Παρασκευή 8 Μαΐου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 21





Ότι γεννιέται πεθαίνει, γράφει τον κύκλο του και ενώνεται ξανά με το χάος. Ακόμα και οι πέτρες, τα αστέρια, οι βασιλιάδες, οι προύχοντες, όλα έχουν ένα τέλος. Έτσι είναι και οι ιδέες και οι σκέψεις, οι μνήμες. Έρχεται κάποτε η εκπλήρωση του χρέους. Γιατί;
Δεν τα πίστευα και πολύ όλα αυτά αν δεν ήταν ο θάνατος. Έξυπνη λύση ο θάνατος, η απόλυτη σιωπή. Αν δεν ήταν αυτός, σίγουρα η ζωή, λένε, θα ήταν ανούσια. Το απέραντο ερωτηματικό της, η αγωνία της θα πήγαιναν περίπατο. Ποιος θα νοιαζόταν να φτιάξει, να δημιουργήσει και ποιο θα ήταν τότε το χρέος; Και εξ άλλου τι θα γίνονταν όλοι αυτοί; Που θα χωρούσαν; Πάνω στη γη τουλάχιστον αδιανόητο Κι έτσι γεννήθηκε ο θάνατος που προϋπήρξε του ανθρώπου.
Όλα προϋπήρχαν του ανθρώπου ή ήταν παντοτινά έτσι;
Το χειρότερο βέβαια είναι ο πόνος και η δυστυχία. Αυτά μπορούσαν να μην υπάρχουν, όχι εξ αιτίας του θανάτου αλλά μάλλον περισσότερο για το τεντωμένο τόξο της ζωής, για την διάρκεια και την πορεία που διαγράφει ένα βέλος από τη στιγμή που φεύγει μέχρι που μπήγεται στην καρδιά ή στο χώμα.
Ένα άνυσμα είναι λοιπόν η ζωή-για τον πατέρα μου μια ευθεία- το πέταγμα μιας πέτρας η τροχιά ενός κομήτη που πέφτει και χάνεται στο χάος.
Περίεργο πράγμα το χάος, το κενό, η ανυπαρξία. Κανένας φαντάζομαι δεν το έχει συλλάβει, πόσο μάλλον ο πατέρας μου, κατάκοιτος πλέον, γέρος κι ανήμπορος. Δεν πιστεύω πως δεν τα είχε καταλάβει, όχι το χάος, γι’ αυτό είπαμε αλλά να, δεν μπορούσε να τα σκεφτεί με αυτές τις λέξεις, να τα εκφράσει με πολλαπλότητα. Αυτό μου τριβέλιζε το νου πως ίσχυε για τους περισσότερους ανθρώπους. Μπορεί να είναι φοβερό για όσους σκέφτονται και εγωιστικό για μένα αλλά ότι και να πεις είναι εντελώς ρεαλιστική άποψη για όσους εντρυφούν στις αφαιρετικές διαδικασίες του είναι. Οι άλλοι παραδέχονται την καρδιά, όπως ο Ντάφλος. Την τετράγωνη λογική τη θεωρούσε κατώτερη της καρδιάς, σε αντίθεση με μένα που για να πω τη μαύρη αλήθεια μου αρνιόμουν πεισματικά να δεχτώ πως ένας άνθρωπος σκέφτεται με την καρδιά. Η καρδιά έλεγα, είναι ένα όργανο που διοικείται από τον εγκέφαλο, όπως το δάχτυλο, όπως το χέρι, το νεύρο.
Ο Ντάφλος μιλούσε για την καρδιά, για το φιλότιμο που πηγάζει από αυτήν, για τους φτωχούς, για το θεό. Παλαιότερα δεν τα έλεγε, τώρα τελευταία όλο και πέταγε εκείνο το « ο θεός είναι μεγάλος», αυτός, ένας δεδηλωμένος αριστερός.
-Ποιος θεός; Του έλεγα. Ο Δίας, ο Βούδας, ο Αλλάχ, ο Χριστός;
-Αυτός ο τελευταίος, επέμενε. Μόνον ο Χριστός είναι θεός.
Εγώ απορούσα με την αφέλεια του. Σε άλλα πράγματα ήταν δαιμόνιος, εκεί σα να κολλούσε το μυαλό του. Στριφογύριζε σα σβούρα, έψαχνε ασταμάτητα, ιδιαίτερα εκείνη την εποχή.  Μια μέρα μου ανήγγειλε με στόμφο πως θ’ αγόραζε ένα ταξί κι εγώ πάλι απόρεσα. Τι διάολο, ταξιτζής θα γίνει σκέφτηκα, έτσι πιωμένος που ήταν συνέχεια; Για να μην πω μεθυσμένος, ντίρλα που λέμε και πως θα τα έβγαζε πέρα; «Δεν κάνεις» του είπα αλλά εκείνος ήρθε και άραξε με το καινούργιο μερσεντές έξω από το μαγαζάκι μου. Μου κλεισε το μάτι και με πήρε κούρσα μέχρι τα Φάληρα.
Ήπιαμε ένα ουζάκι κι ύστερα τον έχασα για κάμποσες μέρες. Δούλευε το ταξί και τα βράδια πήγαινε στην Κηφισιά. Έμενε πια με την Έλεν Νασοπούλου και μπεκρόπιναν τα βράδια και τις ημέρες οι δυο τους.
Προς το παρόν είχε ξεχάσει τον Τίτο, οι σχέσεις τους έγιναν τυπικές αν και ο ίδιος διαλαλούσε παντού πως είχε έναν γιο ξεφτέρι, έναν γιο που θα τον έκανε γιατρό, ενώ ο Τίτος σχεδόν δεν ήθελε ν’ ακούει τίποτα για τον πατέρα του. Είχε πάρει από τότε την κλίση προς τον Σταυρέα, εκεί έβλεπε το δρόμο του και όχι στα καμώματα του πατέρα του με τα ποτά, τα ξενύχτια, τις γυναίκες και τα λοιπά για τα οποία θα τον κατηγορούσε αργότερα.
Από τη μεριά του ο Ντάφλος όταν μιλούσε για τα οικογενειακά του τον έπιανε ναυτία, σκοτούρα. Σα να μη τον ενδιέφερε καθόλου πια αυτή η ιστορία, σα να ήθελε να ξεφύγει παντελώς. Τα οράματα του είχαν αλλάξει, η συγκίνηση, η αγάπη που περιέβαλλε κάποτε το γιο του, σιγά-σιγά ξέβαφε. «Θα κάνω ένα παιδί με την Έλεν» μου είπε ξαφνικά μια μέρα.
Άλλο και τούτο! Σκέφτηκα εγώ. Παιδί με την Έλεν. Αφού είχε περάσει προ πολλού τα πενήντα, πως θα γινόταν αυτό;
-Μη χολοσκάς, μου γέλασε. Είπα θα κάνουμε αλλά δεν είναι ακριβώς αυτό. Έχουμε συμφωνήσει να υιοθετήσουμε μια κόρη. Κόρη όχι αγόρι, αγόρι έχω. Έχει τον τρόπο της ή Έλεν, θα δεις.
Πράγματι, έτσι έγινε. Υιοθέτησαν ένα κοριτσάκι. Λεπτομέρειες δε μου είπαν και ούτε ζήτησα να μάθω. Μια των ημερών με πήρε με το ταξί και πήγαμε στην Κηφισιά για του λόγου το αληθές. Στην είσοδο του σπιτιού μας περίμενε η Έλεν με ένα κατάξανθο κοριτσάκι στην αγκαλιά- την Αγγέλα, έτσι θα την βάφτιζαν μου είπαν. Ήταν ένα πανέμορφο κοριτσάκι αλλά κλαψιάρικο. Ο Ντάφλος την έπαιρνε στην αγκαλιά μάλλον άγαρμπα. Έπαιζε μαζί της κουπεπέ και κουπεπέ κι εγώ ξεκαρδιζόμουν στα γέλια.
-Γιατί γελάς παλιοζωγράφε; Μου ξίνιζε τάχα τα μούτρα και παίρναμε τους δρόμους όπως τότε που ήμασταν παιδιά.
Το ταξί βέβαια, το πούλησε σε λίγο καιρό. Είχα προλάβει όμως μια μέρα στη λεωφόρο να σηκώσω το χέρι αναζητώντας ταξί και να με πάρει κούρσα.
-Έμπα μέσα ρε αλήτη!
Εγώ τι να του ‘λεγα; Έφερα κάποιες αόριστες αντιρρήσεις αλλά εκείνος με αποστόμωσε.
Μου είχε βγάλει καινούριο όνομα τώρα το μαχαραγιάς το είχε ξεχάσει.
- Αλήτης είσαι μην το σκέφτεσαι. Αλλά καλός αλήτης και με κοίταζε στα μάτια. Θέλω να πω πως δεν είσαι δεμένος ρε, αυτό θέλω να πω, δεν ξέρεις τι σημαίνει αλήτης; Εγώ το έμαθα, το διάβασα σε ένα λεξικό στη βιβλιοθήκη του μουσείου, τι νομίζεις έτσι είμαστε εμείς;
Εκείνες τις μέρες είχε ανακαινιστεί το μουσείο. Μόλις πούλησε το ταξί βάλθηκε με την Έλεν να το φτιάξουν. Αγόρασαν ένα φορτηγάκι και δούλευαν πυρετωδώς. Σιγά-σιγά διαμόρφωναν όλους τους χώρους, έλαμψε πια από ομορφιά και καθαριότητα  όλο το τοπίο, αναδείχτηκε ο χώρος, τα αγάλματα οι πίνακες- άσπρο χρώμα, μπλε και κεραμιδί κυριαρχούσε παντού.
Παράλληλα δεν έπαυε ν’ ασχολείται και με άλλες δουλειές που του απέφεραν χρήμα. Όπως για παράδειγμα να κάνει τον κτηματομεσίτη. Όταν ήρθε και με πήρε να πάμε στην Εύβοια ν’ αγοράσουμε ένα αγρόκτημα, πάλι δεν τον πίστεψα, νόμιζα πως καλαμπούριζε και απλώς ήθελε να πάμε για θαλασσινά και κανένα ούζο αλλά αυτός το είχε πάρει σοβαρά. Το αγόρασε. Ύστερα κι άλλο κι άλλο, τα περισσότερα από την πλευρά του Ευβοϊκού. Έστησε το γραφείο του εκεί στο μουσείο και διηύθυνε την καινούρια του επιχείρηση. Πουλούσε, αγόραζε, ενοικίαζε, έβαζε φωτιές. «Πάμε να βάλουμε μια πυρκαγιά;» μου είπε γελώντας μια άλλη μέρα. «Έχει πλάκα να το κάνεις αλήθεια!» παραξενεύτηκα έκπληκτος. Τον είχα ικανό για όλα. «Να σου πω την αλήθεια, έβαλα μια πριν από κανένα μήνα αλλά το μετάνιωσα. Τι μου φταίγανε τα δέντρα;» έκανε τάχα τον προστάτη της φύσης μα μέσα του γελούσε, το έβλεπα. Μεγάλη φάρα ο Ντάφλος! Και πάντα με ένα ποτήρι τσίπουρο στο χέρι, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Μόνο όταν κοιμόταν δεν έπινε. Από κοντά του και η Έλεν, αυτή σχεδόν αλκοολικιά πια. Τρεκλίζοντας ξεχορτάριαζε τις αυλές, κουβαλούσε πέτρες, έχτιζε πεζούλια, έστρωνε καινούριους δρόμους, κρεμούσε καινούριους πίνακες για τις εκθέσεις που έκαναν κάθε τόσο ή που αγόραζαν οι ίδιοι πλουτίζοντας την συλλογή του μουσείου. Και ήταν ελκυστικό να τους βλέπεις να συνεργάζονται οι δυο τους. Είχαν εκπληκτική διαύγεια, ζωντάνια παρ όλο το αλκοόλ που κατανάλωναν καθημερινά. Ανάμεσα τους μεγάλωνε και η Αγγέλα. Κουβαλούσε κι αυτή μικρές πέτρες και χώμα με το κουβαδάκι. Ώσπου μια βραδιά από τις πολλές που σύχναζα κι εγώ εκεί, Καλοκαιράκι ήταν πια, μου λέει ο Ντάφλος αναπάντεχα:
-Ρε Αλμύρα, εσύ που ασχολείσαι με τα βιβλία, τα θέατρα και όλους αυτούς δε φτιάχνεις μια παράσταση; Να καλέσουμε ένα βράδυ όλον τον καλόν κόσμο, τι την έχουμε τη σκηνή; Για λέγε…
-Με έπιανε εξ απήνης
-Ωραία ιδέα, είπα μουδιασμένος, σκεφτικός στις αντιθέσεις μου, τις αιώνιες αναστολές μου, εγώ που δεν έκανα τίποτε σπουδαίο εκείνη την εποχή. Απλά καιροσκοπούσα από εδώ και από εκεί.
Μόλις μου το πρότεινε, ήρθε στο μυαλό μου αμέσως ο Τασούλης. Από τότε που είχε φύγει, συναντιόμαστε που και που και μου ‘λεγε πως έκανε τον ηθοποιό σε παιδικά θέατρα. Δεν τον πίστεψα αλλά μια Κυριακή που με φώναξε, πήγα και τον είδα να παίζει σε κάποιο συνοικιακό θεατράκι στου Γκύζη. [Τελικά το έμαθα, τον άνθρωπο τον έλεγαν Γύζη, εκείνο που δεν έμαθα ήταν αν το συγκεκριμένο μέρος είχε πάρει την ονομασία του από τον ζωγράφο. Μάλλον όμως έτσι θα ήταν και κάποτε, δοθείσης ευκαιρίας θα το μάθαινα και αυτό.]
Ο Τασούλης λοιπόν είχε γίνει ηθοποιός με τη βούλα και άδεια εξάσκησης επαγγέλματος από το σωματείο. Και να δείτε που ήταν καλός, μάλιστα, είχε κάνει και τη σκηνοθεσία. Θυμάμαι πως μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση το παίξιμο του, μέχρι και τον κλόουν έπαιζε. Αλλά κι εμένα το θέατρο με μάγευε. Έτρεχα όταν υπήρχε ευκαιρία σε όλες τις παραστάσεις. Μια φορά είδα σε ένα μικρούλη θεατράκι ολόκληρο το έργο μοναδικός θεατής. Εκεί ένιωσα για πρώτη φορά τη δυστυχία να είσαι θεατρίνος, το μέσα και όχι τη φιγούρα και τα φώτα της σκηνής, τη δόξα και τα λοιπά. Το είπα στον Τασούλη για τη δυστυχία την ημέρα που πηγαίναμε για το μουσείο. Μου απάντησε πως πράγματι είναι πολύ δύσκολη η ζωή για έναν ηθοποιό. Ο περισσότερος κόσμος δεν αγαπάει το θέατρο ή μάλλον δεν υπάρχει θεατρική παιδεία και τρέχουν να δούνε μόνο τα ηχηρά ονόματα, τις φίρμες που φυσικά έχουν με το μέρος τους, την τηλεόραση, τον τύπο και γενικότερα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Όταν είδε το μουσείο και ιδιαίτερα τον χώρο του θεάτρου, μόνο που δεν παραφρόνησε.
-Εδώ αγόρι μου είναι η ευκαιρία μας, μου είπε. Μην το σκέφτεσαι καθόλου. Θα ετοιμάσουμε παραστάσεις, θα ταρακουνήσουμε λίγο τους εγκάθετους στο κέντρο, μη φοβάσαι θα πετύχουμε. Είμαι σίγουρος πως θα φέρουμε κάτι καινούργιο στα θεατρικά δρώμενα της πρωτεύουσας. Θα φτάσουμε μέχρι το υπουργείο πολιτισμού να πάρουμε επιχορηγήσεις, μη νομίζεις πως οι άλλοι είναι καλύτεροι από μας ή ήταν όταν ξεκίνησαν. Όχι, μη νομίζεις. Έτσι θα κάνουμε, θα προσπαθήσουμε να ενταχτούμε στο πρόγραμμα του υπουργείου για να διεκδικήσουμε την επιχορήγηση. Ξέρεις πόσα παίρνει αυτό το μικρούλη θεατράκι που μου είπες πως είδες μόνος σου την παράσταση;
-Όχι, που να ξέρω…
-Άστα να μη σου πω καλύτερα γιατί δε θα με πιστέψεις. Άφησε τα αυτά σε μένα.
 Ύστερα απευθύνθηκε στο Ντάφλο που θα ήταν ο θεατρικός επιχειρηματίας κοιτάζοντας τον με μισό βλέμμα. Έπειτα κοίταξε και μένα σα να μου ‘λεγε τι είναι ετούτος που μου κουβάλησες. Εγώ τον καθησύχασα με ένα νεύμα. Είχα αρχίσει να το διασκεδάζω το πράγμα, μάλιστα κρυφογέλασα όταν είδα τα μούτρα του Ντάφλου σαν του ζήτησε τα πρώτα χρήματα.
-Θα κοστίσει τόσο πολύ; Έκανε χαμηλόφωνα, λες και του ‘παιρνες την ψυχή. Είπαμε πως είχε γίνει τσιγκούνης τελευταία.
-Ε, τι πολλά… δε θα πληρωθούνε οι ηθοποιοί; Τα σκηνικά, οι ενδυμασίες, ο φωτισμός και τόσα άλλα που δε μου έρχονται αυτή τη στιγμή στο μυαλό. Επιχείρηση είναι το θέατρο, έτσι εύκολα νομίζετε πως γίνεται μια παράσταση; Σκέψου όμως και τη διαφήμιση που θα γίνει στο μουσείο σας, σκέψου τις επιχορηγήσεις που θα εισπράξετε.
-Είσαι σίγουρος πως θα πάρουμε τουλάχιστον τα έξοδα πίσω;
-Όπως σε βλέπω και με βλέπεις, διαβεβαίωνε κάθε λίγο και λιγάκι.
-Ε, τότε να το κάνουμε ρε παιδί μου. Τι λες και συ Αλμύρα.
Κούνησα συγκαταβατικά το κεφάλι μου.
-Ωραία, προχωράμε αλλά προσπαθήστε να περικόψετε κάποια από τα έξοδα.
-Ότι γίνεται θα το κάνουμε κύριε Ντάφλο- πρώτη φορά άκουγα άνθρωπο να τον λέει κύριο. Μόνο να ξέρετε πως το μεροκάματο των παιδιών και το δικό μου που θα σκηνοθετήσω κιόλας θα είναι σύμφωνο με το νόμο της αγοράς. Εντάξει; Κατά τα’ άλλα ότι μπορούμε θα περικόψουμε. 


