον φεμινισμός, αποτύπωνε στο είναι της και τη μορφή της, κάτι σκληρό. Μερικές φορές, νόμιζα πως και τα χέρια της είχαν χοντρύνει. Και βέβαια, όσες αποτριχώσεις και να έκανε, το χνούδι στο πρόσωπο, πάνω από τα χείλη, στα μπράτσα, στα πόδια, σα να πλήθαινε. Αν έμενε αξούριστη που λέμε, θα τη νόμιζες παληκαρόπουλο στα δεκαεπτά, στα δεκαοχτώ. Δεν είχα προσέξει, τότε παλιά, πως είχε τόσες τρίχες. Εκείνο τον καιρό άρχιζε να μου κοστίζει και το έψαχνα το θέμα. Μέχρι που έβαζα μεταβολισμούς ή κάτι άλλα παράξενα πράγματα στο μυαλό μου, όπως μήπως με γελούσε η μνήμη μου και δεν τις είχε τις τρίχες και μπερδευόμουν. Στο κρεβάτι, βέβαια, όλα αυτά πήγαιναν περίπατο. Είναι γνωστό πως οι χνουδάτες γυναίκες είναι πιο θερμές. Μόνο μετά τον έρωτα, όταν την έβλεπα γυμνή να τρέχει στην τουαλέτα, με έπιανε μια μικρή απελπισία με τις τρίχες της Σα να ντρεπόμουν και πρέπει να το είχε καταλάβει και ίσως γι αυτό απέφευγε να φανερώνεται γυμνή μπροστά μου.
Ο Δούκας, γέλασε πολύ όταν του το είπα.
-Δεν της φαίνεται, μου είπε όταν του τη γνώρισα. Είναι όμορφη, συνέχισε. Ε, άλλου, τι σε νοιάζει; Μήπως πρόκειται να την παντρευτείς;
Γέλασα κι εγώ. Ούτε είχα σκεφτεί τέτοιο πράγμα. Ή για να λέμε και του στραβού το δίκιο, κάπου μέσα στο υποσυνείδητο μου, ήταν κρυμμένη μια τέτοια βούληση. Σαν νυχιά. Θα έφτανε κάποια στιγμή να γίνει  μεγαλύτερη. Προς το παρόν ένιωθα βαρύ επάνω μου το πρόβλημα της επιβίωσης, της καριέρας. Τι έκανα; Τίποτε. Ένα μεγάλο μηδενικό ήταν η ζωή μου Τα φιλόδοξα όνειρα μου πήγαιναν στράφι. Βέβαια, δε μου έλειπε ο αυθορμητισμός. Η έλλειψη του και η διπλή σκέψη θα ερχόταν αργότερα. Δεν ήξερα τι με περιμένει, έχω περιθώρια, σκεφτόμουν. Αυτή η αισιοδοξία, παρ όλες τις αντίξοες συνθήκες, δεν είχε χαθεί. Ή καλύτερα, αυτό το διαπίστωναν οι άλλοι για μένα- ίσως επειδή κρυβόμουν κι έδειχνα έναν άλλον περήφανο εαυτό.
Η Καίτη άντεχε τα οικονομικά μας βάρη. Πλήρωνε τα ενοίκια, τα φώτα τα νερά, τα κοινόχρηστα. Εγώ απλώς κοιμόμουν εκεί, μαζί της. Δεν έλεγε τίποτε, γι αυτό, δεν παραπονιόταν τουλάχιστον στην αρχή. Μεγάλωνε όμως το καλεντάρι. Θα είχε περάσει κανένας χρόνος που  μέναμε μαζί και το μόνο που της είχα προσφέρει- εκτός από τα λουλούδια των αγρών στα γενέθλια της – ήταν το πετυχημένο πορτρέτο. Έτσι με το μικρό δάχτυλο του δεξιού χεριού, ν ανασηκώνει τα μαλλιά της. Καλούτσικο ήταν.. Στα πορτρέτα όμως με γοήτευαν πιο πολύ τα μάτια. Αν τα πετύχαινα, έμπαινα μέσα τους. Αργότερα θα έφτιαχνα γυναίκες και άντρες δίχως μάτια. Γενικά, με ένα αυγό για κεφάλι.
Πήγαινα κι εγώ, αραιά και που σε καμιά διαδήλωση κι έφευγα σχεδόν αμέσως. Δεν το μπορούσα το πλήθος- τώρα ακόμα περισσότερο. Έτσι, οι φίλοι μου είχαν κολλήσει το ειρωνικό παρατσούκλι! «Ο Εραστής του Κομμουνισμού» Ο εξ απαλών ονύχων επαναστάτης. Εγώ όμως ήξερα τι έλεγα και τι έκανα. Μπορεί να με λέγανε θεωρητικό αλλά πάντα πίστευα στους ανένταχτους κομμουνιστές. Μου φαινόταν σαν άλογα με παρωπίδες οι οργανωμένοι.
Ένας κοντινός ξάδερφος, μέλος της κεντρικής επιτροπής και έμπορας κρεάτων, θέλησε να με γράψει στο κόμμα. Άλλη ιστορία αυτή. Σαραντάρης περίπου τότε, με κάτασπρα μαλλιά, κοντός και στρουμπουλός ο Θωμάς Αλμύρας, ήταν από το σόι της μάνας μου Θυμάμαι πως ήταν ζωηρός για την ηλικία του αλλά και ταυτόχρονα είχε ένα ύφος πονηρό- ίσως κρυμμένο καλά, αφού κατάφερνε να πείθει. Βοηθούσε βέβαια που ήταν του Πανεπιστημίου, όπως συχνά περηφανευόταν. Ξύπνιος άνθρωπος μα και κρυψίνους. «Οι παρά τον Θύαμιν κατοικούντες, κρυψίνοες και γυμνόποδες εισίν.» Που κολλάει τώρα αυτό; Δύο αδερφάδων παιδιά ήμασταν που έλκουν την καταγωγήν από τα χωριά του Θύαμη ή του Καλαμά, προσιτότερα. Είχα πάει αρκετές φορές σ αυτά τα χωριά. Θυμάμαι όταν ήμουν πολύ μικρός, τον πατέρα μου και το νονό μου σαν σε όνειρο, ανεβασμένους πάνω σε ένα βαρέλι κρασί, να πίνουν και να τραγουδάνε. Έβγαζαν και φωτογραφίες, ο νονός μου είχε παντρευτεί τότε για Τρίτη φορά. Κι με αυτή την ευκαιρία με είχε πάρει μαζί του ο πατέρας μου, να πάμε και να γνωρίσουμε την καινούρια νονά. Περισσότερο όμως μου μένει ακόμα μια πιο θλιβερή εικόνα: Είχα ζητήσει κάποιο από αυτά τα πρωινά να δω το νονό. Με πήγε στο δωμάτιο του η καινούρια νονά που ήταν τουλάχιστον τριάντα χρόνια μικρότερη του. Ο Νονός μου θα κόντευε τα εξήντα πέντε. Κοιμόταν και ροχάλιζε σα δράκος. [Πως ροχαλίζουν οι δράκοι;] Πήγα κοντά του να του μιλήσω, προσπάθησα να τον ξυπνήσω. Άνοιξε μια στιγμή τα βοιδίσια μάτια του, με είδε, δε με είδε, δεν κατάλαβα. Έκανε ένα α! σα βογγητό περισσότερο και βυθίστηκε ξανά στο σκοτάδι. Πέθανε μερικά χρόνια αργότερα από το ποτό. Το ούζο του είχε κάψει τα σωθικά. Ήταν είπαν, καλός άνθρωπος, γαλαντόμος, νοικοκύρης.
Τέτοιος ήταν κι ο Θωμάς Αλμύρας, ο ξάδερφος μου που ήθελε να με βάλει στο κόμμα. Ή περίπου τέτοιος. Ή λίγο. Τροφοδοτούσε, θυμάμαι όλα τα κρεατικά που χρειαζόντουσαν στα φεστιβάλ., στις γιορτές του κόμματος. Κονομούσε γερά. Είπαμε έξυπνος άνθρωπος, ενεργητικός σαν κοντός διάολος. Του άρεσε και το κεχρί, τα ξινά που λέμε.  Έτσι, δεν παραξενεύτηκα, όταν μια φορά που με είχε πάρει μαζί του για δουλειές, μου είπε, πάρε μαζί σου τη δικιά σου και καμιά κολλητή της. Τι κολλητή; Μια μακρινή ξαδέρφη μας πήραμε την Αυγή. Εγώ, ούτε το καν όνομα της πρόσκαιρης εκείνης γυναίκας θυμάμαι. Μεγάλη πάντως ήταν και έκανε τον πλασιέ στα καλλυντικά και στα βιβλία, μαζί με την Αυγή.. Σε ένα επαρχιακό ξενοδοχείο, στο ίδιο δωμάτιο, τι θα γινόταν; Εγώ ξάπλωσα με την πλασιέ μου και ο Θωμάς με την Αυγή, την ξαδέρφη. Ε, σε λίγο έκανε κανονικά έρωτα μαζί της ο άτιμος. Λες και δεν έτρεχε τίποτα. Άκουγα τα παρατεταμένα φιλιά τους, τα ηδονικά βογγητά της Αυγής και μελετούσα πως ήταν κακό. Μου φαινόταν κακό που πηδιόντουσαν δυο ξαδέρφια, έστω και μακρινά. Προσβάλλονταν οι ηθικές μου αξίες. Μούτρωσα κάτω από τα σεντόνια αλλά δεν το κρύβω πως ερεθίστηκα κιόλας, δε μου είχε αναψύχει τέτοιο πράγμα, ούτε που μου ξανάτυχε αλλά με τον Θωμά δε μιλήσαμε ποτέ γι αυτό το θέμα. Ή μάλλον μια φορά που πήγα να του ανοίξω κουβέντα, το αρνήθηκε.
-Είσαι τρελός, μου είπε, ονειρεύεσαι.
Από τότε άρχισα να πιστεύω στις διαλείψεις της μνήμης. Ετσιθελικές ή όχι. Οι άνθρωποι το γύριζαν όπως ήθελαν. Τη μια στιγμή κόκκινο, την άλλη μαύρο. Η μαυροκόκκινο, όπως τους συνέφερε. Ανάλογα κιόλας με πόσα πράγματα διακυβεύονταν. Τιμή, ήθος, προσωπικότητα. Πάντως εγώ, για να παινέψω και λίγο τον εαυτό μου, παρέμενα απέριττος, ανιδιοτελής. Ήταν πράγματα που δε με άγγιζαν και ήθελα τον Αμβράζη αλώβητο από τέτοιες καταστάσεις, αν και για όλους, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά. Αυτό  ήταν του Ντάφλου: κάθε λίγο και λιγάκι το κοπανούσε. Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά της και κουνούσε το κεφάλι του με κάποιο νόημα. Που να ήταν τώρα; Τον είχα νοσταλγήσει αλλά από τότε που είχε φύγει για τη Γερμανία, ούτε φωνή, ούτε ακρόαση.. Λες όμως πως η μοίρα και η τηλεπάθεια να υπάρχουν πραγματικά, έλαβα εκείνο τον καιρό, ένα δικό του γράμμα. Που βρήκε τη διεύθυνση στη γκαλερί, ακόμα απορώ. Δυσκολεύτηκα πολύ να βγάλω τα ορνιθοσκαλίσματα του αλλά ύστερα από Ομηρικές προσπάθειες, το κατάφερα. Το μεταφέρω αυτούσιο.

ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

Σάββατο 11 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 9




Εκεί, μου διηγήθηκε και πως έγινε. Πως παντρεύτηκαν όταν γύρισε από φαντάρος. Είχαν συναντηθεί τυχαία στο Κολωνάκι, σύχναζε τότε εκεί, ψάχνοντας για γριές. Ζιγκολό ο Πίθηκας. Αλλά δεν έβγαιναν και πολλά πράγματα, οι κωλόγριες, μου είπε, με τις γούνες και τα μεγάλα αυτοκίνητα, άμα σου έπαιρναν αυτό που ήθελαν, σε έστελναν στο διάολο. Έτυχε όμως και μπλέχτηκε εκείνο το διάστημα με μια γυναίκα υπουργού. Αυτή κι αν ήταν τύχη Τον έντυνε και τον ζούσε σε μια έπαυλη στην Κηφισιά. Τον είχε ερωτευτεί η πρώην- μετά μου το είπε αυτό-κυρία υπουργού. Όπως και του ίδιου, αργότερα του είχε πει πως ήταν χωρισμένη. Κανονικά, με διαζύγιο. Η Έλεν Νασοπούλου. Γόνος παλιάς, αρχοντικής και πολιτικής οικογένειας του τόπου. Ο πατέρας της είχε διατελέσει υπουργός σε κυβερνήσεις τη δεκαετία του πενήντα. Ο παππούς του τριάντα και πάει λέγοντας. Εκεί, στην έπαυλη της Κηφισιάς είχαν γίνει πολλές υπουργικές συναντήσεις του έλεγε. Τα θυμόταν αυτά από πολύ μικρή. Ύστερα την έστειλαν για σπουδές στο Λονδίνο, στη Βιέννη και αλλού. Πολιτικές επιστήμες. Κι επειδή δεν υπήρχε γιος στην οικογένεια για να συνεχίσει την πολιτική σταδιοδρομία, το βάρος έπεσε πάνω της. Προσπάθησε η ίδια να πολιτευτεί αλλά δεν τα κατάφερε. Κι έτσι παντρεύτηκε τον Βουλευτή της Δεξιάς, Κωνσταντινίδη. Κι έγινε Έλεν Νασοπούλου-Κωνσταντινίδη, μέχρι να καταφέρει να χωρίσει και να πετάξει από πάνω της το τελευταίο και να μείνει πάλι σκέτο το Έλεν Νασοπούλου.
Είχα μια περιέργεια να γνωρίσω αυτή την κυρία και κάτι μου έλεγε πως θα γινόταν. Δεν είναι τίποτε σπουδαίο, μη φαντάζεσαι, μου είπε ο Δούκας. Κάποια μέρα θα σου τη γνωρίσω αν και τώρα τελευταία, όλο με ειρωνεύεται.
-Επειδή αρνήθηκα να την παντρευτώ, μου είπε μισογελαστά.
Μέχρι εκεί είχε φτάσει: Να παντρευτεί μια γυναίκα, σχεδόν μια εικοσιπενταετία μεγαλύτερη του. Και η Έλεν Νασοπούλου είχε ξανανιώσει. Έβγαιναν τα βράδια στα κοσμικά κέντρα και καμάρωνε με τον Δούκα στο πλάι της. Βούιζε ο τόπος ότι θα παντρευτούνε και στα κρυφά, οι φίλοι και οι γνωστοί τον σκυλοτρώγανε. Θα πάρει τη γριά για τα λεφτά της, έλεγαν. Θα χαραμιστεί ο βλάκας. Μπροστά του όμως, κανένας δεν τολμούσε να τα πει. Όλοι από πίσω.
-Ζήλια και φθόνος φίλε για το τίποτε. Εγώ δεν είχα πάρει ποτέ μια τέτοια απόφαση. Και μέσα μου  θυμόμουν πάντα τη Βασιλική, συνέχισε.
Δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του με την Έλεν Νασοπούλου. Ένιωθε καταπιεσμένος και κάποιες φορές ηλίθιος αλλά δεν μπορούσε να της πει τίποτε, έτσι που την έβλεπε ξανανιωμένη, σχεδόν ευτυχισμένη, να λάμπει από χαρά, δίπλα του.
-Μέχρι και με ελικόπτερο με πήγε βόλτα! Κορδώθηκε. Έκανα κι εγώ το μεγάλο κομμάτι μου
Την έπεισε να τον πάει στο χωριό του με ελικόπτερο. Αράξανε εκεί μπροστά στην αυλή του σπιτιού του. Θάμπωσαν όλοι, έμειναν με ανοιχτό το στόμα, μόλις τον είδαν να κατεβαίνει με την Έλεν πλάι του- ντυμένοι στις γούνες και οι δυο- και να χώνονται στο σπίτι. Η μάνα του και ο πατέρας του σταυροκοπιόνταν συνέχεια. Δεν έμειναν πολύ, έφυγαν για την Πάργα κι ας ήταν παραμονές Χριστουγέννων. Και το λέω αυτό επειδή είναι γνωστό πως η Πάργα είναι Καλοκαιρινό θέρετρο, το Χειμώνα, ελάχιστος κόσμος έμενε εκεί. Δεν ήθελε ακόμα τότε η Έλεν να γίνει γνωστή η σχέση τους. Ο Δούκας πάλι, όλο και περισσότερο επεδίωκε το αντίθετο. Όχι από υστεροβουλία, ήταν ο τύπος του τέτοιος. Φωναχτός. Επιδειξίας με την καλή έννοια όμως. Ποτέ με εκείνη την ψεύτικη επιδειξιμανία των μικρών ανθρώπων. Να, γιατί ήταν μεγάλος ο Δούκας. Ήταν σταράτος, ντόμπρος αλλά κι όταν έκανε τις λοβιτούρες του πάλι είχε κάποιο λόγο ειδικό. Ακόμα και τα χρήματα που τόσο επιθυμούσε, τα σκορπούσε άφθονα. Δεν μπορούσε ν αρνηθεί να δίνει. Τον πείραζε η φτώχεια όλων των ανθρώπων, όχι μονάχα η δική του.
Η σχέση του με την Έλεν Νασοπούλου, συνεχίστηκε κανονικά αν κι εκεί στην Πάργα φάνηκαν τα πρώτα σημάδια της μεγάλης τους διαφοράς. Επί μια βδομάδα δε μιλούσαν. Ούτε και κατά το γυρισμό. Με το αυτοκίνητο βέβαια, μη φανταστείτε πως είχαν πάει και στην Πάργα με το ελικόπτερο. Εκείνη η επίδειξη είχε σταματήσει εκεί στο χωριό.
Δεν αντάλλαξαν λοιπόν, ούτε μια λέξη σε όλη τη διαδρομή. Ούτε τυπικά. Η Έλεν οδηγούσε μουτρωμένη, αφηρημένη, κοιτούσε μονάχα μπροστά. Ο Δούκας που και που της έριχνε λοξές ματιές και χαμογελούσε με νόημα που δεν το έβλεπε. Κάπου, κοντά στην Κηφισιά, κουρασμένοι από τα πολλά χιλιόμετρα σταμάτησαν σε ένα ταβερνάκι να φάνε. Μπήκανε μέσα βιαστικά. Έβρεχε. Χειμώνας βαρύς είχε πλακώσει και η Κηφισιά με τα πολλά δέντρα και τα αραιοχτισμένα σπίτια της, έσταζε παντού. Βάραινε από πάνω της η Πεντέλη σαν παλτό κι απέναντι η Πάρνηθα μούλιαζε στην καταχνιά της.
Φάγανε και ήπιαν πολύ κόκκινο κρασί. Σχεδόν μεθυσμένοι μπήκαν πάλι στο ακριβό αυτοκίνητο και κίνησαν για την έπαυλη. Δεν ήταν μακριά αλλά η Ελεν συνέχιζε να είναι όλο και πιο αφηρημένη τώρα. Ίσως και τρομερά εκνευρισμένη. Έτσι, παρ ολίγο να γίνει το κακό. Όπως οδηγούσε δαιμονισμένα, δεν πρόσεξε το πεζοδρόμιο. Ανέβηκε πάνω του για κάμποσα μέτρα. Πριν ακριβώς από την κολόνα της ΔΕΗ, πρόλαβε ο Δούκας. Στο τσακ, έχωσε το πόδι του και πάτησε φρένο. Σταμάτησαν ακριβώς μούρη με μούρη. Η Έλεν έβαλε τα κλάματα ακουμπισμένη στο τιμόνι. Φαινόταν στην ταραγμένη όψη της τι θα επακολουθούσε στη ζωή της. Ο Δούκας ήταν το τελευταίο της προπύργιο. Από κει και ύστερα δεν ήθελε να δει κανέναν άλλον άντρα. Θα κλεινόταν στον εαυτό της και το αλκοόλ. Έτσι την γνώρισα μερικά χρόνια αργότερα. Εκείνο το βράδυ όμως, ο Δούκας την πήρε αγκαλιά κι έκλαψε μαζί της.
-Δεν ήξερα, μου είπε, γιατί έκλαιγα. Για μένα ή για κείνη.
Ύστερα οδήγησε ο ίδιος και έφτασαν στην έπαυλη. Άναψαν το τζάκι άγρια μεσάνυχτα, κυλίστηκαν για τελευταία φορά στο δάπεδο, στα χαλιά. Έκλαιγαν κι έκαναν έρωτα. Ώσπου κάποια στιγμή, το τζάκι είχε σιγοσβήσει, η Έλεν σηκώθηκε. Ντύθηκε προσπαθώντας να κρατήσει κάτι από τη χαμένη της αξιοπρέπεια, τη χαμένη αυτοκυριαρχία της προσωπικότητας της. Είχε ζαρώσει σε μια νυχτιά. Τα μόνα λόγια που του είπε φεύγοντας, ήταν πως αφού δεν την ήθελε πια, το πρωί να μην τον έβρισκε εκεί.
Ο Δούκας έκατσε και σκέφτηκε πολύ. Πήρε μια μπουκάλα κρασί αγκαλιά, εκεί στη γωνιά στο τζάκι και απόκαμε. Αποκοιμήθηκε για λίγο ή πολύ δεν κατάλαβε. Κάποια στιγμή, πετάχτηκε αλαφιασμένος πάνω. Ντύθηκε βιαστικά, γρήγορα και βγήκε σαν τον κλέφτη στο βρεγμένο δρόμο.

συνεχίζεται


Πέμπτη 9 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 8




Σιγά-σιγά θα βγάζεις το μεροκάματο από τις κορνίζες. Μετά, τον ελεύθερο χρόνο, θα ζωγραφίζεις. Μη βάζεις το πραγματικό σου όνομα στην αρχή, βάλε ένα ξενόφερτο ..να πούμε.. Μισέλ. Σου πάει κιόλας. Εγώ θα σου γνωρίσω τους εμπόρους, μη σε νοιάζει, προχώρα, όλα θα πάνε καλά.
Είχε και μια αδερφή ο Θεοφάνης, μια τρελάρα θεατρίνα. Με τι έμοιαζε η Κάθριν, έτσι την έλεγαν, ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω. Ασχημούλα, με ερμαφρόδιτα χαρακτηριστικά. Κωλαράκια σχεδόν παιδικά, σαν αγοριού που πηγαίνει στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, μάτια μπλε, ξεπλυμένα.
Μου κόλλησε κι εγώ απόρησα. Τι στο διάολο! Τόσο ευάλωτος ήμουν!
Τέλος πάντων, τα έκανα όλα αυτά. Το στησα το μαγαζί, εκεί σ αυτή τη μεριά του Γκύζη και στην αρχή το πρόσεχα. Το είχα  καθαρό, σφουγγάριζα, το πλενα και περίμενα τους πελάτες.
Ο Δούκας ξαναγέλασε σαν του τα λεγα όλα αυτά, ανάκατα, μπερδεμένα, χωρίς αρχή και τέλος. Γέλασε με εκείνο το κακαριστό του γέλιο. Πως γελούσε έτσι! Ασταμάτητα. Κι εγώ για ν αλλάξω σκηνικό πήρα ένα χαρτί και κάρβουνο να του φτιάξω ένα πορτρέτο. Μόλις το αντιλήφτηκε, «τι κάνεις ρε!» μου λέει.
-Για να δω;.. α, ωραίο γίνεται. Δε μου το λεγες να πάρω καλύτερη πόζα. Κάνε με πιο όμορφο, ξέρεις εσύ, τι διάολο Πικάσο είσαι; Φέρε μου κι ένα ποτό να πιούμε, δεν έχεις;
Του έδειξα ένα μικρό μπουκάλι κονιάκ στο νιπτήρα. Πήρε και δυο ποτήρια, έβαλε να πιούμε και ξαναπήρε πόζα στο γραφείο.
Το έχει ακόμα αυτό το πορτρέτο φαντάζομαι. Το είχε αγαπήσει κι ας του είχαν φτιάξει άλλες ελαιγραφίες και πιο προσεγμένα πορτρέτα κάποιοι άλλοι ζωγράφοι στη συνέχεια. ‘Έβγαλε κιόλας, ένα μάτσο χιλιάρικα να με πληρώσει. Εγώ μούτρωσα.
-Τα λεφτά δεν έχουν αξία, είπα.
-Έχουν, μου είπε. Και ανένδοτος άφησε πάνω στο γραφείο τριάντα χιλιάδες.
Ήταν καλά λεφτά για την εποχή. Πλήρωσα δυο-τρία ενοίκια που χρωστούσα στον Κυρ-Αλέκο τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού. Ένα ανθρωπάκι, μια μεγάλη ψυχή. Δε μου έλεγε, δεν παραπονιόταν όταν ερχόταν για το νοίκι. Δεν έχεις αγόρι μου; Δεν πειράζει, όλα εδώ θα μείνουν, δυο μέτρα γης είναι του καθενός και ούτε αλλά τι θα κάνεις, αφου δε βγαίνεις πέρα; Είσαι καλό παιδί αλλά άτυχος. Άτυχος, τι να σου κάνω δε σε θέλει. Βλέπεις τους άλλους, μια τρύπα ανοίγουνε και τρέχουν τα λεφτά από τα παντζάκια τους. Τους τα χρωστάει ο θεός. Αλλά εγώ τι να σου κάνω, φτωχός άνθρωπος είμαι. Έχω αυτό το μαγαζάκι και το ταξί που δεν το δουλεύω πια, δεν μπορώ, πάει γέρασα. Είμαι κι άρρωστος.. να, άμα θέλεις πάρτο  ταξί να το δουλέψεις.
Εγώ έγνεφα όχι. Δεν κάνω γι αυτές τις δουλειές, έλεγα. Δεν είμαι φτιαγμένος για ταξιτζής
-Ναι αλλά τι θα κάμεις; Επέμενε ο κυρ-Αλέκος.
-Θα δούμε, απαντούσα αόριστα.
Ο Δούκας έφυγε λίγο αργότερα, κρατώντας προσεκτικά το πορτρέτο του. Όση ώρα στεκόμασταν στην πόρτα πριν χαιρετηθούμε, το κοίταζε και το ξαναλοίταζε και ή γελούσε κλείνοντας το μάτι στον εαυτό του ή έριχνε σε μένα καμιά φιλική στην πλάτη. Ήταν νάρκισσος, το δειχνε. Θυμάμαι από τότε στη Ρόδο, πόσες ώρες στεκόταν στον καθρέφτη. Μάλιστα πολλές φορές, έκανε και μια στροφή σαν μοντέλο μπροστά από τους καθρέφτες των βιτρινών. Κι ας τον έβλεπε όλος ο κόσμος, δεν τον ενδιέφερε. «Τι με νοιάζουν εμένα αυτοί οι χαλέδες!» έλεγε και γελούσε.
Φεύγοντας τελικά, μου είπε, να μη χαθούμε, τώρα που βρεθήκαμε και μου άφησε την κάρτα του πάνω στο γραφείο.
-Να περάσεις οπωσδήποτε, μη και δεν έρθεις; Θα γίνουμε από δεκαοχτώ χωριά! Σκέψου και την πρόταση μου, μου ξανάκλεισε το μάτι από την πόρτα.
Πήρα, λοιπόν, κι εγώ τους δρόμους ένα απόγευμα. Ήμουν περίεργος να δω τα μεγαλεία που μου έλεγε. Δεν τον πίστευα και πολύ αλλά όταν έφτασα στο μέγαρο «Δούκας», που το έγραφε με χρυσά γράμματα στην είσοδο, χαμογέλασα και σκέφτηκα πως τα είχε καταφέρει τελικά. Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα πέντε κάτασπρους ορόφους. Βιτρίνες κάτω με κούκλες που φορούσαν τα πανάκριβα ρούχα. Λούστρο, χλιδή και καλλίγραμμες πωλήτριες, στη σειρά να εξυπηρετούν τον κόσμο. Υπήρχε κάτι φωναχτό, λες και ήταν όλα επιτηδευμένα. Γούστο κι αυτό του Δούκα και της μεγαλομανίας του. Η κοπελιά στην είσοδο, με κοίταξε αδιάφορα, σα ζητιάνο ή σαν αλήτη καλύτερα. Πάντα έτσι εγώ ντυμένος. Εκείνη την ημέρα φορούσα στρατιωτικό μπουφάν και μπότες. Φθαρμένα όλα γενικά.
-Τι θέλει ο κύριος; Με ρώτησε ειρωνικά
-Τον κύριο Δούκα, της χαμογέλασα τουναντίον γλυκά.
-Ποιον ν αναγγείλω; Συνέχισε να με κοιτάζει υποτιμητικά.
-Αμβράζης, είπα μόνο.
-Περιμένετε, μου είπε και χάθηκε στο βάθος.
Όταν γύρισε, το φέρσιμο της ήταν πιο ευγενικό. Φαίνεται της τα είχε ψάλλει ο Δούκας.
-Ανεβείτε στον ημιώροφο, σαν περιμένει στο γραφείο του, μου είπε.
Ανέβηκα. Τα πάντα έλαμπαν, τέτοια κατάσταση δεν την περίμενα. Χμ, έλεγα θα είχε φτιάξει καμιά μπουτίκ με τη Βασιλική, όχι μέγαρο! Γιατί, ήταν μέγαρο. Οίκος μόδας ο «ΔΟΥΚΑΣ». Λεζάντες, φωτεινές επιγραφές, πολυτέλεια, μάρμαρα, τηλέφωνα, εσωτερικό δίκτυο τηλεόρασης. Με είχε δει το κάθαρμα, ο Πίθηκας, στην είσοδο από το κύκλωμα. Γι αυτό δε με είχε ρωτήσει τίποτα άλλο η κοπελιά στην είσοδο.
Τον είδα κι εγώ  καθισμένο στο πολυτελές του γραφείο να μιλάει στο τηλέφωνο και να μου κάνει μήνυμα να καθίσω. Α, ρε Πίθηκα! Σκέφτηκα.
Έκλεισε βιαστικά τα ακουστικό, ήρθε κοντά μου, αγκαλιαστήκαμε.
-Α, ρε Πίθηκα! Έκανα εγώ φωναχτά τώρα και σκάσαμε στα γέλια.
-Που το θυμήθηκες τώρα αυτό; Και σα να σοβαρεύτηκα. Μεταξύ μας ε; εδώ δε με ξέρουν πια έτσι
-Μεταξύ μας, μη φοβάσαι, ξέρω, του απάντησα.
Ήταν και η Βασιλική εκεί, τη φώναξε σε λίγο. Την είδα, με θυμήθηκε με καλοσύνη.
-Α, ο Αμβράζης! Είπε.
-Ο Αλμύρας! Συμπλήρωσε ο Δούκας.
Εγώ προσπαθούσα να θυμηθώ τι είχε απομείνει από εκείνο το στεγνό κορίτσι της Ρόδου. Τίποτα. Αν την συναντούσα στο δρόμο, αποκλείεται να την αναγνώριζα. Τόσο πολύ είχε αλλάξει. Και όμορφη, πολύ όμορφη. Ντύσιμο τέλειο, χτένισμα κοντό, της μόδας, ύφος μεγάλης και επιτυχημένης. Αόριστα ή εντελώς αόριστα, έφερνε στο νου, την ασπρουλιάρα Βασιλική της Ρόδου. Ίσως μόνο τα μάτια της, όλα τα άλλα είχαν αλλάξει Και το χρώμα των μαλλιών της που τώρα ήταν κόκκινα.
-Τι κάνετε; Μου είπε καλόκαρδα, δίνοντας μου το χέρι.
Αίνιγμα θα παράμενε πάντα για μένα αυτή η γυναίκα. Όσο τη θυμάμαι, ίσως επειδή δεν ήξερα πολλά γι αυτήν κι αργότερα μου δημιουργήθηκε η υποψία πως με μισούσε. Πάντα σα να έκρυβε κάτι, σα μια μάσκα γινόταν το πρόσωπο της και δε μιλούσε καθόλου, ιδιαίτερα για τον εαυτό της. Τα συναισθήματα της τα κλείδωνε σε συρτάρια της μνήμης. Πιθανώς η μεγάλη φιλία μου με τον Δούκα, να της κόστιζε ή το πιθανότερο να της μιλούσε συχνά για μένα και να με είχε βαρεθεί. Ναι, μου το είχε πει αργότερα αυτό ο Δούκας. Όλο για τον Αμβράζη, τον φίλο σου μιλάς Τι σου είναι αυτός; Όπως και το άλλο, πως τον απατούσε αλλά δεν τον ένοιαζε, ας έκανε ότι ήθελε! Κι εγώ είχα απομείνει να τον κοιτάζω. Είναι δυνατόν, σκέφτηκα, να έχει την υποψία πως η γυναίκα του είναι στο κρεβάτι με άλλον άντρα και να μην τον νοιάζει; Τόσο ελεύθερος ήταν ή ήθελε να φαίνεται; Από τον πρώτο καιρό του γάμου τους, του είχε πει η πεθερά του, πως πήγαινε κάποιος τα απογεύματα στο σπίτι, όταν εκείνος απουσίαζε στη δουλειά.
-Και τι κάνουν; Τι είναι αυτός; Την είχε ρωτήσει αφελέστατα
Αφελέστατα. Ποτέ δεν ήταν αφελής ο Δούκας. Δεν ξέρω, του είχε απαντήσει αυτή. Δεν προλαβαίνω να δω. Σα να χτυπάει το κουδούνι και κάποιος μπαίνει στο μεσιανό δωμάτιο. Στο δικό σας σαλόνι που όπως ξέρεις, μου έχει απαγορέψει να μπαίνω
Αυτό είχε γίνει πολλές φορές και η πεθερά, του τριβέλιζε το μυαλό. Δε χωνεύονταν και πολύ, μάνα και κόρη. Ο Δούκας, παρ όλα αυτά και που ήξερε πως είχε γίνει κερατάς δεν έδινε και πολύ σημασία. Μάζευε κι αποταμίευε λεφτά κι όποια γυναίκα ήθελε, την είχε κάθε μέρα. Όχι, πως δεν τον πείραζε, τελικά αλλά να, το άφηνε να περνάει ο  καιρός.
-Να περνάει ο καιρός μέχρι να της δώσω τα παπούτσια στο χέρι, μου εκμυστηρεύτηκε εκείνη τη μέρα, όταν πια είχε φύγει η Βασιλική και απομείναμε μόνοι.
Κάτι σαν μεγάλο πόνο διέκρινα στο βλέμμα του, στα κατάβαθα του. Πρέπει να την αγαπούσε και να τη ζήλευε. Αυτός που τον είχαν αγαπήσει όλα τα θηλυκά του κόσμου, σα να είχε πέσει στα μάτια μου από τον έρωτα για τη Βασιλική. Όμως τη συμπονούσε, σα να μοιάζανε κάπου στο μέσα τους και θα την πήγαιναν μακριά τη ζωή τους. Κι ας έλεγε ο Δούκας πως άμα σταθεί καλά στα πόδια του, θα τη χωρίσει. Φαινόταν πολύ νωρίς ακόμα για την ιστορία τους.

συνεχίζεται

Δευτέρα 6 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 7



Το τέλος μιας εποχής σημαίνει την απαρχή μιας καινούριας. Μεγάλωσα πια, αν και για να πω τη μαύρη αλήθεια μου, ποτέ δεν το καταλάβαινα αυτό το μεγάλωμα. «μεγάλωσες παιδί μου»  μου λεγε η μάνα μου. «Ο άνθρωπος άμα γυρίσει από φαντάρος, πρέπει να παντρευτεί, να κοιτάξει, να δει τι θα κάνει στη ζωή του. Να παντρευτεί, να κάνει οικογένεια, αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου» Και σταυροκοπιόταν. Ο πατέρας μου κουνούσε κι αυτός συναινετικά  το κεφάλι του, γέρος πολύ τώρα, μισοανάπηρος, με μια πατερίτσα στο χέρι. «Κάμε ότι θέλεις, εσύ διαφεντεύεις τώρα ..κι απ εμείς… πάει, τα φάγαμε τα ψωμιά μας.»
Σπάνια μιλούσε έτσι παλιά. Τώρα είχε γίνει πιο απόμακρος και απέφευγε να σου λέει κάνε τούτο, κάνε εκείνο.
Δεν ήξερα και πολλά πράγματα για τον πατέρα μου κι ας φαίνεται περίεργο. Δεν είχαμε ποτέ πλησιαστεί τόσο, ώστε να καταλάβω την έννοια πατέρας. Όταν ήμουν πολύ μικρός, μου φαινόταν πολύ δύσκολος άνθρωπος. Δε χάιδευε εύκολα, δεν έλεγε λόγια γλυκανάλατα και τέτοια. Κάτι σταράτες κουβέντες άκουγες μόνο από το στόμα του. Και στο καφενείο με τους άλλους αν και τότε απαγορευόταν στα παιδιά να πηγαίνουν στα καφενεία, δεν είχε πολλές κουβέντες. Σα να σκεφτόταν πιο πολύ. Μια φορά να θαυμάζει, να ζηλεύει κάτι, δεν τον είχα δει. Θαύμαζε βέβαια ή περισσότερο ήταν περήφανος για το σόι του αλλά στα παιδιά δε μιλούσε. Αυτά είναι δουλειές των γυναικών, έλεγε Μόνο τώρα που είχα γυρίσει από φαντάρος με κοίταξε μια μέρα εκεί έξω στην αυλή που πίναμε καφέ με κάποια ζήλεια ή και φθόνο. «Έτσι ήμουν κι εγώ στα εικοσιπέντε. Σαν εσένα! Άντρας!» Και ζήλευε τα χρόνια μου, την κορμοστασιά μου. Τότε είδα τον πόθο του να ξαναζήσει, να γυρίσει πίσω, να γίνει σαν εμένα.. Τότε που έκλεβε τη μάνα μου- ναι την είχε κλέψει- κι έφυγε αντάρτης στο βουνό. Κομμουνιστής ήταν ο πατέρας μου Δεν ξέραμε και πολλά μου είχε πει κάποτε, έτυχε να πάμε ο ένας από εδώ κι ο άλλος από εκεί, να πολεμήσουμε τους Γερμανούς. Λίγοι είχαν από τα πριν την ιδεολογία, στο βουνό την αποχτήσαμε. Εμεις όμως είχαμε το δίκιο, μην κοιτάς που ήρθαν οι Άγγλοι να βάλουν άλλη σειρά στα πράγματα. Έφταιγε κι ο Βελουχιώτης με τη συνθήκη της Βάρκιζας. Όλοι οι αρχηγοί φταίγανε αλλά τελικά, αυτός αποδείχτηκε παλικάρι. Τον είχα γνωρίσει από κοντά. Έτυχε μια μέρα, αλλά τι μέρα ήταν κι αυτή! Κάποιος σύντροφος είχε πειράξει τη γυναίκα ενός χωρικού που ήρθε παραπονούμενος. Ο Βελουχιώτης δεν τον δίκασε. Έβγαλε το πιστόλι και τον εκτέλεσε, εκεί, επί τόπου. Τέτοιος ήταν ο Βελουχιώτης! έτσι απένειμε δικαιοσύνη. Εμένα δε μου άρεσε αυτό και του το είπα αλλά εκείνος έβαλε το χέρι ανάμεσα στα μαλλιά του σκεφτικός και μουρμούρισε κάτι σαν εσείς οι νέοι δεν ξέρετε από αυτά, τα μάθατε από τα βιβλία κι έκλεισε την κουβέντα.
Τα χρόνια της μεταπολίτευσης, όμως, περνούσαν γοργά. Άλλαζε ο πολιτικός χώρος της πατρίδας, γινόταν καινούριες ανακατατάξεις, μέσα από πολλά γεγονότα, απεργίες και κινητοποιήσεις των μαζών. Τα ζούσα όλα αυτά, καθημερινά, στο κέντρο της πόλης. Είχα ξαναπιάσει δουλειά στο βιβλιοπωλείο αλλά πάλι τα παράτησα.
Τότε ήταν που είχα την πρώτη συνάντηση με τον Δούκα. Άνοιξε τα πελώρια χέρια και με αγκάλιασε γελαστός. Η συγκίνηση μας ήταν πραγματική. Κοιταχτήκαμε στα μάτια και γελούσαμε σαν παιδιά. Σαν να μην πιστεύαμε πως ξαναβρεθήκαμε. Ύστερα πρόσεξα πως ήταν πολύ καλοντυμένος, στο σικ.
-Φαίνεται τα κονόμησες, του είπα χρησιμοποιώντας τη δική του φράση
-Που να στα λέω, έκανε και κοίταξε ένα γύρω. Πάμε για καφέ; Έχει ένα ωραίο μαγαζί εδώ πιο πάνω. Παντρεύτηκα, συνέχισε καθώς προχωρούσαμε. Μάντεψε ποια…
-Πότε; Που; Τώρα; Με έπιανε αδιάβαστο
Είδε την έκπληξη μου και θέλησε να με παιδέψει λίγο
-Μάντεψε, συνέχισε και να με κοιτάζει μισοειρωνικά. Τέτοιος ήταν ο Πίθηκας.
Δεν ήταν είρων, πιο πολύ του έβγαινε σαν παιδική αυταρέσκεια και ξιπασιά. Τον παρατήρησα ακόμα καλύτερα, σα να είχε παχύνει και έμοιαζε τεράστιος μέσα στο μεγάλο σακάκι, την κόκκινη γραβάτα. Χρυσή καδένα στο χέρι, χρυσό ρολόι, αλυσίδα να κρέμεται στο πλάι, στην τσέπη του καλοσιδερωμένο παντελονιού. Εγώ είχα τα χάλια μου. Τζινάκι τριμμένο, μπουφάν κίτρινο, χιλιοφορεμένο. Το πρόσεξε και κείνος.
-Τη Βασιλική! Θριάμβευσε όταν είχαμε καθίσει. Μένουμε τώρα σε δικό μας σπίτι, στο Κολωνάκι. Θα ρθεις κανένα βράδυ από το σπίτι;
Μου τα λεγε όλα μαζεμένα και φλόμωνα. Σε λίγο, άρχισε να μου διηγείται για τότε που μας έδιωξαν από τη Ρόδο. Μετά, πως πήγε φαντάρος στην Αλεξανδρούπολη. Τριάντα μήνες υπηρέτησε, τόσους κι εγώ του είπα και μιλήσαμε κάμποσα για το στρατό. Ξέρετε πως είναι όταν αρχίσουν να μιλάνε οι άντρες για το στρατό! Χιλιάδες πράγματα, ηρωικές κοπάνες, κατορθώματα, φυλακές.
-Και με τη Βασιλική; Τον ρώτησα. Πως έγινε και συμφώνησε ο συνταγματάρχης;
-Εδώ είναι, μου απάντησε. Έπαθε μαλάκυνση εγκεφάλου, εκεί τον έχουμε, μισότρελο. Και σώπασε για λίγο, ενώ εμένα μου ερχόταν στο νου ο συνταγματάρχης Καπαγέρωφ, μισότρελος. Δεν την περίμενα αυτή του τη μοίρα.
-Μόνο που δεν έχουμε παιδί, είπε με κάποια θλίψη ο Δούκας. Τέσσερα χρόνια προσπαθούμε, τώρα φίλε. Έχω φάει μια περιουσία, γιατρούς, παραγιατρούς και τίποτα. Δεν κρατάει λένε, η Βασιλική, δεν ξέρω τι να κάμω..
Δεν ξέρω γιατί αλλά μου φάνηκε ψεύτικος σ αυτό το σημείο. Κάτι άλλο θα έτρεχε.
-Δεν πίνουμε κανα ούζο; Με ρώτησε και κοιταχτήκαμε πάλι ζεστά στα μάτια. Ήμασταν φίλοι.
-Να πιούμε, του απάντησα κι εγώ, που φαίνεται πως έπαιρνα τα χνάρια του πατέρα μου και του φίλου μου του Ντάφλου. Άμα εύρισκα παρέα, στρωνόμουν και τα πινα.
-Κι από δουλειά; Τον ρώτησα μόλις κοπανίσαμε το πρώτο ουζάκι.
-Φίνα! Χαμογέλασε. Μεγαλεία ο φίλος σου ο Δούκας, τι νομίζεις, δε σου τα έλεγα; Έχω έναν εμπορικό οίκο. Σχεδιαστές, μοντέλα, πασαρέλα! Ένα ολόκληρο εργοστάσιο, δε σου τα έλεγα; Τι νομίζεις, μια μέρα θα τους πατήσω.Έτσι είναι φιλαράκο, άμα έχεις το χρήμα κάνεις ότι θέλεις. Θα σε πάρω και σένα μαζί μου. Ζωγραφίζεις, δε ζωγραφίζεις;. Ε, λοιπόν, θα σε πάρω, να γίνεις σχεδιαστής μόδας. Εφημερίδες, περιοδικά, τηλεόραση. Είσαι;
Του γνεψα χαμογελαστά, όχι.
-Γιατί; Παραξενεύτηκε.
-Δεν κάνω εγώ για τέτοια πράγματα. Εγώ έχω άλλα όνειρα.
 -Τι; Να πεθάνεις στην ψάθα; Με κορόιδεψε πειραγμένος από την άμεση άρνηση μου. Αλλά και μένα το πείσμα μου ήταν διαφορετικό.
-Έχω φτιάξει μια γκαλερί του είπα με στόμφο για να τον πικάρω. Δε διαβάζεις τα καλλιτεχνικά;
-Αυτά τα διαβάζουν άλλοι, οι συνεργάτες μου. Ο Δούκας δεν έχει καιρό για χάσιμο. Εγώ, ρίχνω καμιά ματιά στη μόδα, στις γούνες. Αυτά έχουν ενδιαφέρουν και οι κοσμικές στήλες. Που ήταν χτες βράδυ ο Δούκας με τα μοντέλα του, τι έφαγε το ζεύγος Δούκα και γελούσε πλατιά, γέρνοντας πίσω την καρέκλα του.
Για τη γκαλερί δε με πίστεψε. Όλο κοιτούσε τα φθαρμένα ρούχα μου και τα ασβεστωμένα παπούτσια.
-Τι χάλια είναι αυτά ρε; Δεν άντεξε, μου το είπε. Μεγαλώσαμε, δεν το πήρες μυρωδιά; Πρέπει να είμαστε κύριοι, σένια, με γραβάτα, με κουστούμι και λοιπά, Πως θα σε υπολογίζουν οι άλλοι; Α, φίλε, πρέπει ν αλλάξεις! Για πάμε να δούμε αυτή τη γκαλερί που λες…
Πήγαμε. Είχα πράγματι νοικιάσει ένα μικρό μαγαζάκι  στου Γκύζη. Πέντε επί πέντε. Είχε και πατάρι, εκεί κοιμόμουν τις περισσότερες φορές που βαριόμουν την κατάθλιψη και τη μαυροφορεσιά της μάνας μου. Τελευταία, όλο λιβάνι και δεντρολίβανο μύριζε το σπίτι. Μόνο το θυμιατό που έβλεπα, ανταριαζόμουν. «Θα το φας το κεφάλι σου που δεν πιστεύεις» τολμούσε ν ανοίει κουβέντα κάπου-κάπου κι εγώ δεν της απαντούσα. Τι να της έλεγα; Να έπιανα φιλολογική κουβέντα μαζί της; Τους ανθρώπους αυτούς, δεν μπορείς αν τους ξεβολέψεις και δεν πρέπει να αποβάλεις από μέσα τους τη μεταφυσική ιδιότητα και την πίστη. Έτσι, δεν έλεγα τίποτα, στη μάνα μου. Στο μικρό όμως κύκλο που είχε δημιουργηθεί γύρω μου, οι φιλοσοφικές συζητήσεις, έδιναν και έπαιρναν. Εγώ μετά μανίας, αρνιόμουν να παραδχτώ οτιδήποτε μεταφυσικό και απέρριπτα ανεπιστρετί την ύπαρξη του θεού.
-Δεν υπάρχει τίποτα, τελείωνα, αφού είχα εξαντλήσει όλα τα λογικά επιχειρήματα για να τους πείσω.
Το Δούκα, δεν τον ενδιέφερε κι αυτόν ο θεός. Όχι σαν εμένα, απλά αυτός έλεγε πως πιστεύει, έτσι, κάπως αόριστα. Δεν μπορεί,  έλεγε, κάτι θα υπάρχει, αλλά εγώ δε μπερδεύομαι μαζί του, ούτε και κείνος προς το παρόν. Έτσι βολευόταν απέναντι στο θεό. Δεν είχε την αγωνία να δει παραπέρα ή μάλλον δεν είχε καμιά αγωνία. Ζούσε το σήμερα όπως του ερχόταν. Γιατί να ψάχνουνε; Έλεγε και σήκωνε τους ώμους.
Όταν φτάσαμε στη γκαλερί, έκανε τη βόλτα του με τα χέρια στις τσέπες, εξετάζοντας το χώρο με το βλέμμα ειδικού.
-Α, ρε φίλε; Είπε μονάχα.
Τι έκανα εγώ εκεί μέσα; Ούτε κι εγώ ήξερα ακριβώς. Είχα βάλει ένα μικρό γραφειάκι, έναν μικρό πάγκο για να φτιάχνω τις κορνίζες. Ένα στραβό καβαλέτο, χρώματα πεταμένα εδώ κι εκεί. Στους τοίχους μεριά έργα μου, ημιτελή, πρωτόλεια τα περισσότερα. Στην αρχή δεν τους έδινα και καμιά μεγάλη αξία, ούτε εγώ.
Έναν- δυο μήνες, είχα πάει στον Θεοφάνη για μαθήματα ζωγραφικής. Αυτός έφτιαχνε τα λεγόμενα εμπορικά έργα. Τοπία, νεκρές φύσεις, λαϊκές παραστάσεις.. Δεν ήταν και πολύ μεγάλος, γύρω στα πενήντα, συνήθως λιγομίλητος, στημένος στο καβαλέτο, στον καμβά με τις ώρες ατέλειωτα. Εγώ τον παρακολουθούσα. Πιο πολύ με ενδιέφερε το χρώμα, εκεί ένιωθα πως είχα αδυναμίες. «Το χρώμα δε μαθαίνεται, εκτός από τις βασικές αρχές» μου είπε. «Το σχέδιο διδάσκεται αλλά από αυτό ξέρεις, είσαι καλός.» Και μου έβαλε την ιδέα.
-Δε θα μπορέσεις να σταθείς μόνο με τη ζωγραφική, μου είπε. Θα πάρεις κι ένα σφυράκι, καρφιτσούλες, χαρτόνια και λοιπά, θα σου δείξω. Ύστερα και μερικά δείγματα από κορνίζες, θα δεις. 

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΜΑΣ

    Έτσι πως έγιναν και γίνονται τα πράγματα είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε πως οι δυσμενείς υποθέσεις των προηγούμενων γενεών για την...