Πέμπτη 21 Μαΐου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 27





Σε λίγο όμως ξαναβρήκαμε το κέφι μας και χαμογελάσαμε στην ερημιά. Είχε αρχίσει να μας αρέσει αυτή η περιπέτεια και πήραμε πάλι το δρόμο κουβεντιάζοντας.
Το τοπίο ήταν ξηρό, άνυδρο. Απλώνονταν λοφίσκοι δεξιά κι αριστερά, οι περισσότεροι γυμνοί από δέντρα, γεμάτοι πεζούλια, που χώριζαν τα χωράφια, τις ιδιοκτησίες ανθρώπων που φαίνονταν πως έλειπαν πολύ καιρό, χρόνια ίσως, μακριά από εδώ.
-Εγκαταλειμμένος δε σου φαίνεται ο τόπος; Είπε η Λουτσία σα να μάντεψε τις σκέψεις μου
-Παρατημένος, ναι, έτσι φαίνεται. Έχω ακούσει πως οι περισσότεροι κάτοικοι του νησιού είναι ναυτικοί και μετανάστες
-Εσύ θα ήθελες ποτέ να γίνεις ναυτικός ή μετανάστης;
-Δε νομίζω αν και δεν το σκέφτηκα ποτέ. Γιατί;
-Τι γιατί; έτσι σε ρώτησα. Εμένα θα μου άρεσε.
-Να γίνεις ναυτικός; Μετανάστης; Παραξενεύτηκα.
-Ναυτικός, χαμογέλασε. Έχουν μια γοητεία αυτοί οι άνθρωποι. Λένε ιστορίες που μοιάζουν ψεύτικες, παραμυθένιες. Τι γίνεται; Θα φτάσουμε πουθενά; Κουράστηκα
-Ένα χωριό, της έδειξα Κάτι θα βρούμε εκεί, ίσως κάποιο ταξί να μας πάει στο Καψάλι.
Φτάσαμε στο χωριό αλλά φευ! Μπαίνοντας στην είσοδο του, εντύπωση μας έκανε πρώτα η καθαριότητα κι δεύτερον η μεγάλη ησυχία. Ούτε κότα να κακαρίζει, ούτε σκύλου γαύγισμα, ακούσαμε. Πόσο μάλλον ν ακούγεται κάποια φωνή από τα καφενεία. Τίποτα. Απόλυτη ησυχία.
Παραξενεμένοι κάναμε μια βόλτα στον κεντρικό δρόμο που ήταν ασφαλτοστρωμένος αλλά δε συναντήσαμε ψυχή. Το χωριό ήταν παντελώς έρημο από ανθρώπους και ζώα. Μόνο μια κοκκαλιάρα, γκρίζα γάτα μας ακολουθούσε και μας κοίταζε. Σταματούσαμε εμείς, σταματούσε κι εκείνη παραπονεμένη να νιαουρίζει. Ώσπου η Λουτσία της πέταξε από μια τσάντα κάτι φαγώσιμο κι έτσι σταμάτησε να μας ακολουθεί
Βγήκαμε κι εμείς στην έξοδο του χωριού. Στη στροφή, παραβιάσαμε την εξώπορτα του τελευταίου καφενείου κι αράξαμε στην αυλή σα νοικοκυραίοι, να ξεκουραστούμε. Κάποιο αυτοκίνητο θα περνούσε να μας πάρει, τι διάολο στην άκρη του κόσμου είχαμε φτάσει; Αναρωτήθηκα. Εξ άλλου ο δρόμος φαινόταν κεντρικός, έστω μετά από μια δυο ώρες, κάποιος θα περνούσε.
Αργά το μεσημεράκι, αφού είχαμε απηυδήσει, μάλιστα εγώ βρήκα το κουράγιο ν αστειευθώ, λέγοντας πως θα μέναμε για πάντα εκεί, σταμάτησε ένας Ελληνοκαναδός με ένα κάραβαν και μας πήρε. Μας εξήγησε παρ ότι έλειπε πολλά χρόνια, πως έτσι ήταν τα περισσότερα χωριά στην ενδοχώρα. Τα παράλια όμως, θα δείτε, είναι γεμάτα ζωή.
Τα παράλια ήταν όντως φωνακλάδικα, ζωηρά. Όπως όλα τα παράλια όπου ο τουρισμός είναι μεγάλος. Όμορφο μέρος τα Κύθηρα, συναρπαστικό. Είχε τόσο πολύ κόσμο στο Καψάλι, όπως και στην Αγία Πελαγία που πήγαμε αργότερα μήπως και βρίσκαμε κάπου να μείνουμε αλλά τελικά καταλήξαμε σε ένα βορεινό χωριουδάκι. Ψάξαμε πολύ για κάποιο ξενοδοχείο της προκοπής, η Λουτσία πιο πολύ γκρίνιαζε γιατί ήθελε τις ανέσεις της, εμένα δε με ενδιέφερε και πολύ το που θα μέναμε αλλά δε μας απόμεινε παρά μόνο το φτωχικό δωμάτιο στην κυρά Ξένια.
Εκεί αφήσαμε τις αποσκευές μας κι αμοληθήκαμε σαν πουλάρια, να γνωρίσουμε το νησί.
Δεν είχαν τίποτε το ενδιαφέρον εκείνες οι μέρες των διακοπών στα Κήθυρα. Εξόν από τον αυθορμητισμό που ζούσαμε τον έρωτα, την αγάπη μας που μεγάλωνε, έμενε η ησυχία με την οποία πέρασαν. Φαίνεται πως, μόνοι μας, χωρίς την παρουσία συγγενών ή φίλων, τα βρίσκαμε καλύτερα. Δεν τσακωθήκαμε ούτε ανταλλάξαμε πικρές κουβέντες, καθόλου. Κι ας έπινα εγώ ορισμένα βράδια, παραπάνω παρέα με το γιο της κυρα-Ξένιας, τον Φοράδα, που ήταν ναυτικός αλλά τώρα είχε ξεμπαρκάρει. Αλήθωρος, χοντρομπαλάς, ασουλούπωτος ήταν γενικά ο Φοράδας. Τον κορόιδευαν τα παιδιά του χωριού κι αυτός τα κυνηγούσε με τις πέτρες Δεν ανεχόταν να τον φωνάζουν Φοράδα κι όσο αντιδρούσε εκείνος, τόσο τα διαόλια αλλά και οι μεγάλοι, τον περιέπαιζαν. Εμένα με είχε συμπαθήσει κι όλο μου έλεγε πως θα ερχόταν κάποτε στην Αθήνα να με βρει.
-Να έρθεις, του χαμογέλασα εγώ και του έδωσα σύσταση και τηλέφωνο, ενώ η Λουτσία, πράγμα παράξενο, συναίνεσε. Αυτή που δεν αγαπούσε το περιθώριο, γενικά τους τύπους του, γελούσε με τα καμώματα του Φοράδα κι αυτός της έδειχνε ζηλευτή αγάπη και σεβασμό. Έβλεπα πως σπινθήριζαν τα μάτια του, όταν μιλούσε μαζί του, πως του έπεφταν τα σάλια κι όσο να φαίνεται περίεργο, έμοιαζε να την είχε ερωτευθεί. Όλο με ρωτούσε για κείνη, που είναι τώρα, πότε θα έρθει , γιατί πήγε στη θάλασσα μόνη της και δε φοβόταν να εξομολογιέται πως θα την παντρευόταν κάποτε.
-Αλμύρα θα σου την πάρω τη γυναίκα, μου λεγε παρουσία άλλων μπροστά και τότε γινόταν χάχανο. Έπεφταν βροχή οι σφαλιάρες, οι πέτρες κι ανάμεσα τους να ξεχωρίζει η στριγγιά, πολύ λεπτή φωνή του να βρίζει τους πάντες και τα πάντα.
Έβγαινε από το στόμα του ένας χείμαρρος βρισιές, για τις μανάδες, τους πατεράδες όλων, όσων βρίσκονταν εκεί. Τόσες βρισιές μαζεμένες δεν είχα ακούσει ποτέ κι αν ήταν εδώ ο Δούκας θα γελούσε και το παρδαλό κατσίκι. Θα του παιρνε το μυαλό του Φοράδα, όσο του είχε απομείνει του κακομοίρη.
Δεν ήταν τόσο χαζός, όσο ήθελαν να τον παρουσιάζουν οι συγχωριανοί του αλλά γενικά οι άνθρωποι, σε όλον τον κόσμο, άμα βλέπουν κάποιον σαν τον Φοράδα, προσπαθούν να τον ξεκάνουν. Έτσι είναι.
Αυτός όμως ζήλευε τη μεγαλόπρεπη ζωή μας, έτσι φανταζόταν τη δική μας κι έκλαψε πολύ όταν φύγαμε. Δεν ήθελε να μας αφήσει με κανέναν τρόπο. Τρόμαξε να τον συγκρατήσει η μάνα του πριν πηδήξει στο καράβι για να έρθει μαζί μας.
Τότε εγώ, δεν είχα σκεφτεί πως θα τον ξαναέβρισκα μπροστά μου, μελλοντικά. Δεν μπορείς να προδιαγράφεις το μέλλον-σκοτεινή γαρ η τύχη και το μέλλον του καθενός, αόρατο- και περισσότερο δεν ξέρεις ποιοι άνθρωποι θα παίξουν κάποιο ρόλο στη ζωή σου, έστω και ασήμαντο.


Ο χρόνος παίζει ένα σημαντικό ρόλο στη ζωή μας. Τι είναι τάχα ο χρόνος; Αυτό που εμείς ορίσαμε ή αυτό που πραγματικά υπάρχει; Αυθεντικά χρόνος δεν υπάρχει. Η μεταβολή, η φθορά του ανθρώπινου σώματος, μεταφράζεται σε χρόνο. Η διάρκεια για να φτάσει μια ακτίνα φωτός από τον ήλιο στη γη είναι χρόνος. Τα άσπρα μαλλιά, οι ρυτίδες στο πρόσωπο, στα χέρια, στα άτριχα λιγνά πόδια του πατέρα μου, έδειχναν το πέρασμα του χρόνου. Άφηνε επίτηδες ο ελεεινός, τα χνάρια του, πάνω μας.
Ο Τασούλης το φοβόταν πιο πολύ αυτό το πέρασμα του χρόνου.
-Ζούμε με το παρελθόν, μου είπε μια μέρα. Μου φαίνεται πως αυτό ορίζει περισσότερο τη ζωή μας. Σκέψου πόσες ώρες την ημέρα και τη νύχτα, γυρνάς πίσω! Χιλιάδες! Είναι το πίσω, μέσα μας. Το παρελθόν, η ιστορία που μας χαρακτηρίζει.
Δεν είχε άδικο, αν το καλοσκεφτείς. Κι εγώ γυρνούσα πάντα. Μου άρεσε το παρελθόν, η ιστορία μου έστω κι αν τις περισσότερες φορές με σύνθλιβε, εγώ επέμενα να γυρίζω πίσω. Αλλά έτσι είναι οι άνθρωποι, να ο πατέρας μου. Τι μου έλεγε όποτε τύχαινε να πάω; Όλο πίσω, γυρνούσε, μιλούσε για τη ζωή του, πως έκανε το ένα, πως το άλλο. Θα μου πεις γιατί άλλο να μιλούσε, ένας άνθρωπος που είχε περάσει τα ογδόντα. Τι μέλλον να είχε ο πατέρας μου. Κι όμως είχε κουράγιο ακόμα η σκέψη του λειτουργούσε σωστά ας είχε μόνο παρελθόν. Και βρήκε εκείνες, που εγώ ονειροβατούσα, να με πείσει να γίνω υπάλληλος. Να μπεις, μου είπε στο Δημόσιο, τώρα είναι ο καιρός. Τι κάνεις; Περιμένεις να σαρανταρίσεις Περνάνε τα χρόνια και η ζωή είναι λίγη παιδί μου Ξέρεις τι είναι να είσαι μόνιμος; Να πέφτει κάθε μήνα το παραδάκι; Έχω έναν γνωστό στην τράπεζα, να πας να τον βρεις, θα κάνει ότι περνάει από το χέρι του.
Εγώ, μάλλον βερεσέ τα άκουγα όλα αυτά. Δηλαδή για το υπαλληλίκι και τέτοια. Αλλού έβοσκα, αλλού έτρεχε ο νους μου. Πήγα βέβαια για να μην του χαλάσω το χατήρι΄έτσι για το θεαθήναι που λένε αλλά η προσπάθεια μου  έμοιαζε με των απελπισμένων.
Συζήτησα με τον παλιό φίλο του πατέρα μου που είχε γίνει υποδιευθυντής, με καλοδέχτηκε ο άνθρωπος και μου υποσχέθηκε. Περίμενε, μου είπε, αφού είσαι γιος του παλιού μου συναγωνιστή, του Αμβράζη, θα κάνω ότι μπορώ. Θα κάνω ότι περνάει από το χέρι μου, να είσαι βέβαιος αλλά εσύ είσαι ζωγράφος ρε παιδί μου. Φοβάμαι μήπως καταστρέψεις την καριέρα σου, εδώ μέσα στη γραφειοκρατία. Εδώ είναι άλλα πράγματα, μονοτονία, λογιστικά. Άσε που δεν ξέρω αν θα κάνουν προσλήψεις, έχουν σκληρήνει τα πράγματα αλλά αν εσύ το αποφάσισες, εγώ απ τη μεριά μου θα κάνω ότι μπορώ, ότι περνάει απ το χέρι μου, επανέλαβε τη φράση τελειώνοντας.
Αυτός θα έκανε ότι περνούσε από το χέρι του κι εγώ ότι περνούσε απ το μυαλό μου, σκέφτηκα. Ματαιοπονούσα, συλλογίστηκα αφού κι αν ερχόταν ο διορισμός μου δε θα πήγαινα. Δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου υπάλληλο, να κάνω πράξεις σε χοντρά, λογιστικά βιβλία κατά τον Καβαδία.
Η Λουτσία όταν το συζητήσαμε, προσπάθησε να με πείσει, το δέχτηκε με ενθουσιασμό. Να πας, μου είπε. Άμα μπεις στην τράπεζα αλλιώς θα σε δει ο μπαμπάς. Να μην έρχεται να μου λέει συνέχεια με ειρωνεία, τι κάνει ο άνεργος Πικάσο σου!
Έτσι με έλεγε ο άτιμος.
Αλλά εγώ δε χολόσκασα, αν και ποτέ δε μου απηύθυνε το λόγο, μόνο πίσω μου μιλούσε για μένα, όταν πήγαινα να την πάρω από το πατρικό. Σε αντίθεση με τη μάνα της, την Εριέτα Παπακυριακού που με συμπαθούσε. Ήταν πάντα ευγενική μαζί μου, σωστή κυρία. Λυγερόκορμη, κοντά στα πενήντα της πια, καστανομάλλα κι αυτή όπως η κόρη της. Είχε μια παράξενη γλύκα στο πρόσωπο κι ένα χαλαζί χρώμα στα μάτια. Καλοζωισμένη, αρχοντοκυρία, έκανε αίσθηση όπου κι αν στεκόταν. Αντανακλούσε γύρω μια ακτινοβολία, ένα φως στο προφίλ της, λάμπρυνε το Ελληνικό της πρόσωπο.
Ήρθε κάποτε αυτός ο διορισμός, πράγματι. Το γιορτάσαμε με τη Λουτσία, τον Ντάφλο, την Έλεν, στου Λινάτσα. Όλοι ήμασταν χαρούμενοι και πιο πολύ η Λουτσία. Ή για να λέω την αλήθεια, όλοι εκτός από μένα, που την άλλη μέρα έπρεπε να κόψω το μούσι μου, φορέσω το καινούργιο κουστούμι και να παρουσιαστώ στον διευθυντή. Έτσι μου έλεγαν όλοι, πως έπρεπε να κάνω καλή εντύπωση, δεν πήγαινε τώρα τραπεζικός υπάλληλος, νεοδιορισμένος με μούσι και μακριά μαλλιά.
Έβαλα λοιπόν το ωραίο μου κουστούμι, συνιαρίστηκα, έκοψα λίγο τα μαλλιά μου, ψαλίδισα τα γένια μου και πήγα. Επ ουδενί δεν τους έκανα το χατήρι να τα κόψω τελείως. Αυτό ενόχλησε τον διευθυντή, τις πρώτες μέρες αλλά σιγά-σιγά το δέχτηκε γιατί αντιλήφτηκε την εργατικότητα μου, την προσήλωση μου στην καινούργια μου εργασία.
-Μπράβο! Μου είπε. Θα πας μπροστά, έχεις μέλλον σαν τραπεζικός υπάλληλος. Έξυπνος είσαι, θα πας μπροστά. Μόνο να προσέχεις τους άλλους κι ένα θα σου πω γι αυτούς: Σε λίγο θα θέλουν να σου βγάλουν το μάτι, γι αυτό πρόσεχε!
Εγώ τι να πρόσεχα, έβλεπα τον εαυτό μου περαστικόν από εκεί και χαμογελούσα όταν μου τα λεγε. Πάντως παραδέχτηκα πως ήταν από τους λίγους ανθρώπους που μου συμπεριφέρθηκε γνήσια. Ήταν άνθρωπος ντόμπρος, πράγμα σπάνιο για το είδος των ανθρώπων που αντιπροσώπευε. Όλοι οι άλλοι με μισοβλέπανε. Από τη σκουπίστρια, μέχρι τον κλητήρα και τον μπάτσο που στεκόταν στην πόρτα, φοβόνταν μη τους πάρω τη θέση, τα αξιώματα. Ο κλητήρας μάλιστα, παραπονιόταν συνέχεια, γιατί αυτός ήταν τόσα χρόνια στην υπηρεσία και έπαιρνε πιο λίγα χρήματα από  μένα που ήμουν νεοδιορισμένος, όπως κι ένας Χατζηχαραλάμπους είκοσι τόσα χρόνια στην ίδια θέση, όλοι έκαναν υπαινιγμούς για μένα και μου έβαζαν τρικλοποδιές. Δεν μπορώ να πω όμως πως δε με αγαπούσαν. Κατά βάθος δεν ήταν κακοί άνθρωποι και γενικότερα περνούσα καλά εκείνο το λίγο χρονικό διάστημα στην τράπεζα. Λέω λίγο, γιατί πράγματι δε θα είχαν περάσει εξ μήνες όταν ένα πρωινό ζήτησα να δω τον διευθυντή και πήγα στο γραφείο του.
Κάπνιζε το τσιμπούκι του και μόνο που δεν του έπεσε από το στόμα, όταν του ανακοίνωσα την απόφαση μου να φύγω, να δηλώσω παραίτηση. Έμεινε να με κοιτάζει μετέωρος, δεν ήξερε τι να πει. Πέρασε το χέρι του πάνω από τη φαλάκρα, ίσωσε τα λίγα μαλλιά, αμήχανος.
-Ώστε έτσι! Είπε μόνο.
Ύστερα μειδίασε, σα να συμφωνούσε και δεν έκανε καμιά προσπάθεια να με μεταπείσει εκείνη τη στιγμή. Θυμάμαι όμως πως μερικές μέρες αργότερα, με πήρε τηλέφωνο κι άρχισε όλα εκείνα τα δεν πρέπει και δεν κάνει. Είσαι καλός υπάλληλος, καλό παιδί, που θα πας, θα χαραμιστείς. Μίλησε στον πατέρα μου, προσπαθούσε να με βάλει στο σωστό δρόμο, έτσι πίστευε, έτσι έλεγε. Αλλά εγώ είχα πάρει τις αποφάσεις μου και μόνο στον πατέρα μου και τη Λουτσία εξήγησα γιατί έκανα αυτή την πράξη. Προτού γίνει αυτό, θυμάμαι τα έκπληκτα πρόσωπα των συναδέλφων, στην τράπεζα σαν έμαθαν το γεγονός. Ιδιαίτερα του κλητήρα και του Χατζηχαραλάμπους. «Φεύγεις αλήθεια;» με ρώτησε ο κλητήρας. «Αφήνεις αυτή τη θέση που άλλοι περιμένουν χρόνια για να την αποκτήσουν;» έκανε ο Χατζηχαραλάμπους παρ ότι αυτός έδειχνε πιο χαρούμενος, επειδή μάλλον θα ήταν ο αντικαταστάτης μου. «Ναι,» τους απάντησα κι απόρεσαν πιο πολύ. Τους χαιρέτησα όλους με συγκίνηση. Εκείνοι, είπαν να περνάω να τους βλέπω, να μη χαθώ, για να μαθαίνουν νέα μου αλλά ποτέ δεν ξαναπάτησα το πόδι μου από εκεί.
Στο σπίτι αναγκάστηκα να δώσω εξηγήσεις στον πατέρα μου Μιλήσαμε αρκετά γι αυτή μου την παραίτηση. Κάθισα εκεί στο κρεβάτι που ήταν ξαπλωμένος και προσπάθησα να μην το κάνω απολογία, να μην κρυφτώ. Του είπα πως δεν μπορούσα άλλο εκεί μέσα, πως σιγά-σιγά με έπιανε κατάθλιψη-μελαγχολία. Είχα απομονωθεί από τους άλλους κι ένιωθα ξένο σώμα. Κάθε πρωί μετά που πίναμε τον καφέ, αισθανόμουν αηδία. Ήμουν έτοιμος να το βάλω στα πόδια.
-Με έπιασε πανικός πατέρα, στρες, δεν ξέρω τι να σου πω, μη με ρωτάς, ολοκλήρωσα.
Κούνησε το κεφάλι του, δεν ήξερε τι να πει ο άνθρωπος. Δεν τα καταλάβαινε αυτά, πανικούς, μελαγχολίες και καταθλίψεις δεν είχε γνωρίσει η γενιά του.
-Τι να σου πω παιδί μου; Κάνε όπως καταλαβαίνεις, μεγάλος είσαι πια, τι να σου πω… Εμείς οι γέροι τα φάγαμε τα ψωμιά μας, δεν ξέρουμε να σε συμβουλεύσουμε πια. Μόνο να έχεις στο μυαλό σου πως η ζωή είναι δύσκολη.
-Δύσκολη, ξεδύσκολη, πρέπει να τα καταφέρουμε του είπα και χάρηκε που με άκουσε να μιλάω με κάποια αισιοδοξία
-Αφού έχεις κουράγιο, κάμε όπως μπορείς, μου χαμογέλασε και κλείσαμε αυτή την κουβέντα.
Με τη Λουτσία ήταν πιο δύσκολα τα πράγματα. Μούτρωσε τόσο πολύ γι αυτή την ξαφνική μου απόφαση που τσακωθήκαμε άσχημα. Δε μιλούσαμε τρεις μέρες.
-Δικαιώνεις τον πατέρα μου, που λέει πως δεν έχεις σταθερό χαραχτήρα. Το βλέπω κι εγώ, μη νομίζεις. Το βλέπω που είσαι άστατος αλλά δε βγαίνει πουθενά έτσι. Γιατί υποβιβάζεις τον εαυτό σου; Οι άλλοι είναι καλύτεροι από σένα; Ή μήπως νομίζεις πως είσαι κάτι πιο σημαντικό χωρίς να είσαι;
Αυτό ήταν μια ωραία μπηχτή στα πλευρά μου και με ξάφνιασε. Το σκέφτηκα αρκετά και μονολόγησα πως μπορεί να είχε δίκιο Μέσα μου βαθιά, πίστευα πως ήμουν κάτι ξεχωριστό, είχα αυτή την υπεροψία και χρειαζόμουν αποδείξεις. Τέτοιες όμως δεν υπήρχαν αλλά εγώ τα σύννεφα μου τα χρειαζόμουν ότι να έλεγε η Λουτσία και όλοι οι άλλοι μαζί. Αυτά, βέβαια, παρέμεναν μέσα μου, στα μύχια και δεν τολμούσα να τα εκμυστηρευτώ πουθενά και ούτε πίστευα πως ήταν ανάγκη
-Και τι θα κάνεις τώρα; με ρώτησε όταν κάποτε πέρασε η πρώτη μπόρα. Τι θα κάνεις τώρα πάλι άνεργος; Δεν πιστεύω να ξαναγυρίσεις στη φυλλάδα… πάει, τέλειωσε αυτό το παραμύθι.
-Θα δω, της απάντησα κάτι θα βρω να κάνω και πήρα τους δρόμους.
Χωρίς να το καταλάβω, ασυναίσθητα με βγάλαν στο εργαστήρι του Θεοφάνη. Του παλιού ζωγράφου που είχε αδερφή την Κάθριν που με αγαπούσε. Είχα κάνει κάποτε μαθήματα μαζί του, με είχε βοηθήσει να μάθω να φτιάχνω εμπορικά έργα. Τοπία, θάλασσες, καραβάκια.

 

συνεχίζεται

Τρίτη 19 Μαΐου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 26





Οι τραπεζικοί μαζί με τους δικαστικούς επιμελητές κατέφτασαν μετά από λίγες μέρες για την κατάσχεση. Ο Δούκας τους αντιμετώπισε στωικά. «Πάρτε τα όλα παιδιά τους είπε και κάποιοι απ αυτούς τους κοιτούσαν αφηρημένα- αυτοί διαταγές εκτελούσαν, δε θα ήταν κάτι δικό τους απ όλα αυτά που έπαιρναν: γραφεία, καρέκλες, γούνες, μηχανές ταμείων. Ακόμα και τη μοκέτα ξεσήκωσαν, μόνο τη σκόνη άφησαν να κατακάθεται στο μωσαϊκό της μεγάλης αίθουσας. Ο αδειασμένος χώρος δημιουργούσε ένα κενό στην ψυχή του Δούκα που στεκόταν παράμερα με την Βασιλική-είχε σταματήσει το κλάμα- και παρακολουθούσαν όλη τη διαδικασία. Κοιτάχτηκαν στα μάτια με λύπη και απόγνωση. Τα μάτια της ήταν υγρά, τα δικά του είχαν κόκκινο χρώμα στις άκρες, από τις αγρύπνιες, τα ξενύχτια. Με λυμένη τη μπλε του γραβάτα, της χαμογέλασε και της είπε πως δεν πειράζει, έτσι είναι αλλά θα φτιάξουμε άλλα. Έτσι έλεγε, μα δεν έπειθε. «Να βλέπεις το σπίτι σου να καίγεται και να μη σε νοιάζει» επανέλαβε τα λόγια μου και η Βασιλική που ποτέ δεν εντρυφούσε στις φιλοσοφίες, τον κοίταξε με συμφορά.
-Έγινες και φιλόσοφος τώρα! σάρκασε.
-Να μη μπαίνεις μέσα στα πράγματα, να είσαι παρατηρητής, αν θέλεις να ζήσεις, συνέχισε απτόητος ενώ κάθισε τώρα κατάχαμα. Ύστερα έμεινε αμίλητος. Έβαλε υπογραφές στα χαρτιά των δικαστικών κλητήρων οι οποίοι αφού τέλειωσαν τη δουλειά τους, έφυγαν σα νυσταγμένοι. Ποτέ δεν τους είχε συμπαθήσει αυτούς τους ανθρώπους, τι τον ένοιαζε; 
Άναψε ένα τσιγάρο, φύσηξε τον καπνό, κι αργά αφού σηκώθηκε, άρχισε να χορεύει ένα ζεϊμπέκικο, μπρος στα έκπληκτα μάτια της Βασιλικής. Τρελάθηκε, σκέφτηκε φωνάζοντας του να φύγουν.
-Που να πάμε; της απάντησε συνεχίζοντας το χορό του. Φύγε εσύ, να πας στο καλό Βασιλική. Εδώ τελείωσε ο δρόμος μας, είπε σταματώντας με τα χέρια στην έκταση
-Δε θα ρθεις; Τόλμησε χωρίς να ξέρει γιατί.
-Θα φύγω για την Αμερική, θα πάω στον αδερφό μου. Μπορεί να γυρίσω κάποτε.
Έσκυψε, τη φίλησε. Η Βασιλική κατάλαβε πως θα ήταν ανώφελο να επιμένει. Πήρε την τσάντα της, τον κοίταξε απ την πόρτα για τελευταία φορά και πήρε των ομματιών της.
Σαν έμεινε μόνος ξανακάθισε κατάχαμα. Ακούμπησε τους αγκώνες στα γόνατα του, σαν τον σκεφτόμενο του Ροντέν, κράτησε με τα χέρια το κεφάλι. Κάρφωσε τα μάτια στο μωσαϊκό, ώρα πολλή. Είδε όλα όσα είχε φτιάξει μέχρι τότε να στροβιλίζονται ανάμεσα στα μικρά κι ακανόνιστα κομματάκια του. Καφέ, άσπρα και κάμποσα στο χρώμα της ώχρας. «Να βλέπεις το σπίτι σου να καίγεται και να μη σε νοιάζει!» μίλησε δυνατά κι αχολόγησε στην άδεια αίθουσα ο αντίλαλος. Χαμογέλασε πικρά καθώς ακόμα ο ήχος της φωνής του περιφερόταν στο κενό. Σηκώθηκε. Έριξε το σακάκι στον ώμο, βγήκε αφήνοντας ανοιχτή την πόρτα. Βγήκε στον παραλιακό δρόμο, περπάτησε κάμποσο χωρίς λεφτά, δίχως γυναίκα, δίχως σπίτι, χωρίς προορισμό, χώθηκε μέσα στο πολύβουο πλήθος. Στο λιμάνι έπιασε κουβέντα με κάτι φορτοεκφορτωτές. Δεμν έδειξε τίποτα απ όλα όσα του συνέβαιναν.
-Έχει δουλειά παιδιά; Ρώτησε τον επικεφαλής που τον κοίταζε παραξενεμένος.
-Με τη γραβάτα δε δουλεύουν εδώ, του είπε αλλά με συμπάθεια. Αν έχεις άλλα ρούχα, έλα, ξεκίνα τώρα.
-Δεν έχω άλλα ρούχα μα μη σε νοιάζει, δεν πειράζει αν χαλάσουνε.
-Εντάξει φίλε, αφού το λες εσύ, εντάξει… Πως σε λένε;
-Πίθηκα, είπε αυτός και οι άλλοι σκάσανε στα γέλια.

Τη θάλασσα δεν την είχα αγαπήσει όσο έπρεπε- την φοβόμουν. Για να είμαι πιο ειλικρινής, αγαπούσα μόνο τη θωριά της. Ήθελα να τη βλέπω ν απλώνεται πέρα από την αμμουδιά, ήσυχη, βολική ή τρικυμισμένη, πελώρια αλλά πάντα κοντά της θα ένιωθα αυτόν τον μικρό ή μεγάλο φόβο της απεραντοσύνης που όσο κι αν προσπάθησα ποτέ δεν κατάφερα να τον ξεπεράσω. Όσο κι αν έβλεπα τους άλλους ν αδελφώνονται μαζί της η δική μου σχέση μαζί της θα συνέχιζε να είναι αμφίδρομη: την ήθελα και δεν την ήθελα. Το βάθος της, η αγριάδα, τα τόσα ναυάγια που είχα ακούσει, οι θάνατοι με πνιγμούς, γινόταν αλύτρωτες και μόνιμες φοβίες μέσα μου. Ήταν που δεν είχα συγκατοικήσει από μικρός μαζί της, ήταν που δεν την ήξερα και το άγνωστο, λένε, πάντα φοβίζει.
Ταξιδέψαμε μετά από τη Ζάκυνθο για τα Κύθηρα και πάρ ολίγο να πνιγούμε.. Ευτυχώς ο καπετάνιος ήταν έμπειρος. Έριξε το βαποράκι στην Παχιά άμμο, αντί να πιάσει Καψάλι που ήταν ο προορισμός μας. Και όταν λέω το έριξε, το εννοώ στην κυριολεξία! Πρώτη φορά φοβήθηκα τόσο αλλά δεν τόλμησα να το πω στη Λουτσία- ποτέ δεν έδειχνα τους φόβους μου, προσπαθούσα να τους κρύβω, να είμαι ψύχραιμος και τα κατάφερνα απ ότι έλεγαν οι άλλοι και δεν έλεγα εγώ. Η Λουτσία είχε κιτρινίσει σαν το λεμόνι. Το ίδιο είχαν πάθει οι περισσότεροι από τους συνεπιβάτες.
Έφταιγε εκείνη η ωριαία καθυστέρηση στη Νεάπολη. Από τα μεγάφωνα μας είχαν ειδοποιήσει πως είχε θάλασσα κι έπρεπε να περιμένουμε εκεί, μέχρι νεωτέρας.
Ήταν πρωί, μόλις χάραζε  κι η θάλασσα έμοιαζε λάδι. Σιγομουρμούριζε ένα ψεύτικο αεράκι καθώς πίναμε αγουροξυπνημένοι τον βαπορίσιο καφέ μας κι απορημένοι την κοιτάξαμε και λέγαμε πως, δεν μπορεί, πλάκα θα μας έκανε ο καπετάνιος.
Εν τέλει όταν κάποτε πήραν την απόφαση να ξεκινήσουμε, πήγα μπροστά στην πλώρη και κοίταζα το ήσυχο μπλε της θάλασσας να φεύγει αργά, κάτω από το σάπιο βαποράκι. Ρώτησα έναν ναύτη, χαμογελώντας, πως, αφού δεν υπήρχε κύμα, προς τι η καθυστέρηση κι εξ άλλου ήμασταν τόσο κοντά στην ακτή. Εκείνος αντί να με καθησυχάσει μου είπε: «Περίμενε. Μπάνιο ξέρεις; Περίμενε να βγούμε στ ανοιχτά του Μαλέα και θα δεις!»
Δεν τον πίστεψα και ξαναγέλασα. Νόμισα πως αστειευόταν. Τι διάολο, λιακάδα, χαρά θεού ήταν…
Κι όμως ήταν αλήθεια όσα έλεγε. Μόλις ανοιχτήκαμε, τα ρεύματα χτυπούσαν με τόση δύναμη στο βάθος, στα πλευρά του βαποριού, λε και έπεφταν Ηφαίστειες σφυριές.
Έψαξα και βρήκα τη Λουτσία, γινόταν σούσουρο, όλοι ήταν θορυβημένοι, ανήσυχοι ακούγοντας το κόχλασμα και το βογκητό της θάλασσας αλλά δεν έκανε κανένας τίποτε, τι μπορούσε να κάνει άλλωστε. Μόνο καπετάνιος έκανε το δικό του: έριξε το βαπόρι στην Παχιά άμμο.
Με την ψυχή στο στόμα αλλά ήρεμοι τώρα, βιαστήκαμε να κατεβούμε στην ερημιά.
Περπατήσαμε με τις βαλίτσες στο χέρι, καλά που ήταν μικρές, δεν είχαμε πάρει πολλά πράγματα μαζί μας, τα πλέον απαραίτητα αλλά όσο και να ναι και χωρίς βάρος να περπατάς μέσα στην κάψα, είναι κουραστικό. Έκανε τρομερή ζέστη, πάρ ότι ο Σεπτέμβριος βρισκόταν στα τέλη του..
Ψυχή δεν κυκλοφορούσε πουθενά.
Περπατήσαμε με τις βαλίτσες στο χέρι, καλά που ήταν μικρές, δεν είχαμε πάρει πολλά πράγματα μαζί μας, τα πλέον απαραίτητα αλά όσο και να ναι και χωρίς βάρος να περπατάς μέσα στην κάψα είναι κουραστικό. Έκανε τρομερή ζέστη, παρ ότι ο Σεπτέμβριος βρισκόταν στα τέλη του.
Ψυχή δεν κυκλοφορούσε πουθενά. Οι άλλοι συνταξιδιώτες είχαν αυτοκίνητα κι έφυγαν, χάθηκαν στην ανηφορική στροφή. Σου είπα εγώ, μουρμούρισε η Λουτσία αποκαμωμένη στη βρύση, κάτω από τη συκιά που σταματήσαμε να πιούμε νερό, να πάρουμε ανάσα, σου είπα να πάρουμε το αυτοκίνητο.
ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

Σάββατο 16 Μαΐου 2020

ΆΝΟΣΤΟ ΎΔΩΡ


Απορώ πως αυτό το ανθρώπινο είδος θα πήγαινε κάποτε μπροστά. Μ αυτούς τους κωλοκινέζους από τότε που έφτιαξαν το ηλίθιο σινικό τείχος μέχρι τους αμερικανίσκους τους Τράμπ και τους κωλοέλληνες του Σαββόπουλου, ναι! μέχρι κι αυτόν τον ψευτοεπαναστάτη μεταχειρίστικε το σύστημα για να μας κλείσει μέσα, για να μας αντιπείσει πως είμαστε άρρωστοι, γαμώ το μουνί της μάνας σας ψευοαπατεώνες ολκής, εσείς δεν αφήσατε όρθιο τίποτε, εσείς κατασκευάσατε ατομικές βόμβες και σκοτώσατε σε δευτερόλεπτα εκατομμύρια ανθρώπους, εσείς ανθρώπινα κτήνη, που γδέρνετε και παλουκώνετε τους ίδιους τους συνανθρώπους σας, θέλετε να με πείσετε τώρα, πως κάνετε τα πάντα για το καλό μου. Δε σας πιστεύω ρε μαλάκες! από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο. Δείτε  τα μηνύματα σας, ηθοποιίστικα, Σπύρος Παπαδόπουλος, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης και σία, φοβιστικά όλα, διαφημιστικά, στις βιτρίνες για πρώτη φορά το βαρύτερο! κινέζικο αεροπλάνο μεταφέρει και στην Ελλάδα-τη χώρα της ξεφτίλας, τη χώρα των βολεμένων εφοπλιστών που έστειλαν στον θάνατο εκατοντάδες αγωνιστές στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο- μεταφέρουν ακόμα και στην Ελλάδα, τη χώρα του πολιτισμού, φάρμακα εγνωσμένης ταυτότητας για ποια γρίπη ρε ηλίθιε; για την γρίπη της ηλιθιότητας; για τους ανθρώπους που θα πέθαιναν ούτως ή άλλως; λυπάμαι που συναντώ  ακόμα και φίλους που τους είχα κάποια εκτίμηση να μην θέλουν να χαιρετηθούν να μην μπορούν ν αγκαλιαστούν, αν ήταν έτσι ρε καραγκιόζηδες θα είχαμε πεθάνει όλοι! τι μας λέτε ρε πούστηδες, ρε απατεώνες, που ακόμα και την ζέστη που καλώς ή κακώς ανεβαίνει την κάνετε πανσπερμία, λες και πρώτη φορά καίγεται ο πλανήτης από την συμφορά μιας πρώιμης καΐλας, φτου σας ρεμάλια! επικινδυνότητα για το παν αλλά ήθελα να ξέρω ποιος σας οδηγεί σ αυτή την ξεφτίλα και ίσως μόνο αυτόν θα σκότωνα μια και δε σκέφτηκα ουδόλως να σκοτώσω ποτέ κάτι, αλλά προς χάριν ποιανού, προς χάριν του κέρδους τα κάνετε όλα αλλά ρε γαμώτο, αφού τα χετε πάρει όλα, τα χετε γαμήσει όλα, τι στο διάολο θέλετε ακόμα; λυπάμαι που ανήκω σ αυτό το είδος και τα μιλάω έτσι επειδή είμαι απεγνωσμένος, επειδή απηύδησα και δεν έχω άλλον τρόπο να μειώσω ή να πολεμήσω προτού με κρεμάσετε κι εμένα σε κάποιον στύλο ή με καύσετε στην πυρά, παραλυμένα ανθρωπάρια Δεν έχω τίποτε άλλο να προσθέσω ή να αφαιρέσω στην αναγνωρισμένη βλακεία, που είναι το μόνο ανίατο νόσημα που δέρνει αυτόν τον κόσμο. Όλες οι πανδημίες ιστορικά δεν κρατάν και δεν σκοτώνουν πάνω από δυο μήνες αλλά η αιώνια ανοησία είναι ανίατη. η αρρώστια του φόβου και της μετάδοσης ψυχικών νόσων, ω, ναι αυτό είναι από τα χειρότερα προβλήματα της ανθρώπινης παρουσίας, ποιος είδε το θεό και δεν τον φοβήθηκε, λένε αυτοί που πιστεύουν σε θεούς και σε λειτουργίες, για να μιλήσουμε και γι αυτή την παράνοια της θεις κοινωνίας! ακόμα και σήμερα εκατομμύρια μαλάκες πιστεύουν σ αυτό το δόγμα και ότι η αρρώστια δεν χτυπάει; δεν πιάνει; πως να το πω, όσους είναι καλοί χριστιανοί ή κακοί μουσουλμάνοι, ρε αγάμητοι, ρε τυφλωμένοι εβραίοι, ρε πουστοολλανδοί, ξεφτιλισμένοι, κι αυτοί οι γάλλοι της ψεύτικης επανάστασης κατάντησαν έτσι που να μην τους γουστάρει ούτε η ιστορία πια και είμαι κατηγορούμενος που συναινώ σ αυτή την κωμωδία, σ αυτή την παρωδία και είμαι μέλος της, φορώντας αναγκαστικά κάποιες φορές κι εγώ τη μάσκα ή πλένω τα χέρια μου χιλιάδες φορές το δευτερόλεπτο, αν ήταν έτσι θα είχαμε πεθάνει όλοι ή δε θα γεννιόμασταν ποτέ, αλλά μπορεί αυτό εδώ, αυτό που κατασκευάσατε τώρα, να σημαίνει το τέλος αυτού του κόσμου, όπως τον γνωρίζαμε, όπως τον αγαπήσαμε, όπως τον μισήσαμε μέχρι σήμερα και άρα ο χόμο σάπιενς πεθαίνει ολοσχερώς-εσχατολογία- από το ίδιο του το κατασκεύασμα. Δεν ξέρω αν θα συνέλθει ποτέ, ξανά, αυτή η κοινωνία από τον μεγαλύτερο όλεθρο που υπέστη από καταβολής και, ίσως να ανήκουμε σε ένα είδος προς εξαφάνιση αλλά, σκέφτομαι γιατί έπρεπε να τη ζήσουμε εμείς αυτήν την ιλαροτραγωδία. Γιατί να είμαστε οι τυχεροί να υποστούμε τη χειρότερη φάρσα, χειρότερη κι από αυτή του πρώτου ή του βου παγκοσμίου πολέμου, και επειδή εγώ δε μασάω καρότα ή σπανάκι για να δυναμώσω, παρ ότι έχω καταναλωθεί μέσα στη δική σας ηλιθιότητα, προσπαθώ να ξεφύγω αλλά είσαστε πολλοί και δεν μπορώ να σας σκοτώσω όλους και να φτιάξω τον καινούργιο χόμο, τον επόμενο άνθρωπο που δεν θα κυριαρχείτε από τα ίδια ή και χειρότερα φοβικά συμπλέγματα.

