Τετάρτη 21 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 21



Μέσα σ εκείνο το διαμέρισμα, όσο όμορφα κι αν ήταν επιπλωμένο, ένας άνθρωπος άρρωστος, με πυρετό και με συνάχι, θα ένιωθε άσχημα. Φορώντας τις πιτζάμες, τρεις ολόκληρες μέρες να γυροφέρνει από ένα δωμάτιο στο άλλο ή απ την κουζίνα όπου έφτιαχνε το τσάι του, στο σαλόνι για να το πιει.
Όταν ένας άνθρωπος είναι άρρωστος συνήθως γίνεται και γκρινιάρης κι ο ανακριτής δεν διέφερε σ αυτό. Του έφταιγαν τα πάντα, ο βήχας, το τσιγάρο που κάπνιζε ακόμα και άρρωστος, τα σεντόνια οι πράσινες κουβέρτες του. Πράσινες. Αυτό παρά ήταν αηδιαστικό. Θα τις άλλαζε, θα έβγαζε τις άλλες, τις πιο χαρούμενες. Αλήθεια ποιος τις είχε διαλέξει τις πράσινες; ο ίδιος αλλά έφταιγε και ο υπάλληλος του καταστήματος που τον είχε συμβουλέψει πως το πράσινο χρώμα, σύμφωνα με τους ψυχολόγους, ταιριάζει στους απόλυτα υγιείς ανθρώπους. Κι αυτός ήταν ένας απόλυτα υγιής άνθρωπος, που δεν μπορούσε να συμφωνήσει σε όλα με τους ψυχολόγους.
Κούνησε το κεφάλι του ν αλλάξει σκέψεις όρθιος στη μέση του σαλονιού με το φλιτζάνι του τσαγιού στο χέρι. Με το άλλο έπιασε το μέτωπο του κι αναρωτήθηκε αν θα του πέρναγε ποτέ η γρίπη. Ο γιατρός τον είχε συμβουλέψει πως χρειαζόταν ξεκούραση εκτός από την αντιβίωση. "Δουλεύεις πολύ;" τον είχε ρωτήσει κι αυτός τον είχε κοιτάξει περίεργα. Τι θα πει δουλεύεις πολύ; δούλευε σαν σκλάβος. Στην πραγματικότητα θεωρούσε τον εαυτό του σκλάβο ενός βάναυσου συστήματος. Μπορεί η δουλειά του να μην ήταν χειρωνακτική αλλά δουλειά δε σημαίνει μόνο κάτι τέτοιο. Σημαίνει και να βρίσκεσαι σε συγκεκριμένο χώρο για επίσης συγκεκριμένο χρόνο. Αυτός ο χρόνος που ήταν πιο καταπιεστικός από πάρα πολλά άλλα πράγματα στη ζωή του, γινόταν ακόμα πιο βασανιστικός για τον ίδιο και επειδή πίστευε πως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έκαναν τίποτε σπουδαίο, έτσι έβλεπε και τη δικιά του ζωή να πηγαίνει χαμένη. Αν είχε τουλάχιστον φυτέψει μερικά δέντρα, αν είχε κάνει ένα παιδί, αν είχε γράψει ένα βιβλίο, σύμφωνα με τον Βούδα θα ήταν ένας πετυχημένος άνθρωπος. Όμως τίποτε από αυτά τα τρία δεν είχε κάνει και δεν του άρεσε ο ρόλος που είχε επιλέξει για τον εαυτό του, μέσα σε μια κοινωνία όπου ο μοναδικός στόχος των μελών της, ήταν ο ατομισμός, και η ανάδειξη σε υψηλά αξιώματα. Αν μπορούσε τώρα να επαναστατήσει θα το έκανε, ήταν έτοιμος να κάνει οποιαδήποτε επανάσταση, τι κέρδιζε τόσα χρόνια πιο τίμιος από τους τίμιους εξόν από τον μισθός της πολιτείας;
Αλλά οι επαναστάσεις είχαν περάσει όλες, δεν υπήρχε μια καινούργια κι αυτός ήταν ο πικρός απολογισμός της γενιάς του. Ούτε καν εκείνη του πατέρα του, που δεν τον είχε γνωρίσει ποτέ του, παρά μόνον από τις εικόνες που του είχε μεταφέρει η μητέρα του. Αυτή η επανάσταση είχε αποτέλεσμα τον εμφύλιο πόλεμο, το χειρότερο είδος πολέμου, να σκοτώνει ο αδερφός τον αδερφό, φίλος τον φίλο. Τον πατέρα του τον έπιασαν σε μπλόκο, τον έπιασαν και ούτε καν τον ρώτησαν τίποτε, ήξεραν ποιος είναι. Τον έστησαν στον τοίχο, τον εκτέλεσαν. Δεν ήταν οι Γερμανοί, ούτε οι Ιταλοί, ήταν οι Έλληνες των βουνών, οι αντάρτες τ αδέρφια του, οι επαναστάτες του Δημοκρατικού στρατού.
Ο ανακριτής δεν μπορούσε να φανταστεί τον πατέρα του να πολεμάει τους Κομμουνιστές και ούτε ένιωθε γιος ενός κυνηγημένου απ αυτούς, όπως κάποιοι άλλοι που ζητούσαν ακόμα και εκδίκηση για αυτόν τον αλληλοσκοτωμό.
Άναψε ένα τσιγάρο και ξερόβηξε μέχρι να συνηθίσει ο λαιμός του, βγήκε στη βεράντα και σκέφτηκε πως την άλλη μέρα έπρεπε να πάει στο γραφείο, η αναρρωτική άδεια είχε τελειώσει και είχε αρχίσει να νιώθει πολύ καλύτερα. Η μέρα ήταν γελαστή με καθαρή, αστραφτερή, χειμωνιάτικη λιακάδα. Η γεύση του καπνού μ εκείνη την πικρόθολη μυρωδιά της γρίπης, τον αηδίασε. Έσβησε το τσιγάρο στο τασάκι, μπήκε μέσα, ένιωθε καλύτερα σίγουρα κι έτσι αποφάσισε να βγει. Φόρεσε ένα κουστούμι, κλείδωσε και βγήκε.
Στην πλατεία, κάτι παιδιά έπαιζαν μπάλα. Καθώς διάβαινε δίπλα τους, μια μπαλιά πήγε κοντά του. Κλώτσησε τη μπάλα με φάλτσο και μαεστρία και την έστειλε με ακρίβεια σε ένα από τα παιδιά κι αυτά τον χειροκρότησαν γελώντας. Γέλασε κι αυτός μόνος του, στο δρόμο για το περίπτερο.
Τίποτε δε φαινόταν καινούργιο, όλα ήταν ήσυχα εκείνη την Παρασκευή, γύρω στις δώδεκα που στάθηκε στο περίπτερο να διαβάσει τους τίτλους των εφημερίδων κι ανατρίχιασε. "Στυγερή δολοφονία του καθηγητή Μαυροσκότη!" έγραφε η μία, "Εκτέλεση αλά μαφία" η άλλη. "Η οργάνωση ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ξαναχτύπησε." η τρίτη κι όλες μαζί είχαν στο πρωτοσέλιδο αυτό το γεγονός.
Αγόρασε όλον τον τύπο, ο περιπτεράς που τον γνώριζε, θέλησε να τον ρωτήσει τι και πως αλλά τον απέφυγε και επέστρεψε στο σπίτι του. Κάθισε στο σαλόνι, άνοιξε τις εφημερίδες, διάβασε τα ρεπορτάζ στις μέσα σελίδες, αναλυτικά. Στην ουσία δεν αποκάλυπταν κάτι το σημαντικό, μόνο μπούγιο έκαναν με τους εντυπωσιακούς τίτλους και μέσα το πιο σημαντικό που έγραφαν ήταν ο γρήγορος και μεθοδευμένος τρόπος με τον οποίο είχε δράσει η οργάνωση ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ.
Η μία έγραφε πως οι εκτελεστές ήταν δυο, η άλλη στην αρχή συμφωνούσε αλλά και τις δύο τις διέψευδε η μαρτυρία του κοιλαρά θυρωρού, που υποστήριζε ότι είχε δει τον εκτελεστή και έλεγε πως ήταν ένας δίνοντας μάλιστα και κάποια αόριστα χαρακτηριστικά, ενός ψηλού και ξανθού άντρα.
συνεχίζεται

Τρίτη 20 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 20 Ποιον θέλετε κύριε;





Η Μαρία πήγε και ξάπλωσε δίπλα του, γυμνή. "Μη σβήνεις ακόμα το φως" τον παρακάλεσε, καθώς τον είδε ν απλώνει το χέρι του προς τον διακόπτη.
-Θέλω να σε βλέπω, εσύ δε θέλεις; ρώτησε αστράφτοντας μέσα στα μάτια του. Θυμάσαι τι σου είπα για το κοίταγμα στα μάτια;
-Η πρώτη συνάντηση δυο ανθρώπων φαίνεται σ αυτό που θέλουν να κάνουν από την πρώτη ματιά, απάντησε.
Έτσι είναι σκέφτηκε, καθώς τα σώματα τους τυλίχτηκαν, έσμιξαν και έγιναν ένα. Ένας άντρας και μια γυναίκα όταν γίνονται ένα, ο κόσμος συντρίβεται, ο χρόνος χάνεται, η ηδονή μειώνει το νόημα της ύπαρξης. Είναι μια τέλεια στιγμή που επαναλαμβάνεται πολλές φορές στη ζωή των γήινων πλασμάτων, που φωνάζουν, μουγκρίζουν, αναστενάζουν μοναδικά. Σχεδόν κανείς δε νοιάζεται ή δεν προλαβαίνει να σκεφτεί. Δε χρειάζεται η σκέψη σ αυτή την απόλαυση, που μόνο αργότερα προσπαθείς να συλλάβεις πως γίνεται. Πως γίνεται να κοιτάζεις στα μάτια και να μπαίνεις μέσα σε έναν άνθρωπο.

Το πρωί ήρθε πολύ νωρίς, όλα τα πράγματα έρχονταν νωρίς όταν δεν τα επιζητούσε.
Ήρεμος, σιωπηλός, πότε έφτασε στη στάση του λεωφορείου, δε θυμόταν, μόνο το πρωινό φιλί της Μαρίας του είχε αποτυπωθεί στον νου και ότι έπρεπε να τελειώνει γρήγορα μ αυτή την ιστορία. Έπειτα θα έφευγε ένα ταξίδι στην Ιταλία, όλα ήταν κανονισμένα, τα λεφτά, τα εισιτήρια, το ξενοδοχείο που θα διέμενε. Στη Μαρία δεν είχε πει τίποτε για το ταξίδι, θα της το ανακοίνωνε ξαφνικά, μόνο στους γονείς του είχε πει κάποιο ψέμα πως ήταν καλεσμένος για μια διάλεξη σε Ελληνικό φοιτητικό σύλλογο.
Όλο ψέματα έλεγε. Πολλά, όμορφα ψέματα που τον έφερναν αντιμέτωπο με την αλήθεια του. Πάντα ήταν διπλές οι σκέψεις του. Από τότε που άρχισε να καταλαβαίνει τον κόσμο και να μεγαλώνει, τα πράγματα είχαν δυο όψεις. Την καλή και την κακή. Εύλογος νόμος των περισσοτέρων ανθρώπων να ξεχωρίζουν το ένα από το άλλο, σύμφωνα με το συμφέρον τους. Και εύκολα το ένα μπερδευόταν με το άλλο, έτσι που να μην έχουν συγκεκριμένη θέση, παρά μόνο στις κινηματογραφικές ταινίες του Χόλιγουντ, όπου ο κόσμος ήταν διαχωρισμένος στους καλούς και στους κακούς. Αυτός δεν πίστευε ούτε στο καλό ούτε στο κακό, που ήταν ένα, σύμφωνα με τον Καζαντζάκη, κι αυτό το ένα δεν υπάρχει.
Στο λεωφορείο, έσφιξε για μια ακόμα φορά το σαρανταπεντάρι στην απομέσα τσέπη του σακακιού για να βεβαιωθεί πως ήταν εκεί. Οι προκήρυξη μέσα στην άλλη ίδρωσαν στα δάκτυλα του. Κοίταξε τη μέρα που αχνοφέγγιζε στον ορίζοντα, όσον ορίζοντα μπορούσε να δει σ αυτή την πόλη. "Θα κάνει μια ωραία, Χειμωνιάτικη λιακάδα" σκέφτηκε. Ωραία μέρα. Όλες οι ωραίες μέρες έχουν μια άψυχη διαφάνεια, δεν τις λερώνει καμιά θύμηση, δεν τις μπερδεύει κανένας ήχος, μόνο το φως του ήλιου υπάρχει, κυρίαρχο και μοναδικό, όπως και δέκα εκατομμύρια χρόνια πριν.
Κατέβηκε οχτώ πάρα πέντε στην Πανεπιστημίου, όλα πήγαιναν καλά, ακριβώς όπως στο πλάνο. Καθώς διάβαινε στο απέναντι πεζοδρόμιο, κοίταξε ξανά το ρολόι του. Οκτώ πάρα τέσσερα λεπτά. Προλάβαινε ν ανάψει τσιγάρο, μέχρι να φτάσει στην είσοδο του μεγάρου. Ένιωθε ήρεμος και αυτοκυριαρχικός, τίποτε δεν έδειχνε αυτό που θα έκανε σε λίγα λεπτά. Στην είσοδο πέταξε το τσιγάρο στην άμμο που υπήρχε στο ξύλινο τρίγωνο γι αυτή τη δουλειά, έφτιαξε τη γραβάτα, πέρασε βιαστικά τα λίγα μέτρα του προθάλαμου μέχρι το ασανσέρ. Πάτησε το κουμπί, το κόκκινο φωτάκι άναψε. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε τη στιγμή που ακούστηκε ο θόρυβος από τις μηχανές του καλοριφέρ. Τότε θυμήθηκε τον θυρωρό. Βέβαια είχε δει την άδεια θέση του στην είσοδο αλλά δεν το είχε σκεφτεί. Δεν προλάβαινε να σκεφτεί τίποτε, όλα γίνονταν σε χρόνο νεκρό, το ασανσέρ σταμάτησε στον τρίτο, βγήκε με προσοχή, κανένας δεν ήταν στον διάδρομο, όπως στο σχέδιο, προχώρησε και χώθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στην τουαλέτα, κοίταξε το ρολόι του. Οκτώ ακριβώς. Είχε αργήσει κατά δυο λεπτά. Δευτερόλεπτα εξέτασε τον εαυτό του στον καθρέφτη, αυτές οι τουαλέτες δεν έπρεπε να έχουν καθρέφτες, το σκέφτηκε χωρίς ταραχή κι άκουσε τα βήματα ενός ανθρώπου στο διάδρομο που σε λίγο σταμάτησαν κι ακούστηκε ο ήχος του κλειδιού, το άνοιγμα μιας πόρτας κι ύστερα πάλι ησυχία, ενώ αυτός βγήκε γοργά, ερεύνησε τον άδειο διάδρομο, κανείς. Με σταθερά βήματα έφτασε μπροστά στην πόρτα του γραφείου. Έπιασε το πόμολο με το αριστερό, με το δεξί το σαρανταπεντάρι, την άνοιξε και την έκλεισε πίσω του.
Ο καθηγητής Μαυροσκότης, μόλις είχε προλάβει να καθίσει στην καρέκλα του, όταν αντίκρισε το οπλισμένο χέρι να τον σημαδεύει. Τα μάτια τους συναντήθηκαν μα όχι μόνον αυτά. Η άλλη συνάντηση ήταν η σφαίρα που σφηνώθηκε στο μέτωπο του Μαυροσκότη, το χέρι του που πήγε να πατήσει το κουδούνι δεν πρόλαβε. Μια μεγάλη τρύπα άνοιξε στο μέτωπο του κι ένας υπόκωφος θόρυβος ακούστηκε από το σαρανταπεντάρι με τον σιγαστήρα. Έπεσε με τα μούτρα πάνω στο γραφείο από το περίφημο ξύλο μαονιού. Από το στόμα του κύλισε αίμα, μαύρο κι αυτό, σχεδόν στο ίδιο χρώμα με το γραφείο.
Ο Καζάρμας έβγαλε τον σιγαστήρα κι έβαλε το πιστόλι στην τσέπη Άφησε την προκήρυξη πάνω στο γραφείο και βγήκε.
Η ησυχία που υπήρχε πριν τον υποδέχτηκε πάλι στον άδειο διάδρομο. Έφτασε στο ασανσέρ πάτησε το κουμπί για το ισόγειο, σκεφτόμενος πως ο θυρωρός δεν έπρεπε να είχε ανέβει ακόμα και κούνησε τα πόδια του να κινηθεί πιο γρήγορα το κουβούκλιο, μα τίποτε. Εκείνο απλά τραντάχτηκε στον ίδιο ρυθμό μέχρι να σταματήσει.
Βγήκε ήρεμος. Στα σκαλιά προς την έξοδο γύρισε το κεφάλι του και πρόλαβε να δει τον θυρωρό, εκείνον τον δυσκίνητο κοιλαρά, να ανεβαίνει το τελευταίο σκαλί που έκανε μια κίνηση προς το μέρος του σα να ήθελε να τον ρωτήσει κάτι. Ίσως ποιον ήθελε, όπως συνήθως ρωτούν οι θυρωροί όλου του κόσμου. Η φωνή του ακούστηκε τσιριχτή, στην απόλυτη ηρεμία του πρωινού.
-Ποιον θέλετε κύριε;

συνεχίζεται

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 19 Αινιγματικός κόσμος






Ήταν μια διαδήλωση γέρων που χλεύαζαν εκείνο το περίφημο σύνθημα, ΠΕΡΉΦΑΝΑ ΓΗΡΑΤΕΙΆ. Η εξαθλίωση, φαινόταν στα γηρασμένα πρόσωπα τους, στα φτηνά, αρρωστημένα ρούχα τους. Η αγανάκτηση για την αδιαφορία της πολιτείας εκφραζόταν μ αυτή την πορεία προς την βουλή.
 Ο Καζάρμας δεν ήξερε να κλάψει βλέποντας τους ή να γελάσει θεωρώντας πως βρισκόταν σε μια σκηνή θεάτρου του παραλόγου. Γύρω τους κάμποσοι αστυνομικοί, παρακολουθούσαν γελώντας αυτή την ήρεμη πορεία. Μακάρι να γίνονταν έτσι όλες οι πορείες, σκέφτονταν, γιατί τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά, όταν είχαν να παλέψουν με το μανιασμένο πλήθος των σκληροπυρηνικών που δε λογάριαζαν ούτε γκλομπς ούτε πιστόλια. Οι γέροι θα πήγαιναν μέχρι τη βουλή κι ύστερα θα διαλύονταν ήσυχα. Οι σκληροπυρηνικοί θα έσπαζαν ότι έβρισκαν μπροστά τους, από κεφάλια αστυνομικών μέχρι βιτρίνες καταστημάτων, θα τα έκαναν όλα γυαλιά-καρφιά.
Βιάστηκε να φύγει μακριά από τους διαδηλωτές με τη σκέψη πως θα μπορούσε να του συμβεί κάποιο απρόοπτο και τότε θα τίναζε στον αέρα όλο το σχέδιο και οι προσπάθειες δυο και πλέον μηνών, που είχε κάνει ο ίδιος, προσωπικά, αλλά και με την βοήθεια της οργάνωσης που είχε συλλέξει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία γύρω από τον καθηγητή Μαυροσκότη.
Περνώντας έξω από μια κάβα ποτών, θυμήθηκε πως δεν είχαν κρασί, μπήκε μέσα και αγόρασε ένα μπουκάλι. Θυμήθηκε όμως και τις εντολές της οργάνωσης πως δεν επιτρεπόταν να πίνει αλκοόλ πριν από την εκτέλεση μιας αποστολής και ιδιαίτερα μιας τόσο σπουδαίας αποστολής αλλά τους αγνόησε.
Έφτασε στο σπίτι, χτύπησε το κουδούνι της Μαρίας Διβάνη. Του άνοιξε κοιτάζοντας τον αινιγματικά και τον φίλησε εξ ίσου αινιγματικά.
-Όλες οι γυναίκες δεν είναι ίδιες Καζάρμα, είπε παίρνοντας το κρασί από τα χέρια του.
-Τι σκέφτηκες; ρώτησε βγάζοντας το σακάκι. Φυσικά δεν είσαστε ίδιες.
-Καλό αυτό! μ αρέσει που δεν είσαι ένας μόνο ωραίος άντρας. Ετοιμάζω φαγητό και πήγε προς την κουζίνα, ενώ αυτός κάθισε στον καναπέ, ανοίγοντας την τηλεόραση, παρατηρώντας ξανά αυτό το διαμέρισμα που είχε νοικιασμένο η Μαρία.
 Ήταν ένα άνετο και ευρύχωρο διαμέρισμα επιπλωμένο με ακριβά, πανάκριβα έπιπλα. "Που τα βρίσκεις τόσα λεφτά;" την είχε ρωτήσει. " Δουλεύω αγόρι μου με το μυαλό. Κι όποιος δουλεύει και δεν έχει λεφτά σ αυτό τον κόσμο είναι βλάκας!" του είχε απαντήσει. "Το χρήμα δεν είναι το παν," της είχε απαντήσει και η Μαρία τον κοίταξε σα να έβλεπε εξωγήινο.
Την έβλεπε που πηγαινοερχόταν από την κουζίνα στην τραπεζαρία, να ετοιμάζει το φαγητό κι ήταν πολύ όμορφη, χαμογελαστή, εξαίσια γυναίκα. Ήταν τυχερός που την είχε γνωρίσει.
Η τηλεόραση είχε ειδήσεις. Για λίγο απορροφήθηκε σκόρπιος να παρακολουθεί. Ώσπου στην οθόνη εμφανίστηκε ο καθηγητής Μαυροσκότης. "Και τώρα ο κύριος Μαυροσκότης θα μας μιλήσει για την έλλειψη κλινών στα νοσοκομεία της χώρας." ανήγγειλε η τηλεπαρουσιάστρια.
-Έχει κάτι ενδιαφέρον στις ειδήσεις; τον ρώτησε καθώς του έκανε νόημα να πάει στο τραπέζι. Δε βάζεις λίγη μουσική;
-Συμφωνώ, απάντησε κι άλλαξε σταθμό ψάχνοντας για μουσική, βρήκε κάτι απαλό και πήγε στο τραπέζι.
Άρχισαν να τρώνε, ήπιαν τσουγκρίζοντας τα ποτήρια τους.
-Ωραίο κρασί, είπε η Μαρία,
-Ωραίο, συμφώνησε.
-Αλλά μην πίνεις πολύ, δεν είπες πως το πρωί έχεις να κάνεις μια σπουδαία δουλειά;
-Είπα σπουδαία; την κοίταξε αινιγματικά.
-Ναι, έκανε η Μαρία και τα σακάκια δεν τα παρατάνε έτσι στα σαλόνια! έκανε και σηκώθηκε. Πήγε στον καναπέ να το πάρει όταν το μάτι της έπεσε στο πιστόλι που εξείχε ελάχιστα στην από μέσα τσέπη.
Ανασηκώθηκε κοιτάζοντας μια το πιστόλι και μια εκείνον.
-Τι είναι αυτό; ρώτησε συνεχίζοντας να είναι ξαφνιασμένη αλλά και απορημένη.
-Τίποτε, απάντησε.
-Πως τίποτε; εδώ έχεις ένα πιστόλι...
-Έχω και άδεια οπλοφορίας, της χαμογέλασε. Άστο κι έλα να συνεχίσουμε το φαγητό μας.
Η Μαρία κρέμασε το σακάκι και γύρισε δύσπιστη, παρ ότι της είπε για την άδεια οπλοφορίας. Να έχει πιστόλι; έστω και με άδεια οπλοφορίας;
Τον ρώτησε τι την ήθελε την άδεια οπλοφορίας και το πιστόλι. Της εξήγησε πρόχειρα πως υπήρχαν ειδικοί λόγοι να οπλοφορεί και πως δεν μπορούσε να της πει περισσότερα γι αυτή την κατάσταση.
-Δηλαδή είσαι αστυνομικός; μπάτσος; τι μου λες!
-Όχι, δεν είμαι αστυνομικός. Καθηγητής φιλολογίας είμαι. Σε λίγο καιρό θα διοριστώ σε κάποιο σχολείο, μην ασχολείσαι.
Συνέχισαν το φαγητό τους κι αργότερα καθώς εκείνη μάζευε τα πιάτα, της είπε πως καλά θα ήταν να έπεφταν για ύπνο, ένιωθε αρκετά κουρασμένος, κι έπρεπε να ξεκουρασθεί. Η Μαρία συμφώνησε μαζί του και πήγε στην κουζίνα να πλύνει τα πιάτα.
-Ξάπλωσε εσύ, σε λίγο θα έρθω κι εγώ, του είπε.
Πήγε στην κρεβατοκάμαρα με την σκέψη στο πρωινό. Ξάπλωσε κι άρχισε να ξετυλίγει το σχέδιο απ την αρχή.
Επτά το πρωί θα ξύπναγε. Θα ντυνόταν σε πέντε λεπτά. Επτά και δέκα θα έφτανε στη στάση του λεωφορείου. Εδώ υπήρχε μια μικρή πιθανότητα να καθυστερήσει, γι αυτό θα έφευγε λίγο πιο νωρίς. Το λεωφορείο θα πέρναγε το πολύ σε δέκα λεπτά. Αυτές τις ώρες η κίνηση είναι περιορισμένη και τα λεωφορεία που μετέφεραν τον κόσμο στις δουλειές του, έφταναν πιο γρήγορα. Στις δέκα φορές που περίμενε στη στάση για να κάνει την ίδια διαδρομή, το λεωφορείο είχε φτάσει σε δέκα λεπτά.
Η διάρκεια της διαδρομής, κυμαινόταν από τριάντα μέχρι τριανταπέντε λεπτά. Οκτώ παρά δέκα θα κατέβαινε στην Πανεπιστημίου και θα διάβαινε απέναντι, στο μεγάλο μέγαρο.
Παρά πέντε ακριβώς, την ώρα που ο θυρωρός θα κατέβαινε στο υπόγειο, να βάλει μπροστά τις μηχανές του καλοριφέρ, αυτός θ ανέβαινε τα σκαλιά της εισόδου. Το ασανσέρ βρισκόταν σε απόσταση δέκα βημάτων, συνήθως σταματημένο στο ισόγειο. Αλλά και να μην ήταν, δεν προλάβαινε ο θυρωρός ν ανέβει, ούτε και ν ακούσει τον θόρυβο, αφού εκείνη τη στιγμή θα έμπαιναν μπροστά οι μηχανές του καλοριφέρ.
Το γραφείο του καθηγητή Μαυροσκότη, ήταν στον τρίτο όροφο. Σε μισό λεπτό θα βρισκόταν στο διάδρομο του τρίτου και θα κρυβόταν για δυο λεπτά στην τουαλέτα. Στις οκτώ ακριβώς, ο καθηγητής άνοιγε κάθε Παρασκευή το ιδιαίτερο γραφείο του. Ήταν μια μέρα που δεχόταν επισκέψεις του κοινού που είχε σχέση με την υποψηφιότητα του στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές. Οι σωματοφύλακες του θα έπιναν τον πρωινό καφέ τους στο κυλικείο, έτσι ήθελε ο καθηγητής, να μην υπάρχουν τέτοια άτομα σαν τους σωματοφύλακες, όταν δεχόταν πολιτικές επισκέψεις στο γραφείο του. Δεν ήθελε να μπερδεύεται κανείς στα πόδια του κι ακόμα περισσότερο άνθρωποι με τις φάτσες των σωματοφυλάκων. Ίσως αυτή του η ιδιοτροπία που στην ουσία ήθελε να υποδηλώσει στον κόσμο πως ο καθηγητής ήταν ένας όμοιος τους κι άρα δεν χρειαζόταν την προφύλαξη από άλλους ανθρώπους, να ήταν η μοιραία σκέψη και πράξη για τη ζωή του.
 συνεχίζεται


Κυριακή 18 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 18 Ελεύθερος δεν ήταν κανένας



Το όπλο που κρατούσε ήταν κλεμμένο από τον στρατό. Ποτέ δεν είχε μπορέσει να μάθει πως τα είχε προμηθευτεί η οργάνωση. Στις εφημερίδες είχε διαβάσει πως τα όπλα που είχαν χαθεί από μια μονάδα των συνόρων, είχαν περάσει στα χέρια της οργάνωσης, ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ. Αργότερα δεν είχε αμφιβολίες, το όπλο που κρατούσε ήταν ένα από εκείνα, όπως και τα περίστροφα που κρέμονταν στον τοίχο, επειδή οι εφημερίδες, σπάνια έγραφαν την αλήθεια αλλά και πιο σπάνια έπεφταν πολύ μακριά από αυτήν.
Ένιωθε μια οργή, πολλές φορές, γι αυτή την ξεφτισμένη κοινωνία-το όπλο του ακόμα την σημάδευε και πάλευε να την καταλάβει. Να καταλάβει γιατί οι νόμοι ήταν φτιαγμένοι στα μέτρα τους. Ποιών όμως; αυτών που αντιπροσώπευαν το κράτος; και ποιοι ήσαν αυτοί; γιατί κοινωνία είμαστε όλοι. Όλοι οι άνθρωποι που περπατούν αδιάφοροι στους δρόμους, αποτελούσαν την κοινωνία. Το κράτος ήταν οι άλλοι. Ήταν οι ηλίθιοι δημόσιοι υπάλληλοι, οι προϊστάμενοι, οι διευθυντές. Η Αστυνομία, ο στρατός, οι ανώτεροι δικαστές, οι Ακαδημαϊκοί. Αυτοί ήταν οι μαγαζάτορες ενός πολύ μεγάλου μαγαζιού-έτσι πίστευε πως ήταν ένα κράτος, μια επιχείρηση με αφεντικά.
Στον λαό, τίποτε απ όλα αυτά δεν ανήκε, ο λαός ήταν απρόσωπος, μια μάζα άχερα που τα γυρόφερνε ο αέρας από εδώ και από εκεί. 
Ο ίδιος δεν ήξερε ακόμα τι ακριβώς ήθελε. Ήθελε ν αλλάξει κάτι απ όλα αυτά αλλά τι; Οι προσπάθειες τόσων αιώνων, έδειχναν πως αυτή η ισονομία και η περιβόητη ισότητα μεταξύ των ανθρώπων, γινόταν παιχνίδι στα χέρια της εκάστοτε εξουσίας, που πάντα έβρισκε τον τρόπο να καμουφλάρει τις καταστάσεις, να τις παρουσιάζει όπως την συνέφερε.
Δεν μπορούσε να διαλέξει άλλον τρόπο για να ζήσει ή να πεθάνει, αφού υπέθετε πως τον πήγαιναν όπου ήθελαν. Οποιαδήποτε στιγμή μπορούσε να γίνει θύμα των νόμων μιας εξουσίας, που στα χέρια της όποιας φατρίας, αυτοί οι νόμοι γίνονταν μαστίγιο. Η πειθαρχία και η υπακοή σ αυτούς τους νόμους σ αυτούς τους θεούς, ίσως ήταν ότι χειρότερο μπορούσε ν ακολουθήσει στη ζωή του. Του έμοιαζε ο εαυτός του με πεισματάρικο γαϊδούρι, που όσο κι αν δεν ήθελε να ανέβει φορτωμένο τον ανήφορο, τόσο υπάκουε στο καπίστρι που ήταν σφηνωμένο στα δόντια του. Ελεύθερος δεν ήταν κανένας και ούτε θα γεννιόταν ποτέ. 
Οι άνθρωποι του καιρού του, σκέφτονταν τα ατομικά τους συμφέροντα, ίσως και του γιου τους ή του πατέρα τους. Τίποτα παρα πέρα. όλα εγωκεντρικά.
Οι ελευθερίες του φτωχού, στέκονταν εμπόδιο στα σχέδια των αφεντικών και οι εργατικοί νόμοι, -εργάτης σημαίνει φτωχός, δούλος- που διάφορες κυβερνήσεις θέσπιζαν, υπερασπίζονταν πάλι τα συμφέροντα της μεγάλης επιχείρησης που λεγόταν κράτος και κάθε έντιμος φτωχός, έπρεπε να πεθάνει φτωχός για να είναι τίμιος και αξιοπρεπής. Φυσικά οι πλούσιοι δεν ζουν αξιοπρεπώς, σύμφωνα μ αυτό που θεωρούν αξιοπρέπεια, οι φτωχοί. Είχε δει πολλές φορές, πως έτριζαν τα δόντια τους, αυτές οι σιχαμερές βδέλλες, τ αφεντικά, όταν επρόκειτο να παραχωρήσουν έστω και τον στάβλο τους για να κοιμηθούν αυτά τα ζώα, οι εργάτες. Δεν υπήρχαν καλά αφεντικά, ούτε θα υπάρξουν στο μέλλον. Αν υπήρχαν καλά αφεντικά, το έκαναν για την ψυχή της μάνας τους. Η καλότητα τους δείχνονταν στα πλαίσια μιας υποκριτικής συμπεριφοράς όπου μέρος της ήταν μια μεταφυσική, μια ψεύτικη φιλανθρωπία, μαζί με έναν ωχαδερφισμό που εξομοίωνε, τάχα, πλούσιους και φτωχούς. "Έλα μωρέ, τι είναι ο κόσμος; τι είναι η ζωή; τίποτε. Μια μέρα θα πεθάνουμε όλοι!" Και το ριχναν στις φιλανθρωπίες. Αυτοί ήταν, υποτίθεται τα καλά αφεντικά αλλά, δεν υπήρχε καμιά διαφορά ανάμεσα σε ένα "καλό αφεντικό" και σε ένα αφεντικό. Όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη, Ο Καζάρμας δεν είχε καμιά αμφιβολία γι αυτό, όπως δεν πίστευε πως υπήρχε καμιά διαφορά, ανάμεσα στις πολλές μορφές Δημοκρατίας, που παρουσίαζαν συνεχώς ένα καινούργιο πρόσωπο, άλλοτε σοσιαλιστικό, άλλοτε καπιταλιστικό, πιο ήπιο, πιο κεντρώο. Στην ουσία ένας ολόκληρος συρφετός από ηγέτες, που ήθελαν να πραγματοποιήσουν τις προσωπικές τους φιλοδοξίες. Αυτό το είδος πολέμου, εν καιρώ ειρήνης, έδειχνε πόσο ξεφτιλισμένη ήταν η κοινωνία. Ήταν μια κοινωνία που στηριζόταν στα είδωλα. Στα ψεύτικα είδωλα. Την ικανότητα της κρίσης και της διαλογής δε φαίνονταν να την διαθέτουν όλοι αυτοί που ήταν αναγκασμένος να συνυπάρχει, να ζει και να κινείται, να ψηφίζει πιστεύοντας πως με αυτό τον τρόπο έκανε το καθήκον του. "Η ψήφος είναι το υπέρτατο όπλο στα χέρια του λαού!" τέτοια έλεγαν. Τέτοιες τρίχες κατσαρές και πράσινα άλογα για να τονώνουν το ηθικό κάθε βλάκα, πως το μεγαλύτερο του δικαίωμα ήταν το εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Δεν καταλάβαινε ο φτωχός πως όλο το παιχνίδι ήταν στημένο. Και στημένο τόσο καλά που ο ιστός του ήταν αόρατος.
Ο Νίκος Καζάρμας δε θεωρούσε τον εαυτό του κορόιδο κι αυτό που τον εκνεύριζε περισσότερο απ όλα ήταν να τον υποβιβάζουν, να τον θεωρούν βλάκα. Έβαλε το πιστόλι στην από μέσα τσέπη του σακακιού και σηκώθηκε.
Βγήκε βιαστικά, όπως είχε έρθει. Μέσα στη γιάφκα δεν ένιωθε ασφαλής, πάντα ήξερε πως κάποιοι τον έβλεπαν και οι από εδώ και οι από εκεί. Και οι δικοί του και οι ξένοι.
Έφυγε από την οδό Κερένσκι και πήγαινε στην οδό Μπουμπουλίνας. Και οι δυο ήταν επαναστάτες, σκέφτηκε.
 Κάποτε ήταν πιο εύκολες οι επαναστάσεις, γιατί η καταπίεση και η αγριότητα της εξουσίας, φαινόταν πιο εύκολα και με γυμνό μάτι. Δε θυμόταν καλά την ιστορία του Κερένσκι. Περισσότερο του είχαν εντυπωθεί, μερικοί στίχοι του Ναζίμ Χικμέτ, για δαύτον, παρά η ιστορική του δράση, τον καιρό της Οκτωβριανής επανάστασης. Της Μπουμπουλίνας τα κατορθώματα τα είχε βιώσει πιο πολύ. Αυτή ήταν εθνικός ήρωας. Από το Δημοτικό, μέχρι το Γυμνάσιο, είχε όλον τον καιρό ν αναμασήσει τα ηρωικά κατορθώματα της μπουρλοτιέρισσας.
Η οδός Μπουμπουλίνας δεν ήταν πολύ μακριά κι έτσι σκέφτηκε να πάει με τα πόδια. Τον ηρεμούσε κάποιες φορές το περπάτημα, όχι πάντα. Δεν ήταν άνθρωπος του περπατήματος. Ωστόσο αυτό το απόγευμα της Πέμπτης ήθελε να το περάσει ήρεμα-η Μαρία τον περίμενε εκεί, στο διαμέρισμα της, στην οδό Μπουμπουλίνας.
Προχωρούσε σκεφτικός, ανάβοντας απανωτά τσιγάρα και ούτε που πρόσεξε, πως κάποια στιγμή, βρέθηκε ανάμεσα από διαδηλωτές
συνεχίζεται

Σάββατο 17 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 17



Μερικές σελίδες άγραφες, άσπρου χαρτιού, είχαν πέσει γύρω και κάτω από το τραπέζι, πάνω στο οποίο υπήρχε μια μικρή γραφομηχανή κι ένας πολύγραφος. Δυο-τρεις καρέκλες, μισοσπασμένες, αποκόμματα ή και ολόκληρες εφημερίδες, σκορπισμένα στο δάπεδο. Στους τοίχους δεν υπήρχε τίποτε, τουλάχιστον στους τρεις του μικρού δωματίου της οδούς Κερένσκι. Στον τέταρτο, κρεμασμένα, όπλα, περίστροφα, πιστόλια. Πάνω στο τραπέζι ένα σαραναταπεντάρι με τρεις κάλυκες άδειους.
Η σκόνη είχε καθίσει γύρω και η μούχλα έπνιγε τον χώρο. Στο μοναδικό παράθυρο, που έβλεπε στον ακάλυπτο, ένα πράσινο κακοβαμμενο παντζούρι, έγερνε από τη μια πλευρά, σα να είχε βγει ο μεντεσές ή να είχε σπάσει. Το κάτω τζάμι σπασμένο κατέληγε σε μια ραγισμένη τρύπα. Ο ελάχιστος αέρας που έμπαινε από εκεί, δεν μπορούσε να διώξει τη μπόχα της μούχλας. Δίπλα από το παράθυρο, περνούσαν οι σωλήνες του καλοριφέρ, βαμμένοι κι αυτοί με πλαστικό, στο χρώμα του τοίχου. Ένα ώχρινο, μελαγχολικό χρώμα που σχεδόν, έδινε την αίσθηση της υγρασίας. Σε ορισμένα σημεία ο σοβάς είχε πέσει. Οι κίτρινες και οι άσπρες πλευρές των κομματιών, πεσμένες σύριζα στις γωνίες, μπλέκονταν με κάποιες τρίχες ή μαλλιά από κουβέρτες και στροβιλίζονταν στον αέρα όταν άνοιγε η πόρτα. Ψηλά, στη μέση περίπου του ταβανιού, ήταν κρεμασμένες δυο λάμπες φθορίου, έριχναν το άσπρο φως τους βρώμικο, όπως βρώμικα ήταν όλα εκεί μέσα.
Στον μικρό διάδρομο, μόλις άνοιγε η πόρτα, έπεφτες σχεδόν με τα μούτρα, πάνω στη μπόχα της τουαλέτας κι όταν άνοιγε το παράθυρο, απλωνόταν ένας τετράγωνος ακάλυπτος χώρος, που στο βάθος του συνέβαιναν διάφορα πράγματα. Φαινόταν τα ντουβάρια της απέναντι πολυκατοικίας, χωρίς κανένα παράθυρο προς το μέρος αυτό. Μόνο οι τετράγωνοι, τσίγκινοι σωλήνες των υδρορροών κατέβαιναν από την ταράτσα. Μερικά δέντρα, απεριποίητα, μοναχικά, υψώνονταν από το μαύρο και λείο τσιμέντο των παλαιών εποχών, που ράγιζε σε περίεργα σχήματα, αφήνοντας να φυτρώνουν ανάμεσα τους καχεκτικά χορταράκια.
Αυτός ήταν ο χώρος μιας λεγόμενης γιάφκας. Τι ήταν η γιάφκα;
Η "γιάφκα" είναι μια λέξη στενά συνδεδεμένη με την ιστορία των κομμουνιστικών κινημάτων και κυρίως με τις μακρές περιόδους της παράνομης δράσης τους. Ρωσικής προέλευσης (RBKA), η λέξη σημαίνει καταρχάς εμφάνιση, παρουσία, προσέλευση, και δευτερευόντως παράνομη συνάντηση και παράνομο στέκι. Στα βουλγαρικά εμφανίζεται ως νεολογισμός και διαθέτει μόνο τη δεύτερη σημασία (ο τόπος της παράνομης συνάντησης, αλλά και η ίδια η παράνομη συνάντηση). Στα ελληνικά η λέξη πέρασε την εποχή του Μεσοπολέμου και γνώρισε μεγάλη διάδοση τις επόμενες δεκαετίες, καθώς χρησιμοποιήθηκε συστηματικά τόσο από τους ίδιους τους κομμουνιστές όσο και από τους ποικίλους διώκτες τους. Έτσι, το λήμμα "γιάφκα" εμφανίζεται ιδιαίτερα κατατοπιστικό στο "Λεξικόν κομμουνιστικών όρων" του Λάζαρου Σακελλαρίου (Αθήναι 1964): "Ως όρος κομμουνιστικός επιβληθείς διεθνώς, η λέξη "Γιάφκα" έχει δύο εννοίας: 1) Τόπον συναντήσεως στελεχών Κ.Κ. ή στελεχών δύο ή περισσότερων Κομμουνιστικών Κομμάτων διαφορετικών χωρών, όστις τυγχάνει άγνωστος εις τας αρχάς και γνωστός εις τους κομμουνιστάς οίτινες πρόκειται να συναντηθούν (...) και 2) Τόπον ή χώρον (οικίαν, κατάστημα, καφενείον, σταυροδρόμιον κ.λπ.), όστις χρησιμοποιείται υπό ενός ή περισσοτέρων στελεχών ενός ή περισσοτέρων κομμουνιστικών κομμάτων διαφορετικών χωρών προς παράδοσιν, παραλαβήν παρανόμων εντύπων, αλληλογραφίας, χρημάτων, όπλων, εργαλείων και λοιπών μέσων ασκήσεως κομμουνιστικής προπαγάνδας. Εις την δευτέραν ταύτην περίπτωσιν είναι δυνατόν να μην έρχονται εις επαφήν και να μην γνωρίζονται οι χρησιμοποιούντες αυτά κομμουνισταί". Το ίδιο λεξικό αναφέρει και τη λέξη γιαφκαντζής ("ο ιδιοκτήτης ή ενοικιαστής του χώρου, της οικίας, του καταστήματος ή άλλου τινός μέρους εις το οποίον λαμβάνει χώραν η συνωμοτική συνάντησις των στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος"), την οποία συναντούμε και στην παλαιότερη αριστερή φιλολογία  Η ευρεία αυτή χρήση της εξελληνισμένης ρώσικης λέξης πρέπει να βρίσκεται πίσω από την κομμουνιστική οργάνωση YAFAKA που ανακάλυψε ο ταγματάρχης Edgar O'Ballance στο βιβλίο του για τον ελληνικό εμφύλιο, παγιδεύοντας προ ετών και το σοβαρό "Βήμα" ("The Greek Civil War 1944-1949", Frederick Praeger, Νέα Υόρκη 1966). Δίνοντας στον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ την εποχή του Εμφυλίου το όνομα "ΓΙΑΦΑΚΑ" (γραμμένο ως αρκτικόλεξο), ο ταγματάρχης μιλά για την οργάνωση ΓΙΑΦΑΚΑ η οποία διακλαδωνόταν στις πόλεις και τα μεγάλα χωριά, διέθετε το 1947 πενήντα χιλιάδες ενεργά μέλη και προμήθευε στον Δημοκρατικό Στρατό πληροφορίες, εφόδια και νέους μαχητές.
Το μοναδικό παράθυρο με τα γκρεμισμένα παντζούρια, σπάνια άνοιγε. Κι αν άνοιγε, έκλεινε πάλι βιαστικά. Στο ενδιάμεσο κενό από τις γρίλιες, το πρόσωπο του Νίκου Καζάρμα άλλοτε σκληρό κι αγριεμένο κι άλλοτε σκοτεινό και σκεφτικό.
Το απόγευμα εκείνης της μέρας μπήκε γρήγορα, κάθισε στο τραπέζι κι έγραψε κάτι ακαταλαβίστικο στο περασμένο χαρτί της γραφομηχανής. Ύστερα πήρε το σαρανταπεντάρι από δίπλα. Άνοιξε το συρτάρι, έβγαλε σφαίρες, το γέμισε. Απασφάλισε και το σήκωσε σημαδεύοντας τις σωλήνες του καλοριφέρ που του μοιασαν ανθρώπινες φιγούρες. Έσφιξε τη σκανδάλη, γυρίζοντας αλλού το πρόσωπο του. Ένα πρόσωπο ιδιαίτερο, που όμοιο του δεν έβρισκες ένα στο εκατομμύριο. Καθοριστικό ρόλο σ αυτό, έπαιζε το βλέμμα του. Βλέμμα δυνατό, απίστευτα διαπεραστικό, δίκαιο, παρατηρητικό, δεν άφηνε τίποτε να του ξεφεύγει.
Ο Νίκος Καζάρμας είχε επίσης ένα αθλητικό σώμα, γεροδεμένο αλλά όχι ακριβώς με ογκώδεις μυς, ίσα-ίσα, θα λεγε κανείς πως ήταν λεπτός αλλά δυνατός. Στο στρατό είχε υπηρετήσει δυο χρόνια λοκατζής, διακόπτοντας τις σπουδές του και τώρα που τα θυμόταν αυτά είχαν περάσει έξι χρόνια και πλησίαζε τα τριάντα.
Σκληρή και απάνθρωπη ήταν η εκπαίδευση στα λοκ, δεν έμεινε τίποτε πιο απάνθρωπο που να μην δοκίμασαν πάνω του. Έπρεπε να μην καταλαβαίνει, ούτε από ξύλο ούτε από βασανισμούς. Ένα πρόσωπο και σώμα κατάλληλο για την περίσταση, ένα εργαλείο που θα το μεταχειρίζονταν για να σκοτώνει. Η εκπαίδευση σε όλα τα όπλα, μοναχικός ράμπο, εκτελεστής σημαντικών προσώπων του εχθρού. Κανείς δεν ξέρει τι σημαίνει να σκοτώνεις. Να σκοτώνεις και μετά να πίνεις το αίμα σαν κρασί. Άλλος λόγος ήταν να το λέει κανείς αυτό, κι άλλος να το κάνει. Όπως και η εκπαίδευση στα όπλα. Στην αρχή του φάνηκε σαν παιχνίδι που δεν του άρεσε αλλά ήταν αναγκασμένος να παίξει. Φοβήθηκε, τρόμαξε, συνήλθε, συμμάχησε με τα όπλα, έγινε φίλος με το κρύο σίδερο τους και από κάποια στιγμή και μετά ένιωσε σιγουριά μαζί τους. Τα έλυνε και τα δενε στο σκοτάδι. Το κλείστρο, την κάννη, το σιγαστήρα, όλα τα εξαρτήματα. Δεν το πολυσκεφτόταν, φανταζόταν πως μόνο οι στρατιώτες τα χρησιμοποιούσαν, αργότερα θα καταλάβαινε πως δεν ήταν καθόλου έτσι. Προς το παρόν ήταν ένα παιχνίδι πρωτόγνωρο. Τις περισσότερες φορές γελούσε μαζί με τους συναδέλφους γιατί, αυτά που τους μάθαιναν οι εκπαιδευτές τους φαίνονταν αχρείαστα. Όπως τα αρχαία που μάθαιναν στο Γυμνάσιο και τότε τα θεωρούσαν αχρείαστα. Που θα τους χρησίμευαν οι αόριστες αντωνυμίες τα απαρέμφατα και οι κατηγορηματικοί προσδιορισμοί; Πότε θα χρησιμοποιούσαν τα όπλα και ποιος θα ήταν ο εχθρός; σίγουρα ο Κομμουνισμός ήταν ο πρώτος στόχος. Ή αντίθετα για τους Κομμουνιστές ο Καπιταλισμός.
συνεχίζεται

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 16



Ο χαμένος άνθρωπος είναι επικίνδυνος. Χειρότερα από τραυματισμένο ρινόκερο. Αυτό πρέπει να το γνωρίζουν οι βολεμένοι. Αυτοί που τα βρήκαν έτοιμα αλλά και αυτοί που τα έφτιαξαν σε βάρος της άλλης ανθρώπινης κοινωνίας, εκμεταλλευόμενοι το σύστημα και πλουτίζοντας, όπως οι γιατροί που στηρίζουν τον πλούτο τους στον ανθρώπινο πόνο. Ένας τέτοιος ήταν ο καθηγητής Μαυροσκότης κατά τον Νίκο Καζάρμα αλλά και για τον πολύ κόσμο που δεν είχε και την καλύτερη ιδέα για τον καθηγητή και όσα έπραττε.
Ο χαμένος άνθρωπος είναι αυτός που νιώθει την αδικία στο πετσί του να τον διαπερνά σαν πυρωμένο σίδερο, που καταλαβαίνει πως αφού γεννήθηκε φτωχός είναι υποχρεωμένος να καταπολεμά τον πλούσιο και τα ψεύδη του πως τάχα κι ένας φτωχός μπορεί κάποτε να γίνει ίδιος μ αυτούς.
Ο Νίκος Καζάρμας δεν ήθελε να γίνει πλούσιος, δεν είχε τέτοια όνειρα και γι αυτό δεν αγόραζε λαχεία, δεν σκεφτόταν να δημιουργήσει επιχειρήσεις ή να γίνει ίνδαλμα ποδοσφαίρου ή καλλιτέχνης που θα κέρδιζε πλούτο και δόξα.
Ήταν ενάντιος σε κάθε μορφή πλουτισμού και ήθελε να μοιράζονται τ αγαθά επί ίσοις όροις στους ανθρώπους, το ίδιο στους εφοπλιστές και στους εργάτες.
Η παρακολούθηση του καθηγητή είχε σχεδόν τελειώσει.  Όσα χρειάζονταν να μάθει γι αυτόν, είχαν γίνει στοίβες σκέψεων στη μνήμη του. Η εκτέλεση του θα γινόταν ένα πρωινό στις οκτώ η ώρα, ημέρα Παρασκευή, είκοσι πέντε Νοεμβρίου. Η λεπτομέρεια κάθε κίνησης του είχε μπει στη ζωή του γι αυτό και ο θάνατος του θα ήταν "λεπτομερειακός" για τον Νίκο.
Κάποιο βραδινό από τα τελευταία που τριγύριζε εκεί κοντά, ένας αστυνομικός από τη φρουρά του καθηγητή, τον κοίταξε βλοσυρά. Αυτός συνέχισε το δρόμο του, δεν ήταν ώρες για τέτοια περιστατικά.
Λίγο πιο πέρα, καθώς βάδιζε, είδε πρώτα μια μηχανή, σταματημένη που κάτι του θύμιζε. Αμέσως δίπλα της, αντιλήφτηκε την γυναίκα που είχαν συναντήσει στο γήπεδο με τον ανακριτή. Τον είδε κι αυτή.
-Α, εσύ! έκανε. Όλα είναι καπνός ε; του θύμισε τη μοναδική φράση που είχαν ανταλλάξει.
-Είδες που δεν είναι όλα καπνός, της χαμογέλασε.
-Τι θέλεις εδώ; άλλαξε ύφος, έσμιξε τα μάτια της νευρικά.
-Τίποτε δεν είναι τυχαίο, απάντησε.
-Λοιπόν; αφού είναι έτσι να σου πω το παραμύθι; γέλασε.
-Ποιο παραμύθι;
Χαχα! γέλασε. Δεν αντέχει το πορτοφόλι σου για μένα.
Είχε πλησιάσει ένα βήμα μπροστά της και την κοίταζε με ειρωνική ματιά. Ταυτόχρονα την έβλεπε και την διαπερνούσε. Πίσω από το όμορφο κεφάλι της, τα μεγάλα καστανά, ατίθασα μαλλιά της, ένα ρολόι έδειχνε δέκα και μισή. Ο δρόμος ήταν βρεγμένος, τα φώτα από τις λάμπες, τα νέον στις διαφημιστικές επιγραφές, έσκαγαν πάνω τους και γίνονταν κάθετες ακτίνες.
-Τι με κοιτάς σαν χαζός; στρίβε! την άκουσε να του μιλάει επιθετικά.
Της έδιωχνε την πελατεία, τι διάολο ήθελε εκεί χωρίς να λέει τίποτε;
-Δεν αξίζει ρε φίλε, τράβα το δρόμο σου. Άμα σου λέω ν ακούς, φύγε τράβα το δρόμο σου, ξαναείπε και περπάτησε πιο μακριά του.
Αντί να φύγει πλησίασε πάλι κοντά της, τον τραβούσε σα μαγνήτης, ήθελε αν ήταν δυνατόν να την έπαιρνε εκεί επί τόπου.
Πρόσεξε πάλι τους δείχτες του ρολογιού απέναντι να ξεφεύγουν δευτερόλεπτα απ τη ζωή του κι ένιωσε παράξενα δεμένος μ αυτή τη γυναικεία φιγούρα του σκοταδιού. Εκείνη τον εξέτασε πάλι κι ύστερα αποφασιστικά, κατέβασε τον ορθοστάτη, ανέβηκε στη μηχανή, φόρεσε την κάσκα, έβαλε μπροστά τα χίλια κυβικά, μαρσάρισε λίγο.
-Ανέβα, τώρα θα δεις! γύρισε και του είπε.
Ανέβηκε γλιστρώντας κοντά της, κοντά στις γυαλιστερές μπότες που έφταναν μέχρι τα γόνατα της. Η βροχή είχε σταματήσει κι ο ουρανός καθάριζε μερικές γαλάζιες φέτες, στο βάθος του ορίζοντα προς τον νότο, όπου κατευθύνονταν. Ο αέρας του ξύριζε το πρόσωπο, η γυναίκα συνέχιζε να οδηγάει επικίνδυνα και πολύ γρήγορα. Προσπάθησε να πιάσει την άλλη κάσκα που ήταν δεμένη στο πλάι της μηχανής.
-Σταμάτα να φορέσω την κάσκα! φώναξε.
-Κάνε ότι σου κατέβει! του απάντησε γελώντας.
Ο Νίκος νευρίασε, έβαλε τα δυνατά του και κατόρθωσε λίγο πριν την παραλιακή να τη φορέσει.
-Μπράβο αγόρι! είδες πως είναι ο καπνός; Είσαι άντρας τώρα!
Αυτός χαμογέλασε, την άφησε να νομίζει πως τον φόβιζε, πως τον φόβιζαν οι ξαφνικές επιταχύνσεις, τα πλαγιάσματα κι όλο γαντζωνόταν πάνω της. Που να ήξερε πως είχε τρέξει με τα διπλά κυβικά και με τις διπλές ταχύτητες απ ότι έπιανε εκείνη. Πάντως είχε θάρρος, παραδέχτηκε. Σπάνιο για γυναίκα να οδηγάει έτσι-κάποτε, βέβαια θα σταματούσε.
-Που πάμε; φώναξε με τον άνεμο.
-Στο χαμό! του απάντησε και τη φωνή της έπαιρνε ο ίδιος άνεμος.
-Θέλεις να οδηγήσω εγώ; προσπάθησε να αλλάξει τρόπο.
-Δεν ξέρεις που να πας! γέλασε.
Σταμάτησε κοντά στη θάλασσα, σ έναν χωματόδρομο, δίπλα στην ερημιά, κατέβασε τον ορθοστάτη, έβγαλε την κάσκα. Ο Νίκος την παρατηρούσε βγάζοντας τη δικιά του. Φως δεν υπήρχε καθόλου για να την δει. Ήθελε να δει την έκφραση του προσώπου της, αλλά μόνο μια μακρινή λουρίδα είχε χωρίσει τη θάλασσα στα δυο-έφταιγε κι ο ουρανός που είχε γίνει πάλι μαύρος. Ένας ουρανός ανίκανος να συγχωρέσει.
-Θα βρέξει, της είπε.
-Το βλέπω, την άκουσε.
Άρχισαν κιόλας χοντρές σταγόνες να κυλάνε στα πρόσωπα τους.
-Τι ήρθαμε να κάνουμε εδώ, μονολόγησε σα να ήταν μόνος του.
-Πάμε να φύγουμε! υπάρχουν καλύτερα μέρη για μια πουτάνα και έναν άντρα!
-Έχεις δίκιο, του απάντησε και πήγε στην άκρη του βράχου να κλάψει.
Έκλαιγε αλήθεια; μετάνιωσε που της είχε μιλήσει έτσι, ούτε το όνομα της δεν ήξερε αλλά τι νόημα είχαν τα ονόματα τέτοια ώρα; τι νόημα είχαν όλα; αυτός είχε έναν άλλο δρόμο, πως άφησε τον εαυτό του να μπλέξει σε παλιοιστορίες, δεν το κατάλαβε. Σταμάτησε όμως εκεί τις σκέψεις του, δεν ήθελε να πάει παρακάτω. Έτσι, γύρισε μες τη βροχή, πήγε κοντά και την αγκάλιασε στην άκρη του βράχου. Φιλήθηκαν. Η σάρκα τους μελάνιασε από το κρύο, η βροχή κυλούσε ανάμεσα στα στόματα. Κόλλησαν τα σώματα τους, σε ένα σφιχταγκάλιασμα που ρίγωνε από ερωτική διάθεση, γλίστρησαν, έπεσαν κάτω, πάνω στα χώματα, μέσα στις λάσπες μα δεν τους ένοιαζε ή δεν το καταλάβαιναν.

