Τρίτη 13 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 13




Να "ψάχνεις" έναν άνθρωπο, σημαίνει να μάθεις τα πάντα γι αυτόν. Που τρώει, που κοιμάται, πότε ονειρεύεται. Αν πίνει καφέ, αν καπνίζει, αν τον αρρωσταίνει το τσιγάρο.
Αυτή η δουλειά που είχε αναλάβει ο Καζάρμας δεν ήταν καθόλου εύκολη. Η παρακολούθηση ενός ανθρώπου είναι δύσκολη και επίμονη εργασία, όπως έλεγε τη δουλειά ο ανακριτής αφού η λέξη δουλειά προερχόταν από το ουσιαστικό δούλος, που φυσικά ποτέ δε σκεφτόταν πως θα ήταν τέτοιος, ένας άνθρωπος σαν αυτόν.
Κρυμμένος πίσω από καλλωπιστικούς θάμνους, μέσα στον κήπο του διάσημου καθηγητή Μαυροσκότη, της Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, θυμόταν τις πρώτες μέρες που είχε αναλάβει να μάθει τα πάντα γι αυτόν τον άνθρωπο που επισκέφτηκε από κοντά μετά από κλείσιμο ενός ραντεβού για ιατρική εξέταση.
Είχε μεταμφιεστεί ανάλογα για την περίσταση.Δεν έπρεπε να έχει την κανονική του μορφή αφού θα ερχόταν σε επαφή με έναν άνθρωπο που αν επιζούσε θα μπορούσε να προξενήσει προβλήματα στην οργάνωση. Η μεταμφίεση του ήταν τέλεια-ακόμα και τα πιο κοντινά του πρόσωπα δε θα ανακάλυπταν πως πίσω από αυτόν τον νεαρό με το περιποιημένο μούσι, το κοντό καλοκουρεμένο μαλλί, μαύρο, σχεδόν κατάμαυρο και το προσεγμένο σπορ ντύσιμο, κρυβόταν ο Νίκος Καζάρμας.
Είχε φτάσει στο ραντεβού μισή ώρα πριν. Κάθισε στο σαλόνι και έκανε πως διάβαζε ένα περιοδικό από τον σωρό που βρισκόταν στο ράφι κάτω από το κομοδίνο. Στην πραγματικότητα ερευνούσε το χώρο. Αυτό το σαλόνι δε θα το ξανάβλεπε και ήταν ανάγκη να έχει στο νου του όλες τις λεπτομέρειες σε περίπτωση που το σχέδιο στράβωνε. Όχι μόνο του χώρου αλλά και του τρόπου που λειτουργούσε μέσα σ αυτό ο καθηγητής.
Η έξω πόρτα απείχε από το κυρίως σπίτι, πέντε δευτερόλεπτα, τα σκαλιά ήταν εφτά, το πλατύσκαλο με τις μαρμάρινες κολώνες, περίπου τέσσερα μέτρα μήκος. Το σπίτι που χρησιμοποιούσε και για γραφείο ο καθηγητής ήταν πολυτελέστατο, εξωτερικά με ολόλευκο μάρμαρο και ψηλά, στα κάγκελα του ορόφου χαμήλωνε τα κλαδιά του ένα δέντρο που μοιαζε με έλατο. Το είχε κοιτάξει πολλές φορές και είχε σκεφτεί πως, αν ήταν ένας παιδικός ήρωας παραμυθιού ή κόμικ, θ ανέβαινε απ αυτό το έλατο στο μπαλκόνι του καθηγητή, την ώρα που θα εξέταζε το σπασμένο χέρι μιας γριας, από εκείνες τις μεγαλοαστές που όλοι παρακαλάνε να πεθάνουν για να τις κληρονομήσουν αλλά εκείνες επιμένουν να ζουν πάνω από εκατό χρόνια. Η μπαλκονόπορτα θα είχε επίτηδες ξεχαστεί ανοιχτή και οι υπηρέτες θα έλειπαν. Ο Τζον για καυσόξυλα στην αποθήκη και η Έλεν για ψώνια στην αγορά. Περπατώντας στα νύχια, φορώντας τα γάντια, θα περνούσε γρήγορα μέσα.
Έτσι θα φερόταν αν ήταν ήρωας παιδικού παραμυθιού ή κόμικ. Τώρα όμως, μέσα στο σαλόνι, περίμενε υπομονετικά να έρθει η σειρά του να του εξετάσει ο καθηγητής το παλιό τραύμα στο γόνατο. Είχε πάρει από μόνος του την πρωτοβουλία, να προσποιηθεί τον άρρωστο, πως τάχα τον πονούσε το παλιό τραύμα από τον στρατό, για να μπορέσει να δει από κοντά τον καθηγητή, να έχει ακριβή εικόνα του.
Πήγε στην τουαλέτα, κοίταξε έξω, από το παράθυρο στον κήπο, το περιποιημένο γρασίδι, επέστρεψε στο σαλόνι, όπου μια νέα γυναίκα κι ένας νεαρός συνοδός της περίμεναν και σιγανομιλούσαν. Στάθηκε σε ένα πορτρέτο και μελέτησε τη φιγούρα του όταν ήταν πιο νέος. Τώρα που ήταν εβδομήντα  χρονών τα χαρακτηριστικά του είχαν αλλάξει, τα λευκά μαλλιά και φρύδια τον έδειχναν ακόμα μεγαλύτερο ίσως πάνω από ογδόντα. Ο Καζάρμας είχε μελετήσει σε πολλές φωτογραφίες και στον υπολογιστή, τα χαρακτηριστικά του αλλά άλλο ήταν να τον έβλεπε από τόσο κοντά.
Έκανε σύγκριση με τις νεανικές φωτογραφίες και δεν μπορούσε να παραδεχτεί πως ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο. Οι άνθρωποι μεγαλώνοντας αλλάζουν και μερικοί δε θυμίζουν τίποτε από τον νεανικό τους εαυτό. Τις φωτογραφίες, βέβαια δεν τις είχε μαζί του για να τις συγκρίνει κανονικά αλλά στη μνήμη του είχε εντυπωθεί γερά αυτό το πρόσωπο, σε όλες σχεδόν τις φάσεις και τις λεπτομέρειες της ζωής του. Με τι έμοιαζε τώρα ο καθηγητής, δεν μπορούσε να το προσδιορίσει ακόμα. Του έλειπαν κάμποσα στοιχεία για να προσδιορίσει τι σόι άνθρωπος ήταν.
Όταν είχε πεθάνει η πρώτη του γυναίκα, είχαν διατυπωθεί κάποιες εικασίες αλλά και υπόνοιες, όσον αφορά τον τρόπο που είχε πεθάνει. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, οι φήμες έλεγαν πως την είχε δηλητηριάσει ο ίδιος λίγο πριν κλείσει τα πενήντα της χρόνια. Αυτό δεν εξακριβώθηκε ποτέ, παρέμενε φήμη και εξ άλλου είχαν περάσει και τα χρόνια και ο καθηγητής είχε παντρευτεί για δεύτερη φορά μια τριανταπεντάχρονη καλλονή. Παρ όλα αυτά παρέμενε άκληρος ούτε από την πρώτη, ούτε από τη δεύτερη γυναίκα του είχε κατορθώσει να κάνει παιδιά.
Άκληρος, μόνος κι έρημος. Ένα άσπρο σκυλάκι με σγουρό τρίχωμα σαν προβάτου, από εκείνα της ράτσας κανίς, του έκανε πολλές ώρες συντροφιά, βαριόταν τους ανθρώπους. Τον είχε δει πολλές φορές τις απογευματινές ώρες, να βγαίνει με τις ριγέ πιτζάμες, στον κήπο, κρατώντας από το λουράκι το μικρό κανίς. Οι βόλτες τους ήταν συγκεκριμένες. Από τη μια άκρη του κήπου στην άλλη. Σταμάτημα για ν ανάψει το αιώνιο πούρο, λίγο πριν τον κορμό της λεύκας, όπου το σκυλάκι σήκωνε το πόδι του για να κατουρήσει-ποτέ δεν είχε καταλάβει γιατί τα σκυλιά κατουράνε σηκώνοντας το πόδι και γιατί το κάνουν στους κορμούς.
Το σκυλάκι συνήθως ήταν νωθρό, μόνο κάποιες απογευματινές ώρες που έτυχε να το δει ο Νίκος άλλαζε ύφος και γινόταν πιο επιθετικό. Όσο επιθετικό μπορούσε να γίνει ένα κανίς. Κάποτε η μάνα του είχε αγοράσει ένα τέτοιο και το χε φέρει στο σπίτι τους κάποιο απόγευμα και σε λίγο ο Νίκος το χε πετάξει έξω με τις κλωτσιές κάτω από τα έκπληκτα μάτια της μάνας του. "Τι με κοιτάς;" της είχε πει. "Δε μας φτάνουν τα παιδιά, θέλουμε και σκυλιά. Αυτά είναι για τους άλλους, για κείνους που δεν έχουν τι να κάνουν τον χρόνο και το χρήμα τους."
Δεν του άρεσαν τα σκυλάκια, αυτά τα χαμενοβούζικα, τα χαζοχαρούμενα. Από το είδος τους, προτιμούσε τους λύκους κι από όλα τα ζώα προτιμούσε τα άλογα Έτσι ήθελε να είναι στη ζωή του: ή λύκος ή άλογο. Τώρα τίποτε από τα δυο δεν είχε. Κάποτε είχε καβαλήσει ένα μαύρο άλογο. Καλπάζοντας στον κάμπο συνάντησαν τον άσπρο λύκο. Θα ήταν τότε δεκαπέντε χρονών.
Η παρακολούθηση και η έρευνα στο σαλόνι του καθηγητή, είχαν αποφέρει σημαντικά αλλά και μικροπράγματα από τις συνήθειες του. Έξω από κάποιες μικροεπιθυμίες, που έδειχναν τον τρόπο που ήθελε να τοποθετεί διάφορα μικροαντικείμενα πάνω στο γραφείο, όπως ο μεγάλος μπακιρένιος χαρτοκόπτης και το κεχριμπαρένιο κομπολόι, τα υπόλοιπα ήταν συνηθισμένα όπως στους περισσότερους ανθρώπους του είδους του.
Την ώρα που τον εξέταζε, κοιτάζοντας προσεκτικά την πλάκα του ακτινολογικού και μετά το παλιό τραύμα στο γόνατο του, πρόσεξε τη φωτογραφία της δεύτερης γυναίκας του, σε μια κορνίζα. Ήταν μια όμορφη γυναίκα αλλά τα μάτια της φαίνονταν απλανή και μετέωρα. Σα να μην κοίταζαν πουθενά και δεν έμοιαζε να ήταν και καμιά γυναίκα ιδιαίτερης πνευματικής στάθμης, Γιατί; Ίσως γι αυτό να είχε παντρευτεί τον καθηγητή, έναν γέρο εβδομήντα χρονών, όχι πως ήταν εναντίον των γέρων αλλά αυτό το έβλεπε πρόστυχο, τότε. Και δεν του άρεσε που αυτή γνώριζε, όσο μυαλό και να μην είχε, ότι στήριζε τη ζωή της στην υποδούλωση.'Λίγο προτού σηκωθεί από τον καναπέ, ο καθηγητής του χτύπησε φιλικά την πλάτη και του είπε, "Μη φοβάσαι, δεν είναι τίποτε, έτσι είναι αυτά τα τραύματα, πονάνε που και που."
Έπειτα τον κοίταξε καλά στα μάτια, έτσι που παραλίγο να ταραχτει; αλλά γιατί; Ο καθηγητής είχε μεγάλα μάτια, ανήσυχα, μπλε, καθαρά. Κάτω από τις σακούλες, το κρέας ήταν καθαρό, χωρίς κοκκινάδια και μαυρίλες. Φαινόταν ένας πολύ ήσυχος άνθρωπος. Γιατί αυτός έπρεπε να σκοτώσει έναν τέτοιον άνθρωπο;

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 12





Η γραμμή έκλεισε. Ο ανακριτής έμεινε με το ακουστικό μετέωρο μεταξύ αυτιού και στόματος. Ύστερα τοποθέτησε το ασύρματο στη συσκευή σκεπτόμενος πως έπρεπε να φορτίσει. Επίσης πως αυτός ο μάρτυρας μπορούσε κάποτε να εμφανιστεί και κάποτε όχι. Ειδοποίησε την αστυνομία για την κλίση, οι κλίσεις του παρακολουθούνταν και καταγράφονταν από αυτή τη συσκευή, αν και ήξερε πως το αποτέλεσμα θα ήταν άχρηστο αφού σ αυτές τις περιπτώσεις οι ανώνυμοι τηλεφωνητές χρησιμοποιούσαν τους δημόσιους θαλάμους.
Ξέρω ποιος σκότωσε τη φοιτήτρια είχε πει η άγνωστη φωνή, πράγμα που σήμαινε πως ο δολοφόνος της ήταν άλλος από τον ψυχοπαθή νεαρό, έβγαλε το συμπέρασμα καθώς μπήκε στο μπάνιο και άρχισε να κάνει τις ετοιμασίες για ξύρισμα και μπάνιο.
Τέλειωσε με το λούσιμο των μαλλιών, ήρεμος, είδε το γυμνό σώμα του στον μεγάλο καθρέφτη. Είχε αρχίσει να κάνει κοιλιά και λίγα περισσότερα πάχη στη μέση και δεν μπορούσε να κάνει σύγκριση με τον έστω και κατά πέντε χρόνια νεώτερο εαυτό του. "Δεν πειράζει, κάποτε έρχονται όλα. Φεύγουν τα νιάτα, έρχονται τα γηρατειά, ο θάνατος" είπε στρίβοντας το πηγούνι του σε μια δύσκολη γκριμάτσα για να δει αν είχε ξυριστεί καλά κάτω δεξιά από το μήλο του Αδάμ. "Όλα καλά!" συλλογίστηκε και βιάστηκε να βγει από το μπάνιο, να ντυθεί καθώς κοίταξε το ρολόι και η ώρα πλησίαζε εννιά και η διάλεξη για την παιδεία άρχιζε στις εννιάμισι.
Κλείδωσε το σπίτι του, κατέβηκε στο γκαράζ, μπήκε στη πανάκριβη, σπέσιαλ σιτροέν, τελευταίο μοντέλο και εξαφανίστηκε στη στροφή, πέρα στην Πανεπιστημιούπολη.

Μπήκε στην αίθουσα την ώρα που ο τελειόφοιτος υποψήφιος καθηγητής φιλολογίας, Νίκος Καζάρμας, άρχιζε την ομιλία του σαν κεντρικός ομιλητής. Ο ανακριτής οδηγούμενος από την ταξιθέτρια κάθισε μπροστά στις πρώτες θέσεις. Μόλις συνήθισαν τα μάτια του στο σκοτάδι, παρατήρησε πως υπήρχε αρκετός κόσμος στην πλατεία που παρακολουθούσε.
-Αγαπητοί φίλοι, κυρίες και κύριοι. Στην εποχή μας που αναγκαστικά οι δυο γονείς είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται για να αντεπεξέλθουν στις οικονομικές συνθήκες, τα παιδιά βρίσκονται έξω από το σπίτι πολλές ώρες. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν πόσο μεγάλος είναι ο ρόλος των νηπιαγωγείων, των Δημοτικών και των γυμνασίων.
Στη συνέχεια ανέπτυξε διεξοδικά τις θέσεις του στηριζόμενος σε τρεις πυλώνες. Εκπαίδευση, μόρφωση, παιδεία. Για την εκπαίδευση στάθηκε περισσότερο στην επίδραση που έχουν όλες οι δραστηριότητες που έχουν σκοπό, με συγκεκριμένο τρόπο να διαμορφώσουν τη σκέψη του ατόμου αλλά και τη σωματική αγωγή, για την παιδεία, είπε πως διασφαλίζει τη συνέχεια ενός πολιτιστικού συστήματος από γενεά σε γενεά και για την μόρφωση πως είναι αναγκαία, όσο το ψωμί και εισήχθη από την τέχνη στον χώρο της, προσπαθώντας μέσω του παιδαγωγού να πετύχει και την εσωτερική καλλιέργεια του ατόμου.
Ο ανακριτής παρατήρησε με πόση ευκολία άλλαζε πρόσωπα ο ανιψιός του. Πρόσεξε πως τώρα ήταν ένας εντελώς άλλος άνθρωπος από αυτόν που ήταν στο γήπεδο, και εντελώς άλλος όταν κάθισαν αργότερα στο πολυτελές εστιατόριο να φάνε και να πιουν ένα κρασί.
-Είσαι πολυσχιδής χαρακτήρας τελικά, άνοιξε μια κουβέντα ο ανακριτής ασχολείσαι με πολλά. Ζωγραφίζεις, γράφεις, μαθαίνεις αρχιτεκτονικό σχέδιο, ασχολείσαι και με τα αφηρημένα μαθηματικά...
-Δεν το καταλαβαίνω αν είναι πολλά, γίνεται αυθόρμητα, σαν μια φυσική συνέπεια. Μ αρέσουν αυτά που ασχολούμαι, άσχετο αν είμαι καλός σε όλα.
-Καλός σε όλα ήταν μόνο Ντα Βίντσι. Άκου! έκανε με θαυμασμό. Ζωγράφος, γλύπτης, εφευρέτης, γλύπτης, αρχιτέκτονας, γεωλόγος, ανατόμος ακόμα και με την αστρονομία, ασχολήθηκε!
-Φοβερό άτομο, αν και δεν μεγαλοποιώ κανέναν αλλά αυτός και μερικοί άλλοι με έκαναν να σκεφτώ καλύτερα. Η ενότητα διάφορων γνωστικών πεδίων, ήταν κάτι που πίστευε ο Ντα Βίντσι και τελευταία κάπου διάβασα πως τα αφηρημένα μαθηματικά, η Γεωγραφία, η ανατομία, η αρχιτεκτονική, μπορούν να συνδεθούν μεταξύ τους και πως αν κάποιος είχε σπουδάσει ένα από αυτά, θα μπορούσε να ασχοληθεί και με τα άλλα. Και εσύ νομίζω ήθελες να γίνεις κάτι απ όλα αυτά!
-Εγώ; μμμ, μπορεί να χεις δίκιο, αλλά δεν τα κατάφερα, παρέμεινα μόνο ανακριτής. Εσύ τι θα κάνεις μόλις τελειώσεις από φοιτητής; θα διοριστείς καθηγητής;
-Τελείωσα θείε. Σε λίγους μήνες, θα υποβάλλω τα σχετικά δικαιολογητικά και ελπίζω να παραλάβω διορισμό.
Σπάνια τον αποκαλούσε θείο.
-Το θυμάσαι καμιά φορά πως είμαστε συγγενείς, γέλασε.
-Ποτέ δεν το ξεχνώ, όπως δεν ξεχνώ πως με έχεις βοηθήσει και οικονομικά όλο αυτόν τον καιρό.
-Ελπίζω να με αποζημιώσεις κάποτε! αστειεύτηκε.
-Να σαι σίγουρος, απάντησε σοβαρά ο Νίκος. Ποτέ δεν ξεχνώ τα χρέη μου.
συνεχίζεται

Κυριακή 11 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 11




Πήγαινε κάθε Χριστούγεννα στην εκκλησία και κάθε Πάσχα, αυτές οι πασχαλινές γιορτές του άρεσαν περισσότερο, και όποτε άλλοτε, γινόταν κάποια σημαντική λειτουργία στη Μητρόπολη. Χρησιμοποιούσε σωστά τη θέση του σαν κοινωνικός λειτουργός που είχε κάποια συμφέροντα από τον λαό κι έλεγε πως αφού δεν του έφταιγε σε τίποτε ο θεός, γιατί να μην τα είχε καλά μαζί του; Γνώριζε, βέβαια πως αν δεν έχεις να φας, να πιεις, να ντύσεις τα παιδιά σου, δε σου φταίει ο θεός όπως πίστευαν οι αγράμματοι φτωχοί. Φτωχοί και στο μυαλό αφού δεν μπορούσαν να κατανοήσουν πως για όλα αυτά υπεύθυνος ήταν ο άνθρωπος που δημιουργούσε αυτά τα συστήματα. Γι αυτόν, κάθε έξυπνος-φτωχός, γνώριζε πως του έφταιγαν οι συνάνθρωποι που δημιούργησαν αυτούς τους θεούς.
-Θα πιείτε άλλον καφέ; τον ξανάφερε στην πραγματικότητα του γραφείου, η φωνή του γκαρσονιού, που μπήκε στριφογυρίζοντας τον κρεμαστό δίσκο.
-Ε, σιγά που μπαίνεις έτσι ; σε κανένα στάβλο; του είπε αυστηρά. Φέρε μου έναν ακόμα, και κοίταζε το ρολόι του τοίχου.
Αυτά τα ρολόγια των τοίχων δεν έπρεπε να υπήρχαν, κανονικά έπρεπε να το κατεβάσει επειδή χωρίς να το θέλει, το μάτι του πήγαινε ασυναίσθητα εκεί, κι έτσι ο αμείλικτος χρόνος συνέχιζε να παίζει το ρόλο του. Ο χρόνος ήταν ο βασικός αντίπαλος του ανθρώπου, το πίσω και το μπρος, αυτό είναι ο χρόνος.
Το πίσω. Καθώς το γκαρσόνι απίθωσε τον δεύτερο καφέ στο γραφείο του και το είδε να βγαίνει κλείνοντας την πόρτα, θυμήθηκε τον εαυτό του, τότε που δούλευε κι αυτός γκαρσονάκι σε κάποιες ταβέρνες στην Πλάκα και αλλού. Δούλευε για να σπουδάσει και να ζήσει και δεν ήξερε αν έπρεπε να λυπάται ή να χαίρεται για εκείνον τον εαυτό του. Χωρίς λεφτά, του κλώτσου και του μπάτσου από τους μαγαζάτορες της εποχής, σκυλίσια εφηβικά χρόνια.
Σιγά-σιγά είχε αρχίσει να τα ξεχνάει αλλά στην πραγματικότητα τίποτε δεν ξεχνούσε απλώς θυμόταν αυτά που ήταν λιγότερο οδυνηρά. Αν και δεν μπορούσε να τα βάλει με τα συρτάρια της μνήμης που έρχονται ακάλεστα στην οθόνη του μυαλού μας. Τακ, η κλωτσιά που του είχε ρίξει εκείνος ο ταβερνιάρης επειδή έκανε τα γλυκά μάτια στην κόρη του, κάνοντας τον να νιώσει μια από τις πιο άσχημες στιγμές της ζωής του. Τικ, όταν ήταν πιο μικρός ακόμα, και είχε συμβρεθεί με μια ξαδέρφη, μικρή κι αυτή και προσπάθησε να κάνει τον πρώτο του έρωτα, το πρώτο γαμίσι και κείνη φώναξε τη γιαγιά της, φοβισμένη, ανήξερη. Η γιαγιά τον έστρωσε στο κυνήγι, πήδηξε όσους φράχτες βρήκε μπροστά του, ενώ η γιαγιά φώναζε πίσω του: "Έλα να γαμίσεις εμένα μωρέ!"
Ακόμα ηχούσε στ αφτιά του η φωνή της, σαν αχός σε έναν τόπο παράξενο, έρημο, μακρινό. Μόνο ένα πέτρινο σπίτι υπήρχε εκεί, τίποτε άλλο. Το σπίτι που γεννήθηκε. Ένα μισογκρεμισμένο σπίτι, πριν από σαρανταπέντε χρόνια, μέσα στο οποίο, ένας άντρας αξύριστος, άγριος με μουστάκια και φυσεκλίκια, έκανε έρωτα με τη μάνα του, μια γυναίκα, άσπρη, με λευκά μπράτσα σαν την Ελλάδα. Είχε σγουρές πλεξούδες και ήταν μόλις δεκαοκτώ χρονών. Ο πατέρας του γύρω στα τριάντα, πρόσφυγας, Μικρασιάτης, με μνήμες τρανές από πολέμους, κυνηγημένος πάλι, βιαστικός, βγήκε κοιτάζοντας πίσω για τελευταία φορά, σάλταρε έξω από το παράθυρο στην κάπνα του τελευταίου πολέμου. Λίγο πιο πέρα έπεσε σε μπλόκο των Γερμανών.
Ο ανακριτής πολλές φορές είχε φέρει τον εαυτό του στη θέση του πατέρα του και είχε προσπαθήσει να καταλάβει πως ήταν να είσαι στημένος στον τοίχο με δεμένα τα μάτια και το απόσπασμα απέναντι να περιμένει ν ακούσει το αδυσώπητο,πυρ! Πως πέθαιναν οι άνθρωποι στο απόσπασμα; πρέπει να ήταν πολύ φρικτό. Ο πατέρας του είχε ζητήσει ένα τσιγάρο, μια τελευταία ρουφηξιά και να του λύσουν τα μάτια. Ύστερα φώναξε "Ζήτω η ελευθερία!" και προσπάθησε να ξεφύγει αλλά δεν πρόλαβε. Οι σφαίρες έπεσαν βροχή όπως και το κορμί του στο χώμα.
Τέλειωσε κάποτε και ο δεύτερος καφές του, η γραμματέας του σηκώθηκε, πήρε την τσάντα της, φεύγω, είπε καλό μεσημέρι, εσείς θα μείνετε ακόμα; τρεις πήγε ή ώρα!
Σηκώθηκε κι αυτός βαριεστημένα. Πάντα οι ανακριτές σηκώνονται βαριεστημένα τέτοιες ώρες. Φόρεσε την καμπαρντίνα, έβαλε το καπέλο και βγήκε.
Έφτασε στο περίπτερο, αγόρασε τσιγάρα, εφημερίδες και σε λίγο βρισκόταν ξαπλωμένος στην αναπαυτική πολυθρόνα να διαβάζει κάμποση ώρα τις αθλητικές ειδήσεις. Σχεδόν δεν έριξε καμιά ματιά στα πρωτοσέλιδα και τα πολιτικά. Ύστερα σηκώθηκε πάλι. Πήγε προς το παράθυρο της βεράντας, το άνοιξε, κοίταξε έξω είδε τη βροχή να δυναμώνει. "Πότε άρχισε να βρέχει;" αναρωτήθηκε δυνατά κατά τη συνήθεια των ανθρώπων που ζούνε πολύ μόνοι και επέστρεψε στο μεγάλο σαλόνι. Το μάτι του έπεσε στην ημερομηνία της εφημερίδας. Είκοσι Νοέμβρη, είχε αρχίσει να Χειμωνιάζει. Χαμηλά στη σελίδα, έγραφε νεώτερα για τη δολοφονία της φοιτήτριας στη σελίδα τέσσερα. Φυλλογύρισε γρήγορα τις σελίδες. Τώρα, βέβαια, είχε χάσει το ενδιαφέρον της αυτή η υπόθεση για το κοινό, αφού ο δολοφόνος είχε ομολογήσει, κι έτσι ορισμένα απομεινάρια τα έγραφαν στις μέσα σελίδες οι δημοσιογράφοι.
Τσαλάκωσε την εφημερίδα. Η είδηση έλεγε πως ο νεαρός ψυχοπαθής, αρνιόταν τώρα ότι είχε σκοτώσει τη φοιτήτρια και πως τον είχε εξαναγκάσει η αστυνομία να ομολογήσει. Φυσικά η δίκη του θα ξαναγινόταν μετά από κάμποσους μήνες. Εως τώρα ο ανακριτής είχε τις αμφιβολίες του και τις υπόνοιες πως μπορεί να μην ήταν αυτός ο δολοφόνος αλλά αφού είχε ομολογήσει;
Να, όμως που τα πράγματα έρχονταν πάλι τούμπα. Ποιος είχε σκοτώσει τη φοιτήτρια αν δεν ήταν ο νεαρός ψυχοπαθής;
Πήγε στην κουζίνα, άνοιξε το ψυγείο, πεινούσε κι έψαξε κάτι για να φάει. Συνήθως έτρωγε στο Ιντεάλ, ένα από τα πιο ακριβά εστιατόρια της πόλης αλλά και μερικές φορές αγόραζε έτοιμα φαγητά μαγειρεμένα. Έφαγε ότι βρήκε, ήπιε μια μπύρα και κοιμήθηκε στον καναπέ του σαλονιού.
Τον ξύπνησε ο ήχος του τηλεφώνου. Σήκωσε το ακουστικό.
-Λέγετε, είπε.
-Ξέρω ποιος σκότωσε τη φοιτήτρια, ακούστηκε μια υπόκωφη φωνή, πίσω από πανιά.
-Ποιος είσαι; λέγε, μη φοβάσαι, προσπάθησε να τον ενθαρρύνει.
-Φοβάμαι τους τρομοκράτες! αλλά ξέρω! αν μου εγγυηθείς πως θα είμαι προστατεύομενος μάρτυρας θα έρθω να καταθέσω.

συνεχίζεται

Σάββατο 10 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ10




Όταν βρισκόταν μέσα στο γραφείο του ο ανακριτής γινόταν άλλος άνθρωπος. Τον απορροφούσε κυριολεκτικά η άσκηση της εργασίας του. Αυτοσυγκεντρωνόταν, οργάνωνε, μελετούσε, έδινε  μεγαλύτερη προσοχή στην τιμή και την δικαιοσύνη. Κατά βάθος, ο ίδιος δεν πίστευε σε τίποτε από τα δυο. Όχι γιατί δεν ήθελε να υπάρχει τιμή και δικαιοσύνη σ αυτόν τον κόσμο, όσο γιατί ήταν σίγουρος πως οι άνθρωποι τις περισσότερες φορές, καταπατούν οποιοδήποτε όριο, προ πάντων δικαιοσύνης, προκειμένου να επιβιώσουν, προκειμένου να γλιτώσουν από τη δαγκάνα του νόμου.
Ο άνθρωπος που στεκόταν απέναντι του ήταν κοντός, με λίγη φαλακρίτσα και μια μύτη στουμπισμένη έτσι που να νομίζεις πως δεν είχε μύτη. Έμοιαζε με εκείνους που λέγανε ακόμα τα νέα, μαντάτα ή χαμπέρια.
Άνοιξε τον υπολογιστή έκανε ζουμ στη φωτογραφία του ανθρώπου που βρισκόταν απέναντι του. Χαζός του φάνηκε και στην φωτογραφία και στην πραγματικότητα. Είχε έρθει για να καταθέσει σαν αυτόπτης μάρτυρας στη βομβιστική ενέργεια στο πολυκατάστημα Senior. Ο αστυνόμος του είχε πει πως ήταν από τους ελάχιστους που δεν το βαλε στα πόδια μόλις έγινε η τρομακτική έκρηξη που είχε σαν αποτέλεσμα να χάσουν την ζωή τους δυο άνθρωποι και να τραυματιστούν είκοσι τρεις. Τρεις χαροπάλευαν διασωληνωμένοι στην εντατική. Οι υλικές ζημιές ήταν τεράστιες, ευτυχώς οι πυροσβέστες είχαν προλάβει να επέμβουν και να αποτρέψουν τη φωτιά να μεταδοθεί στα διπλανά κτίρια. Την ευθύνη γι αυτή την ενέργεια είχε αναλάβει η οργάνωση ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ με σχετικό τηλεφώνημα στην εφημερίδα του ψηλού δημοσιογράφου.
"Πάλι τα ίδια" σκέφτηκε ο ανακριτής. Πάλι η ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ. Δέκα χρόνια και πλέον αυτή η οργάνωση δρούσε και στην ουσία τίποτε δεν είχε ανακαλύψει η Αστυνομία και η δικαιοσύνη. Οι έρευνες βρίσκονταν σε μαύρο σκοτάδι.
-Για λέγε λοιπόν; εξέτασε στα μάτια τον μάρτυρα.
-Εγώ που λες κύριε διοικητή, πολέμησα στον πόλεμο του Σαράντα...
-Δεν είμαι Διοικητής, τον έκοψε κι άσε τον πόλεμο. Λέγε τι είδες στο Senior. 
-Μάλιστα. Είχα πάει εκεί, που λες κύριε Διοικητή, ν αγοράσω κουστούμι για το παιδί μου παντρεύεται.
-Πότε παντρεύεται; μισογέλασε.
-Την άλλη Κυριακή, στον Αι-Σώστη. Να έρθεις κύριε Διοικητή, είστε καλεσμένος από μένα.
Ο ανακριτής  τον ξανακοίταξε και σκέφτηκε πως άδικα έχανε το χρόνο του με τούτον εδώ.
-Πες μου τι είδες εκεί; ήσουν πολλή ώρα πριν την έκρηξη; παρατήρησες κάποιες ύποτες κινήσεις, κάποιες παράξενες φάτσες;
-Μάλιστα, ήμουν πολλή ώρα εκεί. Ναι, είδα μια κοπέλα απ αυτές με τις αλογοουρές να κάθεται σιμά στα ρούχα. Εκεί που έσκασε η βομπα. Πως τις λένε αυτές...ξέρεις εσύ...
-Φρικιά;
-Ναι, φρικιό. Έτσι.
-Τι άλλο;-Τίποτε άλλο. Ήταν εκεί πολύς κόσμος, δεν μπορούσα να ξεχωρίσω αλλά ένας ψηλός, ξανθός με κουστούμι, μίλησε με μια πωλήτρια.
-Για λέγε, λέγε γι αυτόν! έκανε με ενδιαφέρον.
-Αυτό, τι άλλο άνοιξε τα μάτια του ο μάρτυρας.
Η γραμματέας του ανακριτή κρατούσε σημειώσεις και αντάλλαξε ένα βλέμμα μαζί του, σα να ξέραν πως όλα αυτά ήταν για τον κάλαθο των αχρήστων. Όμως αυτή η αλογοουρά και ο ξανθός με το κουστούμι, ίσως να είχαν κάποια σχέση αλλά πως θα έβρισκε άκρη με τούτον εδώ;
-Πάρε πλήρη χαρακτηριστικά, είπε στη γραμματέα και σηκώθηκε.
-Τι φορούσε η κοπέλα;, ρώτησε την μύτη
-Ποια;
-Η κοπέλα, τι ρούχα φορούσε;
-Α, η κοπέλα. Ναι ήταν ψηλή και φορούσε μίνι, ξέρεις εσύ...
Του ανακριτή έπαιξαν λίγο τα νεύρα. Σκέφτηκε να τον διώξει κακήν-κακώς αλλά η αστυνομία επέμενε πως έπρεπε να εξετασθεί εξονυχιστικά, αλλά τελικά δεν βγήκε τίποτε σπουδαίο. Η "μύτη" δεν μπόρεσε να δώσει κάποια συγκεκριμένα στοιχεία του ξανθού άντρα και της γυναίκας με την αλογοουρά. Οποιοσδήποτε από το πλήθος θα μπορούσε να είχε τοποθετήσει τη βόμβα, αυτές οι ενέργειες είχαν πληθύνει επικίνδυνα τώρα τελευταία και οι οργανώσεις φύτρωναν σαν τα μανιτάρια μετά τη βροχή στην πόλη.
Οργάνωση. Μεγάλη λέξη η οργάνωση. Όργανο. Οργανισμός. Τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσε το κράτος, χρησιμοποιούσαν και οι τρομοκράτες και οι φιλάνθρωποι. Οργανισμός κοινής ωφελείας-αυτό θυμίζει μη κερδοσκοπική εταιρεία, θεάτρου ή παρεμφερούς είδους. Οργάνωση για την απελευθέρωση του Καναστρέφη, σε όλους τους τοίχους ήταν γραμμένο τ όνομα του. Είχε γίνει πασίγνωστο μαζί με το περιβόητο Ζει ο Παναγούλης ή ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος! Οι λαϊκοί ήρωες εξιδανικευμένοι σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια. Μόνο που γίνονταν πολύ γρήγορα ήρωες, όπως και γρήγορα ξεχνιόνταν όλα και οι νεκροί και οι τραυματίες οι ανακρίσεις, μέχρι πάλι ξαφνικά να γίνει ένα παρόμοιο γεγονός και να ξαναζωντανέψουν τα γεγονότα.
Όλα θέλουν οργάνωση σ αυτή τη ζωή, ξανασκέφτηκε ο ανακριτής. Το κράτος ήταν καλά οργανωμένο, το μεγάλο έγκλημα επίσης, όλοι το ήξεραν αυτό, από τους ταξιτζήδες, μέχρι τους σκουπιδιάρηδες, τους Δημόσιους υπαλλήλους, τους ιδωτικούς, τις νοικοκυρές και τους σουβλατζήδες, όλοι γνώριζαν πως τα πάντα ήταν φτιαχτά. Τίποτε χωρίς να κρύβεται κάτι άλλο πίσω του. Η καχυποψία στο έπακρον, η αμφισβήτηση των πάντων. Όλοι ήξεραν για όλα κι όλοι μαζί δεν ήξεραν τίποτε.
Εκείνοι που είχαν παραοργανωθεί ήταν οι εργάτες. Συλλαλητήρια, πανώ συγκρούσεις, συνθήματα, σε καθημερινή βάση στο κέντρο της πόλης. Πρώτα οι κομμουνιστές που δίδασκαν πως να γίνεται και να παραμένει κανείς φτωχός, πως να παραμένει εργάτης, σύμφωνα με τους δεξιούς. Οι κεντρώοι ήταν ένα είδος παλάντζας, πότε από εδώ και πότε από εκεί, όπου τους έβρισκε βολικούς το σύστημα. Το παράλογο ήταν πως όλοι αυτοί πουθενά δε συμφωνούσαν κι όμως τους έβλεπες να συνυπάρχουν και να χωρίζονται. Αυτό ήταν μέλημα της εκάστοτε άρχουσας τάξης που έβλεπε τη μάζα, τον λαό σαν ένα κοπάδι, που έπρεπε να έχει έναν καλό βοσκό που να τα οδηγεί σαν πρόβατα στη βοσκή. Η ανημπόρια των πολλών ήταν η αμάθεια, όσα δεν ήξεραν τα έκαναν κρεμαστάρια, κι ασήμαντα. Ένας λαός φερέφωνο, χωρίς ψυχή, χωρίς τρόπο αντίδρασης.
Το μεγάλο κεφάλαιο είχε πολλούς τρόπους να εξαγοράζει, να ράβει και να δένει, να δολοφονεί, να κρύβεται, να βγαίνει στην επιφάνεια λάδι τις περισσότερες φορές. Και φυσικά κυβερνούσε δια του χρήματος. Δια του χρήματος γινόταν και η εξαγορά συνειδήσεων. "Πόσα θέλεις να τοποθετήσεις μια βόμβα;" "Δέκα εκατομμύρια." Κι αμέσως μετά, ερχόταν μια θρησκεία που πολεμούσε με φανατισμό τον Κομμουνισμό, γιατί γκρέμισε τις εκκλησίες στην Αλβανία, φοβούμενη μήπως γίνει κι εδώ το ίδιο και χάσουν τα προνόμια οι επί γης θεόσταλτοι ιερείς και δεσπότες που στο όνομα κάποιου θεού διέπρατταν εγκλήματα και έσβηναν κάθε σπίθα προόδου και αληθινότητας σ αυτή τη ζωή.
Κατά βάθος, ήταν θρήσκος άνθρωπος ο ανακριτής.
Συνεχίζεται

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 9



Κατέβηκε μαζί του κι αυτός και φαινόταν λίγο πιο βιαστικός τώρα. Δεν είχε ώρα να σκεφτεί τίποτε άλλο για το πλήθος, έφτασε στην έξοδο, βγήκε. Με τα μάτια έψαξε για κάποιον τηλεφωνικό θάλαμο. Έφτασε σε έναν και στήθηκε περιμένοντας αυτόν που τηλεφωνούσε, να τελειώσει, να βγει. Ανυπομονούσε όπως όλοι οι άνθρωποι μπρος σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Κοίταξε καλύτερα αυτό που ήταν μέσα, του μοιασε με "αδερφή", μια αδερφή με γουρουνίσια μάτια, που σίγουρα θα τηλεφωνούσε σε κάποιο τεκνό. "Πούστης του κερατά!" μονολόγησε μέσα απ τα σφιγμένα δόντια του αλλά παρ όλα αυτά του χαμογέλασε γλυκά καθώς εκείνος του έκανε νεύμα με χαριτωμένο τρόπο, πως σε λίγο τελείωνε.
-Μισό λεπτό καλέ! του είπε βγαίνοντας. Πως κάνετε έτσι, εσείς θα φάτε όλον τον κόσμο και είσαστε και ωραίος!
Και τον παρακολουθούσε καθώς ο Καζάρμας μπήκε στο θάλαμο και σχημάτιζε έναν αριθμό. "Όλα εντάξει" είπε. "Μπορείτε να ειδοποιήσετε σε δέκα λεπτά από τώρα." Έκλεισε το τηλέφωνο και βγήκε. Η "αδερφή" με τα γουρουνίσια μάτια τον περίμενε.
-Μήπως έχετε ώρα; ρώτησε μελιστάλαχτα.
-Όχι, απάντησε αυτός σιβυλλικά. 
Δεν του άρεσαν οι άνθρωποι αυτού του τύπου και ήταν κάθετος σ αυτό χωρίς δεύτερη κουβέντα. Χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει έφτυσε στο πεζοδρόμιο έτσι που να ακουστεί κι ύστερα χώθηκε στο πλήθος που διάβαινε, δεξιά-αριστερά. Πήγε στο περίπτερο, αγόρασε μια εφημερίδα, θυμήθηκε πως δεν είχε τσιγάρα, αγόρασε κι ένα πακέτο καρκίνο. Κουβαλώντας τα όλα μαζί, έφτασε κάπου στη Σταδίου. Χώθηκε σ ένα καφέ. Παράγγειλε τοστ, μια μπύρα και κάθισε ανοίγοντάς την εφημερίδα.
Διάβαζε την εφημερίδα μεσημέρι στην Ομόνοια. Περίμενε μέχρι ν ακούσει τον κρότο, μέχρι να θυμηθεί την "αδερφή" στον τηλεφωνικό θάλαμο και να μπλεχτεί στη μνήμη του μια άλλη τέτοια αδερφή, όταν ήταν δεκαεφτά χρονών και ντράπηκε για τον εαυτό του, σχεδόν κοκκίνισαν τα μάγουλα του και κοίταξε γύρω τους θαμώνες, μήπως και πρόσεχαν αυτή τη ντροπή του. "Όλα γίνονται συνειρμικά" σκέφτηκε. "Δεν έχουν αρχή, μέση, τέλος."
Μεσημέρι ήταν και τότε που κατηφόριζε τη λεωφόρο φορώντας καινούρια, ατσαλάκωτα ρούχα που του έδιναν μια ωραία αίσθηση. Χαρούμενος, παιδικός άνεμος τον κυβερνούσε και το μέλλον το δικό του σ αυτή την πολιτεία του φαινόταν ευοίωνο. Πίστευε ακράδαντα πως θα γίνει κάποιος, κάποτε. Ήταν σίγουρος, είχε αυτοπεποίθηση ακόμα κι όταν κατέβαινε σ εκείνο το υπόγειο που μύριζε χωματίλα και παχιά, μαλακισμένη ατμόσφαιρα. Του άνοιξε μια αδερφή κακομούτσουνη και στραβοκάνα. Φτωχός κι η μοίρα του, πούστης κι άσχημος, σκέφτηκε, παραμερίζοντας την και μπήκε. Μια άλλη αδερφή, αγόρι μου! του ρίχτηκε και τον φίλησε στο στόμα. Τρελάθηκε. Τι ήταν αυτό; γδάρθηκαν  μεταξύ τους τα γένια, τα μουστάκια, ανδρικά σκληρά μάγουλα. Ώστε έτσι ήταν οι αδερφές, νόμισε, έτσι φιλιούνται κι έτσι κάνουν.
Ήπιε ένα ποτό που έσπρωξαν μπροστά του στη βρώμικη μπάρα κι έκλεισε το μάτι στον φίλο του, Γιώργο που τον είχε προσκαλέσει εκεί κι αυτός είχε δεχτεί να πάει γεμάτος περιέργεια. Είδε τον φίλο του να φιλιέται με μια άλλη αδερφή και πήγαινε να του στρίψει. Ο Γιώργος που τον κυνηγούσαν οι γυναίκες μια ζωή, τώρα φιλιόταν με έναν άντρα. Ήπιε κι άλλο ποτό, κι άλλο, κι άλλο. Μέθυσε. Κουνιόταν το δάπεδο, η οροφή, το υπόγειο που μύριζε χωματίλα κι αδερφίστικο ιδρώτα.
Μεσάνυχτα αποφάσισαν αν πάνε για φαγητό, θα πλήρωναν οι αδερφές. Η δικιά του όλο τον κοίταζε λιγωμένη, τρελαμένη από τα δεκαεφτά του χρόνια, τι διάολο ήθελε; ο Νίκος δεν ήθελε τίποτε, η μάλλον ήθελε κάποια γυναίκα. Μια γυναίκα, μια οποιαδήποτε γυναίκα, δεκάρα δεν του καιγόταν τι έκαναν αυτοί, αν ήταν μια γυναίκα θα ήταν αλλιώς, έστω και πληρωμένη αλλά ήταν άφραγκος. Ο πατέρας του από τη Γερμανία που είχε πάει μετανάστης του στελνε με το ζόρι το ενοίκιο για να πληρώνει το δωματιάκι στα Κάτω Πατήσια, που έμενε. Δύσκολη κατάσταση, έπρεπε να δουλεύει τα Καλοκαίρια και όποτε άλλοτε μπορούσε, στην οικοδομή, σερβιτόρος και αλλού για να συμπληρώνει τα έξοδα του. Φυσικά δεν ήξερε ή δεν μπορούσε ν αξιολογήσει τη στάση του πατέρα του, του Φάνη Καζάρμα που είχε τα δικά του προβλήματα. Εργάτης στη φάμπρικα, μάζευε τα μάρκα, έκανε οικονομίες για ν αγοράσει το οικόπεδο στο Κορωπί, στριφνός, μονόχνωτος, μετανάστης. Ποτέ δεν τους χώνεψε τους μετανάστες, όχι ρατσιστικά, απλά τους λυπόταν, για την κακομοιριά, την αμάθεια, την τσιγκουνιά, απ τον πατέρα του με το ζόρι του παιρνε δεκάρα. Έτσι ήταν όλοι αυτοί που πήγαν εκεί και έκαναν το σκατό παξιμάδι, σαραντάρηδες της δεκαετίας του εξήντα, αμόρφωτα στειλιάρια της επαρχίας, τους έχωσαν για τα καλά στο ξεφτιλίκι της μπύρας και του σίδερου.
Ο πατέρας του δεν ήταν ακριβώς τέτοιος, ή περίπου τέτοιος. Ούτε ήξερε τι ήταν ο πατέρας του, μια μηχανή ίσως. Μια μηχανή ίσως, μια ακατέργαστη μάζα με διαρκώς συνοφρυωμένη όψη. Λες και πάντα σκεφτόταν κάτι πολύ σοβαρό-ενώ στην ουσία τίποτε. Ή σχεδόν τίποτε. Σπίτι δουλειά, δουλειά σπίτι, κάθε βράδυ έκανε έρωτα στη μάνα του είχε βαρεθεί χρόνια να τους ακούει, κάθε βράδυ έπιναν ρετσίνα με τους φίλους του. Οι περισσότεροι μετανάστες, φίλοι και γνωστοί του πατέρα του που είχε γνωρίσει, γίνονταν λιάδα, σταφίδα κάθε βράδυ κι ύστερα ξεσπούσαν στη γυναίκα τους. Πρώτα ξύλο κι ύστερα γαμίσι. Και τα δυο δεν ξεχνιούνται.
Το βράδυ ήταν δύσκολο. Μεσάνυχτα στην Κυψέλη, σκυλομάγαζο και έπιναν, Νύχτα τρισάθλια, φορτωμένη τσιγάρο, ξινίλα και ξεφτίλα. Δεν του άρεσαν τέτοια, δεν τα ήθελε, ένιωθε αηδιασμένος με τα πουτανίστικα φερσίματα τους. Γιατί έμενε όμως τι είχε να κερδίσει ή να χάσει από δαύτους; αργότερα κατάλαβε πως είχε μπλέξει-όλα αργότερα καταλαβαίνονται.
 Έφυγαν γύρω στις τρεις μεθυσμένοι, αυτός με έναν που του γινε κολιτσίδα όλο το βράδυ και ο Γιώργος με την "άλλη." Ούτε καν χαιρετήθηκαν.
Ο δικός του είχε μια σακαράκα παρκαρισμένη στην πλατεία. Μόλις κάθισαν και ξεκίνησε προσπάθησε να του χώσει το χέρι στα σκέλια. Ο Νίκος το σπρωξε πίσω.
-Που να σε πάω; ρώτησε πειραγμένος.
-Στα Πατήσια, απάντησε..
Σε όλη τη διαδρομή ο πούστης-τι άσχημη λέξη!- προσπαθούσε να τον χαιδέψει κι αυτός αναψοκοκκινισμένος δεν τον πάφηνε. Ένιωθε άσχημα κι ανόητα. Είχε ψιλοσυνέλθει και το μόνο που σκεφτόταν και ήθελε, ήταν πως να του παιρνε κανένα χιλιάρικο και να βρισκόταν στο κρεβάτι του.
Είχε αρχίσει μια νυχτερινή μπόρα, βροχή ασταμάτητη, όταν σταμάτησε  τη σακαράκα σε ένα σύδεντρο. Ο Νίκος τον παρατηρούσε που έστρωνε μια βρώμικη κουβέρτα κάτω από ένα πεύκο.
-Τι κάνεις εκεί; τον ρώτησε. Πάμε να φύγουμε!
-Έλα! του είπε, με λαγνεία.
Ούτε κατάλαβε πως πήγε αλλά πήγε κι αυτό ήταν το λάθος του. Βέβαια πίστευε πως θα του έκανε σεξ, ο άλλος θα του έδινε το χιλιάρικο κι ύστερα θα έφευγε, και θα ξεχνούσε για πάντα αυτή τη βραδιά, αυτό το ξεφτιλίκι θα το ξέγραφε από τη ζωή του. Κάτω απ την κουβέρτα, του φώναξε πως χρειαζόταν λεφτά. Θα σου δώσω, του απάντησε αλλά δεν τον πίστεψε και ξαφνικά, βρέθηκε να αντιμετωπίζει έναν γεροδεμένο άντρα που ήθελε να τον βάλει από κάτω. Άρχισαν να παλεύουν η αδερφή ήταν διεγερμένη ο Νίκος στην αρχή σάστισε, ύστερα θύμωσε, έβαλε όλη τη δύναμη τον πέταξε από πάνω του, ήρθαν όρθιοι αντιμέτωποι. Ο άλλος δεν κατάλαβε κι έκανε να τον αγκαλιάσει πάλι. Ο Νίκος του χωσε μια μπουνιά στη μούρη, τον γέμισε αίματα. Νευρίασε άγρια, δεν ήξερε τι έκανε, ήταν εκτός εαυτού. Τον άρπαξε από τα μαλλιά, του γύρισε πίσω το κεφάλι, του δωσε μια ακόμα σφαλιάρα. Ο άλλος άρχισε να κλαίει και να παρακαλάει.
-Μη! σε παρακαλώ! ψέλλισε.
-Δώσε μου τα λεφτά ρε! τον αγριοκοίταξε ακόμα χειρότερα. Δεν τον λυπόταν. Μόνο σιχασιά ένιωθε.
-Όσα έχεις! δώστα! του φώναξε και πήρε από τα χέρια του μερικά χιλιάρικα.
Τα βαλε στην τσέπη του και χάθηκε στο σκοτάδι.

συνεχίζεται.

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 8




Ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία αυτή που είχε παρουσιαστεί για την Αστυνομία αλλά του Καζάρμα δεν του αρκούσε ο ψυχοπαθής δολοφόνος. Κάτι άλλο ήταν στη μέση, σίγουρα. Αν οι αστυνομία γνώριζε πως η Λένα ήταν μέλος της οργάνωσης ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΆΤΟΣ, φυσικά θα αναθεωρούσε. Αυτός όμως που τη σκότωσε θα το γνώριζε και άρα θα πρέπει να είχε άμεση σχέση με την ομάδα αλλιώς δεν εξηγείται, αφού όλες οι ενέργειες των ανθρώπων της οργάνωσης ήταν τέλεια μελετημένες. Κανένας δεν έκανε του κεφαλιού του.
Έτσι και η Λένα. Πανέξυπνη καθώς ήταν και δυνατή, θα μπορούσε πανεύκολα να ξεφύγει από αυτόν τον βλάκα. Κι ένα ακόμα που τον παραξένευε ήταν πως, αφού πάλεψαν πρώτα και της σκίστηκε το πουκάμισο, δεν είχε κι άλλα χτυπήματα παρά μόνο αυτό το σχίσιμο στον δεξιό ώμο; Σαν σε όνειρο, είδε τη Λένα να περπατάει στην παραλία. Είχε απομείνει μόνη, λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα και απολάμβανε τη χλωμή ζεστασιά των τελευταίων ημερών του Σεπτέμβρη και σχεδόν κανείς άλλος δεν ήταν κοντά της τουλάχιστον σε διακόσια μέτρα απόσταση απ αυτή, λούζονταν και κάποιοι λίγοι ακόμα ρομαντικοί, όταν ένας άντρας εμφανίζεται ξαφνικά δίπλα της και συνομιλούν, πράγμα που σημαίνει ότι ήταν γνωστοί.
Στο νου του ήρθε και η ιατροδικαστική έκθεση που έλεγε πως το θύμα είχε δεχτεί μεγάλο ξάφνιασμα προτού πεθάνει. Πιθανολογούσε πως το ξάφνιασμα αυτό προήλθε από την εμφάνιση του όπλου στα χέρια του γνωστού της, σε ανύποπτο χρόνο κι έτσι όπως την κρατούσε φιλικά από τον ώμο, θα την τράβηξε δυνατά και την γύρισε προς το μέρος του. Η Λένα μετά το αρχικό ξάφνιασμα από την εμφάνιση του όπλου, προσπάθησε να ξεφύγει κι έτσι σχίστηκε το πουκάμισο που απέμεινε στο χέρι του δολοφόνου.
-Δεξιά; ρώτησε από τον καθρέφτη ο ταξιτζής και τον έφερε για λίγο στην πραγματικότητα των στιγμών.
-Ευθεία, απάντησε . Θα σου πω όταν είναι να στρίψουμε και ξαναγύρισε στην ιστορία του.
Πήγε πάλι τα πράγματα προς τα πίσω, προσπαθώντας να τα δει από το τέλος προς την αρχή. Στην οθόνη των ματιών του έρχεται η εικόνα της σύλληψης του νεαρού ψυχοπαθή από τους αστυνομικούς που τον ακινητοποιούν με χτυπήματα και λαβές. Οι αστυνομικοί ορμάνε τον αρπάζουν καθώς αυτός ουρλιάζει και κλαίει. Ο γέρων των ενενήντα δυο χρονών προβάλλει από τα δέντρα με το μπαστούνι του και τον δείχνει. ΟΜ ψυχοπαθής σηκώνεται και το βάζει στα πόδια με το σχισμένο πουκάμισο στο χέρι. Μόλις πάει να πιάσει τα γυμνά στήθη της Λένας βλέπει στο βάθος της παραλίας τους αστυνομικούς να τρέχουν προς το μέρος του. Ο γνωστός της Λένας φεύγει με γρήγορα βήματα λίγες στιγμές πριν.
Κανείς. Άδεια παραλία.
Ο γνωστός της Λένας βάζει το πιστόλι στην τσέπη του, ρίχνει μια ματιά γύρω του. Το πουκάμισο σχίζεται στα χέρια του ταυτόχρονα με τον πυροβολισμό. Η Λένα τραβιέται να ξεφύγει ξαφνιασμένη, δεν τα καταφέρνει ο άλλος έχει βγάλει το πιστόλι. Γυρίζει και χαιρετιούνται με τον γνωστό της που την έχει πιάσει φιλικά στην αρχή, από τον ώμο. Αντιλαμβάνεται την παρουσία του καθώς αυτός φτάνει στην παραλία όπου βάδιζε μόνη της. Ο γνωστός της, καπνίζει ένα τσιγάρο από μια μάρκα παλιά, Καρέλια ή Ματσάγκος. Σβήνει τη γόπα, την πατάει στην άμμο και προχωράει προς το μέρος της.
Έτσι πρέπει να είχαν γίνει τα πράγματα αλλά ποιος ήταν αυτός; ποιος να ήταν; δεν μπορούσε να φτιάξει μια εικόνα του αλλά σκέφτηκε σμίγοντας τα φρύδια του με θυμό πως θα έκανε ότι μπορούσε για να τον ανακαλύψει.
Άναψε τσιγάρο, ξερόβηξε και μέσα από αυτό άκουσε τον ταξιτζή πάλι να τον ρωτάει αν θα πάνε δεξιά.
-Δεξιά, εδώ, μίλησε. Έστριψαν και σε διακόσια μέτρα σταμάτησαν. Πήρε την νάιλον τσάντα που κουβαλούσε, πλήρωσε τον ταρίφα και προχώρησε στον έρημο δρόμο ψάχνοντας αυτό που είχε κατά νου. Αναζήτησε με το βλέμμα μια νεόχτιστη πολυκατοικία και μόλις τη βρήκε προχώρησε προς το μέρος της. Έφτασε στην είσοδο, σταμάτησε και ερεύνησε τα κουδούνια, χτύπησε ένα που δεν είχε όνομα. Η πόρτα άνοιξε σπρωγμένη από τα χέρια του. Μπήκε. Κανένας δεν ήταν στο ισόγειο. Πήγε προς το ασανσέρ, το κάλεσε, μπήκε και πάτησε το κουμπί του τετάρτου ορόφου.
Άνοιξε το ασανσέρ, στο βάθος του διαδρόμου ένας άντρας που φορούσε καλτσοδέτα στο πρόσωπο του, τον περίμενε πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα Έφτασε κοντά του. "Έρημος!" είπε σιγανά. "Όαση!" απάντησε ο άλλος και αντάλλαξαν τις δυο τσάντες.
Η πόρτα έκλεισε Ο Καζάρμας έμεινε για λίγο στο μισοσκόταδο καθώς το φως του διαδρόμου έσβησε. Γύρισε πίσω στο ασανσέρ, μπήκε και κατέβηκε.
Στην πλατεία στάθηκε για λίγο στο περίπτερο να ρίξει μια ματιά στους τίτλους των εφημερίδων. Οι περισσότερες αναφέρονταν με μεγάλα γράμματα στην απεργία των Τραπεζικών. ΑΠΌΓΝΩΣΗ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΆ ΑΠΌ ΤΗ ΣΥΝΕΧΙΖΌΜΕΝΗ ΑΠΕΡΓΊΑ. "Για τρεις μέρες ακόμα η απεργία." Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΑΝΙΚΑΝΗ ΝΑ ΚΆΝΕΙ ΚΆΤΙ. "Και απεργία και ΝΈΦΟΣ". "Αθήνα μια πόλη καραντίνα θανάτου." Κάτω, χαμηλά σε δυο-τρευς υπότιτλους αναφέρονταν πως ο υπουργός Δημοσίας Τάξης βρισκόταν σε καλό δρόμο για την ανακάλυψη μεγάλης ομάδας τρομοκρατών.
Αφού είδε ότι χρειαζόταν, κοίταξε το ρολόι του. Εντεκάμιση. Άφησε βιαστικά τις εφημερίδες και τον υπουργό Δημοσίας Τάξης να κυνηγάει τους τρομοκράτες. Πέρασε από την άλλη πλευρά της πλατείας, εκεί όπου έκαναν πιάτσα τα ταξί. Μπήκε σε ένα και κατευθύνθηκε προς το κέντρο της πόλης. 
Μετά από μισή ώρα βρισκόταν μπροστά από το πολυκατάστημα "Senior". Περιεργάστηκε τις βιτρίνες, χάζεψε λίγο ακόμα και αντάλλαξε ένα γεια, τι γίνεται; με κάποιον συμφοιτητή του στο Πανεπιστήμιο, που βρέθηκε εκεί τέτοια ώρα;
Ορισμένοι άνθρωποι βρίσκονται στα πιο απίθανα μέρη τις πιο ακατάλληλες στιγμές, σκέφτηκε και προχώρησε προς τις κυλιόμενες σκάλες, μέσα σε ένα τεράστιο πλήθος.
Το πλήθος δεν του δημιουργούσε κανένα συναίσθημα, καμιά εντύπωση. Ήταν ένα πλήθος φορτωμένο τσάντες, γεμάτες άχρηστα αντικείμενα, που του φόρτωνε καθημερινά στην πλάτη του η καταναλωτική κοινωνία. Ο καθένας από αυτό το μάταιο πλήθος, είχε μια ηλίθια θεωρία για το πως γίνονταν τα πράγματα ή για το πως έγιναν. Η άγνοια των περισσοτέρων, ήταν το μεγάλο στήριγμα για τους λίγους.
Στον δεύτερο όροφο που ανέβηκε, βγήκε από τις κυλιόμενες σκάλες και μπήκε στο τμήμα αντρικών ρούχων και περιεργάστηκε μερικά σακάκια. Χειμώνας πλησίαζε μπορεί να χρειαζόταν ένα.
Μια πωλήτρια που έφτασε κοντά του, τον εξέτασε ερευνητικά. Είδε το ωραίο κουστούμι που φορούσε, την κόκκινη γραβάτα στο σκούρο γκρι πουκάμισο, του χάρισε ένα από τα πιο ωραία χαμόγελα της και προσφέρθηκε να του δείξει μερικά ακόμη. Αυτός έδειξε κάποιο προσποιητό ενδιαφέρον και αφού της ανταπόδωσε το χαμόγελο, της είπε πως θα ήθελε λίγο χρόνο να το ψάξει μόνος του το θέμα και η πωλήτρια απομακρύνθηκε ευγενικά.
Εξετάζοντας τα κουστούμια έψαχνε με το μάτι του το μέρος όπου έπρεπε να τοποθετήσει την τσάντα με τη βόμβα. Με την άκρη του ματιού του είδε την πωλήτρια να προβάρει ένα κοστούμι σε κάποιον χωριάτη, σιγουρεύτηκε πως τα που έπρεπε να κινηθεί, βγήκε προς την έξοδο κινδύνου και έβγαλε από την τσάντα την άλλη τη μικρή που περιείχε τον μηχανισμό και την ακούμπησε πάνω από το σύστημα εξαερισμού.'Επέστρεψε γρήγορα κι αθόρυβα στα κουστούμια, έριξε μια τελευταία ματιά βγαίνοντας στις κυλιόμενες σκάλες όπου το πλήθος συνέχιζε να ανεβοκατεβαίνει.
συνεχίζεται

Τρίτη 6 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 7





Η αστυνομία συνέλαβε τον κάτοχο της, που αν και είχε καθαρό ποινικό μητρώο, τον κράτησαν πέντε μέρες στο κελί. Αφού του έριξαν κάμποσο ξύλο, του ζήτησαν συγνώμη και του είπαν πως, αν ήθελε θα μπορούσε να κάνει μήνυση στην αστυνομία αλλά, καλά θα έκανε να το σκεφτεί πρώτα.
Οι μικροί μπάτσοι που τα έλεγαν συνήθως αυτά εν παρόδω, καμάρωναν και κορδώνονταν σε όποιον πίστευε ακόμα πως όλοι οι μπάτσοι είναι εξουσία, πως ήταν εκεί και είχαν συλλάβει τον δολοφόνο, που τελικά τον άφησαν ελεύθερο αλλά κάποια μέρα θα τον συλλάβουν ξανά, γιατί, αυτός ήταν σίγουρα ο δολοφόνος.
Στη σέλα της μηχανής ήταν περασμένη στον ιμάντα, μια σελίδα χαρτιού, δακτυλογραφημένη. Εξηγούσε τους λόγους που εκτελέστηκαν τα συγκεκριμένα άτομα. Επάνω με κεφαλαία υπήρχε η λέξη, ΠΡΟΚΥΡΗΞΗ, που γνωστοποιούσε επίσημα ποιος και γιατί έκανε τη συγκεκριμένη πράξη. Και ήταν σπουδαίο αυτό το χαρτί, επειδή θεωρούνταν έντιμη απόδειξη του θάρρους και την ανάληψη της ευθύνης από την συγκεκριμένη ομάδα που έφερνε τον τίτλο "ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ". Μέσα σε κύκλο υπήρχε το Ω, που ίσως να υποδήλωνε το τέλος μιας εποχής ή ενός τρόπου διακυβέρνησης του κράτους. Η ομάδα αυτή, ήταν από τις σημαντικότερες του είδους, με πολλή μεγάλη δράση, υποδειγματική οργάνωση, ως φαινόταν από την τέλεια μυστικότητα των κινήσεων της. Σε όλες τις ενέργειες της, τίποτε άλλο δεν είχε ανακαλύψει η Αστυνομία, παρά μόνο αυτό το χαρτί της προκήρυξης.

Ο ανακριτής που είχε διαβάσει πάμπολλες τέτοιες προκηρύξεις, είχαν εντυπωθεί κάποιες φράσεις, ίσως από αυτή την τελευταία:
ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ. ΟΡΓΆΝΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ...αναλαμβάνει την ευθύνη για την εκτέλεση των δυο αστυνομικών, συμβόλων ενός διεφθαρμένου κράτους. Η οργάνωση ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να ορθώσει το ανάστημα της και να παρέμβει με την επαναστατική πρακτική της στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της χώρας. Με την πράξη αυτή προειδοποιεί τον πολιτικό και οικονομικό κόσμο.

Ο Νίκος Καζάρμας είχε φύγει από νωρίς. Στην αρχή περπάτησε κάμποσο, μέχρι να βγει στη λεωφόρο για να πάρει ταξί. Καθώς περπατούσε κοίταζε τον ουρανό, που μέσα στο γαλάζιο του, ένα αεροπλάνο άφηνε την πορεία του σύννεφου-πάντα του προκαλούσε εντύπωση αυτή η λευκή γραμμή που άφηναν πίσω τους τα αεροπλάνα.
Ο καιρός ήταν ωραίος αλλά ο Καζάρμας ένιωθε κάτι βαρύ να τον περικυκλώνει. Μια αόριστη συνεχόμενη λύπη που γινόταν συγκεκριμένη όταν έφερνε την εικόνα της Λένας στην οθόνη των ματιών του. Πάντα κάτι του έλειπε αλλά σήμερα η σκέψη για τον θάνατο της, ήταν περισσότερο βαριές.
Όλες τις θλίψεις τις πέρναγε μόνος, δεν ήθελε να μοιράζεται τίποτε από τα προσωπικά του με κανέναν. Ποτέ δεν είχε φανταστεί όμως, πως υπήρχαν και πίκρες τόσο αβάσταχτες.
Το προηγούμενο βράδυ από τη δολοφονία της, είχαν κοιμηθεί μαζί στην Κηφισιά, στο σπίτι της Λένας. "Αύριο να πάμε στη θάλασσα!" του είχε προτείνει κρεμασμένη στο λαιμό του όταν είχαν τελειώσει τον έρωτα. "Είναι τόσο ωραίες οι τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη, πάμε!" "Ωραία θα ήταν αλλά δεν μπορώ να έρθω, έχω δουλειά, πήγαινε εσύ μόνη σου, να χαρείς τις τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη" της είχε απαντήσει.
Αν είχε πάει μαζί της ίσως να ζούσε τώρα, θα μπορούσε να την προστατέψει και ίσως δε θα τολμούσε εκείνος ο μανιακός ηδονοβλεψίας να την σκοτώσει. Ο Καζάρμας δεν ήταν από τους ανθρώπους που έχαβε εύκολα ότι του σέρβιραν. Έτσι και τώρα κάτι δεν του πήγαινε καθόλου καλά με τη δολοφονία της Λένας. Γιατί να ήταν ο ψυχοπαθής και μανιακός ο δολοφόνος; μήπως ήταν μέλος κάποιας άλλης οργάνωσης; ή ακόμα και της δικής τους; Η Λένα, η φοιτήτρια όπως την αποκαλούσε όλος σχεδόν ο τύπος, ήταν μια όμορφη γυναίκα, πλούσια και με ιδιαίτερη παιδεία. Γνωρίζονταν πέντε χρόνια και η σχέση τους είχε γίνει στενή τα δυο τελευταία. Η Λένα τον αγαπούσε όπως αυτός. "Ναι, αλλά δεν έχει ούτε αρχή, ούτε τέλος αυτό το παιχνίδι" του είχε πει το τελευταίο βράδυ. "Ποιο παιχνίδι;" τη ρώτησε."Να σ αγαπώ, να μ αγαπάς. Αξίζει όμως μέσα σε έναν τέτοιο κόσμο, αξίζει να ζει κανείς μόνο την προσωπική του ευτυχία; γι αυτό λέω πως δεν έχει τέλος αυτό το παιχνίδι."
Το παιχνίδι της ζωής και του θανάτου σκεφτόταν και κοίταξε γύρω του ανήσυχος. Γενικά δεν ήταν φοβισμένος αλλά μετά τον θάνατο της Λένας πίστευε πως έπρεπε να λαμβάνει περισσότερα μέτρα προφύλαξης. Τον ανησυχούσε η σκέψη μήπως ήξεραν κάτι και γι αυτόν αλλά πως θα μπορούσε και τι ήταν αυτό δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει, έτσι κάποιος αόριστος φόβος έπλεκε ιστό γύρο του. Αν υπήρχε κάποιος προδότης, τότε σίγουρα θα πήγαιναν πολλοί χαμένοι και ίσως να σήμαινε το τέλος της οργάνωσης. Πως όμως θα γινόταν προδότης κάποιος, αφού τις εντολές της οργάνωσης τις μάθαιναν την τελευταία στιγμή και το μόνο πρόσωπο που τις γνώριζε ήταν αυτό που θα έπαιρνε μέρος μόνο στη συγκεκριμένη αποστολή;
Η Λένα όμως είχε πεθάνει. Και ήταν από τους βασικούς κρίκους στην οργάνωση, με υψηλές διασυνδέσεις πιο πάνω απ αυτόν. Για μια στιγμή σκέφτηκε πως ήταν λάθος του που είχε συνδεθεί μαζί της και μήπως ήταν κι αυτός ο επόμενος στόχος γιατί δεν πίστευε πως ο ματάκιας την είχε σκοτώσει.
Σήκωσε το χέρι κι έκανε νόημα σε ένα ταξί που ρολάρισε στην άκρη του δρόμου. Μπήκε στο πίσω κάθισμα.
-Στην Κηφισιά, είπε.
Ο ταξιτζής έγνεψε εντάξει, από τον καθρέφτη. Ο Καζάρμας βολεύτηκε στη θέση του. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο πρόσωπο του ταξιτζή κι ύστερα γύρισε το βλέμμα του στον πολύβουο δρόμο. Στο μυαλό του άρχισε να σχηματίζεται η ιδέα πως ο θάνατος της Λένας δεν ήταν τυχαίος όπως ήθελε ν αποδείξει η αστυνομία. Αυτός που είχε ομολογήσει πως την είχε σκοτώσει, δεν έπρεπε να ήταν ο δολοφόνος Ίσως μετά από μερικές μέρες να αναιρούσε και να έλεγε την αλήθεια: Ότι τον πίεσαν, ότι τον έδειραν και ότι κάτω από την έντονη ψυχολογική βία, τον ανάγκασαν να ομολογήσει πως αυτός ήταν ο δολοφόνος. Την αστυνομία δεν την ενδιέφεραν αυτές οι εικασίες. Της αρκούσε ένας δολοφόνος για κάθε θύμα. Θα έκλεινε λοιπόν τον φάκελλο δολοφονία της φοιτήτριας, με ισόβια φυλάκιση αυτού του κακομοίρη που έτσι κι αλλιώς ήταν για τα σίδερα.
συνεχίζεται

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 6





Έπαιξαν διπλό με τους άλλους και τους άρεσε πολύ γιατί έγινε όμορφο παιχνίδι, σχεδόν μέχρι να σουρουπώσει. Κουρασμένοι αλλά κεφάτοι, γύρισαν στο σπίτι, λίγο πριν νυχτώσει για τα καλά. Έκαναν μπάνιο, ήπιαν καφέ στην αυλή.
-Εκείνη η γυναίκα δε μου φεύγει απ το μυαλό, κάπου την ξέρω, είπε ο ανακριτής.|
-Ωραία γυναίκα! Του γέλασε κατάφατσα ο Νίκος.
Δεν ήταν μόνο αυτό, θέλησε να απαντήσει αλλά δεν απάντησε, του φάνηκε πως έπρεπε να κρύψει τη σκέψη του, πολλές φορές χρειαζόταν να γίνεται αυτό. Εκείνο που έπρεπε επίσης να κάνει ήταν να ξύσει το μυαλό του να θυμηθεί αν την είχε γνωρίσει κάπου αλλού ή ήταν μόνο δημιούργημα της φαντασίας του.
-Ξύνω, είπε.
-Τι είπες; Παραξενεύτηκε ο Νίκος.
-Τίποτε! Γέλασε ο ανακριτής.
-Καλά, φεύγω, έκανε ο Νίκος θα τα πούμε το βραδυ στο μπαρ, θα έρθεις ε;
-Ναι, βέβαια… γύρω στις δέκα, εντάξει.
«Γεια» έκανε και έφυγε με εκείνη τη γρήγορη περπατησιά.
«Σαν τη γάτα» σκέφτηκε ο ανακριτής που απάντησε επίσης με ένα «γεια» κι ύστερα γύρισε πάλι σε εκείνη την ωραία γυναίκα. Που την είχε ξαναδεί; Στο σινεμά; Μήπως ήταν καμιά από αυτές τις εκκολαπτόμενες σταρ που εμφανίζονταν στις βιντεοταινίες και τα σήριαλς της τηλεόρασης; Μπορεί. Το χε πάθει μια φορά αυτό, είχε χαιρετήσει μια όμορφη γυναίκα σε κάποιο κατάστημα, περνώντας την για γνωστή του, μα εκείνη του είχε πει πως διαφήμιζε απορρυπαντικά στην τηλεόραση και σίγουρα εκεί θα την είχε δει. Να πάθαινε λοιπόν το ίδιο και τώρα; Αλλά όχι, δεν ήταν από τους ανθρώπους που θα την πάθαινε δυο φορές.
Σηκώθηκε κι έκανε βόλτες στον κήπο. Μερικές ψιχάλες άρχισαν να πέφτουν. Κοίταξε τον ουρανό που βάραινε και κατάλαβε πως σε λίγο θα έβρεχε δυνατά. Αποξεχάστηκε με τη σκέψη της βροχής, βάζοντας τα χέρια στις τσέπες, συνεχίζοντας να βολτάρει στην αυλή, του άρεσαν τα σπίτια με αυλές κι ευτυχώς υπήρχαν ακόμα αυλές για τους ρομαντικούς.«Ωραία είναι η βροχή του Οκτώβρη» σκέφτηκε. Ο ίδιος δεν ήταν και τόσο ρομαντικός και ούτε περπατούσε κάτω από τέτοιους ουρανούς.
Γύρισε στην καρέκλα του κάτω από το στέγαστρο καθώς η βροχή δυνάμωνε. Πάνω στη σκεπή που ήταν τσίγκινη, χόρευαν δαιμονισμένα οι σταγόνες. Ωραίο κι αυτό, μονολόγησε. Λογοτεχνικό. «Πάνω στη σάλα που είπαμε, τρεις πολύφωτες κρυστάλλινες λάμπες άπλωναν πολύ ζωηρό φως. Τα δυο ξαδέρφια για μια στιγμή, δίστασαν να μπούνε. Πλήθος φαινόταν από τη μισόκλειστη γυάλινη πόρτα, απ άκρη σ άκρη στη σάλα, σάλος κεφαλιών άπαφτος. Όμως μπήκανε. Πέντε-έξι παρέες μιλούσανε ζωηρά, χειρονομούσαν και επέμεναν να αντιστέκονται στα σπρωξίματα. Οι άλλοι περπατούσαν με μικρές γραμμές, γυρίζοντας όταν έφταναν στο τέλος του περιπάτου τους, χτυπώντας τη φτέρνα στο κερωμένο πάτωμα.
Δεξιά κι αριστερά, ανάμεσα στους μαρμάρινους στύλους, τους χρωματιστούς, που πάνω τους στηριζόντουσαν διάφορες κάλπες, γυναίκες καθισμένες σε καθίσματα από κόκκινο βελούδο, παρατηρούσανε το κύμα του κόσμου, που περνοδιάβαινε, σαν κουρασμένες, σα να είχανε νευριάσει από την πολλή ζέστη πίσω τους, στους μεγάλους καθρέφτες, φαινόντανε το τέτοιο ή το αλλιώτικο χτένισμα τους.
Μια ψηλή, ξανθιά γελούσε πολύ, ενώ ένας κύριος της μιλούσε από τόσο κοντά που με την πνοή του κουνούσε τα μπουκλάκια των κροτάφων της. Στο βάθος μπροστά, εκεί που σερβίρανε τα γλυκά, κάποιος κοιλαράς ρουφούσε ένε ποτήρι σορόπι.»
Οι σταγόνες της βροχής έπεφταν δαιμονισμένα στο τσίγκινο υπόστεγο, όταν ο ανακριτής καθόταν στην καρέκλα, αναμοχλεύοντας παλιές εικόνες και γέλασε με την λογοτεχνική του αφέλεια. Μπορεί όμως να ήταν κι έτσι τα πράγματα, λογοτεχνικά, ρομαντικά, όπως τα έβλεπε και τα έγραφε ο Ζολά στη Νανά. Η δική του όμως πραγματικότητα βρισκόνταν κάπου αλλού και ήταν τόσο χωμένος μέσα της που δεν γνώριζε αν θα έβγαινε ποτέ από αυτή. Ήταν αναγκασμένος να διαθέτει σωματική και ψυχική αντοχή, να είναι μεθοδικός, παρατηρητικός και οργανωτικός νους. Να έχει ευστροφία, συνθετική και δυνατή μνήμη, να ξαναγυρίζει στα γεγονότα, συνέχεια για να βρίσκει την καλύτερη δυνατή λύση.
Έτσι, ξαναγύρισε πάλι πίσω στα γεγονότα. Πρώτα είχαν σκοτώσει τους δυο αστυνομικούς στη λεωφόρο, μετά τη φοιτήτρια. Πριν από αυτά υπήρχε μια μεγάλη σειρά από δολοφονίες παρελθόντων χρόνων που είχαν μεν ξεχαστεί αλλά χρειαζόταν να επιστρέφει πάλι σ αυτούς για να συμπλέκει τα γεγονότα. Οι φάκελοι αυτοί στριμώχνονταν στα ντουλάπια της Ασφάλειας, κλεισμένοι σαν «ανεκπλήρωτοι»
Στους αστυνομικούς είχαν ρίξει κατάμουτρα, δυο κουκουλοφόροι που κινούνταν επίσης με μηχανή. Οι αστυνομικοί σφηνώθηκαν στα κάγκελα του γκαράζ, η μηχανή τους αφού χτύπησε πρώτα στο κράσπεδο του πεζοδρομίου, αναποδογύρισε. Ο πίσω τροχός γύριζε στριγγλίζοντας, το δεξιό φλας αναβόσβηνε και τα πρόσωπα των δυο αστυνομικών δεν υπήρχαν πια. Οι σφαίρες είχαν ριχτεί εκ του συστάδην, κατάμουτρα, όλες και τα χαρακτηριστικα τους είχαν αλλοιωθεί-τους αναγνώρισαν από τα χαρτιά των.
Κάτι περαστικοί, κατατρομαγμένοι στη θέα του αίματος και των σκαμμένων προσώπων, δεν μπορούσαν ν αρθρώσουν λέξη. Μια γυναίκα λυποθύμισε και κάποιοι πιο ψύχραιμοι, έλεγαν πως ήταν «αποτρόπαιο έγκλημα».
- Η μια μηχανή με τους κύριους αστυνομικούς ερχόταν, η άλλοι με τους ληστές, πήγαινε. Όταν αντάμωσαν στα πέντε μέτρα περίπου, ο ένας ληστής που καθόταν πίσω, έβγαλε ένα μεγάλο όπλο. Το στήριξε στον ώμο του μπροστινού και το άδειασε στα πρόσωπα των κυρίων αστυνομικών. Έπειτα οι ληστής έφυγαν.»
Έτσι τα περιέγραψε το παλικάρι που εργαζόταν στο γκαράζ, που φορούσε σκισμένα ρούχα, κατάμαυρα από τα λάδια και τα πετρέλαια. Τη μηχανή των κουκουλοφόρων την βρήκαν μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα, παρατημένη με βιάση. Φυσικά ήταν κλεμμένη
συνεχίζεται


Δευτέρα 5 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 5



Ξύπνησε απ τη φωνή του Νίκου που του έλεγε πως πέρασε η ώρα. Σηκώθηκε, έβαλε τη φόρμα, κι έφυγαν βιαστικά για το μικρό γήπεδο, που πήγαιναν σχεδόν κάθε φορά που πήγαινε να τον επισκεφτεί. Άκουσε τον Νίκο να συνομιλεί με κάποιον για την ομαδάρα τους αλλά δεν είχε βρει ακόμα το συνηθισμένο κέφι που είχε όταν πήγαιναν για να παίξουν μπάλα. Αυτό το φουσκωμένο πετσί και κείνο το μουσικό νταπ! ντουπ να ηχεί στ αυτιά του, τον γύριζε χρόνια πίσω. Τότε που ήταν ακόμα πιτσιρικάς και έπαιζε στις αλάνες, με εκείνα τα σφιχτοδεμένα κουρέλια που τα έκαναν μπάλα. 
-Μέχρι και σκαντζόχοιρους είχαμε χρησιμοποιήσει μερικές φορές, είπε στο Νίκο κι εκείνος άνοιξε με απορία τα μάτια του.
Ο ανακριτής θυμήθηκε πως είχε όνειρα να γίνει ποδοσφαιριστής όταν ήταν μικρός. Δεν είχε τα σωματικά προσόντα, το σώμα του ήταν μονοκόμματο κι ασούμπαλο αλλά ευέλικτος και έξυπνος καθώς ήταν, γινόταν με το τόπι στα πόδια, άλλος άνθρωπος απορούσε να τον βλέπει κανείς ακόμη και σήμερα. Το πραγματικό όμως εμπόδιο σ αυτή του την επιθυμία ήταν η βιοπάλη. Έπρεπε να εργάζεται και παράλληλα να σπουδάζει. Έτσι δεν έγινε τελικά ποδοσφαιριστής κι αυτό είχε μείνει κάτι σαν απωθημένο που του βγαινε τώρα στον Νίκο που ήθελε να του κάνει τον προπονητή. Από μικρό τον είχε μυήσει στα μυστικά της μπάλας. Έξι-επτά χρονών, δε θα ήταν παραπάνω, όταν άρχισε αυτή η ιστορία, σ αυτό το μικρό γήπεδο, ξεκινούσαν με τις καθιερωμένες ασκήσεις γυμναστικής, χωρίς μπάλα, αργότερα έπαιρναν από μια ο καθένας και αλώνιζαν το γήπεδο. Αμέσως μετά, πασίτσες, το ένα-δύο, διαγώνιες και κάθετες μπαλιές. Οι κάθετες και οι εβδομηντάρες, οι εκτελέσεις φάουλ και κόρνερ ήταν οι μεγάλες δεξιότητες του ανακριτή.
Καθώς έκαναν κύκλους με τις μεγάλες μπαλιές, ο Νίκος τον ρώτησε αν του άρεσε το γκολ που είχε πετύχει ο Φορτούνης στο ντέρμπι.
-Γκολάρα! εντάξει, αυτός είναι ωραίος παίκτης.
-Χαίρομαι που το παραδέχεσαι, χαμογέλασε ο Νίκος.
-Μόνο αυτόν έχετε, ενώ εμείς έχουμε σύνολο και γι αυτό θα σας πάρουμε το πρωτάθλημα.
-Μπορεί, να πάρετε κι εσεί ένα στα δεκαπέντε, σας το χαρίζουμε.
Ο ανακριτής δεν απάντησε, ήξερε πως σ αυτό είχε δίκιο ο ανιψιός του.
-Κάτω τη μπάλα! του φώναξε μόλις τον είδε να τη σηκώνει ψηλά. Ποτέ ψηλά, έλα προσπάθησε να με ντριπλάρεις.
Ο Νίκος όρμησε στρίβοντας πανέξυπνα το σώμα του αριστερά-διπλή προσποίηση-πετώντας τη μπάλα δεξιά για να ξεφύγει. Πιο γρήγορος ο ανακριτής τον έκοψε με το δεξί και του ξαναγύρισε τη μπάλα κάνοντας νεύμα να ξαναπροσπαθήσει. Πράγματι αυτός έκανε μια γρήγορη εναλλαγή της μπάλας στα δυο του πόδια, ύστερα πέρασε από πάνω της το αριστερό, σχεδόν χαιδεύοντας την και παίρνοντας την με το δεξί, ξέφυγε πάλι από αριστερά, ενώ ο ανακριτής τον έψαχνε από δεξιά.
Παρατηρώντας τον έτσι που τον είχε κάνει, σαν να τον είχε χαζέψει με τις ντρίπλες του, έσκασε στα γέλια. Αναψοκοκκινισμένος, μούσκεμα στον ιδρώτα, ξελαχάνιασε.
-Σου άρεσε; τον κοίταξε που ξελαχάνιαζε κι αυτός δίπλα του και κοιτάχτηκαν στα μάτια.
-Ναι, καλός είσαι, αλλά ξεφουσκώνεις γρήγορα, τι τρέχει μικρέ;
-Το τσιγάρο, μίλησε ο Νίκος.
-να το κόψεις, σου το χω πει τόσες φορές αθλητισμός και τσιγάρο δε συνδυάζονται-άσε που το τσιγάρο για μένα δε συνδυάζεται με τίποτα..-Ναι, αλλά και συ καπνίζεις...
-Άλλο εγώ. Εγώ είμαι μεγάλος προσπάθησε να δικαιολογηθεί αλλά δεν του πήγαινε και το σταμάτησε. Τι κοιτάς; τον ρώτησε σαν είδε να απορροφάται με το βλέμμα του κάπου αλλού.
Πράγματι κοίταζε μια ωραία γυναίκα, όμορφη, ψηλή, πέρα και πίσω από τα κάγκελα του γηπέδου, λίκνιζε στο περπάτημα τους γοφούς της.
-Ωραία γυναίκα, θαύμασε.
-Καλή! συμφώνησε και ο ανακριτής που του άρεσαν κι αυτουνού οι γυναίκες.
Του άρεσαν αλλά ποτέ δεν είχε κατορθώσει να έχει εκείνη τη μια που ήθελε, τη μοναδική. Όλο κάποιες άλλες του τύχαιναν, γι αυτό δεν είχε παντρευτεί, ήθελε να βρει εκείνη τη μια αλλά στάθηκε αδύνατο. Έτσι, είχε απομείνει με τρεις-τέσσερις Μαρίες και Τασίες που είχε γνωρίσει στα νιάτα του και κάτι μυξοπάρθενες που τον τριγύριζαν τώρα τελευταία.
-Το βράδυ θα βγούμε με τα κορίτσια; ρώτησε ο Νίκος.
Ο ανακριτής συμφώνησε και σκέφτηκε τι διάλο ήθελε αυτός να γυρνάει με τα πιτσιρίκα στα μπαρ και μάλιστα κακόφημα.
-Αφού γουστάρεις ρε, τι το ψάχνεις...τον άκουσε δίπλα του.
Του άρεσε, ναι, ήταν η ηδονή στη μέση, η νεανικότητα, η σάρκα και ο κόσμος της, Σπουδαίο πράγμα η ηδονή, ένα μεγάλο κομμάτι στην ευτυχία κι ανακριτής δεν ήταν κανένας σαχλάκιας, γνώριζε καλά πόσο σπουδαίο ρόλο παίζουν στη ζωή αυτές οι καταστάσεις.
-Και εξ άλλου δεν είμαστε τόσο πιτσιρίκια όσο μας λες...έπιασε το σφυγμό του.
Πλησίαζαν όλοι αυτοί τα τριάντα. Του ανακριτή που σαρανταπεντάριζε του φαινόταν μικροί στην προσωπική του ζωή και τεράστιοι στη δημόσια κίνηση, ιδιαίτερα μέσα από την εργασία του. Εκεί διογκώνονταν όλα αυτά, σα να έπαιρναν άλλες διαστάσεις. Οι άντρες μέσα σε τεράστιες καμπαρντίνες, ημίψηλα καπέλα, φορούσαν γυάλινα προσωπεία, πολλά προσωπεία. Όλοι είχαν διάφορα προσωπεία, που αυτός προσπαθούσε να βρει εκείνο που φορούσαν κάποια συγκεκριμένη στιγμή.
Η ωραία γυναίκα που λίκνιζε τους γοφούς πίσω από τα κάγκελα πέρασε μπροστά τους αυτή φορά. Αντάλλαξε ένα βλέμμα με τον Νίκο που της χάρισε κάποιο αινιγματικό χαμόγελο, μαζί με ένα "Πως σε λένε;"
Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους και προχώρησε να φύγει, ύστερα σα να μετάνιωσε, γύρισε πίσω πήγε κοντά του και του ζήτησε τσιγάρο.
-Ένα τσιγάρο, είπε ακριβώς δίπλα στο πρόσωπο του.
Αυτός της έδωσε. Ο ανακριτής κοίταζε. Η γυναίκα άναψε το τσιγάρο, φύσηξε τον καπνό στον ουρανό.
-Όλα είναι καπνός, είπε κι έφυγε. 
Οι άλλοι έμειναν να την κοιτούν που χανόταν. Ο Νίκος έμεινε με την ανάμνηση των ματιών της πάνω στα δικά του.
-Ωραίο κι αυτό, γύρισε στον ανακριτή.
-Ωραίο, κούνησε το κεφάλι του κι αυτός.
Στην πραγματικότητα δεν ήταν ωραίο, ήταν παράξενο.  Και είχε μια μανία αυτός, όλα να τα ψαχουλεύει, όλα να τα ψάχνει, να βρει την αιτία, την αφορμή και το αποτέλεσμα, όλοι κρίνονται εκ του αποτελέσματος, μίλησε αλλά κανείς δεν τον άκουσε και ξαναγύρισε στο ωραίο και το παράξενο. Του ξέφευγε το παράξενο, το ωραίο ήταν γνωστό αλλά τι το παράξενο έβρισκε στο ωραίο βλέμμα μιας γυναίκας που περπατούσε γύρω από τα κάγκελα; Όλα τα κάγκελα μοιάζουν, σκέφτηκε. Του γηπέδου τα είδε τώρα σαν της φυλακής.
-Παντού κάγκελα, είπε ο Νίκος αδιόρατα.
Ο ανακριτής πετάχτηκε πάνω, ξαφνικά, για να την προφτάσει μα η γυναίκα είχε ήδη ανέβει σε μια μηχανή μεγάλων κυβικών και μαρσάρισε χαμογελώντας του-αυτό το χαμόγελο, κάπου το είχε ξαναδεί.
-Τι έπαθες; ρώτησε ανήσυχος ο Νίκος, τρέχοντας κι αυτός από κοντά του να τον προφτάσει.
Ο ανακριτής γύρισε και τον κοίταξε. Κοιτάχτηκαν στα μάτια, ίσια.
-Την ξέρεις αυτή; ρώτησε γυρνώντας αλλού το βλέμμα.
-Όχι, έγνεψε, που να την ξέρω, πρώτη φορά τη βλέπω. Γιατί;
Ο ανακριτής φόρεσε τη φόρμα του σκεφτικός. Δεν είπε τίποτε, κι ο άλλος τον ρώτησε γιατί φοράει τη φόρμα αφού σε λίγο θα έπαιζαν διπλό κι αυτός ξανα βγάζοντας την, σκέφτηκε πως του έλεγε κάποιο ψέμα. Τίποτε δεν ήταν τυχαίο ή τίποτε δε γινόταν τυχαία σύμφωνα με τη δική του θεώρηση των πραγμάτων. Αυτό το πίστευε ακράδαντα. Εκείνο που δε γνώριζε ήταν το πότε.

συνεχίζεται

Κυριακή 4 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 4





Το μεσημέρι έφτασε νωρίς, πιο νωρίς από τις άλλες μέρες, ίσως γιατί είχε συννεφιάσει και η μέρα έπαιρνε να μικραίνει. Ήταν Παρασκευή, τελευταία μέρα εργασίας πράγμα που του άλλαζε το κέφι, τη διάθεση για άλλα πράγματα, έξω από τη φουρτούνα και την πίεση της ευθύνης για τη δύσκολη κατάσταση που δημιουργούσε το είδος της δουλειάς του.
Έτσι φόρεσε το σακάκι του και βγήκε από το γραφείο.
Τις περισσότερες Παρασκευές έφευγε από την Αθήνα, πήγαινε σε κάτι ξαδέρφια στο Κορωπί και έμενε εκεί μέχρι τη Δευτέρα.
Ανύπανδρος καθώς ήταν, τον περίμεναν, κι άμα αργούσε, οι πρώτες κουβέντες τους ήταν, «που χάθηκες τόσον καιρό», «μπράβο ξάδερφε, μας ξέχασες» και τέτοια. Αυτός χαμογελούσε κι έλεγε συγκαταβατικά. «όχι δε σας ξέχασα, έτυχε να έχω περισσότερη δουλειά στο γραφείο».
Συνήθως πήγαινε επειδή του άρεσε η παρέα με τον Νίκο. Τον Νίκο Καζάρμα που ήταν ο πιο μεγάλος γιος του ξαδέρφου από τη μάνα του, κι έτσι εξηγείται το διαφορετικό τους επίθετο. Αλήθεια ποιο ήταν το πραγματικό όνομα του ανακριτή; Πιθανώς Ιωάννης. Ιωάννης Εξαδάκτυλος.
«Εξαδάκτυλος! Γελούσε ο Νίκος. «Που το πέτυχες αυτό το όνομα; Παραγγελιά το χες;»
Πολλές φορές δεν του απαντούσε ούτε σ αυτό ούτε και σε άλλα που ρωτούσε. Μειδιούσε κι έδειχνε πως κάποια φορά θα του το εξηγούσε και αυτό.
Είχε κι άλλα δυο παιδιά μικρότερα ο ξάδερφος που πήγαιναν ακόμα στο γυμνάσιο, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι αλλά ο ανακριτής είχε ιδιαίτερη αδυναμία στον Νίκο, που ήταν φοιτητής στο τελευταίο έτος, σπούδαζε φιλολογία, σε ένα χρόνο θα γινόταν καθηγητής.
Δεν είχε σκεφτεί γιατί του είχε αυτή την ιδιαίτερη αδυναμία αλλά πίστευε πως έτσι γίνονται αυτά τα πράγματα. Άλλοι σου είναι συμπαθείς, άλλοι είναι τελείως αδιάφοροι κι άλλοι να μην τους βλέπεις.
Ο Νίκος Καζάρμας ήταν ωραίος τύπος. Ψηλός, ξανθός με αετίσια μάτια, γαλαζοπράσινα, σκληρά σα γρανίτης, όταν τα σμιγε νόμιζες πως θα γκρεμισθεί το σύμπαν. Αθλητικός με επιτάχυνση στα πόδια και στον νου, του άρεσαν όλα τα αθλήματα με καλές επιδόσεις, έπαιζε τενις, ρακέτα θαλάσσης, μπόουλινγκ, σκάκι, τάβλι και ποδόσφαιρο. Ποδόσφαιρο έπαιζε και ο ανακριτής, συγκεκριμένα μ αυτό τρελαινόταν και όταν έπιαναν κουβέντα, σπάνια περίπτωση να μη ψιλοαρπαχτούν για τις ομάδες τους. Ακόμα και για το μπόι ή για την ηλικία κάποιου ποδοσφαιριστή. Ο ανακριτής ήταν με τους κίτρινους. ΑΕΚ. Αθλητικη, Ένωση, Κωνσταντιπολιτών. Ο Καζάρμας Ολυμπιακός. Κόκκινος στο αίμα-στην πραγματικότητα καρφάκι δεν του καιγόταν αλλά έτσι για να περνάει η ώρα ευχάριστα, μόνο έτσι του άρεσε ο αθλητισμός, κανένας φανατισμός, απλώς αντιρρήσεις είχα και δυο τους για πολλά πράγματα γύρω από το ποδόσφαιρο.
-Θα πάμε στο ματς αύριο; Τον ρώτησε σχεδόν προτού προλάβει να καθίσει.
Του ανακριτή του μοιασε κάπως νευρικός.
-Τι θα πιεις; Μπήκε στη μέση ο πατέρας, ρίχνοντας μια ματιά στο γυιο του. Ο άνθρωπος δεν είχε ιδέα για το ποδόσφαιρο κι ούτε τον ένοιαζαν αυτά.
-Πορτοκαλάδα, είπε και γύρισε στον Νίκο. Θα πάμε, βέβαια αλλά πάλι θα χάσετε! Τον πείραξε.
-Σιγά μη χάσουμε απ τις χανούμισσες..
-Φέτος είναι η χρονιά μας, δε μας ξεφεύγει ο τίτλος! Ήταν η απάντηση του παρ ότι ήξερα πως έχαν τις περισσότερες φορές από τον Ολυμπιακό και γι αυτό δεν τον βόλευε να είναι η κουβέντα τους γύρω και μόνο από αυτό ματς.
-Αυτό θα το δούμε την Κυριακή; Δεν έχετε καμία τύχη ανακριτά.
Ο ανακριτής χαμογέλασε, του άρεσε που τον αποκαλούσε έτσι αυτός, όχι οι άλλοι, περίεργο πράγμα αλλά δεν έδωσε συνέχεια στην ποδοσφαιρική τους κουβέντα. Αργότερα που θα πήγαιναν να παίξουν στο γήπεδο της γειτονιάς, θα είχαν την ευκαιρία να τα πουν καλύτερα. Τώρα δεν ήθελε να στεναχωρήσει και τον ξάδερφο που έλεγε πως το παράκαναν οι δυο τους με τα αθλητικά.
-Τι νέα ξάδερφε;
-Τι νέα, ησυχία, όλα καλά.
Συνήθως έτσι άρχιζαν.
Η γυναίκα του συγύριζε, έστρωνε το τραπέζι, περιφερόταν ανάμεσα τους. Ήταν μια φρεσκοπλυμένη κυρία, με ανασηκωμένη, Γαλλική μυτούλα και φακίδες ακόμα στο πρόσωπο της, όμορφη παρουσία, συμπαθητική που συμφωνούσε με τον άντρα της.
-Τι σας αρέσει απ αυτό το ποδόσφαιρο; Δεν μπορώ να σας καταλάβω που βλέπετε εικοσιδύο άντρες να τρέχουν συνέχεια πίσω από μια μπάλα. Ανιαρό δεν είναι;
Ο ανακριτής είχε αρχίσει να το καταλαβαίνει αλλά παρ όλα αυτά δεν ήθελε να ξεκολλήσει από αυτή τη συνήθεια.
-Ανιαρό είναι για όσους δεν το καταλαβαίνουν, είπε.
-Μμμμ, έκανε η κυρία του σπιτιού, Πως δεν το καταλαβαίνουμε;
Ο ανακριτής δεν απάντησε καθώς τώρα η κυρία άρχισε να σερβίρει μια αχνιστή μακαρονάδα, σπιτίσια, καλομαγειρεμένη. Κι ο ανακριτής τρελαινόταν για τις μακαρονάδες. Έτσι η κυρία για να τον ευχαριστεί είχε μάθει να φτιάχνει πολλών ειδών μακαρονάδες.
«Μας έχεις ταράξει στις μακαρόνια, επειδή αρέσουν του ανακριτή!» της είχε πετάξει μια μέρα ο Νίκος με πρόσωπο σκληρό
Η μάνα του τον είχε κοιτάξει λίγο παράξενα τον χαιρόταν, τον αγαπούσε κι έτσι παράβλεψε το σκληρό του ύφος. Του χαμογέλασε, του χάιδεψε τα μαλλιά, μα εκείνος είχε αποτραβηχτεί ενοχλημένος.
Όταν τελείωσαν το φαγητό, ο ανακριτής άναψε τσιγάρο κι ο ξάδερφος τον ρώτησε να του πει τις τελευταίες εξελίξεις για το έγκλημα της δολοφονίας της φοιτήτριας-αυτά του άρεσαν του ξαδέρφου. Έπαιρνε τις εφημερίδες και τις ξεκοκάλιζε, διάβαζε όλες τις σελίδες των εγκλημάτων και τα αστυνομικά ρεπορτάζ. Ο ανακριτής αντάλλαξε μια ματιά με τον Νίκο που αποχωρούσε από το τραπέζι λέγοντας ένα σας αφήνω να τα πείτε, εμείς σε καμιά ώρα ε; συνεννοήθηκαν με τα μάτια για την ώρα που θα πήγαιναν στο γήπεδο και απάντησε στον ξάδερφο κάπως μασημένα, σαν να μην ήθελε να μιλήσει, πως δεν ήξερε τίποτα περισσότερο απ όσα έγραφαν οι εφημερίδες.
-Ε, πως, όσο να ναι αλλιώς τα ξέρεις εσύ που είσαι μέσα στα πράγματα, συνέχισε ο άλλος. Πιστεύεις αλήθεια πως τη σκότωσε αυτός ο νεαρός που ομολόγησε; Εμένα μου φαίνεται παραμύθι η ομολογία του..
-Θα δούμε, απαντούσε ο ανακριτής.
-Και ωραία κοπέλα αυτή η φοιτήτρια! Να πάει έτσι χαμένη; Τι λες και εσύ;
-Άστον τον άνθρωπο! Μπήκε στη μέση η γυναίκα του που μάζευε το τραπέζι. Δεν τον βλέπεις που είναι κουρασμένος; Θες να ξαπλώσεις; Γύρισε στον ανακριτή.
-Ναι, είπε αυτός. Ξάδερφε θα τα πούμε με καφέ το απόγευμα.
Πήγε να ξαπλώσει και στο νου του ήταν αυτή η φράση, «να πάει έτσι χαμένη». Πόσοι άνθρωποι δεν πήγαιναν χαμένοι; Πολλές φορές και για πολλούς ανθρώπους το σκεφτόταν αυτό Αλλά τι σημασία είχε πως πήγαιναν; Αυτά ήταν πράγματα καθημερινά, σχεδόν, αν αναλογιζόσουν πως στην Αμερική, κάθε λεπτό, αν θυμόταν καλά, γινόταν κι ένα έγκλημα. Όταν το άκουσε αυτό ο ξάδερφος δεν το πίστεψε. «Δεν το πιστεύω. Οι Αμερικάνοι είναι πολιτισμένοι άνθρωποι, δε γίνονται αυτά τα πράγματα» είπε.
Ο ανακριτής σηκώθηκε, Έσβησε το τσιγάρο και αμίλητος πήγε προς το δωμάτιο του που πάντα του ετοίμαζε με προσοχή η κυρία του σπιτιού. Έβγαλε τα ρούχα του, τα τοποθέτησε με υπομονή στη ντουλάπα. Ξάπλωσε στο κρεβάτι γυμνός και κοιμήθηκε αμέσως. Τον πήρε ένας γλυκός μεσημεριάτικος ύπνος.