συνεχίζεται

Τετάρτη 6 Μαΐου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 20




Στην αντρική του τιμή ορκιζόταν και ο Δούκας, «Μην ακούς τι σου λένε» μου ψιθύριζε συνωμοτικά. «Ξέρεις τι κουμάσια είναι και οι δυο τους; Μια μέρα θα σου τα πω όλα και τότε θα καταλάβεις, γιατί μέχρι τώρα κοιμάσαι Αλμύρα!»
-Ρε Πίθηκα, του είπα, τι να μου πεις, μη κάνεις τα πράγματα πιο περίπλοκα από ότι είναι. Πες ότι θέλεις ναχωρίσεις τη Βασιλική. Και κάτι άλλο: είναι αλήθεια αυτά περί γιατρών και ανικανότητας;
-Α, σου τα είπαν, έκανε. Εντάξει, περίπου έτσι είναι παραδέχτηκε. αλλά αυτό τι σχέση έχει με τη μοιχεία;
Η αλήθεια είναι πως είχα μπερδευτεί. Να ήταν τόσο καλός στην υποκριτική ο Τσάβαλος; Ο Πίθηκας δε φαινόταν ή δεν έδειχνε κάτι τέτοιο. Τουναντίον ζούσε τα γεγονότα με βρασμό, με μια ένταση ανθρώπου που έψαχνε το δίκιο του.
Από την άλλη πλευρά η Βασιλική, αυτή η παράξενη και σιβυλλική οπτασία ύπαρξης, έμενε παράμερα. Στην άκρη των γεγονότων, χωρίς να μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει, να μιλήσει, να βγει από τη σιωπή που όλο και περισσότερο την τύλιγε τελευταία. Ήταν και οι τρεις τους καλοί ηθοποιοί με πρώτο και καλύτερο τον Δούκα που παρέμενε αμετάπειστος-σχεδόν ανέκδοτος που έλεγε και ο πατέρας μου όταν ήθελε να πει ανένδοτος- για τις ένοχες σχέσεις της Βασιλικής.
Εγώ πάλι δεν μπορούσα να τη φανταστώ να κάνει έρωτα με τον Τσάβαλο, δε μου ερχόταν εύκολη αυτή η εικόνα. Και γιατί μ αυτόν; Δεν υπήρχαν τόσοι άλλοι; Έπρεπε να μπλεχτεί εκεί στο συγγενολόι του άντρα της; Τα ερωτήματα δεν εύρισκαν καθαρή απάντηση και το παράλογο είναι πως έγινε πρώτα η δίκη εναντίον του Δούκα για χειροδικία και επικίνδυνες σωματικές βλάβες. Αυτό ήταν που τον αντάριαζε περισσότερο και φώναζε στο δικαστήριο σαν τρελός.
Παρ όλα  αυτά φυσικά δε γλίτωσε. Παρ ότι ο δικηγόρος του, αυτή η μαϊμού, προσπάθησε να το παρουσιάσει σαν ατύχημα, πάνω στο βρασμό της ψυχής είπε, τον έσπρωξε κι αυτός  παραπάτησε και χτύπησε στο μάρμαρο, στις σκάλες- ποιες σκάλες; Τέτοιες δεν υπήρχαν στο δωμάτιο αλλά που να βρεις άκρη με τους δικηγόρους.
Εγώ βέβαια και οι δυο αστυνομικοί, μάλλον κακομοίρικα αυτοί, αμφέβαλαν είπαν για τις προθέσεις του Δούκα, πείσαμε τελικά τους δικαστές πως τον είχε χτυπήσει εσκεμμένα και επικίνδυνα.
Αυτό δε μου το συγχώρεσε ποτέ ο Δούκας.
-Ούτε ένα αθώο ψεματάκι δεν μπορείς να πεις, μου έγρουξε στο διάδρομο. Εσύ ένας ολόκληρος ψευταράς! Αλλά θα μάθεις κάποτε την αλήθεια και τότε θα έχεις τύψεις, επέμενε σα να μου έκρυβε κάτι.
Δικάστηκε ενάμισι χρόνο φυλακή εξαγοράσιμη. Συν τα υπόλοιπα, νοσηλείες, ασφάλειες, ψυχική οδύνη, συνταξιοδότηση του Τσάβαλου που δεν μπορούσε πια να εργαστεί. Την πλήρωσε πανάκριβα τη νύφη ή μάλλον την καρεκλιά αλλά δεν τον ενδιέφερε είχε τόσα χρήματα που αυτό ήταν το λιγότερο. Εκείνο που τον ενδιέφερ ήταν πότε θα εκδικαζόταν η δικιά του μήνυση για τη μοιχεία.
-Άκου ρε, έλεγε μπαρουτιασμένος. Είναι δικαιοσύνη αυτή Αμβράζη; Να πηγαίνεις για μαλλί και να βγαίνεις κουρεμένος; Που ακούστηκε από κατήγορος να πηγαίνεις κατηγορούμενος; Πουθενά. Μόνο εδώ συμβαίνουν αυτά αλλά θα τους δείξω εγώ, θα έρθει και η σειρά τους.
Εκείνη την εποχή, φυσικά είχε φύγει από το σπίτι και έμενε σε κάποιο πανάκριβο ξενοδοχείο. Ζούσε εν κραιπάλη. Καζίνο, χαρτιά, γενικά τζόγος. Έπαιζε μεγάλα ποσά, γυρνούσε με γυναίκες ευκαιριακές της μιας μέρας. Σιγά-σιγά παραμελούσε τις δουλειές του. Δεν τον αναγνώριζα αυτό το διάστημα και μου θύμιζε τον Δούκα των τελευταίων ημερών στη Ρόδο. Μίκραινε, πολύ, αυτός που ήθελε να κατακτήσει τον κόσμο.. Έχανε τη μεγαλοπρέπεια του, γινόταν κοινός, ασήμαντος ανθρωπάκος. «Θα τους δείξω εγώ ποιος είμαι!» έλεγε συχνά. «Ο Δούκας δεν πεθαίνει ρε! Ο Δούκας είναι αρσενικό!»
Αλλιώτικα μου φαινόταν όταν τα έλεγε τότε στις νεανικές μας παρορμήσεις. Τώρα που κόντευε τα τραντα πέντε το νόημα της φράσης άλλαζε, έχανε την εφηβική αφέλεια το τι θα γίνουμε σαν μεγαλώσουμε.
Έπειτα οι καιροί δεν ήταν ίδιοι. Ο Δούκας ήταν δηλωμένος Δεξιός και στην εξουσία τώρα είχαν ανέλθει οι Σοσιαλιστές. Έτσι δεν εύρισκε εύκολα  τις άκρες που αναζητούσε ή που είχε πριν.
-Τώρα θα δω τον φίλο σου! Θριάμβευσε ο Ντάφλος. Να δούμε πως θα τα βγάλει πέρα με τόσες λοβιτούρες που έχει κάνει.
Έμοιαζε μια εποχή ευτυχισμένη για τους Έλληνες. Η μεταπολίτευση προχωρούσε γοργά και τα όνειρα της επαναστατημένης γενιάς του Πολυτεχνείου που ήταν και η δικιά μας, φαίνεται πως έπαιρναν σάρκα και οστά. Κόκαλα που λέμε. Και οι Έλληνες πολίτες πίστευαν και νόμιζαν πως είχαν βάλει για πάντα στην άκρη τον συντηρητισμό- έτσι απλά στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας όπως διατεινόταν ο Αντρέας Παπανδρέου, ο καινούργιος πρωθυπουργός. Και είναι αλήθεια πως ένας διάκοσμος πλουραλισμού μεγαλοποιούσε τις καταστάσεις και άφηνε να υφαίνεται μια καλύτερη κοινωνική ευμάρεια. Το χρήμα κυκλοφορούσε άφθονο, άνοιξαν οι εργασίες, η μεσαία τάξη πήρε επάνω της. Ακόμα και τα δικά μου τα τρισάθλια οικονομικά σα να καλυτέρευαν. Φυσικά πάντα εκεί, προσπαθώντας να στήσω τη φυλλάδα που μια έβγαινε και μια πήγαινε περίπατο, σύμφωνα με τις μεγαλοφωνίες των καιρών.
Θα ήταν Άνοιξη πια, όταν έγινε το καινούργιο δικαστήριο στην υπόθεση του Δούκα. Άλλα στοιχεία διαφορετικά από αυτά που είχαν ειπωθεί δεν παρουσιάστηκαν. Ίδιοι μάρτυρες, ίδιοι δικηγόροι, είπαν τα συνηθισμένα πράγματα σ αυτές τις περιπτώσεις και ποτέ δεν κατάλαβα γιατί να μη συνδικαζόταν δυο τέτοιες μηνύσεις ή γιατί να μην εκδίκαζε το ίδιο προεδρείο. «Είναι για να μας τα παίρνουν, να μαζεύουν χρήμα» μου είπε ο Δούκας και πιθανώς είχε δίκιο. Μόνο που εγώ δεν ήμουν πάντα τόσο καχύποπτος για τις πράξεις των ανθρώπων. Πίστευα ακόμα πως οι άνθρωποι ψάχνουν το καλό με εκείνη την παιδική ψευδαίσθηση.
Εν πάση περιπτώσει, άξιο λόγου και ταρακουνήματος, ήταν η απολογία του Δούκα.
-Πως ονομάζεσαι; Τον ρώτησε ο πρόεδρος.
-Κερατάς ή Π’ιθηκας! Είπε και έμεινε όλο το ακροατήριο.
-Είπα πως ονομάζεσαι! Προσπάθησε να τον επαναφέρει στην τάξη.
-Σας είπα κύριε πρόεδρε: Κερατάς! Κι έβαλε τα κλάματα, αυτός ένα ολόκληρο θηρίο.
Όταν συνήλθε και το δικαστήριο έβγαλε την απόφαση εις βάρος της Βασιλικής και του Τσάβαλου, έμεινε τελευταίος, συντετριμμένος. Αυτή η λέξη του ταίριαζε ακριβώς: Συντετριμμένος.
Εγώ δεν το περίμενα, αυτό δεν ήθελε, σκέφτηκα και θυμήθηκα τα περί αβύσσου της ψυχής.
Ο Δούκας έκλαιγε με αναφιλητά σα μικρό παιδί με το κεφάλι ανάμεσα στις φούχτες, πίσω από μια κολόνα. Τον παρακολουθούσα από μια απόσταση δίχως να κάνω κίνηση να τον πλησιάσω. Φοβόμουν την αντίδραση του μου είχε πολλά μαζεμένα, δεν ήξερα μέχρι που μπορούσε να φτάσει.
Εν τέλει έδιωξα τις ανασφάλειες μου, πήγα κοντά του. Τον έπιασα από τους ώμους κοιταχτήκαμε στα μάτια κι αργά-αργά τον παρέσυρα προς την έξοδο.

Ήταν ένα βράδυ σκοτεινό και κρύο. Την προηγούμενη μέρα είχε χιονίσει στην Αθήνα που έμοιαζε με μια βασανισμένη πόλη. Οι άνθρωποι της δεν ήταν συνηθισμένοι σε παρόμοιες καταστάσεις. Σπάνια χιόνιζε σ αυτή την πόλη κι όταν συνέβαινε θα ήταν για λίγο, το πολύ μια μέρα ή ένα βράδυ και τότε όλοι έτρεχαν να χαρούν την ασπράδα, τη λευκότητα. Μόνο που μερικοί είχαν άλλα πράγματα να σκεφτούν και να κάνουν, δεν τους ένοιαζε το χιόνι. Ένας απ αυτούς ήταν ο Δούκας που εκείνο το βράδυ ξεφάντωνε μέχρι αργά σε σκυλάδικο της περιοχής. Είχε χωθεί εκεί από νωρίς- στη Βασιλική είπε πως είχε δουλειά και θα αργούσε- αλλά δεν είχε και πολύ κέφι απόψε. Είχε βάλει ένα μπουκάλι μπροστά του κι έπινε. Έπινε και πετούσε βαριεστημένα λουλούδια στις τραγουδίστριες. Δίπλα του καθόταν η Φραντζέσκα. Όμορφη, στιλπνή και λυγερή. Η Φραντζέσκα που ήταν το παιδικό όνειρο του. Ο πρώτος του έρωτας και τώρα που είχαν ξαναβρεθεί εδώ και κάμποσο καιρό, είχε ξαναανάψει. Αυτή η γυναίκα του ταίριαζε, καμιά άλλη σκεφτόταν και όχι η Βασιλική αλλά πάντα τον τρόμαζε αν θα ζούσε κάποτε μαζί της.
-Μα τι έχεις; Του παραπονέθηκε μουτρωμένη κατεβάζοντας ένα ποτήρι.
-Δεν έχω τίποτε, μην πίνεις πολύ, της απάντησε.
-Πως δεν έχεις; Μούτρα είναι αυτά; Και μη μου λες εμένα να μη πίνω γιατί θα τα κάνω λίμπα εδώ μέσα!
Ήταν άγρια και ορμητική. Η μόνη γυναίκα που του μιλούσε έτσι.
-Δε φτάνει που δε με παντρεύτηκες αλλά συνεχίζεις και να μου κάνεις μαύρη τη ζωή με τα καμώματα σου. Σε βαρέθηκα! Δούκα έχεις γίνει ανίκανος, έχεις γίνει βλάκας το καταλαβαίνεις; Πάω να φύγω.
-Μη φεύγεις, μείνε, της είπε σαν την είδε να κάνει πως σηκώνεται. Εντάξει, έχεις δίκιο αλλά ξέχνα τα τώρα.
Η Φραντζέσκα όμως είχε πάρει φόρα. Κι όταν συνέβαινε κάτι τέτοιο άιντε να τη σταματήσεις Δεν την ένοιαζε τίποτε, τα λεγε όλα χύμα και τσουβαλάτα. « Τι λες μωρέ μαλάκα,» του είπε φωναχτά, «που θα μείνω εγώ μια ζωή να περιμένω εσένα. Υπάρχουν άλλοι που με ζητάνε, ένα σωρό άντρες που πιθυμάνε το κορμάκι μου, εσύ μια ζωή έτσι θα είσαι. Όλο θα χωρίσω και θα χωρίσω και συνέχεια στα φουστάνια της Βασιλικής είσαι. Τι μας λες τώρα ρε ηλίθιε, σε μας δεν περνάνε τα παραμύθια σου. Τι είμαι εγώ κανένα κοριτσάκι που βγήκε χτες στο σεργιάνι; Φεύγω και δε θέλω να σε ξαναδώ! Δε με ενδιαφέρεις Δούκα το κατάλαβες;
Μέσα στην οχλοβοή λίγοι πήραν μυρωδιά τον τσακωμό τους. Μερικοί που αντιλήφτηκαν τον σηκωμό της και το σπάσιμο του ποτηριού με δύναμη στο μωσαϊκό, γύρισαν το κεφάλι τους να δουν κι ύστερα επέστρεψαν στο ποτό τους.
Η Φραντζέσκα έφυγε φουρτουνιασμένη. Τον άφησε εκεί μόνο του κι απορημένο να συνεχίζει το πιόμα. Σε λίγο πήγε κοντά του και κάθισε στο τραπέζι μια κοπέλα του μαγαζιού. Της έβαλε να πιει κι άρχισε την κουβέντα μαζί της. Σιγά-σιγά τα ξέχασε όλα. Μπήκε μέσα στη ζάλη του ποτού, τον έπιασε το γέλιο, πήρε μπροστά ο παλιός Δούκας. Ανέβηκε στην πίστα και χόρεψε ζεϊμπέκικο, ήταν χορευταράς κι όλο το μαγαζί χειροκροτούσε. Σκόρπισε ένα κάρο χρήματα στις λουλουδούδες και κάποτε, όχι πάντως πολύ αργά, γύρω στις δυο ξεκίνησε τρεκλίζοντας για το σπίτι του. Ο παγωμένος αέρας τον χτύπησε στο μέτωπο και βιάστηκε να μπει στο αυτοκίνητο του, ζαλισμένος ακόμα περισσότερο. Σχεδόν με το ζόρι οδηγούσε στην αρχή, ούτε ταχύτητα δεν μπορούσε να βάλει, τόση ήταν η σούρα του.
Έφτασε παρ όλα αυτά σχετικά γρήγορα στο σπίτι του, ήταν γερό σκαρί και τα ξεπερνούσε εύκολα. Έτσι και τώρα κατάφερε να γίνει αξιοπρεπής για να μη δείξει στη γυναίκα του το παραμικρό- εξ άλλου είχε πει πως θα ήταν σε δουλειά. Αλλά για καλύτερα σκέφτηκε να μη μπει από την κύρια είσοδο για να μη την ξυπνήσει, έτσι κι αλλιώς έπρεπε να κοιμόταν τέτοια ώρα και πήγε πίσω από την κουζίνα. Έβαλε το κλειδί, άνοιξε αθόρυβα και στο σκοτάδι έβγαλε τα παπούτσια του. Πατώντας στις μύτες περπάτησε προς το σαλόνι και σκέφτηκε πως θα κοιμόταν εκεί στον καναπέ, το έκανε πολλές φορές, του άρεσε. Τώρα τελευταία όλο και πιο συχνά του συνέβαινε θα είχε πάνω από δυο μήνες να πάει επάνω και να ξαπλώσει μαζί της. Κάτι όμως εκείνο το βράδυ τον έκανε να πάει προς την κρεβατοκάμαρα. Είδε και λίγο φως αναμμένο, αν και ενίοτε το ξεχνούσε η Βασιλική αλλά του φάνηκε πως άκουσε κάποιο θόρυβο σαν τρίξιμο κρεβατιού. Γύρισε λοιπόν και πήγε προς τα εκεί πάντα αθόρυβα. Από τον πλατύ διάδρομο είδε την πόρτα μισάνοιχτη, έφτασε κι έμεινε κόκαλο. Στο μισοσκόταδο είδε τη γυναίκα του γυμνή αγκαλιά με έναν άντρα στο κρεβάτι και δεν ήξερε τι να κάνει. Τόση ήταν η κατάπληξη του που έμεινε εκεί σα χαζός να βλέπει. Ποιος είναι; Αναρωτήθηκε πιο ηλίθια λες και αυτό είχε σημασία κι έπαθε το μυαλό του όταν αναγνώρισε τον Τσάβαλο, τον γαμπρό του. Παρ όλα αυτά, πράγμα περίεργο, δε θύμωσε. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ πριν τι θα έκανε σε ανάλογη στιγμή και ούτε φανταζόταν πως θα του τύχαινε. Έπιασε τον εαυτό του μάλιστα να ερεθίζεται κάνοντας μπανιστήρι στη γυναίκα του και τον υπόμεινε μέχρι τέλος τον οργασμό τους. Η Βασιλική φώναζε και βογκούσε δυνατά, το ίδιο και ο άλλος, το γουρούνι, σκέφτηκε. Μαζί του δε θυμήθηκε να έκανε ποτέ της έρωτα έτσι η Βασιλική. Μια ζωή τη μυξοπάρθενη παριστούσε. « Την πουτάνα» ομολόγησε και παραδέχτηκε στον εαυτό του. «Ρε την πόρνη» συνέχισε και σαν ένιωσε τώρα τα νεύρα του να φουντώνουν επικίνδυνα πήρε των ομματιών κι έφυγε. Έφυγε το ίδιο αθόρυβα που είχε πάει. Βγήκε από την κουζίνα και ξαναπήγε στο σκυλάδικο. Έμεινε εκεί μέχρι το πρωί που τον πήραν σηκωτό τα γκαρσόνια κι ευτυχώς που βρέθηκε κάποιος φίλος να τον πάει στο ξενοδοχείο.
Την άλλη μέρα που ξαστέρωσε καθώς έπινε τον καφέ του τα ξανασκέφτηκε όλα. Μέσα στο σπίτι του σκεφτόταν, μέσα στο σπίτι του. Τουλάχιστον δεν πήγαινε σε κανένα ξενοδοχείο όπως αυτός! Αυτή ξεπερνούσε όλα τα όρια και δεν της φαινόταν της παλιοπουτάνας. Σιγά-σιγά όμως, χαμογέλασε. Πήρε την απόφαση να μην πει τίποτε, το έβλεπε ανώφελο εξ άλλου ποιος θα τον πίστευε αλλά θα ήταν και κοινωνική κατακραυγή, τέτοιο σκάνδαλο. Θα άφηνε να περάσει κάμποσος καιρός και θα ζητούσε διαζύγιο θα εύρισκε τρόπο να το πάρει αλλά περισσότερο τον πείραζε να τον πούνε κερατά. Μειωνόταν ο ανδρισμός του, δεν συνέφερε.
Τελικά δεν το κατάφερε, δεν άντεξε το βάρος όλης αυτής της πράξης καθώς μάλιστα συνεχιζόταν κι έτσι έφτασε στο γνωστό αποτέλεσμα των δικαστηρίων.
Όταν μου τα διηγήθηκε αυτά, εκείνη τη μέρα μετά το δικαστήριο, λυπήθηκα τον εαυτό μου που τόσο πολύ είχα αδικήσει τον φίλο μου, που τόσο είχα πλανηθεί και τώρα δεν μπορούσα να το αλλάξω.
- Δε χρειάζεται, μου είπε ο Δούκας, εγώ δε σου κρατάω κακία. Με τσάτισε όμως που δε με πίστευες και δε θα σου τα έλεγα όλα αυτά- δεν τα έχω πει σε κανέναν- αν ήξερα πως θα λυπόσουν τόσο που να γίνει μια παλιογυναίκα, εμπόδιο στη φιλία μας. Πάλι φίλοι είμαστε, εγώ τις γυναίκες τις έχω γραμμένες εκεί που πρέπει. Μην είσαι κορόιδο Αλμύρα και μη σε βάλει ποτέ καμιά γυναίκα από κάτω. Να το θυμάσαι: Δούκας.

συνεχίζεται

Τρίτη 5 Μαΐου 2020

Ο ΘΕΌΣ ΚΑΙ Ο ΆΝΘΡΩΠΟΣ



Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΆΝΘΡΩΠΟΣ

Να μάθει κανείς να συνδιαλέγεται είναι πολύ σπουδαίο προσόν. Να μπορεί ν ακολουθεί μερικούς από τους κανόνες της διαλεκτικής, όπου διαλεκτική είναι η τέχνη να φτάνει κανείς στην αλήθεια, είναι περιττό να τονίζω πως είναι μια από τις θελκτικότερες και συναρπαστικότερες μεθόδους που χρησιμοποίησαν και χρησιμοποιούν οι φιλόσοφοι και άρα αυτοί οι μερικοί κανόνες, όχι όλοι, αποτελούν τη ραχοκοκαλιά και τον ακρογωνιαίο λίθο στην εξέλιξη της σκέψης του ανθρώπου.
Σχολαστική και αντικειμενική μελέτη, αιτίες, αποτελέσματα, δράσεις και αντιδράσεις είναι απαραίτητα στοιχεία που χρησιμοποιεί η διαλεκτική. Όχι σε τσιτάτα, δογματισμούς, ισχυρογνωμία και στερεότυπα. Τίποτε δεν είναι μόνο αυτό που δείχνει. Εμπερικλείει και το αντίθετο του, τίποτε δεν είναι μόνο καλό και φυσικά για όλες αυτές τις τοποθετήσεις χρειάζονται αποδείξεις.




Οι περισσότεροι άνθρωποι δε γνωρίζουν να συνδιαλέγονται. Ξέρουν μερικά πράγματα παπαγαλία, μερικά τσιτάτα που τα ξεφουρνίζουν εν ευθέτω χρόνο, δεν δέχονται τις γνώμες των άλλων και ιδιαίτερα το κομμάτι των κριτικών, των θεωρητικών της τέχνης και της αντί-τέχνης, γίνονται αφόρητα πληκτικοί αφού δεν δέχονται εναντίωση στις τοποθετήσεις τους, χρησιμοποιούν κατά κόρο μια εσφαλμένη ειρωνεία, τάχα σαν όπλο, ναι, η ειρωνεία είναι όπλο αλλά χρειάζεται σωστή γνώση, διαφορετικά καταντάει ανοησία και βλακεία. Οι δε επαΐοντες από τους λαϊκιστές κάνουν το περισσότερο κακό προσπαθώντας να πείσουν τους αφελείς.
Τώρα, ο θεός και ο άνθρωπος είναι μια τεράστια φράση που μπορείς να αναφερθείς σε χιλιάδες ιστορικά και μυθολογικά πράγματα αφού ο θεός υπάρχει ταυτόχρονα με τον άνθρωπο. Είναι δυο λέξεις, ονόματα, που δεν μπορούν να υπάρξουν το ένα χωρίς το άλλο. Κι αυτό όμως χρειάζεται απόδειξη. Μερικές από τις αποδείξεις θεωρούνται αξιώματα και δεν επιδέχονται εξηγήσεις γιατί μόνο έτσι μπορούν να υπάρξουν χρήσιμα συμπεράσματα. Κι ας πάρουμε τη μη σωστή άποψη, πως ο θεός μπορεί να υπάρχει χωρίς τον άνθρωπο! η πρώτη σκέψη είναι, τι νόημα θα είχε η παρουσία ενός θεού στην ερημιά; στον απέραντο χώρο; στο κενό; άρα ο θεός δε θέλει να είναι μόνος του και άρα έχει αδυναμίες!


Στον πίνακα τοποθέτησα δυο φιγούρες. Η μια να πηγαίνει, η άλλη να έρχεται. Η μία είναι καθαρά ανδρική, και βαδίζει στο δρόμο, η άλλη ερμαφρόδιτη, ούτε άντρας ούτε γυναίκα και προχωράει στο νερό. Ποιος είναι ο θεός και ποιος ο άνθρωπος;
Κι έπειτα ένας τίτλος πρέπει να εμπεριέχει στοιχεία που να υπάρχουν μέσα στο έργο, εδώ αν αφαιρέσεις τον τίτλο, τίποτε δεν μπορεί να σε οδηγήσει σ αυτόν!
Πολλοί άνθρωποι εκφράζουν άμεσα την απάντηση πως ο θεός είναι η φιγούρα που βαδίζει στο νερό, εξ αιτίας φυσικά πως στις περισσότερες θρησκείες οι θεοί κάνουν θαύματα και ένα από αυτά είναι να περπατούν στο νερό.
Και βέβαια η άλλη άποψη, θεωρητικά η πιο σωστή, ο άνθρωπος να υπάρχει χωρίς τον θεό, είναι αποδείξιμη: Σύμφωνα με την επιστήμη, υπάρχει είναι  κάτι που είναι υπαρκτό, κάτι που συμμετέχει, κάτι που πράττει και ενεργεί και όλα αυτά πρέπει να είναι ορατά, πράγμα, φυσικά που δεν συμφωνεί στην ύπαρξη του θεού αφού δε συμμετέχει και ούτε υπάρχουν σημάδια στο πέρασμα της αιωνιότητας.
Τότε λοιπόν τι συμβαίνει μ αυτούς τους δύο; τον θεό και τον άνθρωπο; ούτε εκείνη η δογματική ρήση του Βολταίρου νομίζω, πως ο θεός κι αν δεν υπάρχει έπρεπε να τον δημιουργήσουμε.
Στην πραγματικότητα πρέπει να αντιστρέψουμε τα πράγματα και να να τα βάλουμε σε μια σωστή θέση. Ο άνθρωπος έφτιαξε τον θεό και τότε πολλά πράγματα μπορούν να έρθουν στη θέση τους και θα γλιτώσουμε από τόσα δεινά που έσπειρε στην ανθρωπότητα η λέξη θεός. [ Πόλεμοι, ανθρωποθυσίες, εκατόμβες αίματος στο όνομα του θεού, εκατομμύρια νεκροί για κάτι που αντί να προσφέρει, τουναντίον επιφέρει κακό]
Δεν υπάρχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα στο ανεξήγητο φαινόμενο και ούτε θα υπάρξει στο μέλλον. Οι άνθρωποι θ αργήσουν ή δε θα το καταφέρουν ποτέ, να ζήσουν χωρίς τον θεό.

Δευτέρα 4 Μαΐου 2020

Ο ΘΡΊΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΧΡΏΜΑΤΟΣ.


Ο Θρίαμβος του χρώματος 45 χ 60 λάδι σε καμβά. Μοντέλο η Αριάνα
Απ όταν άρχισα να ζωγραφίζω, αναγκαστικά προσπαθούσα, ρεαλιστικά να αποδώσω αυτό που έβλεπα γύρω μου. Τη φύση, τους ανθρώπους, το δάσος. Σιγά-σιγά, μελετώντας τους μεγάλους ζωγράφους, άρχισα να κατανοώ πως η ζωγραφική δεν ήταν μόνο αυτό που έβλεπα και πως η νόηση υπερτερεί του ενστίκτου-βασικός κανόνας για να εισχωρήσει κανείς στην αφαίρεση. Και τι είναι η αφαίρεση στη ζωγραφική; στην αρχή, νόμιζα πως θα έσβηνα, θα αφαιρούσα δηλαδή, ένα μέρος από αυτό που είχα φτιάξει! τόσο απλά! Αλλά δεν ήταν έτσι και χρειαζόμουν τη βοήθεια, του Μπρακ, του Σεζάν, του Πικάσο για να καταλάβω πως η αφαίρεση ήταν η μη πιστή αναπαράσταση και η ανασύνθεση σε μια καινούρια εικόνα. Καλά όλα αυτά. Αλλά υπάρχουν κι άλλα που κάνουν τη ζωγραφική τέχνη τόσο συναρπαστική και ανεξάντλητη. Όπως η δύναμη του χρώματος, η σχέση της ζωγραφικής με τη μουσική και ο τρόπος που αυτές οι δυο εκφράζουν την καλλιτεχνία, το αγνό χρώμα και η σύγκρουση χρώματος και μορφής.


Ένα πράγμα που μου έκανε μεγάλη εντύπωση από μικρό παιδί, ήταν πως έπρεπε να νιώθω μέρος του πίνακα. Αυτού του πίνακα που παρατηρούσα, ας πούμε τη Τζοκόντα, τη Γκέρνικα, ή τον θάνατο του Έκτορα στο Αχίλλειο και το κατάφερνα. Μέρος όμως των δικών μου έργων, να μη νιώθω απόμακρος δηλαδή, το καταλάβαινα περισσότερο με την αντίληψη πως απέδωσα σε μεγάλο βαθμό αυτό που σκεφτόμουν. Γιατί όταν αντιλαμβάνομαι πως το αποτέλεσμα δε με ικανοποιεί, μου ρχεται να σκίσω τον καμβά- και το χω κάνει όχι πολλές φορές αλλά το χω κάνει.
Αυτό που θεωρώ από τα πιο δύσκολα στη ζωγραφική είναι να φτιάξεις κάτι, που να λέει κάτι! όχι, βέβαια η συμβουλευτική, ούτε η απόδοση νοημάτων και συναισθημάτων, χαρά, λύπη, πόνος, ούτε το φωναχτό σαν δίδαγμα ή νουθεσία. Φερ ειπείν η κραυγή του Μουνκ είναι ένα τέτοιο παράδειγμα φωναχτού έργου γι αυτό και δε μ αρέσει-ούτε η Γκέρνικα με συναρπάζει γιατί με βάζει στην εύκολη απόδειξη πως οι άνθρωποι χρειάζεται να πολεμούν.


Νόμος του ζωγράφου είναι η εσωτερική συγκίνηση, η συγκίνηση του μουσικού που ελκύει τις νότες με σφυρίγματα, του ποιητή χωρίς επανάληψη! Χωρίς επανάληψη! τι το θελα αυτό; ίσως είναι η μεγαλύτερη παγίδα των περισσοτέρων, ακόμα και των πιο σπουδαίων να επαναλαμβάνονται, όταν πια δεν έχουν τι άλλο να προσθέσουν στη δουλειά τους και στον κόσμο. [Αλλά και εξ αιτίας του εύκολου χρήματος, όταν πια τους έχουν κάνει καταναλώσιμους.]








Η Γεωμετρία, η ζωγραφική χωρίς όγκο, η απλοποίηση της μορφής, χωρίς πλαστική γοητεία, Πολ Κλεε, Μόντριαν και Μάλεβιτς, κάθετες και οριζόντιες γραμμές, οικονομία και λιτότητα ή παραβίαση κάθε ορίου, όρα Νταλί, Τζάκσον Πόλοκ, ίσως περισσότερο απ όλα αυτά να με έλκει η δύναμη του πνεύματος κι ακόμα κάτι σπουδαίο! πως δεν πρέπει να λέμε ψέματα στον εαυτό μας!


Σάββατο 2 Μαΐου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 19





Παραμυθιαζόμουν πως κάποτε θα τα κάτεχα όλα αυτά, πως θα μπορούσα να κάνω κάτι μαζί τους, επειδή όσο και να το κρυβα, αυτά ήταν τα όνειρα μου. Ήμουν συνεπαρμένος στις ονειρικές μου τοποθετήσεις, όπως και ο Ντάφλος στην Έλεν Νασοπούλου- ο άτιμος, μια ζωή στο κεχρί ο νους του. Πήραν από ένα μπουκάλι κρασί ο καθένας στο χέρι, κάθισαν στο τσακισμένο τραπεζάκι, στο κέντρο της σκηνής του φυσικού θεάτρου και μου φάνηκε πως η παράσταση άρχιζε με αυτόν τον μεθυσμένο έρωτα. Κοιτάζονταν στα μάτια, τσούγκριζαν τα μπουκάλια, έπιναν στην υγειά τους σα να υπήρχαν μόνο αυτοί εκεί. Για μας δεν τους ένοιαζε που στεκόμαστε παραπέρα, όρθιοι θεατές ενός έργου του παραλόγου.
-Θα μείνεις για πάντα εδώ; Ρωτούσε με αγωνία η Έλεν.
-Ναι, εδώ θα μείνω, δεν πάω πουθενά χωρίς εσένα, απαντούσε εκείνος. Εδώ ήταν το σπίτι μου και δεν το ήξερα.
-Που ήσουν τόσον καιρό; Γιατί άργησες; Γιατί δεν ερχόσουν; Εγώ σε περίμενα…
-Το ξέρω Έλεν αλλά ήμουν μακριά.
-Θα μείνεις τώρα όμως ε; θα μείνεις, δε θα φύγεις πάλι… [παύση]. Δεν μπορώ άλλο μόνη μου.
Ναι, Έλεν, σου το είπα. Δε θα φύγω ποτέ. Και της χάιδευε τα μαλλιά.
Εγώ με την Βαριεντίνα, αφού κοιταχτήκαμε με κάποια απορία, τους αφήσαμε μόνους. Μπήκαμε μέσα στο παλιό κτήριο που ήταν ραγισμένο στους τοίχους, σε μερικές μεριές και κάμποσα τζάμια ήταν σπασμένα. Τα παράθυρα είχαν αντικατασταθεί με χάρμποτ ή παλιοσανίδες. Στο τζάκι έτριζε η φωτιά, σπινθηροβολούσαν τα κούτσουρα. Το πρόσεξα και θυμήθηκα τον Δούκα. Έζησα ακριβώς την εικόνα του εκείνο το βράδυ που είχε κάνει έρωτα με την Έλεν κατάχαμα και τελικά αποφάσισε να φύγει το πρωί. Η Βαριεντίνα δεν τα ήξερε όλα αυτά, έφτιαχνε καφέ στο τζάκι και μου φώναζε να βρω φλυτζάνια ή ποτήρια, κάτι τέλος πάντων να τον πιούμε. Βρήκα δυο μπακιρένιες κούπες, χύσαμε τον καφέ μέσα τους και κρατώντας τις στο χέρι τριγυρίσαμε στο εσωτερικό που ήταν αρκετά μεγάλο. Παντού υπήρχαν πίνακες, άλλοι κρεμασμένοι στους τοίχους, άλλοι κατάχαμα και δίπλα μικρογλυπτά μπρούτζινα, βιτρώ, αγαλματάκια μαρμάρινα μέσα σε γυάλινες βιτρίνες γεμάτες σκόνη και αράχνες.
Σταθήκαμε σε έναν πίνακα του Εγγονόπουλου, σε έναν άλλον του Χατζηκυριάκου-Γκίκα, πιο πέρα ένας Τσαρούχης με τα αιώνια ερωτικά του. Ναύτης ή στρατιώτης, εσατζής ή οικοδόμος με μάτια μεγάλα, απέριττα.
Διάφορες αφίσες και γκραβούρες στους τοίχους, οι πιο πολλές του περασμένου αιώνα και μια παραπεταμένη χάμω, τοσοδούλα, τη σήκωσε στην παλάμη της η Βαριεντίνα και διάβασε πάνω της τη Μεσαιωνική χρονολογία: Δεκαπέντε, πέμπτου το χίλια πεντακόσια τριάντα τρία. Ήταν το πορταίτο ενός ιεροεξεταστή, δουλεμένο με πενάκι.
Παντού κυριαρχούσε η εγκατάλειψη. Τα σπασμένα γυαλιά, οι ραγισμένες μποτίλιες, οι σκόρπιες θαλασσινές πέτρες, άλλες ζωγραφισμένες, άλλες σκαλιστές την δήλωναν ερμητικά. Αυτή η πικρή εγκατάλειψη μας είχε μαγέψει και η έλξη του παλιού, του πολυκαιρισμένου, μαζί με τους γρύλους που άρχισαν να λένε τον μονότονο  και ντρίλινο ήχο τους, χωρίς να το καταλάβουμε μα ς ένωσε τα χέρια. Αντιλήφτηκα μέσα στα δικά μου αυτά της Βαριεντίνας και μετά την κοίταξα στα μάτια. Ταράχτηκε Εγώ πρόσεξα πως τα χέρια της ήταν κρύα, γερασμένα και παλιά. Τόσο κρύα χέρια δεν είχα  ξανακρατήσει. «Κρύα χέρια, ζεστή καρδιά» μου χαμογέλασε αμήχανα. «Τα δικά σου είναι ζεστά» συνέχισε και μου τα σφιξε περισσότερο.
Καθίσαμε στο πέτρινο πεζούλι, δίπλα στο τζάκι, πάνω στα λαικά μαξιλάρια και στις ασβέστινες πετσούλες που έπεφταν εύκολα από τους τοίχους. Σε ένα σαμάρι είχαμε ακουμπήσει τα πόδια μας μισοαγκαλιασμένοι και πίναμε τον καφέ μας. Δεν τολμούσαμε να ξανακοιταχτούμε στα μάτια-αυτό που σκεφτόμασταν οι δυο μας δεν επρόκειτο να γίνει ποτέ. Βλέπαμε μόνο το ντουβάρι απέναντι με τους πίνακες, τη φωτιά που έκαιγε τριζοβολώντας. Η ώρα περνούσε χωρίς να το καταλαβαίνουμε, οι σκέψεις μας γίνονταν πιο σκόρπιες. Ύστερα δε μιλούσαμε πια, σα να είχαν στερέψει οι λέξεις κι έτσι κάποια στιγμή αποφασίσαμε να βγούμε έξω.
Διαβήκαμε τον πλακοστρωμένο διάδρομο προς το θέατρο να βρούμε τους άλλους. Σταθήκαμε εκεί στη νοητή είσοδο της πλατεία και κοιτάζαμε. Το θέαμα ήταν αποκρουστικό έως απαίσιο.
Ο Ντάφλος είχε μείνει μόνο με τη γραβάτα-κόκκινη να τη γυροφέρνει ο αέρας από εδώ κι από εκεί, έκανε ρυθμικές κινήσεις, κολλημένος, όρθιος, στη μέση της σκηνής, πίσω από τη γυμνή Έλεν. Γυμνή η Έλεν Νασοπούλου στην πλακόστρωτη σκηνή στα πενήντα της χρόνια. Και σκυφτή με τα χέρια κρεμασμένα μπροστά, σα να έκανε επικύψεις, βουβή μάλλον στο κλάμα. Χρόνια θα είχε να πάει με άντρα, ίσως από τότε με τον Δούκα κι έκλαιγε τώρα δυνατά, καθώς ο Ντάφλος βογκούσε σα δαμάλι που το έσφαζαν.


Πέρασε αρκετός καιρός από τότε που με τον Δούκα και τους αστυνομικούς είχαμε εισβάλλει στην κρεβατοκάμαρα και είχαμε κάνει τσακωτούς τον Τσάβαλο με τη Βασιλική. Αποκρυστάλλωμα ακριβώς δεν είχα βγάλει και για να πω την αλήθεια, κάπου ψιλοσυμπαθούσα τον Τσάβαλο. Και ακόμα πιο πολύ, επειδή μου είχε καρφωθεί η ιδέα πως δεν είχε τρέξει τίποτα μεταξύ τους. Η ιστορία θα έδειχνε αν πλανιόμουν ή όχι. Όλη η ιστορία που έμοιαζε με σκευωρία του Δούκα. Μπορεί η Βασιλική με κάποιον άλλον πρώην εραστή να τον είχε κερατώσει αλλά στην περίπτωση του Τσάβαλου μάλλον δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα.
Έτσι σκεφτόμουν λίγο μετά που με είχε καλέσει για κατάθεση ο ανακριτής στον οποίο βέβαια, κατέθεσα ότι ακριβώς είδα, χωρίς εικασίες. Ούτε για να μειώσω τη Βασιλική ούτε για να υπεραμυνθώ τον φίλο μου τον Δούκα που μούτρωνε όταν του τα έλεγα όλα αυτά. Ήθελε να είμαι πιο πειστικός, πιο εναντίον της δηλαδή. Και ο δικηγόρος του ακόμα πιο εμφατικά μου είπε: «Θα πεις ότι τους έχεις δει κι άλλες φορές, πως τους έχει πάρει το μάτι σου να κυκλοφορούν αγκαζέ, μη φοβάσαι, εμείς σε καλύπτουμε. Πες κι άλλα, πες ότι τους είδες να φιλιούνται στην ταβέρνα, στο κουτουκάκι, εκεί του φίλου σου του Λινάτσα. Έχουν πάει αρκετές φορές, δε θα πεις ψέματα, εξ άλλου θα τον καλέσουμε κι αυτόν για μάρτυρα.»
-Από τη στιγμή που δεν τους είδα δεν μπορώ να το ισχυριστώ, θα είναι ψέμα. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που θα έλεγαν εύκολα τέτοιο ψέμα. Εξ άλλου σας το είπα από την αρχή, δεν κάνω για μάρτυρας. Αν είναι έτσι δε θα έρθω καθόλου, είπα φανερά ενοχλημένος.
-Δεν μπορείς, είσαι αυτόπτης μάρτυρας και θα σε προσαγάγουν βιαίως, μου είπε αυτός κοιτάζοντας με μάλλον αντιπαθητικά.
Αλλά κι εγώ δεν πήγαινα πίσω. Δεν τους συμπαθούσα αυτούς τους ανθρώπους, το σινάφι των δικηγόρων. Ούτε τους ανακριτές-στη δίκη θα παραβρεθείς, μη το σκέφτεσαι, μου είπε ο συγκεκριμένος που είχε αναλάβει την περίπτωση. Εγώ πάντως το σκεφτόμουν να μην πάω. Και το σκεφτόμουν τόσο πολύ, που πήγα να βρω τον Τσάβαλο στο νοσοκομείο. Ήταν ακόμα εκεί, νοσηλευόταν κι ας είχε περάσει περίπου ένας χρόνος από τότε που τον είχε σακατέψει ο Δούκας.
Τον βρήκα με πατερίτσες στο διάδρομο. Είχε αδυνατίσει πολύ, είχε αφήσει και τα γένια του να μεγαλώσουν κι έμοιαζε με ερημίτη. Μόλις με είδε ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Είναι συνταρακτικό να βλέπεις έναν άνθρωπο μεγάλον- εξηντάρη σχεδόν- να κλαίει. Εμένα πάντως με συγκινούσε, ίσως γιατί, είχα συνυφασμένο το κλάμα με τα παιδιά.
-Και συ ρε… μου είπε κι έκρυψε το πρόσωπο του και το κλάμα με την τραγιάσκα.
Με έπιασε ένας κόμπος, λύθηκαν τα γόνατα μου, δεν ήξερα τι να του πω.
-Τι δουλειά έχεις εσύ μ αυτόν; Αυτός είναι διάολου κάλτσα, παλιόπαιδο, τι σχέση έχεις εσύ μαζί του; Όλα αυτά είναι σκευωρίες δικές του κι όλα τα κάνει για το χρήμα. Τίποτε άλλο δεν τον ενδιαφέρει.
Δεν του απάντησα αν και αυτά αν και αυτά που έλεγε δεν τα πίστευα για τον Δούκα. Ο καθένας όμως έχει τις απόψεις του. έτσι πήγα και πήρα δυο καφέδες σε πλαστικά και τους ήπιαμε στο διάδρομο αμίλητοι. Η αλήθεια είναι πως τον παρατηρούσα και προσπαθούσα να τον ψυχολογήσω, να διεισδύω στα κατάβαθα του, μήπως και έβρισκα λίγο την πραγματικότητα των συμβάντων. Δεν έμοιαζε να κρύβεται αλλά πάλι που ξέρεις; Που ξέρεις πόσο καλά μπορεί να κρύβεται ένας άνθρωπος; Είχανε δει τόσα τα μάτια μας και περισσότερα είχαν ακούσει τα αφτιά μας που δεν μπορούσες να έχεις εμπιστοσύνη σε κανέναν και σε τίποτε. «Μη πιστεύεις σε κανέναν, όλοι κοροϊδεύουν» θυμήθηκα τη ρήση του πατέρα μου και ξανακοίταξα τον άνθρωπο που είχα απέναντί μου, στηριγμένο σε πατερίτσες.
-Την άλλη βδομάδα βγαίνω, μου είπε. Να έρθεις από το σπίτι να τα κουβεντιάσουμε. Εδώ δε λέγονται αυτά τα πράγματα, να έρθεις από το σπίτι, σε θέλω, εντάξει;
Είχα μια κάποια περιέργεια και πήγα. Έμεναν σε ένα διαμέρισμα μικρό, ημιυπόγειο. Φτώχεια και μούχλα επικρατούσε παρ ότι φαινόταν καθαρό. Τα έπιπλα ήταν παλιά και φθαρμένα από εικοσαετία ίσως και πλέον. Το φως δεν ήταν πολύ-σαν ημίφως- εκεί στο σαλόνι που καθίσαμε κι άνοιξα το σαθρό παράθυρο που έβλεπε στο στενό δρομάκι. Παρατήρησα κάποια σκουπίδια που είχε συσσωρεύσει εκεί ο άνεμος και μια γάτα με κοίταξε αλαφιασμένη.
-Είναι δική μας, μου είπε. Έλα εδώ μωρή! Κι εκείνη πήδηξε μέσα μαλιαρόγατη και γκαστρωμένη.
Γνώρισα και τη γυναίκα του την Ευτέρπη. Μια μεσόκοπη, χαροκαμένη και παλιά γυναίκα που περπατούσε με τα χέρια στους γοφούς. «Με πονάει η μέση μου παιδάκι μου» μου είπε όταν μας έφερε τους καφέδες κι εγώ την κοίταξα αλλήθωρα. Τι με νοιάζει εμένα, πήγα να σκεφτώ μα το κοψα. Παραγινόμουν κυνικός, λογάριασα τώρα τελευταία.
Η γυναίκα του έφυγε προς την κουζίνα σα δεν λέγαμε τίποτε και ο Τσάβαλος άρχισε να μου λέει μισοκλαίγοντας τα καθέκαστα.
-Δε φταίω εγώ, θέλω να το πιστέψεις αυτό κι έπαιζε με την πατερίτσα και την παντόφλα. Δε βλέπεις; Έμεινα κουτσός, ανάπηρος. Κοίτα πως με κατάντησε το κάθαρμα ο κουνιάδος μου Γιατί; Πες μου γιατί;
-Αυτός λέει άλλα πράγματα, του υπενθύμισα. Δεν μπορούσα να του μιλήσω κατάμουτρα γι αυτό που τον κατηγορούσαν. Εμένα μου φαινόταν πως θ άνοιγε η γη να με καταπιεί αν με κατηγορούσαν για τέτοιο πράγμα.
-Είναι παραμυθατζής. Τέτοιος ήταν πάντα μια ζωή κι όσο μεγαλώνει, ακόμα χειρότερα. Τα πιστεύεις εσύ αυτά; Εγώ τη Βασιλική την έχω σαν κόρη μου- έχω κόρη σχεδόν στην ηλικία της. Και απόδειξη γι αυτά που λέω; Έρχεται και με βλέπει συχνά που σημαίνει ότι δε φοβάται για τίποτε, δε ντρέπεται για τίποτε. Αν υπήρχε ντροπή ούτε που θα με πλησίαζε, έτσι δεν είναι; Αυτή όμως νοιάστηκε για μένα. Για φάρμακα, για γιατρούς, για όλα. Κι αυτός ο αλήτης δεν ήρθε να με δει ούτε μια φορά, ο αλήτης που με σακάτεψε. Πως θα ζήσω τώρα εγώ;
Αλλά θα το πληρώσει ακριβά, σκούπισε τα μάτια του. Θα το πληρώσει πανάκριβα μέχρι τον Άδη θα τον κυνηγάω, αν μπορέσω να τον καταστρέψω θα το κάνω. Ανασφάλιστο με είχε τόσα χρόνια το ξέρεις αυτό;
-Μα είναι και της Βασιλικής οι επιχειρήσεις, είπα.
-Δεν τα ξέρεις καλά, κούνησε το κεφάλι του. Τα κατάφερε ο παραμυθάς και δεν έχει τίποτε στο όνομα της. Μόνο το οίκημα, όλα τα άλλα, επιχειρήσεις, αντιπροσωπείες, καταθέσεις, όλα είναι στ όνομα του. Μέχρι λεφτά στην Ελβετία έχει, τι νομίζεις;… Και θέλησε τώρα μ αυτό το παραμύθι της μοιχείας να την εξοντώσει τελείως.
-Και συ; Απόρεσα, γιατί να μπερδέψει εσένα.
-Τι κι εγώ; Αγρίεψε. Εγώ επιστάτης ήμουν. Με φώναζε η Βασιλική σε διάφορες δουλειές. Έκανα τα πάντα, στο σπίτι, στα κτήματα, στα γραφεία, στο κότερο, έχουν και σκάφος, το ήξερες αυτό;
Ε, πήγαινα. Φτωχός άνθρωπος είμαι, τι να κανα, έχω γυναίκα, παιδιά, έξοδα. Από πού να βγούνε όλα αυτά με καταλαβαίνεις; Κι ο ίδιος μου έλεγε, «έλα αύριο από το χτήμα, έχουμε δουλειές». Και πήγαινα. Κακό έκανα;
-Κακό δεν έκανες του είπα εγώ και δεν ξέρω που βρήκα το θάρρος και του πέταξα κατάμουτρα: Πες την αλήθεια ρε Τσάβαλε, πήγες μαζί της;
-Άκουσε να δεις Αμβράζη, έσμιξε τα φρύδια του. Κοίταξε με καλύτερα: Μοιάζω για τέτοιος άντρας; [Η αλήθεια είναι ότι δεν έμοιαζε.]
-... και η αγκαλιά;
-Ποια αγκαλιά, έκανε ειρωνικά. Αφού και συ δεν κατάλαβες θα σου εξηγήσω. Εκείνη την μέρα η Βασιλική ήταν χάλια. Δεν ξέρεις εσύ πόσο χάλια γινόταν τελευταία με τα καμώματα του Δούκα. Την έπιανε κατάθλιψη, μελαγχολία, πως το λένε αυτό… μαράζι. Ο μεγάλος της καημός ήταν που δεν έκαναν παιδιά και δεν έφταιγε αυτή. Ο φίλος σου ο Δούκας έφταιγε με κατακεραύνωσε. Δεν ξέρω αν σου τα έχει πει αλλιώς, ότι δεν πιάνει η Βασιλική και τέτοια. Όλο τέτοια λέει στους άλλους χωρίς να ντρέπεται γιατί νομίζει πως θίγεται το αντριλίκι του να πει πως έχει αδύνατο σπέρμα. Αυτή είναι η αλήθεια. Δεν είναι μεγάλο το πρόβλημα αλλά επειδή φοβόταν τους γιατρούς κι ακόμα τους φοβάται, μου τα έχει πει, δεν πάτησε ποτέ πόδι στην πόρτα τους. Τον είχε φάει η κακομοίρα η Βασιλική επειδή τον αγαπούσε να πάνε στους γιατρούς να κάνει θεραπεία επειδή ήθελε να κάνουν παιδί. Έτσι είναι Αμβράζη, σπίτι χωρίς παιδιά τι να το κάνεις; Γι αυτό του τα έλεγε επειδή τον αγαπούσε και τον αγαπάει.
Σταμάτησε. Και σαν εγώ δε μιλούσα, ολοκλήρωσε:
-Εγώ; Εγώ την έχω σαν κόρη μου, δε σκέφτηκα ποτέ πονηρά, το ορκίζομαι στα παιδιά μου.

συνεχίζεται


Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 18






Κιτρίνισα. Δεν πρόλαβα να του πω τίποτα. Δε μου άρεσαν αυτές οι ιστορίες. Αστυνομίες, δικαστήρια, μπλεξίματα. Κι ύστερα, τι να υποστήριζα εγώ;. Το μάρτυρας δε μου πήγαινε καθόλου, εκεί έπρεπε να πεις ψέματα χοντρά, όχι γλυκά, τα πρέποντα.
Εν πάση περιπτώσει ήρθε. Σταμάτησε το αυτοκίνητο μπροστά στο μαγαζί και κατέβηκε. Το άφησε αναμμένο με την πόρτα ανοιχτή. Όρμησε μέσα αναμαλλιασμένος.
-Πάμε, μη στέκεσαι, μου είπε. Θα δεις τι θα της κάνω εγώ της πουτάνας. Έχω κανονίσει να έρθει και ένας φίλος μου αστυνομικός. Πάμε σου λέω, τι με κοιτάς;
Σχεδόν τραβηχτόν από το μπουφάν με έσυρε έξω-ίσα που πρόλαβα να κλειδώσω. Σε όλη τη διαδρομή, δε σταμάτησε καθόλου. Έλεγε-έλεγε, φώναζε, έβριζε. Την πουτάνα, την έτσι, την αλλιώς, να με κερατώνει εμένα μ αυτόν τον βρωμιάρη τον Τσάβαλο. Θα τον κανονίσω εγώ, σε μένα δε χωράνε πουστιές, πάμε και θα δεις!
Προσπάθησα να τον ηρεμήσω αλλά δε γινόταν, είχε πάρει ανάποδες. Λίγο παραπάνω στο αστυνομικό τμήμα, άφησε το αυτοκίνητο του και μπήκαμε στο περιπολικό μαζί με δυο αστυνομικούς, ο ένας εκ των οποίων ήταν φίλος του. Ο Σωτήρης, ένα μούτρο κωλοπετσωμένο. Αυτό δε μου άρεσε, σκευωρία μυριζόμουν στη μέση.
-Ηρέμησε Δούκα, του είπε ο Σωτήρης. Αυτές οι δουλειές θέλουν ηρεμία, τι διάολο, ολόκληρος επιχειρηματίας είσαι, μην κάνεις έτσι. Η δουλειά θα γίνει μουλωχτά.
Όταν μπήκαμε στο σπίτι επικρατούσε ησυχία, σα να μην υπήρχε ψυχή.
-Εδώ! Φώναξε ο Δούκας κι έτρεξε προς την κρεβατοκάμαρα.
Τον ακολουθήσαμε αλλά δεν τον προλάβαμε.
Από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας είδα όλη τη σκηνή. Είδα τον Τσάβαλο πράγματι αγκαλιασμένο με την Βασιλική. Ντυμένος ήταν αυτός κι εκείνη με αραχνοΰφαντο νυχτικό. Δεν έμοιαζε για ερωτικό σφίξιμο. Έτσι αντιλήφθηκα, έτσι σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή.
-Παλιοτόμαρο! Ούρλιαξε ο Δούκας και άρπαξε μια καρέκλα.
Του την έφερε στα πόδια, πίσω από τα γόνατα και ο Τσάβαλος έπεσε στο δάπεδο σφαδάζοντας από τον πόνο. Η Βασιλική είχε προλάβει να τραβηχτεί ή μάλλον την έσπρωξε ο Τσάβαλος για να την προφυλάξει.
Έτσι έγιναν. Τα επακόλουθα είναι γνωστά. Αυτόφωρα, αστυνομίες, νοσοκομεία, δικηγόροι. Τρεις δικηγόροι, ένας για τον καθέναν. Και τρεις μάρτυρες προς το παρόν. Εγώ και οι δυο αστυνομικοί. Αργότερα μπορεί να προστίθενται κι άλλοι.
Μήνυση για μοιχεία ο Δούκας, για επικίνδυνες σωματικές βλάβες ο Τσάβαλος. Είχε σμπαραλιαστεί το δεξί του πόδι και οι γιατροί έλεγαν πως θα μείνει ανάπηρος, κουτσός.

Είχε ψιλογκριζάρει. Στους κροτάφους, στα γένια και λίγο μπροστά στο μέτωπο. Άσπρος, κάτασπρος, σχεδόν πελιδνός, φαινόταν από μακριά πως ήταν άνθρωπος του εξωτερικού, χωμένος μέσα στο ριγέ κουστούμι και τη μεγάλη καμπαρτίνα. Καλοκαιριάτικα βέβαια και καμπαρτίνα δεν πήγαινε αλλά για τους ανθρώπους που έρχονταν από τα κρύα, όλα πήγαιναν. Πιο αδύνατος ακόμα από ότι ήταν, σαν τσίχλα, βλογιοκομμένος με τα ζυγωματικά να εξέχουν και τον κόμπο στο λαιμό να πηγαινοέρχεται καθώς ρουφούσε αρειμάνια τον καπνό. Κάπνιζε συνέχεια, το ένα πάνω στο άλλο τα άφιλτρα τσιγάρα του, φυσώντας στον ουρανό τούφες και κυκλάκια. Συνήθως ήταν σκεφτικός. Έτσι έδειχνε μέχρι να πιει το πρώτο ποτήρι μπύρας κι αμέσως καπάκι το ουίσκι. Παρατηρούσα τα χέρια του ροζιασμένα, σκληρά σα να είχαν αρχίσει να σιγοτρέμουν. Όχι εμφανές, έπρεπε να το ξέρεις, να το προσέξεις ιδιαίτερα.
Στους κροτάφους ένα νεύρο σα φίδι, φούσκωνε προς το μπλε, ανάλογα με τους χτύπους του αίματος.
Δεν πήγε πουθενά αλλού, ήρθε σε μένα κατευθείαν- στη μάνα του πήγε μετά από κανένα μήνα.
Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε. Κοιτάξαμε ο ένας τον άλλον σα να μη το πιστεύαμε. Στο αεροδρόμιο, στο δρόμο, μες το ταξί, στο μαγαζάκι μου μετά για να δει τα κατορθώματα μου. Δεν κουβαλούσε πολλές αποσκευές, μόνο μια βαλίτσα. «Τα πλέον απαραίτητα» μου είπε. «Τα άλλα θα έρθουν αργότερα, που να τα κουβαλάω τόσα πράγματα στο αεροπλάνο!» και με κοίταζε με λοξό βλέμμα.
Ο φίλος μου ο Ντάφλος.
Είχα να τον δω πάνω από δέκα χρόνια και λιποψύχησα με τα όνειρα του όταν μου τα λεγε. Δεν είχε πολύ πειθώ έτσι νόμιζα και φανταζόμουν μια κουρασμένη πορεία από εδώ και πέρα γι αυτόν. Έπειτα ήταν και το ποτό. Όπου κι αν στεκόμασταν ζητούσε κι ένα ποτήρι ουίσκι. Κάπου, λίγο πιο κάτω από τα μάτια, το δέρμα είχε αρχίσει να κοκκινίζει- σημάδια των μπεκρήδων.
Αόριστα περνούσε από το μυαλό μου η συνέχεια του αλλά την ξεχνούσα, την άφηνα στο υποσυνείδητο μου σαν μελλοντικό ταξίδι.
Τον πήγα σε ένα ξενοδοχείο, πρώτης τάξεως όπως μου ζήτησε, έχω λεφτά, μη νομίζεις. Έμεινε εκεί καμιά-δυο εβδομάδες και κάθε μέρα ήμασταν μαζί. Βγαίναμε, διασκεδάζαμε, σκορπούσε τα λεφτά του. Συζήτηση για τα άλλα δεν ήθελε. Άστα, μου είπε θα τα συζητήσουμε όταν έρθει ο καιρός τους. Προς το παρόν ήθελε να απολαύσει την πατρίδα, ξένοιαστος από σκοτούρες και έγνοιες. Ποτό, γυναίκες, κραιπάλη μέχρι τις πρωινές ώρες. Ώσπου ένα από αυτά τα βράδια μου ζήτησε να του φέρω τον Τίτο. Για τη Μαγδαληνή ούτε κουβέντα.
-Αμβράζη, θέλω να μου φέρεις το γιο μου. Ναι, μη κουνάς το κεφάλι, ξέρεις, εγώ δεν πάω σ αυτούς και εννοούσε τους Σταυρέους.
Προσπάθησα να τον πείσω πως ήταν δύσκολο και για μένα. Του διηγήθηκα όλη την ιστορία με την Καίτη και όσο μιλούσα γι αυτήν με κοίταζε υποτιμητικά.
-Καλά που γλίτωσες, μου είπε. Μπράβο ρε Αλμύρα, ευτυχώς δεν την ολοκλήρωσες την κουτουράδα όπως εγώ. Αμβράζη, να σου πω την αλήθεια- μια με έλεγε Αμβράζη, μια Αλμύρα- αν έκανες τέτοιο πράγμα και παντρευόσουνα δηλαδή την Καίτη θα σε σκότωνα Τι δουλειά είχες εσύ μες τα σκατά;
- Δεν ήταν ακριβώς έτσι… προσπάθησα να δικαιολογηθώ
-Δε με νοιάζει ότι και να μου πεις για αυτή την ιστορία. Τέλος πάντων αφού κατάφερες να ξεγλιστρήσεις, εντάξει. Τώρα, κοίταξε να δεις τι θα κάνεις με τον Τίτο. Θέλω να δω το παιδί μου, κατάλαβες;
Μηχανεύτηκα διάφορους τρόπους. Όπως να πάω να τον πάρω απ το σχολείο ή από τη γειτονιά, την ώρα που θα έπαιζε στην αλάνα. Αλλά για πόση ώρα; Η Μαγδαληνή θ ανησυχούσε και τότε θα μπερδευόταν το πράγμα. Θα με θυμόταν άραγε ο Τίτος. Θα με αναγνώριζε αφού με είχε δει μόνο πέντε έξι φορές και μάλιστα όταν ήταν πολύ μικρός.
Τελικά, πήρα τη γενναία απόφαση να πάω στη Μαγδαληνή, στο σπίτι της. Θα της εξηγούσα, δεν μπορεί, θα με καταλάβαινε. Του Ντάφλου βέβαια, δεν του είπα τίποτε γι αυτό, εξ άλλου δεν τον ένοιαζε, αυτός ήθελε μόνο να δει το γιο του. Την παρακολούθησα λοιπόν απ το σχολείο που είχε πάει να πάρει το παιδί, μέχρι το σπίτι της. Στην είσοδο της πολυκατοικίας την πρόλαβα και της μίλησα. Μου είπε ν ανέβουμε πάνω. Έτσι και έγινε.
Δε με καλοδέχτηκε βέβαια αλλά ούτε και μου φέρθηκε ψυχρά. Δεν είχε αλλάξει πολύ, μόνο είχε χοντρύνει κάπως, η μέση της δεν ξεχώριζε κι έμοιαζε μεσόκοπη γυναίκα ενώ ήταν μόλις τριάντα πέντε –τριάντα έξι χρονών. Έφτιασε καφέ και το φέρσιμο της ήταν επίπεδο. Για την Καίτη δεν ανοίξαμε κουβέντα και η Μαγδαληνή που όπως έδειχνε δεν ήταν από τους ανθρώπους που κρατάνε κακία, χαμογελούσε που και που για να δείχνει άνετη.
-Δεν έχω ανάγκες, μου είπε. Δόξα τω θεώ τα καταφέρνω αν και η ζωή είναι δύσκολη, περνάνε τα χρόνια. Έχω αγοράσει το μισό ψιλικατζίδικο και έτσι τα φέρνω βόλτα.
Για το Ντάφλο ούτε μιλιά. Το ίδιο κι εγώ, τσιμουδιά. Στην αρχή, δεν ήξερα πως ν αρχίσω αλλά κάποια στιγμή που ξαναείπε πέρασαν τα χρόνια, μεγαλώσαμε, πιάστηκα από την κουβέντα της. Κάτι καταλάβαινε κι ας ήταν πράα, αγαθή με όλη τη σημασία της λέξης.
-Είναι εδώ; Με ρώτησε χαμηλόφωνα.
Έβαλα τα δυνατά μου και με όσο πιο ωραία λόγια της εξήγησα το σκοπό της επίσκεψης μου και πράγμα παράξενο δεν αντέδρασε άσχημα όπως λογικά περίμενα.
-Ώστε έτσι! Έκανε μονάχα. Ε, να τον πάρεις, να τον πάρεις να γνωρίσει και τον πατερούλη του. Έτσι πρέπει, κάποτε θα γινόταν κι αυτό. Έλα το απόγευμα που θα σχολάσει από το φροντιστήριο να τον πάρεις αλλά το βράδυ θα μου τον φέρεις, να μείνω ήσυχη, μη μου κάνεις καμιά λαδιά… δεν ξέρεις πως τον μεγάλωσα εγώ…
Τόσο εύκολα δεν το περίμενα. Μάλιστα, έφτασα στο σημείο κρυφογελώντας μέσα μου, να πιστέψω πως με συμπάθησε κιόλας η Μαγδαληνή. Κι εδώ που τα λέμε, εμείς οι δυο δεν γνωριζόμασταν παρ όλες τις σχέσεις που προϋπάρχανε. Λίγες φορές έτυχε να μιλήσουμε κι αυτό για τα τυπικά. Τι κάνετε, πως είστε, χρόνια πολλά. Γιατί λοιπόν να μη με συμπαθεί; Εγώ δεν είχα λόγους να συμπεριφέρομαι διαφορετικά απέναντι της κι όσο για το δεσμό μου με την αδερφή της την Καίτη, είπε πως κι αυτό ήταν δικός μας λογαριασμός αλλά καλά θα κάναμε να τα βρίσκαμε γιατί και συ φαίνεσαι καλό παιδί.
Παιδί, είπα κι εγώ μέσα μου και το σκεφτόμουν το απόγευμα που πήγαινα να πάρω τον Τίτο. Παιδί γύρω στα τριάντα τόσα μου χρόνια. Μπορεί. Μπορεί να έμενα για πάντα έτσι, μακάρι δε λέγανε οι περισσότεροι να είσαι πάντα παιδί; Να κάνεις τη ζωή παιχνίδι και να νομίζεις πως είσαι αθάνατος; Γιατί τα παιδιά μοιάζουν και νομίζουν πως είναι αθάνατα.
Η συνάντηση πατέρα και γιου ήταν πολύ συγκινητική. Αγκαλιάστηκαν και έκλαιγαν κανένα μισάωρο.. Δεν ξεκολλούσαν και φυσικά πιο πολύ ο Ντάφλος. Ύστερα έβαλαν τα γέλια ενώ εγώ έκανα να φύγω σαν τους είδα έτσι ευτυχισμένους.
-Δε θα πας πουθενά! Μου είπε ο Ντάφλος σα διαταγή. Θα βγούμε έξω σήμερα, εγώ κερνάω! Θα το γλεντήσουμε, τι διάολο, ολόκληρο γιο αντάμωσα, δεν τον βλέπεις; είναι παλικάρι!
Ο Τίτος ήταν ένα συμμαζεμένο παιδί- φαινόταν μια θλίψη στα μάτια του. Δωδεκάχρονος τότε τελείωνε το Δημοτικό, ψηλός για την ηλικία του αλλά αδύνατος, λιγνός. Όχι βέβαια καχεχτικός σαν τον Ντάφλο τον πατέρα του αλλά αδύνατος. Έδειχνε όμως πως θα ψήλωνε πιο πολύ ακόμα και ίσως αργότερα να γέμιζε, να έβαζε λίγο κρέας, έτσι που θα γινόταν κανονικός άντρας όπως είπε και ήθελε ο Ντάφλος. Γενικά ήταν ένα όμορφο παιδί ο Τίτος. Μελαχρινός προς το σκούρο- σ αυτό έμοιαζε στη μάνα του- ζυγωματικά εξογκωμένα, μύτη, στόμα και μάτια του πατέρα του. Μάτια προς το πράσινο, μελιά. Κάπως έτσι ήταν και του Ντάφλου, ίσως λίγο πιο καστανά.
Πανέξυπνος φαινόταν και ήταν ο Τίτος. Στο σχολείο, πρώτος στα γράμματα, πρώτος στον αθλητισμό. Πρώτος απ όλους θα καμάρωνε αργότερα ο Ντάφλος όπως όλοι οι πατεράδες του κόσμου. Πρώτος από τους πρώτους, έλεγε, θα τον κάμω εγώ γιατρό. Έτσι του είχε καρφωθεί στο μυαλό κι ο Τίτος χαμογελούσε για τα όνειρα που είχε αρχίσει να πλάθει ο πατέρας του γι αυτόν.
Έπαιζε λοιπόν εκείνο τον καιρό με το γιο του ο Ντάφλος. Τον σήκωνε ψηλά στα χέρια, τον πετούσε ψηλά, τον φιλούσε, του έδινε χρήματα.
-Να, πάρε, θέλεις κι άλλα; Έχει ο πατέρας σου μη νομίζεις…
Από εκείνο το βράδυ που βγήκαμε έξω κι ο Ντάφλος έγινε πάλι στουπί ως συνήθως, μια φορά τη βδομάδα πήγαινα κι έπαιρνα τον Τίτο. Τον άφηνα στον πατέρα του κι έφευγα. Αρκετές φορές πήγαινα μαζί τους και πάντα το ίδιο τροπάρι. Ο Ντάφλος φέσι.
-Που θα πάει αυτό; Τον ρώτησα μια μέρα.
-Να μη σε νοιάζει, μου απάντησε. Κοίτα το δικό σου δρόμο, εγώ τον δικό μου τον έχω χαράξει.
Δεν ήθελε να μιλάει γι αυτό- δηλαδή για το ποτό, γιατί έπινε, γιατί μεθούσε και λοιπά. Απ την άλλη είχε δίκιο να μου βάζει χέρι και να μιλάει για το δικό μου δρόμο. Έβλεπε την κατάντια μου, τις αναποδιές, την αφραγκία μου. Στην αρχή μου είχε πει πως θα με βοηθούσε να κάνουμε τη φυλλάδα πραγματική εφημερίδα. Ήταν ένα από εκείνα τα βράδια που μας έπιανε κι ονειρευόμαστε μεγαλεία. Την άλλη μέρα το είχαμε ξεχάσει κιόλας.
Που και που μου έδινε κανένα χιλιάρικο αλλά τώρα τελευταία είχε γίνει τσιγκούνης. Όχι ακριβώς τσιγκούνης- για τον εαυτό του ήταν σπάταλος- στους άλλους γύρω του σφιγγόταν κι όλο δεν έχω, δεν κάνω, δε ράνω έλεγε. Αυτό μου φαινόταν μεγάλη αλλαγή γιατί ο Ντάφλος ήταν ανέκαθεν γαλαντόμος, ανοιχτοχέρης.
Ο Τίτος στεναχωριόταν με όλα αυτά, το έδειχνε κι ας ήταν μικρός, το καταλάβαινε και δεν του άρεσε αυτό που έκανε ο πατέρας του. Αισθανόταν απέχθεια για το ποτό και σιγά-σιγά μούτρωνε. Είχε πάρει πάνω σ αυτό από τον θείο του τον Σταυρέα και το σόι της μάνας του. Κανένας δεν έπινε. Ή τουλάχιστον όσους γνωρίζαμε.  Έτσι, αργότερα θα έπαιρνε τελείως αρνητική θέση στο θέμα του πατέρα του. Σχεδόν θα τον απαρνιόταν κι εξόν από κάποιες αναλαμπές, ποτέ δε θα του συμπαραστεκόταν ούτε θα τον έβλεπε σαν πατέρα.
. Ο Ντάφλος από την πλευρά του μια έλεγε έτσι μια αλλιώς. Δε με νοιάζει ας κάνει ότι θέλει ή κάνε παιδιά να δεις καλό και συνέχιζε να μπεκροπίνει στις γειτονιές.
Εκείνο τον καιρό γνωρίστηκαν με τον Δούκα. Χρονικά δε θυμάμαι πότε ακριβώς είχαν πρωτοσυναντηθεί. Πιθανώς από τότε στα παιδικά χρόνια στον Άγιο Αρτέμιο αλλά στην ουσία τώρα άρχιζε η γνωριμία τους.
Βρεθήκαμε μια μέρα στο γραφειάκι μου κι αυτή τους η επαφή δεν ήταν καλή. Θέλω να πω, πως απ την αρχή ξεκίνησε μια αντιπάθεια που θα συνεχιζόταν στο μέλλον. Έτσι στα καλά καθούμενα.
-Δεν είναι σόι αυτός! Μου είπε ο Ντάφλος. Που τον βρήκες; Δεν κάνει για μας, το παίζει πολύ μάγκας, τον θυμάμαι από μικρόν. Το παίζει πολύ μάγκας και θα το φάει το κεφάλι του. Όλο κορδώνεται, ποιος νομίζει πως είναι;
Απ την άλλη πλευρά ο Δούκας πράγματι του συμπεριφερόταν με ξιπασιά και ειρωνεία. Συνήθως δεν κουβέντιαζαν, αρπάζονταν σαν τα κοκόρια.
-Εσύ ο μεθύστακας θα μας δείξεις το δρόμο για τη ζωή; Τον πρόσβαλλε μια μέρα εντελώς εχθρικά ο Δούκας. Τι έχεις να μας πεις εσύ; Τι ξέρεις εσύ, ένα ποτό στο χέρι είναι η ζωή; Αι χάσου από δω! Παράτα μας!
-Δεν πας στο διάολο! Του ανταπάντησε αυτός και με κοίταζε με νόημα.
Δεν ξέρω πόσα είχαν μιλήσει μεταξύ τους, πόσα ήξερε ο ένας για τον άλλον, πάντως οι διαφορές τους ήταν τεράστιες. Περισσότερο οι πολιτικές και σε συνάρτηση οι κοινωνικές. Ο ένας ήταν Αριστερός από τα γεννοφάσκια του όπως υποστήριζε κι ο άλλος Δεξιός και πιθανότατα έξω από την πολιτική χροιά, σχεδόν αδιάφορος γι αυτά.
Ο πρώτος, φυσικά ο Ντάφλος, αρνιόταν πεισματικά να υποστηρίξει πολιτικά οτιδήποτε διέφερε από τον Κομμουνισμό. Ανέπτυσσε τις θεωρίες του, είχε διαβάσει Μάρξ και Λένιν στη Γερμανία, πιο πολύ άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά. Βέβαια η ημιμάθεια του ήταν μεγάλη και τα μπέρδευε κι έτσι επέμενε να στηρίζει τις θέσεις του έστω και λαθεμένες. Σπάνια παραδεχόταν κάτι ακόμα κι αν του το απόδειχνες ουσιαστικά.
-Δε με νοιάζει, εγώ έτσι το ξέρω, ολοκλήρωνε.
Ο Δούκας ούτε που ήθελε να ακούει γι αυτά- έβγαζε σπυράκια. Καταγόταν από σόι Δεξιών αλλά ουδέποτε τον θυμάμαι, τουλάχιστον μαζί μου, ν ανοίξει πολιτική κουβέντα. Τώρα με τον Ντάφλο, κάτι λέγανε.
-Ποιόν Μάρξ και κουραφέξαλα, του απαντούσε. Αυτοί σκότωσαν τον παππού μου με κονσερβοκούτι, σε μας τα λες τώρα; Εδώ κυβερνάει το χρήμα οι Αμερικάνοι, ο καπιταλισμός τι μου λες τώρα εμένα! Κρίμα που πήγες και στη Γερμανία.
ΚΙ άναβε η κόντρα μεταξύ τους. Μέχρι και στα χέρια ήρθαν μια μέρα. Αρπάχτηκαν και παρ ότι ο Δούκας ήταν σχεδόν διπλάσιος, ο Ντάφλος δεν το βαλε κάτω. Ήταν σκληρό καρύδι.
Μπήκα στη μέση και τους χώρισα βέβαια αλλά ο Δούκας έφυγε χολωμένος. Το μάτι του γυάλιζε καθώς ίσιωνε τα ρούχα του κι αγριοκοίταζε τον Ντάφλο που βαριανάσαινε στο γραφείο βάζοντας ένα ποτό.
Όταν έφυγε και μείναμε μόνοι με το Ντάφλο του είπα πως ήμουν μάρτυρας υπεράσπισης στο δικαστήριο που είχε και βγήκε από τα ρούχα του.
-Να υποστηρίξεις αυτό το καθίκι! Με αποσβόλωσε. Αυτός είναι παλιάνθρωπος κύριε Αμβράζη. Είναι ηλίθιος, ένα απόβρασμα της κοινωνίας είναι, τι νομίζεις πως είναι; Επειδή έκανε χρήματα έχει την εντύπωση πως είναι κάποιος; Αλλά βλέπω πως έχεις αντίθετη άποψη Τι να σου πω; Φίλος σου είναι κι αυτός, εσύ δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά. Εγώ όμως δε θέλω να τον ξαναδώ στην παρέα μας. Να το ξέρεις, όποτε θα είναι κι αυτός μαζί σου εγώ θα φεύγω.
Η αντιπάθεια τους μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ λίγες μέρες μετά που ο Ντάφλος γνώρισε την Έλεν Νασοπούλου. Βέβαια, εκείνο τον καιρό, φαντάζομαι πως δε θα ήξερε για το δεσμό της και τον παρ ολίγο γάμο της με τον άσπονδο φίλο του. Αργότερα θα του το φανέρωνε ο ίδιος με κάθε λεπτομέρεια αλλά τότε δε θα είχε πια καμιά σημασία.
Ήταν κάποιο Σαββατοκύριακο προς τα τέλη του Φθινοπώρου που είπαμε να πάμε βόλτα στο μουσείο της στην Κηφισιά. Για την αλήθεια με είχε πάρει τηλέφωνο η ίδια και το χάρηκα που με θυμόταν. «Πάρε» μου είπε και κανέναν φίλο, « θα έχω κρασί και μεζέ να το γλεντήσουμε"
Πήρα το Ντάφλο και τη Βαριεντίνα που στραβομουτσούνιασε στην αρχή αλλά ύστερα συμφώνησε παρ ότι δεν την χώνευε, πως άξιζε τον κόπο να δει το μουσείο. Φτάσαμε απογευματάκι θυμάμαι και μας καλοδέχτηκε στην αυλή. Ύστερα θαυμάσαμε το χώρο. Ήταν ένα τεράστιο χτήμα, με δέντρα, με βράχους και λοιπά. Σε μερικές μεριές περιποιημένο, αλλού άβατο, απερπάτητο με βάτσουνα και πουρνάρια. Στα βράχια- ορισμένα τοποθετημένα επίτηδες- χαμήλωνε το τοπίο και δημιουργούσε την πλατεία ενός υπαίθριου θεάτρου. Ένα ημικύκλιο με καθαρή ηχητική. Το υπερυψωμένο χώμα, οι βράχοι γύρω-γύρω έδιναν την αίσθηση από πραγματικές κερκίδες. Στο κέντρο της πλατείας ένα τραπέζι, δυο-τρεις καρέκλες παρατημένα εκεί. Σε μια από αυτές κρεμασμένο στην πλάτη ένα παλιό καπέλο, έδινε μια κάποια σκηνική παρουσία εγκατάλειψης. Ερημικό και παρατημένο στη μοίρα του φαινόταν όλο το περίγυρο. Όπως και μερικά αγάλματα, άλλα από ξύλο, άλλα από χαλκό και πέτρες, ξεθωριασμένα στον άνεμο, στη μοναξιά. Τα πέτρινα παρέμεναν πιο αγέρωχα και λογικό ήταν αφού βρισκόταν στο φυσικό τους χώρο. Φαντασμαγορικός χώρος! Μαγικός.
-Μη τον κοιτάτε έτσι, κάποτε έσφυζε από ζωή. Πέρασαν από εδώ, όλοι οι σημαντικοί καλλιτέχνες του καιρού μας και όχι μόνο. Και πολιτικοί και φιλότεχνοι, όλος ο κόσμος περνούσε από εδώ κάποτε, μας είπε η Έλεν Νασιοπούλου. Κι εγώ που τους ήξερα αυτούς τους χώρους, σκεφτόμουν πως εδώ θα αναβίωναν ορισμένα από τα απωθημένα μου: Η τέχνη, το θέατρο, οι βραδιές ποίησης, λογοτεχνίας, μουσικής. Σα να έβλεπα κιόλας την πλατεία γεμάτη από αόρατα βιολιά, γεμάτη από κλόουν και παντομίμες. Αυτά ήταν οι ανημπόριες μου, οι αθέατες πλευρές του εαυτού μου που συνέχεια με ξεγελούσαν και με πήγαιναν σε άλλους κόσμους. 

συνεχίζεται

Τρίτη 28 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 17



Το πικρό συναίσθημα και η λύπη για όσα έγιναν και δεν έπρεπε, είναι πολλές φορές που μας ταιριάζει. Πολλά χρόνια αργότερα θα θυμόμουν αυτή την εικόνα στη λεωφόρο με την Καίτη να κλαίει και να μου τραβάει το πόδι. Όπως θυμάμαι και τις φωνές της μάνας μου μόλις έμαθε τα καθέκαστα.
-Να φύγεις και να μη ξαναγυρίσεις, μου είπε. Τέτοιος που είσαι τι να σε κάμω;
Είχα πάει στο σπίτι για να μείνω. Αντ αυτού, πήρα πάλι τα μπογαλάκια μου και τράβηξα για το μικρό γραφείο των Εξαρχείων.. Εκεί θα έμενα προς το παρόν που να πήγαινα;
Συγυρίστηκα, βολεύτηκα, ήρθε η Βαριεντίνα με δυο τυρόπιτες στο χέρι.
-Φάε, μου είπε, να στυλωθείς. Μη στεναχωριέσαι, όλα για τους ανθρώπους είναι, έχεις καιρό εσύ για τέτοια πράγματα.
Της τα είχα διηγηθεί όλα, μέσες άκρες. Όταν της είπα για το κυνηγητό στη λεωφόρο, ταράχτηκε.
-Θα πρέπει να σε αγαπούσε πολύ, είπε. Δεν την αγαπούσες όμως εσύ κι έτσι καλύτερα που έφυγες. Ξέχασε το, μου έδωσε κουράγιο. Εδώ μαζί, ξεκίνα μην κάθεσαι να βγάλουμε το επόμενο τεύχος της φυλλάδας. Τι θέματα θα βάλουμε αυτή τη φορά;  Εγώ λέω να κάνουμε ένα μικρό αφιέρωμα στην παλιά Αθήνα. Τι λες κι εσύ;
Με έχωσε πάλι στην ιστορία, άρχισα να εργάζομαι πυρετωδώς. Έπρεπε αυτό το τεύχος να βγει καλύτερο από τα άλλα, να έχει περισσότερη ύλη, ίσως να γινόταν έξι σελίδες μεγαλύτερο και το χαρτί να ήταν καλύτερης ποιότητας.
Ένα βράδυ, εκεί που σκάλιζα διάφορα περιοδικά ανάμεσα τος ανακάλυψα ένα παλιό ημερολόγιο μου. Το φυλλογύριζα κοιτάζοντας διάφορες σημειώσεις, ήταν από τότε που είχα ακόμη τη γκαλερί στου Γκύζη και σε κάποια σελίδα, βρήκα προσεκτικά διπλωμένο ένα γράμμα της Καίτης. Το ξεδίπλωσα, το διάβασα με μια δόση μελαγχολίας αλλά και απορίας. Ήθελα να δω τι ακριβώς σκεφτόταν για μένα και στα γραφτά έδινα περισσότερη σημασία γιατί πιστεύω πως εκεί οι άνθρωποι είναι πιο ειλικρινείς. «Αγαπημένε μου,» άρχιζε. «Σ αγαπώ αλλά αυτό φαίνεται πως δεν είναι το παν για σένα. Ίσως δεν σου αρκεί αλλά εγώ δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Είμαι μόνη μέσα στη νύχτα. Εσύ πάλι λείπεις. Συμμαζεύω τις σκέψεις μου για σένα και τώρα καταλαβαίνω λίγα πράγματα περισσότερα. Δεν είσαι άνθρωπος εσύ! Το επιβεβαίωσα κι απόψε νιώθω καλύτερα. Ξέρω πως θα φύγεις. Το ξέρω και γι αυτό μου φαίνεσαι ξένος. Τόσο ξένος θεέ μου! Απελπίστηκα μαζί σου Αμβράζη. Δεν είσαι άνθρωπος εσύ. Ποτέ δεν ήσουν κάτι και ούτε πρόκειται να γίνεις. Λυπάμαι τόσο πολύ αλλά πρέπει να το δεχτώ. Φύγε λοιπόν, αυτό έκανες μια ζωή. Φύγε όσο πιο γρήγορα μπορείς. Τώρα κατάλαβα ποιος ήταν ο άνθρωπος που αγαπούσα. Αλλά τι θα κάνεις μόνος μέσα στις νύχτες και ποιος θα σου ζεσταίνει τα πόδια; Σαν την Καίτη δε θα βρεις να το θυμάσαι. Δεν το άντεχα το καθημερινό φευγιό σου, αυτή την αγωνία ορκίζομαι να μην την ξαναπεράσω για κανέναν. Γιατί κάθε φορά που έφευγες, έχανα χρόνια από τη ζωή μου κι ένιωθα την καρδιά μου σχισμένη στα δυο. Φύγε λοιπόν αγόρι και μην ξανάρθεις ποτέ».
Με συνέθλιψε αυτό το γράμμα. Αυτή η σκληράδα και ο κακός χαρακτηρισμός του εαυτού μου από έναν άνθρωπο που είχα ζήσει μαζί του τέσσερα και πλέον χρόνια. Όλο γιατί; Αναρωτιόμουν και εκείνο το δεν είσαι άνθρωπος εσύ μου κόστιζε πιο πολύ απ όλα. Με πονούσε η Καίτη, με πικάριζε με αυτόν τον τρόπο. Ήξερε πως θα το έβρισκα κάποτε αυτό το γράμμα, ήξερε που σκάλιζα πάντα τα παλιά μου πράγματα και ήταν σα να την έβλεπα να με κοιτάζει από κάποια μεριά να διαβάζω λυπημένος τις κακές σκέψεις που έκανε για μένα.
Κατά βάθος δε νομίζω πως τα πίστευε όλα αυτά που έγραφε. Ήταν ένα γράμμα πάνω στο θυμό της και προσπαθούσε να με θίξει, να κεντρίσει τον εσωτερικό μου κόσμο και εν μέρει κατάφερε να μου δημιουργήσει ένα μικρό σύνδρομο ενοχής που θα το κουβαλούσα για πολλά χρόνια στη ζωή μου. Κάποια φορά που συναντηθήκαμε τυχαία σε ένα μπαράκι, της είπα μέσα σε όλα τα άλλα που θυμηθήκαμε και την πίκρα μου για κείνο το γράμμα.
-Δε βαριέσαι, μου χαμογέλασε. Πάνε αυτά τα πράγματα τώρα και δάκρυσε.
Δεν ήθελε να της τα θυμίζω κι από τότε δεν την ξαναείδα ποτέ στη ζωή μου. Πάντα όμως σκεφτόμουν που να είναι, τι να κάνει- δεν ξέρω γιατί αλλά έμεναν μέσα μου οι άνθρωποι που γνώρισα και έζησα μαζί τους. Τους κουβαλούσα μέσα μου στη μνήμη μου και δεν ήταν λίγες οι φορές που καθόμουν με τις ώρες και αναπολούσα τις καλές και τις κακές στιγμές.
Όπως εκείνο το βράδυ που βρήκα το γράμμα της, έχασα κάθε όρεξη για δουλειά, έβαλα ένα ποτό και στήθηκα με τα χέρια ακουμπισμένα στα μάγουλα και τους αγκώνες στο γραφείο, να κοιτάζω απέναντι στο ντουβάρι, σαν σε οθόνη, να ξετυλίγονται όλα όσα είχαμε ζήσει με την Καίτη. Κι αν δεν ερχόταν ο Κεδρινός, ο μουγγός φίλος μου να με σκουντήσει, ακόμα εκεί θα ήμουν. Τραβηχτό με πήρε και πήγαμε στου Λινάτσα.
Από το γραφείο μου περνούσε πολύς κόσμος εκείνες τις μέρες.. Δημοσιογράφοι, ποιητές, ηθοποιοί, εκκολαπτόμενοι της έβδομης τέχνης, μάνατζερ, συμβουλάτορες και λοιποί. Κουβεντιάζαμε, γινόταν συζητήσεις, βγαίναμε τα βράδια όλοι μαζί, κάναμε μπούγιο στα μπαρ. Εγώ πάντα στον άσσο αλλά δεν ξέρω πως τα κατάφερνα. Όλο κάτι γινόταν και τα έβγαζα πέρα.
Ένα μεσημεράκι ήρθε και ο Δούκας. Ζούσε και βασίλευε, μου είπε. Οι γούνες πήγαιναν πολύ καλά, είχε κάνει και υποκαταστήματα σε διάφορα μέρη, Θεσσαλονίκη, Κέρκυρα, Ζάκυνθο, Κρήτη και αλλού.
-Ξέρεις, σκέφτομαι να επεκταθώ και στο εξωτερικό, μου εκμυστηρεύτηκε. Το καλοκαίρι ήμουν στην Ταϋλάνδη. Άστα, έπρεπε να σε είχα μαζί μου αλλά τι να σου κάνω; Είσαι αγύριστο κεφάλι.
Να που τώρα με συμβούλευε και ο Πίθηκας!
-Τι να ακούσω; Τον ρώτησα
-Να βάλεις μυαλό. Να κάνεις μια δουλειά της προκοπής. Δεν είναι πράγματα αυτά που κάνεις, τι περιμένεις... όταν γεράσεις; Δε γίνονται αυτά τότε φίλε, σου είπα, έλα να γίνεις σχεδιαστής μόδας, να βγάλεις χρήματα, οι άλλοι παρακαλάνε για τέτοιες θέσεις, εσένα θα σε πείραζε δηλαδή;
-Δεν την ξέρω αυτή τη δουλειά, επέμενα.
-Θα τη μάθεις, θα σε κάνω εγώ μεγάλο και τρανό, συνέχισε το όνειρο.
Πάντα του άρεσαν τα όνειρα και βάλθηκε τότε να με βάλει σ αυτό που έβλεπε και μιλούσε ασταμάτητα. Μου έλεγε, μου έλεγε και δεν είχε τελειωμό. Έτσι θα κάμεις, θα είσαι κοντά μου, θα τα καταφέρεις, χέστην αυτήν μου είπε για την Καίτη, πάει, τελείωσε, θα βρεις άλλη καλύτερη. Υπάρχουν αστέρια για σένα, εκεί θα μείνεις; Σε έναν αποτυχημένο δεσμό;
Σιγά-σιγά έφτασε και στα δικά του, στα κατάβαθα δηλαδή, γιατί τα εξωτερικά ήταν αυτά που έλεγε και παινευόταν. Οι επιχειρήσεις, οι επιδείξεις, το να ποιος είμαι εγώ.
Τον παρατηρούσα έτσι που μιλούσε και πρόσεξα πως δεν είχε αλλάξει πολύ. Αλλά κι εγώ δεν πήγαινα πίσω- ίδιοι παραμέναμε, σα να ήταν τώρα που φεύγαμε για τη Ρόδο κι ας είχαν περάσει πάνω από δέκα χρόνια. Φορτωμένοι πάντα με τις αναμνήσεις, πάντα με τη γλυκιά συμπάθεια ο ένας για τον άλλον.
Στην τύχη δεν πίστευε ο Δούκας. Το τυχαίο το θεωρούσε ασήμαντο, για τον εαυτό του, τις συμπτώσεις μπορεί να τις παραδεχόταν περισσότερο.
-Και οι συμπτώσεις τύχη είναι, μου είπε αλλά διαφορετική.
-Από μερικές συμπτώσεις πήγε η ζωή μου χαμένη, του απάντησα. Ξέρεις ποιος το είπε αυτό;
-Δε με ενδιαφέρουν τα μεγάλα λόγια, οι μεγάλοι σοφοί. Δεν τους ξέρω και ούτε με νοιάζει γι αυτούς αλλά λέγε, μια και εσένα σου αρέσουν τα μεγάλα λόγια.
-Μου το χαλάς; Πείσμωσα εγώ. Ο Καζαντζάκης το είπε. Σκέψου ποιος είπε ότι πήγε η ζωή του χαμένη.
-Δεν τον ξέρω, ομολόγησε.
Τα πράγματα είχαν πάρει άσχημη τροπή στην προσωπική του ζωή. Οι σχέσεις του με τη Βασιλική δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Του είχε γίνει βραχνάς η υποψία ότι τον απατούσε και σιγά-σιγά τον έτρωγε αυτό το σαράκι. Άρχισε μάλιστα να γίνεται ζηλιάρης.
-Εγώ να ζηλεύω! Μου είπε. Εγώ που δεν είχα καταλάβει ποτέ τι θα πει ζήλεια, να ζηλεύω τώρα τη Βασιλική και να την παρακολουθώ.
Από καιρό είχε καταλάβει πως κάτι δεν πήγαινε καλά με το γαμπρό του και τη γυναίκα του τη Βασιλική. Μάλιστα, με το γαμπρό του! Τον έλεγαν Τσάβαλο και τον είχε πάρει επιστάτη, στις δουλειές του.
Ο Τσάβαλος ήταν ένας παράξενος τύπος. Ψηλός, γεροδεμένος, κόντευε τώρα τα πενήντα πέντε. Γοητευτικός με μια αιώνια τραγιάσκα στο κεφάλι του. Παντρεμένος με την αδερφή του Δούκα, είχανε κάνει δυο παιδιά, μεγάλα τώρα πια.
Κυκλοφορούσε πάντα με μηχανή, ντυμένος λαϊκά, σύχναζε σε μαγαζάκια της γειτονιάς, ποτέ στη μπουρζουαζία. Συνήθως κουβαλούσε κάτι αλλόκοτες γυναίκες μαζί του. Γερασμένες, πολυκαιρισμένες, ξεδοντιάρες. Και τις παίνευε. Έλεγε πως είναι οι καλύτερες γυναίκες του κόσμου.
Τον είχα γνωρίσει κι εγώ. Μάλιστα με πήγε αρκετές φορές σε κάποια καταγώγια, κάτι τρύπες χωμένες στη γη που μύριζαν χωματίλα και μούχλα. Οι θαμώνες, όλοι τύποι περασμένης εποχής, ρεμπέτες, μπεκρήδες, ηλίθιοι και μερικοί από τους πιο γνωστούς τρελούς της κάθε συνοικίας. Στου Γκύζη, στα Πατήσια, στην Καλλιθέα, ιδιαίτερα εκεί στο ποτάμι σε κάτι ξεχαρβαλωμένες παράγκες, πήγαμε πολλές φορές, πολλά βράδια με τη μηχανή και φοβόμουν μη βουλώσουμε καμιά λακκούβα, έτσι μεθυσμένος που οδηγούσε.
Εμένα με θαύμαζε, έτσι έλεγε. Με θαύμαζε που ήμουν ζωγράφος και έλεγε συχνά πως άρχισε να συμπαθεί τους ζωγράφους, από μια φορά στον Πόρο, όταν εκεί που καθόταν στον καφενέ κι έπινε τον καφέ του, του έφτιαξε το σκίτσο του ένας πλανόδιος ζωγράφος, πάνω στο πακέτο από τα τσιγάρα. Το πήρε και το έκανε κορνίζα. «Θα σου το δείξω μια μέρα, να δεις, εσύ που ξέρεις» και μου έλεγε συνέχεια αυτή την ιστορία.
Αγράμματος ήταν, παιδεμένος, Τον είχε κάψει ο ήλιος, τόσα χρόνια στο μεροκάματα. Η τραγιάσκα που φορούσε, τον είχε φαλακρύνει περισσότερο, μπροστά στο μέτωπο. Τα μαλλιά τα άφηνε σχετικά μακριά, ατημέλητα, αχτένιστα σχεδόν πάντα. Έβγαζε καμιά φορά την τραγιάσκα, όταν ήταν να μπούμε σε κανένα καταγώγιο και με ένα σπασμένο χτενάκι προσπαθούσε να χτενιστεί.
Μου φαινόταν κάπως αδιανόητο αυτό που μου είπε ο Δούκας. Δεν έμοιαζε για τέτοιος τύπος, ίσα-ίσα το αντίθετο: Ντόμπρος, σταράτος, φιλικός. «Εγώ δεν κυνηγάω τις γυναίκες των φίλων» έλεγε. Τώρα πως είχε χωθεί στο μυαλό του Δούκα τέτοιο πράγμα, ο θεός και η ψυχή του.
-Ναι ρε φίλε, μου. Δεν τον ξέρεις καλά εσύ. Έτσι είναι και θα σου το αποδείξω.
Έτσι βρέθηκα μάρτυρας σε όλες τις σκηνές που επακολούθησαν.
Ήταν απογευματάκι όταν χτύπησε το τηλέφωνο μου.
-Έρχομαι μου είπε. Μη φεύγεις, έρχομαι να πάμε να τους πιάσουμε.


