Κάτω από το τασάκι υπήρχε μια λέξη ή μια φράση σαν μια χαρτοπετσέτα που τη χρησιμοποιούμε για να σφουγγίσουμε μια ιστορία σαν αυτή με την γυναίκα των τριάντα χρονών, όμορφη, κρυστάλλινη κι αν ο έρωτας χτίζει παλάτια, η αγάπη τα γκρεμίζει, έχοντας τη διάθεση ν αλλάξει τον κόσμο, αυτό σκεφτόταν αναποφάσιστος αν θα έπρεπε να σηκώσει το τασάκι για να δει τη φράση ο Οδυσσέας, δεν είχες πιο πρόσκαιρο άλλο όνομα για αυτόν τον μαρτυρικό επιστροφέα που ούτως ή άλλως σκάλιζε τη νύχτα σε κάποιο καταγώγιο της πλατείας Ομονοίας ενώ όλος ο κόσμος μύριζε την υπέροχη βρωμιά του γυνακείου, όταν εμφανίστηκε η αδιόρατη μεμβράνη.
-Καλησπέρα, είπε δειλά και κάθισε δίπλα του.
Την κοίταξε που χαμήλωνε το βλέμμα, που έπαιζε τις βλεφαρίδες σα μια πεταλούδα που αύριο θα πέθαινε, αυτός ο κόσμος δεν είναι για όλους, αναλογίστηκε καταχρηστικά, ποτέ δεν είχε καταλάβει τι χρειάζονταν οι καταχρηστικές προθέσεις, αλλά η Χρύσα ξαναφορώντας όλα τα ωραία κοσμήματα της, δέκα βραχιόλια, πέντε υποψίες ανθρώπινης εικασίας στο λαιμό, ήταν όμορφη και το γνώριζε.
-Θα πάμε κάπου αλλού; ρώτησε λες και βρίσκονταν για πρώτη φορά στο φεγγάρι.
Ο Οδυσσέας όταν την είχε γνωρίσει, είχε σκεφτεί απερίφραστα πως ήταν μια ανόητη γυναίκα που δεν είχε που ν ακουμπήσει την πλάτη της, αυτός ήταν ήδη πενήντα χρονών και νόμιζε πως οι άνθρωποι των πενήντα δεν κάνουν ανόητες πράξεις, όταν πρότεινε να φύγουν παρέα με το γιατρό που φευγαλέα σκέφτηκε πάλι ο Οδυσσέας πως θα είχε ξαπλώσει κάποτε μαζί του κι εκείνη το αρνήθηκε αργότερα με πείσμα μιας αθώας πόρνης.
Το βράδυ ήταν υπέροχο. Κάθισαν σε ένα τραπέζι για πλούσιους, η Χρύσα άστραφτε μόνο γι αυτόν, έφαγαν ήπιαν, ο γιατρός πήρε την καινούργια, καμιά σκέψη για ιδιαίτερη τέχνη του γράφειν, πρόκειται για μια σκληρή ιστορία περιστάσεων, πήγαν στο σπίτι του, το δικό του, η Χρύσα τον πήρε κάτω απ το σεντόνι, τύλιξε τα όνειρα του σε μια μαρμαρόσκονη, τι θέλουμε να πούμε τώρα εδώ, αν όχι την ομοιοκαταληξία του δέρματος;
-Έχεις το πιο ωραίο δέρμα! αναφώνησε η Χρύσα.
Γιατί θα έκρυβε κάτι αυτή αθώα ιστορία αν δεν υπήρχε εκείνο το βράδυ μετά από δυο χρόνια που έκαναν έρωτα ασυλλόγιστα στο δάπεδο του μωσαϊκού; Πολλές φορές είχε σκεφτεί αυτό το δάπεδο με καρφωμένη την πλάτη της Χρύσας από κάτω αλλά εκείνο το βράδυ είχε πιει πολύ και βαριόταν τις ιστορίες όλου του κόσμου κι έτσι την πήρε τηλέφωνο, λέγοντας ένα, έλα, σε περιμένω στο δάπεδο κι εκείνη αρνήθηκε με πείσμα, όχι δεν έρχομαι, έλα εσύ εδώ στο δικό μου δάπεδο.
