Παρασκευή 11 Μαρτίου 2022

ΈΝΑ ΜΑΚΡΎ ΠΟΤΆΜΙ

 


Είναι ένα μακρύ ποτάμι στην ευθεία η ζωή. Όσο χάνεται το μάτι σου, ευθεία. Δεν υπάρχουν λεύκες, ούτε ιτιές στις όχθες του. Άσπρο χαλίκι μονάχα, που στο βάθος γίνεται ρύζι, γυαλιστερή σκόνη. Στη θάλασσα που φτάνει η απλωσιά του, μεγαλώνει το νόημα της ζωής. Έτσι είναι, μια ευθεία, μου λεγε πάντα ο πατέρας μου. Δεν ήξερε και πολλά πράγματα τότε, όταν ήταν νέος- όλοι είμαστε νέοι κάποτε. Καβάλα σε μια φοράδα, να τρέχει τον κατήφορο στον κάμπο. Άσπρη κι αυτή με λίγες γκρίζες βούλες στα πλευρά.
Ήταν τα παλιά χρόνια. Γεμάτα από  καλντερίμια, σκαρπιά και σκίνα, λερωμένα να σβαρνίζονται στην παχυλή σκόνη. Οι άνθρωποι, μουντζουρωμένοι, χολωμένοι και απλοί. Έπιναν τα ούζα τους σε βρώμικα καφενεία και κάπνιζαν οι γέροι τις τσιμπούκες τους, αραχτοί, σε κόσμους που δεν τους έφτανε ο νους.
Χαμογελούσαν και οι κοπελιές στο δρόμο, μουλωχτά συνήθως, πίσω από το λευκό χνούδι της κρυμμένης αξιοπρέπειας. Τις έβλεπε έτσι ο Ντάφλος και το μάτι του γυάλιζε. Πόσο θα ήταν τότε; Είκοσι τρία -εικοσιτέσσερα, μόλις είχε γυρίσει από φαντάρος.
Ο φίλος μου ο Ντάφλος.
Λεπτοκαμωμένος, αδύνατος, ισχνός σαν τσίχλα, βλογιοκομμένος. Ψυχή Αστραπόγιαννου.  Σαν από τότε φαινόταν τι θα κουβαλούσε μέχρι εδώ.. Εγώ ήμουν πιο μικρός, τέλειωνα το γυμνάσιο και τον έβλεπα σχεδόν καθημερινά στις αλάνες, να τριγυρίζει σαν αδέσποτο σκυλί. Κάναμε παρέα και υπήρχε μια παράξενη έλξη φιλίας, ένα δέσιμο συμπάθειας μεταξύ μας.
Ο πατέρας μου δεν τον συμπαθούσε. Είναι αλήτης, μου έλεγε, δε θα πάει καλά στη ζωή του να μου το θυμηθείς. Τι θέλεις εσύ μαζί του; Θα καταστραφείς κακομοίρη μου. Κοίταζε τις σπουδές και τίποτε άλλο. Έχεις καιρό για τέτοια πράγματα.
Τι τέτοια πράγματα; Συλλογιζόμουν εγώ απορημένος.
Ερχόταν λοιπόν, ο Ντάφλος στην εξώπορτα- μέναμε τότε σε μια μονοκατοικία με αυλή στον Άγιο Αρτέμιο. «Έει, Αχρηστόπουλε! Μου φώναζε. Άιντε πάμε!
Τον άκουγε έτσι ο πατέρας μου κι ανταριαζόταν. Στραβομουτσούνιαζε αλλά δεν έλεγε τίποτε. Σπάνια, καμιά φορά, απαντούσε στην καλημέρα που του απηύθυνε ο Ντάφλος, πάντα χαμογελαστός.
-Δε με συμπαθεί και πολύ, μου είπε μια μέρα. Αμβράζη, το καταλαβαίνω που δε με συμπαθεί αλλά δεν του έχω κάνει και τίποτε. Πες μου εσύ του έχω κάνει τίποτε; Γέρασε όμως πολύ ο Μπάρμπα-Φώτης και ξεκούτιανε από το πολύ ούζο.
Εμένα με φώναζε Αμβράζη. Σπάνια με το μικρό μου όνομα και το μητρικό: Αμβράζης-Αντώνιος-Αλμύρας! Έλεγε καμιά φορά φωναχτά το όνομα μου και ρουφούσε τη μύτη του. Τρία ονόματα, τι να τα κάνεις; Ένα και να φτάνει: Ντάφλος!
Τουναντίον, ο πατέρας μου ήταν πολύ περήφανος για το όνομα μας. «Αμβράζης» έλεγε και κορδωνόταν. «Είμαστε παλιό, αρχοντικό σόι εμείς, όχι παίξε-γέλασε.»
Παλιό αρχοντικό σόι, έλεγα κι εγώ σαρδόνια από μέσα μου. Τώρα τι είμαστε; Παλιό φτωχικό, απαντούσα, με μόνους εναπομείναντες, τον πατέρα μου, τη μητέρα μου κι εμένα.
Το Αλμύρας βέβαια, ο πατέρας μου, ούτε που καταδεχόταν να το πιάσει στο στόμα του. Ήταν παρακατιανό το σόι της μάνας μου και σώπαινε. Παρ όλα αυτά, εγώ το είχα γράψει  και στην ταυτότητα μου. «Αμβράζης-Αντώνιος-Αλμύρας.» Κάτι μου έλεγε αυτό το Αλμύρας.
Εν πάση περιπτώσει, που κοπανάει συνέχεια και ο πατέρας μου, πιάναμε τους δρόμους με το Ντάφλο κι όπου μας έβγαζαν. Ο Ντάφλος πείραζε όλες τις κοπέλες που μας τύχαιναν μπροστά μας. Και είχε ένα κέφι ο αφιλότιμος!
-Γεια σου κουκλάρα! Ήταν το προσφιλές του πείραγμα. Για σου μανάρι μου, συνέχιζε αν έβλεπε κανένα πονηρό γελάκι και να ένα χαμόγελο ο ίδιος μέχρι εκεί πέρα.
Δεν ήταν άσχημος. Παρ όλη την ασουλουπωσιά του, είχε μια γοητεία. Ιδιαίτερα όταν τα πινε και τα πινε πολύ ο άτιμος. Μου φώναζε και μένα, «ρούφα ρε!» αλλά που εγώ. Σπάνια έπινα κανένα ουζάκι, τις περισσότερες φορές πορτοκαλάδα. «Θα κιτρινίσεις κακομοίρη μου!» σάρκαζε ο Ντάφλος και με σεργιανούσε στα καφενεία, στις καφετέριες, στις λέσχες, παντού. Λεφτά δεν είχαμε, πως τα βόλευε, ακόμα παραξενεύομαι. Ήταν το Καλοκαίρι που είχα τελειώσει το γυμνάσιο κι έπιασα δουλειά σε ένα βιβλιοπωλείο. Το μέλλον μου διαγραφόταν δυσοίωνο, καλά έλεγε ο πατέρας μου. Και δικαιώθηκε όταν το Σεπτέμβριο απέτυχα στις εξετάσεις του Πανεπιστημίου. Ήθελα να γίνω ζωγράφος. Να πάω στην Καλών Τεχνών.
Ο Ντάφλος με κορόιδευε. «Άιντε ρε ζωγράφε της πυρκαγιάς! Νομίζεις πως επειδή φτιάχνεις δυο σκίτσα και κάτι κάνεις. Εδώ είναι τα λεφτά ρέ! Να βρεις μια τρύπα να τρυπώσεις, να κάνεις σιρμαγιά, κονόμα.. δε στα λέει αυτά ο Μπάρμπα-Φώτης;»
Άμα με έβλεπε παραπονεμένο άλλαζε τροπάρι. «Εντάξει ρε, ένα αστείο κάναμε, θα βρεις άλλο τρόπο εσύ να κάνεις αυτό που θέλεις. Σε ξέρω εγώ δε σε ξέρω, εγώ σε έχω γεννήσει. Δεν πειράζει που σε κόψανε οι κερατάδες. Θα βρεις εσύ τι θα κάνεις»,
Είχε πάει δυο-τρία χρόνια  στο γυμνάσιο, στην πρώτη- Δευτέρα απ ότι μου έλεγε και μετά τα παράτησε. Μπήκε στο μεροκάματο, όπου εύρισκε, στο πεζοδρόμιο, στα καπηλειά, στις ταβέρνες, παντού. Έκοβε το μυαλό του, σπίρτο μοναχό.
όταν λοιπόν, έμαθα πως παντρεύεται τη Μαγδαληνή του Σταυρέα, έμεινα. Για να μην πω αλληθώρισα. Και το έπαθα αυτό επειδή δεν το περίμενα. Ήξερα πως είχε άλλες αντιλήψεις για το γάμο και τη ζωή. «Δεν παντρεύομαι εγώ,» έλεγε «Εγώ θέλω να τη ζήσω τη ζωή και να τη γλεντήσω πρώτα. Ύστερα βλέπουμε».
Τι τον έσπρωξε να κάνει αυτή την κουτουράδα;
Θες η φτώχεια, θες η μάνα του- ο πατέρας του δε ζούσε- που του πιπίλιζε συνέχεια το μυαλό να παντρευτεί και να νοικοκυρευτεί; Θες πως ο ίδιος λιγουρεύτηκε τις εκατόν πενήντα λίρες που του έταξε ο κουνιάδος του ο Σταυρέας, τελικά το είχε πάρει απόφαση. Θα παντρευόταν την άσχημη Μαγδαληνή.
Άλλο πράμα κι αυτός ο Σταυρέας. Προϊστάμενος στην Εθνική τράπεζα, έκανε το σκατό παξιμάδι για να προικίσει τις τρεις αδελφές του. Τη Μαγδαληνή, την Καίτη και την Αννούλα. Η πρώτη ήταν άσχημη, η Μαγδαληνή, αυτή που θα έπαιρνε ο Ντάφλος. Κοντόχοντρη, ασουλούπωτη, μύτη μεγάλη, μισοστρουμπουλή. Μαλλιά μαύρα, γεμάτα ψαλίδα, προς το καστανό στις άκρες, ίσια σαν πράσα. Αλλά αυτό που  την ασχήμαινε περισσότερο ήταν οι χοντράδες της. Ποτέ δεν κατάλαβα πως πήγε να παντρευτεί μια τόσο χαζή γυναίκα ο Ντάφλος. Μόνο για το τι αγόραζε στη Λαϊκή μιλούσε και για το πόσο κοστίζουν σήμερα οι αγκινάρες. Κι ύστερα γελούσε στα χαμένα. Οι άλλες ήταν ομορφούλες. Με πρώτη και καλύτερη τη Καίτη. Γύρω στα είκοσι, ξανθιά, γαλανή- δυο χρόνια μεγαλύτερη μου. Σπαθάτη ματιά, περίγυρος θηλυκάδας. Την πρώτη φορά που τη γνώρισα, μου φυγε το μυαλό. Με κοίταζε όμως σα να μου έλεγε πως ήμουν μικρός. Εγώ παρ όλα αυτά, εκείνο το βλέμμα της ποτέ δε θα το ξεχάσω. Ήταν μια καλή αντίληψη κι αυτή για τη ζωή- αργότερα θα καταλάβαινα τι σήμαινε για μένα.
Η Αννούλα ήταν η πιο μικρή. Δεκαπέντε χρονών, με βυζάκια πεταχτά, μικρούλικα, βελονωτά. Αν τα άγγιζες, νόμιζες πως θα σε τρυπήσουν. Μόνο το βλέμμα της ήταν λίγο απλανές, λες και χανόταν τις πιο πολλές φορές στο άπειρο.
Τη Μαγδαληνή τόλμησε και την έφερε μια μέρα στην καφετέρια ο Ντάφλος. Είχε ντυθεί και φτιασιδωθεί αλλά και πάλι κρυφόγελα και αλλαξοματιές προκάλεσε στην παρέα. Ο Ντάφλος, βέβαια, αγριοκοίταξε μερικούς κι έτσι έληξε το θέμα. Ήρθε στο τραπέζι μου και μου τη σύστησε σαν αρραβωνιαστικιά του.
Χρόνια προς το τέλος της δεκαετίας του εξήντα ήταν. Μεσουρανούσε η χούντα, οι συνταγματάρχες, στη μόδα οι καμπάνες και τα πολύχρωμα, εφαρμοστά πουκάμισα. Τσιτωμένα παντελόνια φορούσαν αδιάκριτα, άντρες, γυναίκες, παιδιά. Τέτοια φορούσε και η Μαγδαληνή και την έκανα ακόμα πιο γελοία. Μόνο τα χοντρά της πόδια και τα ψηλά τακούνια να έβλεπες, έφτανε. Μου θύμισε τον κακομοίρη βιβλιοπώλη των Εξαρχείων που δούλευα. Μια μέρα που άλλαξε παντελόνι στο μαγαζί και τον πήρε το μάτι μου, έσκασα στα γέλια, πίσω από τον πάγκο. Κοντός σα λεμονιά, είχε βγάλει το παλιό παντελόνι της δουλειάς και προσπαθούσε να φορέσει το καλό που σερνόταν είκοσι πόντους στο σκονισμένο δάπεδο και το πατούσε με τα πόδια του. Ύστερα, αφού κατάφερε να το φορέσει, ψήλωσε είκοσι πόντους.
Ο Ντάφλος όλα αυτά τα κορόιδευε αν και έκανε τα ίδια και αυτός. Είχε όμως τον τρόπο του, να δείχνει πιο αρσενικός αν και είχε μεγάλα μαλλιά και καμπάνες.
Στην αρχή δεν τον πίστεψα αλλά μετά από ένα μήνα που έγιναν επίσημοι αρραβώνες, σκέφτηκα να του πω καμιά κουβέντα και με πρόλαβε.
-Είναι τα γραμμάτια για το σπίτι, μου είπε. Θα μας το πάρουν.  

Η αρχή
ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ ανέκδοτο μυθιστόρημα μου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...