συνεχίζεται

Κυριακή 26 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 16






Μέσα σ αυτό το γενικό συνονθύλευμα, πήραμε την απόφαση με την Καίτη να παντρευτούμε. Δηλαδή, περισσότερο εκείνη, το σκέφτηκε.
-Ε, ας παντρευτούμε μου είπε, να μη φωνάζουνε και οι δικοί μου.
Οι δικοί της. Η μάνα της, ο πατέρας της είχε πεθάνει. Ο Σταυρέας, η Μαγδαληνή και η Αννούλα. Η Αννούλα που είχε μεγαλώσει τώρα και είχε γίνει μια πανέμορφη γυναίκα. Σαν αυτές που νομίζεις πως δεν υπάρχουν παρά μονάχα στα παραμύθια. Σαν νεράιδα αλλά μυαλό κουκούτσι. Μου θύμιζε το μύθο- ή δεν είναι μύθος;- της στρουθοκαμήλου, που έκρυβε το κεφάλι της στην άμμο, νομίζοντας πως δεν την βλέπουν.
Εργαζόταν σε μια βιοτεχνία και κάπου-κάπου περνούσε από το σπίτι μας. Καθόταν στο σαλόνι, σταύρωνε τα πόδια κι έπινε τον καφέ της αμίλητη. Πολλές φορές δεν έλεγε ούτε γεια. Αγαθότητα και του θεού το χέρι κι όταν μιλούσε τι έλεγε; Κουβέντες του αέρα, όλα επιφανειακά. Τι κάνετε; Είστε καλά; Άδειες κουβέντες, απλά για να ειπωθούν, στερημένες από κάθε συναίσθημα.
Υπάρχουν και τέτοιοι άνθρωποι; Αναρωτιόμουν σιγανά από μέσα μου και συχνά. Και η απάντηση ήταν ναι. Ναι, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Να ζεις στην ευθεία, επίπεδα σα να μη σκέφτεσαι, μόνο να δρας.
Άιντε καμιά φορά να πέταγε η Αννούλα και κανένα, αυτός είναι ο τάδε τραγουδιστής ή ηθοποιός κι εκεί το μάτι της το αλάργο σα να ξυπνούσε, σα να ζούσε. Την παρατηρούσα τις λίγες στιγμές που την έβλεπα και η απορία μου ήταν μεγάλη. Τι διάολο, σκεφτόμουν, δε λέει τίποτε άλλο; Δεν μπορούσες να συζητήσεις τίποτε άλλο μαζί της. Θα μου πεις τώρα, έτσι δεν ήταν και η αδερφή της η Μαγδαληνή; Μόνο για τις αγκινάρες και τα μαρούλια της λαϊκής δε μιλούσε;
Αυτές καλά έκαναν, εγώ τι δουλειά είχα εκεί; Τι πήγαινα να κάνω; Να παντρευτώ την Καίτη! Βέβαια ήταν διαφορετική αλλά ποιος μου έλεγε ότι σε λίγο δε θα έμοιαζε της Αννούλας και της Μαγδαληνής; Κι όσο το σκεφτόμουν αυτό, μ έπιανε ανατριχίλα καθώς έβλεπα ότι δεν έστεργε. Δεν έπρεπε δηλαδή να κάνω αυτό το γάμο.
Εν πάση περιπτώσει, στις αρχές εκείνου του Καλοκαιριού, Ιούνιος ήταν θυμάμαι, το αποφασίσαμε. Άιντε να τελειώνουμε, σκέφτηκα. Να νοικοκυρευτείς κιόλας, συμπλήρωνε κι η μάνα μου. [Το βιολί της αυτή, που είχε ζωηρέψει εκείνες τις μέρες με την υποψία του γάμου μου.]
-Είναι καλή κοπέλα η νύφη- είχε αρχίσει να τη λέει νύφη. Θα στρώσεις κι εσύ, θα βρεις μια καλή δουλειά- η νύφη δουλεύει- να φτιάξετε το σπιτικό σας. Γιατί αυτός είναι ο σκοπός του ανθρώπου, ο προορισμός του. Να κάνει γάμο, παιδιά, οικογένεια. Γιατί, τι άλλο θα κάμεις εσύ;
Μου έβαζε δύσκολα ερωτήματα, σαν αυτό και είχε δίκιο. Τι άλλο θα κάμεις εσύ…. Κατά βάθος σκεφτόμουν δύσκολα πράγματα για τον εαυτό μου και μάλλον αιθεροβατούσα. Πάντως, δεν ξέρω γιατί αλλά όλες οι μανάδες του κόσμου μου φαινόταν ίδιες. Κι όλες ένα πράγμα έχουν στο μυαλό τους: Πώς να παντρέψουν τα παιδιά τους, να τα νοικοκυρέψουν, να γίνουν καλοί άνθρωποι στην κοινωνία.
Είχε ζεστάνει το θέμα του γάμου μας κι εγώ στριβόμουν, όλο προσπαθούσα να ξεγλιστράω και για να πω τη μαύρη αλήθεια μου, δεν πίστευα κατά βάθος πως θα γινόταν κάποτε. Το Ντάφλο ούτε σκεφτόμουν να τον πάρω τηλέφωνο να του το πω. Φοβόμουν πως θα το παιρνε πολύ ανάποδα.
-Μαχαραγιά, θα σου φυτέψω σφαίρες στο κεφάλι, στα φρύδια, θα μου έλεγε. Άιντε χάσου από κει πέρα.
Με τη Βαριεντίνα που το κουβέντιασα, σήκωσε τους ώμους. Σαν να την πείραξε κάτι όμως, σα να τσιμπήθηκε, έδειξε πως δεν ήθελε, πως δε μου έπρεπε. «Δεν κάνεις εσύ γι αυτά» σα να μου ψιθύριζε απ έξω απ έξω.
-Και γιατί κάνω; Μονολογούσα εγώ. Γιατί κάνω εγώ;
Τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια.
Εντέλει όμως, αφού το είχαμε αποφασίσει με την Καίτη, κανονίσαμε να μιλήσει στον Σταυρέα τον αδερφό της - αυτός ήταν το κουμάντο της οικογένειας. Είπαμε να συναντηθούμε.
Δεν ξέρω τι είχε τρέξει αλλά σα να είχε αλλάξει μυαλά εκείνη την εποχή ο Σταυρέας. Σα να είχε βάλει λίγο νερό στο κρασί του. Είχε ξεχάσει τις αγριάδες, αν κι εδώ που τα λέμε δεν ήταν ποτέ και κανένας άγριος της προκοπής. Ίσως φωνακλάς ναι, αλλά άγριος με όλη τη σημασία της λέξης δεν ήταν ποτέ. ‘Όταν συναντηθήκαμε μάλιστα, μου είπε  πως αν ήθελε ο φίλος μου ο Ντάφλος, τώρα που θα γινόμαστε μπατζανάκηδες, να ξαναγυρνούσε. Η Μαγδαληνή τον ήθελε κι ο γιος του ο Τίτος, ακόμα πιο πολύ. [Για τη Μαγδαληνή δεν τον πίστεψα, αυτή τον μισούσε το είχα καταλάβει προ πολλού.]
Είχε έρθει στο σπίτι που μέναμε με την Καίτη, εκεί στις παρυφές του Λυκαβηττού.
-Δεν είσαστε και άσχημα εδώ, κοίταξε γύρω το χώρο. Φαίνεστε νοικοκυρεμένοι. Εσύ άλλαξες καθόλου μυαλά; Γύρισε στην Καίτη Ακόμα με τα κομούνια τρέχεις; Δεν πιστεύω να είσαι και συ ίδιος; Έσμιξε τα φρύδια του προς εμένα.
-Άστα αυτά αδερφέ, του απάντησε η Καίτη. Ο καθένας έχει την ιδεολογία του, τα πιστεύω του Δε σου κάναμε ποτέ  προσηλυτισμό, ούτε και σύ θέλουμε να κάνεις σε μας. Δεν έχει νόημα, τα έχουμε συζητήσει πολλές φορές. Τώρα γι άλλα πράγματα σε φωνάξαμε.
-Ναι, σύμφωνοι… δε λέω, ο καθένας έχει τις ιδέες του, έκανε μουδιασμένος. Εντάξει, αφού τα βρήκατε εσείς, να γίνουν τότε οι αρραβώνες και σύντομα ο γάμος. Τι λες και συ γαμπρέ;
Παράξενα ηχούσε στ αφτιά μου αυτή η λέξη. Γαμπρέ!
-Τι να πω… εντάξει… αλλά τους αρραβώνες τι τους θέλουμε; Μια και καλή γάμος και αρραβώνες, δεν είναι καλύτερα έτσι;
-Όπως τα κανονίσετε εσείς. Μεγάλοι είστε, ξέρετε τι κάνετε, είπε μισοαδιάφορα και σηκώθηκε να φύγει. Για προίκες, έξοδα και κουμάντο, ούτε λέξη. Κάπου στα ενδιάμεσα, μου έλεγε η Καίτη πως της είχαν γράψει ένα οικόπεδο στο Χολαργό, που της αναλογούσε από την πατρική περιουσία. Πάντως ο Σταυρέας δε μου έμοιασε να νοιάζεται και πολύ για την τύχη της αδερφής του αλλά κι εγώ δεν πήγαινα πίσω. Δε σκεφτόμουν ούτε το οικόπεδο που μου έλεγε η Καίτη, ούτε περί νοικοκυρέματος που μου έλεγαν οι άλλοι. Ήμουν σχεδόν σίγουρος πως δε θα γίνει αυτός ο γάμος. Τώρα γιατί προχωρούσα, βρείτε το εσείς. Παράλογο, ξεπαράλογο, έτσι γινόταν.
Είχε αρχίσει λοιπόν να με τρώει πολύ αυτή η ιστορία του γάμου και δεν ήξερα πώς να ξεφύγω. Δε μου πήγαινε να πω ένα ξερό όχι και να πάρω των ομματίων μου, δίσταζα, δεν ήθελα να τη λυπήσω. Παρ όλες αυτές τις σκοτούρες, κανονίσαμε να πάμε διακοπές, όλοι μαζί στη Μονεμβασιά. Από εκεί ήταν η καταγωγή των Σταυρέων.
-Πάμε γαμπρέ, μου είπε ο Σταυρέας. Έλα, θα δεις θα περάσουμε ωραία.
Ο Σταυρέας που είχε αποκτήσει ένα άλλο πάθος τελευταία που δεν το ήξερα. Το είχε ρίξει στο χαρτί, στο τζόγο, αυτός που δεν είχε αγγίξει τράπουλα στη ζωή του, τώρα στρωνόταν στο πράσινο τραπέζι μερόνυχτα. Εκεί στη Μονεμβασιά το είδα με τα μάτια μου. Όλη μέρα στο καφενείο ήταν και έπαιζε μεγάλα ποσά. « Θα καταστραφεί μια μέρα, να μου το θυμηθείς» μου είπε η Καίτη.
Καθόμουν μερικές φορές κοντά του, έλα να σε κεράσω καφέ μου έλεγε και παρακολουθούσα. Τι πάθος ήταν αυτό; Συνήθως έχανε και τότε νευρίαζε, φώναζε σα μεθυσμένος. Αυτός που δεν έβαζε ποτό στα χείλη του.
-Εγώ δεν έχω μεθύσει ποτέ! Καυχιόταν. Τέτοια φάρα ήταν, ανάποδος, στριμμένος άνθρωπος, αγύριστο κεφάλι κι εγώ απορούσα τότε πως πήγαιναν μπροστά τέτοιοι άνθρωποι.
Τέλος πάντων. Εκείνος ο Ιούνιος στη Μονεμβασιά μου έμεινε αξέχαστος, μου άρεσε πολύ το μέρος. Τόσο πολύ ενθουσιάστηκα που όταν είδα ένα πωλητήριο σε ένα μαγαζί με αντίκες και πίνακες, ζωγραφικής, είπα στην Καίτη να το πάρουμε.
-Εδώ να μείνουμε, συνέχισα. Είναι χώρος που μου ταιριάζει. Να πείσουμε τον αδερφό σου να μας βοηθήσει
Η Καίτη στραβομουτσούνιασε. Τι μου λέει; Θα σκέφτηκε. Και με το δίκιο της γιατί αυτά που της έλεγα ήταν όνειρα θερινής νυχτός αλλά είπαμε, πάντα νυχτωμένος εγώ. Έτσι και τότε, παρέπαια. Έψαχνα τον εαυτό μου, ανέβαινα λαχανιασμένος στο βράχο της Μονεμβασιάς και προσπαθούσα να ξεφύγω. Από πού; Απ τον εαυτό μου; Από τους άλλους; Απ τις αγάπες μας;
Από τις αγάπες μας δεν ξεφύγαμε ποτέ, έλεγα. Είναι οι Ερινύες μας, το ίδιο βασανιστικό κουβάλημα της αιώνιας πέτρας του Σίσυφου. Κι εμένα αυτή η πέτρα ήταν η περιπέτεια, η εξήγηση, η γνώση και η μοναξιά. Ψαχούλευα λοιπόν, τα βράχια της Μονεμβασιάς, μέσα στην παλιά πόλη, πάνω στο ύψωμα, να καίει ο ήλιος κατακαλόκαιρα, να σφύζουν οι τζίτζικες τη ζωή.
Το κυανούν της θάλασσας, το Βενετσιάνικο στυλ, οι πειρατές, οι άλλες εποχές έρχονταν μπρος μου κι εγώ συνέχιζα να ψαχουλεύω τον παλιό κόσμο. Σα να έβλεπα τώρα όλα τα κανόνια να χτυπούν και τις άγριες φάτσες των πειρατών με τα σπαθιά στα χέρια να ορμάνε στο βράχο. Τι ήθελαν αυτοί οι άνθρωποι απ αυτόν τον βράχο καταμεσής στη θάλασσα σ αυτή την άκρη της γης; Πολύ θα ήθελα να ζούσα σε μια τέτοια εποχή.
Την Καίτη όλα αυτά την ενοχλούσαν. Όχι ακριβώς αυτά, επειδή τελευταία είχε αρχίσει να μπαίνει στο πετσί της ιδιαίτερης κουλτούρας μου αλλά πιότερο ενοχλούνταν επειδή, ίσως είχε καταλάβει πως αυτά που ποθούσε μαζί μου, δε θα γινόταν ποτέ πραγματικότητα έτσι ανέστρεφε τα αισθήματα της. Εκεί που ήταν απλή, αγαπημένη μαζί μου, ξαφνικά γινόταν επιθετική, ιδίως όταν άρχιζα να ψάχνομαι στον αέρα, όπως τότε με το μαγαζί. Εγώ, απαθής κι αδιάφορος.
-Τι θέλεις; Της έλεγα. Όταν γυρίσουμε πίσω θα γίνουν όλα, θα φτιάξουν τα πράγματα.
Αυτή η αοριστία μου ήταν που την νευρίαζε περισσότερο
-Μου τσακίζεις τα νεύρα, μου έλεγε Τα κάνεις σμπαράλια, δεν είσαι άνθρωπος εσύ.
Αλλά με αγαπούσε, το καταλάβαινα. Και με πονούσε, έβλεπα στα μάτια της την αγωνία και το αιώνιο ερώτημα στα χείλη:
-Μ αγαπάς; Με ρωτούσε ακόμα και σε άσχετες στιγμές.
Εν ευθέτω χρόνο.
Δεν της απαντούσα, τι να της έλεγα; Καμιά φορά, σπάνια, απαντούσα με ένα σιγανό ναι, χωρίς ποτέ να τολμήσω να προφέρω την τεράστια λέξη σ αγαπώ κι έβλεπα τότε τα μάτια της να μαραζώνουν και λυπόμουν κι εγώ κατάβαθα. Της γύριζε η ψυχή ανάποδα, της φαινόταν ο κόσμος βουνό αλλά είχε μεγάλο πείσμα και γρήγορα συνερχόταν. ‘Θα τα καταφέρω και μόνη μου αλλά αν δε θέλεις, αν δε μ αγαπάς να μου το πεις. Δε θέλω τη λύπηση σου Αμβράζη!» άλλαζε την όψη της και το είναι της.
Επιστρέψαμε κάποτε, γυρίσαμε φορτωμένοι αναμνήσεις. Εγώ κουβάλησα και μερικές πέτρες. Μια απ αυτές που την είχα διαλέξει ειδικά γι αυτό, τη σκάλισα με σφυρί και καλέμι, δίνοντας τη μορφή ενός πειρατή. Την έχω ακόμα εκεί στο ραφι της βιβλιοθήκης και γύρω της κάμποσες άλλες. «Τι τις θέλεις τις πέτρες;» απορούσε η Καίτη κι εγώ γελούσα. «Ωραίες δεν είναι;» και τις κοίταζα με μισόκλειστα μάτια, τις χάιδευα με τα χέρια. «Ωραίες είναι» μουρμούριζε περισσότερο απορημένη.
Όλα όσα επακολούθησαν έγιναν γρήγορα. Τάχιστα. Στο μικρό διαμέρισμα των παρυφών του Λυκαβηττού, ένα πρωινό της ανάγγειλα, πως τελείωσε, φεύγω δεν κάνω εγώ για τέτοια πράγματα. Κι εκείνη έκλαιγε. Κλάμα πικρό και μαύρο.
Το προηγούμενο βράδυ είχε έρθει ο Σταυρέας. Καθίσαμε στο μικρό σαλόνι, μιλήσαμε για το γάμο. Εξ επίτηδες άφησε πάνω στο τραπεζάκι ένα πιστόλι. Είπε πως τον βάραινε στην τσέπη αλλά εγώ δε φοβόμουν, είχα τον τρόπο μου και ξεγλιστρούσα σα χέλι. Θα δούμε, έλεγα, έχουμε καιρό, δεν υπάρχει θέμα βιασύνης, κορόιδευα τον εαυτό μου και κείνους. Δεν το καταλάβαινα ότι ήταν έτσι για κείνους, για μένα το σωστό και το καλύτερο ήταν να φύγω, να μη γίνει αυτός ο γάμος και απλώς προσπαθούσα να κρυώσω το σίδερο, νη μην είμαι μες τη φωτιά ακριβώς.
Δεν θυμάμαι να έγινε κάτι άλλο σπουδαίο. Λίγο αργότερα, ο Σταυρέας έφυγε. Είπε πως ήταν κουρασμένος και θα πήγαινε για ύπνο αλλά μάλλον για χαρτί θα πήγαινε. Συμφωνήσαμε σε όλα. Να συντομεύσουμε το γάμο., να βρω μια δουλεία της προκοπής, ν’ αγοράσουμε τα έπιπλα και τα κουζινικά-λεφτά θα μας έδινε ο Σταυρέας- και να ησυχάσουμε και εμείς και αυτός από αυτές τις σκοτούρες. Μόνο που όλα αυτά το πρωί, έγιναν σκόνη, αέρας κοπανιστός και το μόνο πραγματικό ήταν το κλάμα-το μαύρο και πικρό της Καίτης που σας έλεγα-και το δικό μου φευγιό.
Μάζευα τα πράγματα μου, όσα μπορούσα, τα υπόλοιπα θα τα έπαιρνα μια άλλη μέρα, σύντομα της είπα. «Μια μέρα που να μην είμαι εδώ!» μου απάντησε μέσα στο κλάμα της γεμάτη οργή. Εγώ συνέχιζα να γεμίζω τη βαλίτσα και προσπάθησα να της εξηγήσω για άλλη μια φορά, πως δεν έκανα για κείνη, ήθελα να την πείσω, πως άξιζε καλύτερη τύχη κι έριχνα όλα τα λάθη στον εαυτό μου. Κάποια στιγμή, νόμισα ότι τα κατάφερα αλλά τελικά, ύστερα από πολλά χρόνια κατάλαβα πως ποτέ δεν την έπεισα. Πάντως, λίγο μετά που προσπαθούσα ν αποφύγω τους μελοδραματισμούς, τα αντίο και τα τέτοια, δεν το γλίτωσα. Κύλισε και μένα ένα δάκρυ στην πόρτα.
Τι το ήθελα;
Μέχρι τη λεωφόρο μπροστά στα έκπληκτα μάτια του πλήθους με κυνηγούσε η Καίτη, κλαίγοντας. Έφτασε στο σημείο να μου τραβάει το πόδι κι εγώ με τη μικρή βαλίτσα στο χέρι να προχωράω και να τα έχω χαμένα. «Τι κάνει;» σκεφτόμουν… « είναι λογικά πράγματα αυτά;»


συνεχίζεται

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΜΑΣ

    Έτσι πως έγιναν και γίνονται τα πράγματα είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε πως οι δυσμενείς υποθέσεις των προηγούμενων γενεών για την...