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΜΟΙ 25




Η καταστροφή, λένε, όταν ξεκινάει δεν αργεί να ολοκληρώσει το έργο της. Όταν αρχίσεις να ροβολάς από την κορυφή, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να σταματήσεις, παρά ο λάκκος, το ρέμα, η λάσπη κι άμα στη ζωή αυτά που φτιάχνεις είναι ανεμομαζώματα, τα παίρνει πιο εύκολα ο ίδιος ο άνεμος που τα συμμάζωξε και τα σκορπάει στους πέντε τόπους. Θέλει γερό θεμέλιο η ρημάδα, ρίζες πλατάνου και όχι λεύκας. Πλατιές ν απλώνουν ολόγυρα, να κρατούν το νερό, να συμμαζεύουν, να ομορφαίνουν τη σκληράδα της.
Ο Δούκας τα έβλεπε όλα αυτά σαν φιλολογία, σαν το παραμύθι της γιαγιάς. Γι αυτό και πήγε χαμένος. Από τότε με τα γεγονότα, τα δικαστήρια και το σκοτεινό  σακάτεμα του Τσάβαλου, τον είχε πάρει η κατηφόρα. Σιγά-σιγά, τα παραμελούσε όλα, δεν πρόσεχε τις δουλειές του, έτρεχε, σκορπούσε αυτά που είχε οικονομήσει, στις λέσχες, στα πανηγύρια, στις γυναίκες της μιας νύχτας και την Φραντζέσκα που αυτή κι αν ήταν μεγαλύτερη καταστροφή του. Η γυναίκα των παιδικών του ονείρων.. Σπάταλη, ανικανοποίητη, απρόβλεπτη, τον έσπρωχνε αργά αλλά σταθερά στο γκρεμό. Ο χαλασμός του φαινόταν και μόνο αυτός δεν τον έβλεπε- ήταν μέσα στο χορό και χόρευε όπως του χτυπούσαν το ντέφι. Τα χρέη άρχισαν να πληθαίνουν, οι ακάλυπτες επιταγές γινόταν στοίβα, το μέγαρο του Δούκα έτριζε συθέμελα.
Ήρθε λοιπόν, γύρα το καράβι και μισοτσακισμένο έδεσε κάπου στη Ζάκυνθο. Το Φθνοπωράκι έσβηνε στη μελαγχολία του όταν φτάσαμε εκεί, εγώ, ο Δούκας, η Βασιλική, η Λουτσία, που δεν ήθελα να την πάρω μαζί μου αλλά εκείνη επέμενε. Έχω λίγες μέρες ελεύθερες γιατί να μη κάνουμε διακοπές μαζί; Μου είπε. Εμείς βέβαια μόνο για διακοπές δεν πηγαίναμε στο φιόρε του Λεβάντε, την ομορφιά του Ιονίου, όπως έλεγαν τη Ζάκυνθο. Της τα εξήγησα όλα αυτά, μέσες άκρες, συμπόνεσε το φίλο μου αν και δεν έδειχνε να τον συμπαθεί. Δεν πειράζει, μου είπε, θα κάνετε εσείς τις δουλειές σας κι εγώ τα μπάνια μου.
Προσπαθήσαμε οι δυο μας, με τον Δούκα, ν αναστήσουμε το
ALASKA FURS, ένα από τα τελευταία υποκαταστήματα που του είχαν απομείνει. Στη Θεσσαλονίκη, την Κρήτη είχαν γίνει εξώσεις από την τράπεζα. Του έμενε το κεντρικό, κι αυτό εδώ στη Ζάκυνθο. Σε λίγο θα τα έχανε όλα. Ίσως το διαμέρισμα της Βασιλικής στο Κολωνάκι να γλίτωνε και τότε θα ζούσε εκεί, παρέα με τον συνταγματάρχη Παπγέρωφ Νικόλαο, εν μαλακίνσει και τη μάνα της την ασήμαντη κάποτε πλασιέ, ενοικιαζομένων δωματίων στη Ρόδο.
Προτού γίνουν όλα αυτά, το Φθινόπωρο της Ζακύνθου διαρκούσε εφιαλτικά. Η κατάρρευση διαγραφόταν παντού και δεν υπήρχαν πια άνθρωποι να ακολουθούνε τον Δούκα. Η υπεροψία του τους είχε διώξει μακριά.
Έτσι μου είπε.
-Πάμε εκεί ρε Αλμύρα, να βοηθήσεις κι εσύ, μπας και περισώσουμε τίποτε.
Δεν έχει ανάγκη αυτός, μου είπε κάποια στιγμή στην παραλία, η Λουτσία. Θα φτιάξει, είναι διορατικός, τον εαυτό σου να φοβάσαι.
Δεν ενδιαφερόταν και πολύ για την κατηφόρα του φίλου μου ή καλύτερα δεν ενδιαφερόταν καθόλου για τους άλλους. Πολλές φορές με έπιαναν τα νεύρα μου που την έβλεπα τόσο άκαρδη, τόσο ασυμπόνετη.
-Έτσι είναι ρε κορόιδο! γνωμάτεψε ο Δούκας. Αυτοί που έχουν, δε σε λογαριάζουν ποτέ. Όχι αυτοί που τα έφτιαξαν με τον ιδρώτα τους, αυτοί που τα βρήκαν έτοιμα, είναι τα μεγαλύτερα αρπακτικά. Μην περιμένεις τίποτα από αυτούς.
Με εξέπληττε που και που, γιατί δεν τον είχα ικανό να κάνει τέτοιες σκέψεις και αυτή του, τώρα η σκέψη, μάλλον με τρόμαζε, επειδή πράγματι φαινόταν η φιλαργυρία, η διαφορετική πίστη στα κεκτημένα, στον τρόπο και στην συμπεριφορά της Λουτσίας. Δεν έδινε του αγγέλου της νερό μη της μιλούσες για φτωχούς, για κατατρεγμένους και περιθωριακούς- έστριβε στη γωνία. Η ψηλομυτιά της δεν τρωγόταν κι εγώ που είχα μάθει στη φτώχεια και τη μιζέρια, δεν ανεχόμουν εύκολα τα καμώματα της: Μη καθίσουμε εδώ να φάμε, μην πιούμε στον καφενέ τον καφέ μας, ποιοι θα είναι εκεί που θα πάμε, δεν τρώω εγώ στα σουβλατζίδικα.
Γινόταν σπαστική, με νευρίαζε. «Εδώ!» της είπα μπαϊλντισμένος ένα απόγευμα που είχαμε βγει οι δυο μας να πιούμε καφέ και άραξα σε κάποιο βρώμικο, τρισάθλιο καφενέ. «Άμα δε θέλεις, πήγαινε αλλού! Παράτα με!»
-Μα δεν καταλαβαίνεις ότι δεν το κάνω από σνομπισμό; Προσπάθησε να μου εξηγήσει κοιτώντας ένα γύρω. Αν μας δούνε εδώ, λέω αν μας πάρει κανένα μάτι και φτάσει στ αφτιά του μπαμπά, καήκαμε.
-Βέβαια! Έχουμε τον μπαμπά! Σάρκασα εγώ. Δε με νοιάζει, δεν υποδουλώνω τον εαυτό μου σε κανέναν. Ή θα γίνεις ελεύτερη ή θα πάρει ο καθένας το δρόμο του. Διάλεξε. Έπειτα, τι ανελευθερία είναι αυτή; Δεν το περίμενα από σένα. Εντάξει, ο μπαμπάς σου έχει σκουριασμένα μυαλά, είναι άλλης ηλικίας, άλλης γενιάς. Εσύ όμως να σκέφτεσαι έτσι, είναι ανεπίτρεπτο.
-Δεν έχει σκουριασμένα μυαλά ο πατέρας μου. Είναι σοβαρός άνθρωπος και μη νομίζεις πως τα βρήκε στο δρόμο. Αν θέλεις να σου πω περισσότερα, ήταν πιο άφραγκος από εσένα όταν ξεκίνησε.
-Ναι, είπα. Εξόν από τα οικόπεδα, τα αχανή χτήματα που κληρονόμησε από τον πατέρα του, πήρε και τα υπόλοιπα από τη μάνα σου, έριξε τα αδέρφια του, τα ξέρω όλα αυτά, τα έμαθα!
-Τα ξέρεις; έκανε εξοργισμένη. Από πού τα ξέρεις; Δε σου επιτρέπω να ψάχνεις τι έχουμε και τι δεν έχουμε. Άκου, ξέρει ο κύριος! Που πάει να πει πως σε ενδιαφέρουν τα λεφτά μου! Μου πέταξε κατάμουτρα.
Αυτό έλειπε, να φτάσουμε και στα μελό, ειρωνεύτηκα τον εαυτό μου κι εκείνη αλλά να έλεγα πως δε με ενδιέφεραν τα λεφτά της θα έλεγα ψέματα κι αυτό δεν το μπορούσα. «Αλμύρα συνεχίζεις να είσαι χαζός, μη της δείχνεις τίποτε απ όλα αυτά. Πούλησε της έρωτα, τέτοια θέλουν οι γυναίκες, σου το έχω ξαναπεί, είναι όλες βλαμμένες, τι ψάχνεις να βρεις;» μου είπε ο Δούκας όταν το συζητήσαμε, εν μέρει το θέμα. «Τι μου κρύβεσαι; Δεν τα ξέρω εγώ όλα αυτά;. Τα πέρασα πριν από σένα, γι αυτό άκου και κανέναν άλλον, μην είσαι αγύριστο κεφάλι!» συνέχισε.
-Είδα πως κατάντησες! Του απάντησα με πείσμα. Εγώ πιστεύω σε άλλα πράγματα, μη τα βλέπεις όλα ίδια.
Εντέλει κάθισε η Λουτσία να πιούμε τον καφέ μας στο βρώμικο καφενείο κι εγώ ένιωσα πως κέρδισα μια μικρή μάχη- έστω μικρή. Κουβεντιάσαμε αρκετά σε ανεβασμένους τόνους, συνήθως δεν κουβεντιάζαμε, τσακωνόμαστε αλλά όλο και κάπου βρίσκαμε τρόπους να επανερχόμαστε. Έτσι και τότε. Μόλις έπιασε η βροχή, εκείνη η παράξενη Φθινοπωριάτικη νεροποντή, χαμογελάσαμε και πήραμε τους δρόμους. Κατεβήκαμε κάτω, στο βάθος, στην ερημιά. Τη λαχταρούσα- όπως κι εκείνη εμένα. Της χάιδευα τα βρεγμένα μαλλιά και κείνη με κοίταζε στα μάτια ώρες πολλές, ατέλειωτες.
Είχε νυχτώσει, η βροχή συνέχιζε να ψιχαλίζει όταν αποφασίσαμε να σηκωθούμε, με τη γλύκα του έρωτα μες στη βροχή, στην άκρη της θάλασσας, μέσα στα μάτια μας, να δηλώνουν όλα αυτά μια μεγάλη και μια μικρή ευτυχία. Αυτές ήταν από τις πιο όμορφες και υπήρχαν πολλές, που ζήσαμε με τη Λουτσία. Ήταν οι ώρες, που λες και στον κόσμο, ζούσαμε μόνο εμείς. Κανένας άλλος. Έξω από κάθε είδους ενοχές και προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου. Ακόμα και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, εκεί που κάθομαι, στη βεράντα ή μπροστά στο καβαλέτο μου, έρχονται ζωντανά τα γαλάζια της μάτια να μου θυμίζουν τις υπέροχες μέρες της νιότης.
Μαζί της είχα γίνει πολύ ρομαντικός. Της μάζευα λουλούδια, πέτρες, κοχύλια στην αμμουδιά, της έπαιρνα μικρά δωράκια. Αυτές ήταν οι κρυφές χαρές μου, εμένα που πίστευα πως ποτέ δε θα έκανα τέτοια πράγματα, μια και θεωρούσα τον εαυτό μου πιο ρεαλιστή. Αυτό έγινε μόνο εκείνη την εποχή, γιατί, ανέκαθεν έλεγα πως ο άντρας πρέπει να είναι άντρας και να μη παιδιαρίζει με ερωτικά σαχλοπράγματα. ‘Εξ άλλου έλεγα ακόμα, πως ο άντρας που δεν έχει ξεπεράσει το ερωτικό του πρόβλημα κι ενώ είναι ήδη τριάντα χρονών, δεν πρόκειται να γίνει ποτέ ένας πετυχημένος άνθρωπος. Δεν ξέρω αν είχα δίκιο ή άδικο, πολλοί υποστηρίζουν το αντίθετο, πως αυτό είναι ταμπού και πως ο άντρας πρέπει να είναι τρυφερός, ότι μπορεί να κλαίει.
Διαφωνούσα και θα διαφωνώ πάντα- ήταν δικές μου σκέψεις που όσο κι αν μεγάλωνα, δε θα τις άλλαζα. Σεβόμουν τον εαυτό μου κι αυτό μου άρεσε, αν έχανα αυτό το κομμάτι, το παζλ της ζωής μου δε θα είχε κανένα νόημα.
Το νόημα της ζωής.
Και ήρθε μια από τις επόμενες μέρες το μαντάτο ενός θανάτου να μας το ξαναθυμίσει πιο έντονα. Ο θάνατος του συνταγματάρχη Παπαγέρωφ Νικολάου.
Εμάς πιθανώς, ούτε κρύο, ούτε ζέστη μας έκανε η είδηση αλλά της Βασιλικής της κόστισε. Πατέρας της ήταν κι έκλαιγε με τις ώρες και μένα για να πω κάποια αλήθεια με ψυχοπόνεσε, άνθρωπος ήταν και με είχε βοηθήσει κάποτε.
-Πέθανε χτες τα χαράματα, μου είπε ο Δούκας. Πρέπει να φύγουμε.
Η Βασιλική δίπλα του δεν έβγαζε μιλιά. Κόκκινη, κλαμένη, στο μαύρο της το χάλι. Ο Δούκας σχετικά αδιάφορος, έκανε ότι έκανε από ανάγκη και περισσή δυσφορία. «Τώρα έτυχε κι αυτό;» είμαι σίγουρος ότι θα σκεφτόταν.
-Εμείς θα φύγουμε, επανέλαβε σαν ηχώ. Δεν ξέρω αν θέλεις να έρθεις αλλά πρέπει κάποιος να μείνει εδώ, στο μαγαζί. Τι λες;
-Δεν ξέρω, του απάντησα. Ήθελα να έρθω, πέθανε ένας άνθρωπος που καλώς ή κακώς, κάποτε μας είχε βοηθήσει. Αλλά έτσι όπως είναι οι καταστάσεις, είναι και η Λουτσία εδώ, τι να πω….
-Γιατί, τι θα πάθει; με ειρωνεύτηκε και δε μου άρεσε. Θα πάθει τίποτε αν λείψεις; συνέχισε. Τέλος πάντων εμείς φεύγουμε, πάμε Βασιλική. Θα επιστρέψουμε σε τρεις –τέσσερις μέρες. Έχε το νου σου στις δουλειές.
Έφυγαν.
Σαν έμεινα μόνος, θυμήθηκα κάμποσες στιγμές που είχαμε ζήσει στη Ρόδο με τον συνταγματάρχη και τη μια έλεγα δε βαριέσαι, πέθανε τώρα ο άνθρωπος ας συγχωρεθούν οι πράξεις του και απ την άλλη θυμόμουν τις κακίες του, περισσότερο όταν με έδιωξε κι εμένα κι έλεγα πάλι, τέτοιος ήταν, παρόμοιο τέλος θα είχε. Παλιάνθρωπος υπήρξε ο συνταγματάρχης, συμφωνούσε και ο Δούκας όπως οι πιο πολλοί που τον ήξεραν. Αλλά όταν πεθαίνει ένας άνθρωπος, τα μισά τουλάχιστον συγχωρούνται αν κι εγώ δεν ήμουν σίγουρος αν συμφωνούσα. Γιατί δηλαδή; Τι νόημα είχε αυτή η συγχώρεση; Έτσι κι αλλιώς ούτε θα τον ενδιέφεραν πια. Γι αυτό το έβλεπα άσκοπο αλλά τέλος πάντων ας το πάρει κι αυτό το ποτάμι.
Ο Δούκας με τη Βασιλική γύρισαν πράγματι σε τρεις μέρες. Δεν κουβεντιάσαμε άλλο για τον συνταγματάρχη αλλά για τα δικά μας. Βγήκαμε ένα από τα επόμενα βράδια οι δυο μας να τα πούμε. Πήγαμε στο Αγκάσι σε ένα ταβερνείο. Ο καιρός στένευε και ήθελα να μιλήσω μαζί του.
-Μείνε σε παρακαλώ, είπα στη Λουτσία. Έχουμε να κουβεντιάσουμε τα δικά μας, δε νομίζω πως θα σε ενδιαφέρουν.
Έδειξε να καταλαβαίνει αλλά πάλι μούτρωσε. Δεν ήθελε να την αφήνω μόνη, ίσως με αγαπούσε παραπάνω απ όσο έπρεπε.
Ο Δούκας ήταν πολύ λυπημένος. Τσιμπούσε ανόρεχτα τους μεζέδες, έπινε το κρασί συλλογισμένος. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Σωπαίναμε σα να μη μπορούσαμε να μιλήσουμε κι από πού ν αρχίσουμε.
-Αυτός τα είχε φάει τα ψωμιά του Αλμύρα, εννοώντας τον συνταγματάρχη. Εμείς οι ζωντανοί τι κάνουμε; Είπε σε κάποια αόριστη στιγμή
-Τι εννοείς; Τον ρώτησα πιο πολύ για ν ανοίξει η κουβέντα μας.
Τον είδα που τον έπιανε το παράπονο, το πάθαινε συχνά τελευταία. Ποτέ δεν τον είχα δει τόσο απελπισμένο, τόσο απογοητευμένο.
-Τι με ρωτάς; Έκανε πικρόχολα. Όλα στραβά μου πήγανε. Πάνε όλα φίλε το καταλαβαίνεις αυτό; Κουράστηκα πολύ για να τα φτιάξω και τα χάνω σε τόσο λίγο χρόνο. Αύριο, μεθαύριο θα έρθουν από εδώ οι τραπεζικοί για κατασχέσεις. Δε γλιτώνω, στο τσακ προλαβαίνω να γλιτώσω τη φυλακή. Ευτυχώς που δε με κυνηγάνε και οι έμποροι αλλιώς θα πήγαινα σίγουρα μέσα.
-Χρωστάς τόσα πολλά; Απόρεσα. Πως έγιναν, θέλω να πω, πως τα κατάφερες…
-Δεν ξέρω, έκανα πολλά λάθη, το αναγνωρίζω. Τώρα δε διορθώνεται τίποτε.
Είχα αντιληφτεί από καιρό πως η κατάσταση του ήταν σχεδόν τραγική αλλά έλεγα πως έστω την τελευταία στιγμή, κάτι θα έκανε για να προλάβει το μεγαλύτερο κακό.
-Δεν τα ξέρεις καλά σε δικαιολογώ. Άμα σε πάρει όμως ο κατήφορος, δύσκολα σταματάς. Κι εμένα με πήρε από τότε που έγινε αυτή η ιστορία, με το γαμπρό μου, τον Τσάβαλο. Από τότε πήγαν όλα στραβά, τίποτε δεν έμεινε όρθιο.
Είχαμε συναισθηματική φόρτιση κι ένιωθα πως θα τον έχανα τον φίλο μου για καιρό.
Σα να μυρίστηκε τις σκέψεις μου, είπε πως θα έφευγε. Θα πήγαινε μακριά, σε άλλους κόσμους. Ίσως στην Αμερική, στην Αυστραλία, όπου τον έβγαζε ο δρόμος. Λέγοντας αυτά, τον έπιασε το κλάμα και ήταν η δεύτερη φορά που τον έβλεπα να κλαίει-η πρώτη ήταν στο δικαστήριο.
Προσπάθησα να τον πείσω πως δεν ήταν τόσο τραγικά όσο τα βλεπε, δεν μπορεί θ αλλάξουν πάλι οι καταστάσεις. Και μου φάνηκε ωραίο, να λέω πως τον νοιαζόμουν, πως είχε κι αυτός έναν άνθρωπο να του συμπαραστέκεται. Εμένα δε μπορούσα να δω ποιος θα μου συμπαραστεκόταν κάποτε. Μοιάζαμε πολύ σ αυτό, έπρεπε να κάνουμε εμείς πράξεις για τους άλλους, σπάνια κάποιοι για μας. Σκόρπιοι, μείναμε τελευταίοι στο ταβερνείο να πίνουμε. Είχαμε πιει πολύ κι ο Δούκας που μέχρι τότε σπάνια μεθούσε, είχε γίνει στουπί. Τσέβδιζε, τρέκλιζε, καθώς πήγαινε για το μέρος, συχνά, όλο έλεγε στον ταβερνιάρη να μας φέρνει κι άλλο. Ο άνθρωπος ήθελε να κλείσει αλλά που να καταλάβαινε ο Δούκας. Εντάξει, μάστορα, φέρε ένα ακόμα, πιε και εσύ, του έλεγε κάθε φορά που μας τέλειωνε το κρασί.
Μας είδε αυτός έτσι, δεν έκανε άλλες κινήσεις να μας διώξει καθώς μπήκαν και μερικοί ξενύχτηδες ακόμα.
Έτσι μας πήρε η νύχτα η μεγάλη. Πέντε το πρωί, χάραζε ο τόπος όταν πήραμε τους δρόμους, παίρνοντας παραμάσχαλα και μια μπουκάλα ακόμα.
Περπατήσαμε λίγο, φτάσαμε σε ένα μικρό λιμανάκι. Καθίσαμε στην άμμο. Πλάι στη θάλασσα που μας έλουζε τα πόδια, κουβεντιάσαμε, φιλοσοφήσαμε, φτάσαμε στ αστέρια.
-Και τι είναι η ζωή; Έλεγε συνέχει ο Δούκας. Τίποτε δεν είναι, σήμερα ζεις, αύριο πεθαίνεις. Κόλπο έκανε ο θεός και μας έβαλε στη λούμπα, ε Παλιοαλμύρα;
-Να σου πω Πίθηκα, το σοβάρεψα κάπως το θέμα. Εγώ πιστεύω πως δεν πρέπει να μπαίνεις μέσα στα πράγματα, αν θέλεις να ζήσεις. Παραδείγματος χάριν να βλέπεις το σπίτι σου να καίγεται και να μη καίγεσαι εσύ. Θέλω να πω αφού δεν μπορείς να το σώσεις..
-Α, έτσι, άνοιξε τα μάτια του. Αυτό δε γίνεται..
-Γίνεται, επέμενα. Πρέπει να είσαι δυνατός, να μην αφήνεις να σε παρασέρνουν, να λες θα τα ξαναφτιάξω όλα από την αρχή, για σκέψου το αυτό;
-Ναι αλλά είναι κι αυτός ο πούστης ο πόνος, είναι η απελπισία της καταστροφής. Δε βλέπεις που δε μένει τίποτε όρθιο; Τα γκρέμισαν όλα οι απατεώνες. Αυτοί φταίνε για όλα.
-Ποιοι;
-Αυτοί που μας κυβερνάνε.
Φυσούσε άνεμος που έπαιρνε τα λόγια μας, τα σκορπούσε στην έρημη παραλία, στα αρμυρίκια τα λιγνά που ψυχαλισμένα από το κύμα, θρόιζαν τη βουλιμία της ζωής. Το νόημα της ζωής που ψάχναμε τόσα χρόνια, που κουβαλούσαμε αυτό τον καιρό αλλά και που το ανιχνεύαμε με σιγανά βήματα, σαν του σαλίγκαρου. Κι επειδή, φυσικά δε μας έβγαιναν τα πράγματα όπως θα θέλαμε, τότε μας έπιαναν οι απελπισίες μας.
-Αύριο θα φύγω, του είπα όταν πήραμε το δρόμο του γυρισμού, εκτός απ αυτόν της απελπισίας.
-Που θα πας; Με ρώτησε ξαφνιασμένος. Μείνε λίγο ακόμα.
-Δεν μπορώ, δεν τα αντέχω αυτά. Δεν είπες πως θα έρθουν οι τραπεζικοί.
-Αυτό είναι που έλεγες πως πρέπει να είσαι δυνατός; Α, ρε Αλμύρα, όλο απ έξω τη βγάζεις την ουρά σου!
-Δεν είναι έτσι, δεν κατάλαβες τι σου είπα. Αυτή τη στιγμή, είναι καλύτερο να μείνεις μόνος, να συγκεντρωθείς, να σκεφτείς τι θα κάνεις. Είμαι σίγουρος πως θα τα καταφέρεις. Εντάξει Πίθηκα;
-Εντάξει ρε, εντάξει. Θα τα καταφέρω, είμαι μάγκας εγώ…
Όταν τελικά φτάσαμε στο ξενοδοχείο, εννιά η ώρα περίπου το πρωί , μας είδα έτσι η Λουτσία, σ αυτό το χάλι, ξενύχτηδες και μπαϊλντισμένους από το πιόμα, μόνο που δεν έβαλε τις φωνές. Δεν είπε τίποτε εκείνη τη στιγμή, το άφησε γι αργότερα. Όταν ξύπνησα, αργά το μεσημέρι, με πήρε παράμερα και μου τα ψαλλε.
-Μα δε ντρέπεσαι; Πάμε να φύγουμε σε παρακαλώ, δεν αντέχω να σε βλέπω να γίνεσαι χάλια. Δεν το καταλαβαίνεις πως δεν έχει νόημα;. Δεν έχει νόημα αγάπη μου να φορτώνεσαι τις στεναχώριες των άλλων. Κι έπειτα να πίνεις με τους φίλους σου, να γίνεσαι σκουπίδι. Αν θες να μ ακούσεις, μη καταστρέφεσαι, μου θύμισε τα λόγια του παππού και του Μπρικ-δε βλέπεις μπροστά σου; Ας τους αυτούς, εμείς έχουμε άλλο δρόμο, εντάξει; Και για να τελειώνω σου το λέω πως δε θ ανεχτώ άλλη φορά τέτοιες καταστάσεις!
Εγώ την κοίταζα με ένα πικρό γιατί. Αντιλαμβανόμουν την κατάσταση μου αλλά επ ουδενί να την παραδεχτώ. Δεν είναι τίποτα, έλεγα. Όπως τρώω έτσι και πίνω, δεν υπάρχει κανένας ιδιαίτερος λόγος να το κουβεντιάζουμε.
-Μα αφού πίνεις! Μου ρίχτηκε. Πίνεις, σε πειράζει, σε βάζει κάτω το ποτό, σε ξέρω, το βλέπω πως σε χαμηλώνει το ποτό, γιατί δεν το κόβεις;
Είναι αλήθεια πως έπινα. Δεν υπήρχε μέρα να μη πιω έστω ένα ποτηράκι αλλά δεν το σκεφτόμουν. Μάλιστα, προσπαθούσα ν αποφεύγω τέτοιες συζητήσεις γύρω από το αλκοόλ
Έτσι εκείνη τη μέρα απέφυγα πάλι να δώσω συνέχεια σ αυτή την κουβέντα. Απλώς, μουρμούρισα κάποιο εντάξει, μέσα από τα δόντια μου και το θέμα έληξε εκεί, τουλάχιστον προσωρινά.
Την άλλη μέρα φύγαμε. Χαιρετηθήκαμε για άλλη μια φορά με τον Δούκα. Φιληθήκαμε και δεν ξέραμε αν θα ξανασυναντηθούμε. Τώρα ήταν αυτός στην προκυμαία να μου κουνάει το χέρι κι εγώ πάνω στο κατάστρωμα, να τον κοιτάζω με τη μαυροφορούσα Βασιλική δίπλα του, στεγνωμένη στο κλάμα, από το θάνατο του πατέρα της.
Η Λουτσία πιο πέρα, τραβούσε φωτογραφίες αποθανατίζοντας τη σκηνή.

συνεχίζεται

Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 24




Η πρεμιέρα είχε επιτυχία. Μαζεύτηκε κόσμος πολύς, ήρθαν κριτικοί από εφημερίδες, περιοδικά, ακόμα και από την τηλεόραση. Γέμισε η πλατεία μέχρι τα βράχια επάνω, η Λουτσία έλαμπε και ο Τασούλης ήταν στα καλύτερα του. Μόνο εμένα με έτρωγε το σαράκι της απογοήτευσης, της αποτυχίας. Δεν ξέρω γιατί ένιωθα έτσι.. Μεγάλο ρόλο βέβαια, έπαιζε η άθλια οικονομική μου κατάσταση που δεν έλεγε να βελτιωθεί κι έτσι μου φαινόταν όλα ξένα και παράδοξα όσα μου συνέβαιναν. Όλα μου τα αγόραζε η Λουτσία, ακόμα και τα τσιγάρα, είχε οικονομική ανεξαρτησία, αυτό μου είχε χωθεί καλά στο μυαλό. Αυτοκίνητα, σπίτια, πατέρα πλούσιο, ήταν μοναχοκόρη, μητέρα καταξιωμένη παντού. Κι έτσι όλα δικά της θα έμεναν. Σ αυτή τη σκέψη έκανα και τις δικές μου τις απατηλές, γύρω από το χρήμα, εκτός που ένιωθα πως την αγαπούσα, πράγμα που το ομολογούσα για πρώτη φορά στον εαυτό μου. «Θ ανέβω» σκεφτόμουν. «Μαζί της ανοίγουν άλλοι δρόμοι, μεγάλοι κι όλα αυτά κάποτε θα γίνουν δικά μου!»
-Ο μπαμπάς και η μαμά δε θα σε δεχτούν έτσι. Έχουν άλλες ιδέες για μένα, μου έλεγε η Λουτσία όταν συζητούσαμε το θέμα του γάμου.
Και το συζητούσαμε πολύ συχνά, παρ ότι ήταν μικρό το χρονικό διάστημα που γνωριζόμαστε- ούτε τρείς μήνες. Είχαμε φτάσει ακόμα και στον αν θα γίνει στην εκκλησία ή πολιτικός και φυσικά γι αυτό η Λουτσία δε δεχόταν επ ουδενί το δεύτερο. Εγώ που έχω πάντα τις αντιρρήσεις μου για τις εκκλησίες και θυμάμαι πως είχα πολύ πλάκα ένα μεσημέρι που πήγαμε σπίτι μου στον Άγιο Αρτέμιο και γνώρισε τον πατέρα και τη μάνα μου. «Αυτή να πάρεις!» μου είπε συνωμοτικά στην κουζίνα η μάνα μου. «Μπράβο παιδί μου, τούτη δεν είναι σαν την Καίτη, το βλέπω εγώ, να την πάρεις, έχει λεφτά; Προίκα;» με ρώτησε ακόμα πιο συνωμοτικά κι εγώ γέλασα με την ψυχή μου. «Τι γελάτε εσείς οι δύο;» μας είχε ρωτήσει χαρούμενα η Λουτσία που μάλλον είχε κολλήσει με τη μάνα μου
-Μου λέει πως είσαι η καλύτερη νύφη που της έχω φέρει, της απάντησα γελώντας.
-Γιατί, έφερνες κι άλλες; Ρώτησε σοβαρά. Όλες σου τις γυναίκες τις γνώριζες στους γονείς σου;
-Όχι παιδάκι μου, άστον να λέει, βιάστηκε να προλάβει η μάνα μου. Μόνο εσένα έφερε, τι λες!
Έλεγε και ψέματα η μάνα μου! Αυτό πρώτη φορά το αντιλαμβανόμουν. Η Λουτσία δεν της είπε πως γνώριζε περισσότερα, πως ήξερε σχεδόν τα πάντα για μένα. Δεν της είχα κρύψει τίποτε και το δεσμό μου με την Καίτη τον είχαμε κουβεντιάσει πολλές φορές. Μόνο για το γράμμα και τον τρόπο που χωρίσαμε προσπάθησα να της αποκρύψω και το κατάφερα μασώντας τα κάπως, ενώ αυτή έδειχνε πως δε με πίστευε αλλά και δεν την πολυένοιαζε.
Αυτά ήταν κάποια γεγονότα, τα δύσκολα άρχιζαν από εκείνο το βράδυ της πρεμιέρας που γνώρισα τους δικούς της. Ο πατέρας της φαινόταν και ήταν ένας δύσκαμπτος, σκληρός άνθρωπος, σε αντίθεση με τη μητέρα της την Εριέτα Παπακυριακού, αυτή τη μεγάλη ντίβα του θεάτρου, που ήταν διαφορετική. Μια πραγματική κυρία που μου έδειξε από την αρχή συμπάθεια της.
Ο πατέρας της με κοίταξε μάλλον επιτιμητικά, έως αδιάφορα, μισόκλεισε κιόλας το μάτι του καθώς με παρατηρούσε σκεφτικά. Ίσως σκέφτηκε πως κάτι του έλεγα. Μπορεί στο μέλλον να με εύρισκε μπροστά του.
Προείχε όμως η πρεμιέρα, που όπως είπα πριν, έγινε με μεγάλη επιτυχία. Για μας εκείνο το βράδυ, φάνταζε εξαιρετικό. Το πρωί και τις μετέπειτα μέρες θα γινόταν έως αποκρουστικό γιατί θα παίζαμε τις περισσότερες φορές σε άδεια πλατεία. Μια, δυο, τρεις πέντε, δέκα. Τίποτε Αλλά αυτά είναι μεταγενέστερα. Το βράδυ της πρεμιέρας, με τα φώτα, τον πυρετό της δόξας, τους δημοσιογράφους στους οποίους μίλησε λίγο ο Τασούλης πρώτα και μετά έδωσε συνέντευξη η Λουτσία. Είχε πάρει ύφος μεγάλης σταρ κι αυτό δε μου άρεσε και της το είπα.
-Να είσαι σεμνή, την προέτρεψα.
-Εσύ να είσαι σεμνός, με αντέκρουσε. Εγώ ξέρω τι θα πω και τι θα κάνω.
Επιθετικά.
Έτσι αντιδρούσε όταν προσπαθούσες να την θίξεις, να της μειώσεις την υποκριτική της αξία, το ταλέντο, την προσωπικότητα. Είχε έναν τρόπο επιθετικό, σε προλάβαινε κι έτσι εξουθένωνε όλους τους αντιπάλους της. Έβλεπε παντού αντιπάλους όπως και ο Τασούλης: Αυτός δε μας χωνεύει, η τάδε θέλει το κακό μας, ο δείνα μας εχθρεύεται. Πάντα με ύφος συνωμοτικό, κουτσομπολίστικο, αυτό το τελευταίο ταίριαζε περισσότερο στον Τασούλη. «Αυτός καλέ θέλει να μας καταστρέψει! Καλέ, τέτοιος είναι δεν τον ξέρεις; μαύρη ψυχή έχει δεν τον βλέπεις;» Κι αναφερόταν πιο πολύ σε μερικούς κριτικούς που μας είχαν θάψει.
Έδειχνε μια κακία και τάσεις εκδίκησης πολλές φορές. Εγωκεντρισμός αλλά και απλότητα. Χαμήλωνε συχνά, δεν τα πίστευε αυτά που έλεγε με κακία απλώς παραδεχόταν έναν κόσμο φτιαγμένο όπως ήταν. «Άμα θέλει να σου βγάλει το μάτι, βγάλτο του εσύ πρώτος» ολοκλήρωνε. Φως, φανάρι, λόγια της στιγμής και του αέρα. Της αδυναμίας για περάτωση πράξης γιατί όλοι ξέραμε πόσο θεωρητικός ήταν.
Βγήκαν όμως και μερικά καλά απ αυτή την ιστορία όπως κάμποσες προτάσεις που έγιναν στη Λουτσία να παίξει σε επαγγελματικούς θιάσους. Έτσι άρχισε μια ίνα, ένας μίτος να ξετυλίγεται μπροστά της- αν και αυτό την έκανε περισσότερο υπεροπτική.
Εμένα με πείραζε και τσιμπιόμουν για την επιτυχία της, δεν ξέρω γιατί αλλά δεν ήθελα να συνεχίσει την καριέρα της σαν ηθοποιός πράγμα που συμφωνούσε και η μητέρα της που γνώριζε όσο κανένας τις πίκρες και τις δυσκολίες αυτού του επαγγέλματος και της έλεγε συχνά να σταματήσει αυτό το τροπάρι. «Δεν ξέρεις εσύ τι αγκάθια κρύβει αυτός ο δρόμος, άκουσε και τη μάνα σου που είναι τόσα χρόνια στο σανίδι.»
Αλλά η Λουτσία δεν άκουγε, τραβούσε το δρόμο της, το μεγάλο δρόμο όπως έλεγε, αυτόν που θα την έβγαζε στην ευθεία. Για μας τους άλλους τα πράγματα συνέχιζαν όπως πριν. Εγώ στη φυλλάδα, ο Ντάφλος στα μεσιτικά, ο Τασούλης στα μικροθέατρα να βολοδέρνει πότε με τη μια αδερφή και πότε με την άλλη.
Οι παραστάσεις συνεχίστηκαν κανονικά για κανένα μήνα, μέχρι τα μέσα του Σεπτέμβρη, αν θυμάμαι καλά. Ύστερα σκόρπισαν όλα, μου έμεινε η πικρή γεύση στα χείλη, ο ρόλος του Μπρικ, και κάμποσες φωτογραφίες που είχαμε βάλει με προσοχή σε κάποιο άλμπουμ με τη Λουτσία.Τις κοίταζα πολλές φορές κι αναπολούσα όλο το σκηνικό μα πιο πολύ τον Μπρικ με τις μπουκάλες του. Παρ ολίγον να εξομοιωθώ μαζί του. Ένας τύπος στωικός που τα υπόμενε όλα, που τα στήριζε όλα στο ποτό αφήνοντας τους άλλους να επεμβαίνουν, να δρουν.
-Άκουσε με! Η ζωή είναι σπουδαίο πράγμα, τίποτε δεν αξίζει σαν τη ζωή. Και όποιος πίνει την πετάει στα σκουπίδια. Μη το κάνεις αυτό Μπρικ! Του λεγε ο πατέρας του .
Σα να άκουγα τη μάνα μου και όχι τον πατέρα του Μπρικ που τα έλεγε όλα αυτά.
-Κρατήσου απ τη ζωή, δεν υπάρχει τίποτε άλλο στον κόσμο Μπρικ…
-Εμένα ξέρεις τι μου αρέσει πάνω από όλα; έλεγε ο Μπρικ.
-Τι; ρωτούσε ο παππούς.
-Η σιωπή. [έβαζε ποτό]. Η τέλεια σιωπή. [κι άλλο]. Η απόλυτη. [κι άλλο]. Να, όμως κάθε φορά μου λες: Μπρικ θέλω να μιλήσω μαζί σου, μα όταν μιλάς, ποτέ δε λες τίποτα. Φλυαρείς για το ένα, για το άλλο κι εγώ κάνω πως σε ακούω… Πατέρα είναι πολύ δύσκολο να συνεννοηθούν δυο άνθρωποι και, κατά πως φαίνεται, εσύ κι εγώ δε θα το καταφέρουμε ποτέ!
Τέτοια έλεγε ο Μπρικ, ο σακατεμένος αθλητής, ο μέγιστος πότης του Τέννεσι Ουίλιαμς κι εγώ σκεφτόμουν πως ταιριάζανε σε μένα και στη Λουτσία πως δε θα καταφέρναμε να συνεννοηθούμε ποτέ. Ίσως όμως, μέσα στην ασυνεννοησία μας, την αντιθετικότητα μας, να πρυτάνευε, [τι λέξη κι αυτή] η λογική. Να γινόταν η συμβίωση μας και γενικότερα η έλξη να υπάρχουμε μαζί, μέχρι να δούμε ο ένας το τέλος του άλλου.

συνεχίζεται

Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 23

Είναι αλήθεια βαθύτατα μελαγχολικό να χάσεις μια αυταπάτη. Οι άνθρωποι ζούνε χιλιάδες μέρες μ αυτές. Με τις αυταπάτες που είναι κάποια όνειρα στηριγμένα στο πουθενά. Ή μάλλον στο κάπου. Πόσο οδυνηρό είναι να χάσεις ένα τέτοιο όνειρο; Πάντα υπήρχε μια ελπίδα πως κάτι θα γινόταν κι όλα θ άλλαζαν.
Η αρχή στο μυθιστόρημα ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΟΙ.




Όλα τα Κυριακάτικα πρωινά, θυμάμαι από παιδί, πως ήταν κάτι ιδιαίτερο. Μικρός ακόμα μέχρι να πάω στο γυμνάσιο, σηκωνόμουν νωρίς, ετοιμαζόμουν με προσοχή, έφτιαχνα μια ωραία χωρίστρα στα μαλλιά μου και πήγαινα στην εκκλησία. Πήγαινα μέχρι τότε που ζούσε ο παπά-Σπύρος. Με συμπαθούσε αυτός ο παπάς, με έμαθε να ψέλνω, με έμαθε όλους τους ήχους, πλάγιους, δεύτερους, πρώτους, απολυτίκια, εξαποστολάρια. Εκφωνούσα τον Απόστολο Παύλο και γενικά με είχε κάνει δεξιό ψάλτη.
Έβγαινε στην ωραία πύλη με κοιτούσε χαμογελαστός. Όταν κολλούσα μου έδινε κουνώντας το χέρι του, τον τόνο, τον ρυθμό.
Πολλές φορές με έπαιρνε στους εσπερινούς και τότε ήμασταν μόνοι μας. Ευκαιρία για να με διδάξει περισσότερα και το έκανε. Ύστερα βγαίναμε στο προαύλιο, καθόμασταν σε ένα πεζούλι και συζητούσαμε μέχρι να σουρουπώσει. «Άιντε,
  πάμε να φύγουμε τώρα," έλεγε μόλις έβλεπε τις σοβαρές  αντιρρήσεις μου περί της ύπαρξης του θεού  και ξεκινούσαμε για τη γειτονιά μας.  Έμενε  λίγο πιο πάνω από μας.
Ήταν καλός αυτός ο παπάς και το τονίζω αυτό, επειδή από τότε και μετά, ένα που δεν πήγαινα ποτέ στις εκκλησίες και δεύτερο δεν μπόρεσα να συμπαθήσω κανέναν άλλο ρασοφόρο εκτός από τον Παπαφλέσσα. Αυτός κι αν υπήρξε παπαδότραγος! Είχα διαβάσει πάμπολλες φορές βιβλία που αφορούσαν την επαναστατική του δράση και ζήλευα τον τρόπο που έζησε κι ακόμα περισσότερο τον τρόπο που πέθανε. Ήταν ένας μεγάλος επαναστάτης κι εμείς που δεν είχαμε ζήσει καμιά επανάσταση, εκτός από εκείνη των λουλουδιών, τον βλέπαμε σαν μύθο. Ο πάπα-Σπύρος βέβαια, δεν είχε καμιά ομοιότητα με τον Παπαφλέσσα. Αυτός ήταν γλυκύς σαν το έαρ που σιανοέψελνε συνέχεια καθώς βαδίζαμε για τα σπίτια μας. «Ω, γλυκύ μου έαρ που έδει σου το κάλλος!»
Μου τα ξανάφερε στο νου όλα αυτά η Λουτσία που πήγαινε κάθε Κυριακή στην εκκλησία. Δεν ήταν θεούσα, είχε, έλεγε ένα βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα που προσπάθησε να το μεταδώσει και σε μένα. Φυσικά και αρνήθηκα και θυμάμαι πως τσακωθήκαμε, ήταν ο πρώτος τσακωμός μας, γιατί επέμενε πως έπρεπε ν αγαπάω το θεό. Κάναμε ολόκληρες αναλύσεις, ήμασταν διαβασμένοι γερά και οι δυο και σ αυτό το θέμα. Μόνο σκοτωμός δεν έγινε κι εγώ αγνόησα για πρώτη φορά έναν απαράβατο κανόνα που είχα θέσει στον εαυτό μου: να μη τσακώνομαι με τις γυναίκες. Όμως τα πράγματα πήγαιναν εντελώς αλλιώτικα. Όσο άγρια, όμορφη ήταν η γνωριμία μας, τόσο σφοδρότεροι άρχισαν οι καυγάδες μας. Η Λουτσία είχε ένα γαϊδουρινό πείσμα και δεν άλλαζε εύκολα αποφάσεις. «Μοιάζω του μπαμπά, είναι και κείνος πεισματάρης» έλεγε περήφανα.
Η πρώτη φορά που αρπαχτήκαμε έγινε στη γκαρσονιέρα του Τασούλη εκεί που πρωτογνωριστήκαμε. Αιτία στάθηκε μια διαφωνία μας σε μια σκηνή όπου η Μάργκαρετ-Λουτσία, έπρεπε να πει στον Μπρικ-εμένα, παρουσία του παππού Τασούλη πως κάποτε θέλησε να τον απατήσει. Με έπιασε μια πραγματική ζήλεια γιατί μου φάνηκε πως κάπου θέλησαν να με ειρωνευτούν οι δυο τους. Η Λουτσία μάλιστα απέφευγε να με κοιτάζει κι έπαιζε αδιάφορα τη σκηνή. Καθώς τελειώσαμε και είχα τη μπουκάλα στο χέρι- είναι γνωστό πως ο Μπρικ ήταν πάντα με μια μπουκάλα στο χέρι- τους είδα να ξεκαρδίζονται στα γέλια και φούντωσα ακόμα περισσότερο. Κοκκίνισα από το κακό μου, ρούφηξα μια μεγάλη γουλιά που μου έκαψε τα σωθικά.
Οι άλλοι δε με πρόσεξαν. Σαν να μην ήμουν εκεί, άρχισαν να χορεύουν έναν ξέφρενο ερωτικό χορό που με κατάκαψε πιο πολύ από το ποτό. Κάθισα στον καναπέ, έπινα και τους κοίταζα. Σαν σε έπαρση τα κορμιά τους λικνίζονταν, πλησίαζαν πολύ κοντά το ένα στο άλλο, αντάμωναν έκαναν τέλειες φιγούρες. Τότε ζήλεψα ακόμα περισσότερο, ήθελα να χόρευε μαζί μου έτσι αλλά αντ αυτού με κοίταξε εκδικητικά, επειδή δεν είχα συμφωνήσει με τον τρόπο που έπαιζε τη σκηνή. Γινόταν κόντρα μεγάλη, τα νεύρα μου τέντωσαν επικίνδυνα. Κάθισα κατάχαμα φανερά μουτρωμένος πια. Συνέχισα να πίνω, σχεδόν είχα αδειάσει τη μπουκάλα όταν τέλειωσαν καταϊδρωμένοι το χορό τους. Ο Τασούλης είχε βγάλει το πουκάμισο, ενώ της Λουτσίας είχαν ανοίξει όλα τα κουμπιά, έτσι που μάλλον εξεπίτηδες θα το έκανε,  να πεταχτούν έξω τα μεγάλα στήθη της.
Ανταριάστηκα πολύ με αυτή της τη στάση. Όχι ότι φοβόμουν τον Τασούλη, που περιττό να πω πως δεν τον ενδιέφεραν τα βυζιά της. Με κόλλαγε στον τοίχο η συμπεριφορά της. Δε μου άρεσαν αυτά, ήμουν πιο σεμνότυφος απ ότι έδειχνα και δεν γούσταρα η γυναίκα μου-έτσι την έλεγα- να δείχνει ασύστολα το σώμα της. Το κατάλαβε και τόσο χειρότερα επιδειχτικά, άφηνε να φαίνονται περισσότερα. Έκατσε στην καρέκλα κι έβαλε το ένα πόδι πάνω στο άλλο, προκλητικά. Εγώ την κοίταζα με μίσος ή μάλλον με μίσος, δεν την ένιωθα αυτή τη λέξη κι ακόμα και σήμερα δεν την καταλαβαίνω- και της είπα πως ήταν καιρός να φύγουμε.
-Γιατί; μου είπε. Νωρίς είναι ακόμη, βάλε μου κι μένα ένα ποτό, βάλε και του Τασούλη. Μόνο εσύ θα πίνεις;
-Πάμε να φύγουμε, είπα νευριασμένα, δε χρειάζεσαι ποτό και σαν είδα την άρνηση της, θόλωσα.
Δεν άντεξα , της έσκασα ένα φοβερό χαστούκι, εγώ που δεν είχα πειράξει άνθρωπο ποτέ, πόσο μάλλον γυναίκα.
Ποιος είδε το θεό και δεν τον φοβήθηκε-εγώ ήθελα να τον δω και δεν θα τον φοβόμουν, δεν ξέρω γιατί το έλεγαν αυτό οι άνθρωποι εμένα οι ίδιοι με σκιάζανε περισσότερο αλά τη Λουτσία εκείνη τη στιγμή τη φοβήθηκα. Έκανε σαν αγρίμι, όρμησε πάνω μου αμέσως μετά την πρώτη σαστιμάρα και τον πόνο. Με νεύρα τεντωμένα, μάτια θολά από το κλάμα, ούρλιαξε και μου φώναξε χτυπώντας με τις γροθιές στο στήθος.
-Τι σου έκανα ρε; Τι σου έκανα… και με χτύπησες. Με χτύπησες εσύ εμένα! Αυτό θα μου το πληρώσεις ακριβά!
Της είχα πληγώσει άσχημα τον εγωισμό, αυτό την έτσουζε περισσότερο γιατί ήταν περήφανη φοράδα η Λουτσία. Κατέβασα τότε κι εγώ τα χέρια, την άφησα να κάνει ότι θέλει. Θα καταλάγιαζε κάποτε ο πόνος της, συλλογίστηκα και δεν είχα άδικο.
Ο Τασούλης μας κοιτούσε αμέτοχος, μόνο επαναλάμβανε κάπου-κάπου παρακαλεστικά, «ελάτε ρε παιδιά πως κάνετε έτσι, δεν έγινε τίποτα» αλλά δεν τολμούσε να μπει ανάμεσα μας.
Η Λουτσία αφού έκλαψε κάμποσο, σήκωσε κάποτε τα μάτια και με κοίταξε εξουθενωμένη. Την κοίταξα κι εγώ λυπημένα, ήθελα να της ζητήσω συγνώμη για το λάθος μου, το κατάλαβε, μου μισοχαμογέλασε συγκαταβατικά. «Σςςς!» μου έκανε και μου έκλεισε το στόμα με τον δείχτη. Ύστερα σκούπισε τα μάτια της και με αγκάλιασε. Τη δέχτηκα κι εγώ στην αγκαλιά μου κι αφού καληνυχτίσαμε βουβά τον Τασούλη, φύγαμε. Αυτό αόριστα κάτι μου θύμιζε, σα να την είχα ξαναζήσει αυτή τη σκηνή. Α, ναι, ήταν τότε που είχε δείρει ο Ντάφλος την Μαγδαληνή στην αυλή του σπιτιού μας. Δεν άλλαζε και πολύ, τα ίδια καμώματα άρχισες και συ, είπα στον εαυτό μου  και ορκίστηκα να μη το ξανακάνω.
Από τότε δεν την ακούμπησα. Θέλω να πω δεν την ξαναχαστούκισα ούτε γι αστείο. Μου είχε μείνει φοβερή ανάμνηση ο τρόπος που αντέδρασε αλλά δεν ήταν και ίδιον του εαυτού μου να επιδίδομε σε τέτοια κατορθώματα. «Τις γυναίκες δεν τις χτυπάνε, όσο σκάρτες και να είναι» μου είπε ο Δούκας, κάποια μέρα που τον φώναξα να έρθει στις πρόβες για να γνωρίσει και την Λουτσία.
-Έλα να γνωρίσεις τη γυναίκα μου, του είπα με κάποια έπαρση
-Έχεις και γυναίκα; Έκανε περιπαιχτικά ο παλιοπίθηκας.
Άμα ήθελε να σε δουλέψει το έκανε στο άψε-σβήσε. Ιδιαίτερα αν έβλεπε κανένα άτομο λίγο μπόσικο, αγαθούλη ας πούμε, τρελαινόταν για καλαμπούρι. Όχι με τους εντελώς βλαμμένους αλλά μ αυτούς που τους είχε λασκάρει λίγο η βίδα, που ζύγιαζαν από την ελαφριά. «Να αυτός» έλεγε και σου δειχνε κανέναν αλαφροΐσκιωτο. Και αφού είχε περάσει τη μισή ζωή του στις λέσχες, στα μπιλιάρδα, στα μπάρ, γνώριζε πολλούς τέτοιους . Τους φώναζε στο δρόμο, έσπαζε πλάκα μαζί τους, πέρναγε την ώρα του και αν δεν τον ήξερες, νόμιζες πως τα έλεγε σοβαρά όλα αυτά. Μερικές φορές, αστειευόμενος πήγαινε να το κάνει και σε μένα αλλά τότε έπαιρνα κ εγώ την ανάλογη θέση. Έτσι και τώρα που μου είπε περιπαιχτικά αν είχα γυναίκα, του απάντησα πως όχι, κατσίκα έχω.
-Κατσίκα ε; έκανε τρίβοντας τις φούχτες του. Καλή είναι και η κατσίκα από το καθόλου. Μπράβο!
Με τα θέατρα, τα διαβάσματα και τέτοια δεν είχε σχέση ο Δούκας. Αμφιβάλλω αν θα είχε διαβάσει ποτέ κανένα βιβλίο. Στο θέατρο, ίσως να είχε πάει σε κάποιες επιθεωρήσεις, γι αυτό όταν του μιλούσες για βιβλία τον έπιανε ναυτία.
-Τι θέατρο είναι αυτό ρε Αλμύρα; Και τι θα κάνεις εσύ εκεί; Με ρώτησε.
-Πίθηκα να έρθεις και να δεις, να σου γνωρίσω και την ..κατσίκα μου, του απάντησα.
-Ωραία, εντάξει θα έρθω αλά δε μου είπες που γίνεται.
Μόλις του είπα το μέρος, στραβομουτσούνιασε. «Δεν έρχομαι, δεν έχω δουλειά εγώ μ αυτούς εκεί» μου είπε, αλλά παρ όλα αυτά ήρθε. Ήρθε όταν πια οι πρόβες είχαν προχωρήσει πολύ και ήμασταν λίγο πριν την πρεμιέρα και τις κάναμε κανονικά στην υπαίθρια σκηνή.
-Στην πρεμιέρα πρέπει να έρθεις, του υπενθύμισα.
-Θα έρθω και τότε απάντησε.
Του σύστησα τη Λουτσία, του έφυγαν λίγο τα μάτια και βρήκε την ευκαιρία να μου ψιθυρίσει στο αφτί, ένα, αυτή είναι η κατσίκα;
 Γελάσαμε πάλι κι ύστερα εκείνο το βράδυ, μας παρακολούθησαν σε γενική πρόβα, όλο τον θίασο, τους δυο μαύρους υπηρέτες, τη Μάργκαρετ, τον Μπρικ, τη Μάε, τον Γκούπερ, τον παππού, τη γιαγιά και πέντε-έξι ρολάκους ακόμα, αρκετός κόσμος. Ήταν εκεί, εκτός του Ντάφλου και της Έλεν Νασοπούλου, ένα φιλικό ζευγάρι, η Βαριεντίνα, ο επιστάτης του μουσείου, ο Δούκας και η Βασιλική. Ναι, μην εκπλήσσεστε ήταν και η Βασιλική. Είχαν πάρει κανονικά διαζύγιο αλλά συνέχιζαν να συναντιούνται μου είπε. Δεν έμεναν πια μαζί αλλά να τόσα χρόνια μαζί, έχουμε συνηθίσει ο ένας τον άλλον, καταλαβαίνεις δε γίνεται διαφορετικά, ολοκλήρωσε. Εγώ αυτό το δε γίνεται διαφορετικά, δεν το καταλάβαινα.
-Θα ξαναπαντρευτείτε; Τον ρώτησα.
-Όχι ρε, γέλασε, θα είμαστε έτσι.
Μεταξύ σοβαρού και αστείου, έλεγε πως οι δυο τους αγαπιόνταν πολύ και θα ήταν μια ζωή μαζί. «Κλασσική περίπτωση μαζοχισμού» του είπα εγώ και μπήκα στα παρασκήνια..
Ένιωθα περίεργα, πρώτη φορά θα παίζαμε έστω και σε λίγο κοινό. Φαντάσου στην πρεμιέρα, μονολόγησα με τόσο κόσμο στην πλατεία να σε παρακολουθούν όλοι. Δεν ένιωθα τόσο σίγουρος, σε αντίθεση με τη Λουτσία και Τασούλη που πέταγαν, εμένα έφευγε η γη κάτω απ τα πόδια μου κι όλο προσπαθούσα να θυμηθώ τα δύσκολα κομμάτια, ιδιαίτερα κάποιες μεγάλες ατάκες του Μπρικ. Για να πω τη μαύρη αλήθεια μου το χειρότερο στην περίπτωση, ήταν η τελειομανία μου Γι αυτό έδειχνα ανικανοποίητος. «Απίθανο, ωραίο!» έλεγαν οι άλλοι, «καταπληκτικό» συνέχιζαν κι αντί να με ανεβάσουν με χαμήλωναν πιο πολύ. «Χμ, καλούτσικο είναι» έλεγα αόριστα, ήταν που μου έλειπε η εμπιστοσύνη στον εαυτό μου γι αυτό που θα έκανα για πρώτη φορά και φοβόμουν μη τα θαλάσσωνα. Κάποια στιγμή, πήγα να το βάλω στα πόδια, ήμουν έτοιμος να πάρω τα βουνά και τα λαγκάδια αλλά με συγκράτησαν η Λουτσία με τον Τασούλη. «Τα πας περίφημα!» μου είπαν με ένα στόμα.
-Έχεις ένα ωραίο τρακ, μη φοβάσαι, ολοκλήρωσε η Λουτσία και μου έδωσε ένα φιλί.
Πιο πολύ με συγκράτησε η παραδοχή της, γιατί ξέχασα να σας πω, πως σε έναν από τους τελευταίους καυγάδες μας μου είπε πως ήμουν ο χειρότερος ηθοποιός που είχε γνωρίσει.
-Το παίζεις ωραίος, εντάξει, το ξέρουμε αυτό αλλά ηθοποιός είναι κι άλλα πράγματα, πιο σπουδαία. Υποκριτική, ταλέντο, ήθος, μάθηση και γνώση. Αυτά είναι ηθοποιός, όχι φρου-φρου κι αρώματα, μου είπε.
Κι έτσι με πλήγωνε.
Τότε της είπα κι εγώ, τρέμοντας από τα νεύρα μου, πως αφού είναι έτσι τα πράγματα, τότε τα παρατάω. Αφού δεν κάνω γι αυτή τη δουλειά κι έχω το γνώθι σ εαυτόν και τη δύναμη να τα παρατήσω. Τα παρατάω, είναι καλύτερα έτσι, να βρείτε κάποιον άλλον για το ρόλο του Μπρικ.
Με κράτησε όμως γιατί κατά βάθος δεν τα πίστευε αυτά που έλεγε για μένα, δηλαδή τα εναντίον μου. Πιο πολύ ήθελε να με κεντρίσει, να δώσω μεγαλύτερη βαρύτητα, να σκεφτώ πως αυτό που έκανα ήταν πιο σοβαρό απ όσο το έπαιρνα.
-Τι εννοείς σοβαρό; Τη ρώτησα. Εγώ δε σκέφτομαι να κάνω καριέρα ηθοποιού, έχω άλλα στο μυαλό μου. Αυτή η προσπάθεια γίνεται, πρώτα για να βοηθήσουμε το μουσείο του Ντάφλου κι ύστερα εσένα και τον Τασούλη που είσαστε κατ εξοχήν επαγγελματίες του είδους.
Κατά βάθος όμως, πίσω απ το κρανίο μου, υπήρχε η κρυφή γοητεία- ίσως η αλαζονεία. Που ξέρεις; όλα γίνονται, γιατί να μη γίνω κι εγώ ηθοποιός; με λεζάντες, φωτογραφίες, συνεντεύξεις στα περιοδικά, μόστρες στην τηλεόραση;
Αυτό κι αν ήταν αλαζονεία!
Έτυχε όμως τα πράγματα να πάρουνε τη σωστή τους θέση και η περιπέτεια της θεατρικής μου καριέρας τελείωσε άδοξα. Ήταν η πρώτη και η τελευταία μου πρεμιέρα από τότε δεν ξανασκέφτηκα να λειτουργήσω έτσι. Ήταν ίσως κάτι παραπάνω για τον εαυτό μου ή κάτι ξένο προς τις δυνάμεις μου. Δεν μπορούσα να λέω κάθε βράδυ τα ίδια λόγια, να κάνω τις ίδιες κινήσεις. Μπούχτισα και το θεώρησα βασανιστικό. Από τότε εκτίμησα ακόμα περισσότερο την εργασία του ηθοποιού που οι περισσότεροι βλέπουμε μόνο την εξωτερική της θωριά. Αυτή της δημοσιότητας και της φανφάρας.


