Τρίτη 29 Μαρτίου 2022

ΤΟ ΜΕΓΆΛΟ ΔΆΣΟΣ

 


 

Τα Καλοκαίρια είχαν πάντα μια άλλη γοητεία μέσα του, οπωσδήποτε ερωτική, οπωσδήποτε νεανική με τα μάτια, τη σάρκα, την ηδονή να κυριαρχούν στα σημεία έναντι όλων των άλλων διεργασιών.
Εκείνο το Καλοκαίρι ο Ίων ήταν μικρός. Μικρότατος, δεκαέξι ετών. Το μυαλό του φτερούγιζε, το σώμα του κεντούσε, το πρόσωπο του ροδοκοκκίνιζε, αραιά γένια φύτρωναν ακούρευτα σε ένα σπουδαίο πρόσωπο. Περπατούσε μέσα στη ζέστη του Αυγούστου, αρχές μάλιστα που ο ουρανός ήταν καταγάλανος κι ο ήλιος ο μεγαλύτερος βασιλιάς που υπήρξε ποτέ. Περπατούσε σε έναν κόσμο χαμηλό, γεμάτο βάτα, σκόνες, παχυλές γυναίκες, πρωτόγονους άντρες, ακαλλιέργητους. Έτρωγε ότι έβρισκε μπροστά του από βατόμουρα άγριόσυκα, γκόρτσα, άγρια απίδια δηλαδή, και τραγουδούσε από Ντίλαν μέχρι Μητροπάνο δυνατά στο καταμεσήμερο. Η Ντίνα ερχόταν από απέναντι. Κατάξανθη. Στις μεγάλες γάμπες της διαγράφονταν οι φωτεινές ξανθές τρίχες επειδή ο ήλιος είχε μαυρίσει πολύ ωραία το δέρμα της και ήταν πιο όμορφη ακόμα και από το Καλοκαίρι, ακόμα και από το πιο δροσερό νερό της όποιας πηγής. Συνομήλικοι ήταν σχεδόν ή λίγους μήνες μικρότερη του κι όταν συναντήθηκαν στην ανηφόρα του κάμπου, ο Ίων έκοψε το τραγούδι, του κόπηκε η ανάσα που την είδε τόσο κοντά του σαν θεά να τον κοιτάζει- ήταν πράγματι πολύ όμορφη. Βέβαια δεν είπαν τίποτε, εντάξει εκτός από τι κάνεις; Πόσα χρόνια έχω να σε δω; Λες και ήταν ή υπήρχαν πολλά χρόνια αλλά έτσι είναι οι άνθρωποι. Δίπλα στην πηγή, κοίταξαν τα φυλλώματα του πλατάνου, κοίταξαν που να κρυφτούν, χώθηκαν μέσα στο δάσος. Ξάπλωσαν καταμεσήμερο, ο ιδρώτας κυλούσε ανάμεσα στα κορμιά τους αλλά ποιος ενδιαφερόταν τότε για ζέστη; Ποιον ένοιαζε αν είχε σαράντα ή πενήντα βαθμούς; Το αίμα έκαιγε, το μουνί και ο πούτσος αγκαλιάζονταν, όλα τα άλλα είχαν ελάχιστη σημασία. Η Ντίνα ήταν παρθένα, έβγαλε λίγο αίμα, ο Ίων τα ήξερε αυτά, την καθησύχασε, μη φοβάσαι, της είπε. Η Ντίνα δε φοβόταν. Ήταν γυναίκα από τις λίγες. Τραγούδησαν μαζί πολλές φορές, ήταν φοβερή η Ντίνα, ένα μουσούδι ανθρώπινης επικοινωνίας. Η θάλασσα, ο χρόνος, έπαιρναν και έδιναν, η Ντίνα συνέχιζε να είναι όμορφη, χυμώδης. Χμ, χυμώδης! Μια λέξη που της ταίριαζε και ο Ίων δεν τις φοβόταν τις λέξεις, η Ντίνα όμως είχε άλλο δρόμο. Μόλις κατάλαβε τι της έκανε ο Ίων, πήγε την άλλη μέρα και το έκανε με τον Νίκο, με τον Τάκη, με τον Βασίλη. Απλόχερη γυναίκα, ακάβλωτη παρά την ομορφιά της. Ο Ίων τη συνάντησε μια δυο φορές ακόμα, ποτέ δεν της είπε πως την αγαπούσε και τέτοιες τρίχες, ούτε εκείνη. Απλά την τελευταία φορά, πηδήχτηκαν στην αυλή του σπιτιού της παπαδιάς που ήταν κουφή, ξερή και σχεδόν άλαλη. Ο Ίων άγγιζε το μαύρο φόρεμα της παπαδιάς ενώ τον είχε μέσα στην αδιάφορη Ντίνα που ο κόσμος της ήταν άλλος από τον δικό του, το θέμα ήταν πως η Ντίνα, η όμορφη με τις γαλαζωτές τρίχες στη μασχάλη, εκείνο το Καλοκαίρι που οι σκόνες τύλιγαν τον κόσμο, που αν έριχνες μια μπουνιά στον ουρανό θα έλεγες πως θα τον νικήσεις, ήρθε ένα ανόητο τέλος που δε θα το άντεχε κανείς. Η Ντίνα πέθανε. Ο Ίων δεν ήξερε τι να κάνει. Καρδιακή ανεπάρκεια; Είπαν οι γιατροί. Ο Ίων δεν έμαθε ποτέ τίποτα παραπέρα, συνέχισε να ζει σε ένα Καλοκαίρι γεμάτο σκόνες, νεκρές πικροδάφνες και σχίνα να σέρνονται στους χωματόδρομους. Ο Ίων δεν ήξερε τότε ότι πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν νέοι, την ίδια στιγμή που οι άλλοι γεννιούνται, προσπαθούσε όμως να καταλάβει, να δει, γιατί άνθρωποι σαν την Ντίνα πεθαίνουν δεκαέξι χρονών. Δεν έχει σημασία τι πρόλαβαν να δουν;
Τα Καλοκαίρια ήταν η ανίδεη αλλά και η όμορφη πλευρά των ανθρώπων που η ευτυχία τους ήταν κρεμασμένη σε ένα αν, σε ένα γιατί, σε ένα ότι όλα κάποτε θα είναι ωραία, σε ένα πως διάβασα και Καζαντζάκη και Νίτσε, έλεγε μερικές φορές και η Ντίνα των δεκαέξι ετών που πρόλαβε να πηδηχτεί με το Ίων και μερικούς άλλους προτού παραδώσει το εφηβαίο της στον Βούδα, ή στον θεό της, που δεν πίστευε.
Εύκολο δεν ήταν τίποτε.

2 σχόλια:

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...