Δευτέρα 21 Μαρτίου 2022

ΝΑ ΕΡΩΤΕΎΕΣΑΙ ΤΗΝ ΠΟΊΗΣΗ Ή ΤΗΝ ΠΟΙΉΤΡΙΑ.

 


 

 Η διαλεκτική χρειάζεται επιχειρήματα και αποδείξεις, φίλε μου.

  χειρίζομαι τις λέξεις λεπτής ειρωνείας απέναντι στους πραγματικά άξιους ποιητές. Ο Όμηρος κατά τ άλλα δείχνει μια ανεκτικότητα στα πάθη και στα λάθη των θεών αλλά κι απ τους ήρωες επαινεί πιότερο τους κραταιούς. Αλλά εμένα με νοιάζει πόσο δίκαιος και πόσο άδικος μπορεί να είναι ένας ποιητής και φυσικά ο Όμηρος δεν είναι επαναστάτης! για όσους μπορούν να τον συλλαβίζουν! [κατά βάση αυτός ο Όμηρος δεν μπορεί να είναι ένας.]

έχω μελετήσει τον Όμηρο αρκετά μπορώ να πω, ειδικά εκείνα τα χρόνια της Τρίτης Γυμνασίου και Α Λυκείου με καθηγητή έναν εξαίρετο Ομηριστή τον Ζαγκελίδη. Εν πρώτοις εγώ δεν πιστεύω πως ο Όμηρος ήταν ..ένας. Βασιζόμενος στις παραδόσεις πως εφτά πόλεις μαίρνοντο-όπως το θυμάμαι ηχητικά το ρήμα-δεν ξέρω και δεν ανοίγω το Γκουγκλη για περαιτέρω- που σημαίνει, ερίζουν, τσακώνονται για την καταγωγή του Ομήρου, μεταξύ τους η Μίλητος, η Αλικαρνασσός, η Σμύρνη, που σημαίνει ότι στους αιώνες που τα έπη τραγουδιόνταν από τους αοιδούς και δεν ήταν καταγραμμένα, φαντάζεσαι έναν μόνο ποιητή να επαναλαμβάνει συνέχεια τις ραψωδίες της Ιλιάδας και της Οδύσσειας; μέχρι την εποχή του Πεισιστράτου που αναθέτει στους γραφιάδες του, αυτή την πραγματικά μεγάλη πράξη. Με βάση τη λογική ο Όμηρος δεν ήταν ένας αλλά πολλοί. Στην ουσία είναι κάτι σαν παραδοσιακή ποίηση μεταδιδόμενη από στόμα σε στόμα. [Στα Ομηρικά έπη η βάση της θρησκείας είναι καθαρά πολυθεϊστική και τελείως ανθρωπιστικές πολλές φορές οι δυνατότητες και τα μειονεκτήματα των θεών]

 

 δεν πιστεύω πως ένας άνθρωπος μπορεί να διατηρήσει στη μνήμη του-χωρις σημειώσεις! πρόσεξε! ολόκληρα κατεβατά εκατοντάδων σελίδων, τι να λέμε τώρα; η συρραφή αυτών των μύθων-παραμυθιών είναι φυσικά παραδοσιακή και όποιος δεν μπορεί να πεισθεί λογικά, δεν του χρειάζονται άλλα πειστήρια πως ο Όμηρος δεν ήταν ένας. Για την Ιλιάδα και την Οδύσσεια-στα Ομηρικά έπη κατατάσσεται και μια Μυομαχία; που ήρωας της ήταν ο Μαργίτης που όλα τα ξερε και τίποτε δεν ήξερε! τι θυμάμαι- θα μιλάμε εσαεί αλλά δε νομίζω πως αυτή ήταν η πρόθεση μου, παρά μόνο μερικές νύξεις περί ποίησης. 

 Ωραίο είναι να ερωτεύεσαι την ποίηση ή την ποιήτρια. 

Έχω πει πως η ποίηση είναι ισχυρό κίνητρο για τους αδύνατους και δεν το αλλάζω. Σήμερα, παγκόσμια μέρα της ποίησης- δεν ξέρω τι θα απογίνουμε με αυτές τις παγκόσμιες ημέρες πια- θα γίνει της Πέπης από παρουσιάσεις, αναγνώσεις, μελοποιήσεις, ποιημάτων και ήδη διαβάζω ένα σωρό ονόματα, από Νάνο Βαλαωρίτη μέχρι Ελιάνα Χουρμουσιάδου κ.α [αυτό το και άλλοι πάντα υποτιμητικό μου φαινόταν]. Όλοι αυτοί αυτοθαυμάζονται μεταξύ τους αφού δεν υπάρχει μεγάλο κοινό σε αυτές τις παρουσιάσεις. Και έτσι παραμένει αλάνθαστο το ρηθέν πως οι μισοί Έλληνες γράφουν ποίηση και οι άλλοι μισοί δεν την διαβάζουν. Χρόνια πολλά στους ποιητές λοιπόν! 

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2022

ΛΑΜΌΓΙΑ 2

  


 

Λαμόγιο... είναι μια λέξη πολυφορεμένη. Πάντως οι Ιταλοί έτσι αποκαλούσαν τη σύζυγο! Εμείς λέμε λαμόγιο τον απατεώνα, τον καιροσκόπο, αυτόν που κάνει πλάτες. [Κατά βάση όλοι οι άνθρωποι είναι λαμόγια, απλά κάποιοι είναι σύμφωνα με το νόμο ενώ άλλοι φορτόνωνται τον τίτλο. Πολλοί σύγχρονοι Έλληνες θέλουν να γίνουν λαμόγια αλλά δεν μπορούν!]

 

Τι ωραία ήταν! είχαμε ένα σταθερό τηλέφωνο, ένα λογαριασμό στην τράπεζα [αυτό δεν υπάρχει πια] άντε και μια γυναίκα. Τι ωραία ήταν!

 
 
Άμα είσαι όμορφη, κάποιος θα σε δει. Υπάρχει όμως πάντα μια άλλη πιο όμορφη, μια διαφορετική, πιο έξυπνη, περισσότερο ευφυής, που μπορεί να χαίρεται αλλιώτικα τη ζωή. Είτε άντρας, είτε γυναίκα.
Συνήθως όμως, αυτούς τους ανθρώπους μόνον οι πολύ έξυπνοι, οι πραγματικά ευφυείς, μπορούν ν αναγνωρίζουν και να παραδέχονται την αξία τους, παρ ότι αποτελούν, συνήθως, εμπόδιο για τη δικιά τους σταδιοδρομία. Για μένα είναι μεγάλο προτέρημα να μπορείς να διακρίνεις τις αξίες του άλλου.
 
 

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2022

ΚΆΤΩ ΑΠ ΤΟ ΤΑΣΆΚΙ

 


ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΕΙΝΑΙ ΣΚΛΗΡΟ
Κάτω από το τασάκι υπήρχε μια λέξη ή μια φράση σαν μια χαρτοπετσέτα που τη χρησιμοποιούμε για να σφουγγίσουμε μια ιστορία σαν αυτή με την γυναίκα των τριάντα χρονών, όμορφη, κρυστάλλινη κι αν ο έρωτας χτίζει παλάτια, η αγάπη τα γκρεμίζει, έχοντας τη διάθεση ν αλλάξει τον κόσμο, αυτό σκεφτόταν αναποφάσιστος αν θα έπρεπε να σηκώσει το τασάκι για να δει τη φράση ο Οδυσσέας, δεν είχες πιο πρόσκαιρο άλλο όνομα για αυτόν τον μαρτυρικό επιστροφέα που ούτως ή άλλως σκάλιζε τη νύχτα σε κάποιο καταγώγιο της πλατείας Ομονοίας ενώ όλος ο κόσμος μύριζε την υπέροχη βρωμιά του γυνακείου, όταν εμφανίστηκε η αδιόρατη μεμβράνη.
-Καλησπέρα, είπε δειλά και κάθισε δίπλα του.
Την κοίταξε που χαμήλωνε το βλέμμα, που έπαιζε τις βλεφαρίδες σα μια πεταλούδα που αύριο θα πέθαινε, αυτός ο κόσμος δεν είναι για όλους, αναλογίστηκε καταχρηστικά, ποτέ δεν είχε καταλάβει τι χρειάζονταν οι καταχρηστικές προθέσεις, αλλά η Χρύσα ξαναφορώντας όλα τα ωραία κοσμήματα της, δέκα βραχιόλια, πέντε υποψίες ανθρώπινης εικασίας στο λαιμό, ήταν όμορφη και το γνώριζε.
-Θα πάμε κάπου αλλού; ρώτησε λες και βρίσκονταν για πρώτη φορά στο φεγγάρι.
Ο Οδυσσέας όταν την είχε γνωρίσει, είχε σκεφτεί απερίφραστα πως ήταν μια ανόητη γυναίκα που δεν είχε που ν ακουμπήσει την πλάτη της, αυτός ήταν ήδη πενήντα χρονών και νόμιζε πως οι άνθρωποι των πενήντα δεν κάνουν ανόητες πράξεις, όταν πρότεινε να φύγουν παρέα με το γιατρό που φευγαλέα σκέφτηκε πάλι ο Οδυσσέας πως θα είχε ξαπλώσει κάποτε μαζί του κι εκείνη το αρνήθηκε αργότερα με πείσμα μιας αθώας πόρνης.
Το βράδυ ήταν υπέροχο. Κάθισαν σε ένα τραπέζι για πλούσιους, η Χρύσα άστραφτε μόνο γι αυτόν, έφαγαν ήπιαν, ο γιατρός πήρε την καινούργια, καμιά σκέψη για ιδιαίτερη τέχνη του γράφειν, πρόκειται για μια σκληρή ιστορία περιστάσεων, πήγαν στο σπίτι του, το δικό του, η Χρύσα τον πήρε κάτω απ το σεντόνι, τύλιξε τα όνειρα του σε μια μαρμαρόσκονη, τι θέλουμε να πούμε τώρα εδώ, αν όχι την ομοιοκαταληξία του δέρματος;
-Έχεις το πιο ωραίο δέρμα! αναφώνησε η Χρύσα.
Γιατί θα έκρυβε κάτι αυτή αθώα ιστορία αν δεν υπήρχε εκείνο το βράδυ μετά από δυο χρόνια που έκαναν έρωτα ασυλλόγιστα στο δάπεδο του μωσαϊκού; Πολλές φορές είχε σκεφτεί αυτό το δάπεδο με καρφωμένη την πλάτη της Χρύσας από κάτω αλλά εκείνο το βράδυ είχε πιει πολύ και βαριόταν τις ιστορίες όλου του κόσμου κι έτσι την πήρε τηλέφωνο, λέγοντας ένα, έλα, σε περιμένω στο δάπεδο κι εκείνη αρνήθηκε με πείσμα, όχι δεν έρχομαι, έλα εσύ εδώ στο δικό μου δάπεδο.
Πήγε περνώντας από συμπληγάδες, τώρα λέξη είναι αυτή; Και αναλογιζόμενος τις ευθύνες ενός σύγχρονου ανθρώπου, φοβήθηκε τα αλκοτέστ και όλες τις πρόχειρες βαναυσότητες αλλά έλα που υπήρχε πάντα η μυρουδιά του δέρματος;
Φτάνοντας σε ένα σπίτι που κατοικούσαν οι θεοί δεν μπορούσε να μη σκεφτεί ποιος ήταν δίπλα, ποιος άλλος κατοικούσε στο σπίτι της ερωμένης του; Μη σε νοιάζει, είναι ο πατέρας μου, ενενήντα χρονώ, δε βλέπει, δεν ακούει, μη σε νοιάζει και ο Οδυσσέας είδε ή πρόλαβε να δει, μια σκιά χωμάτινη να διαβαίνει από τη μια πόρτα στην άλλη, ενώ αυτός έξυνε το δέρμα της Χρύσας που ήξερε ή έσφυζε από μια ζωή κυλισμένη στο χρώμα του οπίου αλλά που τώρα είχε ξεφύγει κι αναζητούσε στο πρόσωπο του Οδυσσέα την ελευθερία των ίσων.
-Τώρα, ανατρίχιασε, πάμε έξω! Πάμε να δούμε τον κόσμο μέρα!
Κάτω απ το τασάκι υπήρχε μια λέξη, βέβαια, όταν έφτασαν ήταν πέντε το πρωί λίγο πριν χαράξει ο σκληρός διαβήτης το καινούργιο πλάνο, γύρω από την Ομόνοια, γύρω από τον κόσμο της βρώμικης νύχτας που τα καταγώγια κοιμούνται και ξυπνούν τα ολέθρια όνειρα πως η ζωή δεν είναι τίποτα, ένα μηδέν, ποιος σέβεται τον Έντγαρ Άλαν Πόε και τι νόημα έχει ένα πρόχειρο ή ψεύτικο καπό ενός παλιακού αυτοκίνητου πέντε ή ώρα το πρωί κάποιου Σαββάτου, όταν την αγκάλιασε, λες και ήταν άσφαλτος, λες και μύριζε αυτό το μαύρο με τα λίγα άσπρα χαλίκια, θες να με πάρεις εδώ; ρώτησε σιγανά η Χρύσα κι αυτός κατέβασε μέσα σ αυτόν τον κόσμο, την κυλόττα της, έβγαλε όλα τα δικά του ρούχα, γυμνός πέντε η ώρα το πρωί κάποιου Σαββάτου στην Ομόνοια, η Χρύσα πέταξε και την τελευταία ικμάδα της στα μάτια των μπαλκονιών που άνοιγαν οι γειτόνισσες, ο Οδυσσέας κόλλησε πάνω της, πρέπει να δώσουμε την εικόνα, τα μάτια από τις πολυκατοικίες, τις γλάστρες που ξυπνούσαν, τον ανέραστο εραστή, τη φαλακρή τραγουδίστρια, τον Σαββόπουλο που περνούσε απέναντι με την Δημοσθένους λέξη, κι αν βγω απ αυτή τη φυλακή, τι ανοησία τέτοια ώρα που αυτοί γαμιόνταν, οι άλλοι να σκέφτονται τη δικιά τους ευτυχία αλλά κανένας δεν ήταν έτοιμος να δεχτεί αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα που έβλεπαν μπροστά τους.
-Νομίζεις πως είσαι αθάνατος; ρώτησε η Χρύσα γυμνή στην παραλία της Ομονοίας.
Ο Οδυσσέας σκάλιζε ή σκεφτόταν τι να ήταν κάτω από το τασάκι, γυμνός κι αυτός, περήφανος δίπλα της, ξέρεις αυτό το καινούργιο ύφος της λογοτεχνίας γεννάει καινούργιους Ομήρους, δεν υπάρχουν άλλες λέξεις για να φτιάξουμε ή να σκαρφιστούμε, περιγράφοντας το δράμα ή την ευτυχία και αν όλοι αυτοί μαζί μπορούσαν να χαρούν επειδή όντως, της είπε πως θα παντρευτούν, άρα τότε άλλαζαν οι διαδικασίες, οπότε τα μπαλκόνια χαμογέλασαν, έκλεισαν όλα τα παντζούρια, σκέφτηκαν οι άνθρωποι πως αυτοί οι δυο γυμνοί της πλατείας Ομονοίας είχαν δίκιο, οπότε γιατί να μιλάμε περί λογοτεχνίας, κάνοντας περικοπές ή αφαιρέσεις.
Κάτω απ το τασάκι υπήρχε η λέξη σ αγαπώ.
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΚΩΣΤΑ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ

 

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2022

Η ΑΙΣΙΟΔΟΞΊΑ ΤΟΥ ΧΤΕΣ

 


 

Σαντορίνη.
Κι όσα γινήκαν πίσω, φυκια ήταν
Η μνήμη του κάρβουνου αισιοδοξία του χτες
ποτέ δεν είχαμε τέτοια
που να πιστεύαμε ακράδαντα νενικημένοι όντες
από μια μοίρα παράξενη
που δεν ήταν η Τροπώ μηδέ η Λάχεση
αλλά ούτε και τώρα που μας έφθειρε του χρόνου η ντροπή επειδή
δεν καταφέραμε όσα ήθελαν οι γονείς και τ αδέρφια
Όποιος φτάσει στα σύνορα και δεν είναι ηττηθείς
δεν είναι πράσινο φύλλο
που θα πεσει κάποτε στη γης
τόση απελπισία δε χωρά σε ένα σακκούλι

 

Κυριακή 13 Μαρτίου 2022

ΜΙΑ ΑΡΧΉ

 


Μυθιστόρημα

Τρομοκράτης δεν ήταν η σωστή λέξη. Κι ο ανακριτής έψαχνε πάντα με μανία για το σωστό. Σωστά γινόταν αυτό που του έμαθαν. Σωστό, όμως, ήταν και κείνο που δε γνώριζε. Τρομοκράτης, επέμενε, δεν ήταν η σωστή απόδοση. Τρόμο-κρατεί.

Ιδεοκράτης θα ήταν καλύτερα.
Ο τρόμος έχει μια άλλη σημασία. Προέρχεται από τον φόβο, που δεν ήταν αποτυπωμένος στο πρόσωπο κανενός τρομοκράτη. 
Ιδέα του ήταν και την πίστευε. Ιδέες όμως υπήρχαν πολλές.

Η Ελλάδα έσκαγε το πρόσωπο της στο μισό φεγγάρι του πρωινού, όταν τα βήματα του αγουροξυπνημένου ανακριτή, ακολουθούσαν τον ρυθμό μιας ζεστής μέρας του Οκτώβρη.

Την Ελλάδα που αγαπούσε "μοιρολατρικά" ο ανακριτής, μπορεί και παθολογικά, του την είχαν μάθει σαν μια όμορφη κόρη, απ όταν ήταν μικρός. Όλα τα πράγματα όταν είμαστε μικροί μοιάζουν όμορφα. Είναι όμορφα! Είναι ωραία!
Την έδειχναν, πάντα μ εκείνο το κοντάρι με τη γαλανόλευκη, τα λευκά μπράτσα που γύρω τους τυλιγόταν το μυστηριώδες πέπλο της λευκότητας και το στιβαρό, αγέρωχο βλέμμα που έδειχνε την αποφασιστικότητα, ίσως όλων εκείνων που υπήρχαν πίσω απ αυτήν.
Θα ήταν μια ωραία αρχή. Αν, κι έτσι τα πράγματα γίνονται πιο γρήγορα, θα ήταν μια ωραία αρχή. Η άλλη θα ήταν να ξεκινήσουμε με τον Νίκο Καζάρμα. Αλλά εκείνος τούτη την ώρα θα κοιμόταν βαθιά. Τι έχουν να πουν οι άνθρωποι που κοιμούνται; Τίποτε. Μόνο όνειρα. Και τα όνειρα δεν είναι ποτέ αληθινά.
Το όνειρο που έβλεπε ο Καζάρμας ήταν χαμογελαστό. Βρισκόταν, λέει, μέσα σε ένα ραφείο, αν και σήμερα δεν πηγαίνουν οι άνδρες σ ένα ραφείο, αυτός προβάριζε εκεί, ένα γυαλιστερό μαύρο ή μπλε κουστούμι, που θα του χρειαζόταν για κάποιες επίσημες βραδιές. Όμως, αμέσως μετά, το κουστούμι γινόταν πάνω του, φόρμα αθλητική. Μια καινούργια φόρμα, κόκκινη και άσπρη. Ήταν τα χρώματα του. Τώρα το ραφείο είχε γίνει γήπεδο, καταπράσινο, κερκίδες δεν υπήρχαν αλλά κόσμος ήταν αρκετός έξω από τα κάγκελα, σα να περίμενε μόνον αυτόν, που ακολουθώντας τους συμπαίχτες του, βγήκε από την καταπακτή των αποδυτηρίων, χαμογελαστός.
Του άρεσε αυτή η ώρα. Όπως του άρεσε και το ποδόσφαιρο. Έπαιζε με μανία, από μικρός ήθελε να γίνει μεγάλος ποδοσφαιριστής και τώρα του δινόταν αυτή η ευκαιρία να κάνει τα πρώτα βήματα. Έβγαινε  με μια ομάδα από τα αποδυτήρια, φορώντας στην πλάτη του το νούμερο δέκα που ήταν και το αγαπημένο του.
Και το παιχνίδι άρχισε ξαφνικά-αυτός όμως δεν μπορούσε ν ακουμπήσει τη μπάλα. Όλο ερχόταν κοντά του με καλοζυγισμένες πάσες  που θα μπορούσε εύκολα να τις κοντρολάρει και ν αρχίσει τις περίτεχνες ντρίπλες του αλλά, τίποτε. Μόλις προσπαθούσε να την αγγίξει, εκείνη έφευγε σα να την παρέσερνε ο αγέρας. Την πήγαινε σε άλλους, συμπαίχτες ή αντιπάλους.
Δεν ήξερε τι να κάνει κι ένιωθε σα μικρό παιδί έτοιμο να βάλει τα κλάματα, όμως δεν το κανε. Απλά συνέχιζε να τρέχει πίσω από τη μπάλα που την πήγαινε όπου ήθελε ο άνεμος.
Τα όνειρα όμως δεν τελειώνουν πουθενά κι ο Νίκος Καζάρμας, γύρισε ανάσκελα, προχωρώντας γοργά για το καινούργιο.
Κι ο ανακριτής παρ όλα αυτά, προχωρούσε αργά. Σαν τον σαλίγκαρο που γυρίζει πίσω, μόλις τα κέρατα του συναντήσουν ένα εμπόδιο, σκέφτηκε και θυμήθηκε τον νεαρό. "Γαμιέσαι κερατά!" του είχε πει κατάμουτρα την περασμένη βδομάδα, την πρώτη στιγμή που τον έφεραν στο γραφείο του και τον κοίταξε κατ ευθείαν στα μάτια. Κι αυτός πετάχτηκε πάνω. Αγρίεψε, έσμιξε τα φρύδια, ύστερα κάθισε πάλι, ηρέμησε. Είχε προλάβει να σκεφτεί, πως ήταν, μονάχα, ένας ηλίθιος νεαρός, με γαλάζια, πιο ηλίθια μάτια.
Τον είχαν φέρει εκεί, γιατί έκανε μάτι στη σκοτωμένη φοιτήτρια. Κι αργότερα, είπαν πως αυτός την είχε σκοτώσει. Μάλλον κάτι τέτοιο θα ήταν. "Όμως δε φαινόταν εύκολο πράγμα" μονολόγησε προχωρώντας ακόμα πιο βαθιά στο στενό σοκάκι σε μικρή απόσταση από τον ουρανοξύστη, εκεί, όπου στον δέκατο τρίτο όροφο και στο δέκατο τρίτο γραφείο, τον περίμενε η πρωινή καρέκλα [την αγαπούσε την καρέκλα του] και ο γλυκός-πολύ γλυκός, πρωινός τούρκικος καφές.
Προληπτικός δεν ήταν με τα νούμερα, μόνο τις μαύρες γάτες φοβόταν. Αν τύχαινε και του κοβε καμιά τον δρόμο, ήταν ικανός να γυρίσει σπίτι του και να μείνει άρρωστος, μισή βδομάδα.

η αρχή από τον ΘΕΌ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2022

ΈΝΑ ΜΑΚΡΎ ΠΟΤΆΜΙ

 


Είναι ένα μακρύ ποτάμι στην ευθεία η ζωή. Όσο χάνεται το μάτι σου, ευθεία. Δεν υπάρχουν λεύκες, ούτε ιτιές στις όχθες του. Άσπρο χαλίκι μονάχα, που στο βάθος γίνεται ρύζι, γυαλιστερή σκόνη. Στη θάλασσα που φτάνει η απλωσιά του, μεγαλώνει το νόημα της ζωής. Έτσι είναι, μια ευθεία, μου λεγε πάντα ο πατέρας μου. Δεν ήξερε και πολλά πράγματα τότε, όταν ήταν νέος- όλοι είμαστε νέοι κάποτε. Καβάλα σε μια φοράδα, να τρέχει τον κατήφορο στον κάμπο. Άσπρη κι αυτή με λίγες γκρίζες βούλες στα πλευρά.
Ήταν τα παλιά χρόνια. Γεμάτα από  καλντερίμια, σκαρπιά και σκίνα, λερωμένα να σβαρνίζονται στην παχυλή σκόνη. Οι άνθρωποι, μουντζουρωμένοι, χολωμένοι και απλοί. Έπιναν τα ούζα τους σε βρώμικα καφενεία και κάπνιζαν οι γέροι τις τσιμπούκες τους, αραχτοί, σε κόσμους που δεν τους έφτανε ο νους.
Χαμογελούσαν και οι κοπελιές στο δρόμο, μουλωχτά συνήθως, πίσω από το λευκό χνούδι της κρυμμένης αξιοπρέπειας. Τις έβλεπε έτσι ο Ντάφλος και το μάτι του γυάλιζε. Πόσο θα ήταν τότε; Είκοσι τρία -εικοσιτέσσερα, μόλις είχε γυρίσει από φαντάρος.
Ο φίλος μου ο Ντάφλος.
Λεπτοκαμωμένος, αδύνατος, ισχνός σαν τσίχλα, βλογιοκομμένος. Ψυχή Αστραπόγιαννου.  Σαν από τότε φαινόταν τι θα κουβαλούσε μέχρι εδώ.. Εγώ ήμουν πιο μικρός, τέλειωνα το γυμνάσιο και τον έβλεπα σχεδόν καθημερινά στις αλάνες, να τριγυρίζει σαν αδέσποτο σκυλί. Κάναμε παρέα και υπήρχε μια παράξενη έλξη φιλίας, ένα δέσιμο συμπάθειας μεταξύ μας.
Ο πατέρας μου δεν τον συμπαθούσε. Είναι αλήτης, μου έλεγε, δε θα πάει καλά στη ζωή του να μου το θυμηθείς. Τι θέλεις εσύ μαζί του; Θα καταστραφείς κακομοίρη μου. Κοίταζε τις σπουδές και τίποτε άλλο. Έχεις καιρό για τέτοια πράγματα.
Τι τέτοια πράγματα; Συλλογιζόμουν εγώ απορημένος.
Ερχόταν λοιπόν, ο Ντάφλος στην εξώπορτα- μέναμε τότε σε μια μονοκατοικία με αυλή στον Άγιο Αρτέμιο. «Έει, Αχρηστόπουλε! Μου φώναζε. Άιντε πάμε!
Τον άκουγε έτσι ο πατέρας μου κι ανταριαζόταν. Στραβομουτσούνιαζε αλλά δεν έλεγε τίποτε. Σπάνια, καμιά φορά, απαντούσε στην καλημέρα που του απηύθυνε ο Ντάφλος, πάντα χαμογελαστός.
-Δε με συμπαθεί και πολύ, μου είπε μια μέρα. Αμβράζη, το καταλαβαίνω που δε με συμπαθεί αλλά δεν του έχω κάνει και τίποτε. Πες μου εσύ του έχω κάνει τίποτε; Γέρασε όμως πολύ ο Μπάρμπα-Φώτης και ξεκούτιανε από το πολύ ούζο.
Εμένα με φώναζε Αμβράζη. Σπάνια με το μικρό μου όνομα και το μητρικό: Αμβράζης-Αντώνιος-Αλμύρας! Έλεγε καμιά φορά φωναχτά το όνομα μου και ρουφούσε τη μύτη του. Τρία ονόματα, τι να τα κάνεις; Ένα και να φτάνει: Ντάφλος!
Τουναντίον, ο πατέρας μου ήταν πολύ περήφανος για το όνομα μας. «Αμβράζης» έλεγε και κορδωνόταν. «Είμαστε παλιό, αρχοντικό σόι εμείς, όχι παίξε-γέλασε.»
Παλιό αρχοντικό σόι, έλεγα κι εγώ σαρδόνια από μέσα μου. Τώρα τι είμαστε; Παλιό φτωχικό, απαντούσα, με μόνους εναπομείναντες, τον πατέρα μου, τη μητέρα μου κι εμένα.
Το Αλμύρας βέβαια, ο πατέρας μου, ούτε που καταδεχόταν να το πιάσει στο στόμα του. Ήταν παρακατιανό το σόι της μάνας μου και σώπαινε. Παρ όλα αυτά, εγώ το είχα γράψει  και στην ταυτότητα μου. «Αμβράζης-Αντώνιος-Αλμύρας.» Κάτι μου έλεγε αυτό το Αλμύρας.
Εν πάση περιπτώσει, που κοπανάει συνέχεια και ο πατέρας μου, πιάναμε τους δρόμους με το Ντάφλο κι όπου μας έβγαζαν. Ο Ντάφλος πείραζε όλες τις κοπέλες που μας τύχαιναν μπροστά μας. Και είχε ένα κέφι ο αφιλότιμος!
-Γεια σου κουκλάρα! Ήταν το προσφιλές του πείραγμα. Για σου μανάρι μου, συνέχιζε αν έβλεπε κανένα πονηρό γελάκι και να ένα χαμόγελο ο ίδιος μέχρι εκεί πέρα.
Δεν ήταν άσχημος. Παρ όλη την ασουλουπωσιά του, είχε μια γοητεία. Ιδιαίτερα όταν τα πινε και τα πινε πολύ ο άτιμος. Μου φώναζε και μένα, «ρούφα ρε!» αλλά που εγώ. Σπάνια έπινα κανένα ουζάκι, τις περισσότερες φορές πορτοκαλάδα. «Θα κιτρινίσεις κακομοίρη μου!» σάρκαζε ο Ντάφλος και με σεργιανούσε στα καφενεία, στις καφετέριες, στις λέσχες, παντού. Λεφτά δεν είχαμε, πως τα βόλευε, ακόμα παραξενεύομαι. Ήταν το Καλοκαίρι που είχα τελειώσει το γυμνάσιο κι έπιασα δουλειά σε ένα βιβλιοπωλείο. Το μέλλον μου διαγραφόταν δυσοίωνο, καλά έλεγε ο πατέρας μου. Και δικαιώθηκε όταν το Σεπτέμβριο απέτυχα στις εξετάσεις του Πανεπιστημίου. Ήθελα να γίνω ζωγράφος. Να πάω στην Καλών Τεχνών.
Ο Ντάφλος με κορόιδευε. «Άιντε ρε ζωγράφε της πυρκαγιάς! Νομίζεις πως επειδή φτιάχνεις δυο σκίτσα και κάτι κάνεις. Εδώ είναι τα λεφτά ρέ! Να βρεις μια τρύπα να τρυπώσεις, να κάνεις σιρμαγιά, κονόμα.. δε στα λέει αυτά ο Μπάρμπα-Φώτης;»
Άμα με έβλεπε παραπονεμένο άλλαζε τροπάρι. «Εντάξει ρε, ένα αστείο κάναμε, θα βρεις άλλο τρόπο εσύ να κάνεις αυτό που θέλεις. Σε ξέρω εγώ δε σε ξέρω, εγώ σε έχω γεννήσει. Δεν πειράζει που σε κόψανε οι κερατάδες. Θα βρεις εσύ τι θα κάνεις»,
Είχε πάει δυο-τρία χρόνια  στο γυμνάσιο, στην πρώτη- Δευτέρα απ ότι μου έλεγε και μετά τα παράτησε. Μπήκε στο μεροκάματο, όπου εύρισκε, στο πεζοδρόμιο, στα καπηλειά, στις ταβέρνες, παντού. Έκοβε το μυαλό του, σπίρτο μοναχό.
όταν λοιπόν, έμαθα πως παντρεύεται τη Μαγδαληνή του Σταυρέα, έμεινα. Για να μην πω αλληθώρισα. Και το έπαθα αυτό επειδή δεν το περίμενα. Ήξερα πως είχε άλλες αντιλήψεις για το γάμο και τη ζωή. «Δεν παντρεύομαι εγώ,» έλεγε «Εγώ θέλω να τη ζήσω τη ζωή και να τη γλεντήσω πρώτα. Ύστερα βλέπουμε».
Τι τον έσπρωξε να κάνει αυτή την κουτουράδα;
Θες η φτώχεια, θες η μάνα του- ο πατέρας του δε ζούσε- που του πιπίλιζε συνέχεια το μυαλό να παντρευτεί και να νοικοκυρευτεί; Θες πως ο ίδιος λιγουρεύτηκε τις εκατόν πενήντα λίρες που του έταξε ο κουνιάδος του ο Σταυρέας, τελικά το είχε πάρει απόφαση. Θα παντρευόταν την άσχημη Μαγδαληνή.
Άλλο πράμα κι αυτός ο Σταυρέας. Προϊστάμενος στην Εθνική τράπεζα, έκανε το σκατό παξιμάδι για να προικίσει τις τρεις αδελφές του. Τη Μαγδαληνή, την Καίτη και την Αννούλα. Η πρώτη ήταν άσχημη, η Μαγδαληνή, αυτή που θα έπαιρνε ο Ντάφλος. Κοντόχοντρη, ασουλούπωτη, μύτη μεγάλη, μισοστρουμπουλή. Μαλλιά μαύρα, γεμάτα ψαλίδα, προς το καστανό στις άκρες, ίσια σαν πράσα. Αλλά αυτό που  την ασχήμαινε περισσότερο ήταν οι χοντράδες της. Ποτέ δεν κατάλαβα πως πήγε να παντρευτεί μια τόσο χαζή γυναίκα ο Ντάφλος. Μόνο για το τι αγόραζε στη Λαϊκή μιλούσε και για το πόσο κοστίζουν σήμερα οι αγκινάρες. Κι ύστερα γελούσε στα χαμένα. Οι άλλες ήταν ομορφούλες. Με πρώτη και καλύτερη τη Καίτη. Γύρω στα είκοσι, ξανθιά, γαλανή- δυο χρόνια μεγαλύτερη μου. Σπαθάτη ματιά, περίγυρος θηλυκάδας. Την πρώτη φορά που τη γνώρισα, μου φυγε το μυαλό. Με κοίταζε όμως σα να μου έλεγε πως ήμουν μικρός. Εγώ παρ όλα αυτά, εκείνο το βλέμμα της ποτέ δε θα το ξεχάσω. Ήταν μια καλή αντίληψη κι αυτή για τη ζωή- αργότερα θα καταλάβαινα τι σήμαινε για μένα.
Η Αννούλα ήταν η πιο μικρή. Δεκαπέντε χρονών, με βυζάκια πεταχτά, μικρούλικα, βελονωτά. Αν τα άγγιζες, νόμιζες πως θα σε τρυπήσουν. Μόνο το βλέμμα της ήταν λίγο απλανές, λες και χανόταν τις πιο πολλές φορές στο άπειρο.
Τη Μαγδαληνή τόλμησε και την έφερε μια μέρα στην καφετέρια ο Ντάφλος. Είχε ντυθεί και φτιασιδωθεί αλλά και πάλι κρυφόγελα και αλλαξοματιές προκάλεσε στην παρέα. Ο Ντάφλος, βέβαια, αγριοκοίταξε μερικούς κι έτσι έληξε το θέμα. Ήρθε στο τραπέζι μου και μου τη σύστησε σαν αρραβωνιαστικιά του.
Χρόνια προς το τέλος της δεκαετίας του εξήντα ήταν. Μεσουρανούσε η χούντα, οι συνταγματάρχες, στη μόδα οι καμπάνες και τα πολύχρωμα, εφαρμοστά πουκάμισα. Τσιτωμένα παντελόνια φορούσαν αδιάκριτα, άντρες, γυναίκες, παιδιά. Τέτοια φορούσε και η Μαγδαληνή και την έκανα ακόμα πιο γελοία. Μόνο τα χοντρά της πόδια και τα ψηλά τακούνια να έβλεπες, έφτανε. Μου θύμισε τον κακομοίρη βιβλιοπώλη των Εξαρχείων που δούλευα. Μια μέρα που άλλαξε παντελόνι στο μαγαζί και τον πήρε το μάτι μου, έσκασα στα γέλια, πίσω από τον πάγκο. Κοντός σα λεμονιά, είχε βγάλει το παλιό παντελόνι της δουλειάς και προσπαθούσε να φορέσει το καλό που σερνόταν είκοσι πόντους στο σκονισμένο δάπεδο και το πατούσε με τα πόδια του. Ύστερα, αφού κατάφερε να το φορέσει, ψήλωσε είκοσι πόντους.
Ο Ντάφλος όλα αυτά τα κορόιδευε αν και έκανε τα ίδια και αυτός. Είχε όμως τον τρόπο του, να δείχνει πιο αρσενικός αν και είχε μεγάλα μαλλιά και καμπάνες.
Στην αρχή δεν τον πίστεψα αλλά μετά από ένα μήνα που έγιναν επίσημοι αρραβώνες, σκέφτηκα να του πω καμιά κουβέντα και με πρόλαβε.
-Είναι τα γραμμάτια για το σπίτι, μου είπε. Θα μας το πάρουν.  

Η αρχή
ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ ανέκδοτο μυθιστόρημα μου

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2022

ΤΟ ΑΠΌΛΥΤΟ ΚΑΚΌ

 


Ευκαιρία να καταλάβουν πολλοί και ιδιαίτερα αυτοί που άρχουν, πως η ζωή είναι για όλους τους ανθρώπους ισότιμη και πως κανένα ζώο δεν είναι ανώτερο από το άλλο. Ουδέν κακό αμιγές του καλού, έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες και, φαίνεται απόλυτα σ αυτήν την τραγωδιακή κατάσταση που περνάει ο πλανήτης γη, νομίζω πως είναι η πρώτη φορά που γίνεται κατ αυτό τον τρόπο, όχι φυσικά πως δεν έχουν περάσει παρόμοιες ή και χειρότερες καταστάσεις για τον άνθρωπο αλλά αυτή τη φορά ο πιο επικίνδυνος ιός δεν είναι ο κορωνιος ή όπως αλλιώς μπορεί να τον ονομάσουν οι Αμερικάνοι και οι απανταχού Αυστραλοπίθηκοι. Είναι αυτό που θέλουν να περάσουν απόλυτα στον κόσμο: είσαι κρατούμενος, είσαι δέσμιος και ανά πάσα στιγμή σε κάνουμε ότι θέλουμε. Αρκεί μια λέξη τους στον παγκόσμιο ιστό και θα διαλυθεί το παν!
Το απόλυτο κακό δε φαίνεται να υπάρχει ούτε σ αυτή την περίπτωση που λογικά είναι ο πανικός και οι λέξεις. Αν σε τροφοδοτώ ανά πέντε λεπτά και σε βομβαρδίζω με κακά νέα, θα σπάσεις! [δεν είμαι υπέρ της αποσιώπησης αλλά ούτε και υπέρ της ασυδοσίας] Τα εν οίκω μη εν δήμω, έλεγαν πάλι οι σοφοί και είχαν απόλυτο δίκιο αλλά εμείς που να το τηρήσουμε; για ποιο λόγο μεταφέρουμε αυτή την απίστευτη ψυχολογική βία; οι άνθρωποι όταν ευημερούν ξεχνούν εύκολα τις δυστυχίες κι αυτό είναι φυσικό, κανένας δε θέλει να είναι άρρωστος, κανένας δε θέλει να είναι φτωχός κι ανήμπορος, όλοι θέλουν να παίζουν, να γαμιούνται, να χαίρονται τις χαρές της ζωής, ανέμελοι κι ευτυχισμένοι όσο το επιτρέπει ο ανιδιοτελής σκοπός και ο καλύτερος άνθρωπος που υπήρξε ποτέ είναι εύκολο να πεθάνει μέσα σε λίγες αράδες λέξεων! ο Τσόμσκι κάπου υπερασπίζεται πως όλα αυτά είναι φτιαχτά. Τοποθετημένα από ανθρώπους που έχουν άλλους ορισμούς από αυτούς που καταλαβαίνει ο μέσος ή και ο ανώτερος σημερινός χόμο. Δυσκολεύομαι να πιστέψω σε ένα τέτοιο στημένο παιχνίδι, στην ουσία, αποτρέψαμε τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο με την ανακάλυψη της ατομικής βόμβας, φαντάσου σύγκριση διακόσιες χιλιάδες νεκροί σε δυο λεπτά στη Χιροσίμα και τώρα μια ψιλογρίπη θερίζει τον κόσμο! ο Τσόμσκι πιθανώς έχει δίκιο είναι όλα φτιαγμένα από αυτές τις αόρατες αρχές που αιώνια βασανίζουν το ανθρώπινο είδος. Και να σου πω την αλήθεια, περισσότερο θα μας βόλευε ν ανακαλύψουμε το ψέμα τους, παρά να χάσουμε λίγους γέρους ακόμα από αυτή τη γρίπη.
Στην πραγματικότητα, κι όταν πέθανε ακόμα και ο Περικλής από τον λοιμό στην αρχαία Αθήνα, οι άνθρωποι αντιστέκονται στα συμβάντα. Είναι αναγκασμένοι να επιβιώσουν πάνω και κάθε από όλες τις απώλειες. Ο σύγχρονος άνθρωπος, εμείς, ζούσαμε και ζούμε σε μια τυχερή συγκυρία καταστάσεων, τουλάχιστον εβδομηντα χρόνια χωρίς παγκόσμιο πόλεμο-γίναμε ανέγγιχτοι κι ακόμα χειρότερα ευάλωτα τα παιδιά μας που μεγαλώνουν μέσα σε μια αχαλίνωτη τεχνολογική εξέλιξη.
Δεν υπάρχει κατακλείδι σ αυτή ή την άλλη συμφορά του ανθρώπινου είδους, ασφαλώς δε θα καταστραφούμε από μια γρίπη, κάποιοι θα προλάβουν, ίσως τον επόμενο ιό, όμως θα παραμένει ανεξίτηλος ο θάνατος κι αυτών που επινόησαν να καταπιέζουν και να ιεροσυλούν πάνω στα νεκρά σώματα.

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2022

ΧΑΜΌΓΕΛΟ ΓΥΝΑΊΚΑΣ

 


τοπίο ενός προσώπου
 
σκάβοντας πίσω από τα ματιά, μέσα από το βλέφαρο της ζωής
ζύγισα το χρυσάφι με τη σάρκα
πως κάποτε είναι όλα καλύτερα
το χαμόγελο της γυναίκας, όπως στόμα αφίλητο και ο ζωγράφος
τεχνίτης
μέρησα τις γωνίες της ανατομίας ενός έρωτα
πίσω από το θεληματικό πηγούνι
τα μάγουλα αστείρευτης νεότητας
με τα νύχια να γδέρνουν το φώς, τα μαλλιά σπαθίζοντας τον κίτρινο αγέρα
χάρις την απορία του χαμόγελου ή της τρύπιας παλάμης μου
ξαναζύγισα το χρυσάφι με τη σάρκα και βρήκα λειψό το ζύγι από αίμα
όπως το βλέμμα στένευε ν αντικρύσει το πρώτο φως του ήλιου.

 

ΚΑΝΈΝΑΣ ΚΑΛΌΣ ΖΩΓΡΆΦΟΣ ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΤΈΤΣΗΣ

 Ζωγράφισε τη βασίλισσα Ελισάβετ σαν τραβεστί και δεν τον εκτέλεσαν οι Εγγλέζοι.

Αν δεν πουλήσεις τρέλα στη ζωγραφική τότε δεν είσαι καλός ζωγράφος


 

 

 

 

 

 

 

 

 

κανένας καλός ζωγράφος δεν είναι τέτσης

επίσης κανένας στεφανίδης δε βγάζει λεφτά αν δεν είναι λιγούρης

 

Σάββατο 5 Μαρτίου 2022

ΠΑΚΙΣΤΆΝΑΣ

 


Πακιστανός τις γαρ, περιφέρετο μεν εις κάδον τινά, εν μέρει και περί τας δειλινάς ώρας προτού ο ήλιος δύσει, ωμίλει δε εν τω άμα και ες το κινητόν εν ώ γέγραφε τηλεσημικά. Ύστερον έρριπτε τους οφθαλμούς εις το βάθος του κάδου εκτιμών το εν λόγω εμπόρευμα ό θα ήτο αρκετό δια το σημερινό του γεύμα μετά της συμβίας του ήν τώρα συνωμίλει ανέτως περί τον σκουπιδοτενεκέν.
Η ώρα θα είχεν παρέλθει περί της ημισείας ότε εμφανώς χαρούμενος, τοποθέτησε την συσκευήν της τηλεσημίας εν τινί θύλακα και ήρχεσεν την εργασίαν του μετά μεγάλης αφοσιώσεως.
Πόθεν όμως ενεφανίσθη άλλος τις εξ Ασίας ορμώμενος, όστις ήτο έμπλεος νεύρων και επετέθη κατά του Πακιστανού ανδρός; Ουδείς αντελήφθη. Έγινε το μάλε βράσε, αίματα έτρεχον από τα παρειάς των, σχίστηκαν τα ιμάτιά των μέχρι να ομοφωνήσουν για να μοιράσουν τα πλούσια απορρίμματα.
[Έστι δε αύτη η γαία εις ην συνέβησαν τα παραπάνω, πατρίς αντρών τε και σπουδαίων, οίτινες δόξαν μεγάλην εκόμισαν αλλ αυτήν μόνο οι απόγονοι συνεκράτησαν.]

 

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...