Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟ ΧΤΎΠΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΎΔΑΣ 7

 

 


ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ

 

Εσωτερικό δωματίου. Ένα τραπέζι, δύο καρέκλες, κάποιο παράθυρο, λίγο φως. Πάνω στο τραπέζι, ένα μπουκάλι με αίμα. Μπαίνει ο Έντι Μπάρετ. Φοράει πάντα τα κουρελιασμένα ρούχα και είναι φανερά αναστατωμένος.

ΕΝΤΙ: Τι έκανα τώρα εγώ;

ΧΟΡΟΣ: (ρυθμικά) Μια τρύπα στο νερό! Μια τρύπα στο νερό!

ΕΝΤΙ: (κοιτάζει ολούθε) Είναι το ίδιο. Σαν να τη σκότωσα!

ΑΝΔΡΑΣ: Δεν είναι το ίδιο! τη σκότωσες.

ΕΝΤΙ: Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Μπορούσα;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Πήρες το αίμα του τράγου να το δείξεις στον πατέρα σου. Νομίζεις πως θα τον ξεγελάσεις.

ΕΝΤΙ: Ναι, αλλά θα γυρίσω να την πάρω. Ορκίζομαι στο Θεό.

ΑΝΔΡΑΣ: Η Ελμίνα έφυγε. Η Ελμίνα έχει φύγει. Η Ελμίνα χάθηκε στο δάσος.

ΕΝΤΙ: (παίρνει στα χέρια του το αίμα, τρέμει). Τούτο είναι το αίμα της αδερφής μου.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Μπορείς ν’ αγοράσεις κι άλλο στην αγορά. Υπάρχει αίμα αθώων που θα ρέει παντοτινά. Το αίμα είναι γλυκό, κόκκινο και πικρό!

ΧΟΡΟΣ: Το αίμα! Το αίμα των αθώων!

ΑΝΔΡΑΣ: Μπορείς να κοιμηθείς ήσυχος. Δεν έκαμες τίποτε κακό, κανείς δεν κάνει τίποτε. Όλα περνάνε πολύ εύκολα, όλα ξεχνιούνται. Ο κόσμος δεν είναι αυτός που βλέπεις κι αυτό που χάνεται δε χάνεται. Τρέχει παντού, ανεβαίνει βουνά, λαγκάδια, διαβαίνει λίμνες, πάει στον ουρανό, περνάει  ποτάμια, κυλάει, βουίζει, σπέρνει καταιγίδες. Γοργά σα βέλος σχίζει το χρόνο, κομματιάζει τα μάτια, σπάζει τα θρύψαλα, σβήνει στην ησυχία τον αέρα!
Ησυχία απέραντη. Ο Έντι συνέρχεται κάπως. Αφήνει το αίμα στο τραπέζι. Μπαίνει ο πατέρας του.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Γύρισες;

ΕΝΤΙ: Γύρισα.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Τι έκαμες; Πες μου τι έκαμες… Τι ρούχα είναι αυτά; Πες μου…

ΕΝΤΙ: (παγερά) Έκανα αυτό που έπρεπε.

ΠΑΤΕΡΑΣ: (με τρόμο) Δηλαδή; Τη σκότωσες…

ΕΝΤΙ: Ναι, τη σκότωσα.

Ο πατέρας του συντρίβεται. Βάζει τα κλάματα, σπάει, πέφτει. Ο Έντι μοιάζει να μην τον συμμερίζεται. Παίρνει πάλι το αίμα να του το προσφέρει.

ΕΝΤΙ: Πάρε το αίμα της! Εσύ το ζήτησες!

Ο πατέρας του σηκώνει τα μάτια και τα χέρια στο Θεό.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ο Θεός!

ΕΝΤΙ: Όχι ο Θεός! Εσύ!

ΠΑΤΕΡΑΣ: Με κατηγορείς;

ΕΝΤΙ: Ναι, σε κατηγορώ. Εσύ έφταιξες για όλα. Ακόμα και που περπατώ εσύ φταις. Μ’ έφερες σ αυτόν τον κόσμο που τον έφτιαξες πριν από μένα, όπως ήθελες εσύ. Με δίδαξες πώς να τρώω, να πίνω, να δουλεύω και (παύση) να σκοτώνω! Αυτά με δίδαξες. Κι εγώ, θα τα διδάξω στο γιο μου. Θα του μάθω ακριβώς τα ίδια πράγματα. Τα ίδια ακριβώς, να είσαι περήφανος γι αυτό!