Πήγε περνώντας από συμπληγάδες, τώρα λέξη είναι αυτή; Και αναλογιζόμενος τις ευθύνες ενός σύγχρονου ανθρώπου, φοβήθηκε τα αλκοτέστ και όλες τις πρόχειρες βαναυσότητες αλλά έλα που υπήρχε πάντα η μυρουδιά του δέρματος;
Φτάνοντας σε ένα σπίτι που κατοικούσαν οι θεοί δεν μπορούσε να μη σκεφτεί ποιος ήταν δίπλα, ποιος άλλος κατοικούσε στο σπίτι της ερωμένης του; Μη σε νοιάζει, είναι ο πατέρας μου, ενενήντα χρονώ, δε βλέπει, δεν ακούει, μη σε νοιάζει και ο Οδυσσέας είδε ή πρόλαβε να δει, μια σκιά χωμάτινη να διαβαίνει από τη μια πόρτα στην άλλη, ενώ αυτός έξυνε το δέρμα της Χρύσας που ήξερε ή έσφυζε από μια ζωή κυλισμένη στο χρώμα του οπίου αλλά που τώρα είχε ξεφύγει κι αναζητούσε στο πρόσωπο του Οδυσσέα την ελευθερία των ίσων.
-Τώρα, ανατρίχιασε, πάμε έξω! Πάμε να δούμε τον κόσμο μέρα!
Κάτω απ το τασάκι υπήρχε μια λέξη, βέβαια, όταν έφτασαν ήταν πέντε το πρωί λίγο πριν χαράξει ο σκληρός διαβήτης το καινούργιο πλάνο, γύρω από την Ομόνοια, γύρω από τον κόσμο της βρώμικης νύχτας που τα καταγώγια κοιμούνται και ξυπνούν τα ολέθρια όνειρα πως η ζωή δεν είναι τίποτα, ένα μηδέν, ποιος σέβεται τον Έντγαρ Άλαν Πόε και τι νόημα έχει ένα πρόχειρο ή ψεύτικο καπό ενός παλιακού αυτοκίνητου πέντε ή ώρα το πρωί κάποιου Σαββάτου, όταν την αγκάλιασε, λες και ήταν άσφαλτος, λες και μύριζε αυτό το μαύρο με τα λίγα άσπρα χαλίκια, θες να με πάρεις εδώ; ρώτησε σιγανά η Χρύσα κι αυτός κατέβασε μέσα σ αυτόν τον κόσμο, την κυλόττα της, έβγαλε όλα τα δικά του ρούχα, γυμνός πέντε η ώρα το πρωί κάποιου Σαββάτου στην Ομόνοια, η Χρύσα πέταξε και την τελευταία ικμάδα της στα μάτια των μπαλκονιών που άνοιγαν οι γειτόνισσες, ο Οδυσσέας κόλλησε πάνω της, πρέπει να δώσουμε την εικόνα, τα μάτια από τις πολυκατοικίες, τις γλάστρες που ξυπνούσαν, τον ανέραστο εραστή, τη φαλακρή τραγουδίστρια, τον Σαββόπουλο που περνούσε απέναντι με την Δημοσθένους λέξη, κι αν βγω απ αυτή τη φυλακή, τι ανοησία τέτοια ώρα που αυτοί γαμιόνταν, οι άλλοι να σκέφτονται τη δικιά τους ευτυχία αλλά κανένας δεν ήταν έτοιμος να δεχτεί αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα που έβλεπαν μπροστά τους.
-Νομίζεις πως είσαι αθάνατος; ρώτησε η Χρύσα γυμνή στην παραλία της Ομονοίας.
Ο Οδυσσέας σκάλιζε ή σκεφτόταν τι να ήταν κάτω από το τασάκι, γυμνός κι αυτός, περήφανος δίπλα της, ξέρεις αυτό το καινούργιο ύφος της λογοτεχνίας γεννάει καινούργιους Ομήρους, δεν υπάρχουν άλλες λέξεις για να φτιάξουμε ή να σκαρφιστούμε, περιγράφοντας το δράμα ή την ευτυχία και αν όλοι αυτοί μαζί μπορούσαν να χαρούν επειδή όντως, της είπε πως θα παντρευτούν, άρα τότε άλλαζαν οι διαδικασίες, οπότε τα μπαλκόνια χαμογέλασαν, έκλεισαν όλα τα παντζούρια, σκέφτηκαν οι άνθρωποι πως αυτοί οι δυο γυμνοί της πλατείας Ομονοίας είχαν δίκιο, οπότε γιατί να μιλάμε περί λογοτεχνίας, κάνοντας περικοπές ή αφαιρέσεις.
Κάτω απ το τασάκι υπήρχε η λέξη σ αγαπώ.
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΚΩΣΤΑ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου