Πέμπτη 22 Ιουλίου 2021

ΕΘΝΙΚΌΣ ΖΩΓΡΆΦΟΣ

 ΕΘΝΙΚΌΣ ΖΩΓΡΆΦΟΣ

 Ωραίος τίτλος! δεν υπάρχει νομίζω.

ΕΘΝΙΚΌΣ ΠΟΙΗΤΉΣ. Άλλος μεγάλος τίτλος. Ο Καρούζος έχει συμπεριληφθεί σ αυτούς;


ΕΘΝΙΚΌΣ ΣΥΓΓΡΑΦΈΑΣ, επίσης θρυλική προσφώνηση. Τιμητική. Μερικοί δε θα πάρουν ποτέ αυτούς τους τίτλους. Ας πούμε ο Ηλίας Πετρόπουλος κι εγώ. 


 Φαίνεται πως η μαμά πατρίς δε μας θεωρεί άξια τέκνα της- δεν ξέρω ποιος είναι ο τελευταίος που πήρε κάποιον από τους παραπάνω τίτλους, εν ζωή. Ο Καρούζος νομίζω πως δεν είναι εθνικός ποιητής, σαν τον Ρίτσο, τον Σεφέρη και τον Ελύτη...επίσης πάρα πολλοί άλλοι. [Επίσης δεν γνωρίζω τι συμβαίνει επ αυτού σε άλλα κράτη.]Το Εθνικός, βέβαια, μου θυμίζει ιδιοκτησία-κάτι που ανήκει κάπου και απ αυτή την άποψη δε μ αρέσει, είναι υπερφίαλο, εγωιστικό,  έξω από την ανθρώπινη λογική. Κανένας δεν ανήκει σε κανέναν! αυτή είναι η παγκόσμια πραγματικότητα.

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2021

Never with yoy

 


 

 

Μια γυναίκα στεκόταν στο μισοσκόταδο γυμνή.

Δύσκολο να πεις αυτό που σκέφτεσαι, είπε η Μαριλένα, καθώς ο Τζον την κοίταζε από το φεγγάρι, νέος ήταν μπορούσε να πηδήξει από κει πάνω αλλά ο κόσμος ήταν το σκοτάδι που έκρυβε μέσα της η Μαριλένα και η ανοησία του Ντικ, ή του Παναγιώτη και του Βασίλη, ίσως και η Αντωνία, καλοβαλμένη να πλησιάζει έναν-έναν τους εραστές του Τζον, δεν έχω έρεισμα, είπε και ο κρότος των λόγων έκανε στροφές για να περάσει από αυτό το ποτάμι, είναι αδύνατος ο μύθος, εγώ δεν είμαι για έτσι, στέγνωσε ένα πικρό ύφος, για να με κερδίσεις χρειάζεται να φας πολύ μέλι. Εγώ δεν είμαι για έτσι, υπονοούσε μια ιδιαιτερότητα ύπαρξης, πως δεν άξιζε να της συμπεριφέρονται ούτως οι άντρες ή και οι γυναίκες, αν την θεωρούσαν υποδεέστερη αλλά δεν μπορούσε ν αλλάξει την εικόνα, η εικόνα είναι αυτό που βλέπουμε, τίποτε άλλο και πάρα πέρα.
Ο Μπεν και ο Τζωρζ ήταν από το Μπέρμιγχαμ ο ένας χοντρός και ο άλλος υπόχοντρος, αδυσώπητοι χτυπούσαν ρυθμικά τα δάχτυλα τος στο ξύλο περιμένοντας με αδημονία το επόμενο. Το κεφάλι τους μετρούσε τον ρυθμό.
Βββ.
Κι αμέσως η Μαριλένα τους έδωσε ένα φιλικό χτύπημα στο στήθος που ο Τζον το κατάλαβε σαν ερωτικό αντίκρισμα και θα ήταν καλύτερα ν αποχωρήσει απ τη σκηνή, ενώ ο ουρανός σκοτείνιαζε. Σκοτείνιαζε οικειοθελώς. Πολλοί είμαστε μόνοι. Μόνοι, όταν χρειαζόμαστε άλλον έναν.
Τι κάνεις εκεί;
Ήταν μια δύσκολη ερώτηση, κοιτάω τον ουρανό που σκοτεινιάζει ή πλέκω με τον άνεμο λόγια που δεν έχουν ειπωθεί, αισθάνομαι μόνος σε έναν κόσμο που υπάρχουν πολλοί, είπε ο Ντικ και κανείς δεν του απάντησε και μόνο η Μαριλένα στεκόταν ακόμα γυμνή στο σκοτάδι που έπεφτε ραγδαία στους ώμους, στα χέρια και λίγο πιο κάτω από εκεί που ήθελε να μην υπάρχει η ντροπή, ίσως και η αγάπη, να είπες μια δύσκολη λέξη και είναι καλύτερα να μην πάει πάρα πέρα ένας – ένας με μια ελεύθερη γυναίκα. Ενώ ο Μπεν και ο Τζωρτζ σταμάτησαν να χτυπούν τα δάχτυλα τους στο ξύλο και μουσικομανείς άνοιξαν τα αυφτιά τους ν ακούσουν όσα ήθελαν να πουν, πάντα σε φόρμα. Ο Τζον και η Μαριλένα, άφησαν έναν πνιχτό ουρλιαχτό για την πεποίθηση τους πως ο κόσμος θα ήταν καλύτερος χωρίς αυτοί οι δυο να ενωθούν ποτέ, Γιάννη, είπε η Μαριλένα, καλύτερα να μείνουμε φίλοι, δεν πειράζει που με είδες γυμνή, εγώ δε σε είδα, αλλά μ αρέσεις, είσαι όμορφος, λάμπεις σ ένα σκοτάδι που υπάρχω εγώ, εγώ και οι άλλοι, που ορκίζονται στην τιμή τους, εγώ δεν έχω τιμή, αξίζω πολλά, δεν είμαι για έτσι.

Στο μισοσκόταδο, ο Γιάννης, ρουφούσε τις ρόγες ενός σταφυλιού, σάλπιζε την τρυφεράδα, πως κάποτε θα ήταν για πάντα δικιά του, όχι η τρυφεράδα, νέος ήταν εκ γενετής ηλίθιος, έπρεπε, οπωσδήποτε να ενηλικιωθεί, να γίνει πιότερο έξυπνος, φορώντας μια κουκούλα μέχρι επάνω, δεν έλεγε και τίποτε μια Μαριλένα στο σκοτάδι, α, μια πουτάνα του σοκακιού, ζζζ, άκουγε ακόμα τα τζιτζίκια σκαρφαλωμένα σε κορμούς πεύκων με γυαλιστερά μάτια, αλλά ένιωθε τόσο μόνος και θαρραλέοι άνθρωποι δεν υπάρχουν παρά μόνο όταν είναι νέοι, αψίκοροι και βγήκε απ το μικρό πορτάκι, το τόσο δα, αναψοκοκκινισμένος που παράβλεψε τους νόμους της οικειότητας, βλέποντας ολόγυμνη την Μαριλένα, που παρ όλα αυτά, είπε πως ποτέ δεν ήταν καλύτερα.


Γγγγ.
Τρία τσίπουρα! Παράγγειλε ο Τζον ή ο Γιάννης κι όλοι έμειναν κάγκελο κι άναψαν τσιγάρο με ευχαρίστηση, αγαλλιάζοντας σαν άγγελοι, ήσσονες με μικρά γόνατα, χαλύβδινοι, σιδερένιοι με μυώδεις γάμπες, ο μύθος συνεχίζει να μην υπάρχει, τι πιο πολύ αξίζει στη ζωή, εξόν από μια γυμνή γυναίκα που την είδες στο σκοτάδι ν ανεβάζει τα εσώρουχα της, ακόμα και ο θεός κολάζεται μ αυτό το άσπρο και το μαύρο των θηλυκών αισθημάτων, άρα πάμε καλά! Πάμε καλά!Για να πάρεις όμως πρέπει να ζητήσεις κι άμα ζητήσεις δεν ξέρεις αν θα σου το δώσουν, εκεί που το ποτό είναι φτηνό κι εκεί που η σάρκα είναι τρίφτηνη, έξω βρέχει και ποια είναι η γνώμη σου για τους εραστές είπε ο ένας από τους δυο χοντρούς, εμένα δε μου λένε τίποτε αυτοί που ερωτεύονται σφόδρα και ξεχνούν τα προβλήματα, ξεχνούν τα πάντα και νομίζουν πως ο κόσμος ανήκει μόνο σ αυτούς, έτσι είναι όσοι ερωτεύονται, έξω συνέχιζε να βρέχει, χωρίς λόγο, πάντα βρέχει χωρίς λόγο και οι άνθρωποι κρύβονται απ τη βροχή κι απ το χιόνι, έχοντας λίγη χαρά επειδή είναι μόνοι, έτσι ολοκλήρωσε μια άποψη για τη βροχή, τίποτε δε σκέφτομαι, απάντησε ο Ντικ που ήταν ξεχασμένος σε μια γωνιά περιπτέρου κι ανάλογου ύφους, αυτό ακριβώς ήταν το έναυσμα ν ανάψει μια φωτιά, χωρίς λόγο, έτσι επειδή μας άρεσε αυτό. Τίποτε άλλο. Αυτό. Η Μαριλένα και ο Τζον δεν έζησαν ποτέ μαζί, εκτός από αυτές τις πρόσκαιρες εικασίες του ενός για το σώμα του άλλου, για να μην ειπωθούν περισσότερα χυδαία για τα γόνατα μιας γυναίκας και τους ώμους ενός άντρα ή για τα μαλλιά της που έπεφταν σαν στάχυα στους λιγνούς και σαρκώδεις λόφους, ευρυμαθείς όπως τους αποκαλούσαν μερικοί, ένα γοητευτικό μέρος αυτών, ήταν, να φύγουν μακριά ο ένας από τον άλλον λες και δεν άντεξαν να ήταν μαζί, ευρυμαθείς και εγκρατείς, για να δεις πως αλλάζει η ιστορία, ένα βλέμμα αρκεί για ν αλλάξει το παν, αυτό ήταν εκείνο που επόθουν, τίποτε δε σκέφτομαι, είπε ο Τζον και η Μαριλένα έμεινε για πάντα γυμνή, μετέωρη σε έναν κόσμο όπως τον φανταζόμαστε όλοι.

ΤΕΛΟΣ

 

 

Σάββατο 17 Ιουλίου 2021

Σ ΕΝΑ ΚΑΙΝΟΎΡΓΙΟ ΒΟΥΝΌ

 


Ανέβαινα με κόπο την Χαριλάου Τρικούπη, κάποιο μεσημέρι τον χειμώνα του 2060. Καταπληγωμένος που τόσα χρόνια ο κόσμος δε με καταλάβαινε, προσπαθούσα να τον καταλάβω εγώ. Ο κόσμος έλεγα, είναι σπουδαίο πράγμα, ο κόσμος είναι ελεύθερος να κάνει ότι θέλει. Τώρα μάλιστα, που είχαν τελειώσει όλα τα θρησκευτικά δόγματα και είχαμε απελευθερωθεί από τις θρησκείες και τα καμώματα των παπάδων, η ζωή μας κυλούσε ανεξάρτητη, ελεύθερη. Εγώ βέβαια που πλησίαζα τα ενενήντα πέντε, παρά ήμουν παλιός αν και όλοι έλεγαν πως παρέμενα ένας διαχρονικός καφετζής και φαινόμουν πάραυτα ένας σαραντάρης της εποχής του μεγάλου πολέμου.

 [ Η σύλληψη: ένας άνθρωπος με γιούς, κοπέλες, δραστήριος, στο τέλος της εποχής ή μήπως, επειδή έχουν ασχοληθεί πολλοί, να πλεονάζει; Αλλά τότε ήταν θεατρικό, τώρα, στο διήγημα, η βασική αρχή θα είναι πάλι η επιβίωση των ηρώων λίγο πριν την καταστροφή και την περιστροφή των πόλων. Οι εναπομείναντες στις Άνδεις και στην Ελλάδα ή μάλλον νοτιότερα του Μεσημβρινού, στον οποίο θα αναπτυχθεί ξανά, τα επόμενα δέκα χιλιάδες χρόνια, ο τέλειος πολιτισμός. Σχετικά με την περιστροφή των πόλων που λένε πως γίνεται περίπου κάθε δέκα χιλιάδες χρόνια. Ο Νώε πιθανώς ήταν κάποιος μεγιστάνας που έζησε μια τέτοια ολική καταστροφή κι οπότε η εποχή των παγετώνων ξαναεμφανίζεται- Δεν είναι θέμα ανάπτυξης της θεωρίας, μπορεί να συμβεί στον ήρωα μας. Η περιφρόνηση των θεών, από έναν άνθρωπο σαν τον καφετζή-γιατί, ο καφετζής είναι που επιστρατεύεται να γίνει ο επόμενος Νώε και η θαλαμηγός του προσαράζει σε ένα καινούριο βουνό, όχι στο Αραράτ, πάντως.]

 


 Καθώς προχωρούσα προς το μαγαζί μου, με αργά βήματα, σκεφτόμουν, πως είχαν περάσει ενενήντα πέντε χρόνια από τότε που είχα γεννηθεί. Αμυδρότατα θυμάμαι, εικόνες από τη γέννηση μου, στη γωνιά, στο τζάκι, όπως έλεγε η μητέρα μου, που με έφερε στον κόσμο, χωρίς γιατρούς και μαμή. Το 2060 όμως αυτό θα ήταν αδιανόητο, όπως αδιανόητες ήταν τότε, για μας, οι εποχές που ακολούθησαν μέχρι να φτάσουμε εδώ. Συνήθως, ήμουν από τους τελευταίους ανθρώπους που περπατούσαν ακόμη. Όλοι πετούσαν έχοντας στο στήθος, ένα τσιπάκι, που μετέφερε το ανθρώπινο σώμα, όπου κι όποτε ήθελε. Φανάρια στους δρόμους δεν υπήρχαν πια. Μόνο γιγάντιες οθόνες, πάνω από τα κτίρια κολοσσούς, κανόνιζαν την κίνηση, με αισθητήρες, πολύπλοκα αέρινα πλήκτρα-κουμπιά που τα πίεζαν αόρατα δάχτυλα.. Άναψα ένα τσιγάρο- οι άνθρωποι δεν καπνίζουν πια- αλλά εγώ, είπαμε ήμουν μια διαχρονική μαριονέτα, που πιθανώς κανείς δε με έβλεπε πια. Όλοι οι άνθρωποι, που πετούσαν, ήταν νέοι, μέχρι τριάντα ετών το πολύ. Κανείς δε μεγάλωνε περισσότερο. Η οριακή ηλικία του ανθρώπου. Κάποιος Μαρξ, είχε πει πως οι άνθρωποι παλιά πέθαιναν τριάντα χρονών και τους έθαβαν εβδομήντα. Ίσως από αυτόν η επιστήμη να επικύρωσε την οριακή ηλικία του ανθρώπου, δηλαδή τριάντα χρόνια, ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω. Φυσικά, στις τεράστιες οθόνες μεταφερόταν; περιφερόταν; κάθε στιγμή η κίνηση στο σύμπαν. Οι ταχύτητεςπλησίαζαν το φως, η εξερεύνηση του γήινου κόσμου δεν είχε πια τόσο ενδιαφέρον, όσο στον Άρη, όπου προσπαθούσαν να μεταναστεύσουν οι άνθρωποι για ένα καλύτερο μέλλον. Στο φεγγάρι, τον ενδιάμεσο διαστημικό σταθμό, είχε δημιουργηθεί αδιαχώρητο.

Σταμάτησα μπροστά στο καφενείο μου που έγραφε ακόμα την επιγραφή και το έτος ίδρυσης. 1880. Το καφενείο το είχε πρωτανοίξει κάποιος παππούς μου. Εγώ το κληρονόμησα από τον πατέρα μου. Είμαι μοναχογιός κι έζησα όλη μου τη ζωή εκεί μέσα. Το άφηνα επίτηδες έτσι, ασυντήρητο, αναπαλαίωτο, καθώς οι κυβερνήσεις είχαν θεσπίσει νόμους γι αυτά τα πατροπαράδοτα νεοκλασικά κτίρια. Σε όλους τους τοίχους, ήταν κρεμασμένοι οι παλιοί σταρ. Ο Γκρέκορυ Πεκ, ο Τζέιμς Ντιν, η Μερυλιν, η Τζένη Καρέζη, ο Κούρκουλος. Όλοι πεθαμένοι, σχεδόν έναν αιώνα πριν. Τώρα δεν υπάρχουν πια σταρ ούτε κινηματογράφος. Ο καθένας άνθρωπος φτιάχνει πανεύκολα το δικό του φιλμ, τους δικούς του ήρωες, σε όποια οθόνη θέλει.

ΤΕΛΟΣ

 

 

Πέμπτη 15 Ιουλίου 2021

ΦΗΜΕΣ

 


Όλο απουσιάζεις
Όταν σε χρειάζομαι λείπεις
Στο όνειρο αποκτήσαμε προσβάσεις,
ένα ταξίδι στον ουρανό
μα και οι φίλοι τι να σου κάνουν.

Ο γείτονας είπε πως θα φευγε το πρωί
κατασκευαστής οργάνων αυτός
οργανωτής κυμάτων εγώ, καλός άνθρωπος
μα τι να σου κάνουν και οι γείτονες;
Νομίζεις πως φεύγουν επειδή το θέλουν;
Ούτε συ ήθελες να φύγεις πραγματικά
αλλά σε ανάγκασαν οι φήμες για τον επικείμενο χαλασμό

Τώρα, βέβαια, ξέρω πως λυπάσαι ότι με άφησες μόνο

Τρίτη 13 Ιουλίου 2021

ΤΗ ΓΛΏΣΣΑ ΈΞΩ

 

ΓΙΑ Ν ΑΛΛΑΞΩ ΧΑΡΑΧΤΗΡΑ.

 

 


 Έκανα τα μαλλιά μου κότσο, έτσι για ν αλλάξω χαραχτήρα
 
και  βγήκα έξω στις έξι ακριβώς. Φόρεσα ένα εφαρμοστό
κολάν, κατηφόρισα την Ιπποκράτους με το μυαλό μου στο
μέσα της γης. Κοίταξα γύρω μου και προσπέρασα τους
δεκαπέντε περίεργους νταβατζήδες, αδιάφορα και σε όσους
με κοίταζαν περίεργα έβγαλα τη γλώσσα έξω. 

 


Όχι, που να
το παινευτώ αλλά γυμνασμένος που είμαι έβαλα τις παλάμες
μου στο έδαφος, σηκώθηκα κάθετος κι άρχισα να περπατάω,
έτσι με αυτόν τον τρόπο. Σκέφτηκα πως ήταν καλύτερα και
από δω και πέρα έτσι θα βάδιζα κι έτσι θα
 έβλεπα τον κόσμο.

 

Δευτέρα 12 Ιουλίου 2021

ΔΥΤΙΚΆ ΤΗΣ ΆΜΜΟΥ

 







 
Ποτέ δεν ήμασταν μόνοι σου λένε. Σου λέει.
 
Περιμένουν απάντηση από τον ανθρωπάκο που πήγε μετανάστης στην χώρα της άμμου, και τον έχωσαν χρόνια κάτω απ΄αυτήν στα ορυχεία, να τους εξηγήσει την κατάσταση. Είναι να μη βαράς το κεφάλι σου στον τοίχο;.
 

Ο θάνατος δεν είναι ότι χειρότερο για τους θνητούς. Ότι πολύ αγαπήσαμε τη ζωή και μισήσαμε το λόγο πως κάποτε θα φύγουμε από εδώ και δε θα γεννηθεί κανείς αθάνατος. Θα ψάχνουμε όμως εμείς πάντα το ελιξήριο [ λίθος της γνώσης ] της αθανασίας κι ας ξέραμε πως όταν γεννηθήκαμε δε μας ρώτησε κανείς.
 
Βγήκα μια βόλτα στην πλατεία Εξαρχείων. Η ώρα πλησιάζει δυο. Κόσμος πολύς, γεμάτη. Μου άρεσε. Μερικοί ερωτευμένοι, χαϊδεύονταν, φιλιούνταν. Ωραία ήταν, είχε μια ζωντάνια. Εμείς κλεισμένοι πίσω απ τα κομπιούτερς δακτυλογραφούμε κάνοντας πράξεις σε χοντρά, λογιστικά βιβλία. Και νομίζουμε πως ο κόσμος καίγεται.
 

Ήμουν ατίθασος, υπερόπτης χωρίς να το ξέρω. Πολλές φορές βίαιος, επαναστατικός. Με ζήμιωσε αυτή μου η "αυθάδεια" προς τη ζωή. Αν ξεκινούσα πάλι θα σεβόμουν περισσότερο τις μετριότητες της.
 
Πολλοί άνθρωποι θα λέγανε εύκολα πως δεν αξίζαμε τίποτα. Με κουράζει αυτό στη ζωή. Κι αν δεν αξίζαμε δε θα το ξέραμε μονάχοι; Υπήρξαμε τόσο ηλίθιοι όσο αυτοί νόμιζαν; Κι έπειτα εμείς δεν το είπαμε αυτό σε κανέναν κατάμουτρα; δεν αξίζει να ζεις. Είχαμε το σθένος της ολιγάρκειας μας.
Ωραίοι!
Όσοι δε μετάνιωσαν για τίποτα
Ποτέ μη πενθούντες για το αύριο
βεβαιωθέντες για τον θάνατο της αλωπεκούς.


Χάρισα ένα πίνακα μου, σε δυο άγνωστους. Περνούσαν τυχαία από το χώρο μου. Ένα ζευγάρι. Ήταν πολύ ευτυχισμένοι που τους αγάπησα για τόσο λίγο. Ξέρω πως θα τον αγαπάνε για πάντα. Δεν είχα τι άλλο να τους δώσω. [Μετάνιωσα γιατί αγάπησα τόσο πολύ τους ανθρώπους.] Είμαι ένα μικρό πράγμα από σας.

σημειώσεις στις άκρες των βιβλίων.

Κυριακή 11 Ιουλίου 2021

Ο ΦΤΩΧΌΣ ΕΊΝΑΙ ΒΛΆΚΑΣ


 

τώρα όποιος φοβάται να μείνει στο
σπίτι του

μη βγει έξω.

..σκέφτηκα πως τελικά είμαστε ηλίθιοι

Πίσω από μια ψεύτικη πραγματικό-
τητα.

Πίσω από καμουφλαρισμένες
υποσχέσεις
ότι τάχα θα φτιάξουν
κάποτε τα πράγματα, κρύβεται η στυγνή
αλήθεια.
Τα πράγματα
δεν θα φτιάξουν ποτέ για τους φτωχούς.

 


ο φτωχός δεν πρόκειται να
ξαναγαμήσει.
..
και ο απλούστερος
λόγος για αυτήν την εξήγα, είναι
που ο

φτωχός είναι αμόρφωτος.
Είναι βλάκας.

πως θα μπορέσει ένας βλάκας και
μισός
να κερδίσει τον
χαφιέ του καπιταλισμού;

 

 

 


 Όλοι κάτι κλέβουν στη ζωή

αλίμονο σ αυτούς που δεν έμαθαν να κλέβουν τους έφαγε
η τιμιότητα και η αξιοπρέπεια των φτωχών

 

 

 

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...