συνεχίζεται

Πέμπτη 15 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΟΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 15



-Δεν είμαι άνθρωπος με πάθη, τα μετρώ όλα στη ζωή μου. Ίσως ένα πάθος να έχω με την απόδοση δικαιοσύνης. Εκεί δεν δέχομαι κουβέντα, το δίκιο πρέπει να αποδίδεται.
 Δεν έχω κάνει τρελά πράγματα που να με κάνουν να μετανιώνω. Αλλά πιο πολύ για το πάθος θέλω να μιλήσω και που οδηγεί τον άνθρωπο. Οι παθιασμένοι άνθρωποι πρέπει να είναι φοβισμένοι, εξαρτημένοι από κάτι που νομίζουν πως θα τους κρατήσει στη ζωή, είπε τελειώνοντας έναν μικρό μονόλογο ο ανακριτής.
Η Ντιούτσκα τρεμόπαιζε τα βλέφαρα της προσπαθώντας να δει στην ευθεία, μέσα από αυτά που έλεγε.
-Εμείς στη Βουλγαρία, μοιάζουμε με σας. Ίδιοι είμαστε μόνο που εσείς δεν είχατε ποτέ Κομμουνισμό, είσαστε τυχεροί.
-Τι σχέση έχει αυτό με την απόδοση δικαιοσύνης και τα πάθη; απόρεσε ο Νίκος Καζάρμας.
-Πολύ μεγάλη, άνοιξε τα καταγάλανα μάτια της. Αυτοί οι άνθρωποι που μας κυβερνούσαν εκεί ήταν τρελοί, είχαν για θεό το κόμμα, είχαν αντικαταστήσει το δίκιο με την επιβολή μιας στυγνής δικτατορίας. Ο φασισμός ή από δεξιά ή από αριστερά είναι ίδιος.
-'Οσον αφορά την κατάργηση της θρησκείας, εκεί είχαν απόλυτο δίκιο, στα άλλα συμφωνώ μαζί σας.
-Είστε άθεος; τον εξέτασε η Ντιούτσκα.
Ο Νίκος έγνεψε ναι, αλλά δε θέλησε να επεκταθεί.
-Εγώ πιστεύω, είπε και παραξένεψε τον συνομιλητή της μ αυτή τη δήλωση που μάλλον δεν την περίμενε.
Συνέτρωγαν οι τρεις σε κεντρικό εστιατόριο. Ο ανακριτής για κάποιο λόγο ήθελε να του γνωρίσει την Ντιούτσκα. "'Ελα, να γνωρίσεις μια πραγματικά ωραία γυναίκα!" του είπε. Και όντως ήταν μια εξαίσια, εντυπωσιακή, κατάξανθη γυναίκα, έξυπνη. Είχε δίκιο ο ανακριτής και τυχερός που την είχε γνωρίσει.
"Ναι, είμαι τυχερός που τη γνώρισα. Σκέφτομαι σοβαρά να την ζητήσω σε γάμο!"
"Α, τότε θα έρθω οπωσδήποτε, τι λες; πήρες τέτοια απόφαση, εσύ ένας φανατικός εργένης τόσα χρόνια;"
Φανατικός εργένης δεν ήταν ο ανακριτής, απλά πιο υπέρμαχος της ελεύθερης συμβίωσης ήταν, επειδή πίστευε πως η μεγάλης διάρκειας σύζευξης, σκότωναν πολλά από τα ελεύθερα συναισθήματα του ανθρώπου.Η Ντιούτσκα ήταν κοντά στα τριάντα πέντε, τα τελευταία είκοσι στην Αθήνα. Τελειόφοιτη, Ρώσικης γλώσσας, φυσικά γνώριζε άριστα τη Βουλγάρικη σαν μητρική της και την Ελληνική που σπούδασε όταν ήρθε στην Ελλάδα. Εργαζόταν σαν μεταφράστρια σε μεγάλο εκδοτικό οίκο.
-Σπουδαία προσόντα! αναφώνησε. Σας ζηλεύω! συνέχισε ο Καζάρμας.
-Δεν το πιστεύω! είπε ο ανακριτής, εσύ δε ζηλεύεις ποτέ.
-Δεν υπάρχει τέτοιος άνθρωπος, διαφώνησε η Ντιούτσκα.
-Δεν μπορώ να σας πείσω αλλά εγώ δεν ζηλεύω τίποτε, την κοίταξε ο Καζάρμας.
-Θα πάρουμε ένα κρασί ακόμα; ρώτησε ο ανακριτής και τους κοίταξε.
-Ναι, να πάρουμε, είπε ο Καζάρμας.
-Εντάξει, συμφώνησε και η Ντιούτσκα που αφού ζήτησε συγνώμη σηκώθηκα να πάει στη τουαλέτα.
-Τι λες; του κλεισε το μάτι ο ανακριτής.
-Τι να πω.. με χάζεψες κύριε ανακριτά! φαίνεται έκανε μεγάλη επιτυχία.
-Ώστε συμφωνείς!
-Ε, ναι, βέβαια.
-Εσύ συμφωνείς αλλά να δούμε αν συμφωνήσει και η Ντιούτσκα.
-Υπάρχει περίπτωση να μη συμφωνήσει; άνοιξε τα μάτια του ο άλλος.
-Ποτέ δεν ξέρεις με τις γυναίκες!
Και σταμάτησαν εκεί αυτή την παρένθεση, καθώς η Ντιούτσκα επέστρεψε, δριμύτερη.
-Τι λέγατε εσείς οι δυο; έκανε πως τους έψαχνε. Ε, με κοτσομπολεύατε όσο έλειπα; το έχετε αυτό εσείς οι Έλληνες, δεν είναι έτσι Νίκο; μπορώ να σου μιλάω στον Ενικό;
-Βεβαίως και μπορείς, συναίνεσε, μισογελώντας. Ναι, δίκιο έχεις οι Έλληνες πάντα κάτι λένε γι αυτόν που λείπει αλλά πίστεψε με, απλά εξέφρασα τον θαυμασμό μου για την επιλογή του θείου μου απέναντι στο πρόσωπο σου. 
Ήταν μια ωραία και ξέγνοιαστη παρέα. Έβλεπες στα μάτια τους πως τους άρεσε που υπήρχαν μαζί.

συνεχίζεται


Τετάρτη 14 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 14



Δεν ήθελε να το σκέφτεται. Ούτε να μοιρολατρεί γύρω από αποφάσεις που ήταν παρμένες από πριν. Αυτό ήταν αμετάκλητος όρος για τη θεωρία που πρέσβευε για τη ζωή. Καμία μοιρολατρία.
Παλαιότερα όταν άκουγε πως πέθανε ένας άνθρωπος, έξω από κάποιο περίεργο στιγμιαίο φόβο, δεν ένιωθε τίποτε το ιδιαίτερο, είτε ξένος ήταν είτε γνωστός. Σε όλες τις περιπτώσεις ήταν ανάγκη να δείχνει θάρρος, χωρίς να το σκέφτεται, να έρχεται μόνο του. Εξ άλλου ποια σημασία είχε ο θάνατος, όταν οι άνθρωποι πολεμιούνται αναμεταξύ τους και σκοτώνονται σε έναν άδικο και ηλίθιο πόλεμο; Το ίδιο συνέβαινε και στην καθημερινή ρουτίνα κι έτσι ο θάνατος έπαιρνε μια πραγματική διάσταση, χωρίς συναίσθημα.. ο φόβος έσπερνε παντού πόνο και η κοινωνική αδικία ήταν εφεύρεση των δικαστών. Ο Νίκος Καζάρμας φανταζόταν πως ένας δικαστής ήταν χειρότερος  ψεύτης από έναν παπά. Κι ακόμα πιο πολύ ψεύτης γινόταν, σε σχέση με το δίκιο και την κοινωνική δικαιοσύνη ο γιατρός που εκμεταλλευόταν τον ανθρώπινο πόνο και θησαύριζε. Τόσο απλά, είχε γνωρίσει και συνομιλήσει επ αυτού, με πολλούς τέτοιους ανθρώπους-γιατρούς, που του προξενούσαν αηδία και ταυτόχρονα, ένιωθε την ανάγκη να έκανε μια προσπάθεια για ν αλλάξει αυτή την εκμετάλλευση.
Φαίνεται πως κάτι περίεργο να ένιωσε και ο καθηγητής Μαυροσκότης, όταν εκείνη τη μοναδική στιγμή που ήρθαν τόσο κοντά, και τα μάτια του τρεμόπαιξαν, σαν κάτι να κατάλαβε, σαν κάτι να ήξερε. Πως ήταν δυνατόν όμως; Τι μπορούσε να ήξερε; Αυτός δεν πίστευε στις μαγικές ικανότητες του ανθρώπινου εγκεφάλου κι άλλο τόσο πίστευε πως και ο καθηγητής δεν τα δεχόταν αυτά τα πράγματα. Άρα; απλά ο ίδιος είχε δημιουργήσει μέσα του το συναίσθημα της ενοχής. Ήταν συναίσθημα ή αίσθηση η ενοχή; Αν λογάριαζε πως οι κύριες αισθήσεις του ανθρώπου ήσαν πέντε και σε αυτές δεν συμπεριλαμβανόταν η ενοχή, τότε ήταν συναίσθημα. Όπως η ντροπή και η λύπη.
Τα συναισθήματα όμως ήταν πολλά και σχεδόν καθόλου συγκεκριμένα. Η χαρά, η αγάπη, το μίσος ήταν σχεδόν ακαθόριστα και κάποτε έδειχναν αμελητέα και χωρίς νόημα. Όλα ήταν μικρά-σύνδρομα και κατάλοιπα του κοινωνικού ανθρώπου. Κάποτε δεν υπήρχαν ούτε σαν λέξεις, ούτε σαν έννοιες. Ίσως γιατί οι πράξεις δεν εξηγούνται ή μπορεί να μην υπήρχαν λέξεις να τις εκφράσουν κι έτσι ένας άνθρωπος χωρίς λέξεις να μη μπορούσε να σκεφτεί Τότε, ήταν πολύ πιθανό όλες οι πράξεις να είχαν την έννοια του δικαίου. Πράγμα που αποδεικνύεται από τις φωνές όλων αυτών που διαπράττουν ένα έγκλημα και επιμένουν πως είναι αθώοι. Έτσι, η έννοια του δικαίου καταντάει τελείως προσωπική.

Όταν πεθαίνει ένας άνθρωπος γίνεται ένα κενό, ένα τίποτε. Αυτό που ήταν πριν γεννηθεί, ένας κούφιος άνεμος ή ένας σωρός από σκουπίδια. Ένας κύκλος από αίμα σβήνει κι όλα ξεχνιούνται, ακόμα και ο κύκλος.
Για τους περισσότερους ανθρώπους ο θάνατος των άλλων είναι μια μακρινή περιπέτεια μέχρι να έρθει ο δικός τους. Ο Νίκος Καζάρμας δεν είχε προσωπική εμπειρία και δεν είχε δει κανέναν άνθρωπο να πεθαίνει προτού εκτελέσουν τους δυο αστυνομικούς. Αυτός οδηγούσε τη μηχανή, πίσω του καθόταν ένας άγνωστος.
Φορούσαν και οι δυο κάλτσες στα πρόσωπα, πράγμα που δημιουργούσε αποπνιξία και βήχα.
Μη βήχεις!" του είχε πει ο πίσω.

"Δεν μπορώ, πνίγομαι μ αυτή την κάλτσα!" 
"Θα συνηθίσεις," γέλασε ο πίσω.
Ο πίσω που φαινόταν μεγαλύτερος και με περισσότερη πείρα στα όπλα. Πρέπει να ήταν βαθιά μελαχρινός, τα χέρια του ήταν πολύ σκούρα και ξεχώριζαν στην πρωινή ομίχλη της λεωφόρου. Του μοιασαν με χέρια Λιβανέζου ή γενικότερα Μεσοανατολίτη αλλά η προφορά του ήταν καθαρή, Ελληνική.
Όταν στήριξε το όπλο στον ώμο του, ο Νίκος ένιωσε έναν γρήγορο φόβο, κάτι σαν ανάλαφρο σκίρτημα που το διωξε όσο γρήγορα προάβαινε. Η δράση απαιτούσε κίνηση χωρίς κυκλοθυμική σκέψη. Κάνεις αυτό που κάνεις, δρας αυτόματα σαν παιδί. Μόνο τα παιδιά κινούνται έτσι. Κάνουν αυτό που κάνουν χωρίς δεύτερη σκέψη στα πράγματα.
Άκουσε το άδειασμα του όπλου σχεδόν μέσα στο αφτί του, είδε τους αστυνομικούς να πέφτουν. Πρόλαβε ακόμα ν ακούσει το στρίγκλισμα του τροχού, σα να είχε σπάσει μια ακτίνα κάθετα προς τις άλλες και ο τροχός γύριζε αργά, μέχρι να σταματήσει.
Ύστερα μαρσάρισε τη μηχανή που τινάχτηκε σαν ξυπνημένη τίγρη μέσα στην πρωινή ομίχλη που διαλυόταν και χάθηκαν στο βάθος της λεωφόρου. Αυτό ήταν, εξαφανίστηκαν και κανένας δεν είχε προλάβει να τους ακολουθήσει.
Σε τρία λεπτά σταμάτησαν σ ένα στενό, ερημικό διαλεγμένο για τέτοιες ώρες. Τα σπίτια ήταν ακατοίκητα και μόνο ένας γέρος έμενε στη σοφίτα που ξυπνούσε πάντα αργά αν ξυπνούσε. Από την απέναντι πλευρά ήταν ένα μακρουλό μονοόροφο χτίριο, με σπασμένα τα περισσότερα τζάμια των παραθυριών του. Ίσως κάποιο παλιό εργοστάσιο που στους τοίχους του ήταν γραμμένα πολλά παλιά και νέα συνθήματα.
Οι δυο τρομοκράτες, να τους πούμε κι έτσι, έβγαλαν γρήγορα τις κάλτσες από τα πρόσωπα τους, σχεδόν χωρίς να προλάβουν να κοιτάξει ο ένας τον άλλον εκτός από μια γρήγορη εναλλαγή ματιά με νόημα. Άφησαν στο λουρί του καθίσματος της μηχανής μερικές προκηρύξεις, την παράτησαν εκεί, μπήκαν σε ένα σκαραβαίο φολξ-βάγκεν και έφυγαν προς την αντίθετη πλευρά από αυτή που είχαν έρθει. Οδηγούσε τώρα ο άλλος, ο μελαχρινός. Οδηγούσε ήρεμα, σιωπηλά. Άναψε τσιγάρο, το ίδιο και ο Νίκος που τον εξέταζε σκεφτικός, κρατώντας το όπλο.
-Βάλτο στο συρτάρι, δε μας χρειάζεται τώρα. Γιατί με κοιτάς;
-Δεν έχουμε ξανασυναντηθεί ε; ρώτησε βάζοντας το όπλο στο συρτάρι.
-Και δε νομίζω να ξανασυναντηθούμε. Δε χρειάζεται ούτε αυτό. Μόνο τα χρήματα χρειάζονται φίλε. Πάρε. Και του έδωσε μια δεσμίδα δεκαχίλιαρα.
Τον άφησε στη στάση των λεωφορείων. Τη στιγμή που έβγαινε από το φολξ-βάγκεν τον ρώτησε πως το έλεγαν.
-Αλέκο, του φώναξε. Γεια σου φίλε! και χάθηκε σαν άσπρος λόφος στο ύψος της λεωφόρου.
Τον παρακολούθησε ώσπου βούλιαξε στην τελευταία στροφή. Δε θα τον ξανάβλεπε. Λίγο πιο πέρα θα εγκατέλειπε το κλεμμένο αυτοκίνητο και θα έπαιρνε κι αυτός το λεωφορείο σαν ένα φιλήσυχος πολίτης που πήγαινε στην πρωινή εργασία του. 

συνεχίζεται

Τρίτη 13 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 13




Να "ψάχνεις" έναν άνθρωπο, σημαίνει να μάθεις τα πάντα γι αυτόν. Που τρώει, που κοιμάται, πότε ονειρεύεται. Αν πίνει καφέ, αν καπνίζει, αν τον αρρωσταίνει το τσιγάρο.
Αυτή η δουλειά που είχε αναλάβει ο Καζάρμας δεν ήταν καθόλου εύκολη. Η παρακολούθηση ενός ανθρώπου είναι δύσκολη και επίμονη εργασία, όπως έλεγε τη δουλειά ο ανακριτής αφού η λέξη δουλειά προερχόταν από το ουσιαστικό δούλος, που φυσικά ποτέ δε σκεφτόταν πως θα ήταν τέτοιος, ένας άνθρωπος σαν αυτόν.
Κρυμμένος πίσω από καλλωπιστικούς θάμνους, μέσα στον κήπο του διάσημου καθηγητή Μαυροσκότη, της Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, θυμόταν τις πρώτες μέρες που είχε αναλάβει να μάθει τα πάντα γι αυτόν τον άνθρωπο που επισκέφτηκε από κοντά μετά από κλείσιμο ενός ραντεβού για ιατρική εξέταση.
Είχε μεταμφιεστεί ανάλογα για την περίσταση.Δεν έπρεπε να έχει την κανονική του μορφή αφού θα ερχόταν σε επαφή με έναν άνθρωπο που αν επιζούσε θα μπορούσε να προξενήσει προβλήματα στην οργάνωση. Η μεταμφίεση του ήταν τέλεια-ακόμα και τα πιο κοντινά του πρόσωπα δε θα ανακάλυπταν πως πίσω από αυτόν τον νεαρό με το περιποιημένο μούσι, το κοντό καλοκουρεμένο μαλλί, μαύρο, σχεδόν κατάμαυρο και το προσεγμένο σπορ ντύσιμο, κρυβόταν ο Νίκος Καζάρμας.
Είχε φτάσει στο ραντεβού μισή ώρα πριν. Κάθισε στο σαλόνι και έκανε πως διάβαζε ένα περιοδικό από τον σωρό που βρισκόταν στο ράφι κάτω από το κομοδίνο. Στην πραγματικότητα ερευνούσε το χώρο. Αυτό το σαλόνι δε θα το ξανάβλεπε και ήταν ανάγκη να έχει στο νου του όλες τις λεπτομέρειες σε περίπτωση που το σχέδιο στράβωνε. Όχι μόνο του χώρου αλλά και του τρόπου που λειτουργούσε μέσα σ αυτό ο καθηγητής.
Η έξω πόρτα απείχε από το κυρίως σπίτι, πέντε δευτερόλεπτα, τα σκαλιά ήταν εφτά, το πλατύσκαλο με τις μαρμάρινες κολώνες, περίπου τέσσερα μέτρα μήκος. Το σπίτι που χρησιμοποιούσε και για γραφείο ο καθηγητής ήταν πολυτελέστατο, εξωτερικά με ολόλευκο μάρμαρο και ψηλά, στα κάγκελα του ορόφου χαμήλωνε τα κλαδιά του ένα δέντρο που μοιαζε με έλατο. Το είχε κοιτάξει πολλές φορές και είχε σκεφτεί πως, αν ήταν ένας παιδικός ήρωας παραμυθιού ή κόμικ, θ ανέβαινε απ αυτό το έλατο στο μπαλκόνι του καθηγητή, την ώρα που θα εξέταζε το σπασμένο χέρι μιας γριας, από εκείνες τις μεγαλοαστές που όλοι παρακαλάνε να πεθάνουν για να τις κληρονομήσουν αλλά εκείνες επιμένουν να ζουν πάνω από εκατό χρόνια. Η μπαλκονόπορτα θα είχε επίτηδες ξεχαστεί ανοιχτή και οι υπηρέτες θα έλειπαν. Ο Τζον για καυσόξυλα στην αποθήκη και η Έλεν για ψώνια στην αγορά. Περπατώντας στα νύχια, φορώντας τα γάντια, θα περνούσε γρήγορα μέσα.
Έτσι θα φερόταν αν ήταν ήρωας παιδικού παραμυθιού ή κόμικ. Τώρα όμως, μέσα στο σαλόνι, περίμενε υπομονετικά να έρθει η σειρά του να του εξετάσει ο καθηγητής το παλιό τραύμα στο γόνατο. Είχε πάρει από μόνος του την πρωτοβουλία, να προσποιηθεί τον άρρωστο, πως τάχα τον πονούσε το παλιό τραύμα από τον στρατό, για να μπορέσει να δει από κοντά τον καθηγητή, να έχει ακριβή εικόνα του.
Πήγε στην τουαλέτα, κοίταξε έξω, από το παράθυρο στον κήπο, το περιποιημένο γρασίδι, επέστρεψε στο σαλόνι, όπου μια νέα γυναίκα κι ένας νεαρός συνοδός της περίμεναν και σιγανομιλούσαν. Στάθηκε σε ένα πορτρέτο και μελέτησε τη φιγούρα του όταν ήταν πιο νέος. Τώρα που ήταν εβδομήντα  χρονών τα χαρακτηριστικά του είχαν αλλάξει, τα λευκά μαλλιά και φρύδια τον έδειχναν ακόμα μεγαλύτερο ίσως πάνω από ογδόντα. Ο Καζάρμας είχε μελετήσει σε πολλές φωτογραφίες και στον υπολογιστή, τα χαρακτηριστικά του αλλά άλλο ήταν να τον έβλεπε από τόσο κοντά.
Έκανε σύγκριση με τις νεανικές φωτογραφίες και δεν μπορούσε να παραδεχτεί πως ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο. Οι άνθρωποι μεγαλώνοντας αλλάζουν και μερικοί δε θυμίζουν τίποτε από τον νεανικό τους εαυτό. Τις φωτογραφίες, βέβαια δεν τις είχε μαζί του για να τις συγκρίνει κανονικά αλλά στη μνήμη του είχε εντυπωθεί γερά αυτό το πρόσωπο, σε όλες σχεδόν τις φάσεις και τις λεπτομέρειες της ζωής του. Με τι έμοιαζε τώρα ο καθηγητής, δεν μπορούσε να το προσδιορίσει ακόμα. Του έλειπαν κάμποσα στοιχεία για να προσδιορίσει τι σόι άνθρωπος ήταν.
Όταν είχε πεθάνει η πρώτη του γυναίκα, είχαν διατυπωθεί κάποιες εικασίες αλλά και υπόνοιες, όσον αφορά τον τρόπο που είχε πεθάνει. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, οι φήμες έλεγαν πως την είχε δηλητηριάσει ο ίδιος λίγο πριν κλείσει τα πενήντα της χρόνια. Αυτό δεν εξακριβώθηκε ποτέ, παρέμενε φήμη και εξ άλλου είχαν περάσει και τα χρόνια και ο καθηγητής είχε παντρευτεί για δεύτερη φορά μια τριανταπεντάχρονη καλλονή. Παρ όλα αυτά παρέμενε άκληρος ούτε από την πρώτη, ούτε από τη δεύτερη γυναίκα του είχε κατορθώσει να κάνει παιδιά.
Άκληρος, μόνος κι έρημος. Ένα άσπρο σκυλάκι με σγουρό τρίχωμα σαν προβάτου, από εκείνα της ράτσας κανίς, του έκανε πολλές ώρες συντροφιά, βαριόταν τους ανθρώπους. Τον είχε δει πολλές φορές τις απογευματινές ώρες, να βγαίνει με τις ριγέ πιτζάμες, στον κήπο, κρατώντας από το λουράκι το μικρό κανίς. Οι βόλτες τους ήταν συγκεκριμένες. Από τη μια άκρη του κήπου στην άλλη. Σταμάτημα για ν ανάψει το αιώνιο πούρο, λίγο πριν τον κορμό της λεύκας, όπου το σκυλάκι σήκωνε το πόδι του για να κατουρήσει-ποτέ δεν είχε καταλάβει γιατί τα σκυλιά κατουράνε σηκώνοντας το πόδι και γιατί το κάνουν στους κορμούς.
Το σκυλάκι συνήθως ήταν νωθρό, μόνο κάποιες απογευματινές ώρες που έτυχε να το δει ο Νίκος άλλαζε ύφος και γινόταν πιο επιθετικό. Όσο επιθετικό μπορούσε να γίνει ένα κανίς. Κάποτε η μάνα του είχε αγοράσει ένα τέτοιο και το χε φέρει στο σπίτι τους κάποιο απόγευμα και σε λίγο ο Νίκος το χε πετάξει έξω με τις κλωτσιές κάτω από τα έκπληκτα μάτια της μάνας του. "Τι με κοιτάς;" της είχε πει. "Δε μας φτάνουν τα παιδιά, θέλουμε και σκυλιά. Αυτά είναι για τους άλλους, για κείνους που δεν έχουν τι να κάνουν τον χρόνο και το χρήμα τους."
Δεν του άρεσαν τα σκυλάκια, αυτά τα χαμενοβούζικα, τα χαζοχαρούμενα. Από το είδος τους, προτιμούσε τους λύκους κι από όλα τα ζώα προτιμούσε τα άλογα Έτσι ήθελε να είναι στη ζωή του: ή λύκος ή άλογο. Τώρα τίποτε από τα δυο δεν είχε. Κάποτε είχε καβαλήσει ένα μαύρο άλογο. Καλπάζοντας στον κάμπο συνάντησαν τον άσπρο λύκο. Θα ήταν τότε δεκαπέντε χρονών.
Η παρακολούθηση και η έρευνα στο σαλόνι του καθηγητή, είχαν αποφέρει σημαντικά αλλά και μικροπράγματα από τις συνήθειες του. Έξω από κάποιες μικροεπιθυμίες, που έδειχναν τον τρόπο που ήθελε να τοποθετεί διάφορα μικροαντικείμενα πάνω στο γραφείο, όπως ο μεγάλος μπακιρένιος χαρτοκόπτης και το κεχριμπαρένιο κομπολόι, τα υπόλοιπα ήταν συνηθισμένα όπως στους περισσότερους ανθρώπους του είδους του.
Την ώρα που τον εξέταζε, κοιτάζοντας προσεκτικά την πλάκα του ακτινολογικού και μετά το παλιό τραύμα στο γόνατο του, πρόσεξε τη φωτογραφία της δεύτερης γυναίκας του, σε μια κορνίζα. Ήταν μια όμορφη γυναίκα αλλά τα μάτια της φαίνονταν απλανή και μετέωρα. Σα να μην κοίταζαν πουθενά και δεν έμοιαζε να ήταν και καμιά γυναίκα ιδιαίτερης πνευματικής στάθμης, Γιατί; Ίσως γι αυτό να είχε παντρευτεί τον καθηγητή, έναν γέρο εβδομήντα χρονών, όχι πως ήταν εναντίον των γέρων αλλά αυτό το έβλεπε πρόστυχο, τότε. Και δεν του άρεσε που αυτή γνώριζε, όσο μυαλό και να μην είχε, ότι στήριζε τη ζωή της στην υποδούλωση.'Λίγο προτού σηκωθεί από τον καναπέ, ο καθηγητής του χτύπησε φιλικά την πλάτη και του είπε, "Μη φοβάσαι, δεν είναι τίποτε, έτσι είναι αυτά τα τραύματα, πονάνε που και που."
Έπειτα τον κοίταξε καλά στα μάτια, έτσι που παραλίγο να ταραχτει; αλλά γιατί; Ο καθηγητής είχε μεγάλα μάτια, ανήσυχα, μπλε, καθαρά. Κάτω από τις σακούλες, το κρέας ήταν καθαρό, χωρίς κοκκινάδια και μαυρίλες. Φαινόταν ένας πολύ ήσυχος άνθρωπος. Γιατί αυτός έπρεπε να σκοτώσει έναν τέτοιον άνθρωπο;

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 12





Η γραμμή έκλεισε. Ο ανακριτής έμεινε με το ακουστικό μετέωρο μεταξύ αυτιού και στόματος. Ύστερα τοποθέτησε το ασύρματο στη συσκευή σκεπτόμενος πως έπρεπε να φορτίσει. Επίσης πως αυτός ο μάρτυρας μπορούσε κάποτε να εμφανιστεί και κάποτε όχι. Ειδοποίησε την αστυνομία για την κλίση, οι κλίσεις του παρακολουθούνταν και καταγράφονταν από αυτή τη συσκευή, αν και ήξερε πως το αποτέλεσμα θα ήταν άχρηστο αφού σ αυτές τις περιπτώσεις οι ανώνυμοι τηλεφωνητές χρησιμοποιούσαν τους δημόσιους θαλάμους.
Ξέρω ποιος σκότωσε τη φοιτήτρια είχε πει η άγνωστη φωνή, πράγμα που σήμαινε πως ο δολοφόνος της ήταν άλλος από τον ψυχοπαθή νεαρό, έβγαλε το συμπέρασμα καθώς μπήκε στο μπάνιο και άρχισε να κάνει τις ετοιμασίες για ξύρισμα και μπάνιο.
Τέλειωσε με το λούσιμο των μαλλιών, ήρεμος, είδε το γυμνό σώμα του στον μεγάλο καθρέφτη. Είχε αρχίσει να κάνει κοιλιά και λίγα περισσότερα πάχη στη μέση και δεν μπορούσε να κάνει σύγκριση με τον έστω και κατά πέντε χρόνια νεώτερο εαυτό του. "Δεν πειράζει, κάποτε έρχονται όλα. Φεύγουν τα νιάτα, έρχονται τα γηρατειά, ο θάνατος" είπε στρίβοντας το πηγούνι του σε μια δύσκολη γκριμάτσα για να δει αν είχε ξυριστεί καλά κάτω δεξιά από το μήλο του Αδάμ. "Όλα καλά!" συλλογίστηκε και βιάστηκε να βγει από το μπάνιο, να ντυθεί καθώς κοίταξε το ρολόι και η ώρα πλησίαζε εννιά και η διάλεξη για την παιδεία άρχιζε στις εννιάμισι.
Κλείδωσε το σπίτι του, κατέβηκε στο γκαράζ, μπήκε στη πανάκριβη, σπέσιαλ σιτροέν, τελευταίο μοντέλο και εξαφανίστηκε στη στροφή, πέρα στην Πανεπιστημιούπολη.

Μπήκε στην αίθουσα την ώρα που ο τελειόφοιτος υποψήφιος καθηγητής φιλολογίας, Νίκος Καζάρμας, άρχιζε την ομιλία του σαν κεντρικός ομιλητής. Ο ανακριτής οδηγούμενος από την ταξιθέτρια κάθισε μπροστά στις πρώτες θέσεις. Μόλις συνήθισαν τα μάτια του στο σκοτάδι, παρατήρησε πως υπήρχε αρκετός κόσμος στην πλατεία που παρακολουθούσε.
-Αγαπητοί φίλοι, κυρίες και κύριοι. Στην εποχή μας που αναγκαστικά οι δυο γονείς είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται για να αντεπεξέλθουν στις οικονομικές συνθήκες, τα παιδιά βρίσκονται έξω από το σπίτι πολλές ώρες. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν πόσο μεγάλος είναι ο ρόλος των νηπιαγωγείων, των Δημοτικών και των γυμνασίων.
Στη συνέχεια ανέπτυξε διεξοδικά τις θέσεις του στηριζόμενος σε τρεις πυλώνες. Εκπαίδευση, μόρφωση, παιδεία. Για την εκπαίδευση στάθηκε περισσότερο στην επίδραση που έχουν όλες οι δραστηριότητες που έχουν σκοπό, με συγκεκριμένο τρόπο να διαμορφώσουν τη σκέψη του ατόμου αλλά και τη σωματική αγωγή, για την παιδεία, είπε πως διασφαλίζει τη συνέχεια ενός πολιτιστικού συστήματος από γενεά σε γενεά και για την μόρφωση πως είναι αναγκαία, όσο το ψωμί και εισήχθη από την τέχνη στον χώρο της, προσπαθώντας μέσω του παιδαγωγού να πετύχει και την εσωτερική καλλιέργεια του ατόμου.
Ο ανακριτής παρατήρησε με πόση ευκολία άλλαζε πρόσωπα ο ανιψιός του. Πρόσεξε πως τώρα ήταν ένας εντελώς άλλος άνθρωπος από αυτόν που ήταν στο γήπεδο, και εντελώς άλλος όταν κάθισαν αργότερα στο πολυτελές εστιατόριο να φάνε και να πιουν ένα κρασί.
-Είσαι πολυσχιδής χαρακτήρας τελικά, άνοιξε μια κουβέντα ο ανακριτής ασχολείσαι με πολλά. Ζωγραφίζεις, γράφεις, μαθαίνεις αρχιτεκτονικό σχέδιο, ασχολείσαι και με τα αφηρημένα μαθηματικά...
-Δεν το καταλαβαίνω αν είναι πολλά, γίνεται αυθόρμητα, σαν μια φυσική συνέπεια. Μ αρέσουν αυτά που ασχολούμαι, άσχετο αν είμαι καλός σε όλα.
-Καλός σε όλα ήταν μόνο Ντα Βίντσι. Άκου! έκανε με θαυμασμό. Ζωγράφος, γλύπτης, εφευρέτης, γλύπτης, αρχιτέκτονας, γεωλόγος, ανατόμος ακόμα και με την αστρονομία, ασχολήθηκε!
-Φοβερό άτομο, αν και δεν μεγαλοποιώ κανέναν αλλά αυτός και μερικοί άλλοι με έκαναν να σκεφτώ καλύτερα. Η ενότητα διάφορων γνωστικών πεδίων, ήταν κάτι που πίστευε ο Ντα Βίντσι και τελευταία κάπου διάβασα πως τα αφηρημένα μαθηματικά, η Γεωγραφία, η ανατομία, η αρχιτεκτονική, μπορούν να συνδεθούν μεταξύ τους και πως αν κάποιος είχε σπουδάσει ένα από αυτά, θα μπορούσε να ασχοληθεί και με τα άλλα. Και εσύ νομίζω ήθελες να γίνεις κάτι απ όλα αυτά!
-Εγώ; μμμ, μπορεί να χεις δίκιο, αλλά δεν τα κατάφερα, παρέμεινα μόνο ανακριτής. Εσύ τι θα κάνεις μόλις τελειώσεις από φοιτητής; θα διοριστείς καθηγητής;
-Τελείωσα θείε. Σε λίγους μήνες, θα υποβάλλω τα σχετικά δικαιολογητικά και ελπίζω να παραλάβω διορισμό.
Σπάνια τον αποκαλούσε θείο.
-Το θυμάσαι καμιά φορά πως είμαστε συγγενείς, γέλασε.
-Ποτέ δεν το ξεχνώ, όπως δεν ξεχνώ πως με έχεις βοηθήσει και οικονομικά όλο αυτόν τον καιρό.
-Ελπίζω να με αποζημιώσεις κάποτε! αστειεύτηκε.
-Να σαι σίγουρος, απάντησε σοβαρά ο Νίκος. Ποτέ δεν ξεχνώ τα χρέη μου.
συνεχίζεται

Κυριακή 11 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 11




Πήγαινε κάθε Χριστούγεννα στην εκκλησία και κάθε Πάσχα, αυτές οι πασχαλινές γιορτές του άρεσαν περισσότερο, και όποτε άλλοτε, γινόταν κάποια σημαντική λειτουργία στη Μητρόπολη. Χρησιμοποιούσε σωστά τη θέση του σαν κοινωνικός λειτουργός που είχε κάποια συμφέροντα από τον λαό κι έλεγε πως αφού δεν του έφταιγε σε τίποτε ο θεός, γιατί να μην τα είχε καλά μαζί του; Γνώριζε, βέβαια πως αν δεν έχεις να φας, να πιεις, να ντύσεις τα παιδιά σου, δε σου φταίει ο θεός όπως πίστευαν οι αγράμματοι φτωχοί. Φτωχοί και στο μυαλό αφού δεν μπορούσαν να κατανοήσουν πως για όλα αυτά υπεύθυνος ήταν ο άνθρωπος που δημιουργούσε αυτά τα συστήματα. Γι αυτόν, κάθε έξυπνος-φτωχός, γνώριζε πως του έφταιγαν οι συνάνθρωποι που δημιούργησαν αυτούς τους θεούς.
-Θα πιείτε άλλον καφέ; τον ξανάφερε στην πραγματικότητα του γραφείου, η φωνή του γκαρσονιού, που μπήκε στριφογυρίζοντας τον κρεμαστό δίσκο.
-Ε, σιγά που μπαίνεις έτσι ; σε κανένα στάβλο; του είπε αυστηρά. Φέρε μου έναν ακόμα, και κοίταζε το ρολόι του τοίχου.
Αυτά τα ρολόγια των τοίχων δεν έπρεπε να υπήρχαν, κανονικά έπρεπε να το κατεβάσει επειδή χωρίς να το θέλει, το μάτι του πήγαινε ασυναίσθητα εκεί, κι έτσι ο αμείλικτος χρόνος συνέχιζε να παίζει το ρόλο του. Ο χρόνος ήταν ο βασικός αντίπαλος του ανθρώπου, το πίσω και το μπρος, αυτό είναι ο χρόνος.
Το πίσω. Καθώς το γκαρσόνι απίθωσε τον δεύτερο καφέ στο γραφείο του και το είδε να βγαίνει κλείνοντας την πόρτα, θυμήθηκε τον εαυτό του, τότε που δούλευε κι αυτός γκαρσονάκι σε κάποιες ταβέρνες στην Πλάκα και αλλού. Δούλευε για να σπουδάσει και να ζήσει και δεν ήξερε αν έπρεπε να λυπάται ή να χαίρεται για εκείνον τον εαυτό του. Χωρίς λεφτά, του κλώτσου και του μπάτσου από τους μαγαζάτορες της εποχής, σκυλίσια εφηβικά χρόνια.
Σιγά-σιγά είχε αρχίσει να τα ξεχνάει αλλά στην πραγματικότητα τίποτε δεν ξεχνούσε απλώς θυμόταν αυτά που ήταν λιγότερο οδυνηρά. Αν και δεν μπορούσε να τα βάλει με τα συρτάρια της μνήμης που έρχονται ακάλεστα στην οθόνη του μυαλού μας. Τακ, η κλωτσιά που του είχε ρίξει εκείνος ο ταβερνιάρης επειδή έκανε τα γλυκά μάτια στην κόρη του, κάνοντας τον να νιώσει μια από τις πιο άσχημες στιγμές της ζωής του. Τικ, όταν ήταν πιο μικρός ακόμα, και είχε συμβρεθεί με μια ξαδέρφη, μικρή κι αυτή και προσπάθησε να κάνει τον πρώτο του έρωτα, το πρώτο γαμίσι και κείνη φώναξε τη γιαγιά της, φοβισμένη, ανήξερη. Η γιαγιά τον έστρωσε στο κυνήγι, πήδηξε όσους φράχτες βρήκε μπροστά του, ενώ η γιαγιά φώναζε πίσω του: "Έλα να γαμίσεις εμένα μωρέ!"
Ακόμα ηχούσε στ αφτιά του η φωνή της, σαν αχός σε έναν τόπο παράξενο, έρημο, μακρινό. Μόνο ένα πέτρινο σπίτι υπήρχε εκεί, τίποτε άλλο. Το σπίτι που γεννήθηκε. Ένα μισογκρεμισμένο σπίτι, πριν από σαρανταπέντε χρόνια, μέσα στο οποίο, ένας άντρας αξύριστος, άγριος με μουστάκια και φυσεκλίκια, έκανε έρωτα με τη μάνα του, μια γυναίκα, άσπρη, με λευκά μπράτσα σαν την Ελλάδα. Είχε σγουρές πλεξούδες και ήταν μόλις δεκαοκτώ χρονών. Ο πατέρας του γύρω στα τριάντα, πρόσφυγας, Μικρασιάτης, με μνήμες τρανές από πολέμους, κυνηγημένος πάλι, βιαστικός, βγήκε κοιτάζοντας πίσω για τελευταία φορά, σάλταρε έξω από το παράθυρο στην κάπνα του τελευταίου πολέμου. Λίγο πιο πέρα έπεσε σε μπλόκο των Γερμανών.
Ο ανακριτής πολλές φορές είχε φέρει τον εαυτό του στη θέση του πατέρα του και είχε προσπαθήσει να καταλάβει πως ήταν να είσαι στημένος στον τοίχο με δεμένα τα μάτια και το απόσπασμα απέναντι να περιμένει ν ακούσει το αδυσώπητο,πυρ! Πως πέθαιναν οι άνθρωποι στο απόσπασμα; πρέπει να ήταν πολύ φρικτό. Ο πατέρας του είχε ζητήσει ένα τσιγάρο, μια τελευταία ρουφηξιά και να του λύσουν τα μάτια. Ύστερα φώναξε "Ζήτω η ελευθερία!" και προσπάθησε να ξεφύγει αλλά δεν πρόλαβε. Οι σφαίρες έπεσαν βροχή όπως και το κορμί του στο χώμα.
Τέλειωσε κάποτε και ο δεύτερος καφές του, η γραμματέας του σηκώθηκε, πήρε την τσάντα της, φεύγω, είπε καλό μεσημέρι, εσείς θα μείνετε ακόμα; τρεις πήγε ή ώρα!
Σηκώθηκε κι αυτός βαριεστημένα. Πάντα οι ανακριτές σηκώνονται βαριεστημένα τέτοιες ώρες. Φόρεσε την καμπαρντίνα, έβαλε το καπέλο και βγήκε.
Έφτασε στο περίπτερο, αγόρασε τσιγάρα, εφημερίδες και σε λίγο βρισκόταν ξαπλωμένος στην αναπαυτική πολυθρόνα να διαβάζει κάμποση ώρα τις αθλητικές ειδήσεις. Σχεδόν δεν έριξε καμιά ματιά στα πρωτοσέλιδα και τα πολιτικά. Ύστερα σηκώθηκε πάλι. Πήγε προς το παράθυρο της βεράντας, το άνοιξε, κοίταξε έξω είδε τη βροχή να δυναμώνει. "Πότε άρχισε να βρέχει;" αναρωτήθηκε δυνατά κατά τη συνήθεια των ανθρώπων που ζούνε πολύ μόνοι και επέστρεψε στο μεγάλο σαλόνι. Το μάτι του έπεσε στην ημερομηνία της εφημερίδας. Είκοσι Νοέμβρη, είχε αρχίσει να Χειμωνιάζει. Χαμηλά στη σελίδα, έγραφε νεώτερα για τη δολοφονία της φοιτήτριας στη σελίδα τέσσερα. Φυλλογύρισε γρήγορα τις σελίδες. Τώρα, βέβαια, είχε χάσει το ενδιαφέρον της αυτή η υπόθεση για το κοινό, αφού ο δολοφόνος είχε ομολογήσει, κι έτσι ορισμένα απομεινάρια τα έγραφαν στις μέσα σελίδες οι δημοσιογράφοι.
Τσαλάκωσε την εφημερίδα. Η είδηση έλεγε πως ο νεαρός ψυχοπαθής, αρνιόταν τώρα ότι είχε σκοτώσει τη φοιτήτρια και πως τον είχε εξαναγκάσει η αστυνομία να ομολογήσει. Φυσικά η δίκη του θα ξαναγινόταν μετά από κάμποσους μήνες. Εως τώρα ο ανακριτής είχε τις αμφιβολίες του και τις υπόνοιες πως μπορεί να μην ήταν αυτός ο δολοφόνος αλλά αφού είχε ομολογήσει;
Να, όμως που τα πράγματα έρχονταν πάλι τούμπα. Ποιος είχε σκοτώσει τη φοιτήτρια αν δεν ήταν ο νεαρός ψυχοπαθής;
Πήγε στην κουζίνα, άνοιξε το ψυγείο, πεινούσε κι έψαξε κάτι για να φάει. Συνήθως έτρωγε στο Ιντεάλ, ένα από τα πιο ακριβά εστιατόρια της πόλης αλλά και μερικές φορές αγόραζε έτοιμα φαγητά μαγειρεμένα. Έφαγε ότι βρήκε, ήπιε μια μπύρα και κοιμήθηκε στον καναπέ του σαλονιού.
Τον ξύπνησε ο ήχος του τηλεφώνου. Σήκωσε το ακουστικό.
-Λέγετε, είπε.
-Ξέρω ποιος σκότωσε τη φοιτήτρια, ακούστηκε μια υπόκωφη φωνή, πίσω από πανιά.
-Ποιος είσαι; λέγε, μη φοβάσαι, προσπάθησε να τον ενθαρρύνει.
-Φοβάμαι τους τρομοκράτες! αλλά ξέρω! αν μου εγγυηθείς πως θα είμαι προστατεύομενος μάρτυρας θα έρθω να καταθέσω.

συνεχίζεται

Σάββατο 10 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ10




Όταν βρισκόταν μέσα στο γραφείο του ο ανακριτής γινόταν άλλος άνθρωπος. Τον απορροφούσε κυριολεκτικά η άσκηση της εργασίας του. Αυτοσυγκεντρωνόταν, οργάνωνε, μελετούσε, έδινε  μεγαλύτερη προσοχή στην τιμή και την δικαιοσύνη. Κατά βάθος, ο ίδιος δεν πίστευε σε τίποτε από τα δυο. Όχι γιατί δεν ήθελε να υπάρχει τιμή και δικαιοσύνη σ αυτόν τον κόσμο, όσο γιατί ήταν σίγουρος πως οι άνθρωποι τις περισσότερες φορές, καταπατούν οποιοδήποτε όριο, προ πάντων δικαιοσύνης, προκειμένου να επιβιώσουν, προκειμένου να γλιτώσουν από τη δαγκάνα του νόμου.
Ο άνθρωπος που στεκόταν απέναντι του ήταν κοντός, με λίγη φαλακρίτσα και μια μύτη στουμπισμένη έτσι που να νομίζεις πως δεν είχε μύτη. Έμοιαζε με εκείνους που λέγανε ακόμα τα νέα, μαντάτα ή χαμπέρια.
Άνοιξε τον υπολογιστή έκανε ζουμ στη φωτογραφία του ανθρώπου που βρισκόταν απέναντι του. Χαζός του φάνηκε και στην φωτογραφία και στην πραγματικότητα. Είχε έρθει για να καταθέσει σαν αυτόπτης μάρτυρας στη βομβιστική ενέργεια στο πολυκατάστημα Senior. Ο αστυνόμος του είχε πει πως ήταν από τους ελάχιστους που δεν το βαλε στα πόδια μόλις έγινε η τρομακτική έκρηξη που είχε σαν αποτέλεσμα να χάσουν την ζωή τους δυο άνθρωποι και να τραυματιστούν είκοσι τρεις. Τρεις χαροπάλευαν διασωληνωμένοι στην εντατική. Οι υλικές ζημιές ήταν τεράστιες, ευτυχώς οι πυροσβέστες είχαν προλάβει να επέμβουν και να αποτρέψουν τη φωτιά να μεταδοθεί στα διπλανά κτίρια. Την ευθύνη γι αυτή την ενέργεια είχε αναλάβει η οργάνωση ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ με σχετικό τηλεφώνημα στην εφημερίδα του ψηλού δημοσιογράφου.
"Πάλι τα ίδια" σκέφτηκε ο ανακριτής. Πάλι η ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ. Δέκα χρόνια και πλέον αυτή η οργάνωση δρούσε και στην ουσία τίποτε δεν είχε ανακαλύψει η Αστυνομία και η δικαιοσύνη. Οι έρευνες βρίσκονταν σε μαύρο σκοτάδι.
-Για λέγε λοιπόν; εξέτασε στα μάτια τον μάρτυρα.
-Εγώ που λες κύριε διοικητή, πολέμησα στον πόλεμο του Σαράντα...
-Δεν είμαι Διοικητής, τον έκοψε κι άσε τον πόλεμο. Λέγε τι είδες στο Senior. 
-Μάλιστα. Είχα πάει εκεί, που λες κύριε Διοικητή, ν αγοράσω κουστούμι για το παιδί μου παντρεύεται.
-Πότε παντρεύεται; μισογέλασε.
-Την άλλη Κυριακή, στον Αι-Σώστη. Να έρθεις κύριε Διοικητή, είστε καλεσμένος από μένα.
Ο ανακριτής  τον ξανακοίταξε και σκέφτηκε πως άδικα έχανε το χρόνο του με τούτον εδώ.
-Πες μου τι είδες εκεί; ήσουν πολλή ώρα πριν την έκρηξη; παρατήρησες κάποιες ύποτες κινήσεις, κάποιες παράξενες φάτσες;
-Μάλιστα, ήμουν πολλή ώρα εκεί. Ναι, είδα μια κοπέλα απ αυτές με τις αλογοουρές να κάθεται σιμά στα ρούχα. Εκεί που έσκασε η βομπα. Πως τις λένε αυτές...ξέρεις εσύ...
-Φρικιά;
-Ναι, φρικιό. Έτσι.
-Τι άλλο;-Τίποτε άλλο. Ήταν εκεί πολύς κόσμος, δεν μπορούσα να ξεχωρίσω αλλά ένας ψηλός, ξανθός με κουστούμι, μίλησε με μια πωλήτρια.
-Για λέγε, λέγε γι αυτόν! έκανε με ενδιαφέρον.
-Αυτό, τι άλλο άνοιξε τα μάτια του ο μάρτυρας.
Η γραμματέας του ανακριτή κρατούσε σημειώσεις και αντάλλαξε ένα βλέμμα μαζί του, σα να ξέραν πως όλα αυτά ήταν για τον κάλαθο των αχρήστων. Όμως αυτή η αλογοουρά και ο ξανθός με το κουστούμι, ίσως να είχαν κάποια σχέση αλλά πως θα έβρισκε άκρη με τούτον εδώ;
-Πάρε πλήρη χαρακτηριστικά, είπε στη γραμματέα και σηκώθηκε.
-Τι φορούσε η κοπέλα;, ρώτησε την μύτη
-Ποια;
-Η κοπέλα, τι ρούχα φορούσε;
-Α, η κοπέλα. Ναι ήταν ψηλή και φορούσε μίνι, ξέρεις εσύ...
Του ανακριτή έπαιξαν λίγο τα νεύρα. Σκέφτηκε να τον διώξει κακήν-κακώς αλλά η αστυνομία επέμενε πως έπρεπε να εξετασθεί εξονυχιστικά, αλλά τελικά δεν βγήκε τίποτε σπουδαίο. Η "μύτη" δεν μπόρεσε να δώσει κάποια συγκεκριμένα στοιχεία του ξανθού άντρα και της γυναίκας με την αλογοουρά. Οποιοσδήποτε από το πλήθος θα μπορούσε να είχε τοποθετήσει τη βόμβα, αυτές οι ενέργειες είχαν πληθύνει επικίνδυνα τώρα τελευταία και οι οργανώσεις φύτρωναν σαν τα μανιτάρια μετά τη βροχή στην πόλη.
Οργάνωση. Μεγάλη λέξη η οργάνωση. Όργανο. Οργανισμός. Τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσε το κράτος, χρησιμοποιούσαν και οι τρομοκράτες και οι φιλάνθρωποι. Οργανισμός κοινής ωφελείας-αυτό θυμίζει μη κερδοσκοπική εταιρεία, θεάτρου ή παρεμφερούς είδους. Οργάνωση για την απελευθέρωση του Καναστρέφη, σε όλους τους τοίχους ήταν γραμμένο τ όνομα του. Είχε γίνει πασίγνωστο μαζί με το περιβόητο Ζει ο Παναγούλης ή ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος! Οι λαϊκοί ήρωες εξιδανικευμένοι σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια. Μόνο που γίνονταν πολύ γρήγορα ήρωες, όπως και γρήγορα ξεχνιόνταν όλα και οι νεκροί και οι τραυματίες οι ανακρίσεις, μέχρι πάλι ξαφνικά να γίνει ένα παρόμοιο γεγονός και να ξαναζωντανέψουν τα γεγονότα.
Όλα θέλουν οργάνωση σ αυτή τη ζωή, ξανασκέφτηκε ο ανακριτής. Το κράτος ήταν καλά οργανωμένο, το μεγάλο έγκλημα επίσης, όλοι το ήξεραν αυτό, από τους ταξιτζήδες, μέχρι τους σκουπιδιάρηδες, τους Δημόσιους υπαλλήλους, τους ιδωτικούς, τις νοικοκυρές και τους σουβλατζήδες, όλοι γνώριζαν πως τα πάντα ήταν φτιαχτά. Τίποτε χωρίς να κρύβεται κάτι άλλο πίσω του. Η καχυποψία στο έπακρον, η αμφισβήτηση των πάντων. Όλοι ήξεραν για όλα κι όλοι μαζί δεν ήξεραν τίποτε.
Εκείνοι που είχαν παραοργανωθεί ήταν οι εργάτες. Συλλαλητήρια, πανώ συγκρούσεις, συνθήματα, σε καθημερινή βάση στο κέντρο της πόλης. Πρώτα οι κομμουνιστές που δίδασκαν πως να γίνεται και να παραμένει κανείς φτωχός, πως να παραμένει εργάτης, σύμφωνα με τους δεξιούς. Οι κεντρώοι ήταν ένα είδος παλάντζας, πότε από εδώ και πότε από εκεί, όπου τους έβρισκε βολικούς το σύστημα. Το παράλογο ήταν πως όλοι αυτοί πουθενά δε συμφωνούσαν κι όμως τους έβλεπες να συνυπάρχουν και να χωρίζονται. Αυτό ήταν μέλημα της εκάστοτε άρχουσας τάξης που έβλεπε τη μάζα, τον λαό σαν ένα κοπάδι, που έπρεπε να έχει έναν καλό βοσκό που να τα οδηγεί σαν πρόβατα στη βοσκή. Η ανημπόρια των πολλών ήταν η αμάθεια, όσα δεν ήξεραν τα έκαναν κρεμαστάρια, κι ασήμαντα. Ένας λαός φερέφωνο, χωρίς ψυχή, χωρίς τρόπο αντίδρασης.
Το μεγάλο κεφάλαιο είχε πολλούς τρόπους να εξαγοράζει, να ράβει και να δένει, να δολοφονεί, να κρύβεται, να βγαίνει στην επιφάνεια λάδι τις περισσότερες φορές. Και φυσικά κυβερνούσε δια του χρήματος. Δια του χρήματος γινόταν και η εξαγορά συνειδήσεων. "Πόσα θέλεις να τοποθετήσεις μια βόμβα;" "Δέκα εκατομμύρια." Κι αμέσως μετά, ερχόταν μια θρησκεία που πολεμούσε με φανατισμό τον Κομμουνισμό, γιατί γκρέμισε τις εκκλησίες στην Αλβανία, φοβούμενη μήπως γίνει κι εδώ το ίδιο και χάσουν τα προνόμια οι επί γης θεόσταλτοι ιερείς και δεσπότες που στο όνομα κάποιου θεού διέπρατταν εγκλήματα και έσβηναν κάθε σπίθα προόδου και αληθινότητας σ αυτή τη ζωή.
Κατά βάθος, ήταν θρήσκος άνθρωπος ο ανακριτής.
Συνεχίζεται

συνέντευξη ΕΛ ΜΩΡΑΙΤΗ

  1} Πότε ξεκίνησες να γράφεις βιβλία & ποιες είναι οι πηγές εμπνεύσεως σου -για το κάθε θέμα ή τίτλο βιβλίου σου? Ξεκίνησα να γράφω από...