Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 33



Κανένας δεν ξέρει τι κρύβεται μες στη συνείδηση του άλλου. Τα συναισθήματα των απλών ανθρώπων βγαίνουν πολύ εύκολα στη  φόρα. Εκείνων όμως που άρχουν, που θέλουν να διοικούν αυτούς τους ανθρώπους, είναι αναγκαστικά κρυμμένα.
Έχοντας απέναντι του την Πέτρα Σμιθ ο Νίκος Καζάρμας, προσπαθούσε να ξεψαχνίσει τη συνείδηση της. Απ την αρχή δεν είχε πιστέψει πως μπορεί να ήταν ερωμένη του πατέρα του αλλά ποια ήταν η πραγματική τους σχέση δεν μπορούσε να την φανταστεί. Αυτό που περνούσε από το μυαλό του πλησίαζε στην αλήθεια αλλά χρειαζόταν να το εξακριβώσει.
-Δε μιλάς; κάτι ψάχνεις εσύ; την άκουσε να του μιλάει και γύρισε στα μάτια της.
Φαινόταν έξυπνη και οι έξυπνοι άνθρωποι είναι πιο επικίνδυνοι από τους άλλους. Γι αυτό και, ξαφνικά με βάση αυτή την αντίληψη, αποφάσισε να της μιλήσει στα ίσα, με ανοιχτά χαρτιά, προτού πάρουν άλλη τροπή τα πράγματα. Φοβόταν αδιόρατα τον κίνδυνο να τον ερωτευτεί η Πέτρα, πράγμα που για πολλούς λόγους δεν ήθελε να συμβεί.
-Πάμε έξω; της πρότεινε. Είναι πιο ήσυχα, πάμε σε ένα τραπεζάκι να καθίσουμε.
Πήρε το ποτό του και προχώρησε προς την αυλή. Η Πέτρα τον ακολούθησε χωρίς καμιά αντίρρηση, ένιωσε βολικά και ασυναίσθητα απέκτησε μια εμπιστοσύνη σ αυτόν τον άγνωστο άντρα που την είχε πλευρίσει τόσο αναπάντεχα. 
Κάθισαν σ ένα τραπέζι, μακριά από τον θόρυβο της μουσικής που ερχόταν απαλά να τους συντροφεύει.
-Λοιπόν; αγαπητέ άγνωστε, για πες μου τον λόγο που θέλησες να με γνωρίσεις; μίλησε με σαφήνεια και χωρίς καμιά ανησυχία.
-Το όνομα μου είναι Νίκος Καζάρμας, απάντησε κοιτάζοντας την έντονα.
Η Πέτρα ξαφνιάστηκε, έπιασε το πηγούνι της, άνοιξε τα μάτια , πελώρια.
-Νίκος Καζάρμας! μίλησε σαν ηχώ. Ο θεέ μου, μη μου πεις πως είσαι...
-Ναι, αυτός είμαι, την έκοψε. Εσύ ξέρεις τώρα ποιος είμαι. Πες μου κι εσύ ποια είσαι για να ξέρω με ποια έχω την τιμή να συνομιλώ.
Η Πέτρα το σκέφτηκε καλά για μια στιγμή να του κρυφτεί, αφού ο πατέρας τους είχε κρατήσει τόσα χρόνια κρυφή την ύπαρξή της. Ώστε αυτός ο άντρας που είχε απέναντι της και έπιναν το ποτό τους σαν γνώριμοι από καιρό ήταν αδερφός της! Γνώριζε πως υπήρχε ένας τέτοιος αλλά ποτέ δεν την είχε αφήσει ο πατέρας της να τον γνωρίσει. Τον ξανακοίταξε, πρόσεξε καλύτερα τα χαρακτηριστικά του.
-Δε μοιάζεις με τον πατέρα σου, είπε. Δε μοιάζετε καθόλου μπορώ να πω.
-Το ξέρω πως γνωρίζεις τον πατέρα μου. Όχι δεν του μοιάζω, μοιάζω στη μητέρα.
-Είμαστε αδέρφια, από άλλη μητέρα, ομολόγησε σα να μιλούσε στον εαυτό της, περισσότερο για να πεισθεί για τα συναισθήματα που την κυριαρχούσαν εκείνες τις στιγμές.
Πράγμα παράξενο ούτε ο Νίκος ξαφνιάστηκε, λες και είχε ακούσει το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.
-Και τώρα τι θα κάμεις; θα μιλήσεις στον πατέρα μας; εγώ νομίζω πως δεν πρέπει, αφού τόσα χρόνια δεν ήθελε να με παρουσιάσει σε σας, την άκουσε και δεν ήξερε αν έπρεπε ν ακολουθήσει τη συμβουλή της.
-Κάποια μέρα θα του μιλήσω, θα γίνει κι αυτό. Αλλά ας τον αφήσουμε λίγο ακόμα σ αυτό που είχε διαλέξει.
-Να σου πω, εντάξει! νομίζω πως έχεις δίκιο; θέλεις να βρίσκομαι ακόμα στη σκιά! να είμαι ακόμη πιο μόνη! τώρα που πέθανε και η μητέρα μου! αυτό θέλεις αδερφέ μου;
Τα έλεγε όλα μαζεμένα, ασταμάτητα, δεν την προλάβαινε. Έκανε να της πιάσει το χέρι.
-Δε θέλω να μου πιάσεις το χέρι! αγρίεψε. Τα μάτια της πετούσαν σπίθες. Σηκώθηκε.
-Φύγε! είπε. Δε θέλω να σε ξαναδώ! Δεν υπάρχεις, όπως δεν υπήρξες ποτέ.
Το πρόσωπο της είχε αλλάξει τελείως. Δεν είχε καμιά σχέση με το πρόσωπο που πριν από λίγη ώρα αντάλλασσε όμορφες ματιές μαζί του.
-Ή μάλλον φεύγω εγώ! γειάσου αδερφέ μου! είπε σαρκαστικά και έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω της.
Δεν έκαμε καμιά κίνηση να την κρατήσει, ήξερε πως θα την ξανάβλεπε και πως όλα αυτά θα άλλαζαν, αλλά προς το παρόν ανασήκωσε τους ώμους του. Δεν καταλάβαινε τι ακριβώς ήταν να έχεις μια αδερφή. Ούτε χαρά, ούτε λύπη. Μια ωραία συμπάθεια είχε νιώσει, ένα τράβηγμα του ίδιου αίματος, αν και δεν ήταν ακριβώς έτσι μια και η Πέτρα είχε και Γερμανικό αίμα στις φλέβες της.
συνεχίζεται

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 32




Αυτοί πιστεύουν πως ο κόσμος δεν μπορεί ν αλλάξει αν σκοτώνουμε κάποιες από τις κεφαλές του συστήματος. Η δική μας άποψη διαφέρει. Εμείς πιστεύουμε το αντίθετο. Κόβοντας κάποια τέτοια κεφάλια θα κάνουμε τους υπόλοιπους να φοβούνται, να τρέμουν για τη ζωή τους ανά πάσα στιγμή. Είμαστε λίγοι εναντίον πολλών.
Κάποια λόγια συγκρατούνται πιο εύκολα στο νου όταν λέγονται από σημαντικά άτομα και όταν πρεσβεύουν αυτόν που τα ακούει.
Ο Νίκος Καζάρμας είχε ακούσει αυτά τα λόγια  στις συγκεντρώσεις της ομάδας, πολλές φορές, από τότε που οι εκτελέσεις αυτών των προσώπων, έγιναν πράξη. Στην ομάδα ΚΆΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ δεν υπήρχε αρχηγός, όλοι δρούσαν ανάλογα με τα προσόντα και τις ικανότητες, μετά από συνδυασμένες ενέργειες όλων των μελών και συνήθως μόνο αυτών που εμπλέκονταν στην κάθε υπόθεση. Οι εκτελεστές της ομάδας ήταν τέσσερις, με τον θάνατο του Μπέρη, έμειναν τρεις και μετά την ανακάλυψη της γιάφκας, η ομάδα έλαβε εντολές για πλήρη αποχή από τα γεγονότα μέχρι νεωτέρας.
Σχεδόν στρατιωτικό ανακοινωθέν που αποφάσισαν όλοι μαζί δι ανατάσεως του χεριού.
Ο Καζάρμας στην ουσία δεν γνώριζε προσωπικά, κανέναν απ αυτούς που είχε συντρόφους στην ομάδα. Και ούτε τον ενδιέφερε.
Γνώριζε πως ήταν μπλεγμένος σε ένα τεράστιο παιχνίδι που αφορούσε κυριολεκτικά όλο του το είναι κι αυτό που τον ένοιαζε μόνο, ήταν η απόδοση δικαιοσύνης. Και αφού έβλεπε πως η δικαστικές αρχές ήταν δούλες της αστυνομίας και η αστυνομίες όλου του κόσμου υποταγμένες στους εισαγγελείς, ο μόνος τρόπος να αποδοθεί δικαιοσύνη ήταν η αυτοδικία. Επίσης σκεφτόταν πως κάποια στιγμή, ίσως πολύ σύντομα, να τον συνελάμβαναν ή να σκοτωνόταν σε κάποια συμπλοκή.
Το σκίτσο που του είχαν φιλοτεχνήσει οι ζωγράφοι της αστυνομίας δεν ήταν και τόσο κοντινό, στην ουσία δεν έμοιαζε καθόλου μ αυτόν και μόνο κάποιο άτομο που τον γνώριζε καλά θα μπορούσε να υποψιαστεί πως μπορεί να ήταν ο ίδιος ένα και το αυτό πρόσωπο με τον εκτελεστή.
Αυτό το άτομο ήταν ο ανακριτής Ιωάννης Εξαδάκτυλος. Ο Νίκος ήξερε πως κάποτε θα έρχονταν αντιμέτωποι οι δυο τους, αλλά αυτό φαινόταν αρκετά μακρινό, έτσι πίστευε ταξιδεύοντας γι άλλη μια φορά προς την Κηφισιά, έχοντας κατά νου να μπορέσει να εξακριβώσει τι ήταν εκείνη η νεαρή γυναίκα που είχε συναντήσει ο πατέρας του.
Είχε έρθει το Καλοκαίρι, ο ήλιος βασάνιζε τα μυαλά και το δέρμα των ανθρώπων, λίγο πριν την άφιξη της ηλεκτρονικής εποχής, των κινητών τηλεφώνων και των υπολογιστών που θα άλλαζαν εντελώς τη φυσιογνωμία του καινούργιου κόσμου.  Είχε προμηθευτεί και ο ίδιος ένα από τα πρώτα και προσπαθούσε να εξοικειωθεί με τη νέα τεχνολογία, όπως και με το διαδίκτυο. Το ιντερνέτ αυτή την φοβερή ανακάλυψη των Εγγλέζων που έβαλε τον κόσμο σε μια εντελώς άλλη πραγματικότητα που ναι με αναμενόταν αλλά είχε εμφανιστεί πιο γρήγορα κι αυτό δημιουργούσε πρόβλημα και στις κυβερνήσεις των κρατών που έπρεπε να προσαρμοστούν τάχιστα.
Φτάνοντας εκείνοο το βράδυ, έξω από το σπίτι που διέμενε η Πέτρα Σμίθ, πάρκαρε το αυτοκίνητο και κατέβηκε. Ήταν ντυμένος στο τσακ. Ξυρισμένος. Κοντό, κουρεμένο μαλλί, άνετο στυλ. Διάβαινε και τον κοιτούσαν όλοι, άντρες, γυναίκες, παιδιά, ανεξαρτήτου ηλικίας. ήταν ένας τύπος που δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητος. Είχε συνηθίσει σ αυτό, δεν τον πείραζε, ίσα-ίσα μερικές φορές το διασκέδαζε κιόλας.
Είδε την Πέτρα να διαβαίνει ανάμεσα από το πλήθος κι αυτή δεν περνούσε απαρατήρητη, και να κατευθύνεται προς ένα από τα καλύτερα μπαρ της Κηφισιάς. Την ακολούθησε. Στα σκαλιά προς την είσοδο γύρισε και τα μάτια τους ανταμώθηκαν. Της χαμογέλασε. Εκείνη του ανταπέδωσε. Ήταν η πρώτη φορά που βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής από τότε που την είχε παρακολουθήσει για ν ανακαλύψει τι κρυβόταν πίσω από τη σχέση της με τον πατέρα του που πραγματικά δεν μπορούσε να εξακριβώσει και ούτε να φανταστεί τι ακριβώς συνέβαινε. Απόψε πίστευε να εξακρίβωνε μερικά προσπαθώντας να την γνωρίσει.
Πήγε στη μπάρα, παράγγειλε το ποτό του, η Πέτρα στην άλλη πλευρά έκαμε το ίδιο. Ξανακοιτάχτηκαν σα να ήταν μόνοι σ αυτό το μπαρ, σ αυτόν τον κόσμο. Χωρίς χρονοτριβή ο Καζάρμας έφτασε κοντά της.
-Γειάσου, της είπε ανάμεσα από τον θόρυβο της μουσικής και κάθησε απέναντις της. Είμαι ο Νίκος.
-Γειάσου κι εσένα! του χαμογέλασε και της άρεσε αυτός ο άντρας που την είχε πλησιάσει τόσο αυθόρμητα. Είμαι η Πέτρα.
συνεχίζεται

