Όταν άνοιξε τα
μάτια του, είδε το ταβάνι μαυρισμένο απ
την υγρασία, μερικές πέτσες σοβά έπεσαν
πάνω του και δίπλα στο σεντόνι που
κάλυπτε το ολόγυμνο σώμα του. Ήταν νέος
άνθρωπος γύρω πριν στα πενήντα, γερός,
όμορφος, παρ όλες τις κακουχίες που
φαινόταν πως είχε περάσει στην μέχρι
τώρα ζωή του. Το δωμάτιο ήταν ακατάστατο
ρούχα πεταμένα εδώ κι εκεί, μπουκάλια
ποτών, μισοάδεια, μπύρες κουτάκια,
στραβωμένα, τσαλακωμένα λίγα βιβλία
σκορπισμένα στο περβάζι του παραθύρου
που απ τις μισάνοιχτες γρίλιες άφηνε
να περνάει το φως του Καλοκαιριάτικου
ήλιου. Κάπου εκεί ένα ψυγείο, που
μούγκριζε, δίπλα μια ντουλάπα με φερμουάρ,
στο βάθος η τουαλέτα χωρίς πόρτα και
δίπλα ένας πάγκος με γκαζάκι και χυμένους
καφέδες.
Σηκώθηκε, έριξε κάτι πάνω
του, πήρε από το ψυγείο μια μπύρα και
την ήπιε μονοκοπανιά. Ύστερα άνοιξε μια
τεκίλα και καθώς έκανε να πιει μια γουλιά
χτύπησε η πόρτα. Πήγε και άνοιξε. Μπροστά
του εμφανίστηκε ένα ζεύγος Κινέζων, που
χαμογελούσαν.
-Την άλλη βδομάδα, εσύ
δώσεις εμάς το κλειδί! είπε πιο χαμογελαστά
η γυναίκα. Κατάλαβε Γιάννη;
Έκλεισε
την πόρτα αφού τους χαμογέλασε κι αυτός
και γύρισε στο ποτό του. Αργότερα φόρεσε
ένα παλιό κουστούμι, γραβάτα, έψαξε και
βρήκε μέσα στο συρτάρι του κομοδίνου
ένα χρυσό ρολόι τσέτης, αντίκα του παλιού
καιρού και βγήκε. Περπάτησε στο δρόμο
προς την παλιά αγορά ντυμένος με γραβάτα
και κουστούμι μες τη ζέστη του Καλοκαιριού
και όλοι να τον κοιτάνε περίεργα, άλλοι
γελώντας κι άλλες κάνοντας το σταυρό
τους αλλά αυτός δεν έδινε καμιά σημασία
λες και ήταν μόνος του σ αυτόν τον κόσμο.
Έφτασε στον αργυραμοιβό, του δειξε το
ρολόι.
-Πεντακόσια ευρώ και πολλά
είναι, είπε αυτός εξετάζοντας το
ρολόι.
-Δυο χιλιάδες, έσμιξε τα μάτια
του ο Γιάννης και ξαναπήρε το ρολόι στα
δικά του χέρια.
-Με σκοτώνεις έγρουξε,
που να τα βρω τόσα λεφτά..
-Πιάνει πάνω
από πέντε χιλιάδες και άστα αυτά που
ξέρεις, λέγε τα δίνεις;
-Ε, φέρτο αλλά
να ξέρεις με σκοτώνεις αλλά επειδή είσαι
καλό παιδί πάρτα.
Πήρε τα λεφτά και
περπάτησε μέσα στον κόσμο, μόνος, χαμένος
μέσα κι έξω απ αυτό που συνέβαινε γύρω
του. Δεν τον ένοιαζε τίποτε, ήταν ένας
ευτυχισμένος άνθρωπος που χαμογελούσε
στον ήλιο αδειάζοντας ένα καινούριο
μπουκάλι ποτού που του γαργάλισε τον
λάρυγγα. Μια ωραία γυναίκα του χαμογελούσε
περπατώντας απέναντι απ αυτόν, στο άλλο
πεζοδρόμιο. Της χαμογελούσε κι αυτός,
μέχρι που χάθηκε μέσα στο πλήθος.
Στην
πλατεία ο κόσμος ήταν περισσότερος,
σχεδόν στριμωχτοί οι άνθρωποι, έτρεχαν
ή άραζαν ο ένας δίπλα στον άλλον, μιλούσαν
στα κινητά, με έναν καφέ στο χέρι.
απόσπασμα από την ΠΑΡΆΜΕΤΡΟ ΤΟΥ ΑΙΝΣΤΑΙΝ
ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΜΟΥ
Μια φορά και έναν καιρό, ο ναύτης Όποιος Νάναι, περπατούσε στο πλακόστρωτο πεζοδρόμιο έξω απο το μεγάλο λιμάνι. Τα βήματα του ακούγονταν, τακ-τακ, τακ-τακ, στις πλάκες και αντηχούσαν στο ηλιόλουστο απογευματινό κι αυτός χαμογελούσε. Όλο χαμοχελούσε ο ναύτης Όποιος Νάναι με ότι και να του συνέβαινε. Ε, θα το λύσουμε κι αυτό, έλεγε κι έτσι βάδιζε πάντα στη ζωή του. Του άρεσε να σκορπάει το χαμόγελο, να δίνει χαρά στη ζωή, στους ανθρώπους. Φορούσε την ωραία του ασπρογάλαζη στολή, είχε λίγο στραβά πόδια, προς τα μέσα αλλά αυτό δεν πείραζε και η μύτη του ήταν στραβιά αλλά ούτε αυτό πείραζε και τα δυο μπροστινα δόντια του προεξείχαν αρκετα για να μοιάζει με κουνέλι, που ήταν χαμογελαστό όμως. Έτσι έμοιαζε μα δεν τον ένοιαζε και πολύ, αρκεί να ήταν γερός για να μπορεί να κρατάει στα χέρια του τη ζωή. Στα χέρια του που κρατούσε πάντα μια χρυσή αλυσσίδα, που κάπου-κάπου την έδενε γύρω από τη μέση του.Σιγανοτραγουδούσε ένα τετράστιχο που ποτέ δεν είχε μάθει την συνέχειά του.
Με είδαν τ΄αστέρια
να κυλιέμαι καταγής
και στάθηκαν ακούνητα.
Νανανανά! νάνανα!νανανά!
Περπατούσε βιαστικά στον αστραφτερό πεζόδρομο, τα-τακ,τακ-τακ γιατι έπρεπε να προλάβει την Όμορφη Επειδή, που ήταν η αγαπημένη του και τον περίμενε στο μικρό αλσος και ποτέ δεν ήθελε να την κάνει να περιμένει. Ήξερε πως δεν είναι καλό να κάνεις τον άλλον να περιμένει γιατί είναι σαν να τον βασανίζεις επειδή δεν είσαι εκεί. Με γοργά βήματα, λοιπόν, έφτασε και την είδε να κάθεται στο παγκάκι. Τι όμορφη ήταν θε μου! Νεράιδα με ξανθά μαλλιά, μακριά μέχρι τη μέση, γαλάζια μάτια ορθάνοιχτα, χέρια μακριά κατάλευκα, χείλη κατακόκκινα κι ένα μικρό στόμα! Και όμως δεν μπορούσε να τα φιλήσει. Του το υπενθύμησε μόλις την αγκάλιασε.
-Ξέχασες πως δεν μπορούμε να φιληθούμε προτού με παντρευτείς; κελάρισε σαν γυιάλινος βόλος στο μάρμαρο η φωνή της.
-Το ξέρω, μα είναι τόση η λαχτάρα μου καλή μου!
-Όταν με κάνεις γυναίκα σου θα γίνουν όλα, του απάντησε ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα παιχιδιάρικα.
Η Όμορφη Επειδή ήταν απίστευτα λεπτή. Σαν τσάκνο που το φυσούσε ο άνεμος, σαν χνούδι από λουλούδι του δάσους. Η μέση της σαν δαχτυλίδι, τα πόδια της μακριά κατέληγαν σε μικροσκοπικές πατούσες. Φορούσε κόκκινες γόβες χωρίς τακούνι και ήταν ψηλή, όχι πιο ψηλή από τον ναύτη Όποιον Νάναι, που την έπιασε τώρα από τους ώμους και της είπε πως έπρεπε να βιαστούνε να πάνε το φάρμακο στον γέρο πατέρα του που ήταν άρρωστος πέρα στο Μεγάλο Περιβόλι.
-Πάμε ναύτη, ναι, το θυμάμαι καλέ μου, του είπε και σηκώθηκαν.
Δεν είχαν κάνει πέντε βήματα στο χωμάτινο μονοπάτι, ο ήλιος βασίλευε, έρριχνε τις τελευταίες αχτίνες πάνω τους, όταν εμφανίστηκε από το πουθενά ο Άλλος Όρθιος, ο κακός γείτονας της Όμορφης Επειδή. Ήταν τεράστιος, γεμάτος τρίχες, όλες ίσιες σαν βελόνια. Τα μάτια του κόκκινα έβγαζαν σπίθες, το ένα χέρι του ήταν κομμένο στον ώμο αλλά δεν τον πείραζε, η δύναμη του βρισκόταν όλη στο άλλο το αριστερό και μπορούσε μ΄αυτό να σηκώσει ολόκληρο βουνό. Γελώντας βραχνά, άρπαξε την Όμορφη Επειδή από τα χέρια του ναύτη κι εξαφανίστη κε στο βάθος. Χώθηκε σε ένα φορτηγό κίτρινο, κατακίτρινο, όπως είχε γίνει το πρόσωπο της από την τρομάρα. Ο ναύτης όποιος Νάναι, δεν πρόλαβε να κάνει τίποτε. Έμεινε με τα χέρια στη μέση να κοιτάζει το κίτρινο φορτηγό που χανόταν στην κόκκινη αχλύ που σκορπούσε το ηλιοβασίλεμα. Παρ΄όλα αυτά δεν έχασε το χαμόγελο του. Ανασκουμπώθηκε, έλυσε την χρυσή αλύσίδα από τη μέση του, την στριφογύρισε στον αέρα και στροβιλίστηκε μαζί της. Εξακοντίσθηκε μακριά, να ακολουθήσει το κίτρινο φορτηγό αλλά δεν το βλεπε πουθενά. Είχε εξαφανισθεί μυστηριωδώς. Μετά από περιπλάνηση μιας ώρας, είχε νυχτώσει για τα καλά, προσγειώθηκε στην άκρη του μεγάλου Δάσους. Το σκοτάδι ήταν βαρύ, οι σκιές των δέντρων που έφταναν ως τον ουρανό, το έκαναν ακόμα πιο βαθύ. Τίποτα δεν υπήρχε εκεί πέρα. Μούσκεμα στον ιδρώτα κάθισε πάνω σε μια λευκή πέτρα σκεφτικός και στεναχωρημένος. Το χαμόγελο του ήταν τώρα λυπημένο. Σηκώθηκε, δεν ήταν ώρα για αργοπορίες. Έλυσε ξανά τη χρυσή αλυσσίδα, την έπιασε και ψαχούλεψε τον τρίτο κροίκο από το τέλος της. Έβαλε τον δείχτη μέσα και έκανε τρεις στροφές στον αέρα. Μια αστραπή έσχισε το δάσος, το ξέφωτο που στεκόταν, έλαμψε. Στο κέντρο της αστραπής, σέρνοντας το φως, ερχόταν η Μάγισσα Οπωσδήποτε. Ήταν η καλή μάγισσα, η φίλη του που την φώναζε στις δύσκολες στιγμές. Έφτασε κοντά του, στάθηκε παράμερα με την πλάτη γυρισμένη προς αυτόν, δεν ήθελε να βλέπει το πρόσωπο της που ήταν σκαμμένο.
συνεχίζεται
ΙΚΕΤΕς ΤΗΣ ΑΛΉΘΕΙΑΣ Εξώφυλλο |
Για να κερδίσεις κάτι σε αυτό
τον κόσμο, πρέπει να τα βάλεις με θεούς
και δαιμόνους! Συμπέρανε, αφομοιώνοντας
μια τέλεια ρήση. Ύστερα, σήκωσε το κεφάλι
και τον είδε. Είδε τον άνθρωπο με τη
ρεπούμπλικα που ερχόταν κοντά του.
-Γεια
σου, είπε και κάθισε απέναντι του. Είμαι
ο Καραβοκύρης.
-Το μικρό;
-Δεν έχει
μικρό, χαμογέλασε. Σε πρόσεξα, ξεχωρίζεις
από τους άλλους.
-Γιατί;
-Δεν υπάρχει
γιατί. Ξεχωρίζεις. Είσαι εκλεκτός..
-Μη
μου πεις του θεού!!!
-Όχι δε θα στο πω.
Θεός δεν υπάρχει.
-Δε με ενοχλεί να
το λενε οι άλλοι, τι θα πιεις;
-Αλκοόλ.
Είμαι συνθέτης.
-Δηλαδή; έσμιξε τα
φρύδια του
Ωστόσο παράγγειλε δυο
μαύρες μπύρες. Το γκαρσόνι τους σέρβιρε
ευγενικά.
-Αύριο το πρωι έχω πρόβα
στο μέγαρο μουσικής του Δήμου. Είσαι
προσκαλεσμένος μου. Ανεβάζω την Βαλκυρία
του Βάγκνερ, την ξέρεις;
Ο Παράμετρος
έγνεψε ου.
-Κάτι έχω ακούσει, ψέλλισε
και η φωνή του μόλις ακουγόταν. Ντρεπόταν
που δεν ήξερε τίποτε
-Είναι η μάχη
μεταξύ ισχύος και αγάπης, έλεγχος του
κόσμου, αιώνια μάχη, ξέρεις οι άνθρωποι
τα γνώριζαν αυτά από παλιά, μη νομίζεις
πως εμείς είμαστε οι πιο έξυπνοι.
-
Μα εμείς έχουμε κινητά τηλέφωνα; και
του δειξε μια μικρή συσκευή τηλεφώνου
από τα πρώτα που είχαν αρχίσει να
κυκλοφορούν
-Αυτά θα είναι ο έλεγχος
της ανθρώπινης ιστορίας. Στην υγεια σου
φίλε, θα ρθεις αύριο το πρωι στην πρόβα;
κι έφυγε. Χωρίς να περιμένει απάντηση
Μ ένα χαμόγελο και την ρεπούμπλικα να
καλύπτει το κρανίο του.
Πήγε μόνος
την άλλη μέρα το πρωί και άκουγε τον
Κραβοκύρη να παίζει κλασική μουσική
μια ώρα. Μόνος του. Αυτός και η μουσική.
Και ήταν απίστευτος ο ήχος, ο τρόπος που
ακουμπούσε τα δάχτυλα στο πιάνο και
ήταν αδιαχώρητος ο τόπος, στο μισοσκόταδο
του πρωινού εκείνης της Κυριακής που
ένας άνθρωπος έπαιζε μουσική μόνο για
έναν άλλον άνθρωπο. Έχεις ακούσει ποτέ
ς ένα δωμάτιο τη Λένα Πλάτωνος να σου
παίζει πιάνο;
Η Ροσα Πάβλοβα αρνήθηκε
να πιστέψει πως πήγε μόνος του, χωρίς
αυτήν.
-Μα θα πάμε στην πρεμιέρα!
Αντέδρασε.
-Εγώ ήθελα εκεί! Εκεί που
ήσουν μόνος μαζί του! Δυο άντρες στο
σκοτάδι με κλασική μουσική! Τι κάνατε
εκεί; μήπως ς ερωτεύτηκε κι αυτός;
-Τι
λες; άνοιξε πελώρια τα μάτια του και τα
χέρια του. Κι ο σαρκασμός δεν υπήρχε
περίπτωση να πάει χαμένος.
-Το
κατάλαβα, έκανε αποκαμωμένη.
-Ποιο;
-Πως
κάνατε έρωτα.
-Εγώ μ έναν άντρα;
-Ναι,
γιατί; τι είσαι εσύ;
-Ο ξεχωριστός του
θεού. Οικτρό.
-Μα γιατί δε μ αγαπάς;
τι είμαι εγώ για σένα; κι έβαλε τα
κλάματα.
Γέλασε. Δεν ήξερε τι άλλο να
κάνει. Αμήχανος απ την περιέργεια της
ύλης.
απ το νέο μου μυθιστόρημα Η ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΣ ΤΟΥ ΑΙΝΣΤΑΝ
Ένα
τέτοιο πρωινό που είχε κλειστά τα μάτια
του, ξαπλωμένος στο μαύρο χαλίκι, τράβηξε
από το πρόσωπο την παλάμη και άνοιξε
τα μάτια. Από πάνω του ήταν σκυμμένη και
τον κοίταζε ξαφνιασμένη η Ρόσα Πάβλοβα.
Ποια ήταν η Ρόσα Πάβλοβα; μια παρτιζάνα
που είχε ξεμείνει από τον δεύτερο
παγκόσμιο πόλεμο;
-Τι έχετε πάθει;
άκουσε τη φωνή της να τον ρωτάει με
κάποια αγωνία.
Έκλεισε και ξανάνοιξε
τα μάτια του να καταλάβει αν ήταν ξύπνιος
ή ονειρευόταν και μόλις συνειδητοποίησε
το πρώτο, ανακάθισε στην πετσέτα σαυροπόδι
ή οκλαδόν, ενώ η Πάβλοβα επαναλάμβανε
την ερώτηση της.
-Τι πάθατε; προσπαθώ
μισή ώρα τώρα να δω αν είστε νεκρός ή
ζωντανός!
-Τι λες! Γέλασε. Φυσικά και
είμαι ζωντανός.
-Μα τόσην ώρα ήσασταν
τέλεια ακούνητος, σαν ένα πτώμα!
Αναφώνησε.
Ο Γιάννης σκέφτηκε για
μια στιγμή πως δε θα είχε σημασία να
γνωρίσει μια γυναίκα ακόμα, να κάνει
δηλαδή μια καινούργια σχέση ενώ είχε
αποφασίσει σχεδόν συνωμοτικά με τον
εαυτό του πως θα γνώριζε μόνο περιστασιακές
γυναίκες, της μιας νύχτας. Αλλά όλα αυτά
πήγαιναν περίπατο καθώς εξέταζε από
πάνω μέχρι κάτω την Ροσα Πάβλοβα, που
κι αυτή τον κοίταζε μαγνητισμένη.
-Α,
σας ξέρω! Έκανε, είστε ο κύριος στο ΟΝΛΥ
ΓΟΥ, εγώ είμαι η Ροσα Πάβλοβα, είπε
αναψοκοκκινισμένη.
-Ρόσα Πάβλοβα;
επανέλαβε και την κοίταζε ερωτηματικά.
-Ναι,
είμαι Σέρβα, παρτιζάνα καλά το σκέφτηκες.
Συλλέκτης σπάνιων φωτογραφιών..
-Εδώ;
την έκοψε. Στη Σαντορίνη; τι φωτογραφίες
συλλέγεται;
-Μ ενδιαφέρει το ηφαίστειο
και η έκρηξη του που εξαφάνισε την
Ατλαντίδα. Μια χαμένη ήπειρο, το
φαντάζεσθε; δεν είναι τρομακτικό; δεν
είναι φανταστικό; εσείς το πιστεύετε
πως εξαφανίστηκε μια ολόκληρη
ήπειρο;
-Θέλεις να σε κεράσω ένα ποτό;
της χαμογέλασε. Έχω διαβάσει αρκετά
πράγματα γι αυτό και μπορεί να σου φανούν
χρήσιμα.
-Ευχαριστώ! Πάμε! Απάντησε
η Ρόσα Πάβλοβα.
Και είχε έναν
ενθουσιασμό, μια φρεσκάδα που παράσερνε
τα πάντα στο διάβα της σαν ορμητικός
χείμαρρος τέτοιον που ο Παράμετρος
ξέχασε όλους τους ενδοιασμούς του περί
των σχέσεων των δυο φύλων και αφέθηκε
στη δίνη του χειμάρρου.
Ο
τύπος είχε στραμμένο το κεφάλι του προς
τα έξω-έξω απ το παράθυρο και δεν γύριζε
καθόλου προς τα μέσα να δει τι γίνεται.
Το μέσα και το έξω, ενός δωματίου, μια
σάλας, ενός μπαρ, ενός προσώπου, μιας
ψυχής. Υπάρχει το μέσα μιας ψυχής;
Φορούσε
Καλοκαιριάτικα μια ρεπούμπλικα που
κάλυπτε το καλοξυρισμένο κεφάλι του
και ο τρόπος λήψης της εικόνας του ήταν
δύσκολος από την γωνία που τον παρατηρούσε.
Χωρίς να καταλάβει γιατί, του κίνησε
την περιέργεια να μάθει ποιος κρυβόταν
πίσω από την ρεπούμπλικα και περίμενε
υπομονετικά πως κάποτε θα γύριζε το
κεφάλι του γιανα δει τη φάτσα του. Όμως
ο χρόνος περνούσε, παράγγειλε και δεύτερο
ποτό, άναψε κι άλλο τσιγάρο αλλά ο τύπος
παρέμενε ακούνητος στο παράθυρο σαν
άγαλμα του Ροντέν. Φορούσε ρούχα κυνηγού
στην Αφρική, κοντομάνικο χακί πουκάμισο
και ανάλογο κοντό παντελονάκι. Η
πιθανότητα να μην ήταν και ηλιοκαμένο
το πρόσωπό του άγγιζε τα όρια της
ανυπαρξίας τέτοιων ατόμων αλλά δεν ήταν
και σίγουρος πως υπήρχαν ακόμα τέτοιες
φιγούρες.
Ωστόσο όταν δεν το περίμενε,
ο τύπος σηκώθηκε και με γρήγορα βήματα
έφτασε κοντά του. Στάθηκε δυο μέτρα
μακριά, τα μάτια τους συναντήθηκαν για
λίγο.
-Εμείς οι δυο θα τα πούμε, του
χαμογέλασε κι έκανε έναν κύκλο με τον
δείχτη του δεξιού χεριού του υπονοώντας
το μέλλον.
Κι αργά κοιτάζοντας προς
τα πίσω χάθηκε όπως είχε εμφανιστεί στο
παράθυρο.
Είχε ένα συμπαθητικό
πρόσωπο, πράγματι ηλιοκαμένο, μικρή
ίσια μύτη, γωνιώδες πηγούνι, γαλάζια
μάτια. Περπάτημα σιγανό με ίσιο το κορμί
ανάλογη
ήταν και η συμπεριφορά του, σκέφτηκε ο
Παράμετρος και σηκώθηκε απορημένος.
-Τι
στο διάολο! Μονολόγησε. Υπάρχουν και
τέτοιοι άνθρωποι;
Καταλάβαινε αλλά
δεν ήξερε τι του επεφύλασσε η μοίρα. Όχι
ακριβώς η μοίρα, αυτός δεν πίστευε σε
τέτοια, απλά ο δρόμος όπου πήγαινε και
αν μπορούσε να τον αλλάξει ,η να τον
αλλάζει όποτε ήθελε αυτός και όχι όπως
του βαρούσαν το ντέφι. Τώρα τι να ήθελε
ο άνθρωπος με την ρεπούμπλικα; για
ζητιάνος δεν του φάνηκε, ούτε φτωχός
ούτε πλούσιος, ωραίος όμως ήταν σίγουρα,
ίσως κάποιος καλλιτέχνης, αναλογίστηκε.
Το
βράδι συναντήθηκε με τη Ροσα Πάβλοβα.
Ήταν πράγματι πολύ όμορφη, ίσως πιο
όμορφη από την Μόνικα, και πιο καλή από
την Ευγενία. Κάθισαν στις άκρες του
κρεβατιού γυμνοί. Το μυστικό του κόσμου
κρυβόταν στο λευκό μέρος του στήθους
της.
-Γιατί δεν κάνεις γυμνή μπάνιο;
τη ρώτησε.
-Για να μαυρίσει και το
στήθος μου; δε ς αρέσει λευκό;
Λευκό
παρέμενε και το μέρος που έκρυβαν οι
άντρες με το σλιπάκι τους
-Το μυστικό
του κόσμου είναι ανάμεσα στα σκέλια του
άντρα,είπε. Θες να ξανακάνουμε κάτι; και
σηκώθηκε ολόρθη, γυμνή.
Έμεινε για
λίγο, ίσως για πέντε λεπτά να κοιτάζει
το μαύρο μέρος που εστίαζε η γέννεση
και καταλάβαινε γιατί του άρεσε να
βλέπει ή να κοιτάζει εκεί.
-Η ηδονή
είναι μυστήριο πράγμα, απάντησε. Χωρίς
αυτήν δε θα υπήρχαμε και γέλασε.
-Γιατί
γελάς; ήρθε κοντά του στρίβοντας το
πηγούνι του πάνω και γύρω από το δικό
της.
Δυο σελίδες από το καινούργιο μυθιστόρημα μου με τίτλο: Η ΠΑΡΆΜΕΤΡΟΣ ΤΟΥ ΑΙΝΣΤΆΙΝ
Κοιτάζουμε
το φαίνεσθαι-σπάνια το μέσα. Το χαμόγελο κι όχι τη λύπη. Κι έχουμε
δίκιο. Η Γκέρνικα και ο Αλέφαντος, τέλειος συνδυασμός. Θέλω να πω, πως
την τραγωδία την έχουμε μέσα μας, δεν είναι ανάγκη να μας την δείχνουν,
κάθε ώρα κάθε στιγμή. Όμως ο Αλέφαντος δεν την γνωρίζει, την τραγωδία,
ναι, υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι που δεν τους αγγίζουν τα γεγονότα από
μέσα τους, θέλουν την επιφάνεια! το φαίνεσθαι! το φαινόμενο και μπορεί
να έχουν δίκιο. Η Γκέρνικα είναι αρχαία τραγωδία,
είναι η παντοτινή και ο Πικάσο ξανάφερε την εικόνα της, μέσα και έξω
μας. Όμως εγώ βλέπω στο πρόσωπο του Αλέφαντου και του κάθε τέτοιου
ανθρώπου, την τραγωδία της αγνωσίας, την ειρωνεία πως τάχα βλέπει τα
πράγματα από ψηλά! κι ας μην ξέρει πόσο κάνει δύο συν μηδέν.
Τελικά, σκέφτομαι γιατί να μου αρέσει αυτός ο παράλογος κόσμος που ζούμε. Ακόμα γιατί, αφού είναι τόσο σκατένιος να μη θέλουμε να τον εγκαταλείψουμε; ίσως επειδή είμαι ακόμα ζωντανός κι αυτό με κάνει άτρομο. Ίσως επειδή ξέρουμε πως δε θα ξαναυπάρξουμε ποτέ εδώ. Ίσως.
κάποια στιγμή όλα τελειώνουν. Τα τσιγάρα, τα ποτά, οι αγάπες, τα ψέμματα και οι αλήθειες. Τα λεφτά. Την ώρα που τάχεις ανάγκη σου λείπουν Μυστήριο πράγμα με μας. Λες και είναι τρύπιες οι παλάμες μας.
ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...