ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΜΟΥ
Μια φορά και έναν καιρό, ο ναύτης Όποιος Νάναι, περπατούσε στο πλακόστρωτο πεζοδρόμιο έξω απο το μεγάλο λιμάνι. Τα βήματα του ακούγονταν, τακ-τακ, τακ-τακ, στις πλάκες και αντηχούσαν στο ηλιόλουστο απογευματινό κι αυτός χαμογελούσε. Όλο χαμοχελούσε ο ναύτης Όποιος Νάναι με ότι και να του συνέβαινε. Ε, θα το λύσουμε κι αυτό, έλεγε κι έτσι βάδιζε πάντα στη ζωή του. Του άρεσε να σκορπάει το χαμόγελο, να δίνει χαρά στη ζωή, στους ανθρώπους. Φορούσε την ωραία του ασπρογάλαζη στολή, είχε λίγο στραβά πόδια, προς τα μέσα αλλά αυτό δεν πείραζε και η μύτη του ήταν στραβιά αλλά ούτε αυτό πείραζε και τα δυο μπροστινα δόντια του προεξείχαν αρκετα για να μοιάζει με κουνέλι, που ήταν χαμογελαστό όμως. Έτσι έμοιαζε μα δεν τον ένοιαζε και πολύ, αρκεί να ήταν γερός για να μπορεί να κρατάει στα χέρια του τη ζωή. Στα χέρια του που κρατούσε πάντα μια χρυσή αλυσσίδα, που κάπου-κάπου την έδενε γύρω από τη μέση του.Σιγανοτραγουδούσε ένα τετράστιχο που ποτέ δεν είχε μάθει την συνέχειά του.
Με είδαν τ΄αστέρια
να κυλιέμαι καταγής
και στάθηκαν ακούνητα.
Νανανανά! νάνανα!νανανά!
Περπατούσε βιαστικά στον αστραφτερό πεζόδρομο, τα-τακ,τακ-τακ γιατι έπρεπε να προλάβει την Όμορφη Επειδή, που ήταν η αγαπημένη του και τον περίμενε στο μικρό αλσος και ποτέ δεν ήθελε να την κάνει να περιμένει. Ήξερε πως δεν είναι καλό να κάνεις τον άλλον να περιμένει γιατί είναι σαν να τον βασανίζεις επειδή δεν είσαι εκεί. Με γοργά βήματα, λοιπόν, έφτασε και την είδε να κάθεται στο παγκάκι. Τι όμορφη ήταν θε μου! Νεράιδα με ξανθά μαλλιά, μακριά μέχρι τη μέση, γαλάζια μάτια ορθάνοιχτα, χέρια μακριά κατάλευκα, χείλη κατακόκκινα κι ένα μικρό στόμα! Και όμως δεν μπορούσε να τα φιλήσει. Του το υπενθύμησε μόλις την αγκάλιασε.
-Ξέχασες πως δεν μπορούμε να φιληθούμε προτού με παντρευτείς; κελάρισε σαν γυιάλινος βόλος στο μάρμαρο η φωνή της.
-Το ξέρω, μα είναι τόση η λαχτάρα μου καλή μου!
-Όταν με κάνεις γυναίκα σου θα γίνουν όλα, του απάντησε ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα παιχιδιάρικα.
Η Όμορφη Επειδή ήταν απίστευτα λεπτή. Σαν τσάκνο που το φυσούσε ο άνεμος, σαν χνούδι από λουλούδι του δάσους. Η μέση της σαν δαχτυλίδι, τα πόδια της μακριά κατέληγαν σε μικροσκοπικές πατούσες. Φορούσε κόκκινες γόβες χωρίς τακούνι και ήταν ψηλή, όχι πιο ψηλή από τον ναύτη Όποιον Νάναι, που την έπιασε τώρα από τους ώμους και της είπε πως έπρεπε να βιαστούνε να πάνε το φάρμακο στον γέρο πατέρα του που ήταν άρρωστος πέρα στο Μεγάλο Περιβόλι.
-Πάμε ναύτη, ναι, το θυμάμαι καλέ μου, του είπε και σηκώθηκαν.
Δεν είχαν κάνει πέντε βήματα στο χωμάτινο μονοπάτι, ο ήλιος βασίλευε, έρριχνε τις τελευταίες αχτίνες πάνω τους, όταν εμφανίστηκε από το πουθενά ο Άλλος Όρθιος, ο κακός γείτονας της Όμορφης Επειδή. Ήταν τεράστιος, γεμάτος τρίχες, όλες ίσιες σαν βελόνια. Τα μάτια του κόκκινα έβγαζαν σπίθες, το ένα χέρι του ήταν κομμένο στον ώμο αλλά δεν τον πείραζε, η δύναμη του βρισκόταν όλη στο άλλο το αριστερό και μπορούσε μ΄αυτό να σηκώσει ολόκληρο βουνό. Γελώντας βραχνά, άρπαξε την Όμορφη Επειδή από τα χέρια του ναύτη κι εξαφανίστη κε στο βάθος. Χώθηκε σε ένα φορτηγό κίτρινο, κατακίτρινο, όπως είχε γίνει το πρόσωπο της από την τρομάρα. Ο ναύτης όποιος Νάναι, δεν πρόλαβε να κάνει τίποτε. Έμεινε με τα χέρια στη μέση να κοιτάζει το κίτρινο φορτηγό που χανόταν στην κόκκινη αχλύ που σκορπούσε το ηλιοβασίλεμα. Παρ΄όλα αυτά δεν έχασε το χαμόγελο του. Ανασκουμπώθηκε, έλυσε την χρυσή αλύσίδα από τη μέση του, την στριφογύρισε στον αέρα και στροβιλίστηκε μαζί της. Εξακοντίσθηκε μακριά, να ακολουθήσει το κίτρινο φορτηγό αλλά δεν το βλεπε πουθενά. Είχε εξαφανισθεί μυστηριωδώς. Μετά από περιπλάνηση μιας ώρας, είχε νυχτώσει για τα καλά, προσγειώθηκε στην άκρη του μεγάλου Δάσους. Το σκοτάδι ήταν βαρύ, οι σκιές των δέντρων που έφταναν ως τον ουρανό, το έκαναν ακόμα πιο βαθύ. Τίποτα δεν υπήρχε εκεί πέρα. Μούσκεμα στον ιδρώτα κάθισε πάνω σε μια λευκή πέτρα σκεφτικός και στεναχωρημένος. Το χαμόγελο του ήταν τώρα λυπημένο. Σηκώθηκε, δεν ήταν ώρα για αργοπορίες. Έλυσε ξανά τη χρυσή αλυσσίδα, την έπιασε και ψαχούλεψε τον τρίτο κροίκο από το τέλος της. Έβαλε τον δείχτη μέσα και έκανε τρεις στροφές στον αέρα. Μια αστραπή έσχισε το δάσος, το ξέφωτο που στεκόταν, έλαμψε. Στο κέντρο της αστραπής, σέρνοντας το φως, ερχόταν η Μάγισσα Οπωσδήποτε. Ήταν η καλή μάγισσα, η φίλη του που την φώναζε στις δύσκολες στιγμές. Έφτασε κοντά του, στάθηκε παράμερα με την πλάτη γυρισμένη προς αυτόν, δεν ήθελε να βλέπει το πρόσωπο της που ήταν σκαμμένο.
συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου