Από μικρό παΐδι, θυμάμαι, πολύ μικρός, με μπέρδευαν η όσφρηση και η γεύση. Δυσκολευόμουν να καταλάβω τι οσφραινόμουν και τι γευόμουν. Αργά αλλά σταθερά κατάλαβα πως όσφρηση, γίνεται με τη μύτη. Η γεύση με την γλώσσα; Οσφραίνομαι από μακριά τις αναποδιές έλεγε ο πατέρας. Γεύομαι ένα ποτήρι κρασί-τότε δε μου άρεσε ούτε η μυρωδιά του ούτε η ξινοπικράδα του. Σκεφτόμουν, αν οσφραινόμουν ή γευόμουν ένα μήλο. Ή και τα δύο; Όπως, αν μύριζα τον αέρα, το άρωμα μιας γυναίκας, του σώματος την όσφρηση, του έρωτα τη μυρωδιά και την γεύση. Όπως την μπόχα μιας υπονόμου ή την αίσθηση μιας ωραίας ζωγραφιάς που την έτρωγα με τα μάτια μου.
ΜΕ ΤΟΝ ΤΣΕ ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΠΑΡΕΑ;
Υπάρχει μια ανοησία στην ύπαρξη. Όπως και στην αιτία. Ανέκαθεν ψάχνουμε μια αιτία. Αιτία χωρίς αιτία. Αλλά ας το αντιστρέψουμε. Γιατί να υπάρχει αιτία; δεν θα είναι πιο καλά τα πράγματα να είναι για πάντα έτσι; Να μην γεννήθηκαν ποτέ; Ένα από τα μεγαλύτερα αξιώματα είναι πως καμιά ύπαρξη αφού πεθάνει, δεν γυρίζει πίσω. Εδώ δεν επιδέχεται άρνηση, Η απόδειξη είναι παντοτινή. Κανείς δεν γυρίζει πίσω. Κανείς δεν ανασταίνεται και είναι τουλάχιστον ηλίθιο να πιστεύουμε πως μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, γιατί τότε δεν θα χρειαζόταν ο θάνατος. Για ν αναστηθείς πρέπει να πεθάνεις.
.
Κάνει πολύ ζέστη. Κουφόβραση. Οι άθρωποι δεν κοιμούντται. Κανένας ύπνος δεν είναι πια του καθενός. Περπατάω στους δρόμους και σκοντάφτω πάνω σε άλλους, γίναμε πολλοί. Πολλοί που ξέρουν τα μυστικά μας και τότε τι θα κάνουμε με όλους αυτούς; Πως θα τους χωρέσουμε στο μυαλό μας; Δεν χωράνε στην τσέπη μας, έχουν άλλους λόγους να υπάρχουν. Η τσέπη μου έγινε στενή λωρίδα αίματος. Βάνω εκεί τα χέρια μου και γεμίζουυν αίμα. Ψάχνω τα κέρματα που μου έκλεψαν. Γιατί; εγώ είμαι ένας δικός σας άνθρωπος, δεν έκανα κάτι για να με δικάσετε, όμως μερικοί με κοιτάνε με μάτι θολό. Που σε ξέρω ρε φίλε; Έχουμε να πούμε κάτι εμείς οι δύο; Τα λέγαμε εμείς κι από παλιά; Και είναι έτοιμοι να σου χιμήξουν. Γιατί το έγραψα αυτό; ίσως μια κρίση ευσυνειδησίας με κατατρέχει από παλιά. Από τότε που ήμουν παιδί και δεν ήθελα να μεγαλώσω, γιατί έβλεπα τι πάθαιναν αυτοί που μεγάλωναν και ίσως γιατί κάποτε νόμιζα πως μπορούσα να εξηγήσω τον κόσμο, ν αλλάξω τον κόσμο, να σας γεμίσω με ψεύτικες εικόνες, να σας κοροϊδέψω, επειδή εγώ ήμουν και κανένας άλλος. Από τότε όμως, πάλι φοβόμουν το ελάχιστο. Αυτό που γίνεται από το τίποτε. Εκεί που ξεκινάς ταξίδι κι αντί να πας στον προορισμός σου, πηγαίνεις στο γκρεμό. Κι ύστερα δεν υπάρχει γυρισμός. Δεν υπάρχει τίποτΦΟΒΑΜΑΙ ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ…τρέχει κάτι ρε φίλε;.α πίσω που να θυμίζει τον καλό εαυτό σου. Οι δρόμοι στενεύουν επικίνδυνα, δεν χωράμε να περάσουμε ένας με έναν, τα τσιμέντα πνίγουν τις ανάσες μας, κάνε παρά πέρα ρε μαύρε, με τα χέρια πάντα στις τσέπες με το μυαλό καρφωμένο στο κάτι είναι τέλος πάντων αυτή η ζωή μας, δεν είναι ένα τίποτα, δεν είναι αυτό το μικρό φύλλο που τσαλάκωσες το μεσημέρι, ίσως ψάχνοντας σημειώσεις που όταν τις ξαναδιαβάσεις, τις αναιρείς αυτόματα, λέγοντας πως δεν έχουν αξία οι χθεσινές σου σκέψεις, σήμερα άλλα γίνονται. Και παρ όλα αυτά, φοβάμαι το ανέλπιστο. Αυτό που γίνεται από το τίποτα. Τρέχει κάτι ρε φίλε; Σε ξέρω κι από χτες;

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου