Όταν άνοιξε τα
μάτια του, είδε το ταβάνι μαυρισμένο απ
την υγρασία, μερικές πέτσες σοβά έπεσαν
πάνω του και δίπλα στο σεντόνι που
κάλυπτε το ολόγυμνο σώμα του. Ήταν νέος
άνθρωπος γύρω πριν στα πενήντα, γερός,
όμορφος, παρ όλες τις κακουχίες που
φαινόταν πως είχε περάσει στην μέχρι
τώρα ζωή του. Το δωμάτιο ήταν ακατάστατο
ρούχα πεταμένα εδώ κι εκεί, μπουκάλια
ποτών, μισοάδεια, μπύρες κουτάκια,
στραβωμένα, τσαλακωμένα λίγα βιβλία
σκορπισμένα στο περβάζι του παραθύρου
που απ τις μισάνοιχτες γρίλιες άφηνε
να περνάει το φως του Καλοκαιριάτικου
ήλιου. Κάπου εκεί ένα ψυγείο, που
μούγκριζε, δίπλα μια ντουλάπα με φερμουάρ,
στο βάθος η τουαλέτα χωρίς πόρτα και
δίπλα ένας πάγκος με γκαζάκι και χυμένους
καφέδες.
Σηκώθηκε, έριξε κάτι πάνω
του, πήρε από το ψυγείο μια μπύρα και
την ήπιε μονοκοπανιά. Ύστερα άνοιξε μια
τεκίλα και καθώς έκανε να πιει μια γουλιά
χτύπησε η πόρτα. Πήγε και άνοιξε. Μπροστά
του εμφανίστηκε ένα ζεύγος Κινέζων, που
χαμογελούσαν.
-Την άλλη βδομάδα, εσύ
δώσεις εμάς το κλειδί! είπε πιο χαμογελαστά
η γυναίκα. Κατάλαβε Γιάννη;
Έκλεισε
την πόρτα αφού τους χαμογέλασε κι αυτός
και γύρισε στο ποτό του. Αργότερα φόρεσε
ένα παλιό κουστούμι, γραβάτα, έψαξε και
βρήκε μέσα στο συρτάρι του κομοδίνου
ένα χρυσό ρολόι τσέτης, αντίκα του παλιού
καιρού και βγήκε. Περπάτησε στο δρόμο
προς την παλιά αγορά ντυμένος με γραβάτα
και κουστούμι μες τη ζέστη του Καλοκαιριού
και όλοι να τον κοιτάνε περίεργα, άλλοι
γελώντας κι άλλες κάνοντας το σταυρό
τους αλλά αυτός δεν έδινε καμιά σημασία
λες και ήταν μόνος του σ αυτόν τον κόσμο.
Έφτασε στον αργυραμοιβό, του δειξε το
ρολόι.
-Πεντακόσια ευρώ και πολλά
είναι, είπε αυτός εξετάζοντας το
ρολόι.
-Δυο χιλιάδες, έσμιξε τα μάτια
του ο Γιάννης και ξαναπήρε το ρολόι στα
δικά του χέρια.
-Με σκοτώνεις έγρουξε,
που να τα βρω τόσα λεφτά..
-Πιάνει πάνω
από πέντε χιλιάδες και άστα αυτά που
ξέρεις, λέγε τα δίνεις;
-Ε, φέρτο αλλά
να ξέρεις με σκοτώνεις αλλά επειδή είσαι
καλό παιδί πάρτα.
Πήρε τα λεφτά και
περπάτησε μέσα στον κόσμο, μόνος, χαμένος
μέσα κι έξω απ αυτό που συνέβαινε γύρω
του. Δεν τον ένοιαζε τίποτε, ήταν ένας
ευτυχισμένος άνθρωπος που χαμογελούσε
στον ήλιο αδειάζοντας ένα καινούριο
μπουκάλι ποτού που του γαργάλισε τον
λάρυγγα. Μια ωραία γυναίκα του χαμογελούσε
περπατώντας απέναντι απ αυτόν, στο άλλο
πεζοδρόμιο. Της χαμογελούσε κι αυτός,
μέχρι που χάθηκε μέσα στο πλήθος.
Στην
πλατεία ο κόσμος ήταν περισσότερος,
σχεδόν στριμωχτοί οι άνθρωποι, έτρεχαν
ή άραζαν ο ένας δίπλα στον άλλον, μιλούσαν
στα κινητά, με έναν καφέ στο χέρι.
απόσπασμα από την ΠΑΡΆΜΕΤΡΟ ΤΟΥ ΑΙΝΣΤΑΙΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου