Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2020

ΤΑ ΚΟΡΊΤΣΙΑ ΤΟΥ ΓΥΜΝΑΣΊΟΥ.

 


 


Γυμνάσιο πήγαινα στους Φιλιάτες ή αλλιώς Φιλιάτι, μια κωμόπολη περίπου τριών χιλιάδων κατοίκων- έμενα μόνος μου σ ένα μικρό δωμάτιο, από τότε εργένης, δώδεκα χρονών παιδάκι. Απίστευτο αλλά έτσι συνέβαινε. Το πρωί πήγαινα στο Γυμνάσιο συνήθως μέχρι τις δυο, για μεσημεριανό φαγητό σ ένα κέντρο νεότητος, λίγη μεσημεριανή ξεκούραση αν δεν παίζαμε μεσημεριάτικα ποδόσφαιρο, κι ύστερα πάλι μελέτη στο κέντρο νεότητος, συνήθως μέχρι τις επτά-οκτώ το απόγευμα. Βραδινό φαγητό δεν έτρωγα κάθε μέρα, είχε συμφωνήσει ο πατέρας μου να τρώω σ ένα εστιατόριο του Μάνου, ενός φίλου του και τον πλήρωνε κάθε τέλος σχολικού έτους, αλλά επειδή δεν ήθελα να φουσκώνω το λογαριασμό δεν έτρωγα κάθε βράδυ. Χρήματα δε θυμάμαι να είχα ποτέ στα χέρια μου, εκτός από κάποια δίφραγκα που μου έδινε τις Πέμπτες που ερχόταν η μάνα μου και πουλούσε στη λαϊκή χόρτα και άλλα είδη συνήθως μαναβικής. Μα να μη θυμάμαι μια φορά να λαιμαργώ που έβλεπα τ άλλα παιδιά να τρώνε κάθε πρωί το κουλούρι τους; ή στο διάλειμμα που έτρεχαν ν αγοράσουν από τον επιστάτη, τυρόπιτες ή άλλα γλυκά; απίστευτο. Λες και δε μ ένοιαζε καθόλου τι φάω αν θα φάω και πότε. Έτρωγα μόνο για να συντηρούμαι και το σώμα μου ήταν κανονικότατο και αθλητικό, σκληραγωγημένο. Ήμουν πρώτος μαθητής,διάβαζα είκοσι ώρες το εικοσιτετράωρο, μερόνυχτα, ειδικά λογοτεχνικά βιβλία που δανειζόμουν από την βιβλιοθήκη του κέντρο νεότητος.
Τα περισσότερα Σαββατοκύριακα πηγαίναμε στο χωριό, ήμασταν μια παρέα συνομήλικοι πέντε έξι παιδιά και πολλές φορές για να γλιτώσουμε το εισιτήριο, πηγαίναμε με τα πόδια, σαράντα χιλιόμετρα δρόμο ανάμεσα σε βουνά και λαγκάδια σε ποτάμια και γκρεμούς, παρέα με τ αγρίμια, τα τσακάλια και τους λύκους, τα φίδια, τις βροχές και τις καταιγίδες.
Κάμποσες φορές πηγαίναμε με το λεωφορείο και αυτό ήταν το μεγαλύτερο βάσανο, γιατί τον πρώτο καιρό μας έπιανε ναυτία και κάναμε εμετό, ασυνήθιστοι καθώς ήμασταν στην κίνηση, έτρεχαν τα δέντρα, κι όχι εμείς, έτσι έλεγαν κάποιοι, αλλά και από τη βρώμα του πετρελαίου και του τσιγάρου-όσο θυμάμαι αυτή τη μυρωδιά μου ρχεται να κάμω εμετό και τώρα, μα έπρεπε να γίνει έτσι γιατί χρειαζόταν να πηγαίνω τα ρούχα μου για να παίρνω τα καθαρά που έπλενε και σιδέρωνε η μητέρα.
Οι καθηγητές ήταν σκληροί, αμείλικτοι σε θέματα πειθαρχίας, ευπρέπειας, έπεφτε και χαστούκι κι  έπρεπε να είμαστε κουρεμένοι, ένα πόντο μαλλί, τα κορίτσια φορούσαν υποχρεωτικά ποδιές. Δέκα πόντους κάτω από το γόνατο![Εμένα πάντως δε με είχε αγγίξει κανένας καθηγητής, ίσως επειδή δεν έδινα κανένα τέτοιο δικαίωμα.] Και θυμάμαι πως τρέχαμε όλα τ αγόρια για να δούμε και να απολαύσουμε τα κορίτσια όταν έκαναν γυμναστική γιατί, τότε φορούσαν σορτσάκια και φαίνονταν τα λευκά μπούτια τους. Μάλιστα, θυμάμαι πως το συζητούσα με τον Δημήτρη Τσατσούλη, έναν συμμαθητή μου που κάναμε ας πούμε κολλητή παρέα και αναρωτιόμαστε για τις διαφορές του αντρικού με το γυναικείο σώμα. Εντύπωση μου είχε κάνει, ιδιαίτερα η εξόγκωση στους γλουτούς που σε μερικά κορίτσια ήταν πολύ εμφανής.
Από τις πρώτες μέρες στην τάξη, είχαμε αρχίσει να γνωριζόμαστε με τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριες και ανταλλάσσαμε βλέμματα. Μερικές ήταν ψηλομύτες, ιδιαίτερα αυτές που κατοικούσαν μέσα στους Φιλιάτες κι έμοιαζαν πιο καλοζωισμένες, πιο αφράτες. Εγώ "τα φτιαξα" με μια Δήμητρα-τι είχα φτιάξει δηλαδή; απλά κοιταζόμαστε, κάναμε λίγο πιο πολύ παρέα, αν και εγώ είχα κάνει έρωτα για πρώτη φορά αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Βέβαια ερωτευόμασταν σαν τα κοτόπουλα; να πω; έπειτα διαβάζαμε κι όλα αυτά τα σινερομάντζα στα απαγορευμένα περιοδικά, Ρομάντσο, Βεντέτα, Θησαυρός, πλάκα είχε! μας πήγαιναν και κανένα κινηματογράφο όλο το Γυμνάσιο σε έργο που είχαν επιλέξει οι καθηγητές κι όταν έδειχνε τους πρωταγωνιστές να φιλιούνται το κοβε ο χειριστής της κάμερας. Βέβαια, μιλάω για την πρώτη τάξη, γιατί από τη δευτέρα και μετά άλλαξαν τα πράγματα όσον αφορά τις σχέσεις με τα κορίτσια. Μεγαλώναμε, βγάζαμε χνούδι ερωτευόμασταν τις περισσότερες φορές πλατωνικά, κατά φαντασίαν αλλά και πραγματικά. Κι ήταν αυτοί οι έρωτες της νεότητας απίθανοι! ορμητικοί, θυελλώδεις με κορίτσια για φίλημα, όπως ήταν η Σοφία που έζησα μαζί της ένα χρόνο σαν κανονικό ζευγάρι κι έκανε όνειρα να παντρευτούμε! αλλά όλα έμειναν όνειρο όταν αναγκαστικά βρεθήκαμε ο ένας αλλού και η άλλη μόνη να κλαίει. Μάλιστα. Αυτά.



 

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2020

ΈΡΩΤΑΣ ΕΊΝΑΙ

 



Αυτό που είχαμε συμφωνήσει με τα μάτια ήταν σίγουρο.Το άλλο σίγουρο ήταν τα μάτια της που με κοίταζαν μια ζωή με ένα «θέλω».Το κατάλαβα γρήγορα πως η Αλέκα θα μπορούσε να φτάσει ακόμα και στο θάνατο αν δεν περνούσε το δικό της. Πως ήταν αυτή; Μια γυναίκα πραγματικά εντυπωσιακή, από την πρώτη φορά που ήπιαμε καφέ μόνοι μας, τα μάτια της παιχνίδιζαν στιγμιαία με θέληση να γίνεται το δικό της. Εγωισμός του θανατά, μειωμένη αίσθηση του κινδύνου, σαν η ζωή να ήταν παιχνίδι, τίποτε άλλο. Ακόμα και τώρα που προσπαθώ να σημειώσω ακριβώς το περίγραμμα του προσώπου της ανατριχιάζω. Ήταν τρελή; Δεν μπόρεσα ποτέ να βάλω όρια στην τρέλα και στη λογική. Ορισμένοι άνθρωποι βρίσκονται συνέχεια σ αυτή την κόψη του ξυραφιού, ακριβώς επάνω. Συνήθως πέφτουν απ την πλευρά της τρέλας. Αυτό δεν ήταν μακριά από την Αλέκα. Θα μου πεις τώρα, γιατί εγώ έκανα την πάπια και συνέχεια έβγαζα τον εαυτό μου απέξω. Μπορεί να έχεις δίκιο, κατα βάθος είχα εξομολογηθεί στον εαυτό μου πως την ήθελα αλλά ήταν αδερφή της γυναίκας μου, παντρεμένη με τον βλάχο, καλό παιδί ο Σπύρος, ζούσε στον κόσμο του και την λάτρευε. Λάτρευε την Αλέκα που τον είχε παντρευτεί από συμφέρο, του είχε κάνει δυο παιδιά, του καθόταν στο κρεβάτι ανάσκελα κοιτάζοντας το ταβάνι χωρίς να κάνει καμιά άλλη κίνηση, μέχρι να τελειώσει, μετρώντας ως το δέκα. Ύστερα πεταγόταν επάνω κι έπαιρνε τους δρόμους.
-Που θα πας ρε Αλέκα; τη ρωτούσε αυτός μερικές φορές κλαίγοντας
-Πως κάνεις έτσι; μια βόλτα για καφέ.
Έφευγε και επέστρεφε όποτε ήθελε. Ήθελε να ζήσει. Αυτό μου είπε εκείνη την πρώτη φορά που ήπιαμε καφέ. Δε με νοιάζει τίποτε, σκοτείνιασε το πρόσωπο της. Ε, πως, προσπάθησα να την προσγειώσω. Έχεις άντρα, παιδιά, υποχρεώσεις... κι έσκασε στα γέλια. Με έκανες κι ανατρίχιασα, να κοίτα την τρίχα μου; κάγκελο έγινε! Και σήκωσε το μανίκι να φανούν οι ξανθές τρίχες στα χέρια της. Σου αρέσουν; συνέχισε προσπαθώντας να βρει τα μάτια μου. Κοίταξα πρώτα τις τρίχες που άστραφταν στο Καλοκαιρινό φως, γύρισα το πρόσωπο μου στο γαλάζιο. Μου άρεσε αλλά δεν ήθελα να το ομολογήσω και νευρίαζα που μου άρεσε. Είδες κάτι μυστήρια πράγματα που μας συμβαίνουν; Αυτές οι ηθικές υστεροβουλίες, τα σκαμπανεβάσματα των ανθρώπινων κανόνων, οι κάθετες τομές που δίχαζαν τον νου, στο τι πρέπει να κάνουμε, ποιους πρέπει ν αγαπάμε και ποιους όχι, ποιους να ερωτευόμαστε και ποιους όχι με είχαν βάλει πολλές φορές σε κόντρα με το μέσα μου. Ύστερα έστρεψα πάνω της. Χαμογέλασα με νόημα να ξεφύγω, με τρόπο πως δεν ήταν ανάγκη να γίνει κάτι μεταξύ μας. Θα πάμε για τένις; Ρώτησα για να την φέρω σε μια άλλη της τρέλα, αυτή του τένις. Παίζαμε τένις με μανία, οι κόντρες μας τα Σαββατοκύριακα ήταν ατέλειωτες, όπως ατέλειωτο συνεχιζόταν το παιχνίδι της αναμονής για το πότε θα βρισκόμασταν στο κρεβάτι. Εγώ το φοβόμουν, φοβόμουν την κατάσταση που μπορούσε να γίνει έκρυθμη, να ξεφύγει, να εκτροχιαστεί αλλά δεν της έλεγα τίποτε κάθε φορά που μάθαινα από τα υπονοούμενα της γυναίκας μου πως η Αλέκα είχε πάει με κάποιον άλλον ή πως απατούσε τον Σπύρο και απορούσα με τον εαυτό μου που δε με ένοιαζε, που δε νευρίαζα, ενώ στη γενικότερη συμπεριφορά μου καυτηρίαζα αυτές τις καταστάσεις και ήμουν καθαρά εναντίον των γυναικών που απατούσαν τους συντρόφους τους. Η γυναίκα μου το είχε καμάρι για την υποδειγματική  συζυγική μου ταυτότητα. Εγώ όμως τις έκανα τις δουλειές μου. Κρυβόμουν δε γινόταν αλλιώς μα δεν άφηνα τις ευκαιρίες να πάνε χαμένες. Δεν μπορεί; Δεν μπορεί εσύ να πηγαίνεις μόνο με την Κατερίνα; Μου λεγε η Αλέκα. Κατερίνα λένε τη γυναίκα μου. Με κοιτούσε πάνω από το φιλέ του τένις όταν συναντιόμασταν μαζέψουμε τα μπαλάκια, η Αλέκα. Και τότε προσπαθούσε να με αγγίξει με το σώμα της, με τα μεγάλα κατάξανθα μαλλιά της, με τους ιδρωμένους ώμους και πολλές φορές το κατάφερνε. Με έμπλεκε σιγά-σιγά στο δίχτυ της μαζί μ αυτό του φιλέ και στο νου μου ήρθε ένα τρομερό βράδυ. Θα ήταν τρεις-τέσσερις τη νύχτα όταν ξύπνησα από το χτύπημα του τηλεφώνου. Πρόλαβε και το σήκωσε η Κατερίνα. Ήταν ο Σπύρος που φώναζε, έκλαιγε, έλεγε ελάτε, ελάτε να την πάρετε, είναι τρελή. Η Κατερίνα έκλεισε τη συσκευή, σήκω, μου είπε, πάμε. Δεν είχα καμιά όρεξη για τέτοια πράγματα. Κατά βάθος συμπονούσα αυτόν τον Σπύρο με όσα τραβούσε από την Αλέκα αλλά ο ρόλος του παρηγορητή δε μου πήγαινε καθόλου. Αρκετές φορές, όταν πίναμε καμιά μπύρα προσπαθούσε να μου μιλάει για το πρόβλημα του. Δεν το απέφευγα, του λεγα πως συμφωνούσα μαζί του, πως κάτι έπρεπε να γίνει, μα πάντα βγάζαμε το συμπέρασμα και πιο πολύ εκείνος, που κουνούσε το κεφάλι του με πικρία και έλεγε πως δεν πρόκειται να βάλει μυαλό η Αλέκα, γιατί αυτή ήταν το παντοτινό  πρόβλημα. Βγήκαμε έξω στο κρύο, τουρτουρίσαμε και βλαστήμησα την ώρα που πήρα την απόφαση να πάω. Μην κάνεις έτσι, αδέρφια μας είναι, άκουσα τη γυναίκα μου στο σκοτάδι κι αναλογίστηκα, τι σόι αδέρφια είμασταν κι αν με ένοιαζε εμένα τι κάνει ο Σπύρος με την Αλέκα. Στην ουσία δεν έπρεπε να με νοιάζει αλλά δεν ξέρω πως, κατά κάποιο μυστήριο τρόπο, νιώθεις κάπως για αυτούς τους ανθρώπους που σέρνονται γύρω σου . Σα να είναι αλλιώτικοι από τους ξένους, ίσως γιατί και εσύ περιμένεις κάτι από αυτούς. Είσαι αφελής, έλεγε η Αλέκα. Αδέρφια, νύφες και κουραφέξαλα. Δεν υπάρχουν αυτά, όλα είναι ίδια.

Βέβαια, το όλα είναι ίδια, είναι μια κουβέντα, γι αυτό εγώ δεν τα ισοπέδωνα όλα, δεν ήταν όλα ίδια, πώς να το κάνουμε, μου φαινόταν αδιανόητο.
Φτάσαμε και βρήκαμε ένα σπίτι σε πολεμική εξέγερση. Η Αλέκα και ο Σπύρος βρίσκονταν σε δυο μέτρα απόσταση, ματωμένοι και οι δυο. Ο Σπύρος είχε γρατσουνιές στο μάγουλο, η Αλέκα σχισμένο το κάτω χείλος. Έτρεχε αίμα καυτό, φούσκωνε παραπάνω από όσο ήταν κανονικό. Τα μάτια της άγρια, έσχιζαν το μισοσκόταδο, πέταγαν φωτιές και αν ήταν δυνατόν ήθελε να τον σκοτώσει. Ο Σπύρος τα μπέρδευε, έλεγε ακατάληπτα λόγια. Πιάστε τη ρε παιδιά, είναι για δέσιμο, εγω δε φταίω, τι να κάμω, θα τη στείλω στη μάνα της, αλλά έχω δυο παιδιά- το κοριτσάκι και το αγοράκι τα είχαν κλειδώσει στο δωμάτιο τους να μη βλέπουν τις σκηνές τουλάχιστον. Προσπαθήσαμε να μπούμε στη μέση αλλά η κατάσταση ήταν πολύ άγρια. Η Αλέκα βούτηξε μια γυάλινη πιατέλα και προσπαθούσε να του ορμήσει, ήταν εντελώς έξω από τα μυαλά της. Πούστη θα σε σκοτώσω! φώναζε, τόλμησες να με χτυπήσεις εμένα! Τι σου κανα ρε πούστη;
Κάποια στιγμή ηρέμησαν. Κάθισαν ο ένας στο τραπέζι και η άλλη έκλαιγε κουλουριασμένη στον καναπέ που είχε γεμίσει αίματα. Τι έγινε ρε παιδιά, τι θα γίνει, θα σκοτωθείτε; Καλύτερα να χωρίσετε, δεν είναι πράγματα αυτά, είπα εγω. Ο Σπύρος επέμενε πως η Αλέκα είχε πηδηχτεί εκείνο το απόγευμα, ότι την είχε παρακολουθήσει ο ίδιος, η Αλέκα δεν απαντούσε σ αυτό και δεν ήθελε να χωρίσει όταν και ο Σπύρος κάπως μουδιασμένα αναφερόταν στο χωρισμό. Άκρη δεν έβγαινε. Η Κατερίνα προσπάθησε να τους συμβιβάσει, πήρε την Αλέκα στο άλλο δωμάτιο να τα πούνε, έμεινα με το Σπύρο στην τραπεζαρία να τραβάει τα μαλλιά του. Τι να κάνω ρε φίλε; Πες μου τι θα έκανες εσύ, με ρωτούσε συνέχεια.
-Θες την αλήθεια; Τον κοίταξα σοβαρά στα μάτια
Έγνεψε ναι.
-Εγώ θα την είχα χωρίσει  ή καλύτερα δε θα την είχα παντρευτεί ποτέ. Πρέπει να χωρίσεις, αυτή είναι η γνώμη μου. Η τώρα ή αργότερα αυτό θα γίνει, γι αυτό λέω να το πάρεις απόφαση.
-Δεν μπορώ μωρέ, είναι τα παιδιά..την αγαπάω κιόλας…τι να πω… μισόκλαιγε. Μού ρχεται να τη σκοτώσω!
-Τι λες ρε; Είναι πράγματα αυτά; Εμείς πάμε να φύγουμε.
Σηκώθηκα, φώναξα τη γυναίκα μου, πάμε να φύγουμε, δεν μπορώ να βρω άκρη μ αυτούς εδώ είπα κλείνοντας την πόρτα πισω μου κι ο Σπύρος μας κατευόδωνε, λέγοντας εντάξει ρε παιδιά δεν είναι τίποτε, θα περάσει! Εγώ έπιανα το κεφάλι μου με συμφορά κι ανάμεσα σ όλα τα άλλα,μη σε ξαναδώ να πίνεις καφέ ή ποτό με την Αλέκα, μου σφύριξε η γυναίκα μου κι εγω ανταριάστηκα αλλά δεν άνοιξα αυτή την κουβέντα, έβλεπα πως τα πράγματα πήγαιναν κατευθείαν σε αδιέξοδα, επειδή εκείνη η κρυφή μου επιθυμία δεν είχε κοπάσει ποτέ, πράγμα που με νευρίαζε ακόμα περισσότερο αφού εγώ ποτέ στο παρελθόν δεν είχα επιθυμήσει τη γυναίκα ενός άλλου και μάλιστα μια τέτοια γυναίκα σαν την Αλέκα που ήταν σίγουρο πως πήγαινε με πολλούς. Δεν το είχε τίποτε δηλαδή αν της άρεσε κάποιος, μου το είχε πει αυτό ανοιχτά, πολλές φορές  και στο μυαλό μου ήρθε πάλι αυτός ο κακομοίρης ο Σπύρος. Δεν πίστεψα πως κάποτε θα εκπλήρωνε την απειλή του αλλά που ξέρεις; Όλα να τα περιμένεις από κάτι τέτοιους ανθρώπους και το είπα στην Αλέκα μετά από αρκετό καιρό που τα πράγματα είχαν ησυχάσει κάπως μεταξύ τους. Κι όταν ήταν έτσι τα πράγματα, ποτέ δε μιλούσαν για την κατάσταση τους, λες και δεν έτρεχε τίποτε, λες και όλα πήγαιναν μια χαρά. Αλλά εγώ ήξερα πως όλα αυτά ήταν πρόσκαιρα. Όταν σε ένα ζευγάρι γίνουν τέτοιες καταστάσεις και ανταλλάξουν λόγια βαριά, βρισιές και ξύλο, ποτέ δε θα τα βρουν. Δυο πράγματα δεν ξεχνιούνται, μου λεγε κάποιος φίλος: Το γαμίσι και το ξύλο και το σκεφτόμουν μερικές φορές αν είχε δίκιο και έκλεινα προς τη μεριά πως, ναι, έτσι πρέπει να είναι αυτά τα δυο πράγματα δεν λησμονιούνται. Και εμένα στο πίσω μέρος του κεφαλιού, μου είχε καρφωθεί να πάω μια φορά με την Αλέκα. Τώρα το γιατί, σιγά-σιγά το διωχνα απ το μυαλό, δεν ήθελα να το εξετάζω. Απλά είχα υπολογίσει να το κάνω όταν θα χώριζαν. Οπότε θα είχα λιγότερες τύψεις ή καθόλου. Ξανασκέφτηκα βέβαια πως ήταν αδερφή της γυναίκας μου αλλά αυτό δεν είχε καμιά σημασία αφού η Αλέκα το παράγραφε. Άρα, μπορούσα να το παραγράψω κι εγώ. Το γιατί ήθελα να το κάνω, δεν ήταν μόνο πως η Αλέκα ήταν μια εντυπωσιακή, πανέμορφη γυναίκα, κι άλλες πολλές τέτοιες μπορούσα πανεύκολα να έχω, όμως διαβόλου κάλτσα σαν κι αυτήν δεν εύρισκες εύκολα και τέλος πάντων δεν μπορούσα να το εξηγήσω τι ακριβώς ήταν αυτό που με τραβούσε σα μαγνήτης κοντά της. Σιωπηλά την ήθελα αλλά δεν θα έπεφτα και στο γκρεμό. Μόνο να ευχαριστιόμασταν μια δυο φορές αυτό το πάθος και να φύγει. Έτσι σκεφτόμουν.
Είχε έρθει η Άνοιξη, τα λουλούδια άνθιζαν, η φύση μοίραζε απλόχερα τους πόθους της και μαζί με αυτούς ανέβαιναν και οι άλλοι πόθοι: οι έρωτες και τα ανθρώπινα πάθη. Τα περισσότερα Σαββατοκύριακα πηγαίναμε για τέννις όλοι μαζί. Κι ύστερα για κανένα ουζάκι στην παραλία. Όταν μέναμε μόνοι με τον Σπύρο άρχιζε να με τριβιλίζει, έτσι η Αλέκα αλλιώς η Αλέκα, ξέρω πως συνεχίζει να πηδιέται μ αυτόν ή με τον άλλον. Είσαι σίγουρος; Άνοιγα τα μάτια μου εγώ. Ε, καλά τώρα, επέμενε, αφού τους έχω πιάσει. Επ, αυτοφόρω ; συνέχιζα εγώ. Όχι, αλλά σχεδόν, τι να σου λέω τώρα. Και για δε χωρίζεις; Την αγαπάω, με αποτελείωνε.
Εκείνο τον Απρίλη, είχε πάει ταξίδι για δουλειές στο εξωτερικό, με πήρε τηλέφωνο να μου το υπενθυμίσει η Αλέκα. Θα πάμε για τένις; Με ρώτησε και κατάλαβα πως είχε έρθει η ώρα της. Δεν ξέρω πως αλλά το κατάλαβα πως θα κάναμε έρωτα. Πως θα τελείωνε κι αυτό το μαρτύριο. Πράγματι μόλις συναντηθήκαμε κάναμε σαν τρελοί, μόνο που δεν φιληθήκαμε μπροστά στον κόσμο. Κοντράραμε τα μάτια και τα σώματα μας πάνω στο φιλέ που μας χώριζε μέχρι να τελειώσουμε τα γκέιμς και τα σετ. Με νίκησε. Ήταν σπουδαία παίχτρια. Μούσκεμα στον ιδρώτα και οι δυο, παρατήσαμε πετσέτες, τσάντες, τζιμπράγκαλα, λες και είχαμε συνεννοηθεί χωρίς να μιλήσουμε γι αυτό, πήγαμε στην έρημη παραλία. Πέσαμε στην άμμο σαν θηρία που ήθελε ο ένας να φάει τον άλλον, κάναμε τι κάναμε κι αμέσως μετάνιωσα. Σηκώθηκα και της είπα πως αυτό ήταν σαν να μην έγινε. Μη φοβάσαι! Γέλασε. Εσύ να το ξεχάσεις, για μένα είναι εύκολο. Και φύγαμε ο ένας εδώ κι άλλος εκεί. Όμως δεν το ξεχάσαμε, συνεχίζαμε να συναντιόμαστε ερωτικά κι κάθε φορά λέγαμε τα ίδια. Φυσικά κανένας δεν μας είχε πάρει χαμπάρι, ο Σπύρος συνέχιζε να μου λέει τα παράπονα του, η γυναίκα μου να μην κάνω παρέα με την Αλέκα, εγώ της απαντούσα, ζηλεύεις την αδερφή σου; Και εκεί τέλειωνε το πράγμα. Όχι, ακριβώς, εκεί άρχιζε για μένα που καθόμουν ώρες και συλλογιζόμουν τι κάθαρμα ήμουν και πόσο υποκριτές μπορούν να γίνουν οι άνθρωποι. Όταν ήρθε το Καλοκαίρι, σιωπηλά συμφωνήσαμε να αραιώσουμε, πράγμα που έγινε. Και να δεις που πραγματικά νόμιζα πως δεν είχε συμβεί τίποτα μεταξύ μας. Όλα γίνονταν φυσιολογικά, όπως ήταν πριν γίνουν. Είχαμε αποκρύψει στα κατάβαθα της ψυχής μας το γεγονός. Τέτοιοι άνθρωποι ήμασταν. Κι εμένα και της Αλέκας, το έδειχνε αυτό, μας άρεσε που το είχαμε κρύψει τόσο καλά. Βέβαια το πάθος μας είχε σκουριάσει. Ούτε εγώ την ήθελα πια, ούτε εκείνη εμένα. Είχαμε γίνει φίλοι. Δυο φίλοι καθάρματα. Η Αλέκα συνέχιζε το δρόμο της πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον. Ένα βράδυ, την πέτυχα σε κάποιο μπαράκι, με έναν νεαρό που τον έδιωξε μόλις με είδε. Πήγα κοντά της ήταν μεθυσμένη στουπί. Τα μάτια της γυάλιζαν η βότκα έτρεμε στα χέρια της.
-Κάτσε, μου είπε. Κάτσε όμορφε να τα πούμε.
Της χαμογέλασα, με λύπησε αλλά κι εγώ ήμουν πιωμένος. Όχι τόσο όσο εκείνη, είναι αλήθεια πως τις γυναίκες τις πιάνει πιο εύκολα το ποτό.
-Τι νομίζεις πως είναι ο κόσμος ρε μάγκα; Ποτέ δε με έλεγε γαμπρέ ή με το όνομα μου. Αυτός έλεγε και με έδειχνε όταν ήθελε ν αναφερθεί σε μένα στην παρέα. Τίποτε δεν είναι. Γαμηθήκαμε! Και τι έγινε; Τέλειωσε ο κόσμος; Χαχαχα, αστείος είσαι; Άκου φίλε, προσπαθούσε να σοβαρευτεί. Εγώ είμαι ότι θέλω. Εγώ δεν κρέμομαι απ τα αρχίδια κανενός Σπύρου, αλλά δε θα χαραμίσω τη ζωή μου, δεν είμαι εγώ για τέτοια. Για κοίταξε με!
Σηκώθηκε επάνω, κι άνοιξε το στήθος της. Έσκισε το λινό φόρεμα που φορούσε. Ο κόσμος γύρισε κατά εκεί, ένα αααα, ακούστηκε θαυμαστικά, την Αλέκα δεν την ένοιαξε, νόμιζε πως ήμασταν μόνο εμείς οι δυο εκεί.
-Κοίταξε με ρε μάγκα και πες μου! Δεν είμαι η ομορφότερη; Κάνω εγώ για τα μούτρα ενός άντρα; Όποιος κι αν είναι αυτός. Κοιτάξτε με όλοι ρε: φώναξε γύρω κι άφησε το φόρεμα να κυλίσει χάμω στο δάπεδο μένοντας εντελώς γυμνή. Δε φορούσε τίποτε άλλο, το ήξερα αυτό, το έκανε συχνά, έβγαινε χωρίς κυλόττα. Το ααααα τώρα έγινε συρμός έγινε πέλαγος, όλοι έκαναν έναν κύκλο γύρω μας. Χιλιάδες μάτια την κοίταζαν ολόγυμνη, να παραπατάει σα να έπαιζε σε μια σκηνή θεάτρου. Τα μάτια των θεατών γούρλωσαν, άντρες γυναίκες, θαμώνες του μπάρ όρμησαν να την φάνε. Άρχισαν να την βρίζουν οι γυναίκες ήθελαν να έρθει η Αστυνομία, την έσπρωχναν, την χαστούκιζαν κι εγώ δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα, χαμένος μέσα σ αυτήν την άβυσσο της πραγματικότητας, χαμένος μέσα σ αυτή την ωμή βία του ανθρώπινου είδους, μάτωσα τα χείλια μου προσπάθησα να της πιάσω το χέρι δεν το κατάφερα. Το ανθρώπινο σμήνος την παρέσυρε στο σκοτάδι, σβαρνίστηκε το λευκό της σώμα στα σκαλιά, κατακρημνίστηκε γύρω από το αίμα της αξιοπρέπειας ενός κατακερματισμένου κόσμου.

Τελος

 

 

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2020

ΩΡΑΊΑ ΖΩΉ

 

ΙΟΥΛΙΑ


Αποφάσισα να ταξιδέψω μια και δεν είχα τίποτε σπουδαίο να κάμω στην πρωτεύουσα. Μάζεψα λίγα σύνεργα, όχι πολλά για να μη με βαραίνουν στις πλάτες μου, ξέχασα όλες μου τις υποχρεώσεις, τι θα τις έκανα μαζί μου; κι έφτασα σε μια απομακρυσμένη στάση. Θα πήγαινα σ ένα αγρόκτημα, κάποια μου είχε μιλήσει γι αυτό πριν χρόνια.

Κάθισα στο παγκάκι, ψυχή δεν υπήρχε τριγύρω, το κρύο ήταν κοφτό, ευτυχώς είχα ντυθεί καλά και διάβασα στα φορτωμένα από ξεσχισμένες αφίσες προστατευτικά τζάμια, μερικές φράσεις επίδοξων επαναστατών ή κάποιων που απλά ήθελαν να περάσουν την ώρα τους, μερικά συνθήματα, κάποια τσιτάτα. "Ποτέ μην υποτιμάς έναν άντρα που τα έχει χάσει όλα!" στάθηκα σ αυτό κάμποσα λεπτά, έτσι έγραφε με ακανόνιστα μαύρα γράμματα. Φοβερή συμβουλή, σκέφτηκα και μου ταίριαζε γάντι, εμένα που τα είχα χάσει όλα, ότι είχα και δεν είχα. Γυναίκα, παιδιά, σπίτια, φίλους κι αδέρφια. Ακόμα και την υπόληψη μου στην πιάτσα είχα χάσει κι αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει, θυμήθηκα μια άλλη συμβουλή ενός φίλου μου του Νικ απ το Αμέρικα που είχε πεθάνει γιατί δεν είχε μπορέσει να κρατήσει την υπόληψη του και τα τελευταία χρόνια της ζωής είχε καταλήξει σ ένα υπόγειο θλιβερό να πίνει και να καπνίζει μερόνυχτα αλλά τώρα όλο αυτό δεν είχε σημασία ο Νικ είχε πεθάνει κι εγώ περίμενα σε μια στάση κάποιο λεωφορείο να με πάρει μακριά.

Κανείς δεν μπορεί να πάει μακριά
τόσο
ταξίδι στους θεούς
για να σε πάω.

Έστριψα ένα τσιγάρο, τι το θελα, η απελπισία είναι χειρότερη απ το τσιγάρο και περίμενα αλλά το λεωφορείο δε φαινόταν πουθενά. Ένα κύμα αγέρα σφύριξε, μου πήρε το τσιγάρο απ τα χέρια κι έτρεξα να το προλάβω μα δεν το πρόλαβα, η κάφτρα του χάθηκε στον σκουπιδότοπο κι έτσι γύρισα στο παγκάκι να στρίψω άλλο ένα και ένιωσα περισσότερο μόνος από ποτέ. Πρέπει να είναι πολύ άσχημο να μένει μόνος ένας άνθρωπος έτσι που έχουμε καταντήσει και έχουμε ανάγκη ο ένας απ τον άλλον και για να περάσει η ώρα βάλθηκα να σκέφτομαι μια παλιά ιστορία. Ξέρετε όταν σκέφτεσαι παλιές ιστορίες που δε θυμάσαι ακριβώς πότε έγιναν αλλά έγιναν που να πάρει ο διάβολος κι εμένα αυτή η ιστορία μου είχε γίνει βραχνάς, λογικά έπρεπε να την ξεχάσω, γιατί να θυμόμουν ένα βράδυ που είχε έρθει ξαφνικά η Κάθυ και να μου πουλήσει ψεύτικο έρωτα;
Όμως τη θυμόμουν, δεν μπορούσα να τη σβήσω, ότι γίνεται υπάρχει σε κάποιες μνήμες ούτως ή άλλως και δεν μπορούμε να το διαγράψουμε, τουλάχιστον εγώ.

Την Κάθυ την είχα γνωρίσει ένα βράδυ για πρώτη φορά πριν από κάμποσα χρόνια που ήμουν κι εγώ ένας καθώς πρέπει άνθρωπος, με δουλειά, με σπίτι, νοικιασμένο βέβαια, με αυτοκίνητο, με φίλους και γνωστούς, αδέρφια, ξαδέρφια και όλο το κακό συναπάντημα και φαίνεται πως της γυάλισα, ήμουν ωραίος άντρας και βάλθηκε να μου κάνει παρέα.
Εγώ έτσι όπως την είδα, όπως βλέπεις έναν άνθρωπο για πρώτη φορά, κάτι δε μου άρεσε και σκέφτηκα κάποτε να της το πω αλλά δεν τόλμησα, παρά κράτησα τυπικές έως ζεστές φιλοφρονήσεις μεταξύ μας, ενώ εκείνη όλο και ζητούσε κάτι παραπάνω, όλο και έψαχνε υποσχέσεις και λόγια πως εμείς οι δυο ήμασταν φτιαγμένοι ο εις για τον άλλον και υπό άλλες προυποθέσεις μπορεί να ήταν έτσι.
-Τι δουλειά κάνεις; τη ρώτησα ένα άλλο τέτοιο βράδυ και μούτρωσε.
-Δε ρωτάνε μια κυρία τι δουλειά κάνει! ένας άντρας πρέπει να φροντίζει τη γυναίκα που αγαπάει, έτσι ξέρω εγώ.
Εγώ όμως έμαθα. Η Κάθυ ήταν στριπτιζέζ κι εγώ ένας κύριος του καλού κόσμου τι σινάφι θα έκανα μαζί της; γι αυτό άρχισα να την αποφεύγω, με φόβιζαν αυτές οι γυναίκες και όλο το περίγυρο τους. Άνθρωποι της νύχτας, ποτά, ναρκωτικά και όλο το κακό συνονθύλευμα αλλά όσο κι αν προσπαθείς να βγάλεις την ουρά σου απ έξω, είναι κάποια άλλα πράγματα που σε έλκουν σαν μαγνήτης, όπως η ομορφιά της Κάθυ, τα μεγάλα μαύρα μάτια της, τα ψηλά και μακριά πόδια, που όπως να το κάνεις τραβάνε χωρίς να το θέλουμε. Κι έτσι, μέσα απ όλες τις φορές που συναντιόμαστε, έτυχε και μια μοιραία.. α, τι λένε για τις μοιραίες βραδιές οι άνθρωποι! πως δεν το θελα, είχαμε πιει, είχαμε τα θέλω μας και η σάρκα μέσα σ αυτό το μαύρο χρώμα της νύχτας γίνετε παιχνίδι, οπότε ξύπνησα σε ένα κρεβάτι που δεν ήξερα πως είχα βρεθεί αγκαλιά με την Κάθυ που όλο επέμενε πως από κει και πέρα έπρεπε να τη φροντίζω, να την αγαπάω και να της προσφέρω μια ωραία ζωή, να της δίνω λεφτά όποτε δεν είχε και πότε είχε δηλαδή, αφού όπως αποφάσισε δεν της άρεσε να δείχνει πια το κορμί της στα στριπτιζάδικα.
-Πως είναι όταν γδύνεσαι μπροστά σε τόσο κόσμο; τη ρώτησα και δεν είχα πάρει καμιά απόφαση για το τι θα έκανα μαζί της.
-Θες να σου δείξω; έκανε με νάζι κι άρχισε να κάνει το νούμερο της μέσα στην κρεβατοκάμαρα μας και το έκανε τόσο ξετσίπωτα που δε μου άρεσε. Δε μου άρεσε καθόλου παρ ότι είχα παρακολουθήσει αρκετές φορές τέτοιου είδους θεάματα αλλά τότε ήταν αλλιώς, ήταν ξένες γυναίκες, ήταν μέσα σε ένα μπαρ, σε ένα καταγώγιο και δε με ενδιέφερε και πολύ ποια είναι αυτή που γδύνεται παρά μόνο το γδυμνό κορμί της, το λάγνο της νύχτας και το αχόρταγο βλέμμα της επιθυμίας. Της επιθυμίας που γίνεται απόκρυφη, που κρύβεται αλλά και φουντώνει ειδικά τα σερνικά σαν είναι πιο μεγάλη απ την πραγματικότητα και πρέπει κάπου να σβήσει.

Κι επειδή δεν ήθελα να μπλέξω άλλο στα γρανάζια αυτής της ακολασίας πήρα τους κύκλους ανάποδα και εξαφανίστηκα αλλά πάντα μου έμενε η απορία για την Κάθυ, τι να έκανε, που γυρνούσε και τι θα έφτιαχνε στη ζωή της αυτή που πίστευε πως ήμασταν πλασμένοι ο εις για τον άλλον.

Κανείς όμως δεν μπορεί να σε πάει μακριά

είναι το παράθυρο ανοιχτό

και οι θεοί πεθαίνουν μόνοι.

Η αλήθεια είναι πως όταν ένας άντρας και μια γυναίκα ξαπλώσουν μαζί, τά πάντα αλλάζουν μεταξύ τους και ειδικά για κάποιους που είναι απαιτητικοί, που θέλουν όλο το τυρί δικό τους, όπως η Κάθυ που κλαίγοντας ήρθε ένα άλλο βράδυ να με βρει πιωμένη ως το κόκκαλο και χωρίς να δείξει τίποτε απ όλο αυτό που συνέβαινε μεταξύ μας, κουβαλώντας μαζί της έναν ξερακιανό άντρα, έναν τύπο που εγώ δε θα έφτυνα πάνω του και μου στον σύστησε σαν μέλλοντα σύζυγο της! και μέσα σ αυτή την παραζάλη, εμένα τι με πείραζε αλλά είπαμε, κάποιοι άνθρωποι σε θεωρούν για πάντα δικό τους χωρίς να υπολογίζουν πως έχεις κάτι άλλο να κάνεις σ αυτή την ξευτίλα που λέγεται ζωή, γιατί, ένα αγκάθι από σπασμένο κόκκαλο ψαριού είχε καθήσει στο λαιμό μου, μέρες τότε και πάσχιζα πως να ξεφύγω από τη μαυρίλα της ζωής μου που είχε αρχίσει να παίρνει μια αδυσώπητη κατρακύλα και μέσα από το παραμίλημα της Κάθυ, ο ξερακιανός δε μίλησε ποτέ, καθόταν στην άκρη του ποτού κι όλο έβαζε να πίνει, εγώ δεν ήπια ούτε σταγόνα, φοβόμουν αυτό που ήθελε να κάνει η Κάθυ και κάποτε τον έστειλε να φύγει, λέγοντας, έρχομαι αγάπη μου, πήγαινε σπίτι μας και φεύγοντας αυτός, όρμησε πάνω μου να με γεμίσει φιλιά και κλάματα, όπως και σάρκα στο ίδιο έτοιμο κρεβάτι, ενώ ο ξερακιανός δεν ήθελε; ή και δεν τον ένοιαζε όλο αυτό που γινόταν ή γίνεται πίσω από την πλάτη μας, πίσω από τ αγκάθια που τσιμπούν την ηθική μας ταυτότητα κι όταν όλο αυτό τελείωσε, φεύγω, είπε, πάω να γίνω αγρότισσα, ο άντρας μου έχει ένα κτήμα Δυτικά του κόσμου, έχει και ζωντανά, πήγα μια φορά και τώρα το πήρα απόφαση να ζήσω μαζί του, να κάνουμε παιδιά, να ζήσουμε σαν άνθρωποι, επειδή μέχρι τότε ήταν ζώα.
Όλο αυτό δε θα είχε και μεγάλη σημασία, αν εκείνη την ώρα που τα σκεφτόμουν όλα, καθισμένος στο ασήμαντο παγκάκι μιας στάσης που δεν ήξερα αν τελικά περνάει λεωφορείο, όχι δεν περνάει! μου είπε μια γειτόνισσα, η στάση αυτή έχει καταργηθεί και συ περιμένεις εδώ μέσα στο κρύο κι εγώ ανατρίχιασα, επειδή η γειτόνισσα χάθηκε, και απ το βάθος φάνηκε μες τη σκουριά να έρχεται η Κάθυ.
Γεμάτη, ορθή κατολίσθηση κάθισε δίπλα μου, με κοίταξε με ξεπλυμένα μάτια, άχρωα και μου είπε:
-Τον σκότωσα.
Πίσω απ το φύλλο της ακακίας που έπεσε στην ποδιά της, μια ποδιά αγρότισσας, γεμάτη χώματα, ξεραμένες πέτσες και τρίχες γουρουνιών, τα μαλλιά της είχαν πάρει το χρώμα αυτό το καστανί της θλίψης, δεν ήξερα αν έπρεπε να την πιστέψω.

όσο μακριά ένας φίλος είναι

ήθελα ταξίδι να με πας

πιο μακριά κι απ τους θεούς.

-Όταν πήγα εκεί είχε πολλά γουρούνια, πολά φυτά κι ένα σπίτι μεγάλο. Εγώ επειδή δεν μπορούσα να ταίζω τα γουρούνια άρχισα να τα σκοτώνω. Ώσπου μια μέρα δεν είχαμε κανένα γουρούνι. Τα σκότωνα και τα πετούσα στο λάκκο. Κάθε πρωί αργούσα να ξυπνήσω, αυτός πήγαινε στο καφενείο για να πιει, γύριζε το μεσημέρι με πηδούσε κάθε μεσημέρι κι έπειτα κοιμόταν καταμεσήσς στο μεγάλο σπίτι. Δε με παντρεύτηκε ποτέ, όλοι οι άντρες είσαστε ψεύτες, εκτός από σένα που μου ταξες ταξίδι να με πας, πιο μακριά κι απ τους θεούς.

Κανείς δεν μπορεί να πάει τόσο μακριά

ΤΕΛΟς

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020

ΖΑΓΚΕΛΙΔΗΣ

 

 



Ψηλός. Για τη γενιά του πανύψηλος. Φορούσε μυωπικά γυαλιά και βάδιζε κάπως αργά, ίσως γιατί περπατούσε και σκεφτόταν, πάντως φαινόταν για μάγκας με την καλή έννοια του όρου.
Φιλόλογος. Ήρθε στους Φιλιάτες όταν ήμουν στην τρίτη και μας δίδαξε και στην πρώτη Λυκείου. Αρχαία , Νέα, Έκθεση. Και φυσικά, θυμάμαι πως ότι αρχαία έμαθα, τα έμαθα από αυτόν. Ομήρου Οδύσσεια, Θουκυδίδη συντακτική ανάλυση, γραμματική, καλολογικά και ιστορικά στοιχεία, τρομερός καθηγητής με μεγάλη μεταδοτικότητα. Ωραία φωνή, του άρεσε να απαγγέλλει ποίηση, να αποδίδει και τις εκθέσεις μας σαν ηθοποιός στη σκηνή. Όταν είχαμε ανάγνωση εκθέσεων συνήθως άρχιζε έτσι: θα σας διαβάσω μια αντιπροσωπευτική και τα κεφάλια σχεδόν όλων των συμμαθητών έστρεφαν προς εμένα. Λογικό είχα 19 στην έκθεση, 18 στ Αρχαία.[Λίγοι στραβομουτσούνιαζαν αλλά δεν μπορεί να μας συμπαθούν όλοι]
Τα θέματα που μας έθετε ήταν σύνθετα, μας εξηγούσε πέντε λεπτά κι ύστερα, τουλάχιστον εγώ, βυθιζόμουν στο θέμα, δε μιλούσα, δεν έβλεπα κανέναν. Συνήθως έμενα το πρώτο μισάωρο να σκέφτομαι προτού γράψω αράδα. Μου άρεσε η έκθεση σε αντίθεση με τους περισσότερους που την είχαν για βάσανο.
Τέλος πάντων, λίγες μέρες πριν από το Πάσχα που ήμουν στην Τρίτη Γυμνασίου ο Ζαγκελίδης μας έβαλε το θέμα. ΚΆΤΙ ΑΠΌ ΤΟ ΠΆΣΧΑ. Προσέξτε! μας τόνισε. Όχι το Πάσχα, κάτι από το Πάσχα. Γράψαμε το θέμα, παραδώσαμε τα τετράδια και φύγαμε για τις Πασχαλινές διακοπές. Πήγα στο χωριό, ωραία ήταν, ψάλλαμε, διαβάσαμε, φάγαμε αρνί ψητό και επιστρέψαμε στα θρανία.
Όταν ήρθε η ώρα της έκθεσης ο Ζαγκελίδης είπε πως είχαμε γράψει σχεδόν όλοι περίφημα αλλά  με ύφος προβληματισμένο μας ρώτησε μήπως κάποιος δεν θέλει να διαβάσουμε την έκθεση του και κανείς δεν αρνήθηκε, οπότε απευθύνθηκε σε μένα προσωπικά: Εσύ Κωνσταντίνε; Απάντησα πως δεν είχα τέτοιο πρόβλημα. Σήκω τότε να μας διαβάσεις την έκθεση σου. Σήμερα δε θα σας διαβάσω εγώ.
Σηκώθηκα και άρχισα να διαβάζω. Είχα γράψει ένα μικρό διήγημα σε τρεις ενότητες. Η πρώτη πως ήμουν σε άσχημη ψυχολογική διάθεση επειδή είχε πεθάνει ο αδερφός μου και έκλαιγα που θυμόμουν προηγούμενες γιορτές, που κάναμε παρέα. Η δεύτερη πως γιόρτασα το συγκεκριμένο  Πάσχα πάλι με τον αδερφό μου και τους γονείς, τσουγκρίζαμε αυγά, τρώγαμε γελούσαμε κυλιόμασταν στο γρασίδι και ήταν ένα χαρούμενο Πάσχα. Και η τρίτη ενότητα εκεί που ξυπνάω και καταλαβαίνω πως όλο αυτό ήταν ένα όνειρο και πως με τον αδερφό μου δε θα γιόρταζα ποτέ ξανά.
Ενώ διάβαζα, είχα συγκινηθεί κι εγώ και κάπου-κάπου τρεμούλιαζε η φωνή μου. Τα κορίτσια έκλαιγαν όλα και σχεδόν όλοι οι μαθητές και τα αγόρια που έκαναν τ αντράκια άφησαν να κυλίσει ένα δάκρυ.
Αυτά.

 

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020

ΤΟ ΆΛΟΓΟ

 

 



Μεγάλωσα μ ένα άσπρο άλογο στην κυριολεξία.Και παρ ότι είχαμε κι άλλα ζώα, σκυλιά, γάτες γαιδούρια και μουλάρια, κατσίκες και αρνιά, κανένα δε μου άρεσε να κάνω παρέα, εκτός από τον Ψαρή. Θα ήμουν γύρω στα έντεκα όταν οι γονείς μου το αγόρασαν σχεδόν πουλάρι κι άρχισα μια περιπέτεια πολλών χρόνων μαζί του. Από την πρώτη στιγμή που ανέβηκα στη γυμνή ράχη του, σα να ένιωσα πως ήταν κάτι δικό μου, σα να με δέχτηκε πολύ φιλικά αλλά και με διάθεση παιχνιδιού, ένα παιδί ήταν κι αυτό και όρμησε ασυγκράτητος στους ξέφρενους δρόμους, στα λιβάδια και στα βουνά. Σιγά-σιγά αποκτήσαμε οικειότητα του χάιδευα τη χαίτη και τίναζε το κεφάλι του ευχαριστημένο, χλιμίντριζε και σηκωνόταν στα μπροστινά πόδια και πρόσεχα πως τα μάτια του παιχνίδιζαν! του σφύριζα κι ερχόταν κοντά μου, όμως όταν τον έπιανε το πείσμα έκανε του κεφαλιού του, δεν μπορούσα να τον πιάσω, να του φορέσω το σαμάρι για να πάμε στον κάμπο να φορτώσω στάχυα, στάρι ή καλαμπόκι. Τότε νευρίαζα πολύ κι εγώ κι όταν τελικά κατόρθωνα να του περάσω το χαλινάρι του έριχνα μερικές με την παλάμη μου στα καπούλια και κινούσαμε για τον κάμπο. Πάντως κινδύνεψα κάποιες φορές ακόμα και να σκοτωθώ. Επικίνδυνα πεσίματα ήταν πολλά, ένα από τα πρώτα ήταν όταν κάλπαζα στον κεντρικό δρόμο του χωριού, όχι επειδή το ήθελα αλλά ο Ψαρής είχε αφηνιάσει, -τα άλογα όταν αφηνιάσουν είναι αδύνατο να τα συγκρατήσεις- κι έτρεχε σαν τρελός, όταν πετάχτηκαν δυο κορίτσια, ξαφνικά και χούγιαξαν, οπότε τ άλογο στύλωσε τα πόδια κι εγώ διαγράφοντας μια καμπύλη από πάνω του έσκασα στο σκληρό χαλίκι του δρόμου, μπροστά στα πόδια του και μαζεύτηκα φοβούμενος μη με ποδοπατήσει. Όμως ο Ψαρής έκανε ένα μεγάλο άλμα, πήδηξε πάνω από το σώμα μου κι ύστερα γύρισε κι έσκυψε με το κεφάλι του τόσο κοντά μου που μύρισα την καυτή του ανάσα, σα να ήθελε να βεβαιωθεί πως ήμουν καλά! Την άλλη φορά όμως που τρέχαμε μέσα στον ελαιώνα, χτύπησα στο στήθος πάνω σε ένα οριζόντιο, χοντρό κλαδί ελιάς και σωριάστηκα σχεδόν μισολιπόθυμος στο ξερό χώμα και είπα, πάει, πέθανα, μου κόπηκε η ανάσα αλλά σιγά-σιγά συνήλθα, και κοιτάχτηκα με τον Ψαρή που με μύριζε και με κοίταζε με τα πελώρια λυπημένα μάτια του, μούσκεμα στον ιδρώτα. Γυρίσαμε σπίτι ιδρωμένοι και οι δυό, η μάνα μου φώναξε, τι έκανες στο άλογο παιδί μου; πάλι έτρεχες; δε σου χω πει να μην τρέχεις με το άλογο, θα σκοτωθείτε καμιά φορά! δεν της είπα τίποτε για το χτύπημα στο στήθος που είχε μελανιάσει, καταλάβαινα πως θα περνούσε, πράγμα που έγινε σε καμιά βδομάδα που ξανάρχισα να καλπάζω στον κάμπο. Α, εκεί ήταν η απόλαυση! άφηνα τα χαλινάρια και ταξιδεύαμε σαν αστραπή, κάναμε κόντρες με τ' άλλα παιδιά, διαβαίναμε σίφουνες ανάμεσα στα γαλαζοπράσινα στάχυα της Άνοιξης ή τα ξεροκαμμένα καλάμια τόσωνς Καλοκαιριών που η νιότη και το σφρίγος και των δυο μας ήταν αδύνατο να μην εκδηλωθεί και θυμάμαι ακόμα πως μερικές φορές τρώγαμε παρέα, αυτός το σανό του κι εγώ το φαγητό που μου είχε ετοιμάσει η μητέρα, κατάχαμα, κάτω από τη σκιά του πλάτανου που ήταν στην άκρη του κτήματος, ενώ τα τζιτζίκια ούρλιαζαν το καθημερινό τους σχιζοφρενικό τραγούδι για να σπάνε την καλοκαιρινή απουσία του τίποτε.


 

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2020

Το ΝΤΑΝΤΑ στα ΕΞΆΡΧΕΙΑ

 




Στα Εξάρχεια δε σύχναζα πολύ ή για να το πω πιο συγκεκριμένα στην πλατεία Εξαρχείων δεν άραζα σχεδόν ποτέ. Είχα μια αποστροφή σε ότι είχε σχέση με τα ναρκωτικά, τους πρεζάκηδες, τους μπάφους. Κι έπειτα μια φορά που είχα καθίσει με τον Παπαγεωργίου παλιό ποδοσφαιριστή του Αστέρα-ήταν και ο Αλέφαντος εκεί-στο καφενείο του Σάκη να με κεράσει έναν καφέ, δεν έβλεπα την ώρα πότε να φύγω, αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν τι να μου πουν. Τουναντίον μου άρεσαν όλες οι παλιές ταβέρνες, από τον Μπάρμπα-Γιάννη, την Λεύκα, τον Φώτη την Αυλή και πόσες άλλες που δε μου έρχονται στο νου αφού οι περισσότερες έχουν κλείσει εδώ και χρόνια. Επίσης πήγαινα και στα περισσότερα μπαρ, κλαμπ, ξενυχτάδικα και λίγο στα ρεμπέτικα μια και ούτε σ αυτού του είδους την διασκέδαση αρέσκομαι.
Εκεί που κόλλησα ένα μεγάλο διάστημα ήταν το ΝΤΑΝΤΆ που είχε ανοίξει ένας συμπαθητικός ηθοποιός ο Κώστας Τσαπέκος και βρισκόταν Μεταξά και Θεμιστοκλέους γωνία.
Εκείνο το διάστημα, περίπου δυο χρόνια έκανα παρέα και με τον Νίκο Καλογερόπουλο, στην αρχή της γνωριμίας μας σχεδόν είχαμε γίνει κολλητοί αλλά δεν μπορώ να πω πως γίναμε φίλοι. Ήταν κι αυτός κατά κάποιον τρόπο Ντανταιστής, καλλιτεχνική επανάσταση ενάντια στην τέχνη, μιλούσαμε για τον Χούγκο Μπαλ, τον Τριστάν Τζαρά το καμπαρέ Βολταίρ, κάναμε θορυβώδεις τρέλες, πίναμε,ο Νίκος συχνά παραπατούσε αλλά πάντα μ ένα μόνιμο χαμόγελο, όπως και μια χωριάτικη ειρωνεία στο βλέμμα, στον τρόπο, μάλλον χοντροκομμένη. Είχε παίξει βέβαια στο ΜΆΘΕ ΠΑΙΔΊ ΜΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, και ήταν γνωστός ανά το πανελλήνιο.
Πηγαίναμε επί μονίμου βάσης σχεδόν τρεις φορές τη βδομάδα στο Νταντά. Όπου φυσικά ο μεγάλος πόλος έλξης ήταν τα κορίτσια που μαζεύονταν εκεί. Χαμός! Ηθοποιούλες, υποψήφιες της Καλών Τεχνών, δημοσιογραφίσκοι, ακόμα και μαθήτριες σύχναζαν εκεί όπου φυσικά έρχονταν και κάποιοι από τους διάσημους της εποχής, όπως ο Καφετζόπουλος ο Αντώνης και πολλοί άλλοι που δεν θυμάμαι τώρα. Ο Νίκος με ζήλευε λίγο που είχα μεγαλύτερη επιτυχία στις γυναίκες και είναι αλήθεια πως είχα γνωρίσει αρκετές. Με ζήλευε και μάλιστα μου είχε πει πως γινόταν αυτό αφού εγώ ήμουν ένας άγνωστος, ενώ αυτόν τον ήξεραν ακόμα κι οι πέτρες. Δεν είχα τι να του απαντήσω αλλά από τότε κατάλαβα πως οι διάσημοι δε συμπαθούν να έχουν δίπλα τους ωραίους κι αυτό μου φάνηκε εντελώς κομπλεξικό. Εγώ ποτέ δεν είχα τέτοιου είδους κόμπλεξ.
Ένα άλλο βράδυ που δεν πήγαμε στο Νταντά αλλά στην Ταβέρνα του Μπάρμπα Γιάννη, ήπιαμε αρκετό κρασί, ο Νίκος έπαιξε μπαγλαμά, τραγουδήσαμε μέχρι αργά και το πρωί, κατά τις δέκα, ήταν Κυριακή, με πήρε τηλέφωνο να πάμε για καφέ κάπου. Ανεβήκαμε στα παπάκια, μπροστά ο Νίκος, πίσω εγώ, ακολούθα! μου είπε. Που θα πάμε; ρώτησα αλλά είχαμε φτάσει ήδη στην Καισαριανή, πάνω προς το δάσος, προς τη μονή. Κάποια στιγμή σταμάτησε έστησε το παπάκι, έβγαλε το κράνος, έστησα κι εγώ το δικό μου και τον κοίταζα απορημένος που κάτι έψαχνε κατίδρομα. Φώναξε κάτι σαν "κυρά!" και ως δια μαγείας εμφανίστηκε μια γριά μ ένα μπρίκι και ένα τζιβέ! Απίθανο! σκέφτηκα κι αράξαμε να πιούμε εκείνον τον καφέ, στρίβοντας πολλά τσιγάρα, μαζί με δυο-τρεις που κατέφτασαν. Πληρώσαμε στη γιαγιά τους καφέδες, όλοι έδιναν κάτι παραπάνω για να βγάζει μεροκάματο. Αυτή νομίζω ήταν η τελευταία φορά που κάναμε παρέα από τότε δεν έτυχε να συναντηθούμε όμως μετά από χρόνια που πήγα μόνος μου να πιω έναν καφέ στη γιαγιά βρήκα στο μέρος της μια ολόκληρη καφετέρια! γεμάτη κόσμο! Φυσικά η γιαγιά δεν ήταν πια εκεί κι έτσι πήρα το δρόμο του γυρισμού στην πόλη.



 

ΑΝΑΜΕΤΑΔΟΣΗ

 


ΓΛΩΤΤΑΝ ...

Δεν είμαι φιλόλογος με την επαγγελματική ιδιότητα της λέξης, -ο καθένας άνθρωπος οφείλει να είναι φίλος του λόγου,- πόσο μάλλον εμείς οι Έλληνες που είχαμε την τύχη να μας "χαρίσουν" αυτό το τεράστιο δώρο, την χρήση της Ελληνικής γλώσσας. Παιδιόθεν οι λέξεις μου δημιουργούσαν απορίες, τις έψαχνα, προσπαθούσα να βρω άκρη μαζί τους και πολλές φορές οι συγκρούσεις μου ήταν τρομαχτικές. Σαν συγγραφέας, βέβαια, το μέγεθος της τριβής και της ανέλιξης αυτών καθαυτών των νοημάτων, λέξεων, ονομάτων, επιθέτων, γινόταν ακόμα πιο επικίνδυνο. Και λέω επικίνδυνο, επειδή είναι πολύ εύκολο να διολισθήσεις σε σφαλερούς δρόμους, αν δεν μπορέσεις να κατανοήσεις, να τελειοποιήσεις μέσα σου, την δυνατότητα που παράγουν στην εξέλιξή τους. Έτσι, οι λέξεις από μόνες τους παράγουν μια ενέργεια, δεν είναι άψυχες, άρα διακινούνται προς μια εντελέχεια. Η Αριστοτελική αυτή έκφραση, η τάση προς την τελειότητα, εκφράζει από μόνη της ολόκληρο τον μύθο της ανθρώπινης διάστασης, την δυνατότητα να μετεξελιχθεί μια ιδέα, ένας σπόρος, σε ενεργειακή κατάσταση. Πως γίνεται ένας κορμός δέντρου, τραπέζι; Πως ο πέτρινος όγκος μεταβάλλεται σε άγαλμα; Η διαρκής αναζήτηση του τέλειου, η συνέχεια του άμορφου προς μορφή, ψυχή, ανανεώνει το φάσμα του πολιτισμού μας.

Από 56painter στις Δευτέρα, 22 Αυγούστου 2016 @ Δευτέρα, 22 Αυγούστου 2016 11:29 πμ

10 σχόλια

Το κείμενο αυτό αποτελεί προσφορά παιδείας στον αναγνώστη.

ΥΓ: Ο βαθμός οικειότητας που έχω με την σελίδα και τον συντάκτη της ,δεν μου επιτρέπει να κάνω συστάσεις πόσο μάλλον υποδείξεις. Τολμώ όμως να υποβάλλω παράκληση . Να τοποθετηθεί το θέμα ως μόνιμη εγγραφή στην μετόπη της σελίδας, να το διαβάζουμε όλοι κατ’ επανάληψη και κατ’ εξακολούθηση μέχρι αποστήθισης. Θα καταχωρηθεί έτσι στο νου και την καρδιά μας ανάμεσα στα τιμαλφή μας . δίπλα στον Εθνικό μας ύμνο.

Ευχαριστώ

Από ΛΥΓΕΡΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ | Τρίτη, 23 Αυγούστου 2016 4:51 πμ

Θα συμφωνήσω με την Λυγερή. Καλημέρα Κωνσταντίνε.

Από βιργινια . | Τρίτη, 23 Αυγούστου 2016 8:45 πμ

Ευχαριστώ για τα ωραία σου λόγια Λυγερή. Θα σκεφτώ για την υπόδειξη σου. Όσον αφορά τις εκτιμήσεις σου για το κείμενο δεν έχω τι ν απαντήσω.[συνήθως αισθάνομαι άβολα, από μικρός το είχα αυτό-όταν με επαινούν.] Καλή σου μέρα. Από ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ | Τρίτη, 23 Αυγούστου 2016 9:06 πμ

Αααα! ωραία συμφωνία κυρία Βιργινία! Καλή σου μέρα! Από ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ | Τρίτη, 23 Αυγούστου 2016 10:07 πμ

Αν με πρόσεχες λιγάκι, θα συμφωνούσες ότι π α ρ α κ λ η σ η υπέβαλα ποτέ υπόδειξη. Ούτε πρόκειται για παινέματα ώστε να νοιώθεις άβολα. Άλλωστε εγώ δεν φέρω καμιάν ιδιότητα που να μου δίνει αρμοδιότητα να απονέμω επαίνους. Περί "Αναγνώρισης" πρόκειται αγαπητέ μου. Την δικαιούσαι τόσο από τον απλό ,άντε απαιτητικό αναγνώστη όπως την ταπεινότητα μου, όσο και από την επετηρίδα των πνευματικών ανθρώπων. Κι όταν λέω να βάλουμε την τοποθέτηση σου αναφορικά με την Ελληνική γλώσσα πλάι στον Εθνικό μας Ύμνο, απολύτως το εννοώ, γιατί το θέμα περί της Ελληνικής μας γλώσσας δεν είναι φιλολογία . Είναι Εθνική υπόθεση. Καλό σου βράδυ. Ευχαριστώ για την φιλοξενία Από ΛΥΓΕΡΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ | Τρίτη, 23 Αυγούστου 2016 7:16 μμ

Κώστα, θα συμφωνήσω με τη Λυγερή. Ναι πράγματι αυτό σου το θέμα είναι κάτι σαν μάθημα....! προς όλους μας....! Για ένα ζήτημα που ταλανίζει την πατρίδα μας και ουδείς ενδιαφέρεται. Κάποτε γινόταν μάχη για το γλωσσικό θυμόμαστε. Απόδειξη στο τι σημασία έδιναν οι συμπατριώτες μας τότε στο θέμα αυτό. Καλή συνέχεια φίλε.

Από ΓΙΑΝΝΗΣ JOHNPIT | Τρίτη, 23 Αυγούστου 2016 9:53 μμ

Ο ΠΗΛΌΣ

    Ο Ντίνος Βελεμέντης ταξίδευε προς βορρά. Δε θυμόταν πόσες στάσεις ήταν να φτάσει μέχρι το Μαρούσι, μια διαδρομή που την έκανε συχνά, πη...