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 31



Ο πρώτος δολοφόνος λέγεται πως ήταν ο Κάιν, αυτή ήταν η αρχή των φόνων για τους Εβραίους, ενός λαού από τους πιο εκλεκτούς λαούς του κόσμου. Αρχή γενέσεως δολοφονιών, πριν ή μετά τον Κάιν δεν έχει σημασία. Για τους Έλληνες, επίσης ένας λαός από τους πιο προβεβλημένους στην παγκόσμια ιστορία, ο Κόδρος θεωρείται ένας από τους πρώτους δολοφόνους που εφόνευσε έναν ξυλοκόπον για να σκοτωθεί κατόπιν ο ίδιος από τον σύντροφον του κι έτσι να γλιτώσει το κράτος των Αθηνών. Ο ξυλοκόπος δε, είχε υιόν ο οποίος με τη σειρά του μαχαίρωσε τον υιόν του Κόδρου Μυθριδάτη. Ούτος εφονεύθη από τον Δαλάι Λάμα τον μεταγενέστερο, εκ της Ρουθ και του Βοόζ, εν τη πόλει Ιερουσαλήμ. Αυτή ήταν η πόλη όπου οικοδόμησε τον ναόν του ο Ιούδας, το γένος της μάνας του. Νωρίτερον δε ο Αλέξανδρος ο Μέγας μέσω κάποιου Παυσανία σκότωνε τον πατέρα του Φίλιππο και εθεωρήθη από τους πρώτους πατροκτόνους που δεν δικάστηκε ποτέ για την πράξη του. Από εκεί αργότερον, γενεαί δεκατέσσερις εδολοφονήθηκαν μεταξύ τους, έως του μεγάλου Καίσαρος της Ρώμης. Εξ αυτού εγεννήθη παιδίον νέον το οποίον έμελλε να σαιτεύεσει πισώπλατα τον αδερφό του, έναντι της πατρικής περιουσίας. Κι αυτός όμως δεν είχεν καλυτέραν τύχην. Ο αιμοβόρος Βούλγαρος Κρούμος, έπινε νερό με την νεκροκεφαλήν του, μετά την αποκοπή της από το σώμα. Μέχρι εδώ άλλες γενεές δεκατέσσερις, ων τα ονόματα δεν γράφει η ιστορία, παρομοίως είχαν αποκεφαλιστεί. Έκτοτε η δολοφονία αποτέλεσε ένα από τα ισχυρότερα και αποτελεσματικότερα, πολιτικά και στρατιωτικά όπλα. Οι μεγαλύτεροι δολοφόνοι, ο Καλιγούλας ο Λεοπόλδος του Βελγίου, η Ελιζάμπεθ Μπάθορι, ο Χίμλερ, ο Τσι Σι Χουάγκ, ο Ροβεσπιέρος και από τους πιο ονομαστούς δολοφονημένους της ιστορίας ο Αβραάμ Λίνκολν, τον οποίο πυροβόλησε ο ηθοποιός Μπούθ τη στιγμή που ήταν σκασμένος στα γέλια από την κωμωδία που παρακολουθούσε. Από τότε και μετά κυριάρχησε στον κόσμο η ειρήνη, που επί των ημερών της, ο Γιάννης εφόνευσε τον Κώστα και ο υιός αυτού τον Βαγγέλη για να διαιωνιστεί ένας κατάλογος αιματηρών πράξεων.
Τα έλεγε όλα αυτά ο ανακριτής, ανακατεμένα, μπερδεμένα, έτσι που η γυναίκα του η Ντιούσκα είχε μείνει άγαλμα να τον παρακολουθεί.
-Τι συμβαίνει άντρα μου; είπε με ανησυχία.
-Δεν μπορώ να σου πω! απάντησε. Βάλε μου ένα ποτό ακόμα.
Ήταν ένα βράδυ μετά από την ημέρα που ο ανακριτής είχε πειστεί πως ο Νίκος Καζάρμας, ο αγαπημένος του ανιψιός ήταν ο εκτελεστής τουλάχιστον του Μαυροσκότη. Είχε παραμείνει εντελώς άπραγος. Δυο μέρες δεν πάτησε το πόδι του στο γραφείο προφασιζόμενος τον άρρωστο.
-Μα είσαι άρρωστος, θα σε πειράξει! είπε η Ντιούσκα, φέρνοντας το ποτό. Τι παραλήρημα ήταν αυτό με τους φόνους;
-Διαφωνείς; την ειρωνεύτηκε ο ανακριτής. Εσύ δεν είσαι γνήσια απόγονος του Κρούμου και του Σαμουήλ αυτών των τεράτων της ιστορίας σας;
Η Ντιούσκα συνέχισε να τον κοιτάζει απορημένη.
-Ξέρω πολύ καλή ιστορία κύριε ανακριτά, να είσαι σίγουρος γι αυτό. Όλα αυτά που μου αράδιασες είναι σωστά. Συμφωνώ πως ο άνθρωπος είναι ένα τέρας που δολοφονεί.
-Εσύ θα το έκανες ποτέ; ρώτησε εντελώς ξαφνικά ο ανακριτής.
-Δεν το χω σκεφτεί. Ή μάλλον το χω σκεφτεί και δεν έδωσα καμιά απάντηση στον εαυτό μου. Αλλά γνωρίζω πως κι εγώ θα το έκανα αν βρισκόμουν σε ανάλογη θέση ας πούμε του Αλέξανδρου. Και αν είχα εξουσία. Η εξουσία είναι φονικό όπλο.
-Θα το έκανες ε; αναρωτήθηκε περισσότερο ξαφνιασμένος. Ώστε και η καλή του γυναίκα η όμορφη Ντιούσκα θα μπορούσε να κάνει φόνο!
-Απορώ που ξαφνιάζεσαι! ένας άνθρωπος με τις δικές σου γνώσεις θα έπρεπε να γνωρίζει οπωσδήποτε πως όλοι οι άνθρωποι μπορούν να σκοτώσουν κάτω από διάφορες συνθήκες.
-Λες να μη το γνωρίζω;
-Ε, τότε;
-Η επιβεβαίωση των κανόνων σε πρακτική μορφή είναι πολύ μακριά από την θεωρητική. Κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες δεν μπορώ να σε φανταστώ δολοφόνο!
-Ε, ούτε κι γώ εσένα! αν το πας έτσι, γέλασε η Ντιούσκα.
-Μη γελάς, το θέμα είναι σοβαρό...
-Για σένα που έχεις ν αντιμετωπίσεις κάθε μέρα τέτοιες καταστάσεις, εγώ μια απλή μεταφράστρια είμαι, που θέλω να ζήσω τη ζωή μου ήσυχα με τον άντρα μου και τα παιδιά που θα κάνουμε! κι έπιασε με νόημα τη φουσκωμένη κοιλιά της.
Του ανακριτή πήγε να του φύγει το ποτήρι με το ποτό από το χέρι.
-Αλήθεια λες; άνοιξε τα μάτια του.
-Εμ, τι ψέμματα; του χαμογέλασε και τον αγκάλιασε. Ύστερα σηκώθηκε. Πάω να ετοιμαστώ ένα τέτοιο γεγονός χρειάζεται μια μικρή γιορτή, δεν συμφωνείς αγάπη μου; Θα με βγάλεις έξω;
Ο ανακριτής έγνεψε ναι, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήξερε τι να πει. Από τη μια χάρηκε και από την άλλη μούτρωσε αλλά η χαρά του ήταν μεγαλύτερη. Γι αυτό σηκώθηκε και πήγε να ετοιμαστεί για μια χαρούμενη βραδιά.
συνεχίζεται

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 30




Δεν είχε κανέναν λόγο να τους πιστέψει. Ή μάλλον είχε πολλούς λόγους να μην τους πιστέψει. Ήταν πολλά πράγματα που έρχονταν τελείως αντίθετα με τις ενδείξεις και των όσων, αργότερα, υποστήριξαν. Κι ο ανακριτής δεν ήταν από τους ανθρώπους που έχαβαν μύγες.
Οι συνταρακτικές αποκαλύψεις της αστυνομίας του προκαλούσαν γέλιο ή αντίθετα λύπη, αφού και οι δυο αντίθετες έννοιες ήταν τόσο κοντά όσο το δράμα με την κωμωδία. Αμέσως μετά την δολοφονία του Αλέκου Μπέρη, ανακοίνωσαν και μέσω του τύπου, πως αυτός ήταν ο στυγερός δολοφόνος του καθηγητή Μαυροσκότη.
-Μα πως γίνεται αυτό; ρώτησε τον χοντρό υπαστυνόμο Χρήστο Φοντέλη, ειδικευμένο στη δίωξη κατά της τρομοκρατίας.
-Όλα γίνονται κύριε ανακριτά, όλα είναι πιθανά!
-Το σκίτσο που είχατε φτιάξει, σύμφωνα με την μαρτυρία του δυσκίνητου και γυαλάκια θυρωρού, έδειχνε έναν ξανθό άντρα με μουστάκι...
-Μην αυταπατάσαι κύριε ανακριτά, συνέχισε το βιολί του ο υπερφίαλος μπάτσος. Ο άνθρωπος όπως είπες κι εσύ και όπως είναι αυταπόδεικτο, είναι γυαλάκιας, δηλαδή μύωπας και φυσικό ήταν να κάνει λάθος, αυτό είναι όλο. Δυσκίνητος καθώς είναι δεν μπόρεσε να πλησιάσει τον τρομοκράτη, για να δει καλύτερα.
Ο ανακριτής δεν ήξερε πως να τον κοιτάξει. Τον περνούσαν για τόσο ηλίθιο;
-Εξ άλλου, τον πρόλαβε ο Φοντέλης, ο θυρωρός συμφώνησε τελικά, πως ο άντρας που είδε εκείνο το πρωινό στο μέγαρο, ήταν μελαχρινός.
-Θα τον ρωτήσω γι αυτό, θέλω να τον ακούσω να μου το λέει κι εμένα.
-Μπορείς να πας να τον βρεις, κούνησε το κεφάλι του ο χοντρός υπαστυνόμος, κρύβοντας κι ένα ειρωνικό χαμόγελο που δεν του άρεσε καθόλου.
Είχε συνεργαστεί με πάρα πολλούς αστυνομικούς, σχεδόν όλοι ίδιοι, πανομοιότυποι του μοιαζαν. Εγωκεντρικοί, κρυψίνοες, με ένα ύφος σαν του Πάπα που είχε το αλάθητο. Έτσι κι αυτοί, νόμιζαν πως ήταν αλάθητοι και ως εκ τούτου εξουσιαστικοί.
Έφυγε βιαστικός, νιώθοντας σαν ένας οποιοσδήποτε ηλίθιος που πήγαιναν να τον κοροϊδέψουν κι αυτό δεν είναι από τα καλύτερα συναισθήματα. Κάτι προσπαθούσε να κρύψει η αστυνομία, κάτι ήθελε να περάσει στην κοινή γνώμη κι αυτό δεν ήταν άλλο από το ότι δρούσε κεραυνοβόλα, ότι ήταν αξιόπιστη και ότι οι πολίτες μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι αφού πολύ σύντομα θα εξάρθρωνε τις ομάδες τρομοκρατών και ιδιαίτερα της ομάδας ΚΆΤΩ ΤΟ ΚΡΆΤΟΣ.
Έφτασε στο μέγαρο της Πανεπιστημίου και είδε τον θυρωρό μέσα στο γυάλινο περίβλημα του. Του μοιασε μκε τυφλή πεταλούδα, καθώς ταχτοποιούσε ορισμένους φακέλους του ταχυδρομείου.
Ο θυρωρός δεν τον αναγνώρισε αμέσως και τον εξέταζε μέσα από τα χοντρά, μυωπικά γυαλιά του μερικά δευτερόλεπτα.
-Τι θέλετε κύριε; τον ρώτησε κατά την προσφιλή του συνήθεια να απευθύνει σε όλους αυτή την ερώτηση.
Αλλά, ευθύς αμέσως σαν να τον αναγνώρισε, σηκώθηκε λίγο αμήχανα και του πρότεινε το χέρι.
-Τι κάνετε κύριε ανακριτή! είπε μουδιασμένα. Αυτοί οι άνθρωποι νιώθουν πάντα μια κατωτερότητα μπροστά σε ανθρώπους με τίτλους.
Το ασύσπαστο πρόσωπο του ανακριτή, τον έκανε περισσότερο αμήχανο.
-Θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Προσπάθησε να είσαι ειλικρινής και σίγουρος, γιατί από αυτό εξαρτάται αν θα σε χώσω μέσα!
-Εμένα να χώσετε μέσα κυρ-ανακριτή; κάποιους άλλους να βάλετε, εγώ τι έκανα; στριφογύρισε αποφεύγοντας να τον κοιτάξει.
-Λοιπόν, θα σε χώσω μέσα για ψευδή κατάθεση. Λοιπόν, εδώ που είμαστε μόνοι και δε θα το λάβω υπ όψιν μου. Ήταν ξανθός ή μελαχρινός;
-Την αλήθεια; τον κοίταξε τώρα στα μάτια. Και δε θα πάθω τίποτα; συνέχισε παρακαλεστά.
-Δε θα πάθεις τίποτε σου εγγυώμαι εγώ. Λέγε, ξανθός ή μελαχρινός;
-Ξανθός! είπε. Μπορώ να κάνω τη δουλειά μου τώρα;
Ο ανακριτής δεν του απάντησε. Τι να του λεγε; δεν είχε σημασία, έτσι ένιωσε πως δεν είχε νόημα να συνεχίζει την ανάκριση του θυρωρού. Στο μυαλό του είχε σχηματιστεί η εικόνα του ξανθού εκτελεστή με το μουστάκι, που ίσως να ήταν ψεύτικο.
Επέστρεψε στο γραφείο αποφασισμένος να βάλει σε μια οριστική τάξη τις σκέψεις του γι αυτή την υπόθεση που είχε αρχίσει να τον ενοχλεί. Κάτι δεν του κόλλαγε, κάτι δεν του άρεσε κι αν ήταν κάτι που τον διέκρινε και πλησίαζε κοντά στην αλήθεια, ήταν γιατί συναρμολογούσε τις πιθανότητες. Όλες τις πιθανότητες, επειδή πίστευε πως όλη η ζωή μας ήταν μια πιθανότητα.
Την πιθανότητα να είχε σκοτώσει ο Αλέκος Μπέρης τον Μαυροσκότη την είχε αποκλείσει άμεσα αλλά η αστυνομία τον είχε σκοτώσει ενώ μπορούσε να μην το κάνει όπως παραδόξως είχε υποστηρίξει και ο χοντρός υπαστυνόμος. Ο Μπέρης ήταν σκούρος, μελαχρινός, ο δολοφόνος του καθηγητή ξανθός.
Έβγαλε τα σκίτσα από το συρτάρι, τα παρατήρησε πολύ ώρα. Κάτι του θύμιζε, κάπου πλησίαζε σε μια οικεία του μορφή αλλά τον εξέπληττε, δεν μπορούσε ούτε καν να το συλλογιστεί. Ο άντρας του ξανθού σκίτσου έμοιαζε με τον ανιψιό του. Τον Νίκο Καζάρμα. Αν του αφαιρούσες το μουστάκι ήταν ολόιδιος! Έκρυψε το μουστάκι με το δάχτυλο του, ύστερα με έναν χάρακα, ήταν ο ίδιος ή τουλάχιστον του έμοιαζε στο ενενήντα τοις εκατό. Και παραδέχτηκε πως οι σκιτσογράφοι είχαν κάνει μια σπέσιαλ δουλειά. Τη σύγκριση όμως αυτή μπορούσε να την κάνει μόνον αυτός. Κανείς άλλος δεν είχε τέτοια πρόσβαση. Από την αρχή όταν πρωτοείδε το σκίτσο, το μυαλό του είχε πάει στη φιγούρα του Νίκου αλλά την είχε απορρίψει σαν εμμονή. Εμμονή σύγκρισης αλλά τώρα με την αφαίρεση του μουστακιού, έμεινε αποσβολωμένος. Δε χωρούσε καμιά αμφιβολία. Ο άνθρωπος του σκίτσου και ο εκτελεστής του Μαυροσκότη ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο. Ο Νίκος Καζάρμας.
συνεχίζεται 


Παρασκευή 30 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 29



Δεν έκανε καμιά κίνηση. Έμεινε εκεί, ανάμεσα από τα δυο μισάνοιχτα παντζούρια, να τους βλέπει που πλεύριζαν το σπίτι της οδού Κέρενσκι με προφυλάξεις και τα όπλα προτεταμένα. Μέτρησε γύρω στους είκοσι, σταμάτησε να μετράει. Δεν έβλεπε το νόημα, μάλλον κάτι άλλο θα έψαχναν. Κρύφτηκε καλύτερα πίσω απ τα παντζούρια, κάνοντας μια σκέψη και κλείσει και να φύγει, γι αυτό, κοίταξε προς την πόρτα με υποψία. Σκέφτηκε να την ανοίξει μα μετάνιωσε άμεσα. Σαν κάτι να έκρυβε πίσω της. Τα πράγματα που κρύβονται, αν έχεις μάτια την κατάλληλη στιγμή τα βλέπεις. Πως μπορεί όμως να είχαν ανακαλύψει τη γιάφκα; μέχρι τότε η οργάνωση δεν είχε κάνει κανένα λάθος που θα τους οδηγούσε εκεί. Άρα; Δεν μπορούσε να βγάλει συμπέρασμα κι απόρεσε με τον εαυτό του που σκέφτηκε πως κάποιος τους είχε στείλει εκεί, επίτηδες γι αυτόν.
Κοίταξε πάλι από τη χαραμάδα. Τους είδε που είχαν πιάσει επίκαιρες θέσεις στον ακάλυπτο και σίγουρα γύρω από το σπίτι, δεν υπήρχε πλέον καμιά αμφιβολία. Έβγαλε το πιστόλι και πήγε προτείνοντας το προς την πόρτα. Στάθηκε ένα μέτρο μακριά της και κατάλαβε πως κάποιος ήταν απ έξω. Επίσης κατάλαβε πως δεν την γλίτωνε. Υπήρχε βέβαια και η παράδοση, να παραδιδόταν σ αυτούς.
Πικρογέλασε στη σκέψη, γύρισε και κάθισε στην καρέκλα, χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο. Μπορεί να έκανε λάθος, δεν ήταν σίγουρος πως είχαν έρθει γι αυτόν. Ίσως κιόλας να μην ήταν κανείς έξω από την πόρτα του. Την ξανακοίταξε προσπαθώντας να την διαπεράσει με το βλέμμα, χωρίς να μπορέσει ν αρνηθεί την πρώτη του σκέψη. Θα ήταν τέσσερις ή πέντε δεξιά κι αριστερά της πόρτας και περίμεναν.
Θα περίμενε κι αυτός, προσπαθώντας να είναι τελείως ήσυχος, για να μην προδώσει την παρουσία του, μέχρι να έκαναν εκείνοι το πρώτο βήμα. Αυτός καθισμένος με το πιστόλι στα χέρια θα τους περίμενε. Ησυχία δευτερολέπτων. καμία κίνηση.
Σηκώθηκε αργά-αργά, πήγε και ξεκρέμασε ένα Καλάσνικοφ να το έχει δίπλα του. Ξανακάθισε στην καρέκλα που έτριξε λίγο. Με τεντωμένα νεύρα περίμενε ν ακούσει κάποιο χτύπημα στην πόρτα. Κανείς.
Κοίταξε πάλι απ το παράθυρο, τους είδε στις ίδιες θέσεις. Μόνο ένας από δαύτους, ξεμύτισε γοργά, πλησίασε στο προαύλιο δυο-τρία μέτρα και ύστερα ταμπουρώθηκε πίσω απ τον κορμό του μεγάλου ευκαλύπτου. Ο Μπέρης έβλεπε τώρα μόνο την κάννη του όπλου που προεξείχε και ο ιδρώτας άρχισε να κυλάει στο μέτωπο του. Κοίταξε το ρολόι του. Τι ώρα να ήταν; το ρολόι ήταν σταματημένο στις εννέα. Κοίταξε στη συσκευή τηλεφώνου. Σκέφτηκε να σχηματίσει τους τρεις αριθμούς που έλεγαν την ώρα. Ένα-τέσσερα-ένα. Αν τον άκουγαν όμως; Πήρε τη συσκευή στα γόνατα του, έβαλε τον δείχτη στο ένα, το γύρισε μέχρι ν ακουμπήσει στο μικρό, καμπυλωτό ατσάλι. Το ξανάφερε πίσω, ήχος δεν ακούστηκε κανένας. Τώρα έπρεπε να γυρίσει το τέσσερα και ήρθαν στο νου ώρες πολλές που προσπαθούσε να πιάσει το ένα-τέσσερα-ένα. Το εκνευριστικό σήμα της κατειλημμένης γραμμής, ήταν μεγάλη απογοήτευση. Όμως αυτή τη φορά στάθηκε τυχερός. Έπρεπε με την πρώτη φορά να πιάσει το νούμερο και το πιασε. Σκέφτηκε προτού γυρίσει το τέσσερα, να κλείσει τη γραμμή και να προσπαθήσει να καλέσει τον σύνδεσμο της οργάνωσης που είχε σε περίπτωση άμεσου κινδύνου αλλά μετάνιωσε αμέσως. Θα τον άκουγαν απέξω και δε θα είχε κανένα νόημα, δεν μπορούσαν να τον βοηθήσουν, ότι έκανε έπρεπε να το κάνει μόνος του. Γι αυτό άφησε το τέσσερα να γυρίσει πίσω. Μετά το ένα. "Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι έντεκα και πενήντα εννιά και πενήντα δευτερόλεπτα...στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι δώδεκα ακριβώς...στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι, δώδεκα και δέκα δευτερόλεπτα.."
Άφησε τη συσκευή κατάχαμα, ανοιχτή.
Θα παραδιδόταν. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος, δεν μπορούσε να εξαφανίσει τα όπλα, αν αυτά έλειπαν από κει μέσα όλα θα διορθώνονταν. Θα έβγαινε σαν ένας φιλήσυχος πολίτης στο δρόμο. Πικρογέλασε στη σκέψη πως είχαν έρθει τυχαία και την απέρριψε άμεσα. Κάποιος είχε προδώσει, κάποιο τους είχαν στείλει να τον σκοτώσουν.
Πόση ώρα θα περίμεναν προτού κάνουν την πρώτη κίνηση; Άκουσε πάλι την ανοιχτή γραμμή να λέει η ώρα είναι δώδεκα και πέντε και τριάντα δευτερόλεπτα ακριβώς. Είχε περάσει ήδη περίπου μισή ώρα από τότε που ήρθαν. Τι περίμεναν; μήπως να κάνει την πρώτη κίνηση αυτός; ή μήπως να βγει αμέριμνος και τότε να τον συλλάβουν χωρίς να πέσει πιστολιά; ήθελαν φαίνεται να κάνουν ήσυχα τη δουλειά τους κι ακόμα διαφαίνονταν πως τον χρειαζόταν ζωντανό. Αυτό ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρο. Κι αφού τον ήθελαν ζωντανό, θα τους πολεμούσε πιο εύκολα. Είχε, λοιπόν χρόνο στη διάθεση του.
Άφησε το Καλάζνικοφ στον καναπέ. Πήρε το τραπέζι και το πήγε πίσω από την πόρτα για να εμποδίζει το άμεσο άνοιγμα της. Προσπάθησε να το ακουμπήσει χωρίς θόρυβο. Δεν τα κατάφερε. Ακούστηκε το σούρσιμο και το ακούμπημα των δυο ξύλων. Μέσα του ένιωσε ένα κελάρυσμα διαπεραστικού φόβου. Τώρα θα εκδήλωναν την παρουσία τους.
Πράγματι, απ έξω χτύπησαν δυνατά με τους υποκόπανους.
-Αστυνομία! ανοίξτε! άκουσε μια φωνή.
Δεν απάντησε, τι να έλεγε; Έπιασε το Καλάσνικοφ, κοίταξε το παράθυρο, ήταν ανόητο να σκεφτεί τη φυγή από εκεί. Δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα να ξεφύγει. Ο κύκλος των αστυνομικών είχε στενέψει σαν βεντάλια γύρω του.
-Ξέρουμε ότι είσαι μόνος μέσα, ακούστηκε η φωνή απ έξω. Βγες με τα χέρια σηκωμένα και δεν θα πάθεις τίποτε.
Ούτε αυτή τη φορά απάντησε. Τι να έλεγε; φαίνεται πως ήταν καλά ενημερωμένοι. Δεν ωφελούσε να κρύβεται γι αυτό πήρε θέση άμυνας, ταμπουρώθηκε πίσω από το γραφείο, ελέγχοντας πότε την πόρτα και πότε το παράθυρο. Δε θα τολμούσαν να εισβάλλουν έτσι, θα φοβούνταν για θύματα.
-Άνοιξε! ακούστηκε επιτακτικά η φωνή. Αν σε πέντε λεπτά δεν έχεις ανοίξει θα σπάσουμε την πόρτα και θα μπούμε μέσα. Μην προσπαθήσεις να ξεφύγεις από το παράθυρο. Θα έχεις δει πως είσαι περικυκλωμένος. Άνοιξε και δε θα πάθεις τίποτε!
Αλλά ο Μπέρης αυτό θα έκανε. Θα προσπαθούσε να ξεφύγει από το παράθυρο.
Πλησίασε προς τα εκεί. Κρύφτηκε στον τοίχο και με την κάννη έσπρωξε το παντζούρι ν ανοίξει. Μια σφαίρα πήγε και σφηνώθηκε στο ξύλο, μια άλλη θρυμμάτισε το τζάμι, πήγε και καρφώθηκε στον απέναντι τοίχο.
Το ύψος του παραθύρου από το έδαφος ήταν χαμηλό, περίπου στο ένα μέτρο. Ο Μπέρης πετάχτηκε έξω πυροβολώντας δεξιά κι αριστερά. Οι ριπές συγκλόνισαν τον ακάλυπτο και όλο το τετράγωνο. Από τα γύρω μπαλκόνια φάνηκαν άνθρωποι να κοιτούν περίεργοι, φοβισμένοι, ακούστηκαν φωνές, οχλαγωγία.'Οι αστυνομικοί απάντησαν με συνδιασμένα πυρά καθώς ο Μπέρης πετάχτηκε έξω και κατάφερε με τούμπες να φτάσει πίσω από ένα μικρό τσιμεντένιο τοιχάκι και να ταμπουρωθεί εκεί. Μια σφαίρα τον είχε βρει δεξιά, στη λεκάνη, το αίμα έτρεχε κατηφορίζοντας ανάμεσα στις χαρακιές του τσιμέντινου δαπέδου. Άδειασε τις υπόλοιπες σφαίρες που του είχαν απομείνει στους αστυνομικούς κι έπειτα πέταξε το όπλο κι έκανε να σηκώσει τα χέρια.
Ωστόσο οι άλλοι είχαν σπάσει την πόρτα και είχαν φτάσει στο παράθυρο. Γύρισε κατα εκεί και τους κοίταξε με σηκωμένα χέρια. Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που έβλεπε. Μια ομοβροντία από σφαίρες τον γάζωσαν καθώς προσπαθούσε να σταθεί όρθιος. Έπεσε σφαδάζοντας, σπαρτάρισε λίγο ακόμα κι ύστερα ηρέμησε τελείως ευθυτενής, ανάσκελα στο τσιμέντο. Απ όλο το σώμα ανάβλυζε αίμα, το μενταγιόν της Παναγιάς κι αυτό γέμιζε αίματα ανάμεσα στις τρίχες του στέρνου του.
Οι αστυνομικοί στάθηκαν τριγύρω του. Ο χοντρός υπαστυνόμος που ήταν επικεφαλής, κοίταξε με σημασία αυτούς που βρίσκονταν ακόμα στο παράθυρο.
-Δεν έπρεπε να τον σκοτώσετε, είπε. Του είχαν τελειώσει οι σφαίρες.
Έπειτα γύρισε προς τους άλλους πουν μάζευαν τον σκοτωμένο συνάδελφο τους.
-Πέθανε; ρώτησε.
Οι άλλοι κούνησαν τα κεφάλια τους καταφατικά.
-Ο άλλος;
-Είναι τραυματισμένος βαριά, χρειάζεται άμεσα γιατρό! του απάντησαν.
Μέσα στο σπίτι της οδού Κέρενσκι δεν πείραξαν τίποτε. Τα υπόλοιπα ήταν άλλων δουλειά. Μόνο ένας αστυνομικός βγαίνοντας σταμάτησε στο τηλέφωνο. "Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι δώδεκα και είκοσι και τριάντα δευτερόλεπτα" ακούστηκε από την ανοιχτή γραμμή. Τοποθέτησε το ακουστικό στη συσκευή και ακολούθησε τους άλλους.

συνεχίζεται

Τετάρτη 28 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 28






Η Πέτρα Σμίθ έκλαιγε όσο πιο βουβά μπορούσε. Ο Φάνης Καζάρμας προσπαθούσε να της συγκρατήσει τα δάκρυα μα δεν ήταν εύκολο, εξ άλλου ήταν και εκείνος λυπημένος. Δε μιλούσαν, σα να είχαν στερέψει οι λέξεις. Πατέρας και κόρη ενός παράνομου δεσμού, έτσι έλεγαν οι άνθρωποι τα παιδιά εκτός γάμου.
 Η Πέτρα Σμίθ που είχε γεννηθεί πριν είκοσι χρόνια, δεν έμοιαζε με μια τυπική Γερμανίδα, ψυχρή κι ανέκφραστη μορφή, όπως τις θέλουν να τις παρουσιάσουν οι κριτικές των λαών. Είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της το Μεσογειακό ταμπεραμέντο, ήταν μισή Γερμανίδα και μισή Ελληνίδα, που μάλλον είχε επικρατήσει στον ευαίσθητο χαρακτήρα της. Ήταν μια λεπτή, σχεδόν διάφανη παρουσία, έτοιμη να σπάσει, έτοιμη να λυγίσει στο παραμικρό φύσημα του ανέμου. Σπούδαζε Ζωγραφική στην ανωτέρα σχολή καλών Τεχνών Ελλάδος.
Είχαν καθίσει σε ένα παγκάκι του άλσους που εκείνη την ώρα υπήρχε λιγοστός κόσμος.
-Πότε πέθανε; ρώτησε ο Φάνης.
-Χτες το βράδυ, ήταν άρρωστη, πολύ καιρό, απάντησε η Πέτρα.
-Το ήξερες και δε μου το είχες πει...
-Τι να σου έλεγα; αφού δεν ήθελες να σου μιλάω για τη μητέρα μου...
-Δεν ήθελα γιατί εκείνη με παράτησε. Τότε. Εγώ δεν ήθελα να χωρίσουμε, άνοιξε τα χέρια του.
Η Πέτρα σταμάτησε να κλαίει.
-Δε θα έρθεις ε; ρώτησε με απογοήτευση.
-Και να ήθελα δεν μπορώ, είπε.
-Δε μας αγάπησες μπαμπά, αγαπάς περισσότερο το άλλο σου παιδί...Αλλά τι σου τα λέω εγώ τώρα αυτά εσένα...
-Τι είναι αυτά που λες; τόσα χρόνια δε σε φροντίζω, δε σου δίνω χρήματα; λίγα αλλά τόσα μπορώ, δεν είμαι κανένας πλούσιος...
-Το ξέρω μπαμπά και σ ευχαριστώ για όλα, όσα κάνεις για μένα. Τώρα όμως πρέπει να φύγω, να ετοιμαστώ για το ταξίδι. Και φοβάμαι μπαμπά, φοβάμαι να πάω μόνη μου, δεν έχω κανέναν άλλον πια στη ζωή! λύγισε βάζοντας πάλι τα κλάματα.
Ο Φάνης Καζάρμας την αγκάλιασε, την ταρακούνησε, γυρνώντας την προς το μέρος του.
-Μην κάνεις έτσι, έχεις εμένα, δε θα σ αφήσω να το βάλεις κάτω! έλα, σύνελθε, πως θα ταξιδέψεις άμα κάνεις έτσι; σκέφτομαι να μη σ αφήσω να πας. Δεν είσαι εσύ για κηδείες και τέτοια πράγματα.
-Όχι, όχι! θα πάω, είναι η κηδεία της μητέρας μου, όχι οποιουδήποτε άλλου. Λοιπόν θα πάω, σφούγγισε αποφασιστικά τα δάκρυα. Θα μου δώσεις χρήματα;
-Φυσικά, είπε και έβγαλε το πορτοφόλι του.
Της έδωσε χρήματα και προχώρησαν προς το Λάντα που ήταν παρκαρισμένο πιο πέρα.
-Θα σε πάω στο αεροδρόμιο, της είπε.
-Εντάξει μπαμπά. Πάμε. Πρέπει να περάσουμε από το σπίτι να πάρω μια βαλίτσα με τα πράγματα μου.

Το σπίτι της οδού Κέρενσκι ήταν πάντα σκοτεινό, ακατοίκητο, διαλεγμένο για τέτοιες καταστάσεις από ανθρώπους που ήξεραν τι ζητούσαν. Ότι και να έλεγαν εκείνοι που δεν ήξεραν τίποτε από την ιστορία του, δε θα μπορούσαν να ομολογήσουν ποτέ, πως υπήρξαν μάρτυρες συγκλονιστικών γεγονότων, μιας ζωής που κυλούσε εύκολα ξεχνώντας πιο εύκολα τα προηγούμενα.
Τα επόμενα ήταν πάντα τα πιο δύσκολα, σύμφωνα με τον ανακριτή. Όλα τα επόμενα επειδή δεν γινόταν να προβλεφθούν και ούτε υπήρχαν πια προφήτες.
Ότι όμως δεν υπάρχει για τον έναν, υπάρχει για τον άλλον. Κι ο άλλος σ αυτή την περίπτωση ήταν ο Αλέκος Μπέρης που έφτασε στη γιάφκα εκείνο το πρωινό, γύρω στις δέκα. Κουβαλούσε ένα πλαστικό με καφέ και είχε αναμμένο το αιώνιο τσιγάρο του, μπήκε στο σκοτεινό χώρο, άνοιξε μια ρωγμή τα παντζούρια μπήκε λίγο φως, η μούχλα σφύριζε παντού, κατάχαμα αποκόμματα από εφημερίδες, στον τοίχο κρεμασμένα τα όπλα. Κάθισε στο γραφείο έφτιαξε το μπάφο του να συνέλθει, να δει τον κόσμο αλλιώτικα. Ρούφηξε με ευχαρίστηση, έβγαλε το μενταγιόν με τη φωτογραφία της Παναγιάς που φορούσε κατάσαρκα, το φίλησε και το ακούμπησε στο έπιπλο. Το κοίταξε και το πίστευε πως η Παναγιά θα τον βοηθούσε σε όλες τις πράξεις του-ήταν ένας βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος, μεγαλωμένος στην επαρχία Αγρινίου, είχε πάει δυο-τρεις τάξεις στο γυμνάσιο κι ύστερα έφτασε στην Αθήνα για να κυνηγήσει τη μοίρα του, τ όνειρό του. Είχε στρατολογηθεί στην ομάδα ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ τα δυο τελευταία χρόνια. Έκανε ότι του έλεγαν χωρίς αντιρρήσεις, ήταν ένα τέλειο όπλο που πίστευε πως μόνο ο Χριστός ήταν θεός και μόνο η Παναγιά μπορούσε να βοηθήσει τον κόσμο να σωθεί από τις αμαρτίες και την καταστροφή.
Παρ όλα αυτά του άρεσε και ο κίνδυνος. Πως συνδυάζονται τώρα αυτά μόνο εκείνος μπορούσε να τα εξηγήσει. "Εγώ ζω μόνον όταν με κυνηγάνε!" έλεγε. Φαίνεται πως κάπου θα το είχε ακούσει και του άρεσε να το επαναλαμβάνει.
Έβγαλε από το συρτάρι ένα σαρανταπεντάρι. Το γέμισε, το απέθεσε στο γραφείο, σηκώθηκε. Κάποιος θόρυβος σαν ν ακούστηκε από τον ακάλυπτο. Θορυβήθηκε, πήγε βιαστικά κι έκλεισε τις γρίλιες. Κοίταξε έξω από τις ρωγμές. Είδε πρώτα, τις μπλε στολές, με αστέρια και σαρδέλες. Το ύφασμα σχεδόν ατσαλάκωτο, οι γραβάτες ίσιες, γυαλιστερές, στο σκληρό κολάρο των πουκαμίσων. Τα παπούτσια μυτερά, λουστραρισμένα, άστραφταν στον χειμωνιάτικο ήλιο. Τον ήλιο που έπαιζε το γνωστό κρυφτούλι με τα σύννεφα. Είχαν έρθει για εκείνον ή κάτι άλλο έψαχναν;

συνεχίζεται


Τρίτη 27 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 27




Η εξυπνάδα δεν είναι κάτι που αποκτιέται, γεννιέσαι μ αυτή και την κουβαλάς μέχρι να πεθάνεις, απλώς με την πάροδο των χρόνων αυξάνεται σύμφωνα με τις γνώσεις που έχει αποκτήσει το άτομο. Άρα αυτό είναι μια αδικία από τις πολλές που υπάρχουν στη άνιση πάλη για εξίσωση όλων των ανθρώπων.
-Αυτό δεν μπορεί να γίνει! συμφωνώ μαζί σου και για την εξυπνάδα και για την αδικία της φύσης στο μοίρασμα των αρετών, μίλησε η Ντιούτσκα, κοιτώντας τον ανακριτή στα μάτια.
Έπιναν τον απογευματινό καφέ τους σε μαγαζί του Κολωνακίου, λίγο καιρό πριν παντρευτούν.
-Για την επιπολαιότητα δεν είπες τίποτα.
-Έχεις κάτι στο νου σου; κάτι συγκεκριμένο; άνοιξε τα μάτια της η πανέμορφη Βουλγάρα μεταφράστρια.
-Να, εμείς οι δυο μπορεί να πράττουμε μια τέτοια τώρα, να κάνουμε ένα λάθος που δεν θα μπορούμε να διορθώσουμε στο μέλλον, είπε ο ανακριτής.
-Τι λες; εννοείς το γάμο μας; ααα, αν μετάνιωσες αγαπητέ μου, έχεις τον χρόνο μέχρι να σε ρωτήσει ο παππάς αν με θέλεις για γυναίκα σου, για ν πάρεις άλλες αποφάσεις.
-Όχι, δεν λέω αυτό. Απλά πιστεύω πως οι μέτριοι άνθρωποι όπως εμείς, δε σκεφτόμαστε σοβαρά πριν πάρουμε μια απόφαση. Ξανασκέψου αυτό που σου λέω και θα δεις πως έχω δίκιο. Δηλαδή εμείς θα ανακαλύψουμε πως ο γάμος μας ήταν μια αποτυχία, όταν πια θα έχουμε κάνει παιδιά, θα έχουμε κτίσει ένα καινούργιο σπίτι.
-Μα τι σε έπιασε τώρα! αλλά σε ξέρω, σε έμαθα έξι μήνες που γνωριζόμαστε, μοιάζει να είναι αιώνας!
-Να, είδες!μετά από έξι μήνες γνωριμίας παντρευόμαστε!
-Και τι θέλεις να περιμένουμε δέκα χρόνια; γέλασε η Ντιούσκα. Άφησε τις φιλοσοφίες και πες μου έφτιαξες τον κατάλογο των καλεσμένων;
Ο γάμος τους έγινε πράγματι μια Κυριακή σε κλειστό, οικογενειακό περιβάλλον. Και από εκείνο το βράδυ η Ντιούσκα έγινε κυρία Εξαδάκτυλου και μετακόμισε στο σπίτι του. Ο ανακριτής προς το παρόν δεν είχε άλλους ενδοιασμούς. Είχε ανακαλύψει τη γυναίκα της ζωής του.

Όλοι οι άνθρωποι έχουν τα μυστικά τους, που τα κρύβουν επιμελώς στα κατάβαθα της ψυχής τους. Όσο πιο πολύπλοκος ήταν ένας άνθρωπος τόσο και τα μυστικά του. Οι απλοί άνθρωποι όπως ο Φάνης Καζάρμας τι μυστικά μπορούσαν να κρύβουν; κανείς δεν μπορούσε να ξέρει. Ο πατέρας του Νίκου Καζάρμα που έζησε μετανάστης στη Γερμανία και φαινόταν ή ήταν κιόλας ένας άξεστος χωριάτης από το Κορωπί, συχνά-πυκνά χανόταν κάποια βράδια από το σπίτι του. Που να πήγαινε; ιδιαίτερα τώρα που είχε μεγαλώσει και πλησίαζε στα εξήντα; Στη γυναίκα του δεν έδινε ποτέ εξηγήσεις, πόσο μάλλον στα παιδιά του που θεωρούσε πως δεν έπρεπε να επεμβαίνουν στις δουλειές των μεγάλων.
 Η εργασία του ήταν οδηγός στα τρένα κι έτσι έβρισκε την ευκαιρία να λέει πως, "αύριο πάω Θεσσαλονίκη, μη με περιμένετε το βράδυ για φαγητό" και εξαφανιζόταν από προσώπου γης. Έπαιρνε το παλιό Λάντα και οδηγούσε έξω από την πόλη, προς την Κηφισιά.
Ένα τέτοιο αύριο, πήρε την απόφαση να τον παρακολουθήσει ο Νίκος Καζάρμας. Ανέβηκε στη μηχανή και από κάποια απόσταση, δεν τον έχασε από τα μάτια του, ήταν εύκολο γι αυτόν να καταλάβει πως κάπου αλλού πήγαινε ο πατέρας του, που πάρκαρε μπρος σε ένα μικρό ξενοδοχείο. Κατέβηκε και μπήκε στην είσοδο Ο Νίκος περίμενε κρυμμένος πάνω στη μηχανή, φορώντας την κάσκα. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά είδε με μεγάλη έκπληξη τον πατέρα του να βγαίνει με τη συνοδεία μιας νέας γυναίκας. Μπράβο! σκέφτηκε. Μπράβο πατέρα, να κυκλοφορείς τέτοια γυναίκα στα εξήντα σου αλλά αμέσως, συνειδητοποίησε πως δεν πρέπει να ήταν έτσι τα πράγματα. Κάτι άλλο θα συνέβαινε μεταξύ του πατέρα του κι αυτής της νεαρής , κομψής γυναίκας. Ένας άντρας και μια γυναίκα δεν ήταν ανάγκη να είναι εραστές για να συνυπάρχουν. Αλλά προς το παρόν, σκέφτηκε πως δεν έπρεπε να κάνει αισθητή την παρουσία του. Είδε το ζευγάρι να κατευθύνεται και να μπαίνει στη Λάντα και δεν τους ακολούθησε. Μάρσαρε τη μηχανή και γύρισε προς την Αθήνα. Μια άλλη φορά θα προσπαθούσε να μάθει περισσότερα για την κρυφή ζωή του πατέρα του.

συνεχίζεται

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 26



Θα σταματήσεις κάθε ενέργεια που έχει σχέση με την ομάδα, τουλάχιστον για δυο μήνες. Παρέδωσε το όπλο στη γιάφκα. Θα επικοινωνήσουμε μαζί σου για τα περαιτέρω. Δε συμβαίνει τίποτε ιδιαίτερο απλά μετά από μια σημαντική υπόθεση το κάθε μέλος της ομάδας αδρανοποιείται για κάποιο χρονικό διάστημα.
Οι τηλεφωνικές εντολές ήταν σαφείς. Και κανείς δεν μπορούσε να παρακούσει, κανείς δεν μπορούσε να κάνει του κεφαλιού του. Έτσι και ο Νίκος Καζάρμας, παρέδωσε το όπλο αλλά κρατούσε αυτό του δολοφόνου της Λένας. Έκανε πάντα και κάτι, έστω λίγο από του κεφαλιού του. Ποτέ δεν του άρεσε να είναι αυτό που λένε, πειθήνιο όργανο.
Η Μαρία Διβάνη τον παρακολουθούσε χωρίς να ξέρει τι σκέφτεται κι ένιωθε τις περισσότερες φορές αδύνατη μπροστά του για ακριβώς αυτόν τον λόγο.
-Δεν μπορώ να σε συλλάβω, πάντα έχω την εντύπωση πως κάτι κρύβεις, του είπε.
-Όλοι κάτι κρύβουμε, της απάντησε χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει. Να, εσύ μου τα λες όλα;
-Τι άνθρωπος είσαι εσύ; δε μοιάζεις με κανέναν από όσους έχω γνωρίσει. Δεν πιστεύεις στο θεό, δεν πιστεύεις στους ανθρώπους... Εγώ είμαι ανοιχτό βιβλίο, δεν έχω και πολλά να κρύψω...
Ήταν απόγευμα και έπιναν τον καφέ τους στη βεράντα του σπιτιού της Μαρίας Διβάνη.
-Αυτό το τι άνθρωπος είσαι εσύ, μου το έχουν απευθύνει οι μισοί άνθρωποι της γης, αλλά δεν περίμενα να το λες κι εσύ! σε ρώτησα ποτέ εγώ τι άνθρωπος είσαι εσύ; μια χαρά είμαστε και οι δυο... ψευτονευρίασε. Το γιατί  δεν πιστεύω σε θεό στο έχω εξηγήσει πολλές φορές αλλά αρνήσε να δεχτείς τις απόψεις μου. Κανένας θεός και κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να με σκλαβώσει.
-Να! αυτά τα μεγάλα λόγια σου. Δε φοβάσαι τίποτε; απόρεσε.
 -Τι να φοβάμαι; δυσκολεύομαι να χρησιμοποιώ τη λέξη θεός, πρέπει να τη σβήσω από το λεξιλόγιο μου. Μου φαίνεται ανύπαρκτη. Πως να χρησιμοποιήσεις μια λέξη που δε θεωρείς απαραίτητη; Δεν είδα ποτέ κανέναν θεό στη ζωή μου. Ούτε έχω ανάγκη απ αυτόν, όσο από τον γιατρό,τον δάσκαλο, τον φίλο, τον γείτονα, εσένα.
-Εμένα; εμένα; έκανε πιο δύσπιστα.
-Φυσικά εσένα, σε έχω περισσότερη ανάγκη.
-Δηλαδή θέλεις να πιστέψω πως εσύ σε λίγο καιρό θα μου κάνεις πρόταση γάμου; τον αγκάλιασε γυρίζοντας τον προς το μέρος της.
-Όχι, αυτό δεν πρόκειται να γίνει ποτέ! πως σου ήρθε αυτό;
-Γιατί; είσαι εναντίον του γάμου; γι αυτό νοίκιασες το τρισάθλιο διαμέρισμα και δεν ήρθες να μείνουμε μαζί;
-Ένας νεοδιορισμένος καθηγητής, υπάλληλος του δημοσίου είμαι...
-Μην πας να ξεφύγεις!
-Τι να ξεφύγω; όχι δε με νοιάζει αν οι άλλοι παντρεύονται και συζούν στο ίδιο σπίτι, στο ίδιο δωμάτιο, στο ίδιο κρεβάτι μέρα-νύχτα. Δεν μ αρέσουν αυτά. Μπορούμε να είμαστε μαζί κι έτσι, ο καθένας τα δικά του αλλά και μαζί όταν ο ένας χρειάζεται τον άλλον. Είναι μια μικρή ελευθερία μπροστά στις τόσες σκλαβιές που μας χαρίζει αυτός ο κόσμος που ζούμε.
-Μα εγώ σ αγαπώ! και δε θέλω να σε χάσω. Θέλω να παντρευτούμε, να κάνουμε οικογένεια, να κάνουμε παιδιά!
-Πως μιλάς έτσι; ξεχνάς ποια είσαι;
-Εννοείς για τη δουλειά μου; που είμαι συνοδός πλουσίων; άνοιξε τα μάτια της.
-Γιατί δεν το λες ακριβώς με τ όνομα του: Είμαι μια πόρνη! έτσι να πεις.
-Δεν το πιστεύεις! πες αλήθεια πως δεν το πιστεύεις αυτό! πετάχτηκε επάνω. Εγώ δεν είμαι πουτάνα! το κατάλαβες; δεν είμαι που-τά-να! τόνισε μια-μια τις συλλαβές.
Κοιτάχτηκαν με ένταση. Τον Καζάρμα δεν τον ένοιαζε τι ήταν, πράγμα παράξενο, για κάποιες προηγούμενες γυναίκες είχε μπλέξει σε συναισθηματολογίες και δεν του άρεσε. Ήθελε να είναι ελεύθερος, μακριά από δεσμεύσεις. Μια περιπέτεια είναι η ζωή και ο άντρας είχε ανάγκη από πολλές γυναίκες, πράγμα που συνέβαινε για τους περισσότερους άντρες, άσχετο αν η κοινωνία χρειαζόταν να κρύβει κάποιες αλήθειες επιδοκιμάζοντας την μονογαμική ταυτότητα που βασίζονταν στο γάμο, στηρίζοντας έτσι ένα ψεύτικο οικοδόμημα.
-Μην κάνεις υστερίες, εντάξει, δεν ήθελα να σε θίξω, νόμιζα πως είσαι πιο ρεαλίστρια, την συγκράτησε που του όρμησε. Δε θέλω να τσακωνόμαστε ή μάλλον εγώ δεν τσακώνομαι ποτέ με κανέναν. Ιδιαίτερα με γυναίκες. Να το θυμάσαι δε θέλω να τσακωθούμε ποτέ. Δεν κάνω όμως γι αυτά που μου ζητάς.
-Και θες να είμαστε μόνο έτσι; μόνον εραστές; έβαλε τα κλάματα στην αγκαλιά του κι εκείνος έγνεψε ναι, παρασέρνοντας την να ξαπλώσουν στον καναπέ.

Η αλήθεια κατάματα δε βλέπεται. Ο ανακριτής, το καταλάβαινε, το πίστευε ακράδαντα. Ήταν ένας υποστηρικτής του νόμου αλλά και του μεγάλου κεφαλαίου, ήταν έντιμος έξυπνος αλλά και επιπόλαιος. Το χειρότερο ελάττωμα του ήταν η εξυπνάδα κι ακόμα χειρότερο πως την έδειχνε, όσο για την επιπολαιότητα δε γνώριζε κανέναν άνθρωπο χωρίς αυτήν. Όλοι οι άνθρωποι μηδενός εξαιρουμένου, ανακάλυπταν τις επιπολαιότητες τους τουλάχιστον μετά από μισό αιώνα. Τότε που δεν μπορούσαν να αναθεωρήσουν τίποτε.
συνεχίζεται


















Κυριακή 25 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 25




Οι περισσότεροι άνθρωποι τρέχουν να προλάβουν κάτι στη ζωή τους χωρίς ποτέ να το κατορθώνουν. Άλλοι πιστεύουν πως το κυριότερο μέλημα ήταν ο αγώνας για την επιβίωση και πως γι αυτό έπρεπε να χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα που διέθεταν.
 Ο ανακριτής πίστευε πως ανήκε στους πρώτους και ο Νίκος Καζάρμας στους δεύτερους.
-Ο αγώνας για την επιβίωση είναι από τους ισχυρότερους στη φύση και μάλιστα ο ατομικός, ακόμα πιο ισχυρός, κύριε ανακριτά, είπε ο Καζάρμας πίνοντας μια γουλιά απ τον καφέ του.
Είχαν μαζευτεί στο Κορωπί για να περάσουν ένα ακόμα Σαββατοκύριακο.
-Συμφωνώ αγαπητέ Νίκο, είπε η Ντιούσκα που την είχε φέρει για πρώτη φορά εκεί ο ανακριτής και όλο το σόι την λάτρεψε σαν θεά.
-Μπράβο ξάδερφε! του είχε φωνάξει στο αυτί, ο Φάνης Καζάρμας, ο πατέρας του Νίκου. Πότε θα γίνει ο γάμος;
Αυτός χαμογέλασε προσπαθώντας να καθαρίσει το αφτί του από τον θόρυβο της φωνής του άλλου.
-Ε, ναι, δε θα αργήσει, θα γίνουν όλα ξάδερφε, απάντησε.
-Δηλαδή μπορείς να σκοτώσεις άνθρωπο για να επιβιώσεις; γύρισε στον Νίκο και την Ντιούσκα.
Οι δυο τους έγνεψαν με ευκολία, ναι. Ο ανακριτής δε διαφωνούσε ακριβώς, ήξερε πως αυτό συνέβαινε για όλους τους ανθρώπους, απλά άλλοι ήταν συνειδητοποιημένοι κι άλλοι το έπρατταν χωρίς να το γνωρίζουν.
-Από το να το λες μέχρι να το πραγματοποιήσεις είναι μεγάλη απόσταση, είπε.
-Αυτόν τον καθηγητή, τον Μαυροσκότη ξάδερφε γιατί τον έφαγαν; ρώτησε ξαφνικά ο πατέρας του Νίκου.
-Αγαπητέ Φάνη, απάντησε αυτός κοιτάζοντας στα μάτια τον Νίκο που δεν έμοιαζε να κρύβει κάτι, ότι ξέρεις ξέρω. Οι έρευνες δεν έχουν προχωρήσει καθόλου.
-Δηλαδή, βρισκόσαστε σε σκοτάδι και σεις και η Αστυνομία; δεν μπορεί κάτι θα ξέρεις περισσότερο από αυτά που γράφουν οι εφημερίδες.
-Στο σκοτάδι, στο σκοτάδι! γέλασε και ως πότε! και κούνησε το κεφάλι του. Τις πιο πολλές φορές η δικαιοσύνη είναι ανήμπορη να αντιπαλέψει στα σχέδια των κακοποιών και ο πρώτος λόγος είναι πως η ίδια και η αστυνομία είναι ανοιχτό βιβλίο για αυτούς, ενώ εμείς μαθαίνουμε με το σταγονόμετρο τις πληροφορίες για τα συμβάντα. Ακούσατε ή διαβάσατε για τη δολοφονία κάποιου στον Αυλώνα;
-Α, ναι, το διάβασα, τι έγινε; έχει σχέση με την υπόθεση Μαυροσκότη; δεν το πήρα είδηση αυτό για  λέγε! είπε με αγωνία ο Φάνης, ενώ οι άλλοι δεν έδειξαν και πολύ ενδιαφέρον.
-Όχι, φαίνεται από πρώτη εξέταση σαν ξεκαθάρισμα λογαριασμών, έτσι είπε η αστυνομία και οι εφημερίδες το πέρασαν με μικρά γράμματα στις μέσα σελίδες.
-Εσύ Νίκο τα παρακολουθείς αυτά; ρώτησε η Ντιούσκα, θέλω να πω τα αστυνομικά ρεπορτάζ;
-Σπάνια, απάντησε αφού το σκέφτηκε πριν μιλήσει. Δεν με ενδιαφέρουν, απλά κάποια γεγονότα τα πληροφορείται κανείς αναγκαστικά από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
-Κι εγώ δεν τα διάβαζα καθόλου πριν γνωρίσω τον θείο σου. Τώρα ρίχνω καμιά ματιά παραπάνω.
-Κάνετε και οι δυο λάθος, είπε ο Φάνης Καζάρμας που ξεκοκάλιζε τις εφημερίδες. Εν πάση περιπτώσει νομίζω πως είναι κοινωνικά φαινόμενα που ο κάθε πολίτης οφείλει να ενημερώνεται. Εγώ διάβασα πως κάποιοι βρήκαν παρακάτω στο ποτάμι το ράσο ενός παππά και το παρέδωσαν στην Αστυνομία που αποφάνθηκε πως μπορεί να είχε σχέση με αυτόν τον σκοτωμό. Δεν το ξέρεις αυτό ξάδερφε;
-Δηλαδή πως τον σκότωσε ένας παππάς; δε γίνονται αυτά τα πράγματα, οι παπάδες δεν κάνουν τέτοια πράγματα! είπε η μάνα του Νίκου που τόσην ώρα τους εξυπηρετούσε και ταυτόχρονα παρακολουθούσε και την κουβέντα τους.
-Όλα γίνονται; μη νομίζεις, της απάντησε ο ανακριτής.
-Όχι, όχι! οι παπάδες είναι άνθρωποι του θεού δεν κάνουν τέτοια πράγματα, αναφώνησε αυτή και ο Νίκος την κοιτούσε επιτιμητικά./
-Ναι παιδάκι μου, μη με κοιτάς έτσι, ας λες πως δεν πιστεύεις εσύ, εγώ ξέρω πως δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν πιστεύει...
-Εντάξει ρε μάνα, εντάξει, μας τα έχεις πει χιλιάδες φορές αυτά!
-Σε έχω παρατηρήσει πως στις φιλικές συζητήσεις είσαι διαφορετικός απ όταν μιλάς σε συγκεντρώσεις σε φοιτητικές διαλέξεις. Εδώ δεν προσπαθείς με επιχειρήματα να πεισεις τους ανθρώπους, παρατήρησε ο ανακριτής.
-Τι να πείσω ρε θείε; τη μάνα μου και τον πατέρα μου που πιστεύουν σε γέροντες Παίσιους και σε γιατροσόφια;
Η κουβέντα τους συνεχίστηκε και αργότερα καθώς το σόι κάθισε έξω στην αυλή για μεσημεριανό φαγητό. Απλά άλλαζαν θέμα, όπως τώρα που ανακριτής ρώτησε να μάθει για το σπίτι που είχε νοικιάσει στο κέντρο της Αθήνας ο Νίκος.
-Αφού το πήρε απόφαση να μείνει μόνος τι να κάναμε εμείς; είπε ο Φάνης. Καλό είναι, το είδα κι εγώ, είναι στην οδό Μπουμπουλίνας, είπε ο Φάνης.
-Ε, μεγάλωσε τώρα, έτσι γίνονται αυτά τα πράγματα, όλοι κάποια στιγμή φεύγουν από το πατρικό, συμφώνησε ο ανακριτής. Ελπίζω να μας καλέσεις για καφέ..
-Μμμ, δεν έχει τις πολυτέλειες τις δικές σου; γέλασε ο Νίκος, ένα φτωχικό δυάρι νεοδιορισμένου καθηγητή είναι..αλλά όποτε θέλετε περάστε κύριε ανακριτά!
-Θα έρθουμε, θα έρθουμε είπε η Ντιούσκα, δεν μας πειράζει η φτώχεια.
-Θα έρθεις και το απόγευμα στο γήπεδο που θα πάμε για μπάλα; την κοίταξε με ενδιαφέρον να δει τις αντιδράσεις της.
-Βέβαια θα έρθω, κάνω κι εγώ γυμναστική μου αρέσει αλλά όχι ποδόσφαιρο, παίζω, τένις, βόλεϊ, τέτοια, ευγενικά αθλήματα, απάντησε. [Τι είναι αυτή η γυναίκα; εκτός από θεία του Καζάρμα και γυναίκα του ανακριτή;]
Πράγματι το απόγευμα πήγαν στο γήπεδο φορώντας τα αθλητικά τους. Ήταν μια ευτυχισμένη οικογένεια.

συνεχίζεται


Σάββατο 24 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 24



Ένας παππάς διάβαινε το δρόμο του. Απόγευμα του Δεκέμβρη στο κέντρο της Αθήνας, κοντά στο σταθμό Λαρίσης. Μερικές γυναικούλες τον πλησίαζαν και του ζητούσαν την ευχή του φιλώντας το χέρι του. Ο παππάς ήταν νέος, ωραίος. Με ψηλή ίσια κορμοστασιά έκανε εντύπωση στο πλήθος. Προχωρώντας ανάμεσα τους, μπήκε στο κτίριο του σταθμού, πήγε σε ένα ταμείο κι έκοψε ένα εισιτήριο για Αυλώνα.
Ανέβηκε στο βαγόνι, κάθισε στη θέση του, το τρένο ξεκίνησε για τον προορισμό του. Ο παππάς άνοιξε τη βίβλο κι έπεσε πάνω στις δέκα εντολές και ειδικά στο "ου φονεύσεις".
Μια ώρα αργότερα το τρένο σταματούσε στον σταθμό του Αυλώνα, που παλιά λεγόταν Κακοσάλεσι. Μια κωμόπολη στις πλαγιές βόρεια της Πάρνηθας, που αποτελούσε από την περίοδο της Τουρκοκρατίας λημέρι κλεφτών και επαναστατών. 
Ο παππάς κατέβηκε, βάδισε προς την πλατεία, χωρίς να σταματήσει πουθενά, διάλεξε τον δρόμο που έψαχνε, έφτασε έξω από μια μονοκατοικία στην άκρη της κωμόπολης, μπήκε στην αυλή.
-Πέρασε μέσα, η πόρτα είναι ανοιχτή, άκουσε μια φωνή τραχιά, από το εσωτερικό του σπιτιού.
Μπήκε σε ένα άδειο σαλόνι, ένας καναπές, δυο καρέκλες, ένα τζάκι όπου έκαιγαν τα κούτσουρα.
Ένας άντρας γύρω στα πενήντα, καλοζωισμένος εμφανίστηκε.
-Κάθισε Καζάρμα! είπε στον παππά.
Ο Νίκος Καζάρμας γιατί αυτός ήταν ο παππάς, παρατηρούσε τον άλλον που έβαλε δυο ποτά και του πρόσφερε ένα. Κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλον.
-Έμαθα πως έψαχνες να με βρεις, δεν ξέρεις πως αυτές οι συναντήσεις απαγορεύονται; ο αρχηγός μας το έχει τονίσει τόσες φορές.
Ο Καζάρμας μίλησε αργά, αφού ήπιε μια γουλιά από το ουίσκι του.
-Γιατί σκότωσες τη Λένα; μπλοφάρισε
Του άλλου τα μάτια τρεμόπαιξαν.
-Ποιος σου το είπε;
-Αυτό δεν έχει σημασία! φάνηκε μια οργή στα δικά του μάτια. Θα πεθάνεις κάθαρμα! και τράβηξε το πιστόλι που είχε κρυμμένο κάτω από τα ράσα. Λέγε, γιατί τη σκότωσες;
-Την εκτέλεσα, ήταν διαταγή, κατέβασε το όπλο κι εγώ εντολές ακολουθούσα, όπως εσύ για τον Μαυροσκότη, είπε ο άλλος χωρίς να δείξει πως φοβάται.
-Δε μ ενδιαφέρει, έχεις όπλο πάνω σου;
Ο άλλος έγνεψε ναι.
-Βγες έξω, θα σου δώσω μια ευκαιρία αν κι εσύ δεν έδωσες καμιά στη Λένα. Θα μονομαχήσουμε κι όποιος καθαρίσει τον άλλον. Βγες! και τον έσπρωξε στην αυλή. Θα πάμε ήσυχα μέχρι το ποτάμι, τον Ασωπό και εκεί θα σε σκοτώσω, εμπρός προχώρα.
-Μην είσαι τόσο σίγουρος αν λες αλήθεια πως θα μονομαχήσουμε, ξέρεις καλά πως είμαι από τους πιο γρήγορους. Αλλά μην είσαι κορόιδο Καζάρμα. Για μια γκόμενα να χάσεις τη ζωή σου;
Είχε νυχτώσει κι ένα χλωμό φεγγάρι φώτιζε τις δυο σκιές που βάδισαν στους αγρούς προς τον Ασωπό. Κανείς δεν έβλεπε ούτε φανταζόταν πως ένας από τους δυο άντρες σε λίγο δε θα ζούσε.
Έφτασαν κοντά στις όχθες, στάθηκαν αντιμέτωποι, ο Καζάρμας έβαλε το πιστόλι στην τσέπη, έβγαλε ένα παλιό ρολόι τσέπης.
-Θ ανοίξω τη μουσική, μόλις τελειώσει τράβα, είπε ακουμπώντας το ρολόι ανάμεσα τους.
Οπισθοχώρησαν σε μια απόσταση δέκα-δεκαπέντε μέτρων επιτηρώντας ο ένας τον άλλον ενώ η μουσική από ένα κομμάτι του Ραχμάνινοφ ηχούσε παράξενα σ αυτή την ερημιά του κόσμου. Μόλις η μουσική τελείωσε τράβηξαν τα πιστόλια και πυροβόλησαν σχεδόν ταυτόχρονα. Η σφαίρα του Καζάρμα πέτυχε τον άλλον ανάμεσα στα φρύδια, ένα δευτερόλεπτο πριν απ αυτόν, κάνοντας τον άλλον ν αστοχήσει και να πέσει νεκρός.
Πήγε κοντά του να βεβαιωθεί πως ήταν νεκρός, έβαλε το πιστόλι στην τσέπη, πήρε το ρολόι από κάτω και βάδισε αργά δίπλα στην όχθη του ποταμού. Διακόσια μέτρα πιο κάτω σταμάτησε. Έβγαλε το ράσο, το πέταξε στο ποτάμι, το πήρε το νερό. Το παρακολούθησε μέχρι που χάθηκε στο σκοτάδι της νύχτας που πλάκωνε. Ύστερα γύρισε πίσω και χάθηκε κι αυτός στο ίδιο σκοτάδι.

συνεχίζεται

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 23




Τι θα γινόταν αν ο Σίσυφος κατάφερνε να σταθεροποιήσει την πέτρα στην κορυφή του βουνού. Αυτός δεν ήταν ο στόχος του; Το θέμα είναι αν ο Σίσυφος και κατ επέκταση ο άνθρωπος, το ξέρει ή έστω αντιλαμβάνεται πως ο στόχος του είναι ένα συνεχές ανύπαρκτο μέλλον που ορίζει πως πρέπει να κάνει καθημερινά τα ίδια πράγματα. Να πηγαίνει στο γραφείο του, να εργάζεται, να προσπαθεί ν ανεβάσει τις μετοχές της επιχείρησης του, την οποία θα μεταβιβάσει στο μέλλον στα παιδιά του για να συνεχίσουν και εκείνα την ίδια προσπάθεια. Είναι δηλαδή, μια διαρκής επανάληψη με άπειρους στόχους που δεν μπορούν να δώσουν νόημα στη ζωή του ανθρώπου. Του ανθρώπου που βάζει στόχο το ακατόρθωτο, αυτό θέλει ν αποδείξει ο Σίσυφος με το αιώνιο ανέβα-κατέβα στο βουνό του. Κι ο ανακριτής έτσι ένιωθε τον εαυτό του, έναν μικρό Σίσυφο που δεν μπορούσε να δώσει νόημα στη ζωή του, εργαζόμενος σκληρά στο γραφείο του από το πρωί μέχρι το βράδυ, όπως εκείνη τη Δευτέρα μετά την εκτέλεση του καθηγητή Μαυροσκότη.
Ο πρώτος που ανάκρινε, ήταν ένας κοινός κλεφτάκος που την περνούσε δυο μέσα, μία έξω. Τον ήξερε από χρόνια, δεν έκανε αυτός για τέτοιες δουλειές, τι στο καλό τον κουβαλούσαν κάθε λίγο και λιγάκι εκεί;
-Λέγε ρε Μήτσο, του είπε.
-Τι να πως κύριε ανακριτή
-Άσε το κακομοίρικο και λέγε γιατί σε κουβάλησαν εδώ;
-Δεν ξέρω, εγώ δεν έκαμα τίποτα. Ήρθαν και με συλλάβανε το απόγευμα που σκότωσαν αυτόν τον Μαυροσκότη. Τι σχέση έχω εγώ με αυτά; εγώ είμαι τίμιος. Τίμιος και επαγγελματίας, αλλά το επάγγελμα, βλέπεις...
-Ποιο επάγγελμα; τον έκοψε παραξενεμένος.
-Ε, κάνουμε κι εμείς ένα επάγγελμα, δε νομίζεις κύριε ανακριτή...πως θα ζήσει η οικογένεια..
-Επάγγελμα κλέφτης δηλαδή;
-Εμ το θεωρείς εύκολο εσύ να γίνεις κλέφτης; ποιο εύκολο είναι γα γίνεις ανακριτής!
Του ανακριτή για μια στιγμή τα νεύρα του έπαιξαν αλλά αμέσως κατάλαβε πως θα ήταν ανόητο να προσπαθήσει να βγάλει λαγό από τον Μήτσο.
-Ωραία, είπε. Πες ότι ξέρεις για την υπόθεση στη γραμματέα μου και δίνε του! και να μη σε ξαναφέρουν εδώ! εντάξει; να σε πάνε κατευθείαν στη φυλακή!

Την ίδια ώρα ο Νίκος Καζάρμας αποχαιρετούσε τη Μαρία Διβάνη στο αεροδρόμιο, που επέμενε μέχρι και την τελευταία στιγμή να πάει μαζί του σ αυτό το ταξίδι αλλά αυτός ήταν αρνητικός.
-Έχω τρεξίματα με ομιλίες και συμπόσια, θα πλήξεις, της είπε. Την άλλη φορά που θα πάω για τουρισμό, έρχεσαι κι εσύ. 
Στην πραγματικότητα όλα αυτά περί ομιλιών, ήταν προφάσεις. Από την οργάνωση του είχε δοθεί εντολή να λείψει για δέκα μέρες από τη χώρα και δεν μπορούσε παρά να υπακούσει. Εκτελούσε εντολές και η εντολή έλεγε ρητά πως έπρεπε να ταξιδέψει μόνος και να επιστρέψει όταν θα καταλάγιαζε ο θόρυβος γύρω από το γεγονός.

Το σπίτι της οδού Κερένσκι ήταν συνήθως σκοτεινό, διαλεγμένο για τέτοιες καταστάσεις. Ο Αλέκος Μπέρης,  θυμάστε τον σύντροφο του Καζάρμα στην εκτέλεση των αστυνομικών; έμπαινε συχνά εκεί, στη γιάφκα για να προμηθευτεί υλικό. Εκείνο το απόγευμα, έφτασε εκεί, άφησε το όπλο που κουβαλούσε και βγήκε πάλι. Έπρεπε για αρκετό διάστημα μετά από σημαντικά γεγονότα, όπως αυτό της δολοφονίας του Μαυροσκότη, να μην ενεργεί, να μην κινεί υποψίες, να φαίνεται και να είναι πάντα ένας φιλήσυχος πολίτης.
Η εβδομάδα που έλειπε ταξίδι στη Ρώμη ο Καζάρμας πέρασε γρήγορα. Επέστρεψε στην καθημερινότητα του. Ο διορισμός του σαν καθηγητής στο γυμνάσιο έχει έρθει και άρχισε να εργάζεται για πρώτη φορά. Τίποτε δε φαινόταν πως θα σκίαζε τη ζωή του, όλα πήγαιναν ρολόι.
Συναντήθηκαν με τον Αλέκο κατόπιν από δική του πρωτοβουλία.
-Θέλω να τα πούμε, του είπε στο τηλέφωνο. Έλα να σου κάνω το τραπέζι.
-Εντάξει, απάντησε και κάθισαν σε ένα απόμερο ταβερνάκι.
Παράγγειλαν και κουβέντιαζαν διάφορα, ώσπου ο Αλέκος τον κοίταξε αλλιώτικα.
-Για πες τώρα, τι με θέλεις γιατί εγώ δεν πιστεύω πως ήθελες μόνο να φάμε παρέα. Εμείς οι δυο δεν ταιριάζουμε αλλά αναγκαστικά συνυπάρχουμε, για πες.
-Που το κατάλαβες αυτό;
-Έχω μελετήσει για σένα, σε ξέρω, όπως κι εσύ με ξέρεις. Έχουμε βασικές διαφορές. Εσύ άθεος, εγώ Χριστιανός. Ξεκινάμε από αντίθετες φιλοσοφίες.
-Έχουμε όμως κοινούς στόχους. Τι σόι χριστιανός είσαι εσύ;
-Εγώ πιστεύω πως ο Χριστός είναι ο μοναδικός θεός...
-Καλά, καλά, τον έκοψε ο Καζάρμας. Δε θα προσπαθήσω να σου αλλάξω μυαλά, όπως κι εσύ εμένα. Πρόκειται για την Λένα, θέλω να μου πεις ότι γνωρίζεις για τον θάνατο της.
-Την αγαπούσες ε; την κοίταξε σκληρά στα μάτια. Την αγαπούσες κι εσύ.
-Γιατί ποιος άλλος την αγαπούσε;
-Μη νομίζεις πως είσαι ο εκλεκτός Καζάρμα! τίποτε δεν είσαι! Την Λένα πριν από σένα την είχα εγώ!
Ο Καζάρμας έπεσε απ τα σύννεφα. Τον εξέτασε και δεν πίστευε πως μπορούσε η Λένα να είχε για εραστή αυτόν τον κακόμοιρο χριστιανό.
-Τι λες; ξέρεις τι λες;
-Ηρέμησε όμως, μην κάνεις έτσι, πάνε αυτά πέρασαν. Να βρεις ποιος τη σκότωσε δε θέλεις; Κι εγώ αυτό θέλω. Λοιπόν άκου: να πας να βρεις τον ψυχοπαθή, αυτός ξέρει, πρέπει να είδε τον πραγματικό δολοφόνο της. Στα υπ όψι σου πως είναι κάποιο μέλος της ομάδας, πρόσθεσε ψιθυριστά.
-Γιατί δεν πήγες εσύ; πως το λες αυτό για μέλος της ομάδας; στένεψε τα μάτια του.
-Αυτό έχει διαρρεύσει, το γνωρίζει και η αστυνομία. Δεν είμαι τόσο καλός σ αυτά, εσύ είσαι ο καλύτερος. Πήγαινε να τον βρεις. Εντάξει; και άκου και τούτο. Δε θέλω παρτίδες μαζί σου!

συνεχίζεται



Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 22




Στην αρχή, είπε πως φορούσε γραβάτα με ρίγες. Αμέσως μετά άλλαξε γνώμη και θυμήθηκε πως το κουστούμι δεν ήταν σκούρο μπλε αλλά μαύρο. Επίσης για την γραβάτα, πρόσθεσε πως δεν ήταν μπλε ή κόκκινη με μπλε ρίγες και γενικά όλες οι απόψεις του ήταν αντικρουόμενες, πράγμα φανερό πως ήταν ένας άνθρωπος μειωμένης οξυδέρκειας. Παρ όλα αυτά η αστυνομία τον κρατούσε ακόμα και προσπαθούσε να πιαστεί από κάπου, μια και ο θυρωρός ήταν προς το παρόν ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας. Του έκαναν συνέχεια τις ίδιες ερωτήσεις.
-Τι ώρα έφτασες στη δουλειά σου;
-Οκτώ πάρα τέταρτο.
-Δεν είδες κάποια κίνηση που να σου προξένησε εντύπωση;
-Όχι, δεν είδα τίποτε!
-Είσαι σίγουρος πως ήταν ξανθός; Είχε μεγάλα μαλλιά;
-Ναι ήταν ξανθός με κοντά μαλλιά.
-Πως δεν το πήρες είδηση όταν ανέβηκε;
-Ήμουν στο υπόγειο να βάλω μπροστά τις μηχανές του καλοριφέρ.
- Η γραβάτα ήταν κόκκινη;
-Μάλλον... δεν ξέρω, ήταν μακριά, δεν μπόρεσα να διακρίνω...
-Για θυμήσου καλύτερα, δεν πρόσεξες κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στο πρόσωπο του;
-Δεν μπορώ να θυμηθώ, δεν είδα καλά το πρόσωπο του, ήταν στις σκάλες κι έφευγε όταν εγώ ανέβηκα από το υπόγειο. Πάντως ήταν ψηλός, γερός αλλά όχι με χοντρά μπράτσα, νευρικός..
-Νευρώδης, θέλεις να πεις;
-Ναι, αυτό.
-Τον έχεις ξαναδεί στο μέγαρο;
-Όχι, ποτέ. Ούτε στο μέγαρο, ούτε αλλού.
Τα ίδια πάνω κάτω, θα τον ρωτούσε κι ο ανακριτής αλλά αυτό θα γινόταν από την Δευτέρα που θα τον καλούσε στο γραφείο του. Προς το παρόν, τελείωσε με το διάβασμα των εφημερίδων, ξαναδιαβάζοντας την προκήρυξη της οργάνωσης ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ που είχε αναλάβει την ευθύνη για την εκτέλεση ή την δολοφονία, όπως διατύπωναν αμφότεροι. Ήταν πανομοιότυπη με εκατοντάδες άλλες και συνόψιζε, με λίγα λόγια πως, άτομα σαν τον Μαυροσκότη δεν έπρεπε να ζουν, πόσο μάλλον να λαμβάνουν αξιώματα σε μια σαθρή κυβέρνηση. Πρόσεξε, το σαθρή, ήταν μια λέξη που τον έκανε να σουφρώνει τη μύτη του. Σαθρή κοινωνία, σάπια Κυβέρνηση, όλα σάπια τα έβλεπαν αυτοί της οργάνωσης ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ.
Οι φωτογραφίες που είχαν χρησιμοποιήσει οι εφημερίδες ήταν περίπου όλες ίδιες, δείχνοντας ένα πρόσωπο, σοβαρό, εκτός από κανα δυο αντιπολιτευτικές που προέβαλαν τη φωτογραφία με το κεφάλι του Μαυροσκότη, πλημμυρισμένο στα αίματα, πεσμένο πάνω στο μαόνινο γραφείο του.
Τον ήξερε τον καθηγητή Μαυροσκότη, είχαν συναντηθεί αρκετές φορές σε δημόσιους χώρους και είχαν χαιρετηθεί τυπικά και η γνωριμία τους δεν του έκανε ούτε κρύο ούτε ζέστη, όπως και τώρα ο θάνατος του. Ήταν ένα πρόσωπο αναμειγμένο περισσότερο με τους κοσμικούς και πολιτικούς κύκλους και όχι με την επιστήμη της ιατρικής. Είχε αποκτήσει πολλά λεφτά από τις δυο μεγάλες ιδιωτικές κλινικές που δημιούργησε αλλά και ήταν μπλεγμένος σε διάφορες ιστορίες ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, όπως και μιζαδόρικες καταστάσεις στις κυβερνήσεις όλων των κομματικών χρωμάτων. Γενικά δεν είχε συμπάθειες, ιδιαίτερα στα χαμηλά στρώματα του λαού, που συνήθως δε συμπαθούσε τέτοιες φυσιογνωμίες. Ο ανακριτής είχε ακούσει πολλές φορές να λένε εν παρόδω πως καλά του έκαναν και τον σκότωσαν! και σπάνια κανένα, έλα μωρέ άνθρωπος ήταν κι αυτός, γιατί να τον σκοτώσουν.
Κάτι όμως τον προβλημάτιζε, χωρίς να το προσδιορίζει. Παράτησε τις εφημερίδες και βγήκε. Πήγε προς τα γραφεία της απογευματινής εφημερίδας που εργαζόταν ο συμπαθής του αστυνομικός συντάκτης. Όλοι, βέβαια, τον ήξεραν αλλά αυτός προτιμούσε τον ψηλό που όμως απουσίαζε όπως τον πληροφόρησε ο αρχισυντάκτης που του είπε , επίσης πως η κατάσταση ήταν γενικά συγκεχυμένη.
-Δηλαδή; τον ρώτησε ο ανακριτής
-Τι δηλαδή; δεν υπάρχουν στοιχεία, απλά περιμένουμε από στιγμή σε στιγμή το σκίτσο του δολοφόνου.
-Του εκτελεστή, τον διόρθωσε κι ο άλλος τον κοίταζε σα χαμένος.
-Του εκτελεστή, επανέλαβε.
-Θέλω να το δω!
-Και βέβαια θα το δεις.
-Ναι αλλά δεν μπορώ να περιμένω μέχρι τη δημοσίευση του.
-Αν βιάζεσαι ξέρεις που να πας, τον ψευτο ειρωνεύτηκε.
--Ξέρω, του απάντησε και βγήκε.
Τι σόι χαζός ήταν αυτός ο αρχισυντάκτης, δεν μπορούσε να καταλάβει, ούτε πως είχε φτάσει σ αυτή τη θέση.
Έφτασε στο αστυνομικό τμήμα, του παρέδωσαν αντίγραφα από τα σκίτσα και επέστρεφε προς το σπίτι του εξετάζοντας τα. Στο ένα αναπαριστούσαν την στιγμή της εκτέλεσης. Ο ξανθός εκελεστής, όρθιος στην είσοδο της πόρτας, πυροβολούσε. Στο γραφείο του, καθισμένος με μεγάλη έκπληξη και τρόμο στα μάτια, δεχόταν τη σφαίρα στο μέτωπο, ο Μαυροσκότης. Στο άλλο σκίτσο έφτιαξαν ένα κοντινό πλάνο σε ανφάς και σε προφίλ οι σκιτσογράφοι που κατά τον ανακριτή ήταν αναγκαία και πολύ σημαντικά πρόσωπα που βοηθούσαν εξαιρετικά σ αυτές τις περιπτώσεις.
Αυτό το πρόσωπο που είχαν καταφέρει να συναρμολογήσουν στη συγκεκριμένη περίπτωση, μπορούσε να το έχει ο μισός αντρικός πληθυσμός της χώρας. Τι σήμαινε ένα ξανθό, αντρικό πρόσωπο, με κοντά μαλλιά που φορούσε μπλε ή μαύρο κουστούμι; τίποτε. Ή σχεδόν τίποτε, σκέφτηκε. Κι ύστερα μελετώντας το πρώτο σκίτσο, ξανασκέφτηκε γιατί να σκοτώνονται οι άνθρωποι, μεταξύ τους. Οι άνθρωποι δεν πολεμούσαν γιατί τους άρεσαν τα όπλα, ή μπορεί και αυτό αλλά θα έπρεπε να υπάρχουν συγκεκριμένα γεγονότα που θα τροφοδοτούν αιώνια αυτές τις καταστάσεις του αλληλοσκοτωμού. Γιατί, μπορεί κάποιος να ήταν τρελός και να σκότωνε αλλά ταυτόχρονα δήλωνε και συμμετοχή στην άρτια κοινωνία. Κανένας όμως δεν ήταν πριν τρελός και μετά έξυπνος, απλά υπήρχαν και οι δυο μέχρι να πεθάνουν.
Το αφτί του ανακριτή δεν ίδρωνε με αυτά. Είχε δει πολλούς που για το παραμικρό ήταν έτοιμοι να σκοτώσουν ή να σκοτωθούν. Αυτό ήταν στην ουσία απόλυτο συμπέρασμα, πως ο θάνατος ήταν ένα καθημερινό γεγονός και έπρεπε να συμβιβάζονται μαζί του. Ο θάνατος που σαν ιδέα τρόμαζε, πόσο μάλλον σαν πράξη. "Χρόνος, χώρος, ούτε η ζωή, ούτε ο θάνατος, η απάντηση." *
συνεχίζεται
*στίχος του Έζρα Πάουντ

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 21



Μέσα σ εκείνο το διαμέρισμα, όσο όμορφα κι αν ήταν επιπλωμένο, ένας άνθρωπος άρρωστος, με πυρετό και με συνάχι, θα ένιωθε άσχημα. Φορώντας τις πιτζάμες, τρεις ολόκληρες μέρες να γυροφέρνει από ένα δωμάτιο στο άλλο ή απ την κουζίνα όπου έφτιαχνε το τσάι του, στο σαλόνι για να το πιει.
Όταν ένας άνθρωπος είναι άρρωστος συνήθως γίνεται και γκρινιάρης κι ο ανακριτής δεν διέφερε σ αυτό. Του έφταιγαν τα πάντα, ο βήχας, το τσιγάρο που κάπνιζε ακόμα και άρρωστος, τα σεντόνια οι πράσινες κουβέρτες του. Πράσινες. Αυτό παρά ήταν αηδιαστικό. Θα τις άλλαζε, θα έβγαζε τις άλλες, τις πιο χαρούμενες. Αλήθεια ποιος τις είχε διαλέξει τις πράσινες; ο ίδιος αλλά έφταιγε και ο υπάλληλος του καταστήματος που τον είχε συμβουλέψει πως το πράσινο χρώμα, σύμφωνα με τους ψυχολόγους, ταιριάζει στους απόλυτα υγιείς ανθρώπους. Κι αυτός ήταν ένας απόλυτα υγιής άνθρωπος, που δεν μπορούσε να συμφωνήσει σε όλα με τους ψυχολόγους.
Κούνησε το κεφάλι του ν αλλάξει σκέψεις όρθιος στη μέση του σαλονιού με το φλιτζάνι του τσαγιού στο χέρι. Με το άλλο έπιασε το μέτωπο του κι αναρωτήθηκε αν θα του πέρναγε ποτέ η γρίπη. Ο γιατρός τον είχε συμβουλέψει πως χρειαζόταν ξεκούραση εκτός από την αντιβίωση. "Δουλεύεις πολύ;" τον είχε ρωτήσει κι αυτός τον είχε κοιτάξει περίεργα. Τι θα πει δουλεύεις πολύ; δούλευε σαν σκλάβος. Στην πραγματικότητα θεωρούσε τον εαυτό του σκλάβο ενός βάναυσου συστήματος. Μπορεί η δουλειά του να μην ήταν χειρωνακτική αλλά δουλειά δε σημαίνει μόνο κάτι τέτοιο. Σημαίνει και να βρίσκεσαι σε συγκεκριμένο χώρο για επίσης συγκεκριμένο χρόνο. Αυτός ο χρόνος που ήταν πιο καταπιεστικός από πάρα πολλά άλλα πράγματα στη ζωή του, γινόταν ακόμα πιο βασανιστικός για τον ίδιο και επειδή πίστευε πως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έκαναν τίποτε σπουδαίο, έτσι έβλεπε και τη δικιά του ζωή να πηγαίνει χαμένη. Αν είχε τουλάχιστον φυτέψει μερικά δέντρα, αν είχε κάνει ένα παιδί, αν είχε γράψει ένα βιβλίο, σύμφωνα με τον Βούδα θα ήταν ένας πετυχημένος άνθρωπος. Όμως τίποτε από αυτά τα τρία δεν είχε κάνει και δεν του άρεσε ο ρόλος που είχε επιλέξει για τον εαυτό του, μέσα σε μια κοινωνία όπου ο μοναδικός στόχος των μελών της, ήταν ο ατομισμός, και η ανάδειξη σε υψηλά αξιώματα. Αν μπορούσε τώρα να επαναστατήσει θα το έκανε, ήταν έτοιμος να κάνει οποιαδήποτε επανάσταση, τι κέρδιζε τόσα χρόνια πιο τίμιος από τους τίμιους εξόν από τον μισθός της πολιτείας;
Αλλά οι επαναστάσεις είχαν περάσει όλες, δεν υπήρχε μια καινούργια κι αυτός ήταν ο πικρός απολογισμός της γενιάς του. Ούτε καν εκείνη του πατέρα του, που δεν τον είχε γνωρίσει ποτέ του, παρά μόνον από τις εικόνες που του είχε μεταφέρει η μητέρα του. Αυτή η επανάσταση είχε αποτέλεσμα τον εμφύλιο πόλεμο, το χειρότερο είδος πολέμου, να σκοτώνει ο αδερφός τον αδερφό, φίλος τον φίλο. Τον πατέρα του τον έπιασαν σε μπλόκο, τον έπιασαν και ούτε καν τον ρώτησαν τίποτε, ήξεραν ποιος είναι. Τον έστησαν στον τοίχο, τον εκτέλεσαν. Δεν ήταν οι Γερμανοί, ούτε οι Ιταλοί, ήταν οι Έλληνες των βουνών, οι αντάρτες τ αδέρφια του, οι επαναστάτες του Δημοκρατικού στρατού.
Ο ανακριτής δεν μπορούσε να φανταστεί τον πατέρα του να πολεμάει τους Κομμουνιστές και ούτε ένιωθε γιος ενός κυνηγημένου απ αυτούς, όπως κάποιοι άλλοι που ζητούσαν ακόμα και εκδίκηση για αυτόν τον αλληλοσκοτωμό.
Άναψε ένα τσιγάρο και ξερόβηξε μέχρι να συνηθίσει ο λαιμός του, βγήκε στη βεράντα και σκέφτηκε πως την άλλη μέρα έπρεπε να πάει στο γραφείο, η αναρρωτική άδεια είχε τελειώσει και είχε αρχίσει να νιώθει πολύ καλύτερα. Η μέρα ήταν γελαστή με καθαρή, αστραφτερή, χειμωνιάτικη λιακάδα. Η γεύση του καπνού μ εκείνη την πικρόθολη μυρωδιά της γρίπης, τον αηδίασε. Έσβησε το τσιγάρο στο τασάκι, μπήκε μέσα, ένιωθε καλύτερα σίγουρα κι έτσι αποφάσισε να βγει. Φόρεσε ένα κουστούμι, κλείδωσε και βγήκε.
Στην πλατεία, κάτι παιδιά έπαιζαν μπάλα. Καθώς διάβαινε δίπλα τους, μια μπαλιά πήγε κοντά του. Κλώτσησε τη μπάλα με φάλτσο και μαεστρία και την έστειλε με ακρίβεια σε ένα από τα παιδιά κι αυτά τον χειροκρότησαν γελώντας. Γέλασε κι αυτός μόνος του, στο δρόμο για το περίπτερο.
Τίποτε δε φαινόταν καινούργιο, όλα ήταν ήσυχα εκείνη την Παρασκευή, γύρω στις δώδεκα που στάθηκε στο περίπτερο να διαβάσει τους τίτλους των εφημερίδων κι ανατρίχιασε. "Στυγερή δολοφονία του καθηγητή Μαυροσκότη!" έγραφε η μία, "Εκτέλεση αλά μαφία" η άλλη. "Η οργάνωση ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ξαναχτύπησε." η τρίτη κι όλες μαζί είχαν στο πρωτοσέλιδο αυτό το γεγονός.
Αγόρασε όλον τον τύπο, ο περιπτεράς που τον γνώριζε, θέλησε να τον ρωτήσει τι και πως αλλά τον απέφυγε και επέστρεψε στο σπίτι του. Κάθισε στο σαλόνι, άνοιξε τις εφημερίδες, διάβασε τα ρεπορτάζ στις μέσα σελίδες, αναλυτικά. Στην ουσία δεν αποκάλυπταν κάτι το σημαντικό, μόνο μπούγιο έκαναν με τους εντυπωσιακούς τίτλους και μέσα το πιο σημαντικό που έγραφαν ήταν ο γρήγορος και μεθοδευμένος τρόπος με τον οποίο είχε δράσει η οργάνωση ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ.
Η μία έγραφε πως οι εκτελεστές ήταν δυο, η άλλη στην αρχή συμφωνούσε αλλά και τις δύο τις διέψευδε η μαρτυρία του κοιλαρά θυρωρού, που υποστήριζε ότι είχε δει τον εκτελεστή και έλεγε πως ήταν ένας δίνοντας μάλιστα και κάποια αόριστα χαρακτηριστικά, ενός ψηλού και ξανθού άντρα.
συνεχίζεται

Τρίτη 20 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 20 Ποιον θέλετε κύριε;





Η Μαρία πήγε και ξάπλωσε δίπλα του, γυμνή. "Μη σβήνεις ακόμα το φως" τον παρακάλεσε, καθώς τον είδε ν απλώνει το χέρι του προς τον διακόπτη.
-Θέλω να σε βλέπω, εσύ δε θέλεις; ρώτησε αστράφτοντας μέσα στα μάτια του. Θυμάσαι τι σου είπα για το κοίταγμα στα μάτια;
-Η πρώτη συνάντηση δυο ανθρώπων φαίνεται σ αυτό που θέλουν να κάνουν από την πρώτη ματιά, απάντησε.
Έτσι είναι σκέφτηκε, καθώς τα σώματα τους τυλίχτηκαν, έσμιξαν και έγιναν ένα. Ένας άντρας και μια γυναίκα όταν γίνονται ένα, ο κόσμος συντρίβεται, ο χρόνος χάνεται, η ηδονή μειώνει το νόημα της ύπαρξης. Είναι μια τέλεια στιγμή που επαναλαμβάνεται πολλές φορές στη ζωή των γήινων πλασμάτων, που φωνάζουν, μουγκρίζουν, αναστενάζουν μοναδικά. Σχεδόν κανείς δε νοιάζεται ή δεν προλαβαίνει να σκεφτεί. Δε χρειάζεται η σκέψη σ αυτή την απόλαυση, που μόνο αργότερα προσπαθείς να συλλάβεις πως γίνεται. Πως γίνεται να κοιτάζεις στα μάτια και να μπαίνεις μέσα σε έναν άνθρωπο.

Το πρωί ήρθε πολύ νωρίς, όλα τα πράγματα έρχονταν νωρίς όταν δεν τα επιζητούσε.
Ήρεμος, σιωπηλός, πότε έφτασε στη στάση του λεωφορείου, δε θυμόταν, μόνο το πρωινό φιλί της Μαρίας του είχε αποτυπωθεί στον νου και ότι έπρεπε να τελειώνει γρήγορα μ αυτή την ιστορία. Έπειτα θα έφευγε ένα ταξίδι στην Ιταλία, όλα ήταν κανονισμένα, τα λεφτά, τα εισιτήρια, το ξενοδοχείο που θα διέμενε. Στη Μαρία δεν είχε πει τίποτε για το ταξίδι, θα της το ανακοίνωνε ξαφνικά, μόνο στους γονείς του είχε πει κάποιο ψέμα πως ήταν καλεσμένος για μια διάλεξη σε Ελληνικό φοιτητικό σύλλογο.
Όλο ψέματα έλεγε. Πολλά, όμορφα ψέματα που τον έφερναν αντιμέτωπο με την αλήθεια του. Πάντα ήταν διπλές οι σκέψεις του. Από τότε που άρχισε να καταλαβαίνει τον κόσμο και να μεγαλώνει, τα πράγματα είχαν δυο όψεις. Την καλή και την κακή. Εύλογος νόμος των περισσοτέρων ανθρώπων να ξεχωρίζουν το ένα από το άλλο, σύμφωνα με το συμφέρον τους. Και εύκολα το ένα μπερδευόταν με το άλλο, έτσι που να μην έχουν συγκεκριμένη θέση, παρά μόνο στις κινηματογραφικές ταινίες του Χόλιγουντ, όπου ο κόσμος ήταν διαχωρισμένος στους καλούς και στους κακούς. Αυτός δεν πίστευε ούτε στο καλό ούτε στο κακό, που ήταν ένα, σύμφωνα με τον Καζαντζάκη, κι αυτό το ένα δεν υπάρχει.
Στο λεωφορείο, έσφιξε για μια ακόμα φορά το σαρανταπεντάρι στην απομέσα τσέπη του σακακιού για να βεβαιωθεί πως ήταν εκεί. Οι προκήρυξη μέσα στην άλλη ίδρωσαν στα δάκτυλα του. Κοίταξε τη μέρα που αχνοφέγγιζε στον ορίζοντα, όσον ορίζοντα μπορούσε να δει σ αυτή την πόλη. "Θα κάνει μια ωραία, Χειμωνιάτικη λιακάδα" σκέφτηκε. Ωραία μέρα. Όλες οι ωραίες μέρες έχουν μια άψυχη διαφάνεια, δεν τις λερώνει καμιά θύμηση, δεν τις μπερδεύει κανένας ήχος, μόνο το φως του ήλιου υπάρχει, κυρίαρχο και μοναδικό, όπως και δέκα εκατομμύρια χρόνια πριν.
Κατέβηκε οχτώ πάρα πέντε στην Πανεπιστημίου, όλα πήγαιναν καλά, ακριβώς όπως στο πλάνο. Καθώς διάβαινε στο απέναντι πεζοδρόμιο, κοίταξε ξανά το ρολόι του. Οκτώ πάρα τέσσερα λεπτά. Προλάβαινε ν ανάψει τσιγάρο, μέχρι να φτάσει στην είσοδο του μεγάρου. Ένιωθε ήρεμος και αυτοκυριαρχικός, τίποτε δεν έδειχνε αυτό που θα έκανε σε λίγα λεπτά. Στην είσοδο πέταξε το τσιγάρο στην άμμο που υπήρχε στο ξύλινο τρίγωνο γι αυτή τη δουλειά, έφτιαξε τη γραβάτα, πέρασε βιαστικά τα λίγα μέτρα του προθάλαμου μέχρι το ασανσέρ. Πάτησε το κουμπί, το κόκκινο φωτάκι άναψε. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε τη στιγμή που ακούστηκε ο θόρυβος από τις μηχανές του καλοριφέρ. Τότε θυμήθηκε τον θυρωρό. Βέβαια είχε δει την άδεια θέση του στην είσοδο αλλά δεν το είχε σκεφτεί. Δεν προλάβαινε να σκεφτεί τίποτε, όλα γίνονταν σε χρόνο νεκρό, το ασανσέρ σταμάτησε στον τρίτο, βγήκε με προσοχή, κανένας δεν ήταν στον διάδρομο, όπως στο σχέδιο, προχώρησε και χώθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στην τουαλέτα, κοίταξε το ρολόι του. Οκτώ ακριβώς. Είχε αργήσει κατά δυο λεπτά. Δευτερόλεπτα εξέτασε τον εαυτό του στον καθρέφτη, αυτές οι τουαλέτες δεν έπρεπε να έχουν καθρέφτες, το σκέφτηκε χωρίς ταραχή κι άκουσε τα βήματα ενός ανθρώπου στο διάδρομο που σε λίγο σταμάτησαν κι ακούστηκε ο ήχος του κλειδιού, το άνοιγμα μιας πόρτας κι ύστερα πάλι ησυχία, ενώ αυτός βγήκε γοργά, ερεύνησε τον άδειο διάδρομο, κανείς. Με σταθερά βήματα έφτασε μπροστά στην πόρτα του γραφείου. Έπιασε το πόμολο με το αριστερό, με το δεξί το σαρανταπεντάρι, την άνοιξε και την έκλεισε πίσω του.
Ο καθηγητής Μαυροσκότης, μόλις είχε προλάβει να καθίσει στην καρέκλα του, όταν αντίκρισε το οπλισμένο χέρι να τον σημαδεύει. Τα μάτια τους συναντήθηκαν μα όχι μόνον αυτά. Η άλλη συνάντηση ήταν η σφαίρα που σφηνώθηκε στο μέτωπο του Μαυροσκότη, το χέρι του που πήγε να πατήσει το κουδούνι δεν πρόλαβε. Μια μεγάλη τρύπα άνοιξε στο μέτωπο του κι ένας υπόκωφος θόρυβος ακούστηκε από το σαρανταπεντάρι με τον σιγαστήρα. Έπεσε με τα μούτρα πάνω στο γραφείο από το περίφημο ξύλο μαονιού. Από το στόμα του κύλισε αίμα, μαύρο κι αυτό, σχεδόν στο ίδιο χρώμα με το γραφείο.
Ο Καζάρμας έβγαλε τον σιγαστήρα κι έβαλε το πιστόλι στην τσέπη Άφησε την προκήρυξη πάνω στο γραφείο και βγήκε.
Η ησυχία που υπήρχε πριν τον υποδέχτηκε πάλι στον άδειο διάδρομο. Έφτασε στο ασανσέρ πάτησε το κουμπί για το ισόγειο, σκεφτόμενος πως ο θυρωρός δεν έπρεπε να είχε ανέβει ακόμα και κούνησε τα πόδια του να κινηθεί πιο γρήγορα το κουβούκλιο, μα τίποτε. Εκείνο απλά τραντάχτηκε στον ίδιο ρυθμό μέχρι να σταματήσει.
Βγήκε ήρεμος. Στα σκαλιά προς την έξοδο γύρισε το κεφάλι του και πρόλαβε να δει τον θυρωρό, εκείνον τον δυσκίνητο κοιλαρά, να ανεβαίνει το τελευταίο σκαλί που έκανε μια κίνηση προς το μέρος του σα να ήθελε να τον ρωτήσει κάτι. Ίσως ποιον ήθελε, όπως συνήθως ρωτούν οι θυρωροί όλου του κόσμου. Η φωνή του ακούστηκε τσιριχτή, στην απόλυτη ηρεμία του πρωινού.
-Ποιον θέλετε κύριε;

συνεχίζεται

ΤΟ ΣΠΈΡΜΑ

  διαλέγοντας ακόμα και εραστές παντός καιρού αν αυτό ήταν το πρόβλημα της επειδή είχε απορρίψει το αλκοόλ και προτιμούσε το σπέρμα αφήνοντα...