Τρίτη 23 Απριλίου 2024
ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ
ΜΑΚΙΑΒΕΛΙΣΜ'ΟΣ
Χωρίς συναίσθημα. Πιο σπουδαίο να σε φοβούνται παρά να σ αγαπούν. Μακιαβέλι. Μακιαβελισμός. Απόλυτα εναρμονισμένος με έναν διαχρονικό άνθρωπο. Είχε δίκιο.
Πρέπει να είναι κανείς απόλυτα υγιής για να μπορεί να βγάζει σωστά συμπεράσματα για τη ζωή-άλλως δε χρειάζεται να συμπεραίνει.
Τώρα οι γνώμες των πολλών δε μετράνε, φτάσαμε πάλι στην ανωτερότητα του πλούσιου-οι δε τέχνες και ο πολιτισμός κατασπαταλιέται σε ψεύτικους παλικαρισμούς της άρχουσας τάξης.
Σάββατο 20 Απριλίου 2024
ΟΤΙ ΘΥΜΆΣΑΙ, ΧΑΊΡΕΣΕ
ριτσος
Τετάρτη 17 Απριλίου 2024
ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ-ΧΑΡΑΜΑ-ΔΡΟΜΟΣ
Είναι πολύ πρωί. Σχεδόν πριν τις έξι. Τα καταστήματα είναι κλειστά. Ο κεντρικός δρόμος, σχεδόν άδειος. Ο Γιάννης, ένας καλοστεκούμενος εξηντάρης βαδίζει προς το κατάστημα του. Είναι ένα κοσμηματοπωλείο. Φτάνει στην είσοδο. Με ύφος χαζοχαρούμενο, αγουροξυπνημένο ανεβάζει τα ρολά, ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα. Πηγαίνει κατευθείαν στο χρηματοκιβώτιο. Το ξεκλειδώνει και βγάζει μερικές δεσμίδες χαρτονομίσματα. Σπάει τις λουρίδες κι αρχίζει να μετράει με ύφος γελοίο. Που και που τα σταυρώνει και τα φιλάει.
Εκείνη τη στιγμή μπαίνει, κλείνοντας την πόρτα πίσω της, η Μιρέλλα. Είναι μια γυναίκα γύρω στα σαράντα, απίστευτα άσχημη, ξερακιανή, λεπτή σαν στέκα. Πηγαίνει κατευθείαν πάνω στον Γιάννη προτείνοντας ένα ψεύτικο πιστόλι. Ο Γιάννης δεν δείχνει καμιά έκπληξη. Συνεχίζει να μετράει ατάραχος.
ΜΙΡΕΛΛΑ :¨Ψηλά τα χέρια ![ σιγανά με ύφος συνωμοτικό]
ΓΙΑΝΝΗΣ :[την εξετάζει] Μα άμα σηκώσω τα χέρια, θα μου πέσουν τα λεφτά… Τα λεφτά είναι για να πληρώσω τις επιταγές για την αγορά του χρυσού…
ΜΙΡΕΛΛΑ : [γελάει στρυφνά] Έχεις εσύ άλλα για τις επιταγές. Πιάσε την τσάντα δίπλα σου και βάλτα μέσα. Τώρα! Άκουσες παλιόγερε ! Αλλιώς σου τίναξα τα μυαλά στον αέρα !
ΓΙΑΝΝΗΣ : Παλιόγερος είμαι; [ σα να αναρωτιέται]
ΜΙΡΕΛΛΑ:[απειλητικά] Κάνε αυτό που σου λέω ! Σε ξέρω χρόνια μη μου κάνεις το χαζό !
ΓΙΑΝΝΗΣ : [την κοιτάζει γλυκά ] Μου αρέσεις εσύ ! Μου αρέσεις…γιατί δεν κάθεσαι; Κάτσε να σε γνωρίσω κι εγώ αφού εσύ με ξέρεις.
Αφήνει τα λεφτά, χαμηλώνει τα χέρια κάνει να σηκωθεί να της προσφέρει κάθισμα. Η Μιρέλλα ξαφνιάζεται κάθεται πάντα με το πιστόλι προτεταμένο στη μούρη του. Τα πρόσωπά τους έρχονται πολύ κοντά. Ο Γιάννης, της κάνει γκριμάτσες γελαστές, χαζοχαρούμενες. Η Μιρέλλα μπερδεύεται και του ανταπαντά ανάλογα. Ύστερα συνέρχεται και τον πάει σπρώχνοντας με την κάνη στη μούρη, προς το γραφείο,
ΜΙΡΕΛΛΑ : [του γνέφει κουνώντας το κεφάλι] Τα λεφτά! Στην τσάντα τώρα!
Ο Γιάννης, βάζει τα λεφτά αργά-αργά στην τσάντα.
ΓΙΑΝΝΗΣ : Αχ, τα λεφτά μου! Τα λεφτάκια μου…που θα τα πας;
ΜΙΡΕΛΛΑ [κοιτάζοντας γύρω της ανήσυχα] Ξέρω εγώ που θα τα πάω. Τελείωνε παλιόγερε!
ΓΙΑΝΝΗΣ : [ με απορία ] Γιατί βιάζεσαι; Οι τράπεζες είναι κλειστές. Που θα πας πρωί- πρωί με τόσα λεφτά; Ξέρεις πόσα είναι; Είναι πολλά τα λεφτά…τι θα τα κάνεις τόσα λεφτά;
ΜΙΡΕΛΛΑ :[σαρδόνια ] Βούλωστο ! Ότι τα κάνεις εσύ τόσα χρόνια.
ΓΙΑΝΝΗΣ : Εμένα μου τα άφησε ο πατέρας μου
ΜΙΡΕΛΛΑ :[ Ειρωνικά ] Και του πατέρα σου;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ο πατέρας του. Πως σε λένε;
ΜΙΡΕΛΛΑ : Και του πατέρα σου; Μιρέλλα με λένε.
ΓΙΑΝΝΗΣ : [απελπιστικά πολύ αγνά, αθώα ] Ο πατέρας του.
ΜΙΡΕΛΛΑ : [ ξεκαρδίζεται. Ύστερα σοβαρεύεται. Το άσχημο μούτρο της πετρώνει ] Τέλειωνε παλιόγερε ! Άκουσα πως θα σε ληστεύανε δυο τύποι του υποκόσμου και είπα να τους προλάβω. . Κατάλαβες;
Ο Γιάννης γνέφει όχι.
Βουτάει την τσάντα από τα χέρια του ενώ ο Γιάννης συνεχίζει να την κοιτάζει ατάραχος κάνοντας της τα γλυκά μάτια. Η Μιρέλλα τρελαίνεται. Κοιτάζονται κατευθείαν στα μάτια.
ΜΙΡΕΛΛΑ : [ μουρμουρίζει ] Καλύτερα. Ήξερα ότι είσαι βλάκας, αλλά εσύ παραείσαι ! Κοίτα ρε που πάνε τα λεφτά..
ΓΙΑΝΝΗΣ : [ την περιτριγυρίζει ] Μου αρέσεις ! Είσαι γλυκιά ! Γιατί δεν αφήνεις το πιστόλι; Αφού είναι ψεύτικο. Νομίζεις πως δεν το κατάλαβα από την αρχή; Πάρε τα λεφτά, έχω άλλα εγώ.
Η Μιρέλλα κοιτάζει μια το πιστόλι, μια τον Γιάννη και μια την τσάντα με τα λεφτά. Ύστερα, γυρίζει αλαφιασμένη και το βάζει στα πόδια. Εξαφανίζεται στο άνοιγμα της πόρτας, ενώ ο Γιάννης μένει με ανοιχτό το στόμα και τα χέρια στην έκταση σαν απόγνωση. Μετά ακουμπάει το κεφάλι του αποκαμωμένος στο γραφείο.
Δευτέρα 15 Απριλίου 2024
Η ΠΑΡΆΜΕΤΡΟΣ ΤΟΥ ΑΙΝΣΤΑΙΝ [4]
Οι μπάτσοι
δεν ήταν πια κουρεμένοι κι ούτε ξεχώριζαν
από το πλήθος των ανθρώπων που κινούνταν
γύρω του. Άλλωστε ο ίδιος ούτε είχε
διανοηθεί πως θα έφταναν σ αυτόν και,
πιθανότατα δεν τον ένοιαζε μα και είχε
σκεφτεί πως κάποτε θα τον συνελάμβαναν.
Είχε κι αυτός τα δαιμόνια του, αντιπαράλληλα
απ αυτά του Αστυνόμου Σαμψωνίδη κι έτσι
δεν έπαιρνε κάποια μέτρα για να
προφυλαχθεί. Άλλωστε δεν πίστευε πως
κάποιος άνθρωπος μπορούσε να προφυλαχθεί
απ αυτούς είτε ήταν ένοχος είτε αθώος,
αν είχε μπει στο στόχαστρο της Αστυνομίας
κι ενός διεφθαρμένου κράτους όπως ήταν
η πατρίδα του για όσα τουλάχιστον χρόνια
ζούσε και ένιωθε αυτόν τον κόσμο. Και,
φυσικά, ήξερε πως ήταν σ έναν αόρατο
ιστό, σε μια μια μπλακ λίστ, φακελωμένος
και στιγματισμένος σαν αναρχικός και
εχθρός μιας καθεστηκυίας τάξης. Μιας
τάξης που συνεχιζόταν αιώνια από γενιά
σε γενιά, από πατέρα σε γιο και δεν
επρόκειτο ν αλλάξει ποτέ αυτή η ιστορία
και πάντα θα υπήρχε αβυσσαλέο μίσος
μεταξύ φτωχών και πλουσίων, μεταξύ
εχόντων και μη εχόντων . Ο Γιάννης την
ένιωθε αυτή την αδικία, που είχε γεννηθεί
από φτωχούς αλλά, πράγμα παράξενο δεν
ένιωθε κανένα μίσος για τους πλούσιους
ή καλύτερα δεν ένιωθε μίσος για κανέναν
άνθρωπο, απλά δεν άντεχε τους ηλίθιους
είτε ήταν πλούσιοι είτε ήταν φτωχοί.
Γιατί υπάρχουν και πλούσιοι ηλίθιοι.
Τα
στοιχεία που είχαν συλλέξει τα αστυνομικά
όργανα δεν έδειχναν κάτι επιβαρυντικό
εις βάρος του Γιάννη Παράμετρου και η
υπαστυνόμος του είπε να κλείσει την
υπόθεση αλλά ο Σαμψωνίδης σκέφτηκε να
κάνει μια προσωπική επέμβαση. Να
κάνει μια μπλόφα κι έτσι πήγε να συναντήσει
τον ύποπτο. Τον βρήκε σ ένα μπαρ και
κάθισε δίπλα του.
Ο Γιάννης τον
κοίταξε ερωτηματικά.
-Εσύ τα πήρες
τα λεφτά ε; είπε ήσυχα ο Αστυνόμος
-Ποιος
είσαι; ποια λεφτά; έκανε απορημένος.
-Αστυνόμος
Σαμσωνίδης, της Δίωξης κοινού εγκλήματος,
είπε.
-Τι θα πιεις Αστυνόμε; του
χαμογέλασε
-Ομολόγησε όσο πιο γρήγορα
μπορείς κι έτσι θα καλυτερέψεις τη θέση
σου. Θα φας τρία-τέσσερα χρόνια και σε
κανα δυο θα είσαι πάλι έξω, ελεύθερος.
Δε σ αρέσει η ελευθερία;
-Ένα ποτό
στον κύριο Αστυνόμο! φώναξε στον μπάρμαν
κι όλοι γύρισαν προς το μέρος τους.
Ορισμένοι βγήκαν, αραίωσαν την κυκλοφορία.
Σε κανέναν δεν άρεσαν οι επισκέψεις της
Αστυνομίας.
-Σου είπα δε θέλω ποτό.
Μη μου παριστάνεις εμένα τον μεθυσμένο,
ξέρω πως δε μεθάς πια. Σε συλλαμβάνω για
την κλοπή στην αποθήκη του φούρναρη. Θα
βγούμε ήσυχα χωρίς φασαρίες ή θέλεις
να αλλάξω τροπάριο;
-Ότι πεις, έκανε
ο Γιάννης και βγήκαν στο δρόμο.
Πιο
πέρα περίμεναν δυο βοηθοί του Σαμσωνίδη,
ο οποίος τον παρέδωσε σ αυτούς.
-Πάρτε
τον, έγνεψε. Και ξέρετε εσείς τι θα τον
κάνετε.
Ο Γιάννης φοβήθηκε για πρώτη
φορά στη ζωή για το σώμα του. Ήξερε τις
μεθόδους που χρησιμοποιούσαν οι μπάτσοι
και τώρα βρισκόταν στο έλεος τους.
-Έχεις
διαβάσει το έγκλημα και τιμωρία; τον
ρώτησε με μίσος ο Σαμψωνίδης φεύγοντας
και η εικόνα του ήταν η τελευταία καθώς
οι άλλοι δυο άρχισαν να τον χτυπούν
παντού σ όλο το σώμα με μπουνιές, κλωτσιές
ώσπου σύρθηκε στο χώμα και σχεδόν
αναίσθητο τον έχωσαν σ ένα αυτοκίνητο
και μ αυτό τον πήγαν και τον έριξαν σ
ένα σκοτεινό κελί, όπου για μέρες δεν
έβλεπε άνθρωπο. Φαγητό και νερό του
έβαζαν από μια τρύπα στο κάτω μέρος της
πόρτας. Λιγοστό βέβαια, ίσα-ίσα για να
μην πεθάνει από ασιτία και να μην
στεγνώσει από αφυδάτωση. Στο βάθος
υπήρχε και μια βρώμικη τουαλέτα και σ
όλο το κελί πλημμύριζε ένα σκοτεινό
ημίφως έτσι που να μην ξέρεις ποτέ αν
ήταν μέρα ή νύχτα. Σιγά-σιγά συνήθισε σ
αυτή την κατάσταση, τις πρώτες μέρες
πονούσε όλο του το σώμα, οι ξεραμένες
πέτσες απ τα αίματα στο πρόσωπο του
πρήστηκαν, το δεξί μάτι μελάνιασε
γύρω-γύρω και πρήστηκε κι αυτό, έτσι που
σχεδόν μισόβλεπε και περισσότερο
χρησιμοποιούσε την αφή για ν αντιλαμβάνεται
τα πράγματα γύρω του και μέσα του. Τι θα
του έκαναν; πόσον καιρό θα έμενε κλεισμένος
εκεί; και που ήταν η περιβόητη ισονομία
όλων των πολιτών που διατράνωναν οι
πολιτικοί στις οθόνες και στα άρθρα των
συνταγμάτων;
Έμενε απαθής κι οργάνωνε
τις αντιστάσεις του αλλά καταλάβαινε
πως δε θα άντεχε και πολύ εκεί μέσα, δε
φοβήθηκε πως θα πέθαινε και ήταν σίγουρος
πως σε λίγο θα είχε ν αντιμετωπίσει τον
Αστυνόμο, τις ανακρίσεις και άλλα
βασανιστήρια μέχρι να ομολογούσε. Δε
σκέφτηκε ούτε δικηγόρους ούτε τέτοια
τερτίπια της αστικής Δημοκρατίας, ήξερε
πως ήταν καταδικασμένος κι έτσι περίμενε
στωικά την εξέλιξη της ζωής του.
Μετά
από μια εβδομάδα άνοιξε η πόρτα του
κελιού του. Τον πήραν δυο τύποι αφού του
φόρεσαν χειροπέδες και τον πήγαν στο
ιατρείο. Ένας νοσοκόμος του καθάρισε
τις πληγές που είχαν υποχωρήσει αλλά
απέμεναν οι ουλές.
σελίδες από το καινούργιο μυθιστόρημα μου
Παρασκευή 12 Απριλίου 2024
ΑΛΟΓΟ
Ο ΧΡΌΝΟΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΊ ΝΑ ΕΊΝΑΙ ΚΥΚΛΟΣ
Τετάρτη 10 Απριλίου 2024
ΔΡΌΜΟΙ ΠΟΥ ΑΓΆΠΗΣΕ
Δευτέρα 8 Απριλίου 2024
ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΕΓΚΏΜΙΟ
Σάββατο 6 Απριλίου 2024
ΠΑΙΔΙΌΘΕΝ
Πέμπτη 4 Απριλίου 2024
ΚΆΤΙ ΑΠΌ ΠΑΛΙΆ
Τρίτη 2 Απριλίου 2024
...ΚΑΙ ΚΛΆΜΑ
Ν. ΕΓΓΟΝΌΠΟΥΛΟΣ |
Δευτέρα 1 Απριλίου 2024
ΤΟ ΣΤΗΣΙΜΟ
πικασο |
Κυριακή 31 Μαρτίου 2024
ΠΑΠΑΡΙΕΣ
Τι
παπαριές είναι αυτές; Μας γαμήσανε με τα λειτουργήματα. Γίνανε όλοι
παπάδες.Τι θα πει λειτούργημα ρε παλιονούμερο και τι είδους λειτουργία
προφέρει ο μπαγασάκος ο Τριανταφυλλόπουλος; Κάποτε ο δημοσιογράφος έλεγε
μόνο την είδηση. Ούτε σχολίαζε ούτε έλεγε παπαριές. Ο δημοσιογράφος
συγκεντρώνει ειδήσεις, νέα και τα ανακοινώνει στον τύπο. Όλη η παρανόηση
του σύγχρονου καιρού μας βρίσκεται σ΄αυτά τα αδηφάγα όρνια. Τους
εντολοδόχους του τύπου. Δημοσιογραφίσκους, συντακτριούλες, όμορφες
γιατί αλλιώς δε θα μας αρέσει η είδηση, κοτσομπόληδες, έτοιμοι να
πετάξουν λάσπη στα μούτρα, λαίμαργοι και λαίμαργες, κυρία μου. Τι
νομίζεις πως είναι άγγελοι οι δημοσιογράφοι; Θα μου πεις τώρα Πλιάτσικα,
τα παραλές και θα σου απαντήσω πως δεν τα παραλέω και πως τα πράγματα
με δαύτους, είναι έτσι και χειρότερα. Κυνηγάνε την είδηση, το νέο όχι
γιατί τους ενδιαφέρει να πληροφορήσουν τον κόσμο. Όχι. Θέλουν να κάνουν
το κομμάτι τους. Ότι αυτοί το μετέδωσαν πρώτοι και αυτό είναι μεγάλη
επιτυχία. Μας δείχνουν την καταστροφή και χασκογελάνε. Έχετε δει κανέναν
πραγματικά λυπημένο άνθρωπο να χασκογελάει; Όχι βέβαια. Μόνο οι
δημοσιογράφοι μπορούν να σου μιλάνε για τραγωδίες και να χαμογελούν για
να φαίνονται ωραίοι. Το θέμα κυρία μου είναι τεράστιο και δεν λύνεται σε
πέντε γραμμές. Αλλά δεν θέλω να σας κάνω το ήδη καζανισμένο κεφάλι σας
μεγαλύτερο. Απλά συνεχίστε να βλέπετε στις οθόνες, τους σύγχρονους
θεούς. Τους Παπαδάτσηδες και τους Χαριτατολυριτζήδες. Πενήντα χρόνια
μαλακίες. Εκατό. Αλλά βλέπεις κυρία μου τα λεφτά είναι πολλά. Ακούω κάτι
νούμερα και τρελαίνομαι. Και η πλάκα είναι πως αυτοί οι άνθρωποι θέλουν
να συμπονούν τους φτωχαράνζες, τους μπατίρηδες και τους αδικημένους.
Άμα τα πιστεύετε αυτά τότε θα πιστεύετε πως και η δημοσιογραφία είναι
λειτούργημα.
η Ιστορία δε μας δικαιώνει
Ο κόσμος δεν είναι τόσο κακός ή τόσο καλός, όσο φανταζόμαστε. Έκοψε λίγο το πολύ κρύο κι αν είχαμε περισσότερη αγάπη και περίσκεψη, αυτός ο ...