Δευτέρα 25 Μαρτίου 2024

 


Η Νεκρή Φύση είναι παράσταση και σύμβολο του απολύτως εφήμερου. Τα εικονιζόμενα προαναγγέλλουν έναν απελπιστικά περιορισμένο βίο. Οι κρεμασμένες χήνες θα οδηγηθούν στην κουζίνα, το καρβέλι θα ξεραθεί, η σούπα που αχνίζει θα κρυώσει και τα φρούτα θα σαπίσουν ή θα καταναλωθούν. Εύθραυστα και προσωρινά, πόσο θα ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΆευτυχίσουν τα κρύσταλλα και οι κομψές πορσελάνες;
Η Νεκρή Φύση μπορεί να μην παραπέμπει στο απόλυτο δευτερόλεπτο της φωτογράφισης, μιλά όμως εξίσου για τη φευγαλέα παρουσία των εκτεθειμένων, για το αστραπιαίο πέρασμα τους. Είναι το επιλογικό μέρος του μεγάλου κειμένου της φύσης, η ταυτότητα της βραχύβιας ύλης.
Αυτά σημειώνει ο Κώστας Μαυρουδής στο εξαιρετικό βιβλίο του με τίτλο ΣΤΕΝΟΓΡΑΦΊΑ, που έπεσε τυχαία στα χέρια μου και εν μέρει δε θα διαφωνήσω, απλά θα προσθέσω, πως, οι νεκρές φύσεις έχουν κάτι μοναδικό, κάτι σπάνιο: να προσδίδουν μια ανέλπιστη χαρά στη βάση της φιλοσοφίας που φυσιολογικά είναι απαισιόδοξη. Προσωπικά είναι η πρώτη φορά που ασχολούμαι μ αυτό το είδος ζωγραφικής και με κεντρίζει ιδιαίτερα, ενώ δεν το περίμενα εξ αρχής, όταν δημιούργησα την πρώτη, τέτοια εικόνα. Κάτι ήσυχο, κάτι ξεχωριστό. Ένα συναίσθημα ωραιότητος ενός κόσμου που δεν είναι.

 

Κυριακή 24 Μαρτίου 2024

Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΆ ΤΟΥ ΠΊΘΗΚΟΥ

 


Η καλή παρέα είναι δυσεύρετη. Η αναγκαστική παρέα υποκριτική και ανιαρή, ανυπόφορη. [καλύτερα να το βάζεις στα πόδια]. Η καλύτερη παρέα ποια είναι;
Είναι αλήθεια πως δεν εκτιμούμε πολλούς ανθρώπους στη ζωή μας. Εννοώ για την πραγματική εκτίμηση, όχι την ιδιοτελή, ή την πρόσκαιρη ή την φιλολογική των ηρώων και των επιστημόνων που πρόσφεραν πολλά στη ζωή. Μυστήριο πράγμα η εκτίμηση.
Πάω να φτιάξω μια ντοματοσαλάτα που την εκτιμώ πολύ.
Έχει έρθει ένα συνεργείο και καγκελώνουν τα δέντρα. Το κομπρεσέρ και η ηλεκτροκόλληση βουίζουν κι αστράφτουν από τις οκτώ.. Ένας κολλάει και άλλοι πέντε τον συμβουλεύουν. Ήθελα να ξερα γιατί τα σιδεροκλίνουν τα φτωχά τα δέντρα που είναι όλα απεριποίητα, πολλά στεγνωμένα, άλλα παραμελημένα.
Το δε θα σε ξεχάσω ποτέ! είναι πολύ εξευγενισμένη φράση. Το λέμε γιατί το πιστεύουμε ή για να αποφύγουμε περαιτέρω συνέπειες; Εμπερικλείει, βέβαια, σοβαρούς κινδύνους. Μεγαλοστομία εν ριπή στιγμών.
Η κρίση μας είναι καθαρά αστική. Μεγαλοαστική και κρυφόσκεφτη. Ας περνάω εγώ καλά κι άσε τους άλλους να πνίγονται. Φανερό απ τους μαλάκες που έχουν.
Ωραία να τα βλέπεις από ψηλά. Και περισσότερο τους ανθρώπους. Κανένας δεν υπολογίζει πως τον παρατηρείς εκ των άνω προς τα κάτω. Αυτό είναι ένα μεγάλο όνειρο των ανθρώπων: Ν ανέβουν ψηλά.
Μια από τις πιο ωραίες μέρες της ζωής σου είναι κι εκείνη που συγχωρείς τον εαυτό σου.
Είναι αλήθεια πως έχουμε χορτάσει από λάικ. Μερικοί και μερικές, βέβαια, είναι αχόρταγοι και άπληστοι Πληρώνουν για ένα λαικ λες και θα γίνουν σπουδαίοι. Η επικοινωνία του Ζούκενμπερκ μας ξέσκισε. Χάσαμε τη μπάλα. Αλήθεια, πόσο κοστίζει ένα λάικ;
Το θέμα δεν είναι να διαγράψεις ή να διαγραφείς από διάφορους που ήλθαν και ήθελαν να φύγουν. Το θέμα είναι να βρεθείς στη δυσκολία να διαλέξεις τη διαγραφή κάποιου που πίστευες, που τον είχες ψηλά, να τον έχεις γνωρίσει και προσωπικά και ξαφνικά ν ανακαλύπτεις πως έχεις πέσει έξω στις προβλέψεις σου! Αυτό κι αν είναι οδυνηρό. [Νομίζω πως η απόρριψη πονάει πιο πολύ αυτόν που την κάνει, εξ αιτίας, κυρίως του λάθους του.]
Είναι αρετή να ξέρεις πότε να φεύγεις. Όχι μόνο από τις μεγάλες συναντήσεις αλλά και από τις καθημερινές. [Να μη αναγκάσεις κανέναν να σου πει πρέπει να φύγεις!]
Γυρισμός. Δύσκολη λέξη. Δεν έχω γυρίσει ποτέ πίσω. [Μιλάμε για τους ερωτικούς χωρισμούς]. Ξαναζεσταμένο φαί.
Στο βάθος του χρόνου είμαστε όλοι απελπισμένοι, απ τη στιγμή που τεσσάρων ετών αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε σε τι κόσμο ήρθαμε.
Κόντρα στο κύμα μπορείς να πας. Κόντρα σε όλα δεν μπορείς και πιο πολύ κόντρα στους ανθρώπους. Οι άνθρωποι είναι φίλοι μας. [Έγινα πιο ευαίσθητος απ ότι έπρεπε.]
Έχασα το χρόνο μου μαζί σου. Είναι μειωτικός λόγος και γι αυτόν που το λέει και για τον άλλον στον οποίο απευθύνεται.
Όλες οι σχέσεις των ανθρώπων είναι εξαρτώμενες από το κόστος και το όφελος. Εξαρτήσεις. Το κληρονομήσαμε απ τον Πίθηκο.
Οι φτωχοί δεν μπορούν να έχουν αξιοπρεπή ζωή. Αναγκαστικά. [Το φτωχός και τίμιος είναι εφεύρεση των πλουσίων.]
Το θέμα είναι να μη σε πάρει από κάτω και να νομίζεις πως είσαι μόνος σου σ αυτό τον κόσμο.
Όσο κι έψαξα στη ζωή μου, παντού συνάντησα μέτριους ανθρώπους.
Η ζωή σου είναι αυτό που βλέπουν οι άλλοι.
Έχετε πάει φυλακή; Έστω μια μέρα; Λένε πως μόνο οι μεγάλοι άνθρωποι πηγαίνουν στη φυλακή.
γι αυτούς που φεύγουν.Είναι μερικοί που όταν φεύγουν αρχίζουν να κακολογούν. Δεν καταλαβαίνουν πως όταν φεύγεις από έναν άνθρωπο που έζησες μαζί του, οι ύβρεις επιστρέφουν στον εαυτό τους. Αυτός που πριν ήταν θεός γίνεται σκουπίδι. Άρα, ήσουν κι εσύ σκουπίδι.
η σκληρότερη λέξη στον κόσμο είναι το αντίο. Με όσα χρώματα και να το πεις.
Δογματικός, θρησκευόμενος και ανόητος. Απ τα χειιρότερα χαρακτηριστικά που μπορεί να συνυπάρχουν σε έναν άνθρωπο.
Το πιο παρεξηγημένο είδος γραφής είναι η ποίηση. Ίσως γιατί νομίζουν πως είναι εύκολο. Δεν γνωρίζουν πως για να γράψεις ποίηση πρέπει να συλλογάσαι. Όχι να βάζεις λέξεις στη σειρά και έστω μια αρνητική αίσθηση. [Αυτό δε σημαίνει πως δεν έχουμε και αρκετά-λίγα, σπουδαία δείγματα.]
Τον αχάριστο δεν πρέπει να τον συγχωρήσεις ποτέ! Είναι πιο επικίνδυνος απ τον ηλίθιο.
Είναι μερικοί άνθρωποι που δεν πιάνονται ούτε φίλοι ούτε εχθροί. Αυτοί νομίζω είναι οι χειρότεροι απ όλους.
Πολλές φορές δε θέλεις να παραδεχτείς, πως τελικά κάποιοι άνθρωποι γύρω σου ήταν κακοί βλάκες. [Ίσως από ντροπή που έτυχε να κάνεις παρέα μαζί τους]. Κι όταν φεύγουν-γιατί κάποτε λακίζουν-αισθάνεσαι ευθύνη για τη βλακεία τους!]
Τίποτε πιο μελαγχολικό απ την απόφαση ενός άντρα να ζήσει για πάντα με μια γυναίκα.
"ΠΑΛΙΕς ΣΚΕΨΕΙς ΜΟΥ"