Τα φώτα σβήνουν.
Σκοτάδι.

 

 

ΣΚΗΝΗ ΕΝΑΤΗ

Στη σαραβαλιασμένη καλύβα η Ελμίνα ντυμένη με εξωτικά ρούχα. Η μορφή της άγρια, τα μαλλιά της αχτένιστα, οι κινήσεις της ζωώδεις. Ακούγονται βρυχηθμοί, ουρλιαχτά λύκων και σκύλων.                                                                                                 Η Ελμίνα έχει γίνει άλαλη – άγλωσση. Ακούει και καταλαβαίνει αλλά μόνο κραυγές και μιμήσεις ζώων βγαίνουν από τα χείλη της. Ένα κρεμασμένο χορτόσχοινο δεσπόζει κεντρικά. Δεξιά κι αριστερά ο άντρας και η γυναίκα του χορού κρατούν αντίστοιχα ένα τύμπανο κι ένα κοντάρι.
ΑΝΔΡΑΣ: (χτυπάει το τύμπανο) Ο κόσμος θα ήταν καλύτερος χωρίς τους ανθρώπους;
Η Ελμίνα χαιδεύει ένα ζώο τίγρη ή γάτα. Το αγκαλιάζει και, μια αγριεύει μια αφαιρείται.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Το λιοντάρι δεν τρώει το λιοντάρι. Το φίδι δεν τρώει το φίδι.
ΑΝΔΡΑΣ: Καλύτερα με τα ψάρια παρά με τους ανθρώπους. Είμαι ελεύθερος εδώ στο ποτάμι να τριγυρνώ στο δάσος, να μυρίζω τις οσμές, με το λύκο να κάνω παρέα. Είμαι ελεύθερος όπως και η Ελμίνα!
Η Ελμίνα κάνει ένα πέρασμα με το χορτόσχοινο. Αιωρείται χαρούμενη. Η γυναίκα ρίχνει το ακόντιο (το καρφώνει) σ’ ένα κορμό. Η Ελμίνα τρέχει και το πιάνει. Σηκώνεται και μένει ακίνητη σε μια στάση πολεμιστή, έτοιμη να πετάξει το ακόντιο.
ΓΥΝΑΙΚΑ: (θλιμμένα) Δεν είναι ελεύθερη.
Η Ελμίνα κουνάει θετικά το κεφάλι της.
…Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει μόνος του.
ΑΝΔΡΑΣ: Ο άνθρωπος φοβάται τον εαυτό του.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Τρέμει το κατάβαθο της ψυχής του.
ΑΝΔΡΑΣ: Πιο πολύ φοβάται το θάνατο.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Το δικό του θάνατο;
ΑΝΔΡΑΣ: Φοβάται την ώρα του θανάτου, ερχόμαστε από ένα σκοτάδι, καταλήγουμε σ’ ένα σκοτάδι. Δεν ζούμε πριν γεννηθούμε και δεν πεθαίνουμε πριν ζήσουμε.
ΓΥΝΑΙΚΑ: (τραγουδιστά) Άνεμος, άνεμος, άνεμος η ζωή.
ΑΝΔΡΑΣ: (το ίδιο) Ανέμη, ανέμη που τύλιξε τον κόσμο η ζωή.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Τύλιξε τον κόσμο.
ΑΝΔΡΑΣ: Ένας – ένας, πεθαίνουμε στο δάσος, ένας – ένας.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ένας – ένας.
Κι έτσι αποχωρούν. Μένει η Ελμίνα να παρατάει το ακόντιο και να χαϊδεύει την τίγρη ή τη γάτα και να κυλιέται στο χώμα μαζί της ενώ, ακούγονται ξανά βρυχηθμοί και κραυγές ζώων.
Τα φώτα χαμηλώνουν.

 

 

Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΎΔΑΣ 6

 


 

ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ

Στο σπίτι του παπά. Μπορεί να είναι το ίδιο με το προηγούμενο σκηνικό με κάποιες παραλλαγές. Το φως είναι άπλετο. Στη μία άκρη ο παπάς με γυρισμένες τις πλάτες στον Έντι που βρίσκεται στο κέντρο.

ΠΑΠΑΣ: ‘Ώστε έχεις πως σε γελάω καλό μου παιδί…

ΕΝΤΙ: (τον κόβει) Μη με λες παιδί. Και γύρισε το πρόσωπό σου να σε βλέπω.

ΠΑΠΑΣ: (χωρίς να γυρίσει) Το βλέπω… μεγάλωσες. Ίδιος ο πατέρας σου είσαι. Αψύς. Πες μου λοιπόν γιατί δεν με πιστεύεις; (γυρίζει) Κι αν δεν πιστεύεις εμένα, δεν πιστεύεις όλους αυτούς! (δείχνει το κοινό) Όλοι τούτοι είναι μάρτυρές μου. Δεν βλέπεις τα μάτια τους πως γυαλίζουν; …

ΕΝΤΙ: (με πόνο) Το βλέπω παπά. Το είδα, το συνάντησα και στο δρόμο. Είδα τη σιχασιά στα μούτρα τους για το πρόσωπό μου και την οικογένειά μου…

ΠΑΠΑΣ: Αμ τότε;

ΕΝΤΙ: (με θυμό) Τούτο όμως μου φαίνεται έργο δικό σου! Δεν ξέρω τι έτρεξε αλλά αναθεματίζω την ώρα και τη στιγμή που αναγκαστήκαμε να σε εμπιστευτούμε. Γι αυτό σου λέω τούτο: είμαι βέβαιος πως όλα είναι έργο δικό σου!

ΠΑΠΑΣ: Χάνεις τα λόγια σου προσπαθώντας να με κατηγορήσεις. Αλλού πρέπει να κοιτάς. (παύση). Να πάρεις τη δαιμονισμένη όσο πιο γρήγορα γίνεται από εδώ. Πάρτη στην άλλη χώρα, όσο πιο μακριά γίνεται. Αυτό θα σε συμβούλευα…

ΕΝΤΙ: (μέσα απ’ τα δόντια του) Ξέρω τις συμβουλές σου άτιμε.

ΠΑΠΑΣ: (σαν να μην άκουσε) Έτσι θα γλιτώσεις το αίμα σου. Δεν έχετε άλλο λόγο σ’ αυτή τη χώρα εσύ και η οικογένειά σου!

ΕΝΤΙ: (κάνει να του χιμήξει) Πρόσεξε τα λόγια σου παπά!

ΠΑΠΑΣ: (κι αυτός πάει να του ορμήσει).  Με φοβερίζεις;

Σχεδόν έρχονται στα χέρια, αλληλοαπωθούνται.

ΠΑΠΑΣ: Πάρτη και φύγε από εδώ!
Ησυχία. Τα φώτα αναβοσβήνουν στα πρόσωπα τους.

Ξαφνικά μπαίνει ορμητικά η Ελμίνα. Στέκεται ανάμεσά τους και πιο κοντά στον αδερφό της. Τον αναγνωρίζει και τα δύο αδέρφια σφιχταγκαλιάζονται. Έπειτα χωρίζουν.

ΕΛΜΙΝΑ: Έντι!

ΕΝΤΙ: Αδερφούλα μου!

ΕΛΜΙΝΑ: Πάμε να φύγουμε από εδώ, πάμε. (ρίχνει ένα βλέμμα λύπης στον παπά) Πάμε να φύγουμε από δω Έντι. Τόσα χρόνια περίμενα, γιατί άργησες; …

ΕΝΤΙ: (τη θαυμάζει που έχει γίνει πολύ όμορφη) Εσύ έγινες θεά! (παύση. Θυμάται την εντολή του πατέρα του) Ω, θεέ μου πώς γίνεται τώρα αυτό;

ΕΛΜΙΝΑ: (απορημένη) Ποιο είναι αυτό Έντι; Τι θέλεις να κάνεις που δεν γίνεται;

ΕΝΤΙ: (συνέρχεται) Πάμε Ελμίνα, πάμε. Όσο για σένα… (σφίγγει τα δόντια στον παπά που τόση ώρα έχει γυρισμένη την πλάτη)

ΕΛΜΙΝΑ: Ας τον Έντι. Υπάρχει δίκην οφθαλμός.

ΕΝΤΙ: Έχεις δίκιο Ελμίνα, πάμε. Όσο πιο γρήγορα φύγουμε, τόσο καλύτερα, να φύγουμε απ’ αυτόν τον αέρα.

Φεύγουν. Ο παπάς γυρίζει προς το κοινό.

ΠΑΠΑΣ: Έφυγαν οι αναθεματισμένοι! Γλίτωσα μια για πάντα από δαύτους.

(βηματίζει) Τούτος ο μικρός έγινε διάβολος. Το έχει το σόι φαίνεται. (παύση) Τι θα την κάνει άραγε: Αλλά τι με νοιάζει, εγώ γλίτωσα. Άσε τους άλλους να καίγονται όπως κάηκα κι εγώ.

Με σίγουρα βήματα βγαίνει. Τα φώτα χαμηλώνουν.

 συνεχίζεται

 

 

ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ

 

Καλύβα σαραβαλιασμένη στο δάσος. Μερικές πέτρες, άχυρα σκόρπα, ξύλα και στάχτες. Αποκαΐδια μιας άλλης εποχής.

Φτάνει ο Έντι κατάκοπος, αναμαλλιασμένος, ρακένδυτος. Ακολουθεί η Ελμίνα στην ίδια κατάσταση.

ΕΛΜΙΝΑ: (λαχανιασμένη) Γιατί σταματήσαμε εδώ Έντι;

ΕΝΤΙ: (κάθεται σε μια πέτρα, εξετάζει τον χώρο) Να ξεκουραστούμε, κάθισε.

ΕΛΜΙΝΑ: (μοιάζει τρομαγμένη) Κάτι με φοβίζει αδερφέ μου! Κάτι με φοβίζει στο βλέμμα σου.

ΕΝΤΙ: (την καθησυχάζει) Τι λες Ελμίνα; Τι έχει το βλέμμα μου; Ξεκουράσου σε παρακαλώ γιατί έχουμε πολύ δρόμο.

ΕΛΜΙΝΑ: Πολύ δρόμο… Είναι τόσο μακριά η χώρα μας; Θέλω να πω η άλλη χώρα. (παύση) Τώρα εμείς είμαστε χωρίς πατρίδα…

ΕΝΤΙ: Χωρίς πατρίδα… κανείς δεν έχει πατρίδα αλλά να έλλειπε μόνο αυτή…  όμως κάθισε σε παρακαλώ. Έχεις ανάγκη από ξεκούραση μετά από όλα αυτά!

ΕΛΜΙΝΑ: (κάθεται χάμω αγκαλιαστά μ’ έναν κορμό απορημένη) Δηλαδή θα κοιμηθούμε; Πόσο θα μείνουμε εδώ; που θα πάμε μετά; Φοβάμαι Έντι! Πες μου…

ΕΝΤΙ: Τώρα ξεφύγαμε απ’ τον κίνδυνο. Είμαστε κοντά στα σύνορα, μη φοβάσαι, είμαι εγώ εδώ. Γι αυτό κοιμήσου εσύ… Μπορεί κι εμένα να με πάρει για λίγο αλλά θέλω να ‘χω το νου μου. Στην ερημιά είμαστε.

Η Ελμίνα κλείνει τα μάτια. Γρήγορα, κουρασμένη και ταλαιπωρημένη καθώς είναι, την παίρνει ο ύπνος.

Ο Έντι σηκώνεται με προσοχή και σιγανά πάει αντίθετα στην άκρη της καλύβας. Πιάνει το κεφάλι του με οδύνη, ξαπλώνει μπρούμυτα και κλαίει. Κάποια στιγμή σηκώνεται. Σκουπίζει τα δάκρυα και πηγαίνει κοντά στην Ελμίνα που κοιμάται ήσυχα. Της χαϊδεύει τα μαλλιά και της δίνει ένα φιλί στο μέτωπο. Εκείνη αναδεύει λίγο. Ο Έντι οπισθοχωρεί ταραγμένος. Ύστερα γυρίζει και με αργά βήματα βγαίνει απ’ την καλύβα.

Τα φώτα χαμηλώνουν. Σβήνουν.

 

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟ ΧΤΎΠΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΎΔΑΣ 5

 


ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ

 

Εσωτερικό δωματίου. Ένα τραπέζι, δύο καρέκλες, κάποιο παράθυρο, λίγο φως.

Μπαίνει ο Έντι Μπάρεττ ενώ ο πατέρας του βρίσκεται ήδη εκεί. Κρατάει ένα γράμμα που διαβάζει και ξανδιαβάζει. Έπειτα σηκώνει τα μάτια και κοιτάζει το γιο του.

ΠΑΤΕΡΑΣ: (με συντριβή) Έζησα τόσα χρόνια τίμιος. [παύση] Σας μεγάλωσα με κόπο, με αρχές... κα τώρα... τώρα έρχεται η απολαβή μου, έρχεται να με ντροπιάσει το ίδιο μου το παιδι...

ΕΝΤΙ: Τι τρέχει πατέρα, τι είναι;..

ΠΑΡΕΡΑΣ: Η κόρη μου και αδερφή σου Έντι, έγινε το μίασμα της οικογένειας! Αυτό τρέχει, πάρε διάβασε.

Ο Έντι  παίρνει το γράμμα και διαβάζει.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Διάβασε… εγώ δεν ξέρω πού να κρυφτώ, που να κρύψω το πρόσωπό μου, να μη με βλέπει κανείς. Ο παπάς το λέει καθαρά – τι με κοιτάς, δε διάβασες; Πουλάει το κορμί της σαν τη χειρότερη πόρνη! Ξελόγιασε όλους τους άντρες της χώρας. Θεέ μου τι καταστροφή… (κλαίει)

ΕΝΤΙ: (μοιάζει να μην το πιστεύει) Δεν μπορεί… θα είναι ψέματα.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Βουίζει ο τόπος κι εσύ λες πως είναι ψέματα; Όλος ο κόσμος λέει ψέματα; Εδώ μας παρακαλάει να πάμε να την πάρουμε για να τη γλιτώσουμε απ’ τον λιθοβολισμό κι εσύ λες… (παύση, κουνάει το κεφάλι του) Χμ, έχει δίκιο ο παπάς. Εγώ του έχω εμπιστοσύνη, τον ξέρω τόσα χρόνια δεν μπορεί να μωράθηκε ξαφνικά. (παύση) Γι αυτό βιάσου!

ΕΝΤΙ: Τι θες να κάνω πατέρα;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ο κόσμος βουλιάζει απ’ τη συμφορά κι εσύ ρωτάς τι να κάνεις. Έντι, έγινες άντρας πια, κατάλαβέ το! Θα κάνεις αυτό που πρέπει…

Ο Έντι απορεί, κάτι υποψιάζεται αλλά…

ΠΑΤΕΡΑΣ: (σκληρά) Είναι προσταγή! Σε διατάζω μ’ ακούς; Σε διατάζω.

Ο Έντι φοβάται γι αυτό που θ’ ακούσει, κρύβει το πρόσωπό του με τις παλάμες.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Θα πας και θα τη σκοτώσεις!

ΕΝΤΙ: (ψελλίζει) Τι λες πατέρα;

Ο πατέρας του τον πλησιάζει και τον κοιτάζει κατά πρόσωπο.

ΠΑΤΕΡΑΣ: (σχεδόν σφυριχτά, με τεντωμένα νεύρα) Θα πας και θα την σκοτώσεις Έντι Μπάρεττ! Δεν αξίζει να ζει. Θα την σκοτώσεις και θα φέρεις το αίμα της πίσω σαν απόδειξη πως ξέπλυνες τη ντροπή μας.

ΕΝΤΙ: (προσπαθεί ν’ αντιδράσει) Δεν μπορώ να κάνω τέτοιο πράγμα πατέρα…

ΠΑΤΕΡΑΣ: Μη μου λες πως δεν μπορείς να κάνεις τέτοια πράξη. Θα κάνεις αυτό που σου λέω εγώ! Αυτό είναι το σωστό… αλλιώς, τι περιμένεις… να τη σκοτώσουν εκείνοι οι άνανδροι; Τι περιμένεις… να γίνουμε περισσότερο ρεζίλι των σκυλιών; … (παύση) Κι ύστερα, αν δεν πας εσύ, θα πάω εγώ ο ίδιος! Και τότε θα είναι χειρότερα για σένα. Διάλεξε!

ΕΝΤΙ: (με περίσκεψη, σιγανά) Θα πάω πατέρα. Θα κάνω αυτό που θέλεις.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Θα κάνεις το σωστό και το δίκαιο να λες! Φύγε τώρα, μην αργείς.

Ο Έντι φεύγει. Ο πατέρας του σηκώνεται, κι αργά – αργά βγαίνει κι αυτός. Το φως σιγοσβήνει με το πεταμένο γράμμα να σέρνεται στο δάπεδο σαν από μαγικό σχοινί.

 

 

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟ ΧΤΎΠΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΎΔΑΣ 3

 


 

ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Στο σπίτι του παπά.

Έχουν περάσει σχεδόν πέντε χρόνια. Η Ελμίνα έχει γίνει γυναίκα. Ίσως η ομορφότερη των γυναικών. Ανάλαφρη σαν οπτασία, γαλήνια και δυνατή με τρόπους άμεμπτους, διαβαίνει και σφυρίζουν οι αγέρηδες. Έξυπνη και σταθερή, πιστή στις αδιάβλητες-διαχρονικές αξίες του ανθρώπου, ίσως περισσότερο απ’ όσο πρέπει.

Τα φώτα ανάβουν. Μπαίνει η Ελμίνα ανάλαφρα, σχεδόν νυχτοπατώντας. Σταματάει και συλλογιέται. Το ύφος της πάντα σοβαρό σχεδόν βλοσυρό αυτήν την ώρα.

Αφουγκράζεται. Κρατάει την ανάσα της κι ύστερα πηγαίνει στο παράθυρο. Κοιτάει έξω. Γυρίζει. Έρχεται και κοιτάει κατάφατσα το κοινό. Τα φώτα χαμηλώνουν. Σκοτάδι. Σιωπή.

Μπαίνει ο παπάς βλοσυρός, τα φώτα ανάβουν. Η Ελμίνα λείπει.

ΠΑΠΑΣ: (κοιτάζει γύρω του, δεν βλέπει κανέναν) Πού να πήγαν; (παύση)

Κάπου θα έχουν κρυφτεί, όπως όλοι κρυβόμαστε. σαν τα ποντίκια στις υποχθόνιες φωλιές μας (κουνάει το κεφάλι). Μα εγώ ξέρω τι κάνουν δε θα με γελάσουν εμένα! [κοιτάζει κατάφατσα το κοινό]

Δεν θα με γελάσουν δυο γυναίκες.

Δυο γυναίκες! Η γυναίκα μου και τούτη εδώ η καταραμένη που έβαλα στον κόρφο μου (με συμφορά). Τι ήταν τούτο που με βρήκε θεέ μου; Δεν γλιτώνω από δαύτη, θα νε φάει το μαράζι της. (παύση). Πέντε χρόνια τώρα με τυραννάει η σκέψη της, από τότε που ήταν παιδούλα και την ακούμπησαν στην αγκαλιά μου.

Πηγαίνει και κάθεται στο τραπέζι.

Έννοια σου όμως και θα την κανονίσω. ‘Εχω λάβει τα μέτρα μου, μη νομίζεις.

‘Εσπειρα κι όλας τον σπόρο της ζήλειας και της καχυποψίας. Πιο πολύ της διαφθοράς. Αυτό είναι που κεντρίζει τους ανθρώπους,  η διαφθορά ! (γελάει σαρδόνια). Τώρα όλοι ξέρουν πως είναι μια ξελογιάστρα! Μια ξεδιάντροπη που ξεμυάλισε όλους τους άντρες της χώρας. Τίμιους και μη.

(παύση). Με ανάβει όμως ο πόθος. Φωτιά που μου καίει τα σωθικά! (παύση) Θα κάμω όμως μια προσπάθεια ακόμα μήπως και τη σώσω, γιατί τώρα, μόνο εγώ μπορώ να τη σώσω από τον όχλο και την οργή του πατέρα της. Σκέφτομαι τι μούτρα θα έκανε μόλις διάβασε το τελευταίο μου γράμμα... (σηκώνεται, κοιτάει γύρω) Μμμ... σα να ρχεται... (ξανακάθεται)

Μπαίνει η Ελμίνα. Στέκεται παράμερα, δεν τον κοιτάει.

ΠΑΠΑΣ: (με ανάλογο ύφος) Υπήρξα πάντα λογικός και συνεπής. Τόσα χρόνια που σε είχα κοντά μου δεν σου έλλειψε τίποτα.

ΕΛΜΙΝΑ: Αυτό δεν εξηγεί τη λογική και τη συνέπεια.

ΠΑΠΑΣ: (μπερδεύεται) Ποια λογική... και ποια συνέπεια...

