Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2019

ΚΑΡΠΟΎΖΙ Ή ΠΕΠΌΝΙ;





Κάθε Σάββατο έχει λαϊκή στη γειτονιά μου και σήμερα
 είπα να έβγω για λίγα ψώνια. Κοίταξα την τσέπη μου
κάτι φραγκοδίφραγκα κουδούνισαν. Ναι, δεν έφταναν ούτε για αβγά.
Τι να κανα; Όμως έπρεπε να ψωνίσω κάτι τι θα έτρωγα όλη τη βδομάδα;
Ας πάω, είπα μια βόλτα και βλέπουμε.
Έτσι βγήκα στους πάγκους και περιδιάβαινα. Κοίταζα τα φρούτα, τα φασόλια,
τις μπάμιες τα ψάρια, όλα τα κοίταζα. Πάρε, πάρε! Φώναζαν οι λαϊκατζήδες.
 Τι να πάρω, σκεφτόμουν εγώ αφού δεν υπάρχει μία.
Πήγα βόλτα μέχρι κάτω, ξαναγύρισα. Σταμάτησα σε έναν που πουλούσε
 αγγούρια, ντομάτες. Πάρε μάστορα, πάρε αγγούρια Καλυβιώτικα ντομάτες
 Κορινθίας, ότι πάρεις ένα ευρώ…Θα πάρω, κούνησα το κεφάλι μου και διάβασα
την πινακίδα που έγραφε τη λαϊκή σοφία, ανάμεσα από αγγουροντοματοπιπεριές:
Η γυναίκα όσο θέλει. Ο άντρας όσο μπορεί. Μίμης Χατζής ο του Περικλέους.
-Εσύ είσαι ο του Περικλέους; Τον ρωτώ
-Ολάκερος! Μου γνέφει με περηφάνια. Δε συμφωνείς αφεντικό;
-Εμένα λες αφεντικό; Κοίταξα γύρω μου
-Εμ ποιον άλλον, φαίνεσαι και έβαζε ντομάτες σε κάποιον περιποιημένο μπουρζουά,
με δεμάτινες τσάντες και τα λοιπά.
Καθώς τον παρατηρούσα είδα ένα πενηντάρικο να εξέχει από την τσέπη του.
Όπα! Είπα μέσα μου. Σου φεξε Νικόλα και με μια επιδέξια κίνηση που δεν την έπιασε
 κανείς βούτηξα το πενηντάρικο. Ο μπουρζουάς πλήρωσε από την άλλη τσέπη κι έφυγε ευχαριστημένος σφυρίζοντας ένα παλιό άσμα. Είχε αυτός λεφτά γιατί να μην του το
 παιρνα; Έτσι ήταν το δίκαιο και πήγα παρακάτω να ψωνίσω, είχα ολόκληρο
πενηντάρικο τώρα.
Πήρα απ όλα τα καλά. Πήρα και ψωμί απ το φούρνο, τα πήγα σπίτι μου.
Ακούμπησα όλες τις τσάντες χάμω, τις κοίταξα και είδα που δεν είχα πάρει
καρπούζι ή πεπόνι τα αγαπημένα μου φρούτα. Έτσι βγήκα πάλι στη λαϊκή κι έπεσα
πάνω στο μπουρζουά με τα δερμάτινα και τη λεπτεπίλεπτη φωνή.
-Θα κάνει πολύ ζέστη σήμερα, συγνώμη κύριε που σας σκούντηξα
-Δεν πειράζει, του απάντησα ευγενικά και πήρα δρόμο.
Έφτασα στον καρπουζά στην άλλη γωνία. Βάλε μου, του λέω. Μου το ζυγίζει, πέντε
 ευρώ λέει και μου το δίνει. Εγώ τον κοιτάζω καλά-καλά, χοντρός μου φάνηκε
πολύ κι έτσι βούτηξα την τσάντα με το καρπούζι και το βαλα στα πόδια.
Ο χοντρός ξεχύθηκε πίσω μου, εγώ είχα ξεμακρύνει τρέχοντας καμιά δεκαριά μέτρα,
κάποιοι προσπάθησαν να με συγκρατήσουν, πιάστε τον! Ούρλιαζε ο καρπουζάς
αλλά εγώ σβέλτος καθώς είμαι κατάφερα να την κοπανήσω. Ουφ!
Έφτασα στο σπίτι, αφουγκραστηκα, κανείς δε με κυνηγούσε πια.
Μπήκα καταϊδρωμένος κι έπεσα

στον καναπέ. Ουφ! Ανάσανα πάλι. Άλλη μια δύσκολη μέρα είχε περάσει.



Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2019

ΠΩΣ ΣΕ ΛΈΝΕ ΦΊΛΕ;




Μπάρμαν δεν ήμουν ποτέ, ίσως γιατί πίστευα πως δε την κατάφερνα αυτή τη δουλειά. Παρατηρούσα τους άλλους που δούλευαν μέσα από τη μπάρα και μερικοί ήταν σαγηνευτικοί! με τα κόλπα τους, τα σέικερ τα κοκτέιλ, τα ποτά, α, ναι τα ποτά κι επειδή είμαι μέγας πότης, με λένε Κώστα για να συστηθούμε κιόλας, μου άρεσε κάποτε να μπω κι εγώ πίσω από τη μπάρα, να δω πως νιώθουν οι μπάρμεν.

Περιποιήθηκα το μουστάκι μου, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη, στη γενική εμφάνιση μου και μου φάνηκα άψογος. Ίσιωσα τη γραβάτα και βγήκα. Είχα δώσει ένα ραντεβού κι έπρεπε να βιαστώ, η ώρα πλησίαζε δέκα. Δέκα και μισή έπρεπε να βρίσκομαι στο μπαρ "Ο δρόμος". Όπως δε μου αρέσει να με στήνουν, έτσι κι εγώ ήθελα να είμαι τυπικός σ αυτό το κομμάτι της αξιοπρέπειας.
Έφτασα, πάρκαρα και μου έκανε εντύπωση η ερημιά. Άνθρωπος δεν κυκλοφορούσε, τι διάβολο που χάθηκαν όλοι από τις δέκα η ώρα;
Μπήκα στο μπαρ "ο δρόμος", τα χαμηλωμένα φώτα, η σιγανή μουσική με υποδέχτηκαν κι ένιωσα μια φευγαλέα ανατριχίλα. Κοίταξα μέσα στα τραπέζια και στη μπάρα, τίποτα. Κανείς.
Το ραντεβού μου ήταν με τον μπάρμαν που με είχε  προσκαλέσει εκεί για να πιούμε ένα ποτό και απόρεσα. Τι διάλο! ούτε ο μπάρμαν δεν ήταν εκεί; κι εγώ που βιαζόμουν να φτάσω για να μη τον στήσω; Μου είχε πει πως θα ήταν καλό να πάω αυτή την ώρα που συνήθως δεν είχε κόσμο κι έτσι θα μπορούσαμε να κουβεντιάσουμε και να πιούμε τα ποτά μας με ησυχία, αλλά τώρα;
Κάθισα σε ένα σκαμπό, είδα τον εαυτό μου στον μεγάλο καθρέφτη, χτύπησα παλαμάκια. Αμέσως εμφανίστηκε ο μπαρμαν, τον είδα, χαμογελάσαμε ο ένας στον άλλον, ηρέμησα.
-Γιατί είσαι αναστατωμένος; μου μίλησε κι εγώ απόρεσα.
-Είναι να μην είμαι; άνοιξα τα χέρια μου και πρόσεξα πως δεν είχε μουστάκι.
-Το κοψες; ρώτησα χαϊδεύοντας το δικό μου.
-Μου είπαν απ τη διεύθυνση του καταστήματος πως δεν πάει σε έναν μπάρμαν να έχει μουστάκια και μούσια. Τι θα πιεις;
-Βότκα. Σκέτη. Εσύ;
-Κι εγώ. Μοιάζουμε σ αυτό. Και έβαλε τα ποτά, ενώ εγώ παρατηρούσα το στυλ του, το παπιγιόν, το φροντισμένο ντύσιμο. Και όντως διαπίστωνα πως μοιάζαμε αρκετά, θα μπορούσε κανείς να πει πως είμασταν σαν αδέρφια.
-Στην υγειά μας! είπε και τσουγκρίσαμε τα ποτήρια.
-Δεν έχει καθόλου κόσμο;
-Δεν έχει, ανασήκωσε τους ώμους του. Τι σε νοιάζει; ο κόσμος είμαστε εμείς οι δυο, δε σου αρέσει;
-Πως... πως! βιάστηκα ν απαντήσω κι άδειασα το ποτήρι μου.
-Μη βιάζεσαι! θα μεθύσεις δεν πίνεται έτσι η Βότκα Σμιρνόφ.
-Ενώ άμα είναι Άμπσολουτ, πίνεται έτσι;
-Θες από αυτή;
Υπάκουος πολύ, μου φάνηκε και τον παρατηρούσα καθώς πέταξε το μπουκάλι στον αέρα με το ένα χέρι και το πιασε με το άλλο με μαεστρία
-Ε, ναι είναι καλύτερη, βάλε και πάγο! είπα.
Σέρβιρε και πίναμε σαν δυο καλοί φίλοι.
-Δεν έχεις γυναίκα; με ρώτησε ξαφνικά.
-Όχι! απάντησα ξαφνικά. Ούτε εσύ;
-Ούτε, έγνεψε, παρά μίλησε.
-Προτού σου πω γι αυτό θα μου κάνεις μια χάρη;
-Λέγε, συναίνεσε.
-Θέλω να με αφήσεις να κάνω εγώ για λίγο τον μπάρμαν! σε παρακαλώ, τώρα που δεν έχει κόσμο, το χω μαράζι από μικρός. Έχω κάνει τόσες δουλειές αλλά μπάρμαν δεν ήμουν ποτέ. Ε, τι λες;
-Εντάξει, εντάξει! γέλασε. Έλα από μέσα να βγω εγώ να σου κάμω τον πελάτη.
Πράγματι έτσι κάμαμε. Μπήκα από μέσα και παρ ότι ήμασταν μόνοι ένιωθα κάποιο τρακ.
-Τι θα πιείτε; ρώτησα αδέξια.
-Ένα ούζο Ταγγέρης! 
-Α, τώρα! που να το βρω αυτό! και κοίταζα απελπισμένος τα ποτά στα ράφια. Πω!πω! συνέχισα. Τόσα πολλά ποτά υπάρχουν;
-Είδες; γέλασε. Λοιπόν για να μην κουράζεσαι, είναι το τελευταίο μπουκάλι πάνω δεξιά. Μπράβο! αυτό. Βάλε κι ένα δικό σου. Κερνάω εγώ!
Έβαλα σε δυο  ποτήρια ούζο Ταγγέρης, ένιωθα άβολα, δε νομίζω πως μου ταίριαζε αυτή η θέση, εγώ ήμουν μαθημένος απ έξω και του το είπα.
-Δεν είναι τίποτε θα συνηθίσεις, κούνησε το κεφάλι του.
-Τι εννοείς; άνοιξα τα μάτια μου.
-Σκοπεύω να σε αφήσω εκεί όλη τη βραδιά, μια και εγώ πρέπει να φύγω! θυμήθηκα πως έχω μια επείγουσα εργασία που δεν παίρνει αναβολή. Γι αυτό βάλε να πιούμε! βάλε και κανένα σφηνάκι.
-Τι μου λες; αλήθεια θα φύγεις; γούρλωσα τα μάτια μου Έτσι ε;
-Έτσι, συμφώνησε.
Πέταξα το μπουκάλι στον αέρα με το ένα χέρι, το πιασα με το άλλο, έβαλα δυο σφηνάκια.
-Μπράβο! χειροκρότησε. Είδες που τα καταφέρνεις περίφημα. Αλήθεια εσύ τι δουλειά κάνεις;
-Είμαι συγγραφέας, είπα.
-Συγγραφέας ε; θαύμασε. Πρέπει να είναι σπουδαίο να είναι κανείς συγγραφέας. Σε ζηλεύω.
-Μη με ζηλεύεις, είναι ένα δράμα. Είναι τραγικό να είσαι συγγραφέας. Αλλά μια και θα φύγεις σε λίγο, πάρε τη γραβάτα μου, δώσε μου το παπιγιόν, να γίνω κανονικός μπάρμαν. Ωραία, μια χαρά είμαι τώρα, συνέχισα φορώντας τα.
-Μια χαρά σε βρίσκω, να που σου δόθηκε η ευκαιρία να γίνεις και μπάρμαν. Λοιπόν βάλε ένα τελευταίο ουίσκι. Ουίσκι θέλω τώρα, εσύ θα πιεις.
-Θα πιω, είπα.
Και τσουγκρίσαμε. Ύστερα σηκώθηκε.
-Λοιπόν, εγώ φεύγω τώρα, σε χαιρετώ.
-Περίμενε είπα. Να! πάρε και το μουστάκι δεν είπες πως δεν κάνει να έχει μουστάκι ένας μπάρμαν;
Ξεκόλλησα το μουστάκι και του δωσα. Το βαλε στο πρόσωπο του κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, γύρισε να φύγει.
-Πότε θα σε ξαναδώ; να τα ξαναπιούμε; ρώτησα αλλά ούτε το όνομα σου δεν ξέρω! Πως σε λένε φίλε;
-Κώστα, είπε και με βιαστικά βήματα βγήκε, χάθηκε στο σκοτάδι αφήνοντας με μόνο πίσω από τη μπάρα.

ΤΕΛΟΣ

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2019

Η ΌΨΗ ΤΟΥ ΧΡΉΜΑΤΟΣ




Τη μέρα εκείνη είχα αποφασίσει να κάνω το μεγάλο εγχείρημα.
 Δεν μπορούσα να ζω άλλο έτσι. Γι αυτό πήρα τους δρόμους 
έναν- έναν. Τους ήξερα όλους, τόσα χρόνια που 
βωλόδερνα με μια σκούπα στο χέρι, γιατί σκουπιδιάρης 
είμαι το επάγγελμα κι έτσι μπορούσα να παρακολουθώ
 τα πάντα. Τις περισσότερες ώρες χάζευα απέναντι από 
το χτίριο της τράπεζας και λογάριαζα πόσα χρήματα
 να είχε μέσα. Ακόμα  κι ένας τυπάκος που τον έβλεπα 
να κοιτάζει απ την απέναντι ταράτσα εδώ και ένα 
μήνα περίπου είχα καταλάβει πως κάποιον γέρο 
ερευνούσε που έμπαζε κι εβγαζε χρήμα σε μια νάυλον
 τσάντα. Που τα  πήγαινε ο κωλόγερος; 
Ο ραμολής ντυμένος πάντα στην τρίχα, το χειμώνα 
με καπαρντίνα, το καλοκαίρι με λινα φουλάρια; 
Πίστευα πως έκανε μεταφορές χρημάτων το είχα 
καταλάβει και σκεφτόμουν μια μέρα να του βουτήξω 
την τσάντα και να εξαφανιστώ. 
Τα είχα προσχεδιάσει όλα αλλά ο τύπος στην 
ταράτσα δε μου άρεσε. Για μπάτσος δε μου 
φαινόταν μάλλον κι αυτός την ίδια δουλειά με 
μένα θα ήθελε να σκαρώσει και κάποια στιγμή 
σκέφτηκα να τον πάρω συνέταιρο στη «δουλειά» 
αλλά μετάνιωσα. Το είχα πάρει απόφαση να μη 
βάλω κανέναν σ αυτή τη δουλειά γιατί φοβόμουν 
το σπάσιμο.
Οπότε εκείνη τη μέρα που σκεφτόμουν  να την κάνω 
με πρόλαβε ο ταρατσόβιος. Πέρασε σαν σίφουνας 
με ένα παπάκι κι άρπαξε την τσάντα του παραλυμένου 
γέρου που έπεσε στο κράσπεδο, τσακίστηκε, μάλλον 
θα πέθανε αλλά τι με ένοιαζε εμένα, εγώ ανέβηκα 
στη δικιά μου μηχανή να κυνηγήσω τον ταρατσόβιο, 
να του αρπάξω αυτά που μου ανήκαν γιατί είχα 
αποφασίσει πολύ καιρό πριν από αυτόν να την
 κάνω αυτή τη δουλειά.
Τον πρόφτασα λίγο πιο έξω από την μεγάλη λεωφόρο, 
φόρεσα την κουκούλα και περνώντας δίπλα του βούτηξα
 τα λεφτά, τον έσπρωξα με το πόδι στο πεζοδρόμιο και 
μαρσάρισα να φύγω. Απ τα εκατό μέτρα γύρισα πίσω 
το κεφάλι μου και τον είδα να σφαδάζει στην άσφαλτο 
γεμάτος αίματα. Τι με ένοιαζε; Ένας ακόμα άχρηστος, 
νεκρός. Εμένα δε μ ένοιαζε, η νάιλον τσάντα  ήταν στα 
χέρια μου γεμάτη λεφτά. Λεφτάααααα!

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2019

Η ΤΡΎΠΑ






Είχα σχισμένη την αριστερή μου τσέπη. Το παντελόνι που φορούσα ήταν καινούργιο, το αγόρασα πριν χρόνια στις εκπτώσεις κι επειδή η μνήμη μου με μπερδεύει συνέχεια, ρίχνω συχνά τα ψιλά σ αυτή την αριστερή τσέπη. Μόλις νιώθω το κρύο νόμισμα να τσουλάει στο μπούτι μου, στον αστράγαλο και τελικά στην άσφαλτο, βλαστημάω που πάλι την έπαθα. Πιάνω τα κέρματα, όσα βρίσκω και προσπαθώ με το αριστερό χέρι να τα βάλω στη δεξιά τσέπη που όλως περιέργως παραμένει άσχιστη. Δύσκολο αλλά τα καταφέρνω. Ο κόσμος που διαβαίνει, με κοιτάζει περίεργα έτσι που μοιάζω με πίθηκα σ αυτή την ανάποδη κίνηση. Γιατί δεν τα βάζει με το δεξί που είναι το κανονικό; Σκέφτεται. Και να πεις ότι δεν έχω δεξί χέρι ...
Όμως εγώ συνεχίζω χρόνια αυτή την αναποδιά. Αλλά προχτές που πήρα το επίδομα ανεργίας-θα το λαβαίνουν όλοι οι άνεργοι από δω και πέρα, -μη φοβάστε, αν μείνετε άνεργοι- αποφάσισα να ράψω αυτή την τσέπη. Έψαξα στα συρτάρια να βρω κλωστή και βελόνι, θυμήθηκα τη μάνα μου, μια ζωή να ράβει, να ξηλώνει. Νευρίασα που δεν έβρισκα τίποτε. Αυτά τα αντικείμενα έχουν εξαφανιστεί από τα σύγχρονα σπίτια. Πήγα σε πέντε-έξι ψιλικατζίδικα, το πέτυχα. Κάθισα να βελονιάσω, γάμησε τα! Άιντε να βρεις την τρύπα με τόση στραβομάρα. Τέλος πάντων τη βρήκα. Την τρύπα. Θαύμασα τον εαυτό μου κι άρχισα να ράβω την αριστερή, σχισμένη τσέπη μου. Βέβαια, μη νομίσετε πως την έβγαλα έξω όπως έπρεπε, όχι. Την έραψα απ έξω, έτσι δηλαδή που να μην έχω αριστερή τσέπη και μετά γελώντας έραψα και την δεξιά! Έτσι που αυτό το παντελόνι να μην έχει τσέπες, ούτε κωλότσεπη. Και μ αρέσει, γιατί, όταν περπατάω στο δρόμο δε μου πέφτουν τα ψιλά, δε νιώθω την κρύα επαφή του μετάλλου στο μπούτι μου, στον αστράγαλο και γελάω ευτυχισμένος, ακόμα πιο πολύ, επειδή δεν έχω τι να κάνω τα χέρια μου. Που να τα βάλω. ..



Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2019

Ο ΘΕΟΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 34



Για να μη μετανιώνεις ποτέ για όσα κάνεις, χρειάζεται να είσαι πολύ σκληρός άνθρωπος, με άμεσες επιλογές και πράξεις που σχεδόν τις έχεις προμελετήσει, πως έτσι θα κάμεις και όχι αλλιώς σε κάθε ανάλογη περίπτωση, όπως και να μην υπολογίζεις καμιά συνέπεια των πράξεων σου αφού είσαι σίγουρος για την δικαιότητα τους. Έτσι, τουλάχιστον δρούσε σε όλη του τη ζωή ο Νίκος Καζάρμας. Είχε μεγάλη αυτοπεποίθηση, σχεδόν ατρόμητο ύφος, ακόμα κι όταν είχε ν αντιμετωπίσει απίθανες καταστάσεις.
Η Μαρία Διβάνη τη φοβόταν αυτή την αυτοπεποίθηση του, σχεδόν τρόμαζε. Δεν ήξερε καθόλου ποιος είναι και φανταζόταν πως όταν το ανακάλυπτε, θα έπεφτε από τα σύννεφα.
-Το ίδιο πιστεύω κι εγώ, της είπε κοιτάζοντας τη στα μάτια.
-Δηλαδή;
-Αυτό που ψάχνεις σε μένα. Έτσι είναι, όπως το σκέφτεσαι
Ήταν καθισμένοι σε μια καφετέρια, στο μικρό πάρκο της οδού Χαρίλαου Τρικούπη, μέρα μεσημέρι και έπιναν μια μπύρα, έναν καφέ, μια πορτοκαλάδα και τίποτε δεν προμήνυε αυτό που θα επακολουθούσε.
Κόσμος πολύς πηγαινοερχόταν, μια πόλη βιαστική ακατάστατη. Ένας αράπης περνούσε με μια γυναίκα λευκή που κρατούσε το νεογέννητο παιδί τους στην αγκαλιά της και έκλαιγε δυνατά. Εντελώς ξαφνικά ο μαύρος άντρας άρχισε να χτυπά με μπουνιές και κλωτσιές την άμοιρη γυναίκα που φώναζε και τον παρακαλούσε ενώ άμεσα το πρόσωπο της είχε γεμίσει αίματα, το μωρό, κύλισε χάμω, σαν κύλινδρος στο βρώμικο πεζοδρόμιο, ο κόσμος κοίταζε σαστισμένος, κανείς δεν τολμούσε να επέμβει, ή δεν τον ένοιαζε, ο Καζάρμας έσμιξε τα φρύδια, άλλαξε μια ματιά με τη Μαρία, σηκώθηκε και με δυο χάπες έφτασε στο απέναντι πεζοδρόμιο, όπου ο αράπης συνέχιζε να χτυπάει αλύπητα τη γυναίκα που τον ικέτευε, και όσο γινόταν αυτό, τόσο εκείνος την χτυπούσε με κλωτσιές παντού. Στο πρόσωπο, στην κοιλιά. στα πόδια.
Το πλήθος είχε κάνει έναν κύκλο γύρω-γύρω, αμίλητο. Ο Καζάρμας γύρισε αντιμέτωπο του τον αράπη. Τα μάτια τους συναντήθηκαν. Ο αράπης στην αρχή ένιωσε έκπληξη, άνοιξε περισσότερο τα μάτια σαν είδε την αποφασιστικότητα στα μάτια του αντιπάλου του αλλά δεν πρόλαβε να ζητήσει έλεος. Τα χέρια του Καζάρμα σφίχτηκαν σαν μέγγενες γύρω από το λαιμό του αλλά για να μη τον πνίξει τον χτύπησε αλύπητα στα μούτρα με τις γροθιές του. Ο αράπης έπεσε στο πεζοδρόμιο, το πλήθος επευφημούσε, η Μαρία είχε φτάσει δίπλα τους, αλλά ο Καζάρμας δε σταμάτησε. Ποδοπάτησε τον άλλον του δωσε να φάει χώμα με μια απίστευτη βιαιότητα, τον παράτησε σχεδόν αναίσθητο, ακούνητο στο πεζοδρόμιο. Η γυναίκα κρατώντας το νεογέννητο στην αγκαλιά της, τον πλησίασε και του πιασε τα χέρια.
-Σ ευχαριστώ! σ ευχαριστώ! έλεγε και προσπάθησε να του τα φιλήσει.
Ο Καζάρμας τα τράβηξε.
-Ποιος είναι αυτός; τη ρώτησε δείχνοντας τον αράπη.
-Είναι ο άντρας μου, είπε με λύπη. Έχουμε παντρευτεί πέντε χρόνια τώρα.
-Καλά, πάρε αυτά τα χρήματα, ένα ταξί και πήγαινε στο νοσοκομείο, της είπε δίνοντας μερικά χαρτονομίσματα. Θα σε βρω! φύγε τώρα!
Η γυναίκα πήρε τα χρήματα κι προσπάθησε να φύγει. Το πλήθος ζητωκραύγαζε. Ωστόσο είχε φτάσει η αστυνομία για ν αναλάβει τα περαιτέρω. Διέλυσε το πλήθος, συνέλαβε τον αράπη που είχε μισοσυνέλθει, πήραν και τη γυναίκα με το μωρό, τους έβαλαν στο περιπολικό.
-Ποιος τον έκανε έτσι; ρώτησε ο χοντρός αστυνόμος, κοιτάζοντας τον Καζάρμα.
-Εγώ, απάντησε.
-Ταυτότητα... ποιος είσαι εσύ; ρώτησε με υποψία.
-Νίκος Καζάρμας, ορίστε η ταυτότητα μου. Στη διάθεση σας.
-Και για τι επενέβης; ποιος είσαι εσύ; Α, μάλιστα καθηγητής.. μάλιστα! περάστε στο τμήμα για μια κατάθεση παρακαλώ.
Ήταν ευγενικός ο χοντρός αστυνόμος, κατάλαβε άμεσα τι είχε συμβεί και ήθελε να ξεμπερδεύει τάχιστα το γεγονός να μην πάρει μεγάλες διαστάσεις αλλά δεν πρόλαβε. Τα κανάλια είχαν φτάσει και ήταν υποχρεωμένος να μιλήσει στις κάμερες.
συνεχίζεται

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2019

Το 24ωρο ενός ζωγράφου-συγγραφέα Μέρος Βου.



Ξεμείναμε στο απογευματινό ξύπνημα. Πάλι καφές και να περιμένω να φουσκώσει, πάνω από το μπρίκι, σουφρώνοντας τα χείλη όταν αργεί αλλά και όταν φουσκώνει γρήγορα και να θυμάμαι την αγάπη μου, οι μεγάλες αγάπες δεν υπάρχουνε κι όμως! όλα είναι δρόμος, όλα είναι νόμος, σκέφτομαι ότι θέλω, συνήθως ο εγκέφαλος πηγαίνει όπου θέλει χωρίς να μπορούμε να τον συγκρατήσουμε, έτσι θυμάμαι αυτή που αγαπώ τώρα και που λέει κι αυτή πως με αγαπά αλλά φευ! πρέπει να κάνω και κάποιες δουλειές, οπότε αρχίζω πάλι με τα πινέλα, τουλάχιστον δυο ώρες να διορθώσω, να βελτιώσω λεπτομέρειες σ αυτό το πορτρέτο που πρέπει να παραδώσω αύριο, μεθαύριο, αντιμεθαύριο- ποιο είναι το αντιμεθαύριο; ωστόσο, περίπου εκεί, συνήθως καταφτάνει κάποιος φίλος ή ένας πελάτης και σπάει η μονοτονία, η απόλυτη μονοτονία ενός ανθρώπου πολύ μόνου, ενός ανθρώπου βουτηγμένου στις λέξεις, και στις εμμονές των χρωμάτων, αν είναι καλύτερο λίγο κίτρινο παραπάνω στην κατασκευή της σάρκας ή αν περισσεύει ελάχιστο πράσινο πάνω σ αυτό ή το άλλο πρόσωπο. Τελεία. Να βάζουμε και καμιά τελεία και ανάλογα τον φίλο που με επισκέπτεται συνεχίζω σταματώντας πια να εργάζομαι αλλά να θέλω να παίξω, να διασκεδάσω κι αλλάζω ρούχα, όχι δε θα πάω απόψε σε κάποια εκδήλωση, θα πάω με τον φίλο να τσιμπήσουμε κάτι και να πιούμε κάτι, να μιλήσουμε γι αυτά που μας έκαναν φίλους κι αυτό μ αρέσει, περνάνε οι ώρες σαν χάδι, πίνουμε και κουβεντιάζουμε σαν ευτυχισμένοι πίθηκοι, χωρίς έγνοιες, χωρίς αρρώστιες κι αυτό είναι μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις του πίθηκου, δηλαδή εμάς και φυσικά στην πορεία, συνήθως συναντάμε θηλυκά, αυτά τα υπέροχα μουνάκια, στη μπάρα, εδώ και αλλού και κάνουμε παρέα, μιλάμε, ενίοτε φιλιόμαστε, στο σκοτάδι ή το φως κι όταν συμβαίνει έτσι, βρίσκομαι με μια σύντροφο σε κρεβάτι σπιτικό ή ξενοδοχείου και η μνήμη καταγράφει σάρκες, επιφωνήματα, ω!..α!! κι αυτό μπορεί να είναι το τελευταίο που έχω σκεφτεί, ενώ έχει κλείσει προ πολλού το εικοσιτετράωρο μου.

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2019

ΕΣΎ



Τελευταία ξεχνώ να πάρω μαζί μου το κινητό
κι όταν βγαίνω έξω θυμόμουν πως 
υπήρχες εσύ για να μου τηλεφωνήσεις
-μύρο και θειάφι έξω απ την πόρτα μας.
το έβαζα μάλιστα στην τσέπη του πουκαμίσου μου
έτσι που να μου χτυπάει την καρδιά
το τρέμουλο των μήλων σου
Αργότερα από σήμερα, θυμόμουν
πως όλο και πιο συχνά ξεχνώ να το πάρω μαζί μου
δε βλέπω το λόγο
αλλά όταν το παίρνω, το βάζω πια στην κωλότσεπη έτσι
που να μπερδευτούν τα πλήκτρα και κάποιος να φαίνεται πως μου τηλεφωνεί
αφού πλέον δεν υπάρχεις εσύ.

[ποιήματα, Κ. ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ.]

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2019

ΤΟ 24ΩΡΟ ΕΝΌς ΣΥΓΓΡΑΦΈΑ-ΖΩΓΡΑΦΟΥ


Αν νομίζετε πως μια μέρα και μια νύχτα ενός τέτοιου ανθρώπου είναι  ευτυχισμένη, χαρούμενη και τα λοιπά, είστε γελασμένοι, συνήθως είναι πάνω από την έννοια του κοπιαστικού.
Αιώνια, ξυπνώ ή για να πω την αλήθεια, σηκώνομαι από το κρεβάτι γύρω στις επτάμισι το πρωί. Γιατί, άλλο ξυπνώ κι άλλο σηκώνομαι από το κρεβάτι. Μέχρι να νιφτώ, να ρίξω κάτι πάνω μου γιατί κοιμάμαι γυμνός, να κάνω ένα ντους, να κοιταχτώ στον καθρέφτη και να πω σήμερα είσαι ωραίος ή άσχημος ανάλογα τη νύχτα, ετοιμάζω ταυτόχρονα το μπρίκι για τον καφέ, λίγες φορές δεν το προλαβαίνω και παραφουσκώνει και τότε είμαι αναγκασμένος ανάμεσα από βρισιές και άλλες τέτοιες αηδίες, να φτιάξω έναν καινούργιο γιατί αυτός θα είναι η συντροφιά μου μέχρι το μεσημέρι. 
Στις οκτώ ανοίγω τον υπολογιστή, μαιιλ, μηνύματα, φειςμπουκ, μπλογκ, Διασχίζω και ανάλογα ετοιμάζομαι αν θα γράψω ή θα ζωγραφίσω. Και τα δυο τα κάνω το πρωί, όταν ζωγραφίζω αν είναι παραγγελία για να πάρω κάποια χρήματα, εργάζομαι εντατικά, τουλάχιστον μέχρι τις δυο το μεσημέρι που κυριολεκτικά βαριέμαι αφόρητα και καταλαβαίνω πως πρέπει να κάνω κάτι άλλο γιατί η ζωή μου καταντάει μονότονη, εφιαλτική, ανάμεσα από καβαλέτα, ώχρες, πινέλα, νέφτια, λάδια, ασύλληπτες ιδέες, λερωμένες μπλούζες, σανδάλια, καταστροφέας ενδυμάτων αλλά και σωματική κούραση ο αυχένας δεν αντέχει τόσες ώρες σ αυτή τη στάση, και το βλέμμα από το μοντέλο, στον καμβά, η παρατήρηση, ευτυχώς σπάνια κάνω λάθη πια αλλά άμα κάνω, ποιος με είδε και δεν πήρε δρόμο!
Αν γράφω τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, ανάλογα τι γράφω και σε αυτές τις περιπτώσεις που περισσότερο αξίζει ν αναφερθώ εδώ, είναι το μυθιστόρημα που μέχρι να το βάλεις σε μια σειρά και να κυλάει ο ρυθμός, οι ήρωες, οι περιλήψεις, τα γεγονότα είναι πιο οδυνηρό, μπορεί να κάθεσαι πριν γράψεις μια λέξη πάνω από μια-δυο ώρες μπροστά στον υπολογιστή και ν αναρωτιέσαι τι κάνω τώρα, κάνω τίποτα ή περνάει ο χρόνος μου χαμένος περιμένοντας να ξυπνήσεις επιτέλους και να γράψεις μιαν αράδα απ αυτά που πρέπει ή που χρειάζεται και εδώ μου φαίνεται ανόητο να χτυπάει το τηλέφωνο που το κοιτάζω με συμφορά πριν το σηκώσω ακόμα κι όταν βλέπω πως με καλεί ένα αγαπημένο πρόσωπο, επειδή τέτοιες ώρες δε θέλω να με διακόπτει κανείς, υπάρχουν άλλες ώρες γι αυτά αλλά ποιος σε ακούει; κανείς, κανείς γιατί και οι ζητιάνοι που εισβάλλουν τις πιο ακατάλληλες ώρες για να μου ζητήσουν δανεικά, σπάνια δίνω, αυτό είναι μια άλλη ιστορία και επανέρχομαι για να κάνω σύνδεση με τα προηγούμενα στο μυθιστόρημα Ο ΘΕΟΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΩΝ, τίτλος είναι αυτός που βρήκες; αναρωτιέμαι άμεσα αλλά ξέρεις ανάμεσα από πόσους τον διάλεξα; ξέρεις πόσους απέρριψα; δεν ξέρεις γι αυτό μιλάς και λες τα δικά σου, δίκιο έχεις κι εσύ, δίκιο έχω κι εγώ, μόνο ο θεός των φτωχών είναι άδικος, τι να λέμε τώρα κι αφού η ώρα περνάει σαν σίφουνας έτσι έρχονται και οι λέξεις, οι φράσεις, τα νοήματα και επιτέλους εγράφη αυτό που ήθελα, λέω καθώς το ξαναδιαβάζω, τουλάχιστον τρεις φορές, ενώ η ώρα έχει διαγράψει την πορεία της προς τις δυο το μεσημέρι, ώρα που πρέπει να σταματήσω, ώρα που πρέπει να σκεφτώ πως δεν έχω κάτι να φάω, αν πρέπει να φάω και επειδή έχω χρόνια τώρα πετάξει στον κάλαθο τα σουβλάκια, τους γύρους και γενικά τα βρώμικα φαγητά, ψάχνομαι περίπου δυο ώρες μεταξύ αυτών που μαγειρεύω κι αυτών που τρώω, συνήθως σαλάτες, κρύα πιάτα, λίγες μακαρονάδες, αρκετά όσπρια, ελάχιστο κρέας, λίγο ή αρκετό κρασί, ακούγοντας ΕΡΑ, αέρα-αέρα να πάρει το μυαλό αέρα! και τι ωραία που είναι η ζωή αν τυχαίνει να είμαι ερωτευμένος και να έρθει τότε η καλή μου για να κάνουμε τα περαιτέρω, λέξη κι αυτή, περαιτέρω! οπότε το μεσημέρι κλείνει γύρω στις τρεις-τέσσερις που την πέφτω, αιώνες τώρα, να πάρω τον μεσημεριανό μου ύπνο, που σπάνια ξεπερνάει τον κανονικό ύπνο μισής ώρας, άιντε τρία τέταρτα, έτσι που να κόψω τη μέρα στα δυο, έτσι με συμβούλευε χρόνια τώρα ο μπάρμπα-Γιώργης , που πράττοντας κατ αυτό τον τρόπο, έζησε τουλάχιστον ενενήντα χρόνια σοβαρής ζωής προτού τα τινάξει στα ενενήντα επτά, τέσσερα χρόνια αργότερα δηλαδή, που τα έζησε εντελώς άουτ, ήτοι σα να μη ζούσε καθόλου αφού ούτε με γνώριζε ούτε θυμόταν αν έζησε ποτέ και, σκέφτομαι πως αν γίνω ποτέ έτσι, θα είμαι ένας θαυμάσιος άνθρωπος! που πέρασε μια ευτυχισμένη ζωή, καθώς ήδη έχω ξυπνήσει γύρω στις πέντε με ανακατωμένα μαλλιά, είναι κι αυτά πρόβλημα, τα μεγάλα μαλλιά, να έχεις ή να μην έχεις μαλλιά; και αποφασίζω πως να έχεις, οπότε σηκώνομαι, στην αρχή με βαριεστημάρα, άμεσα πως μου χρειάζεται ένα ντους και το κάνω, αλλάζοντας βρακάκια, φανελάκια, μέχρι να έβγω πάλι στην επιφάνεια των πραγμάτων.

 συνέχεια και το τέλος αύριο [να είστε σίγουροι πως θα είναι συνταρακτικό]

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 33



Κανένας δεν ξέρει τι κρύβεται μες στη συνείδηση του άλλου. Τα συναισθήματα των απλών ανθρώπων βγαίνουν πολύ εύκολα στη  φόρα. Εκείνων όμως που άρχουν, που θέλουν να διοικούν αυτούς τους ανθρώπους, είναι αναγκαστικά κρυμμένα.
Έχοντας απέναντι του την Πέτρα Σμιθ ο Νίκος Καζάρμας, προσπαθούσε να ξεψαχνίσει τη συνείδηση της. Απ την αρχή δεν είχε πιστέψει πως μπορεί να ήταν ερωμένη του πατέρα του αλλά ποια ήταν η πραγματική τους σχέση δεν μπορούσε να την φανταστεί. Αυτό που περνούσε από το μυαλό του πλησίαζε στην αλήθεια αλλά χρειαζόταν να το εξακριβώσει.
-Δε μιλάς; κάτι ψάχνεις εσύ; την άκουσε να του μιλάει και γύρισε στα μάτια της.
Φαινόταν έξυπνη και οι έξυπνοι άνθρωποι είναι πιο επικίνδυνοι από τους άλλους. Γι αυτό και, ξαφνικά με βάση αυτή την αντίληψη, αποφάσισε να της μιλήσει στα ίσα, με ανοιχτά χαρτιά, προτού πάρουν άλλη τροπή τα πράγματα. Φοβόταν αδιόρατα τον κίνδυνο να τον ερωτευτεί η Πέτρα, πράγμα που για πολλούς λόγους δεν ήθελε να συμβεί.
-Πάμε έξω; της πρότεινε. Είναι πιο ήσυχα, πάμε σε ένα τραπεζάκι να καθίσουμε.
Πήρε το ποτό του και προχώρησε προς την αυλή. Η Πέτρα τον ακολούθησε χωρίς καμιά αντίρρηση, ένιωσε βολικά και ασυναίσθητα απέκτησε μια εμπιστοσύνη σ αυτόν τον άγνωστο άντρα που την είχε πλευρίσει τόσο αναπάντεχα. 
Κάθισαν σ ένα τραπέζι, μακριά από τον θόρυβο της μουσικής που ερχόταν απαλά να τους συντροφεύει.
-Λοιπόν; αγαπητέ άγνωστε, για πες μου τον λόγο που θέλησες να με γνωρίσεις; μίλησε με σαφήνεια και χωρίς καμιά ανησυχία.
-Το όνομα μου είναι Νίκος Καζάρμας, απάντησε κοιτάζοντας την έντονα.
Η Πέτρα ξαφνιάστηκε, έπιασε το πηγούνι της, άνοιξε τα μάτια , πελώρια.
-Νίκος Καζάρμας! μίλησε σαν ηχώ. Ο θεέ μου, μη μου πεις πως είσαι...
-Ναι, αυτός είμαι, την έκοψε. Εσύ ξέρεις τώρα ποιος είμαι. Πες μου κι εσύ ποια είσαι για να ξέρω με ποια έχω την τιμή να συνομιλώ.
Η Πέτρα το σκέφτηκε καλά για μια στιγμή να του κρυφτεί, αφού ο πατέρας τους είχε κρατήσει τόσα χρόνια κρυφή την ύπαρξή της. Ώστε αυτός ο άντρας που είχε απέναντι της και έπιναν το ποτό τους σαν γνώριμοι από καιρό ήταν αδερφός της! Γνώριζε πως υπήρχε ένας τέτοιος αλλά ποτέ δεν την είχε αφήσει ο πατέρας της να τον γνωρίσει. Τον ξανακοίταξε, πρόσεξε καλύτερα τα χαρακτηριστικά του.
-Δε μοιάζεις με τον πατέρα σου, είπε. Δε μοιάζετε καθόλου μπορώ να πω.
-Το ξέρω πως γνωρίζεις τον πατέρα μου. Όχι δεν του μοιάζω, μοιάζω στη μητέρα.
-Είμαστε αδέρφια, από άλλη μητέρα, ομολόγησε σα να μιλούσε στον εαυτό της, περισσότερο για να πεισθεί για τα συναισθήματα που την κυριαρχούσαν εκείνες τις στιγμές.
Πράγμα παράξενο ούτε ο Νίκος ξαφνιάστηκε, λες και είχε ακούσει το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.
-Και τώρα τι θα κάμεις; θα μιλήσεις στον πατέρα μας; εγώ νομίζω πως δεν πρέπει, αφού τόσα χρόνια δεν ήθελε να με παρουσιάσει σε σας, την άκουσε και δεν ήξερε αν έπρεπε ν ακολουθήσει τη συμβουλή της.
-Κάποια μέρα θα του μιλήσω, θα γίνει κι αυτό. Αλλά ας τον αφήσουμε λίγο ακόμα σ αυτό που είχε διαλέξει.
-Να σου πω, εντάξει! νομίζω πως έχεις δίκιο; θέλεις να βρίσκομαι ακόμα στη σκιά! να είμαι ακόμη πιο μόνη! τώρα που πέθανε και η μητέρα μου! αυτό θέλεις αδερφέ μου;
Τα έλεγε όλα μαζεμένα, ασταμάτητα, δεν την προλάβαινε. Έκανε να της πιάσει το χέρι.
-Δε θέλω να μου πιάσεις το χέρι! αγρίεψε. Τα μάτια της πετούσαν σπίθες. Σηκώθηκε.
-Φύγε! είπε. Δε θέλω να σε ξαναδώ! Δεν υπάρχεις, όπως δεν υπήρξες ποτέ.
Το πρόσωπο της είχε αλλάξει τελείως. Δεν είχε καμιά σχέση με το πρόσωπο που πριν από λίγη ώρα αντάλλασσε όμορφες ματιές μαζί του.
-Ή μάλλον φεύγω εγώ! γειάσου αδερφέ μου! είπε σαρκαστικά και έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω της.
Δεν έκαμε καμιά κίνηση να την κρατήσει, ήξερε πως θα την ξανάβλεπε και πως όλα αυτά θα άλλαζαν, αλλά προς το παρόν ανασήκωσε τους ώμους του. Δεν καταλάβαινε τι ακριβώς ήταν να έχεις μια αδερφή. Ούτε χαρά, ούτε λύπη. Μια ωραία συμπάθεια είχε νιώσει, ένα τράβηγμα του ίδιου αίματος, αν και δεν ήταν ακριβώς έτσι μια και η Πέτρα είχε και Γερμανικό αίμα στις φλέβες της.
συνεχίζεται

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 32




Αυτοί πιστεύουν πως ο κόσμος δεν μπορεί ν αλλάξει αν σκοτώνουμε κάποιες από τις κεφαλές του συστήματος. Η δική μας άποψη διαφέρει. Εμείς πιστεύουμε το αντίθετο. Κόβοντας κάποια τέτοια κεφάλια θα κάνουμε τους υπόλοιπους να φοβούνται, να τρέμουν για τη ζωή τους ανά πάσα στιγμή. Είμαστε λίγοι εναντίον πολλών.
Κάποια λόγια συγκρατούνται πιο εύκολα στο νου όταν λέγονται από σημαντικά άτομα και όταν πρεσβεύουν αυτόν που τα ακούει.
Ο Νίκος Καζάρμας είχε ακούσει αυτά τα λόγια  στις συγκεντρώσεις της ομάδας, πολλές φορές, από τότε που οι εκτελέσεις αυτών των προσώπων, έγιναν πράξη. Στην ομάδα ΚΆΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ δεν υπήρχε αρχηγός, όλοι δρούσαν ανάλογα με τα προσόντα και τις ικανότητες, μετά από συνδυασμένες ενέργειες όλων των μελών και συνήθως μόνο αυτών που εμπλέκονταν στην κάθε υπόθεση. Οι εκτελεστές της ομάδας ήταν τέσσερις, με τον θάνατο του Μπέρη, έμειναν τρεις και μετά την ανακάλυψη της γιάφκας, η ομάδα έλαβε εντολές για πλήρη αποχή από τα γεγονότα μέχρι νεωτέρας.
Σχεδόν στρατιωτικό ανακοινωθέν που αποφάσισαν όλοι μαζί δι ανατάσεως του χεριού.
Ο Καζάρμας στην ουσία δεν γνώριζε προσωπικά, κανέναν απ αυτούς που είχε συντρόφους στην ομάδα. Και ούτε τον ενδιέφερε.
Γνώριζε πως ήταν μπλεγμένος σε ένα τεράστιο παιχνίδι που αφορούσε κυριολεκτικά όλο του το είναι κι αυτό που τον ένοιαζε μόνο, ήταν η απόδοση δικαιοσύνης. Και αφού έβλεπε πως η δικαστικές αρχές ήταν δούλες της αστυνομίας και η αστυνομίες όλου του κόσμου υποταγμένες στους εισαγγελείς, ο μόνος τρόπος να αποδοθεί δικαιοσύνη ήταν η αυτοδικία. Επίσης σκεφτόταν πως κάποια στιγμή, ίσως πολύ σύντομα, να τον συνελάμβαναν ή να σκοτωνόταν σε κάποια συμπλοκή.
Το σκίτσο που του είχαν φιλοτεχνήσει οι ζωγράφοι της αστυνομίας δεν ήταν και τόσο κοντινό, στην ουσία δεν έμοιαζε καθόλου μ αυτόν και μόνο κάποιο άτομο που τον γνώριζε καλά θα μπορούσε να υποψιαστεί πως μπορεί να ήταν ο ίδιος ένα και το αυτό πρόσωπο με τον εκτελεστή.
Αυτό το άτομο ήταν ο ανακριτής Ιωάννης Εξαδάκτυλος. Ο Νίκος ήξερε πως κάποτε θα έρχονταν αντιμέτωποι οι δυο τους, αλλά αυτό φαινόταν αρκετά μακρινό, έτσι πίστευε ταξιδεύοντας γι άλλη μια φορά προς την Κηφισιά, έχοντας κατά νου να μπορέσει να εξακριβώσει τι ήταν εκείνη η νεαρή γυναίκα που είχε συναντήσει ο πατέρας του.
Είχε έρθει το Καλοκαίρι, ο ήλιος βασάνιζε τα μυαλά και το δέρμα των ανθρώπων, λίγο πριν την άφιξη της ηλεκτρονικής εποχής, των κινητών τηλεφώνων και των υπολογιστών που θα άλλαζαν εντελώς τη φυσιογνωμία του καινούργιου κόσμου.  Είχε προμηθευτεί και ο ίδιος ένα από τα πρώτα και προσπαθούσε να εξοικειωθεί με τη νέα τεχνολογία, όπως και με το διαδίκτυο. Το ιντερνέτ αυτή την φοβερή ανακάλυψη των Εγγλέζων που έβαλε τον κόσμο σε μια εντελώς άλλη πραγματικότητα που ναι με αναμενόταν αλλά είχε εμφανιστεί πιο γρήγορα κι αυτό δημιουργούσε πρόβλημα και στις κυβερνήσεις των κρατών που έπρεπε να προσαρμοστούν τάχιστα.
Φτάνοντας εκείνοο το βράδυ, έξω από το σπίτι που διέμενε η Πέτρα Σμίθ, πάρκαρε το αυτοκίνητο και κατέβηκε. Ήταν ντυμένος στο τσακ. Ξυρισμένος. Κοντό, κουρεμένο μαλλί, άνετο στυλ. Διάβαινε και τον κοιτούσαν όλοι, άντρες, γυναίκες, παιδιά, ανεξαρτήτου ηλικίας. ήταν ένας τύπος που δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητος. Είχε συνηθίσει σ αυτό, δεν τον πείραζε, ίσα-ίσα μερικές φορές το διασκέδαζε κιόλας.
Είδε την Πέτρα να διαβαίνει ανάμεσα από το πλήθος κι αυτή δεν περνούσε απαρατήρητη, και να κατευθύνεται προς ένα από τα καλύτερα μπαρ της Κηφισιάς. Την ακολούθησε. Στα σκαλιά προς την είσοδο γύρισε και τα μάτια τους ανταμώθηκαν. Της χαμογέλασε. Εκείνη του ανταπέδωσε. Ήταν η πρώτη φορά που βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής από τότε που την είχε παρακολουθήσει για ν ανακαλύψει τι κρυβόταν πίσω από τη σχέση της με τον πατέρα του που πραγματικά δεν μπορούσε να εξακριβώσει και ούτε να φανταστεί τι ακριβώς συνέβαινε. Απόψε πίστευε να εξακρίβωνε μερικά προσπαθώντας να την γνωρίσει.
Πήγε στη μπάρα, παράγγειλε το ποτό του, η Πέτρα στην άλλη πλευρά έκαμε το ίδιο. Ξανακοιτάχτηκαν σα να ήταν μόνοι σ αυτό το μπαρ, σ αυτόν τον κόσμο. Χωρίς χρονοτριβή ο Καζάρμας έφτασε κοντά της.
-Γειάσου, της είπε ανάμεσα από τον θόρυβο της μουσικής και κάθησε απέναντις της. Είμαι ο Νίκος.
-Γειάσου κι εσένα! του χαμογέλασε και της άρεσε αυτός ο άντρας που την είχε πλησιάσει τόσο αυθόρμητα. Είμαι η Πέτρα.
συνεχίζεται

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 31



Ο πρώτος δολοφόνος λέγεται πως ήταν ο Κάιν, αυτή ήταν η αρχή των φόνων για τους Εβραίους, ενός λαού από τους πιο εκλεκτούς λαούς του κόσμου. Αρχή γενέσεως δολοφονιών, πριν ή μετά τον Κάιν δεν έχει σημασία. Για τους Έλληνες, επίσης ένας λαός από τους πιο προβεβλημένους στην παγκόσμια ιστορία, ο Κόδρος θεωρείται ένας από τους πρώτους δολοφόνους που εφόνευσε έναν ξυλοκόπον για να σκοτωθεί κατόπιν ο ίδιος από τον σύντροφον του κι έτσι να γλιτώσει το κράτος των Αθηνών. Ο ξυλοκόπος δε, είχε υιόν ο οποίος με τη σειρά του μαχαίρωσε τον υιόν του Κόδρου Μυθριδάτη. Ούτος εφονεύθη από τον Δαλάι Λάμα τον μεταγενέστερο, εκ της Ρουθ και του Βοόζ, εν τη πόλει Ιερουσαλήμ. Αυτή ήταν η πόλη όπου οικοδόμησε τον ναόν του ο Ιούδας, το γένος της μάνας του. Νωρίτερον δε ο Αλέξανδρος ο Μέγας μέσω κάποιου Παυσανία σκότωνε τον πατέρα του Φίλιππο και εθεωρήθη από τους πρώτους πατροκτόνους που δεν δικάστηκε ποτέ για την πράξη του. Από εκεί αργότερον, γενεαί δεκατέσσερις εδολοφονήθηκαν μεταξύ τους, έως του μεγάλου Καίσαρος της Ρώμης. Εξ αυτού εγεννήθη παιδίον νέον το οποίον έμελλε να σαιτεύεσει πισώπλατα τον αδερφό του, έναντι της πατρικής περιουσίας. Κι αυτός όμως δεν είχεν καλυτέραν τύχην. Ο αιμοβόρος Βούλγαρος Κρούμος, έπινε νερό με την νεκροκεφαλήν του, μετά την αποκοπή της από το σώμα. Μέχρι εδώ άλλες γενεές δεκατέσσερις, ων τα ονόματα δεν γράφει η ιστορία, παρομοίως είχαν αποκεφαλιστεί. Έκτοτε η δολοφονία αποτέλεσε ένα από τα ισχυρότερα και αποτελεσματικότερα, πολιτικά και στρατιωτικά όπλα. Οι μεγαλύτεροι δολοφόνοι, ο Καλιγούλας ο Λεοπόλδος του Βελγίου, η Ελιζάμπεθ Μπάθορι, ο Χίμλερ, ο Τσι Σι Χουάγκ, ο Ροβεσπιέρος και από τους πιο ονομαστούς δολοφονημένους της ιστορίας ο Αβραάμ Λίνκολν, τον οποίο πυροβόλησε ο ηθοποιός Μπούθ τη στιγμή που ήταν σκασμένος στα γέλια από την κωμωδία που παρακολουθούσε. Από τότε και μετά κυριάρχησε στον κόσμο η ειρήνη, που επί των ημερών της, ο Γιάννης εφόνευσε τον Κώστα και ο υιός αυτού τον Βαγγέλη για να διαιωνιστεί ένας κατάλογος αιματηρών πράξεων.
Τα έλεγε όλα αυτά ο ανακριτής, ανακατεμένα, μπερδεμένα, έτσι που η γυναίκα του η Ντιούσκα είχε μείνει άγαλμα να τον παρακολουθεί.
-Τι συμβαίνει άντρα μου; είπε με ανησυχία.
-Δεν μπορώ να σου πω! απάντησε. Βάλε μου ένα ποτό ακόμα.
Ήταν ένα βράδυ μετά από την ημέρα που ο ανακριτής είχε πειστεί πως ο Νίκος Καζάρμας, ο αγαπημένος του ανιψιός ήταν ο εκτελεστής τουλάχιστον του Μαυροσκότη. Είχε παραμείνει εντελώς άπραγος. Δυο μέρες δεν πάτησε το πόδι του στο γραφείο προφασιζόμενος τον άρρωστο.
-Μα είσαι άρρωστος, θα σε πειράξει! είπε η Ντιούσκα, φέρνοντας το ποτό. Τι παραλήρημα ήταν αυτό με τους φόνους;
-Διαφωνείς; την ειρωνεύτηκε ο ανακριτής. Εσύ δεν είσαι γνήσια απόγονος του Κρούμου και του Σαμουήλ αυτών των τεράτων της ιστορίας σας;
Η Ντιούσκα συνέχισε να τον κοιτάζει απορημένη.
-Ξέρω πολύ καλή ιστορία κύριε ανακριτά, να είσαι σίγουρος γι αυτό. Όλα αυτά που μου αράδιασες είναι σωστά. Συμφωνώ πως ο άνθρωπος είναι ένα τέρας που δολοφονεί.
-Εσύ θα το έκανες ποτέ; ρώτησε εντελώς ξαφνικά ο ανακριτής.
-Δεν το χω σκεφτεί. Ή μάλλον το χω σκεφτεί και δεν έδωσα καμιά απάντηση στον εαυτό μου. Αλλά γνωρίζω πως κι εγώ θα το έκανα αν βρισκόμουν σε ανάλογη θέση ας πούμε του Αλέξανδρου. Και αν είχα εξουσία. Η εξουσία είναι φονικό όπλο.
-Θα το έκανες ε; αναρωτήθηκε περισσότερο ξαφνιασμένος. Ώστε και η καλή του γυναίκα η όμορφη Ντιούσκα θα μπορούσε να κάνει φόνο!
-Απορώ που ξαφνιάζεσαι! ένας άνθρωπος με τις δικές σου γνώσεις θα έπρεπε να γνωρίζει οπωσδήποτε πως όλοι οι άνθρωποι μπορούν να σκοτώσουν κάτω από διάφορες συνθήκες.
-Λες να μη το γνωρίζω;
-Ε, τότε;
-Η επιβεβαίωση των κανόνων σε πρακτική μορφή είναι πολύ μακριά από την θεωρητική. Κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες δεν μπορώ να σε φανταστώ δολοφόνο!
-Ε, ούτε κι γώ εσένα! αν το πας έτσι, γέλασε η Ντιούσκα.
-Μη γελάς, το θέμα είναι σοβαρό...
-Για σένα που έχεις ν αντιμετωπίσεις κάθε μέρα τέτοιες καταστάσεις, εγώ μια απλή μεταφράστρια είμαι, που θέλω να ζήσω τη ζωή μου ήσυχα με τον άντρα μου και τα παιδιά που θα κάνουμε! κι έπιασε με νόημα τη φουσκωμένη κοιλιά της.
Του ανακριτή πήγε να του φύγει το ποτήρι με το ποτό από το χέρι.
-Αλήθεια λες; άνοιξε τα μάτια του.
-Εμ, τι ψέμματα; του χαμογέλασε και τον αγκάλιασε. Ύστερα σηκώθηκε. Πάω να ετοιμαστώ ένα τέτοιο γεγονός χρειάζεται μια μικρή γιορτή, δεν συμφωνείς αγάπη μου; Θα με βγάλεις έξω;
Ο ανακριτής έγνεψε ναι, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήξερε τι να πει. Από τη μια χάρηκε και από την άλλη μούτρωσε αλλά η χαρά του ήταν μεγαλύτερη. Γι αυτό σηκώθηκε και πήγε να ετοιμαστεί για μια χαρούμενη βραδιά.
συνεχίζεται

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 30




Δεν είχε κανέναν λόγο να τους πιστέψει. Ή μάλλον είχε πολλούς λόγους να μην τους πιστέψει. Ήταν πολλά πράγματα που έρχονταν τελείως αντίθετα με τις ενδείξεις και των όσων, αργότερα, υποστήριξαν. Κι ο ανακριτής δεν ήταν από τους ανθρώπους που έχαβαν μύγες.
Οι συνταρακτικές αποκαλύψεις της αστυνομίας του προκαλούσαν γέλιο ή αντίθετα λύπη, αφού και οι δυο αντίθετες έννοιες ήταν τόσο κοντά όσο το δράμα με την κωμωδία. Αμέσως μετά την δολοφονία του Αλέκου Μπέρη, ανακοίνωσαν και μέσω του τύπου, πως αυτός ήταν ο στυγερός δολοφόνος του καθηγητή Μαυροσκότη.
-Μα πως γίνεται αυτό; ρώτησε τον χοντρό υπαστυνόμο Χρήστο Φοντέλη, ειδικευμένο στη δίωξη κατά της τρομοκρατίας.
-Όλα γίνονται κύριε ανακριτά, όλα είναι πιθανά!
-Το σκίτσο που είχατε φτιάξει, σύμφωνα με την μαρτυρία του δυσκίνητου και γυαλάκια θυρωρού, έδειχνε έναν ξανθό άντρα με μουστάκι...
-Μην αυταπατάσαι κύριε ανακριτά, συνέχισε το βιολί του ο υπερφίαλος μπάτσος. Ο άνθρωπος όπως είπες κι εσύ και όπως είναι αυταπόδεικτο, είναι γυαλάκιας, δηλαδή μύωπας και φυσικό ήταν να κάνει λάθος, αυτό είναι όλο. Δυσκίνητος καθώς είναι δεν μπόρεσε να πλησιάσει τον τρομοκράτη, για να δει καλύτερα.
Ο ανακριτής δεν ήξερε πως να τον κοιτάξει. Τον περνούσαν για τόσο ηλίθιο;
-Εξ άλλου, τον πρόλαβε ο Φοντέλης, ο θυρωρός συμφώνησε τελικά, πως ο άντρας που είδε εκείνο το πρωινό στο μέγαρο, ήταν μελαχρινός.
-Θα τον ρωτήσω γι αυτό, θέλω να τον ακούσω να μου το λέει κι εμένα.
-Μπορείς να πας να τον βρεις, κούνησε το κεφάλι του ο χοντρός υπαστυνόμος, κρύβοντας κι ένα ειρωνικό χαμόγελο που δεν του άρεσε καθόλου.
Είχε συνεργαστεί με πάρα πολλούς αστυνομικούς, σχεδόν όλοι ίδιοι, πανομοιότυποι του μοιαζαν. Εγωκεντρικοί, κρυψίνοες, με ένα ύφος σαν του Πάπα που είχε το αλάθητο. Έτσι κι αυτοί, νόμιζαν πως ήταν αλάθητοι και ως εκ τούτου εξουσιαστικοί.
Έφυγε βιαστικός, νιώθοντας σαν ένας οποιοσδήποτε ηλίθιος που πήγαιναν να τον κοροϊδέψουν κι αυτό δεν είναι από τα καλύτερα συναισθήματα. Κάτι προσπαθούσε να κρύψει η αστυνομία, κάτι ήθελε να περάσει στην κοινή γνώμη κι αυτό δεν ήταν άλλο από το ότι δρούσε κεραυνοβόλα, ότι ήταν αξιόπιστη και ότι οι πολίτες μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι αφού πολύ σύντομα θα εξάρθρωνε τις ομάδες τρομοκρατών και ιδιαίτερα της ομάδας ΚΆΤΩ ΤΟ ΚΡΆΤΟΣ.
Έφτασε στο μέγαρο της Πανεπιστημίου και είδε τον θυρωρό μέσα στο γυάλινο περίβλημα του. Του μοιασε μκε τυφλή πεταλούδα, καθώς ταχτοποιούσε ορισμένους φακέλους του ταχυδρομείου.
Ο θυρωρός δεν τον αναγνώρισε αμέσως και τον εξέταζε μέσα από τα χοντρά, μυωπικά γυαλιά του μερικά δευτερόλεπτα.
-Τι θέλετε κύριε; τον ρώτησε κατά την προσφιλή του συνήθεια να απευθύνει σε όλους αυτή την ερώτηση.
Αλλά, ευθύς αμέσως σαν να τον αναγνώρισε, σηκώθηκε λίγο αμήχανα και του πρότεινε το χέρι.
-Τι κάνετε κύριε ανακριτή! είπε μουδιασμένα. Αυτοί οι άνθρωποι νιώθουν πάντα μια κατωτερότητα μπροστά σε ανθρώπους με τίτλους.
Το ασύσπαστο πρόσωπο του ανακριτή, τον έκανε περισσότερο αμήχανο.
-Θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Προσπάθησε να είσαι ειλικρινής και σίγουρος, γιατί από αυτό εξαρτάται αν θα σε χώσω μέσα!
-Εμένα να χώσετε μέσα κυρ-ανακριτή; κάποιους άλλους να βάλετε, εγώ τι έκανα; στριφογύρισε αποφεύγοντας να τον κοιτάξει.
-Λοιπόν, θα σε χώσω μέσα για ψευδή κατάθεση. Λοιπόν, εδώ που είμαστε μόνοι και δε θα το λάβω υπ όψιν μου. Ήταν ξανθός ή μελαχρινός;
-Την αλήθεια; τον κοίταξε τώρα στα μάτια. Και δε θα πάθω τίποτα; συνέχισε παρακαλεστά.
-Δε θα πάθεις τίποτε σου εγγυώμαι εγώ. Λέγε, ξανθός ή μελαχρινός;
-Ξανθός! είπε. Μπορώ να κάνω τη δουλειά μου τώρα;
Ο ανακριτής δεν του απάντησε. Τι να του λεγε; δεν είχε σημασία, έτσι ένιωσε πως δεν είχε νόημα να συνεχίζει την ανάκριση του θυρωρού. Στο μυαλό του είχε σχηματιστεί η εικόνα του ξανθού εκτελεστή με το μουστάκι, που ίσως να ήταν ψεύτικο.
Επέστρεψε στο γραφείο αποφασισμένος να βάλει σε μια οριστική τάξη τις σκέψεις του γι αυτή την υπόθεση που είχε αρχίσει να τον ενοχλεί. Κάτι δεν του κόλλαγε, κάτι δεν του άρεσε κι αν ήταν κάτι που τον διέκρινε και πλησίαζε κοντά στην αλήθεια, ήταν γιατί συναρμολογούσε τις πιθανότητες. Όλες τις πιθανότητες, επειδή πίστευε πως όλη η ζωή μας ήταν μια πιθανότητα.
Την πιθανότητα να είχε σκοτώσει ο Αλέκος Μπέρης τον Μαυροσκότη την είχε αποκλείσει άμεσα αλλά η αστυνομία τον είχε σκοτώσει ενώ μπορούσε να μην το κάνει όπως παραδόξως είχε υποστηρίξει και ο χοντρός υπαστυνόμος. Ο Μπέρης ήταν σκούρος, μελαχρινός, ο δολοφόνος του καθηγητή ξανθός.
Έβγαλε τα σκίτσα από το συρτάρι, τα παρατήρησε πολύ ώρα. Κάτι του θύμιζε, κάπου πλησίαζε σε μια οικεία του μορφή αλλά τον εξέπληττε, δεν μπορούσε ούτε καν να το συλλογιστεί. Ο άντρας του ξανθού σκίτσου έμοιαζε με τον ανιψιό του. Τον Νίκο Καζάρμα. Αν του αφαιρούσες το μουστάκι ήταν ολόιδιος! Έκρυψε το μουστάκι με το δάχτυλο του, ύστερα με έναν χάρακα, ήταν ο ίδιος ή τουλάχιστον του έμοιαζε στο ενενήντα τοις εκατό. Και παραδέχτηκε πως οι σκιτσογράφοι είχαν κάνει μια σπέσιαλ δουλειά. Τη σύγκριση όμως αυτή μπορούσε να την κάνει μόνον αυτός. Κανείς άλλος δεν είχε τέτοια πρόσβαση. Από την αρχή όταν πρωτοείδε το σκίτσο, το μυαλό του είχε πάει στη φιγούρα του Νίκου αλλά την είχε απορρίψει σαν εμμονή. Εμμονή σύγκρισης αλλά τώρα με την αφαίρεση του μουστακιού, έμεινε αποσβολωμένος. Δε χωρούσε καμιά αμφιβολία. Ο άνθρωπος του σκίτσου και ο εκτελεστής του Μαυροσκότη ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο. Ο Νίκος Καζάρμας.
συνεχίζεται 


Παρασκευή 30 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 29



Δεν έκανε καμιά κίνηση. Έμεινε εκεί, ανάμεσα από τα δυο μισάνοιχτα παντζούρια, να τους βλέπει που πλεύριζαν το σπίτι της οδού Κέρενσκι με προφυλάξεις και τα όπλα προτεταμένα. Μέτρησε γύρω στους είκοσι, σταμάτησε να μετράει. Δεν έβλεπε το νόημα, μάλλον κάτι άλλο θα έψαχναν. Κρύφτηκε καλύτερα πίσω απ τα παντζούρια, κάνοντας μια σκέψη και κλείσει και να φύγει, γι αυτό, κοίταξε προς την πόρτα με υποψία. Σκέφτηκε να την ανοίξει μα μετάνιωσε άμεσα. Σαν κάτι να έκρυβε πίσω της. Τα πράγματα που κρύβονται, αν έχεις μάτια την κατάλληλη στιγμή τα βλέπεις. Πως μπορεί όμως να είχαν ανακαλύψει τη γιάφκα; μέχρι τότε η οργάνωση δεν είχε κάνει κανένα λάθος που θα τους οδηγούσε εκεί. Άρα; Δεν μπορούσε να βγάλει συμπέρασμα κι απόρεσε με τον εαυτό του που σκέφτηκε πως κάποιος τους είχε στείλει εκεί, επίτηδες γι αυτόν.
Κοίταξε πάλι από τη χαραμάδα. Τους είδε που είχαν πιάσει επίκαιρες θέσεις στον ακάλυπτο και σίγουρα γύρω από το σπίτι, δεν υπήρχε πλέον καμιά αμφιβολία. Έβγαλε το πιστόλι και πήγε προτείνοντας το προς την πόρτα. Στάθηκε ένα μέτρο μακριά της και κατάλαβε πως κάποιος ήταν απ έξω. Επίσης κατάλαβε πως δεν την γλίτωνε. Υπήρχε βέβαια και η παράδοση, να παραδιδόταν σ αυτούς.
Πικρογέλασε στη σκέψη, γύρισε και κάθισε στην καρέκλα, χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο. Μπορεί να έκανε λάθος, δεν ήταν σίγουρος πως είχαν έρθει γι αυτόν. Ίσως κιόλας να μην ήταν κανείς έξω από την πόρτα του. Την ξανακοίταξε προσπαθώντας να την διαπεράσει με το βλέμμα, χωρίς να μπορέσει ν αρνηθεί την πρώτη του σκέψη. Θα ήταν τέσσερις ή πέντε δεξιά κι αριστερά της πόρτας και περίμεναν.
Θα περίμενε κι αυτός, προσπαθώντας να είναι τελείως ήσυχος, για να μην προδώσει την παρουσία του, μέχρι να έκαναν εκείνοι το πρώτο βήμα. Αυτός καθισμένος με το πιστόλι στα χέρια θα τους περίμενε. Ησυχία δευτερολέπτων. καμία κίνηση.
Σηκώθηκε αργά-αργά, πήγε και ξεκρέμασε ένα Καλάσνικοφ να το έχει δίπλα του. Ξανακάθισε στην καρέκλα που έτριξε λίγο. Με τεντωμένα νεύρα περίμενε ν ακούσει κάποιο χτύπημα στην πόρτα. Κανείς.
Κοίταξε πάλι απ το παράθυρο, τους είδε στις ίδιες θέσεις. Μόνο ένας από δαύτους, ξεμύτισε γοργά, πλησίασε στο προαύλιο δυο-τρία μέτρα και ύστερα ταμπουρώθηκε πίσω απ τον κορμό του μεγάλου ευκαλύπτου. Ο Μπέρης έβλεπε τώρα μόνο την κάννη του όπλου που προεξείχε και ο ιδρώτας άρχισε να κυλάει στο μέτωπο του. Κοίταξε το ρολόι του. Τι ώρα να ήταν; το ρολόι ήταν σταματημένο στις εννέα. Κοίταξε στη συσκευή τηλεφώνου. Σκέφτηκε να σχηματίσει τους τρεις αριθμούς που έλεγαν την ώρα. Ένα-τέσσερα-ένα. Αν τον άκουγαν όμως; Πήρε τη συσκευή στα γόνατα του, έβαλε τον δείχτη στο ένα, το γύρισε μέχρι ν ακουμπήσει στο μικρό, καμπυλωτό ατσάλι. Το ξανάφερε πίσω, ήχος δεν ακούστηκε κανένας. Τώρα έπρεπε να γυρίσει το τέσσερα και ήρθαν στο νου ώρες πολλές που προσπαθούσε να πιάσει το ένα-τέσσερα-ένα. Το εκνευριστικό σήμα της κατειλημμένης γραμμής, ήταν μεγάλη απογοήτευση. Όμως αυτή τη φορά στάθηκε τυχερός. Έπρεπε με την πρώτη φορά να πιάσει το νούμερο και το πιασε. Σκέφτηκε προτού γυρίσει το τέσσερα, να κλείσει τη γραμμή και να προσπαθήσει να καλέσει τον σύνδεσμο της οργάνωσης που είχε σε περίπτωση άμεσου κινδύνου αλλά μετάνιωσε αμέσως. Θα τον άκουγαν απέξω και δε θα είχε κανένα νόημα, δεν μπορούσαν να τον βοηθήσουν, ότι έκανε έπρεπε να το κάνει μόνος του. Γι αυτό άφησε το τέσσερα να γυρίσει πίσω. Μετά το ένα. "Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι έντεκα και πενήντα εννιά και πενήντα δευτερόλεπτα...στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι δώδεκα ακριβώς...στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι, δώδεκα και δέκα δευτερόλεπτα.."
Άφησε τη συσκευή κατάχαμα, ανοιχτή.
Θα παραδιδόταν. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος, δεν μπορούσε να εξαφανίσει τα όπλα, αν αυτά έλειπαν από κει μέσα όλα θα διορθώνονταν. Θα έβγαινε σαν ένας φιλήσυχος πολίτης στο δρόμο. Πικρογέλασε στη σκέψη πως είχαν έρθει τυχαία και την απέρριψε άμεσα. Κάποιος είχε προδώσει, κάποιο τους είχαν στείλει να τον σκοτώσουν.
Πόση ώρα θα περίμεναν προτού κάνουν την πρώτη κίνηση; Άκουσε πάλι την ανοιχτή γραμμή να λέει η ώρα είναι δώδεκα και πέντε και τριάντα δευτερόλεπτα ακριβώς. Είχε περάσει ήδη περίπου μισή ώρα από τότε που ήρθαν. Τι περίμεναν; μήπως να κάνει την πρώτη κίνηση αυτός; ή μήπως να βγει αμέριμνος και τότε να τον συλλάβουν χωρίς να πέσει πιστολιά; ήθελαν φαίνεται να κάνουν ήσυχα τη δουλειά τους κι ακόμα διαφαίνονταν πως τον χρειαζόταν ζωντανό. Αυτό ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρο. Κι αφού τον ήθελαν ζωντανό, θα τους πολεμούσε πιο εύκολα. Είχε, λοιπόν χρόνο στη διάθεση του.
Άφησε το Καλάζνικοφ στον καναπέ. Πήρε το τραπέζι και το πήγε πίσω από την πόρτα για να εμποδίζει το άμεσο άνοιγμα της. Προσπάθησε να το ακουμπήσει χωρίς θόρυβο. Δεν τα κατάφερε. Ακούστηκε το σούρσιμο και το ακούμπημα των δυο ξύλων. Μέσα του ένιωσε ένα κελάρυσμα διαπεραστικού φόβου. Τώρα θα εκδήλωναν την παρουσία τους.
Πράγματι, απ έξω χτύπησαν δυνατά με τους υποκόπανους.
-Αστυνομία! ανοίξτε! άκουσε μια φωνή.
Δεν απάντησε, τι να έλεγε; Έπιασε το Καλάσνικοφ, κοίταξε το παράθυρο, ήταν ανόητο να σκεφτεί τη φυγή από εκεί. Δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα να ξεφύγει. Ο κύκλος των αστυνομικών είχε στενέψει σαν βεντάλια γύρω του.
-Ξέρουμε ότι είσαι μόνος μέσα, ακούστηκε η φωνή απ έξω. Βγες με τα χέρια σηκωμένα και δεν θα πάθεις τίποτε.
Ούτε αυτή τη φορά απάντησε. Τι να έλεγε; φαίνεται πως ήταν καλά ενημερωμένοι. Δεν ωφελούσε να κρύβεται γι αυτό πήρε θέση άμυνας, ταμπουρώθηκε πίσω από το γραφείο, ελέγχοντας πότε την πόρτα και πότε το παράθυρο. Δε θα τολμούσαν να εισβάλλουν έτσι, θα φοβούνταν για θύματα.
-Άνοιξε! ακούστηκε επιτακτικά η φωνή. Αν σε πέντε λεπτά δεν έχεις ανοίξει θα σπάσουμε την πόρτα και θα μπούμε μέσα. Μην προσπαθήσεις να ξεφύγεις από το παράθυρο. Θα έχεις δει πως είσαι περικυκλωμένος. Άνοιξε και δε θα πάθεις τίποτε!
Αλλά ο Μπέρης αυτό θα έκανε. Θα προσπαθούσε να ξεφύγει από το παράθυρο.
Πλησίασε προς τα εκεί. Κρύφτηκε στον τοίχο και με την κάννη έσπρωξε το παντζούρι ν ανοίξει. Μια σφαίρα πήγε και σφηνώθηκε στο ξύλο, μια άλλη θρυμμάτισε το τζάμι, πήγε και καρφώθηκε στον απέναντι τοίχο.
Το ύψος του παραθύρου από το έδαφος ήταν χαμηλό, περίπου στο ένα μέτρο. Ο Μπέρης πετάχτηκε έξω πυροβολώντας δεξιά κι αριστερά. Οι ριπές συγκλόνισαν τον ακάλυπτο και όλο το τετράγωνο. Από τα γύρω μπαλκόνια φάνηκαν άνθρωποι να κοιτούν περίεργοι, φοβισμένοι, ακούστηκαν φωνές, οχλαγωγία.'Οι αστυνομικοί απάντησαν με συνδιασμένα πυρά καθώς ο Μπέρης πετάχτηκε έξω και κατάφερε με τούμπες να φτάσει πίσω από ένα μικρό τσιμεντένιο τοιχάκι και να ταμπουρωθεί εκεί. Μια σφαίρα τον είχε βρει δεξιά, στη λεκάνη, το αίμα έτρεχε κατηφορίζοντας ανάμεσα στις χαρακιές του τσιμέντινου δαπέδου. Άδειασε τις υπόλοιπες σφαίρες που του είχαν απομείνει στους αστυνομικούς κι έπειτα πέταξε το όπλο κι έκανε να σηκώσει τα χέρια.
Ωστόσο οι άλλοι είχαν σπάσει την πόρτα και είχαν φτάσει στο παράθυρο. Γύρισε κατα εκεί και τους κοίταξε με σηκωμένα χέρια. Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που έβλεπε. Μια ομοβροντία από σφαίρες τον γάζωσαν καθώς προσπαθούσε να σταθεί όρθιος. Έπεσε σφαδάζοντας, σπαρτάρισε λίγο ακόμα κι ύστερα ηρέμησε τελείως ευθυτενής, ανάσκελα στο τσιμέντο. Απ όλο το σώμα ανάβλυζε αίμα, το μενταγιόν της Παναγιάς κι αυτό γέμιζε αίματα ανάμεσα στις τρίχες του στέρνου του.
Οι αστυνομικοί στάθηκαν τριγύρω του. Ο χοντρός υπαστυνόμος που ήταν επικεφαλής, κοίταξε με σημασία αυτούς που βρίσκονταν ακόμα στο παράθυρο.
-Δεν έπρεπε να τον σκοτώσετε, είπε. Του είχαν τελειώσει οι σφαίρες.
Έπειτα γύρισε προς τους άλλους πουν μάζευαν τον σκοτωμένο συνάδελφο τους.
-Πέθανε; ρώτησε.
Οι άλλοι κούνησαν τα κεφάλια τους καταφατικά.
-Ο άλλος;
-Είναι τραυματισμένος βαριά, χρειάζεται άμεσα γιατρό! του απάντησαν.
Μέσα στο σπίτι της οδού Κέρενσκι δεν πείραξαν τίποτε. Τα υπόλοιπα ήταν άλλων δουλειά. Μόνο ένας αστυνομικός βγαίνοντας σταμάτησε στο τηλέφωνο. "Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι δώδεκα και είκοσι και τριάντα δευτερόλεπτα" ακούστηκε από την ανοιχτή γραμμή. Τοποθέτησε το ακουστικό στη συσκευή και ακολούθησε τους άλλους.

συνεχίζεται

Τετάρτη 28 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 28






Η Πέτρα Σμίθ έκλαιγε όσο πιο βουβά μπορούσε. Ο Φάνης Καζάρμας προσπαθούσε να της συγκρατήσει τα δάκρυα μα δεν ήταν εύκολο, εξ άλλου ήταν και εκείνος λυπημένος. Δε μιλούσαν, σα να είχαν στερέψει οι λέξεις. Πατέρας και κόρη ενός παράνομου δεσμού, έτσι έλεγαν οι άνθρωποι τα παιδιά εκτός γάμου.
 Η Πέτρα Σμίθ που είχε γεννηθεί πριν είκοσι χρόνια, δεν έμοιαζε με μια τυπική Γερμανίδα, ψυχρή κι ανέκφραστη μορφή, όπως τις θέλουν να τις παρουσιάσουν οι κριτικές των λαών. Είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της το Μεσογειακό ταμπεραμέντο, ήταν μισή Γερμανίδα και μισή Ελληνίδα, που μάλλον είχε επικρατήσει στον ευαίσθητο χαρακτήρα της. Ήταν μια λεπτή, σχεδόν διάφανη παρουσία, έτοιμη να σπάσει, έτοιμη να λυγίσει στο παραμικρό φύσημα του ανέμου. Σπούδαζε Ζωγραφική στην ανωτέρα σχολή καλών Τεχνών Ελλάδος.
Είχαν καθίσει σε ένα παγκάκι του άλσους που εκείνη την ώρα υπήρχε λιγοστός κόσμος.
-Πότε πέθανε; ρώτησε ο Φάνης.
-Χτες το βράδυ, ήταν άρρωστη, πολύ καιρό, απάντησε η Πέτρα.
-Το ήξερες και δε μου το είχες πει...
-Τι να σου έλεγα; αφού δεν ήθελες να σου μιλάω για τη μητέρα μου...
-Δεν ήθελα γιατί εκείνη με παράτησε. Τότε. Εγώ δεν ήθελα να χωρίσουμε, άνοιξε τα χέρια του.
Η Πέτρα σταμάτησε να κλαίει.
-Δε θα έρθεις ε; ρώτησε με απογοήτευση.
-Και να ήθελα δεν μπορώ, είπε.
-Δε μας αγάπησες μπαμπά, αγαπάς περισσότερο το άλλο σου παιδί...Αλλά τι σου τα λέω εγώ τώρα αυτά εσένα...
-Τι είναι αυτά που λες; τόσα χρόνια δε σε φροντίζω, δε σου δίνω χρήματα; λίγα αλλά τόσα μπορώ, δεν είμαι κανένας πλούσιος...
-Το ξέρω μπαμπά και σ ευχαριστώ για όλα, όσα κάνεις για μένα. Τώρα όμως πρέπει να φύγω, να ετοιμαστώ για το ταξίδι. Και φοβάμαι μπαμπά, φοβάμαι να πάω μόνη μου, δεν έχω κανέναν άλλον πια στη ζωή! λύγισε βάζοντας πάλι τα κλάματα.
Ο Φάνης Καζάρμας την αγκάλιασε, την ταρακούνησε, γυρνώντας την προς το μέρος του.
-Μην κάνεις έτσι, έχεις εμένα, δε θα σ αφήσω να το βάλεις κάτω! έλα, σύνελθε, πως θα ταξιδέψεις άμα κάνεις έτσι; σκέφτομαι να μη σ αφήσω να πας. Δεν είσαι εσύ για κηδείες και τέτοια πράγματα.
-Όχι, όχι! θα πάω, είναι η κηδεία της μητέρας μου, όχι οποιουδήποτε άλλου. Λοιπόν θα πάω, σφούγγισε αποφασιστικά τα δάκρυα. Θα μου δώσεις χρήματα;
-Φυσικά, είπε και έβγαλε το πορτοφόλι του.
Της έδωσε χρήματα και προχώρησαν προς το Λάντα που ήταν παρκαρισμένο πιο πέρα.
-Θα σε πάω στο αεροδρόμιο, της είπε.
-Εντάξει μπαμπά. Πάμε. Πρέπει να περάσουμε από το σπίτι να πάρω μια βαλίτσα με τα πράγματα μου.

Το σπίτι της οδού Κέρενσκι ήταν πάντα σκοτεινό, ακατοίκητο, διαλεγμένο για τέτοιες καταστάσεις από ανθρώπους που ήξεραν τι ζητούσαν. Ότι και να έλεγαν εκείνοι που δεν ήξεραν τίποτε από την ιστορία του, δε θα μπορούσαν να ομολογήσουν ποτέ, πως υπήρξαν μάρτυρες συγκλονιστικών γεγονότων, μιας ζωής που κυλούσε εύκολα ξεχνώντας πιο εύκολα τα προηγούμενα.
Τα επόμενα ήταν πάντα τα πιο δύσκολα, σύμφωνα με τον ανακριτή. Όλα τα επόμενα επειδή δεν γινόταν να προβλεφθούν και ούτε υπήρχαν πια προφήτες.
Ότι όμως δεν υπάρχει για τον έναν, υπάρχει για τον άλλον. Κι ο άλλος σ αυτή την περίπτωση ήταν ο Αλέκος Μπέρης που έφτασε στη γιάφκα εκείνο το πρωινό, γύρω στις δέκα. Κουβαλούσε ένα πλαστικό με καφέ και είχε αναμμένο το αιώνιο τσιγάρο του, μπήκε στο σκοτεινό χώρο, άνοιξε μια ρωγμή τα παντζούρια μπήκε λίγο φως, η μούχλα σφύριζε παντού, κατάχαμα αποκόμματα από εφημερίδες, στον τοίχο κρεμασμένα τα όπλα. Κάθισε στο γραφείο έφτιαξε το μπάφο του να συνέλθει, να δει τον κόσμο αλλιώτικα. Ρούφηξε με ευχαρίστηση, έβγαλε το μενταγιόν με τη φωτογραφία της Παναγιάς που φορούσε κατάσαρκα, το φίλησε και το ακούμπησε στο έπιπλο. Το κοίταξε και το πίστευε πως η Παναγιά θα τον βοηθούσε σε όλες τις πράξεις του-ήταν ένας βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος, μεγαλωμένος στην επαρχία Αγρινίου, είχε πάει δυο-τρεις τάξεις στο γυμνάσιο κι ύστερα έφτασε στην Αθήνα για να κυνηγήσει τη μοίρα του, τ όνειρό του. Είχε στρατολογηθεί στην ομάδα ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ τα δυο τελευταία χρόνια. Έκανε ότι του έλεγαν χωρίς αντιρρήσεις, ήταν ένα τέλειο όπλο που πίστευε πως μόνο ο Χριστός ήταν θεός και μόνο η Παναγιά μπορούσε να βοηθήσει τον κόσμο να σωθεί από τις αμαρτίες και την καταστροφή.
Παρ όλα αυτά του άρεσε και ο κίνδυνος. Πως συνδυάζονται τώρα αυτά μόνο εκείνος μπορούσε να τα εξηγήσει. "Εγώ ζω μόνον όταν με κυνηγάνε!" έλεγε. Φαίνεται πως κάπου θα το είχε ακούσει και του άρεσε να το επαναλαμβάνει.
Έβγαλε από το συρτάρι ένα σαρανταπεντάρι. Το γέμισε, το απέθεσε στο γραφείο, σηκώθηκε. Κάποιος θόρυβος σαν ν ακούστηκε από τον ακάλυπτο. Θορυβήθηκε, πήγε βιαστικά κι έκλεισε τις γρίλιες. Κοίταξε έξω από τις ρωγμές. Είδε πρώτα, τις μπλε στολές, με αστέρια και σαρδέλες. Το ύφασμα σχεδόν ατσαλάκωτο, οι γραβάτες ίσιες, γυαλιστερές, στο σκληρό κολάρο των πουκαμίσων. Τα παπούτσια μυτερά, λουστραρισμένα, άστραφταν στον χειμωνιάτικο ήλιο. Τον ήλιο που έπαιζε το γνωστό κρυφτούλι με τα σύννεφα. Είχαν έρθει για εκείνον ή κάτι άλλο έψαχναν;

συνεχίζεται


Τρίτη 27 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 27




Η εξυπνάδα δεν είναι κάτι που αποκτιέται, γεννιέσαι μ αυτή και την κουβαλάς μέχρι να πεθάνεις, απλώς με την πάροδο των χρόνων αυξάνεται σύμφωνα με τις γνώσεις που έχει αποκτήσει το άτομο. Άρα αυτό είναι μια αδικία από τις πολλές που υπάρχουν στη άνιση πάλη για εξίσωση όλων των ανθρώπων.
-Αυτό δεν μπορεί να γίνει! συμφωνώ μαζί σου και για την εξυπνάδα και για την αδικία της φύσης στο μοίρασμα των αρετών, μίλησε η Ντιούτσκα, κοιτώντας τον ανακριτή στα μάτια.
Έπιναν τον απογευματινό καφέ τους σε μαγαζί του Κολωνακίου, λίγο καιρό πριν παντρευτούν.
-Για την επιπολαιότητα δεν είπες τίποτα.
-Έχεις κάτι στο νου σου; κάτι συγκεκριμένο; άνοιξε τα μάτια της η πανέμορφη Βουλγάρα μεταφράστρια.
-Να, εμείς οι δυο μπορεί να πράττουμε μια τέτοια τώρα, να κάνουμε ένα λάθος που δεν θα μπορούμε να διορθώσουμε στο μέλλον, είπε ο ανακριτής.
-Τι λες; εννοείς το γάμο μας; ααα, αν μετάνιωσες αγαπητέ μου, έχεις τον χρόνο μέχρι να σε ρωτήσει ο παππάς αν με θέλεις για γυναίκα σου, για ν πάρεις άλλες αποφάσεις.
-Όχι, δεν λέω αυτό. Απλά πιστεύω πως οι μέτριοι άνθρωποι όπως εμείς, δε σκεφτόμαστε σοβαρά πριν πάρουμε μια απόφαση. Ξανασκέψου αυτό που σου λέω και θα δεις πως έχω δίκιο. Δηλαδή εμείς θα ανακαλύψουμε πως ο γάμος μας ήταν μια αποτυχία, όταν πια θα έχουμε κάνει παιδιά, θα έχουμε κτίσει ένα καινούργιο σπίτι.
-Μα τι σε έπιασε τώρα! αλλά σε ξέρω, σε έμαθα έξι μήνες που γνωριζόμαστε, μοιάζει να είναι αιώνας!
-Να, είδες!μετά από έξι μήνες γνωριμίας παντρευόμαστε!
-Και τι θέλεις να περιμένουμε δέκα χρόνια; γέλασε η Ντιούσκα. Άφησε τις φιλοσοφίες και πες μου έφτιαξες τον κατάλογο των καλεσμένων;
Ο γάμος τους έγινε πράγματι μια Κυριακή σε κλειστό, οικογενειακό περιβάλλον. Και από εκείνο το βράδυ η Ντιούσκα έγινε κυρία Εξαδάκτυλου και μετακόμισε στο σπίτι του. Ο ανακριτής προς το παρόν δεν είχε άλλους ενδοιασμούς. Είχε ανακαλύψει τη γυναίκα της ζωής του.

Όλοι οι άνθρωποι έχουν τα μυστικά τους, που τα κρύβουν επιμελώς στα κατάβαθα της ψυχής τους. Όσο πιο πολύπλοκος ήταν ένας άνθρωπος τόσο και τα μυστικά του. Οι απλοί άνθρωποι όπως ο Φάνης Καζάρμας τι μυστικά μπορούσαν να κρύβουν; κανείς δεν μπορούσε να ξέρει. Ο πατέρας του Νίκου Καζάρμα που έζησε μετανάστης στη Γερμανία και φαινόταν ή ήταν κιόλας ένας άξεστος χωριάτης από το Κορωπί, συχνά-πυκνά χανόταν κάποια βράδια από το σπίτι του. Που να πήγαινε; ιδιαίτερα τώρα που είχε μεγαλώσει και πλησίαζε στα εξήντα; Στη γυναίκα του δεν έδινε ποτέ εξηγήσεις, πόσο μάλλον στα παιδιά του που θεωρούσε πως δεν έπρεπε να επεμβαίνουν στις δουλειές των μεγάλων.
 Η εργασία του ήταν οδηγός στα τρένα κι έτσι έβρισκε την ευκαιρία να λέει πως, "αύριο πάω Θεσσαλονίκη, μη με περιμένετε το βράδυ για φαγητό" και εξαφανιζόταν από προσώπου γης. Έπαιρνε το παλιό Λάντα και οδηγούσε έξω από την πόλη, προς την Κηφισιά.
Ένα τέτοιο αύριο, πήρε την απόφαση να τον παρακολουθήσει ο Νίκος Καζάρμας. Ανέβηκε στη μηχανή και από κάποια απόσταση, δεν τον έχασε από τα μάτια του, ήταν εύκολο γι αυτόν να καταλάβει πως κάπου αλλού πήγαινε ο πατέρας του, που πάρκαρε μπρος σε ένα μικρό ξενοδοχείο. Κατέβηκε και μπήκε στην είσοδο Ο Νίκος περίμενε κρυμμένος πάνω στη μηχανή, φορώντας την κάσκα. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά είδε με μεγάλη έκπληξη τον πατέρα του να βγαίνει με τη συνοδεία μιας νέας γυναίκας. Μπράβο! σκέφτηκε. Μπράβο πατέρα, να κυκλοφορείς τέτοια γυναίκα στα εξήντα σου αλλά αμέσως, συνειδητοποίησε πως δεν πρέπει να ήταν έτσι τα πράγματα. Κάτι άλλο θα συνέβαινε μεταξύ του πατέρα του κι αυτής της νεαρής , κομψής γυναίκας. Ένας άντρας και μια γυναίκα δεν ήταν ανάγκη να είναι εραστές για να συνυπάρχουν. Αλλά προς το παρόν, σκέφτηκε πως δεν έπρεπε να κάνει αισθητή την παρουσία του. Είδε το ζευγάρι να κατευθύνεται και να μπαίνει στη Λάντα και δεν τους ακολούθησε. Μάρσαρε τη μηχανή και γύρισε προς την Αθήνα. Μια άλλη φορά θα προσπαθούσε να μάθει περισσότερα για την κρυφή ζωή του πατέρα του.

συνεχίζεται

συνέντευξη ΕΛ ΜΩΡΑΙΤΗ

  1} Πότε ξεκίνησες να γράφεις βιβλία & ποιες είναι οι πηγές εμπνεύσεως σου -για το κάθε θέμα ή τίτλο βιβλίου σου? Ξεκίνησα να γράφω από...