συνεχίζεται


Σάββατο 3 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 3




Δολοφόνος. Δολοφονημένος-δολοφόνος. Δύσκολη σύνθεση και ετυμολογία. Δόλος σημαίνει μπαμπεσιά, άδικος πράξις, χτύπημα από πίσω, όχι κατάστηθα, ίσως και να έχει σχέση με τη δειλία και υπάρχουν ο άμεσος, ο αναγκαίος και ο ενδεχόμενος. Ο φόνος προέρχεται από το ρήμα φονεύω που σημαίνει σκοτώνω, εκτελώ, ξεπαστρεύω.
Λογικά οι δολοφόνοι, όχι όλοι, δεν πρέπει να γνωρίζουν αυτές τις μικρές λεπτομέρειες, ούτε και θα νοιάζονται καθόλου. Νοιάζονται όμως άλλοι γι αυτούς. Όχι πριν το φόνο αλλά μετά.
Είναι μερικές αλήθειες επικίνδυνες
Ο ανακριτής δεν τις φοβόταν όμως. Ήταν από τη φύση του θαρραλέος, αν και δεν ήξερε πως γίνεται ένας άνθρωπος θαρραλέος κι ένας άλλος δειλός κι αν ένας δολοφόνος μπορεί να ήταν δειλός ή ήταν μόνο πονηρός και δεν είχε καμιά σχέση με τη δειλία. Του άρεσε όμως να ανασκαλεύει τις λέξεις και να ψάχνει την πραγματική αλλά και την μεταφορική τους έννοια.
-Πρόσεξε καλά τι θα γράψεις! φώναξε στον ψηλό απ την απέναντι γωνία. Πάρε με τηλέφωνο προτού βγάλετε τον τίτλο!
Το τηλέφωνο χτύπησε πολλές φορές, μα δεν το σήκωσε ή δεν το άκουσε. Μπορεί να ήταν κι ο δολοφόνος ή ίσως κάποιος με σημαντικές μαρτυρίες. Παρ όλα αυτά, ο ανακριτής σκεφτόταν άλλα ή ονειροπωλούσε, το πάθαινε συχνά ιδιαίτερα όταν η κατάσταση δυσκόλευε και προσπαθούσε να ξεφύγει από τα αδιέξοδα. Στο μυαλό του ήρθε μια εικόνα από παλιά, ένα μισογκρεμισμένο σπίτι, πριν από σαράντα πέντε, περίπου χρόνια. Στην κρεβατοκάμαρα, ένας άντρας έκανε βιαστικό έρωτα σε μια γυναίκα. Μια γυναίκα όμορφη κι αφράτη. Είχε λευκά μπράτσα σαν την Ελλάδα σε πίνακα του Ντελακρουά, είχε σγουρές πλεξούδες και θα ήταν μόνο δεκαοκτώ χρονών. Ο άντρας κοντά στα τριάντα, μελαχροινός με ιδρωμένο, δασύ στήθος. Πρόσωπο μουντζουρωμένο από την κάπνα του πολέμου, με την αγωνία γραμμένη στα μάτια του κι αφού τέλειωσε, έδεσε τα ρούχα του, άνοιξε το παράθυρο και χάθηκε στην αντάρα του πολέμου ενώ η όμορφη γυναίκα παρέμενε, ολόγυμνη στο άδειο, μισογκρεμισμένο σπίτι.
Ο ανακριτής κούνησε πέρα-δώθε την παλάμη του, μπροστά του κι έδιωξε την εικόνα που είχε ανοίξει μπροστά του. Άνοιξε και τον φάκελλο εκείνου που είχε σκοτώσει την φοιτήτρια ή μάλλον αυτού που είχε ομολογήσει πως την είχε σκοτώσει και δεν ήταν άλλος από τον νεαρό που του είχε φωνάξει εκείνο το, "δε γαμιέσαι κερατά!]
Διάβασε την κατάθεση που είχε κάνει στην Αστυνομία ένας γέρος ενενήντα δύο χρονών που έλεγε μεταξύ άλλων, πως είχε δει τον νεαρό, εκείνο το απόγευμα, να τρέχει στην παραλία κρατώντας ένα σχισμένο και ματωμένο πουκάμισο.
Γύρισε σελίδες στην κατάθεση του νεαρού, χωρίς να μπορέσει να καταλάβει, γιατί παραδόθηκε τόσο εύκολα ενώ δεν υπήρχαν σοβαρές αποδείξεις κι όμως αυτός ομολόγησε πως ήταν ο δολοφόνος.
Αυτή όμως... η δολοφονημένη φοιτήτρια... ήταν ένα απόλυτο μυστήριο.
Έψαξε τα συρτάρια του να βρει φωτογραφίες της, τις εξέτασε για μια ακόμα φορά, πιο προσεκτικά. Όμορφη παράξενα, όχι ακριβώς ωραία, γερή, στητή γυναίκα με αθλητικό γυμνασμένο κορμί. Χωρίς να το θέλει σκέφτηκε πως θα θελε να την είχε γνωρίσει, του άρεσαν τέτοια πρόσωπα, του άρεσαν οι γυναίκες και αμέσως ομολόγησε, πως δεν ήταν εύκολο να μένεις απ έξω. Να λείπεις δηλαδή από την ιστορία. Ήσουν κι εσύ εκεί, έστω κι αν δε θυμάσαι, χωρίς να έχεις ευθύνες ήσουν εκεί. Μ αυτή τη γυναίκα να τρέχει στην παραλία, με τα γερά της πέλματα να χώνονται στην άμμο, να τρέχει να ξεφύγει κρατώντας αυτή το σχισμένο πουκάμισο. Και τότε γιατί το βγαλε; ήταν δικό της το πουκάμισο ή του δολοφόνου; Αλλά ο γέρος είχε πει πως το κρατούσε ο νεαρός. Πόσο όμως μπορείς να πιστέψεις έναν γέρο ενενήντα δύο χρονών, χούφταλο;Τσαλάκωσε μερικά χαρτιά και τα πέταξε στο καλάθι, τον μάγευαν τα τσαλακωμένα χαρτιά, παλαιότερα, λίγο πριν φύγει το μεσημέρι από το γραφείο, στεκόταν πάνω από το καλάθι και τα κοιτούσε. Πολλές φορές έσκυβε, τα βγαζε ένα-ένα συναρμολογούσε τα κομμάτια τους όπως έκανε με τις ιστορίες που παρουσιάζονταν στη δουλειά του κάθε μέρα. Πολλές φορές ανακάλυπτε πως κάποιο δεν έπρεπε να πεταχτεί. Καθόταν τότε στο γραφείο, το ίσιωνε με τα χέρια του και το τακτοποιούσε πάλι στη θέση του.
Σήμερα όμως δεν είχε διάθεση για τέτοια. Έμεινε για λίγο με άδεια σκέψη πάνω από το καλάθι, έκανε δυο βήματα στον χώρο, ξανακάθισε στην καρέκλα, άναψε τσιγάρο, ήπιε μια γουλιά κρύο καφέ κι ύστερα σηκώθηκε αποφασιστικά. Δεν είχε κανέναν ν ανακρίνει σήμερα, ο ανακριτής δεν κάνει μόνο αυτή τη δουλειά. Τις υπόλοιπες ώρες σκέφτεται. Είναι ένας άνθρωπος που σκέφτεται πολύ.
συνεχίζεται

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΟΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ





Την έβαλε ξανά στην αριστερή τσέπη, κοιτάζοντας απέναντι την πινακίδα που έγραφε  "NO SMOKINGK" γιατί στη δεξιά είχε πάντα ένα πιστόλι που μπερδεύτηκε κι αυτό στο μυαλό του με το "NO SMOKINGK".
Βγαίνοντας από το ασανσέρ ξανάβγαλε την ταμπακιέρα. Την άνοιξε-είχε δυο επίπεδα. Στο ένα υπήρχαν τσιγάρα άφιλτρα, κουλτουριάρικα. Στο δεύτερο έναν μηχανισμό παρακολούθησης από απόσταση. Άκουγε μ αυτόν περίπου στα χίλια μέτρα, μα δεν τον χρησιμοποιούσε συχνά. Ίσως γιατί άκουγε όλες τις μπερδεμένες σκέψεις των ανθρώπων, ενώ αυτός ήταν ένας ξεκάθαρος άνθρωπος, με σοβαρές αντιλήψεις για τη ζωή και λίγα γκρίζα μαλλιά. Καλοξυρισμένος, φρεσκοχτενισμένος, φορούσε πάντα κουστούμι και γραβάτα, κανονικά δεμένη στο λαιμό του. Ποτέ δε θυμήθηκε τον εαυτό του χωρίς γραβάτα, σα να είχε γεννηθεί μ αυτήν, δεμένη σφιχτά γύρω από έναν άσπρο γιακά πουκαμίσου, αγορασμένο όπως όλα του τα ρούχα, από τα καλύτερα και ακριβότερα καταστήματα. Είχε γίνει κοσμοπολίτης ο ανακριτής, του άρεσε το λούσο, το ακριβό.
Εκείνο το "γαμιέσαι κερατά" ηχούσε ακόμα άσχημα στ αυτιά του, αυτός ήταν ένας άνθρωπος που δεν τα σήκωνε κάτι τέτοια και καθώς έκλεινε την πόρτα του γραφείου, θυμήθηκε πως η καθαρίστρια τον είχε κοιτάξει με μια δόση ειρωνείας-σα να του λεγε πως ήταν πίσω από την πόρτα και κρυφάκουγε όταν είχε ξεφουρνηθεί εκείνο το "Γαμιέσαι κερατά". [Οπωσδήποτε εδώ χρειαζόταν θαυμαστικά αλλά ο ανακριτής δε θαύμαζε ποτέ τίποτε.]
Κάθισε στο γραφείο ανασκαλεύοντας μερικά χαρτιά κι άναψε επιτέλους το τσιγάρο, ώρα επτάμισι, ακριβώς το πρωί. Δεν ήξερε αν πήγαιναν επτάμισι το πρωί στο γραφείο τους οι ανακριτές, αν ήταν τακτικός ή άτακτος, αυτός, ο δέκατος τρίτος τακτικός ανακριτής Αθηνών.
Ο Καζάρμας τώρα θα κοιμόταν ακόμα και ούτε στ όνειρο του δε θα θελε να βλεπε τέτοια φάτσα να τον μελετάει-εξ άλλου ήταν πολύ μακριά ο ένας από τον άλλον. Τι σχέση  μπορούσε να έχει αυτός με έναν τακτικό ανακριτή και μάλιστα τόσο διάσημο και πολυδιαφημισμένο πρόσωπο!
Αποκόμματα από πολλές εφημερίδες και περιοδικά βρίσκονταν πάνω στο γραφείο. Έπιασε, τυχαία ένα που τον έδειχνε να μιλάει στους δημοσιογράφους, μ ένα ύφος λεπτό, μετρημένο. Τίποτε το εμφατικό στο πρόσωπο του, μια φιγούρα σχεδόν τυποποιημένη του είδους των ανθρώπων που εκπροσωπούσε.
Η ελαφριά ανασηκωμένη μύτη του, καθώς μάλιστα η λήψη είχε γίνει από χαμηλά, έκανε τα ρουθούνια ν ανοίξουν και να φαίνονται πιο στρογγυλά. Την έπιασε ανασηκώνοντας το πρόσωπο όπως, περίπου, στη φωτογραφία και ύστερα κουνώντας το κεφάλι, είπε πως δεν μπορεί να ήταν τόσο στρογγυλά, ούτε και το κεφάλι του θα μπορούσε να ήταν τόσο στρογγυλό.
Η φαλακρίτσα και το κοντό μαλλί, τον παίδεψαν να θυμηθεί αν κάποτε είχε αφήσει μακριά μαλλιά. Όχι δεν είχε αφήσει ποτέ μακριά μαλλιά. Ακόμη και τότε, στην εποχή των επαναστατημένων παιδιών των λουλουδιών. αυτός είχε πάντα ένα καθαρό, φρεσκοκουρεμένο κεφάλι.
Βέβαια σ αυτή τη φωτογραφία με τους δημοσιογράφους, το ύφος του έμοιαζε σα να είχε ανακαλύψει δικαστική πλάνη. Ταυτόχρονα το μικρό μειδίαμα, πρόδιδε το είδος της ειρωνείας που χρησιμοποιούσε. Ίσως γιατί ήξερε πως οι δικαστές θ αρνιόταν όλες τις κατηγορίες. Ήταν σίγουρο αυτό, δικαστές ήταν κι αυτοί, μόνο που δεν του άρεσαν καθόλου, του φαίνονταν αστείοι και μαραμένοι σα μαρούλια ενώ σε αντίθεση του άρεσαν οι δημοσιογράφοι και ειδικά εκείνος ο ψηλός της απογευματινής κωλοφυλλάδας που ξημεροβραδιαζόταν κάτω απ το μπαλκόνι του.
"Τι σημαίνει για σένα η πατημένη γόπα στον χώρο του εγκλήματος;" τον είχε ρωτήσει τα μεσάνυχτα έξω απ τα κάγκελα. Και καθώς ο ανακριτής δεν απάντησε, ο ψηλός επανέλαβε την ερώτηση την άλλη μέρα το πρωί, όταν ο ανακριτής σκεφτόταν τον σαλίγκαρο και το "γαμιέσαι κερατά".
-Τι μπορεί να σημαίνει  μια πατημένη γόπα στο χώρο του εγκλήματος; ήταν του θύματος ή του δολοφόνου;....
-Ο δολοφόνος δεν καπνίζει, του απάντησε.
-Άρα ήταν του θύματος.
Ο ανακριτής έκανε να γελάσει. Αντ αυτού, στραβομουτσούνιασε. "Με δουλεύει" σκέφτηκε.
-Μάλλον, του απάντησε
-Και πως γνωρίζετε ότι ο δολοφόνος δεν καπνίζει;
-Επειδή η μάρκα της γόπας ήταν φτηνή. Μια φτηνή γόπα από Καρέλια ή Ματσάγκος. Τα θυμάσαι τα Ματσάγκος;
Ο ψηλός μπερδεύτηκε, τι τον ρωτούσε τώρα; ο ανακριτής σκέφτηκε πως, ίσως την άλλη μέρα ο τίτλος της κωλοφυλλάσδας να ήταν περίπου έτσι: " Ο δολοφόνος δεν κάπνιζε" ή " Ο δολοφόνος κάπνιζε Ματσάγκος."
συνεχίζεται

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...