 

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

ΣΑΣ ΒΓΑΖΩ ΤΗ ΓΛΏΣΣΑ

 

 


Ανεργία. Ο ζωγράφος και ο συγγραφέας έχουν πάντα δουλειά που συνήθως δεν αμείβεται. [Ο άντρας που δεν έχει εργασία είναι απελπισμένος.] Φαντάσου μια μέρα που να μην έχεις να κάνεις τίποτε. Δε θυμάμαι ποτέ μια τέτοια μέρα στη ζωή μου. Η μάνα μου έλεγε, πως κάθεστε μωρέ! εννοώντας κάντε κάτι.
Να ζητήσουμε συγνώμη απ τους άρχοντες που υπάρχουμε;
Ουδέν. Είμαστε έξω από τα γεγονότα της ζωής-ούτε καν στο τρένο που εκτροχιάστηκε κάπου στην Αμερική. Έξω απ τον χρόνο. Αλλού γεννάν οι κότες. Ανίκανοι εσμέν.
Είναι κακό να παραγνωρίζεσαι με τους ανθρώπους; μυστήριο πράγμα. Ιδιαίτερα με τους μικρούς. [Όχι στην ηλικία]
Θα υιοθετήσουμε τον πληθυντικό και την απόσταση;
Ο Διάλογος είναι κατ εξοχήν η συνομιλία, μάλλον ή ήττον ήρεμη, χωρίς οξείς διαξιφισμούς όπου οι συν ομιλούντες προσπαθούν με επιχειρήματα να πείσουν για την ορθότητα των λεγομένων τους, τον ή τους συνομιλητές. Στον διάλογο ο καλός συνομιλητής ακούει πρώτα τα λεγόμενα
Σας βγάζω τη γλώσσα σήμερα [εσείς δε την βάζετε ποτέ μέσα!] έτσι όπως μου βγήκε και μένα σήμερα που ζωγραφίζω σαν σκλάβος και επιμελούμαι τα πλαίσια των έργων που ετοιμάζω για την επερχόμενη έκθεση τους. Να δούμε πόσοι από σας που με αγαπάτε και σας αγαπάω, θα έρθετε να τα δείτε!
Κοιτάξτε τώρα. Το σκέφτομαι είναι σοβαρή λέξη. Μιλάμε όλοι για την αδικία που συμβαίνει γύρω μας και σε μας τους ίδιους αλλά πείτε μου έναν από εμάς που έχει κάνει κάτι σημαντικό για να βοηθήσει στην καλυτέρευση αυτού του κόσμου! Πράξεις! όχι λόγια. Όλοι σκεφτόμαστε το τομάρι μας και κανείς δεν παίρνει την ευθύνη που μας αναλογεί για την τραγικότητα του ανθρώπινου όντος. Πείτε μας εσείς κυρία μου τι κάνατε για να απαλειφτεί ο άνισος καταμερισμός του πλούτου; Εσείς κύριε μου που δεν κάνατε τίποτε σημαντικό στη ζωή σας και κάθεστε αναπαυτικά στην πολυθρόνα σας και κρίνετε τα γεγονότα; Ο καθένας είναι υπεύθυνος για τη μοίρα του και όλοι μαζί για την απάθεια που χαρακτηρίζει την άχαρη ζωή μας.
Οι γυναίκες λένε πολύ εύκολα κομπλιμέντα η μια στην άλλη. Οι άντρες σπανιότατα να πει ο ένας στον άλλον, είσαι πανέμορφος, είσαι ωραίος. Γιατί άραγε; ίσως οι γυναίκες είναι πιο ευάλωτες στην κολακεία. [Είσαι πανέμορφη σχολιάζουν σε φωτογραφία που αντικειμενικά η κυρία είναι κάτω του μετρίου.] Ευγένεια;
Ωραία μέρα για ζωγραφική, ούτε κρύο, μηδέ ζέστη. Ησυχία, σιγανή κλασική μουσική, λίγοι άνθρωποι κυκλοφορούν, ένας πατέρας με το κοριτσάκι του στέκουν στη τζαμαρία και κοιτούν τους πίνακες. Λέω να συνεχίσω εκείνο το ατέλειωτο αφηρημένο έργο, έξι μήνες τώρα το ανεβοκατεβάζω στο καβαλέτο, όλο κάτι μου λείπει για να γίνει... αριστούργημα, το χρώμα παχαίνει επικίνδυνα την λογική και αυτός ο απαίσιος Κερτ Βόνεγκατ μου τριβελίζει το μυαλό, με τον Κυανοπώγωνα του, αυτό το εξαίσιο εξπρεσιονιστικό, δοκίμιο-μυθιστόρημα του, το κοριτσάκι κλαίει καθώς ο πατέρας το τραβά να φύγουν, αστραπιαία μου χαρίζει το κλαμένο χαμόγελο και σηκώνομαι αποφασισμένος να βάλω κάτι απ αυτή την εικόνα στον καμβά και σκέφτομαι πως είναι πολύ δύσκολο να αποτυπώσεις, αφηρημένο-εξπρεσιονιστικά, το χαμόγελο ενός παιδιού που να φαίνεται και να μην φαίνεται αλλά να σου μεταδίδει αυτή την υπέροχη αίσθηση των παιδιών, όπως όταν λάμπει το πρόσωπο τους κοιτάζοντας έργα τέχνης.
Όλοι οι άνθρωποι σκέφτονται, κάποτε να γίνουν διάσημοι.Τύχη ή ικανότητα για να γίνει κανείς διάσημος;
Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που δεν καταφέρνουν να γίνουν διάσημοι, συνήθως επικαλούνται την αδικία, την μη αναγνώριση του ταλέντου τους, το χρήμα [που αν το είχαν θα ήταν σίγουρα διάσημοι] και συνήθως όταν πια βλέπουν πως δεν τους παίρνει ο χρόνος, γίνονται εριστικοί, απέναντι στους θεσμούς.
Μεταξύ φαφλατά και αμίλητου επισκέπτη ποιος είναι προτιμητέος;
Το δίλημμα είναι σοβαρό: τι ν αγαπάει κανείς, τους έξυπνους ή τους χαζούς ανθρώπους.
Ζωγράφος είμαι καλή μου και συγγραφεύς. Γιατρός ανιάτων.
Διάφορες σκέψεις και σχόλια μου. [Ελκυστικά και όχι.]

 

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2024

ΑΛΛΆ ΤΙ ΩΡΑΊΑ ΜΆΤΙΑ!!

 


Όμορφη Άνοιξη
Χωνόμασταν τότε και υπήρχαμε
σα ζωύφια μες τα γαλάζια σπαρτά
που θρόιζαν τα γυναίκεια φουστάνια
τα ανοιχτά πουκάμισα των αντρών
λευκά.
Τι ωραία!
Στον κάμπο το αέρι κινούσε τις λεύκες
ένας σκύλος παιχνίδιζε πάντα στα πόδια μας
Χαμένο το μυαλό και το μάτι στο γαλάζιο στάχυ,
λίγο παράξενο μπλε πιο πολύ προς το ραφ-ραφ
ήταν και ο σκύλος μας.
Χανόμασταν τότε και υπήρχαμε
νεανίες του Δυτικού Βορρά
με ξυπόλυτα πόδια, κρυμμένους πόθους
Αλλά τι ωραία μάτια!
Τα κεράσια κρέμονταν άγουρα,
στα χείλη των κοριτσιών με ακμή στις ροζ παρειές
στων άγουρων γυναικών τα χείλη
αμέτρητα βερίκοκα και ζουμπούλια άσπρα
τι άσπρα καλέ μου!
[τόσο άσπρο δέρμα δεν είχα δει ποτέ άλλοτε]
όπως και τόση παρουσία λιγνού αισθήματος
Τι ωραία!
Στο στήθος των αντρών με τα λευκά πουκάμισα,
στο εφηβαίο στέρνο, μια φωνή στο δάσο,
ένα τραγούδι μύριζε τόσο σπουδαία
όπως το στήθος της Τασίας, σαν το τριαντάφυλλο της ποίησης.
[Ανέκδοτη ποίηση μου]

 

Τρίτη 19 Μαρτίου 2024

μεσα στον κόσμο

 


Όταν άνοιξε τα μάτια του, είδε το ταβάνι μαυρισμένο απ την υγρασία, μερικές πέτσες σοβά έπεσαν πάνω του και δίπλα στο σεντόνι που κάλυπτε το ολόγυμνο σώμα του. Ήταν νέος άνθρωπος γύρω πριν στα πενήντα, γερός, όμορφος, παρ όλες τις κακουχίες που φαινόταν πως είχε περάσει στην μέχρι τώρα ζωή του. Το δωμάτιο ήταν ακατάστατο ρούχα πεταμένα εδώ κι εκεί, μπουκάλια ποτών, μισοάδεια, μπύρες κουτάκια, στραβωμένα, τσαλακωμένα λίγα βιβλία σκορπισμένα στο περβάζι του παραθύρου που απ τις μισάνοιχτες γρίλιες άφηνε να περνάει το φως του Καλοκαιριάτικου ήλιου. Κάπου εκεί ένα ψυγείο, που μούγκριζε, δίπλα μια ντουλάπα με φερμουάρ, στο βάθος η τουαλέτα χωρίς πόρτα και δίπλα ένας πάγκος με γκαζάκι και χυμένους καφέδες.
Σηκώθηκε, έριξε κάτι πάνω του, πήρε από το ψυγείο μια μπύρα και την ήπιε μονοκοπανιά. Ύστερα άνοιξε μια τεκίλα και καθώς έκανε να πιει μια γουλιά χτύπησε η πόρτα. Πήγε και άνοιξε. Μπροστά του εμφανίστηκε ένα ζεύγος Κινέζων, που χαμογελούσαν.
-Την άλλη βδομάδα, εσύ δώσεις εμάς το κλειδί! είπε πιο χαμογελαστά η γυναίκα. Κατάλαβε Γιάννη;
Έκλεισε την πόρτα αφού τους χαμογέλασε κι αυτός και γύρισε στο ποτό του. Αργότερα φόρεσε ένα παλιό κουστούμι, γραβάτα, έψαξε και βρήκε μέσα στο συρτάρι του κομοδίνου ένα χρυσό ρολόι τσέτης, αντίκα του παλιού καιρού και βγήκε. Περπάτησε στο δρόμο προς την παλιά αγορά ντυμένος με γραβάτα και κουστούμι μες τη ζέστη του Καλοκαιριού και όλοι να τον κοιτάνε περίεργα, άλλοι γελώντας κι άλλες κάνοντας το σταυρό τους αλλά αυτός δεν έδινε καμιά σημασία λες και ήταν μόνος του σ αυτόν τον κόσμο. Έφτασε στον αργυραμοιβό, του δειξε το ρολόι.
-Πεντακόσια ευρώ και πολλά είναι, είπε αυτός εξετάζοντας το ρολόι.
-Δυο χιλιάδες, έσμιξε τα μάτια του ο Γιάννης και ξαναπήρε το ρολόι στα δικά του χέρια.
-Με σκοτώνεις έγρουξε, που να τα βρω τόσα λεφτά..
-Πιάνει πάνω από πέντε χιλιάδες και άστα αυτά που ξέρεις, λέγε τα δίνεις;
-Ε, φέρτο αλλά να ξέρεις με σκοτώνεις αλλά επειδή είσαι καλό παιδί πάρτα.
Πήρε τα λεφτά και περπάτησε μέσα στον κόσμο, μόνος, χαμένος μέσα κι έξω απ αυτό που συνέβαινε γύρω του. Δεν τον ένοιαζε τίποτε, ήταν ένας ευτυχισμένος άνθρωπος που χαμογελούσε στον ήλιο αδειάζοντας ένα καινούριο μπουκάλι ποτού που του γαργάλισε τον λάρυγγα. Μια ωραία γυναίκα του χαμογελούσε περπατώντας απέναντι απ αυτόν, στο άλλο πεζοδρόμιο. Της χαμογελούσε κι αυτός, μέχρι που χάθηκε μέσα στο πλήθος.
Στην πλατεία ο κόσμος ήταν περισσότερος, σχεδόν στριμωχτοί οι άνθρωποι, έτρεχαν ή άραζαν ο ένας δίπλα στον άλλον, μιλούσαν στα κινητά, με έναν καφέ στο χέρι.

απόσπασμα από την ΠΑΡΆΜΕΤΡΟ ΤΟΥ ΑΙΝΣΤΑΙΝ

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2024

ΚΆΤΩ ΑΠ ΤΟ ΤΑΣΆΚΙ

 


Κάτω από το τασάκι υπήρχε μια λέξη ή μια φράση σαν μια χαρτοπετσέτα που τη χρησιμοποιούμε για να σφουγγίσουμε μια ιστορία σαν αυτή με την γυναίκα των τριάντα χρονών, όμορφη, κρυστάλλινη κι αν ο έρωτας χτίζει παλάτια, η αγάπη τα γκρεμίζει, έχοντας τη διάθεση ν αλλάξει τον κόσμο, αυτό σκεφτόταν αναποφάσιστος αν θα έπρεπε να σηκώσει το τασάκι για να δει τη φράση ο Οδυσσέας, δεν είχες πιο πρόσκαιρο άλλο όνομα για αυτόν τον μαρτυρικό επιστροφέα που ούτως ή άλλως σκάλιζε τη νύχτα σε κάποιο καταγώγιο της πλατείας Ομονοίας ενώ όλος ο κόσμος μύριζε την υπέροχη βρωμιά του γυνακείου, όταν εμφανίστηκε η αδιόρατη μεμβράνη.
-Καλησπέρα, είπε δειλά και κάθισε δίπλα του.
Την κοίταξε που χαμήλωνε το βλέμμα, που έπαιζε τις βλεφαρίδες σα μια πεταλούδα που αύριο θα πέθαινε, αυτός ο κόσμος δεν είναι για όλους, αναλογίστηκε καταχρηστικά, ποτέ δεν είχε καταλάβει τι χρειάζονταν οι καταχρηστικές προθέσεις, αλλά η Χρύσα ξαναφορώντας όλα τα ωραία κοσμήματα της, δέκα βραχιόλια, πέντε υποψίες ανθρώπινης εικασίας στο λαιμό, ήταν όμορφη και το γνώριζε.
-Θα πάμε κάπου αλλού; ρώτησε λες και βρίσκονταν για πρώτη φορά στο φεγγάρι.
Ο Οδυσσέας όταν την είχε γνωρίσει, είχε σκεφτεί απερίφραστα πως ήταν μια ανόητη γυναίκα που δεν είχε που ν ακουμπήσει την πλάτη της, αυτός ήταν ήδη πενήντα χρονών και νόμιζε πως οι άνθρωποι των πενήντα δεν κάνουν ανόητες πράξεις, όταν πρότεινε να φύγουν παρέα με το γιατρό που φευγαλέα σκέφτηκε πάλι ο Οδυσσέας πως θα είχε ξαπλώσει κάποτε μαζί του κι εκείνη το αρνήθηκε αργότερα με πείσμα μιας αθώας πόρνης.
Το βράδυ ήταν υπέροχο. Κάθισαν σε ένα τραπέζι για πλούσιους, η Χρύσα άστραφτε μόνο γι αυτόν, έφαγαν ήπιαν, ο γιατρός πήρε την καινούργια, καμιά σκέψη για ιδιαίτερη τέχνη του γράφειν, πρόκειται για μια σκληρή ιστορία περιστάσεων, πήγαν στο σπίτι του, το δικό του, η Χρύσα τον πήρε κάτω απ το σεντόνι, τύλιξε τα όνειρα του σε μια μαρμαρόσκονη, τι θέλουμε να πούμε τώρα εδώ, αν όχι την ομοιοκαταληξία του δέρματος;
-Έχεις το πιο ωραίο δέρμα! αναφώνησε η Χρύσα.
Γιατί θα έκρυβε κάτι αυτή αθώα ιστορία αν δεν υπήρχε εκείνο το βράδυ μετά από δυο χρόνια που έκαναν έρωτα ασυλλόγιστα στο δάπεδο του μωσαϊκού; Πολλές φορές είχε σκεφτεί αυτό το δάπεδο με καρφωμένη την πλάτη της Χρύσας από κάτω αλλά εκείνο το βράδυ είχε πιει πολύ και βαριόταν τις ιστορίες όλου του κόσμου κι έτσι την πήρε τηλέφωνο, λέγοντας ένα, έλα, σε περιμένω στο δάπεδο κι εκείνη αρνήθηκε με πείσμα, όχι δεν έρχομαι, έλα εσύ εδώ στο δικό μου δάπεδο.
Πήγε περνώντας από συμπληγάδες, τώρα λέξη είναι αυτή; Και αναλογιζόμενος τις ευθύνες ενός σύγχρονου ανθρώπου, φοβήθηκε τα αλκοτέστ και όλες τις πρόχειρες βαναυσότητες αλλά έλα που υπήρχε πάντα η μυρουδιά του δέρματος;
Φτάνοντας σε ένα σπίτι που κατοικούσαν οι θεοί δεν μπορούσε να μη σκεφτεί ποιος ήταν δίπλα, ποιος άλλος κατοικούσε στο σπίτι της ερωμένης του; Μη σε νοιάζει, είναι ο πατέρας μου, ενενήντα χρονώ, δε βλέπει, δεν ακούει, μη σε νοιάζει και ο Οδυσσέας είδε ή πρόλαβε να δει, μια σκιά χωμάτινη να διαβαίνει από τη μια πόρτα στην άλλη, ενώ αυτός έξυνε το δέρμα της Χρύσας που ήξερε ή έσφυζε από μια ζωή κυλισμένη στο χρώμα του οπίου αλλά που τώρα είχε ξεφύγει κι αναζητούσε στο πρόσωπο του Οδυσσέα την ελευθερία των ίσων.
-Τώρα, ανατρίχιασε, πάμε έξω! Πάμε να δούμε τον κόσμο μέρα!
Κάτω απ το τασάκι υπήρχε μια λέξη, βέβαια, όταν έφτασαν ήταν πέντε το πρωί λίγο πριν χαράξει ο σκληρός διαβήτης το καινούργιο πλάνο, γύρω από την Ομόνοια, γύρω από τον κόσμο της βρώμικης νύχτας που τα καταγώγια κοιμούνται και ξυπνούν τα ολέθρια όνειρα πως η ζωή δεν είναι τίποτα, ένα μηδέν, ποιος σέβεται τον Έντγαρ Άλαν Πόε και τι νόημα έχει ένα πρόχειρο ή ψεύτικο καπό ενός παλιακού αυτοκίνητου πέντε ή ώρα το πρωί κάποιου Σαββάτου, όταν την αγκάλιασε, λες και ήταν άσφαλτος, λες και μύριζε αυτό το μαύρο με τα λίγα άσπρα χαλίκια, θες να με πάρεις εδώ; ρώτησε σιγανά η Χρύσα κι αυτός κατέβασε μέσα σ αυτόν τον κόσμο, την κυλόττα της, έβγαλε όλα τα δικά του ρούχα, γυμνός πέντε η ώρα το πρωί κάποιου Σαββάτου στην Ομόνοια, η Χρύσα πέταξε και την τελευταία ικμάδα της στα μάτια των μπαλκονιών που άνοιγαν οι γειτόνισσες, ο Οδυσσέας κόλλησε πάνω της, πρέπει να δώσουμε την εικόνα, τα μάτια από τις πολυκατοικίες, τις γλάστρες που ξυπνούσαν, τον ανέραστο εραστή, τη φαλακρή τραγουδίστρια, τον Σαββόπουλο που περνούσε απέναντι με την Δημοσθένους λέξη, κι αν βγω απ αυτή τη φυλακή, τι ανοησία τέτοια ώρα που αυτοί γαμιόνταν, οι άλλοι να σκέφτονται τη δικιά τους ευτυχία αλλά κανένας δεν ήταν έτοιμος να δεχτεί αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα που έβλεπαν μπροστά τους.
-Νομίζεις πως είσαι αθάνατος; ρώτησε η Χρύσα γυμνή στην παραλία της Ομονοίας.
Ο Οδυσσέας σκάλιζε ή σκεφτόταν τι να ήταν κάτω από το τασάκι, γυμνός κι αυτός, περήφανος δίπλα της, ξέρεις αυτό το καινούργιο ύφος της λογοτεχνίας γεννάει καινούργιους Ομήρους, δεν υπάρχουν άλλες λέξεις για να φτιάξουμε ή να σκαρφιστούμε, περιγράφοντας το δράμα ή την ευτυχία και αν όλοι αυτοί μαζί μπορούσαν να χαρούν επειδή όντως, της είπε πως θα παντρευτούν, άρα τότε άλλαζαν οι διαδικασίες, οπότε τα μπαλκόνια χαμογέλασαν, έκλεισαν όλα τα παντζούρια, σκέφτηκαν οι άνθρωποι πως αυτοί οι δυο γυμνοί της πλατείας Ομονοίας είχαν δίκιο, οπότε γιατί να μιλάμε περί λογοτεχνίας, κάνοντας περικοπές ή αφαιρέσεις.
Κάτω απ το τασάκι υπήρχε η λέξη σ αγαπώ.
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΚΩΣΤΑ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024

ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ

 


Σαντορίνη.
Κι όσα γινήκαν πίσω, φυκια ήταν
Η μνήμη του κάρβουνου αισιοδοξία του χτες
ποτέ δεν είχαμε τέτοια
που να πιστεύαμε ακράδαντα νενικημένοι όντες
από μια μοίρα παράξενη
που δεν ήταν η Τροπώ μηδέ η Λάχεση
αλλά ούτε και τώρα που μας έφθειρε του χρόνου η ντροπή επειδή
δεν καταφέραμε όσα ήθελαν οι γονείς και τ αδέρφια
Όποιος φτάσει στα σύνορα και δεν είναι ηττηθείς
δεν είναι πράσινο φύλλο
που θα πεσει κάποτε στη γης
τόση απελπισία δε χωρά σε ένα σακκούλι

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2024

ΤΟ ΠΑΡΑΜΎΘΙ ΜΟΥ 2

 











ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΜΟΥ

Μια φορά και έναν καιρό, ο ναύτης Όποιος Νάναι, περπατούσε στο πλακόστρωτο πεζοδρόμιο έξω απο το μεγάλο λιμάνι. Τα βήματα του ακούγονταν, τακ-τακ, τακ-τακ, στις πλάκες και αντηχούσαν στο ηλιόλουστο απογευματινό κι αυτός χαμογελούσε. Όλο χαμοχελούσε ο ναύτης Όποιος Νάναι με ότι και να του συνέβαινε. Ε, θα το λύσουμε κι αυτό, έλεγε κι έτσι βάδιζε πάντα στη ζωή του. Του άρεσε να σκορπάει το χαμόγελο, να δίνει χαρά στη ζωή, στους ανθρώπους. Φορούσε την ωραία του ασπρογάλαζη στολή, είχε λίγο στραβά πόδια, προς τα μέσα αλλά αυτό δεν πείραζε και η μύτη του ήταν στραβιά αλλά ούτε αυτό πείραζε και τα δυο μπροστινα δόντια του προεξείχαν αρκετα για να μοιάζει με κουνέλι, που ήταν  χαμογελαστό όμως. Έτσι έμοιαζε μα δεν τον ένοιαζε και πολύ, αρκεί να ήταν γερός για να μπορεί να κρατάει στα χέρια του τη ζωή. Στα χέρια του που κρατούσε πάντα μια χρυσή αλυσσίδα, που κάπου-κάπου την έδενε γύρω από τη μέση του.Σιγανοτραγουδούσε ένα τετράστιχο που ποτέ δεν είχε μάθει την συνέχειά του.

Με είδαν τ΄αστέρια

να κυλιέμαι καταγής

και στάθηκαν ακούνητα.

Νανανανά! νάνανα!νανανά!

Περπατούσε βιαστικά στον αστραφτερό πεζόδρομο, τα-τακ,τακ-τακ γιατι έπρεπε να προλάβει την Όμορφη Επειδή, που ήταν η αγαπημένη του και τον περίμενε στο μικρό αλσος και ποτέ δεν ήθελε να την κάνει να περιμένει. Ήξερε πως δεν είναι καλό να κάνεις τον άλλον να περιμένει γιατί είναι σαν να τον βασανίζεις επειδή δεν είσαι εκεί. Με γοργά βήματα, λοιπόν, έφτασε και την είδε να κάθεται στο παγκάκι. Τι όμορφη ήταν θε μου! Νεράιδα με ξανθά μαλλιά, μακριά μέχρι τη μέση, γαλάζια μάτια ορθάνοιχτα, χέρια μακριά κατάλευκα, χείλη κατακόκκινα κι ένα μικρό στόμα! Και όμως δεν μπορούσε να τα φιλήσει. Του το υπενθύμησε μόλις την αγκάλιασε.

-Ξέχασες πως δεν μπορούμε να φιληθούμε προτού με παντρευτείς; κελάρισε σαν γυιάλινος βόλος στο μάρμαρο η φωνή της.

-Το ξέρω, μα είναι τόση η λαχτάρα μου καλή μου!

-Όταν με κάνεις γυναίκα σου θα γίνουν όλα, του απάντησε ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα παιχιδιάρικα.

Η Όμορφη Επειδή ήταν απίστευτα λεπτή. Σαν τσάκνο που το φυσούσε ο άνεμος, σαν χνούδι από λουλούδι του δάσους. Η μέση της σαν δαχτυλίδι, τα πόδια της μακριά κατέληγαν σε μικροσκοπικές πατούσες. Φορούσε κόκκινες γόβες χωρίς τακούνι και ήταν ψηλή, όχι πιο ψηλή από τον ναύτη Όποιον Νάναι, που την έπιασε τώρα από τους ώμους και της είπε πως έπρεπε να βιαστούνε να πάνε το φάρμακο στον γέρο πατέρα του που ήταν άρρωστος πέρα στο Μεγάλο Περιβόλι.

-Πάμε ναύτη, ναι, το θυμάμαι καλέ μου, του είπε και σηκώθηκαν.

Δεν είχαν κάνει πέντε βήματα στο χωμάτινο μονοπάτι, ο ήλιος βασίλευε, έρριχνε τις τελευταίες αχτίνες πάνω τους, όταν εμφανίστηκε από το πουθενά ο Άλλος Όρθιος, ο κακός γείτονας της Όμορφης Επειδή. Ήταν τεράστιος, γεμάτος τρίχες, όλες ίσιες σαν βελόνια. Τα μάτια του κόκκινα έβγαζαν σπίθες, το ένα χέρι του ήταν κομμένο στον ώμο αλλά δεν τον πείραζε, η δύναμη του βρισκόταν όλη στο άλλο το αριστερό και μπορούσε μ΄αυτό να σηκώσει ολόκληρο βουνό. Γελώντας βραχνά, άρπαξε την Όμορφη Επειδή από τα χέρια του ναύτη κι εξαφανίστη κε στο βάθος. Χώθηκε σε ένα φορτηγό κίτρινο, κατακίτρινο, όπως είχε γίνει το πρόσωπο της από την τρομάρα. Ο ναύτης όποιος Νάναι, δεν πρόλαβε να κάνει τίποτε. Έμεινε με τα χέρια στη μέση να κοιτάζει το κίτρινο φορτηγό που χανόταν στην κόκκινη αχλύ που σκορπούσε το ηλιοβασίλεμα. Παρ΄όλα αυτά δεν έχασε το χαμόγελο του. Ανασκουμπώθηκε, έλυσε την χρυσή αλύσίδα από τη μέση του, την στριφογύρισε στον αέρα και στροβιλίστηκε μαζί της. Εξακοντίσθηκε μακριά, να ακολουθήσει το κίτρινο φορτηγό αλλά δεν το βλεπε πουθενά. Είχε εξαφανισθεί μυστηριωδώς. Μετά από περιπλάνηση μιας ώρας, είχε νυχτώσει για τα καλά, προσγειώθηκε στην άκρη του μεγάλου Δάσους. Το σκοτάδι ήταν βαρύ, οι σκιές των δέντρων που έφταναν ως τον ουρανό, το έκαναν ακόμα πιο βαθύ. Τίποτα δεν υπήρχε εκεί πέρα. Μούσκεμα στον ιδρώτα κάθισε πάνω σε μια λευκή πέτρα σκεφτικός και στεναχωρημένος. Το χαμόγελο του ήταν τώρα λυπημένο. Σηκώθηκε, δεν ήταν ώρα για αργοπορίες. Έλυσε ξανά τη χρυσή αλυσσίδα, την έπιασε και ψαχούλεψε τον τρίτο κροίκο από το τέλος της. Έβαλε τον δείχτη μέσα και έκανε τρεις στροφές στον αέρα. Μια αστραπή έσχισε το δάσος, το ξέφωτο που στεκόταν, έλαμψε. Στο κέντρο της αστραπής, σέρνοντας το φως, ερχόταν η Μάγισσα Οπωσδήποτε. Ήταν η καλή μάγισσα, η φίλη του που την φώναζε στις δύσκολες στιγμές. Έφτασε κοντά του, στάθηκε παράμερα με την πλάτη γυρισμένη προς αυτόν, δεν ήθελε να βλέπει το πρόσωπο της που ήταν σκαμμένο.

 

συνεχίζεται

 

 

Κυριακή 10 Μαρτίου 2024

ΌΛΟΙ ΕΓΏ ΚΙ ΕΣΕΊΣ ΜΌΝΟΙ ΣΑΣ

 

 

ΌΛΟΙ ΕΓΩ ΚΙ ΕΣΕΊΣ ΜΌΝΟΙ ΣΑΣ Γράφοντας το νέο μου μυθιστόρημα Η ΠΑΡΆΜΕΤΡΟΣ ΤΟΥ ΑΪΝΣΤΆΙΝ, παράλληλα ζωγραφίζω ένα έργο με θέμα αυτό το βιβλίο που θα γίνει και εξώφυλλο του όταν εκδοθεί..
Γράφω για τις αιώνιες υπαρξιακές αγωνίες του σύγχρονου ανθρώπου. Έχω καιρό να γράψω μυθιστόρημα η ΔΈΚΑΤΗ ΤΡΊΤΗ ΏΡΑ εκδόθηκε το 2013 και ξαναμπήκα στο λούκι αυτής της επίμονης εργασίας, έχοντας στο βάθος, στο πίσω μέρος του μυαλού μου να πω όσα μπορώ, λες και έχουν κάποια ιδιαίτερη αξία-στο μυθιστόρημα δεν μπορείς να κάνεις ότι θέλεις, σου φωνάζουν οι ήρωες πως τους αδικείς, σε κατακρένει το μέσα σου όταν παρεκτρέπεσαι. Κι έπειτα, διανύοντας την έκτη δεκαετία της ζωής μου καταλαβαίνω πως δεν μπορώ να κάνω λάθη: δεν μπορώ ν αδικήσω το γράψιμο μου και να ξεχάσω μια ευθύνη που νιώθω απέναντι σ αυτό και στους ανθρώπους που περιμένουν κάτι από μένα. Πάντως, ζωγραφίζοντας ταυτόχρονα και τον πίνακα του εξωφύλλου, γυρίζω πίσω, όταν ήμουν εικοσιπέντε μόλις χρονών και εκδιδόταν  το πρώτο μου βιβλίο ΟΙ ΙΚΈΤΕΣ ΤΗς ΑΛΉΘΕΙΑΣ. Και τότε έφτιαχνα το εξώφυλλο του! Όχι όπως τώρα που φτιάχνω έναν πίνακα μεγάλων διαστάσεων αλλά πάνω σ ένα κοινό χαρτόνι.
ΙΚΕΤΕς ΤΗΣ ΑΛΉΘΕΙΑΣ Εξώφυλλο



Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

ΔΥΟ ΑΝΤΡΕΣ ΜΌΝΟΙ

  

 


Για να κερδίσεις κάτι σε αυτό τον κόσμο, πρέπει να τα βάλεις με θεούς και δαιμόνους! Συμπέρανε, αφομοιώνοντας μια τέλεια ρήση. Ύστερα, σήκωσε το κεφάλι και τον είδε. Είδε τον άνθρωπο με τη ρεπούμπλικα που ερχόταν κοντά του.
-Γεια σου, είπε και κάθισε απέναντι του. Είμαι ο Καραβοκύρης.
-Το μικρό;
-Δεν έχει μικρό, χαμογέλασε. Σε πρόσεξα, ξεχωρίζεις από τους άλλους.
-Γιατί;
-Δεν υπάρχει γιατί. Ξεχωρίζεις. Είσαι εκλεκτός..
-Μη μου πεις του θεού!!!
-Όχι δε θα στο πω. Θεός δεν υπάρχει.
-Δε με ενοχλεί να το λενε οι άλλοι, τι θα πιεις;
-Αλκοόλ. Είμαι συνθέτης.
-Δηλαδή; έσμιξε τα φρύδια του
Ωστόσο παράγγειλε δυο μαύρες μπύρες. Το γκαρσόνι τους σέρβιρε ευγενικά.
-Αύριο το πρωι έχω πρόβα στο μέγαρο μουσικής του Δήμου. Είσαι προσκαλεσμένος μου. Ανεβάζω την Βαλκυρία του Βάγκνερ, την ξέρεις;
Ο Παράμετρος έγνεψε ου.
-Κάτι έχω ακούσει, ψέλλισε και η φωνή του μόλις ακουγόταν. Ντρεπόταν που δεν ήξερε τίποτε
-Είναι η μάχη μεταξύ ισχύος και αγάπης, έλεγχος του κόσμου, αιώνια μάχη, ξέρεις οι άνθρωποι τα γνώριζαν αυτά από παλιά, μη νομίζεις πως εμείς είμαστε οι πιο έξυπνοι.
- Μα εμείς έχουμε κινητά τηλέφωνα; και του δειξε μια μικρή συσκευή τηλεφώνου από τα πρώτα που είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν
-Αυτά θα είναι ο έλεγχος της ανθρώπινης ιστορίας. Στην υγεια σου φίλε, θα ρθεις αύριο το πρωι στην πρόβα; κι έφυγε. Χωρίς να περιμένει απάντηση Μ ένα χαμόγελο και την ρεπούμπλικα να καλύπτει το κρανίο του.
Πήγε μόνος την άλλη μέρα το πρωί και άκουγε τον Κραβοκύρη να παίζει κλασική μουσική μια ώρα. Μόνος του. Αυτός και η μουσική. Και ήταν απίστευτος ο ήχος, ο τρόπος που ακουμπούσε τα δάχτυλα στο πιάνο και ήταν αδιαχώρητος ο τόπος, στο μισοσκόταδο του πρωινού εκείνης της Κυριακής που ένας άνθρωπος έπαιζε μουσική μόνο για έναν άλλον άνθρωπο. Έχεις ακούσει ποτέ ς ένα δωμάτιο τη Λένα Πλάτωνος να σου παίζει πιάνο;
Η Ροσα Πάβλοβα αρνήθηκε να πιστέψει πως πήγε μόνος του, χωρίς αυτήν.
-Μα θα πάμε στην πρεμιέρα! Αντέδρασε.
-Εγώ ήθελα εκεί! Εκεί που ήσουν μόνος μαζί του! Δυο άντρες στο σκοτάδι με κλασική μουσική! Τι κάνατε εκεί; μήπως ς ερωτεύτηκε κι αυτός;
-Τι λες; άνοιξε πελώρια τα μάτια του και τα χέρια του. Κι ο σαρκασμός δεν υπήρχε περίπτωση να πάει χαμένος.
-Το κατάλαβα, έκανε αποκαμωμένη.
-Ποιο;
-Πως κάνατε έρωτα.
-Εγώ μ έναν άντρα;
-Ναι, γιατί; τι είσαι εσύ;
-Ο ξεχωριστός του θεού. Οικτρό.
-Μα γιατί δε μ αγαπάς; τι είμαι εγώ για σένα; κι έβαλε τα κλάματα.
Γέλασε. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει. Αμήχανος απ την περιέργεια της ύλης. 

απ το νέο μου μυθιστόρημα Η ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΣ ΤΟΥ ΑΙΝΣΤΑΝ

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2024

ΠΑΚΙΣΤΑΝΌΙ

 


Πακιστανός τις γαρ, περιφέρετο μεν εις κάδον τινά, εν μέρει και περί τας δειλινάς ώρας προτού ο ήλιος δύσει, ωμίλει δε εν τω άμα και ες το κινητόν εν ώ γέγραφε τηλεσημικά. Ύστερον έρριπτε τους οφθαλμούς εις το βάθος του κάδου εκτιμών το εν λόγω εμπόρευμα ό θα ήτο αρκετό δια το σημερινό του γεύμα μετά της συμβίας του ήν τώρα συνωμίλει ανέτως περί τον σκουπιδοτενεκέν.
Η ώρα θα είχεν παρέλθει περί της ημισείας ότε εμφανώς χαρούμενος, τοποτέτησε την συσκευήν της τηλεσημίας εν τινί θύλακα και ήρχεσεν την εργασίαν του μετά μεγάλης αφοσιώσεως.
Πόθεν όμως ενεφανίσθη αλλος τις εξ Ασίας ορμώμενος, όστις ήτο έμπλεος νεύρων και επετέθη κατά του Πακιστανού ανδρός; Ουδείς αντελήφθη. Έγινε το μάλε βράσε, αίματα έτρεχον από τα παρειάς των, σχίστηκαν τα ιμάτιά των μέχρι να ομοφωνήσουν για να μοιράσουν τα πλούσια απορρίμματα.
[Έστι δε αύτη η γαία εις ην συνέβησαν τα παραπάνω, πατρίς αντρών τε και σπουδαίων, οίτινες δόξαν μεγάλην εκόμισαν αλλ αυτήν μόνο οι απόγονοι συνεκράτησαν.]

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2024

Η ΜΟΙΡΑ ΤΩΝ ΘΝΗΤΏΝ [Από την ΠΑΡΆΜΕΤΡΟ ΤΟΥ ΑΙΝΣΤΑΙΝ]

 


 

Ένα τέτοιο πρωινό που είχε κλειστά τα μάτια του, ξαπλωμένος στο μαύρο χαλίκι, τράβηξε από το πρόσωπο την παλάμη και άνοιξε τα μάτια. Από πάνω του ήταν σκυμμένη και τον κοίταζε ξαφνιασμένη η Ρόσα Πάβλοβα. Ποια ήταν η Ρόσα Πάβλοβα; μια παρτιζάνα που είχε ξεμείνει από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο;
-Τι έχετε πάθει; άκουσε τη φωνή της να τον ρωτάει με κάποια αγωνία.
Έκλεισε και ξανάνοιξε τα μάτια του να καταλάβει αν ήταν ξύπνιος ή ονειρευόταν και μόλις συνειδητοποίησε το πρώτο, ανακάθισε στην πετσέτα σαυροπόδι ή οκλαδόν, ενώ η Πάβλοβα επαναλάμβανε την ερώτηση της.
-Τι πάθατε; προσπαθώ μισή ώρα τώρα να δω αν είστε νεκρός ή ζωντανός!
-Τι λες! Γέλασε. Φυσικά και είμαι ζωντανός.
-Μα τόσην ώρα ήσασταν τέλεια ακούνητος, σαν ένα πτώμα! Αναφώνησε.
Ο Γιάννης σκέφτηκε για μια στιγμή πως δε θα είχε σημασία να γνωρίσει μια γυναίκα ακόμα, να κάνει δηλαδή μια καινούργια σχέση ενώ είχε αποφασίσει σχεδόν συνωμοτικά με τον εαυτό του πως θα γνώριζε μόνο περιστασιακές γυναίκες, της μιας νύχτας. Αλλά όλα αυτά πήγαιναν περίπατο καθώς εξέταζε από πάνω μέχρι κάτω την Ροσα Πάβλοβα, που κι αυτή τον κοίταζε μαγνητισμένη.
-Α, σας ξέρω! Έκανε, είστε ο κύριος στο ΟΝΛΥ ΓΟΥ, εγώ είμαι η Ροσα Πάβλοβα, είπε αναψοκοκκινισμένη.
-Ρόσα Πάβλοβα; επανέλαβε και την κοίταζε ερωτηματικά.
-Ναι, είμαι Σέρβα, παρτιζάνα καλά το σκέφτηκες. Συλλέκτης σπάνιων φωτογραφιών..
-Εδώ; την έκοψε. Στη Σαντορίνη; τι φωτογραφίες συλλέγεται;
-Μ ενδιαφέρει το ηφαίστειο και η έκρηξη του που εξαφάνισε την Ατλαντίδα. Μια χαμένη ήπειρο, το φαντάζεσθε; δεν είναι τρομακτικό; δεν είναι φανταστικό; εσείς το πιστεύετε πως εξαφανίστηκε μια ολόκληρη ήπειρο;
-Θέλεις να σε κεράσω ένα ποτό; της χαμογέλασε. Έχω διαβάσει αρκετά πράγματα γι αυτό και μπορεί να σου φανούν χρήσιμα.
-Ευχαριστώ! Πάμε! Απάντησε η Ρόσα Πάβλοβα.
Και είχε έναν ενθουσιασμό, μια φρεσκάδα που παράσερνε τα πάντα στο διάβα της σαν ορμητικός χείμαρρος τέτοιον που ο Παράμετρος ξέχασε όλους τους ενδοιασμούς του περί των σχέσεων των δυο φύλων και αφέθηκε στη δίνη του χειμάρρου.

Ο τύπος είχε στραμμένο το κεφάλι του προς τα έξω-έξω απ το παράθυρο και δεν γύριζε καθόλου προς τα μέσα να δει τι γίνεται. Το μέσα και το έξω, ενός δωματίου, μια σάλας, ενός μπαρ, ενός προσώπου, μιας ψυχής. Υπάρχει το μέσα μιας ψυχής;
Φορούσε Καλοκαιριάτικα μια ρεπούμπλικα που κάλυπτε το καλοξυρισμένο κεφάλι του και ο τρόπος λήψης της εικόνας του ήταν δύσκολος από την γωνία που τον παρατηρούσε. Χωρίς να καταλάβει γιατί, του κίνησε την περιέργεια να μάθει ποιος κρυβόταν πίσω από την ρεπούμπλικα και περίμενε υπομονετικά πως κάποτε θα γύριζε το κεφάλι του γιανα δει τη φάτσα του. Όμως ο χρόνος περνούσε, παράγγειλε και δεύτερο ποτό, άναψε κι άλλο τσιγάρο αλλά ο τύπος παρέμενε ακούνητος στο παράθυρο σαν άγαλμα του Ροντέν. Φορούσε ρούχα κυνηγού στην Αφρική, κοντομάνικο χακί πουκάμισο και ανάλογο κοντό παντελονάκι. Η πιθανότητα να μην ήταν και ηλιοκαμένο το πρόσωπό του άγγιζε τα όρια της ανυπαρξίας τέτοιων ατόμων αλλά δεν ήταν και σίγουρος πως υπήρχαν ακόμα τέτοιες φιγούρες.
Ωστόσο όταν δεν το περίμενε, ο τύπος σηκώθηκε και με γρήγορα βήματα έφτασε κοντά του. Στάθηκε δυο μέτρα μακριά, τα μάτια τους συναντήθηκαν για λίγο.
-Εμείς οι δυο θα τα πούμε, του χαμογέλασε κι έκανε έναν κύκλο με τον δείχτη του δεξιού χεριού του υπονοώντας το μέλλον.
Κι αργά κοιτάζοντας προς τα πίσω χάθηκε όπως είχε εμφανιστεί στο παράθυρο.
Είχε ένα συμπαθητικό πρόσωπο, πράγματι ηλιοκαμένο, μικρή ίσια μύτη, γωνιώδες πηγούνι, γαλάζια μάτια. Περπάτημα σιγανό με ίσιο το κορμί ανάλο
γη ήταν και η συμπεριφορά του, σκέφτηκε ο Παράμετρος και σηκώθηκε απορημένος.
-Τι στο διάολο! Μονολόγησε. Υπάρχουν και τέτοιοι άνθρωποι;
Καταλάβαινε αλλά δεν ήξερε τι του επεφύλασσε η μοίρα. Όχι ακριβώς η μοίρα, αυτός δεν πίστευε σε τέτοια, απλά ο δρόμος όπου πήγαινε και αν μπορούσε να τον αλλάξει ,η να τον αλλάζει όποτε ήθελε αυτός και όχι όπως του βαρούσαν το ντέφι. Τώρα τι να ήθελε ο άνθρωπος με την ρεπούμπλικα; για ζητιάνος δεν του φάνηκε, ούτε φτωχός ούτε πλούσιος, ωραίος όμως ήταν σίγουρα, ίσως κάποιος καλλιτέχνης, αναλογίστηκε.
Το βράδι συναντήθηκε με τη Ροσα Πάβλοβα. Ήταν πράγματι πολύ όμορφη, ίσως πιο όμορφη από την Μόνικα, και πιο καλή από την Ευγενία. Κάθισαν στις άκρες του κρεβατιού γυμνοί. Το μυστικό του κόσμου κρυβόταν στο λευκό μέρος του στήθους της.
-Γιατί δεν κάνεις γυμνή μπάνιο; τη ρώτησε.
-Για να μαυρίσει και το στήθος μου; δε ς αρέσει λευκό;
Λευκό παρέμενε και το μέρος που έκρυβαν οι άντρες με το σλιπάκι τους
-Το μυστικό του κόσμου είναι ανάμεσα στα σκέλια του άντρα,είπε. Θες να ξανακάνουμε κάτι; και σηκώθηκε ολόρθη, γυμνή.
Έμεινε για λίγο, ίσως για πέντε λεπτά να κοιτάζει το μαύρο μέρος που εστίαζε η γέννεση και καταλάβαινε γιατί του άρεσε να βλέπει ή να κοιτάζει εκεί.
-Η ηδονή είναι μυστήριο πράγμα, απάντησε. Χωρίς αυτήν δε θα υπήρχαμε και γέλασε.
-Γιατί γελάς; ήρθε κοντά του στρίβοντας το πηγούνι του πάνω και γύρω από το δικό της.

 

Δυο σελίδες από το καινούργιο μυθιστόρημα μου με τίτλο: Η ΠΑΡΆΜΕΤΡΟΣ ΤΟΥ ΑΙΝΣΤΆΙΝ

 

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2024

ελέφαντος

 


Κοιτάζουμε το φαίνεσθαι-σπάνια το μέσα. Το χαμόγελο κι όχι τη λύπη. Κι έχουμε δίκιο. Η Γκέρνικα και ο Αλέφαντος, τέλειος συνδυασμός. Θέλω να πω, πως την τραγωδία την έχουμε μέσα μας, δεν είναι ανάγκη να μας την δείχνουν, κάθε ώρα κάθε στιγμή. Όμως ο Αλέφαντος δεν την γνωρίζει, την τραγωδία, ναι, υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι που δεν τους αγγίζουν τα γεγονότα από μέσα τους, θέλουν την επιφάνεια! το φαίνεσθαι! το φαινόμενο και μπορεί να έχουν δίκιο. Η Γκέρνικα είναι αρχαία τραγωδία, είναι η παντοτινή και ο Πικάσο ξανάφερε την εικόνα της, μέσα και έξω μας. Όμως εγώ βλέπω στο πρόσωπο του Αλέφαντου και του κάθε τέτοιου ανθρώπου, την τραγωδία της αγνωσίας, την ειρωνεία πως τάχα βλέπει τα πράγματα από ψηλά! κι ας μην ξέρει πόσο κάνει δύο συν μηδέν.

Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου 2024

ΚΆΠΟΙΑ ΣΤΙΓΜΉ

 

 


 Τελικά, σκέφτομαι γιατί να μου αρέσει αυτός ο παράλογος κόσμος που ζούμε. Ακόμα γιατί, αφού είναι τόσο σκατένιος να μη θέλουμε να τον εγκαταλείψουμε; ίσως επειδή είμαι ακόμα ζωντανός κι αυτό με κάνει άτρομο. Ίσως επειδή ξέρουμε πως δε θα ξαναυπάρξουμε ποτέ εδώ. Ίσως.

 

κάποια στιγμή όλα τελειώνουν. Τα τσιγάρα, τα ποτά, οι αγάπες, τα ψέμματα και οι αλήθειες. Τα λεφτά. Την ώρα που τάχεις ανάγκη σου λείπουν Μυστήριο πράγμα με μας. Λες και είναι τρύπιες οι παλάμες μας.

θα ήθελα να ήμουν πρωτόγονος, δε θα κουβαλούσα τίποτε από τα πέντε εκατομμύρια χρόνια βλακείας-Ιστορίας στην πλάτη μου, που με ισοπεδώνουν σήμερα.

Το πορτρέτο έχει μια γοητεία. Η μάλλον πολλές γοητείες. Έχω ζωγραφίσει εκατοντάδες ανθρώπους. Ίσως πάνω από χίλιους. Νέους γέρους, άσχημες, κούκλες, ασήμαντους, βλάκες, χοντρούς, διάσημους. Για μένα δεν υπάρχει άσχημο πρόσωπο στη ζωγραφική. Όταν το λέω αυτό ειδικά σε μερικές γυναίκες που διατείνονται πως είναι άσχημες, νομίζουν πως τις κοροϊδεύω. Όχι δεν κοροϊδεύω ποτέ. Δεν υπάρχει άσχημο πρόσωπο αντικειμενικά. Άσχημες ψυχές που το εμφανίζουν στη μούρη υπάρχουν. Ότι είσαι μέσα σου δείχνεις και απ έξω.
Μου αρέσει αυτό το ψαχούλεμα της μορφής των ανθρώπων. Δεν είναι απλό. Όταν ζωγραφίζεις ένα πρόσωπο είναι σαν να κάνεις εκτός από ανατομία και ψυχογραφία.
Βρίσκεις τι κρύβεται πίσω από το βλέμμα του πίσω από το μυαλό του και πολλοί δεν αντέχουν αυτή την εξεταστική ματιά του ζωγράφου. Μια γυναίκα κάποτε στη Σαντορίνη μου είπε πως η ματιά μου ήταν σαν λεπίδι χειρούργου. Ταράχτηκα τότε, ήμουν και μικρός, μετά κατάλαβα τι εννοούσε η κυρία

 

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2024

ΠΕΡΙΜΈΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΒΡΟΧΉ [2]

 


ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑς ΤΗ ΒΡΟΧΗ
Μοναδικό δέντρο στην κοιλάδα των θάμνων, λίγο πριν την Κυλλήνη ήταν ένας πλάτανος στην άκρη του μονοπατιού που ένωνε με τον κεντρικό δρόμο. Ο Θανάσης Ανωμέρης φτάνοντας εκεί ένα καταμεσήμερο τον Ιούνιο του 1980 ακούμπησε την παλάμη του στα πλευρά του κορμού και μέτρησε με τα μάτια το ύψος του πλάτανου. Ανάμεσα από τα κλαδιά ένα σκουπιδάκι έπεσε και μπήκε στο μάτι του. Σαν τρίχα του φάνηκε, μπορεί και να ήταν, πολλά πράγματα μοιάζουν σ αυτή τη ζωή.
Έσκυψε άμεσα το κεφάλι και προσπάθησε να το βγάλει πράγμα που αποδείχτηκε δύσκολο. Το μάτι του έτσουξε, έσταξε δάκρυα, κοκκίνισε. Απέφυγε να το τρίψει άλλο, αυτό θα έφταιγε για το κοκκίνισμα αλλά δεν εύρισκε άλλον τρόπο για να το βγάλει. Αν είχε έναν καθρέφτη θα ήταν καλύτερα μα δεν είχε και το αυτοκίνητο του ήταν παρκαρισμένο στην ένωση του μονοπατιού με τον κεντρικό δρόμο. Αυτές τις ώρες μετάνοιωνε που δεν φρόντιζε για το φαρκευτικό κουτι και τις άλλες συμβουλές των ειδημόνων. Ειδήμονες. Αυτοί που ξέρουν. Και ποιοι ξέρουν;
Κάποιοι που τον έβλεπαν δεν υπήρχε περίπτωση να είναι μόνος, ίσως οι χωρικοί που μάζευαν τα σπαρτά τους, ίσως η σκόνη από το κάρο που διάβαινε κουβαλώντας τον Σέξπηρ. Στο πίσω μέρος του κάρου έγραφε: To be or no to be.
Του μπι αποφάσισε, κλείνοντας με την παλάμη το πονεμένο μάτι, κοίταξε προς τα εκεί με το άλλο, δεν είναι εύκολο να κοιτάς με ένα μάτι και να διαβάζεις να ζει κανείς ή να μη ζει, κι αποφάσισε πως έπρεπε να γυρίσει πίσω, παρ ότι θα έβρεχε. Θα έριχνε μια κατασκότεινη μπόρα μέσα στην κάψα του Καλοκαιριού. Γιατί να βρέχει όταν δεν πρέπει;
Το ξενοδοχείο Άρτεμις, βρισκόταν στην άκρη της μικρής πόλης. Καθαρό, ξεκούραστο, έβλεπε προς την πλευρά της θάλασσας-αυτό ήταν που είχε συγκινήσει την Ροντίκα ή Μιμόζα Τσαρουχιάδη, για να το διαλέξει, και να πίνει από ώρα τον απογευματινό καφέ της, εκεί. Ο Θανάσης έπινε ουίσκι ή βότκα ή ότι άλλο θέλετε, πάντως έπινε. Η Μιμόζα δεν έπινε. Μόνο μια σταλιά απ τη ζωή.
Ωραία ήταν η Μιμόζα! Αυτό ήταν το όνομα που είχε επικρατήσει κι έτσι την φώναζαν όλοι τώρα πια στα τριάντα της χρόνια. Χμ, ούτε νέα, ούτε γριά, σκέφτηκε σουφρώνοντας τα χείλη προς τα έξω σα να ήθελε να κοροιδέψει τον εαυτό της και τον θάνατο, πράγμα που έκανε συχνά απέναντι στον καθρέφτη. Ήταν πραγματικά ωραία αλλά και δύσκολη, το παραδεχόταν και ίδια, τι να έκανε; Εδώ κανείς δεν την έβλεπε, μπορούσε να πει πως δεν της άρεσε να το σεξ από πίσω. Η αλήθεια είναι πως της άρεσε κι από πίσω αλλά πιο πολύ της άρεσε η φωνή του. Εδώ χρειάζεται παρενθέσεις αλλά δεν τις βάζουμε, επιμένουμε στο ανέμελο κείμενο.
-Μα εγώ ερωτεύτηκα μια φωνή! Του είπε. Τόσα χρόνια σε θυμάμαι να μου μιλάς.
Ήταν ή γινόταν αμφιλεγόμενη. Κανείς δεν ήξερε τι πραγματικά σκέφτεται γιατί έμενε πολλές ώρες αμίλητη και τότε ο Θανάσης υποπτευόταν πως σκεφτόταν.
-Ν΄αλλάξεις μερικά πράγματα στον εαυτό σου, μίλησε ο Θανάσης Ανωμέρης, κοιτάζοντας την σχεδόν με το ασπράδι του ενός ματιού εξαφανισμένο. Και την άγγιξε στο μάγουλο με το γόνατο.
Μερικές γκριμάτσες της δεν του άρεσαν αλλά σχεδόν τέσσερα χρόνια που ήταν μαζί την είχε γνωρίσει απ όλες τις πλευρές.
-Όχι απ όλες τις πλευρές αγόρι μου, του χαμογέλασε. Μια μοναδική δε θα σου τη δείξω ποτέ!
-Τότε δε μ αγαπάς! Πήρε το γόνατο απ το μάγουλο το έβαλε ανάμεσα στα δικά της γόνατα.
-Σ αγαπώ αλλά δε θέλω να σε μπάσω στην επίγεια κόλαση μου.
Κάτι τέτοια του έλεγε εν ευθέτω χρόνο και νερούλιαζε. Επίγεια κόλαση, σα να έμπαζε νερό από παντού. Τι τα ήθελε αυτά η Μιμόζα; Τι είχε στο νου της; Τώρα που έκαναν τις ετοιμασίες του γάμου τους κι αυτές θα ήταν οι τελευταίες διακοπές τους σαν ελεύθερο ζευγάρι γιατί του έλεγε τέτοια πράγματα;
Δε μίλησαν άλλο καθώς ο ήλιος βουτούσε στα πολεμικά νερά του Ιονίου. Μπήκαν μέσα και άρχισαν το δικο τους πόλεμο στο ξέστρωτο κρεβάτι. Τους άρεσε πολύ αυτό που έκαναν, η μπαλκονόπορτα παρέμενε ανοιχτή αλλά ποιος νοιαζόταν. Ο Θανάσης χώθηκε μέσα στα μάτια της, της πήρε για μια ακόμα φορά την ψυχή. Οι άλλοι, απέναντι έβλεπαν. Ο γάμος είναι θλιβερό γεγονός.
-Όταν με πηδάς μικραίνει ο κόσμος μάγγα μου! Ο κόσμος γίνεται μια κουκίδα. Δυο κουκίδες. Εσύ κι εγώ! Κάτω απ το πλάγιασμα της βροχής! σαν το τραγούδι των φτωχών που ξεχύθηκε.
Γελούσε όμορφα, σατανικά, σίγουρα κάτι του έκρυβε.
Ο Θανάσης Ανωμέρης, αρχιτέκτονας το επάγγελμα τη λάτρευε. Θα έκανε τα πάντα γι αυτήν. Οι άλλοι θα συνέχιζαν να βλέπουν. Οι αντάρτες αυτού του τόπου έφταναν ξανά κι αυτός γνώριζε από Ιστορία, δεν ήταν ο καθένας ανιστόρητος γι αυτό φοβόταν. Ναι, φοβόταν το ύψος, τους γκρεμούς και πιο πολύ το ανεξερεύνητο βάθος της ψυχής τους καθενός.
-Ναι αλλά δεν κάνεις τίποτε! Ήρθε μια σφήνα η φωνη της που του είχε επιτεθεί κάποτε. Μόνο πίνεις και παρατάς τις δουλειές σου κι έπειτα λες πως όλα θα φτιάξουν με τον γαμο μας. Αγόρι μου η ζωή δεν είναι ένας γάμος. Η ζωή δεν είναι τίποτα. Η ζωή είναι ένα μηδέν.
-Που τα έμαθες αυτά; Τη ρωτούσε καμιά φορά κι απάντηση δεν έπαιρνε. Μήπως ήταν μουρλή η Ρουμάνα; Κι αυτός τι διάολο; Πήγε να ερωτευθεί μια τρελή;
Ο Θανάσης πίστευε πως χωρίς αυτήν καμιά οικοδομή και κανένα αρχιτεκτόνημα δεν ήταν ικανό να την αναπληρώσει. Στο βάθος όμως, σκεφτόταν πως εκείνη κάποια στιγμή θα έφευγε. Ίσως χωρίς λόγο. Έτσι γιατί λάτρευε την ελευθερία της και το χρήμα. Κι αυτός λάτρευε το ποτό, την άλλη ελευθερία του μυαλού. Οι άλλοι τώρα έπαψαν να βλέπουν.
Η Μιμόζα Τσαρουχιάδη το είχε σκεφτεί πολλές φορές να την κάνει. Να φύγει μακριά του δεν είχε νόημα να ζούνε μαζί, δεν επρόκειτο να φτιάξουν ένα ταιριαστό ζευγάρι, ούτε μια ευτυχισμένη οικογένεια. Γι αυτό και απορούσε με τον εαυτό της που το βούλωνε κι έκανε ότι της έλεγε μέχρι που είχαν αποφασίσει και τον γάμο τους.
Εξ άλλου αυτή δε νοιαζόταν για τέτοια πράγματα. Τα είχε κάνει με τον άλλον, τον πρώτο της άντρα. Είχε δυο παιδιά, ο Θανάσης που δεν είχε παιδιά και ήθελε να κάνει, ίσως αυτό να ήταν το πρόβλημα. Αλλά αυτηνής το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν το χρήμα. Χρήμα! Και ο Θανάσης ήταν φτωχός. Αυτό ήταν μαρτύριο, επειδή δεν την μπορούσε, δεν ήθελε να ξανακυλήσει μαζί της.
Τότε άρχιζε μια σωματική και ψυχική τιμωρία για την Μιμόζα. Δεν της άρεσε η φτώχεια. Όταν ήταν φτωχή ήθελε να πεθάνει. Να πέσει απ τον ουρανό, να πέσει από μια στέγη, να κρεμαστεί σε έναν πλάτανο. Δεν την ένοιαζε ποιος έμπαινε μέσα της αρκεί αυτός να μην ήταν φτωχός. Αυτή είχε γεννηθεί φτωχή σε μια επαρχία της Νότιας Ρουμανίας και είχε ορκιστεί φεύγοντας από κει, καλύπτοντας χιλιάδες ξυπόλητα χιλιόμετρα, να γεμίσει το στόμα της με ψωμί και λεφτά. Τώρα μετα το χωρισμό της με τον Τσαρουχιάδη εξ αιτίας μιας απιστίας της, το μόνο που είχε κρατήσει απ αυτόν ήταν ένα τζιπ και τα εσώρουχα της που τα είχε παραδώσει στον Θανάση. Τα εσώρουχα. Χαμηλά κίνητρα. Πίσω απ την υποκρισία, από το σαδιστικό μούτρο του Σάιλωκ παραμονεύει.. το ύφος σας. Συμπληρώστε μόνοι σας τα εσώρουχα. Ή βγάλτε τα. Φορέστε μόνο το χαμόγελό σας ή τη λύπη σας.
Έφυγαν.
Η Μιμόζα που ανήκε σε μια φυλή που μισείται και καταδιώκεται σ αυτό τον κόσμο κι αυτός που έτρεμε την Ελληνικότητα του.
Σπουδαίο. Σπουδαίο αυτό.
-Τίποτα δεν είναι σπουδαίο, είπε η κατεστραμμένη Ρουμάνα, η γύφτισσα μιας άλλης εποχής, στο κουρασμένο μυαλό και κορμί, μέσα στο ανίδεο, ανήξερο μικρόκοσμο του Θανάση που πίστευε στην αγάπη μεταξύ των δυο φύλλων, στη συνύπαρξη δυο ανθρώπων. Αυτοί όμως, οι δυο, δεν μπορούσαν ν αλλάξουν τον κόσμο. Υπήρχε μια λέξη φράγμα ανάμεσα τους: ο θάνατος! Αλλά τότε δεν το ήξερε. Αν το ήξερε μπορεί να τον προλάβαινε αλλά ο θάνατος δεν προλαβαίνεται.
Ξαναέφτασε στον πλάτανο, στην κοιλάδα των θάμνων, θυμήθηκε που του είχε πει πως θα κρεμιόταν από ένα κλαδί του. Στάθηκε προσοχή, έβαλε την παλάμη στο μεγάλο κορμό, κοίταξε κατά πάνω ανάμεσα από τα κλαδιά. Κλαδιά είναι και τα πόδια. Οι άλλοι από γύρω βλέπουν. Κοιτάζουν το θέαμα. Μια γυναίκα κρεμασμένη. Το γυμνό κορμί της Μιμόζας, φτερό στον άνεμο της Κυλλήνης, γυμνό από κάθε αλήθεια, ακούρευτο αιδοίο μιας άλλης εποχής. Μια τρίχα έπεσε, μπήκε σα σκουπίδι στο μάτι του αρχιτέκτονα Θανάση Ανωμέρη, την ώρα που η βροχή ξανάρχιζε στην κοιλάδα των θάμνων.
[ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ. ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ]

 


ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...