ΕΛΜΙΝΑ: Είδες; Χάνεις τα λόγια σου... Φταίνε όσα έκανες και πόσα θέλεις να κάνεις στο μέλλον.

ΠΑΠΑΣ: Τι ήθελες να κάνω; Πέρασαν πέντε χρόνια από τότε που σ’ εγκατελειψαν οι δικοί σου...

ΕΛΜΙΝΑ: Δεν μ’ εγκατέλειψε κανείς.

ΠΑΠΑΣ: Τό πιστεύεις;

ΕΛΜΙΝΑ: Το πιστεύω. Τώρα μεγάλωσα, δεν είμαι το παιδάκι που κορόιδευες. Ούτε μια φορά δεν μου διάβασες ένα γράμμα τους. Μόλις έρχονταν τα εξαφάνιζες... κι ύστερα ποτέ δεν έμαθα τι τους απαντούσες, τι ψέματα τους αράδιαζες! Ναι, είμαι σίγουρη, δεν με γελάς, όσο και να κρύβεσαι. Γιατί κρύβεσαι;

ΠΑΠΑΣ: Έβγαλες μεγάλη γλώσσα και ο θεός...

ΕΛΜΙΝΑ: (τον κόβει) Ας τον θεό!!

ΠΑΠΑΣ: (πως δεν άκουσε) ...θα  σε τιμωρήσει. Ο θεός είναι μεγάλος και θ’αποδείξει ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο.

ΕΛΜΙΝΑ: (παγερά) Δεν με γελάς παπά!

ΠΑΠΑΣ: Εγώ σε γελάω; Που σ’ έχω σαν τα μάτια της ψυχής μου;  Πιο πάνω απ’ ότι υπάρχει και δεν υπάρχει σ’ αυτόν τον κόσμο;

ΕΛΜΙΝΑ: Τι λόγος ξεδιάντροπος! Δεν μ’ ενδιαφέρει.

ΠΑΠΑΣ: Αυτό έιναι που μ’ εξοργίζει! Ότι άλλο και να έλεγες, θα το δεχόμουν. Όμως με υποτιμάς. Υποτιμάς την αγάπη μου και το ανδρισμό μου.

ΕΛΜΙΝΑ: Επειδή δεν δέχομαι τον έρωτά σου;

ΠΑΠΑΣ: (αναστενάζει) Αχ... άκουσέ με Ελμίνα, άκουσέ με μια φορά.

Αν θέλεις εσύ, και στο λέω για τελευταία φορά, όλα μπορεί να φτιάξουν. Αν δεχτείς να γίνεις γυναίκα μου, γιατί αυτό σου ζήτησα σαν τίμιος άντρας και σου το είπα μάλιστα πως εγκαταλείπω οριστικά τη γυναίκα μου και πως ακόμα και το ράσο ν’ αρνηθώ για σένα...

ΕΛΜΙΝΑ: Αυτά είναι τα χειρότερα. Εγκαταλείπεις τη γυναίκα σου για μιαν άλλη!

Είναι σωστό αυτό; Εξ’ άλλου, τόσα χρόνια που μου έκανες κόλαση τη ζωή, με τον παράφορο έρωτα σου, τον κρυφό και τίμιο όπως λές, τόσα χρόνια σου απαντούσα όχι. Και μια ακόμα φορά τώρα: όχι! Ο τελευταίος άντρας να έμενες στη γη δε θα ερχόμουν μαζί σου! Αυτή είναι η απόφασή μου.

ΠΑΠΑΣ: (χωρίς δισταγμό) Να δεις ποια θα είναι η τιμωρία σου.

ΕΛΜΙΝΑ: Τι είπες;

ΠΑΠΑΣ: (ανήξερα) Τι είπα...

ΕΛΜΙΝΑ: Κατάλαβα τι είπες παπά αλλά δεν θα με νικήσεις! Δεν θα με νικήσει κανένας! Πόσο μάλλον εσύ, ένας ανελέητος...

ΠΑΠΑΣ: (ειρωνικά) Που σε λατρεύει τόσα χρόνια...

ΕΛΜΙΝΑ: Δεν ακούω τι λες. Δεν σε ακούω καθόλου. Εσύ πρόδωσες την εμπιστοσύνη του πατέρα μου και του αδερφού μου, δεν θα προδώσεις τώρα την αγάπη και τον έρωτα; Δεν θα προδώσεις την ομορφιά της ζωής αφού δεν σέβεσαι τη φιλία; Εσύ δεν έχεις ιερό και όσιο αλλά... τι σου λέω τώρα όλα αυτά. Ένα μένει να σου πω οριστικά: Δεν πρόκειται να γίνω ποτέ δική σου. Άδικα κουβεντιάζεις.

ΠΑΠΑΣ: (σπάει, εκλιπαρεί) Ελμίνα, σε παρακαλώ... Σε ικετεύω (σχεδόν πέφτει στα πόδια της)

ΕΛΜΙΝΑ: (δεν τον λυπάται) Σήκω επάνω. Δεν μπορώ να σε βλέπω να σέρνεσαι σαν σκουλήκι.

ΠΑΠΑΣ: (αντιδρά) Σκουλήκι... σκουλήκι εγώ. (σηκώνεται) Κοίταξέ με καλά μικρή πόρνη και ξαναπές με σκουλήκι για  να δεις τι έχεις να πάθεις!

ΕΛΜΙΝΑ: (προσπαθεί να καταλάβει) Με τρομάζεις! Με φοβίζει το ύφος σου, άνανδρε άνθρωπε και δεν ξέρω τι μου σκαρώνεις αλλά, πάλι τι μπορείς να κάνεις... τίποτε. Σε λίγο θα έρθει ο αδερφός μου να με πάρει για πάντα από δω. Έρχεται σε λίγο, τον βλέπω σαν καβαλάρη που φθάνει να με γλιτώσει από τα δόλια χέρια σου.

ΠΑΠΑΣ: Έννοια σου και δεν θα πας πουθενά.

ΕΛΜΙΝΑ: Με απειλείς;

ΠΑΠΑΣ: Εγώ σε απειλώ; Εγώ δεν απειλώ κανέναν. Είμαι αντιπρόσωπος του θεού στη γη και σαν τέτοιος θα κάνω το καθήκον μου. Και αφού θέλεις την αλήθεια, θα σου την πω: Πες μου τι θα απαντήσεις σ΄όλους αυτούς; (δείχνει το κοινό) Ποιον θα πιστέψουν, εμένα ή εσένα; Αυτοί ξέρουν την αλήθεια και το μίσος τους είναι αδυσώπητο, γιατί αυτοί ξέρουν ποια είσαι...

ΕΛΜΙΝΑ: (χαμένη ξαφνικά) Ποια είμαι;

ΧΟΡΟΣ: Ποια είμαι; Ποια είμαι;

ΠΑΠΑΣ: (καγχάζει) Είσαι ένα δαιμονικό, μια ξελογιάστρα! Έκανες τα μάτια των αντρών της πολιτείας να γυαλίζουν. Παντρεμένους κι ανύπαντρους τους πήρες τα μυαλά.

ΕΛΜΙΝΑ: Εγώ;

ΠΑΠΑΣ: (δεν την ακούει)... κι έρχονται τώρα όλοι,  όλος ο όχλος, τους ακούς;

(ακούγονται ποδοβολητά, οχλαγωγία , φωνές)

ΧΟΡΟΣ: Θάνατος στο δαιμονικό! Θάνατος!!

ΠΑΠΑΣ: Τι θα πεις τώρα σ’ όλους αυτούς;  (δείχνει πάλι το κοινό) Αυτοί έχουν έτοιμες τις πέτρες να σε λιθοβολήσουν απαίσια πόρνη!

ΧΟΡΟΣ: Θάνατος στο δαιμονικό! Θάνατος!!

(ξανά ποδοβολητά, οχλαγωγία, φωνές)

Ησυχία.

ΕΛΜΙΝΑ: (με απόγνωση)  Έκανες τέτοιο πράγμα;

ΠΑΠΑΣ: Εγώ δεν έκανα τίποτε. Είπα μόνο την αλήθεια.

Τα φώτα χαμηλώνουν σιγά-σιγά.

συνεχίζεται

 

 

Ο ΠΗΛΌΣ

    Ο Ντίνος Βελεμέντης ταξίδευε προς βορρά. Δε θυμόταν πόσες στάσεις ήταν να φτάσει μέχρι το Μαρούσι, μια διαδρομή που την έκανε συχνά, πη...