συνεχίζεται

Σάββατο 9 Μαΐου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 22





Ήταν και η άθλια οικονομική κατάσταση που πίεζε τον Τασούλη. Έψαχνε το μεροκάματο, δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, τώρα μάλιστα που έπρεπε να πληρώνει ενοίκιο για τη γκαρσονιέρα που είχε νοικιάσει μόνος του κάπου στα Πατήσια. Το μόνος του βέβαια ήταν σχετικό γιατί όλο και κάποιο «τεκνό» θα φιλοξενούσε για παρέα. Έμοιαζε όμως να μη τον νοιάζει, δε μιλούσε καθόλου γι’ αυτά. Το οικονομικό και το ερωτικό του πρόβλημα που γινόταν ένα. Μου τα είπε στα ίσια για πρώτη φορά, όταν πήγα στη γκαρσονιέρα για να του μιλήσω τα καθέκαστα για το θέατρο.
-Αμβράζη, αγόρι μου εγώ δε σκάω, δε με πειράζει ότι και να σκεφτείς, έτσι τι βρίσκω εγώ, τι χολοσκάς;
-Εγώ… δε χολοσκάω… τα μάσησα λίγο. Εγώ για άλλο πράγμα ήρθα, όχι για τα προσωπικά σου…
Η γκαρσονιέρα ήταν σε μια παλιά πολυκατοικία. Ανέβηκα στη σοφίτα, πάνω στο ρετιρέ με το παλιό ασανσέρ, εκείνο το κουβούκλιο που έβλεπες έξω τα μαυρισμένα ντουβάρια να σε κυκλώνουν. Μου θύμισε λίγο το δίχτυ των Μετεώρων. Έτσι ένιωθα σ’ αυτά τα ασανσέρ: εγκλωβισμένος. Και μια ανασφάλεια τεράστια.
Όταν χτύπησα το κουδούνι δεν ήμουν σίγουρος πως ήταν το σωστό. Ο Τασούλης μου είχε πει στο τηλέφωνο, χτύπα εκείνο που δεν έχει όνομα αλλά τέτοια ήταν δυο-τρία ακόμα. Φαίνεται όμως πως έπεσα διάνα αφού άκουσα τη φωνή του να μου λέει, έλα, ανέβα στο ρετιρέ.
Είπα ανασφάλεια προηγουμένως και σκέφτηκα πως αυτή ήταν η λέξη που τον χαρακτήριζε ολοκληρωτικά. Ανέκαθεν ήταν ανασφαλής και πεισιθάνατος. Οι περισσότερες διαλέξεις του ήταν γύρω από τέτοια πρόσωπα. Έντιθ Πιάφ, Καρυωτάκης, Τζέιμς Ντιν, Μοντκόμερι Κλιφτ- όλα τα είδωλα της τέχνης που τα είχε σημαδεμένα ο θάνατος όπως του άρεσε να λέει συχνά.
Είχε βάψει για ένα μικρό διάστημα τα μαλλιά του κατάξανθα σαν αγγέλου. «Για τις ανάγκες του ρόλου» μου είπε και μου έμοιαζε με κείνες τις ξεθωριασμένες σταρ του Χόλιγουντ. Μάλλον όμως το είχε κάνει από φιλαρέσκεια, ίσως επειδή πλησίαζε περισσότερο να δείχνει γυναίκα.
Κουβεντιάσαμε για το έργο που θα ανεβάζαμε και επέμενε να είναι οπωσδήποτε ξένου συγγραφέα, δεν είχε σε μεγάλη εκτίμηση τους εγχώριους.
-Θα παίξεις και συ; με ρώτησε μάλλον σαν επιβεβαίωση.
-Τι να παίξω; του απάντησα αιφνιδιασμένος. Εγώ μόνο στα σχολικά σκετς είχα δοκιμάσει την τύχη του ηθοποιού, τι μου λες;
-Δεν πειράζει, θα παίξεις, έχεις ωραίο παρουσιαστικό, σωστή άρθρωση. Ε, θα δούμε και το υποκριτικό σου ταλέντο στη σκηνή, μου χαμογέλασε και μου φάνηκε πως με κοίταζε κάπως ερωτικά. Έχει πλάκα αναλογίστηκα και θυμήθηκα τη Βαριεντίνα που κάποτε μου είχε πει πως με καλόβλεπε κι εμένα ο Τασούλης και έσκασε στα γέλια. Για να πω την πιο κουφή αλήθεια, επειδή τα ντρεπόμουν αυτά, συνήθως μου κολλούσαν οι «αδερφές» και τότε θωρακιζόμουν. Ή καλύτερα, γινόμουν σκληρός απέναντί τους, όχι ότι τους παρεξηγούσα, απλώς εμένα δε με ενδιέφεραν και δε μου πήγαιναν αυτά τα πράγματα.
-Τι λες για τη «Λυσσασμένη γάτα» του Τέννεσι Ουίλιαμς; Με επανέφερε στην πραγματικότητα.
Το συζητήσαμε αρκετά, το ψάξαμε και τελικά το αποφασίσαμε. Αυτό θα ήταν το πρώτο έργο που θα ανεβάζαμε, το δεύτερο-τουλάχιστον εγώ- δεν είχα καμιά αισιοδοξία πως θα ερχόταν. Ακόμα και για το πρώτο που λέγαμε πως πάει, τέλειωσε, θα γίνει, εγώ κρατούσα τις επιφυλάξεις μου. Μόνον ο Τασούλης ήταν αισιόδοξος και είχε αρχίσει να ψάχνει τους ηθοποιούς.
-θα κάμουμε οντισιόν! Μου είπε, τέτοια τρέλα κουβαλούσε. Εδώ δεν είχαμε να φάμε, η οντισιόν του έλειπε! Που να ακούσει όμως αυτός. Το είπε και το έκανε. Δηλαδή ψευτοοντισιόν ήταν αλλά εμένα που τύχαινα για πρώτη φορά σε παρόμοια κατάσταση, μου άρεσε. Έτσι διαλέξαμε ηθοποιούς για τους περισσότερους ρόλους αλλά μας έλειπε η γυναίκα που θα έπαιζε τη Μάργκαρετ, την κεντρική ηρωίδα. Τρέχαμε λοιπόν, από παράσταση σε παράσταση, εύρισκε προσκλήσεις ο Τασούλης, γιατί λεφτά για εισιτήριο ούτε γι αστείο δεν το κουβεντιάζαμε.
Οπότε ένα κοντινό βράδυ, με πήρε τηλέφωνο και μου ανήγγειλε θριαμβευτικά- τρόπος του λέγειςν βέβαια γιατί ποτέ δε μιλούσε έτσι. Η φωνή του ήταν χαμηλή, αδύναμη. «Τη βρήκα» μου είπε, «έλα να τη γνωρίσεις, δε σου λέω τίποτε άλλο από το τηλέφωνο, έλα σύντομα.»
Του υποσχέθηκα πως θα πήγαινα, κοντά ήταν και ξεκίνησα με τα πόδια. Στο δρόμο σκεφτόμουν τι σόι τρέλα ήταν αυτή που έκανα αλλά άκρη δεν έβγαζα. Είχαμε κανονίσει με το Ντάφλο για τις πληρωμές. Ο Τασούλης επέμενε πως ο «θίασος» έπρεπε να πληρωθεί κανονικά κι όλο με έσπρωχνε συνωμοτικά να τον πιέζω να δίνει κανένα φράγκο. Κάτι έδινε αυτός αλλά όχι σπουδαία πράγματα αν και τα οικονομικά του πήγαιναν περίφημα. «Πρόσεχε Αλμύρα» μου έλεγε, «τα λεφτά δεν τα βρίσκεις στο δρόμο όσο και να ψάξεις, πρόσεξε μη φάμε κανένα πακέτο με τα θεατριλίκια σου και γονατίσουμε. Εσύ θα κάνεις κουμάντο στα οικονομικά του θεάτρου. Τον Τασούλη, εντάξει, δε λέω τον εμπιστεύομαι κι αυτόν αλλά άλλο είμαστε εμείς. Καταλαβαίνεις εσύ. Εντάξει θα πληρωθούν όλοι αλλά στην ώρα τους, πες του να μη βιάζεται.»
Η συντήρηση του μουσείου του κόστιζε αρκετά, επειδή δεν του είχε εγκριθεί ακόμα η επιχορήγηση από το υπουργείο πολιτισμού. «Έχω κάνει όλες τις απαιτούμενες ενέργειες, ετοίμασα όλα τα χαρτιά, δε θα μας το δώσουν οι κερατάδες;» μου έλεγε λες και ήταν και δικό μου το μουσείο. «Είναι που δεν μπορεί να βοηθήσει και η Έλεν. Ξέρεις την κατάσταση της, είναι από χρόνια ξετιναγμένη,» συνέχιζε κι εγώ τον κοίταζα με μισό μάτι. Συμφωνούσα μαζί του αλλά είχε ένα κάρο λεφτά η αλεπού, ο φίλος μου ο Ντάφλος. Πίστευα πως εκείνο τον καιρό ήταν στο απόγειο της δόξας του. Το όνομα του ακουγόταν συχνά στους οικονομικούς παράγοντες του τόπου, ακόμα και στις κοσμικές στήλες των περιοδικών εμφανιζόταν, συνήθως εκεί για τα σκάνδαλα με τις ξετσίπωτες στα καμπαρέ- το ξένο κεχρί δεν το ξεχνούσε ποτέ, αυτό με κρατάει ζωντανό, έλεγε.
-Και η Έλεν; τον ρωτούσα.
-Άστην Έλεν. Αυτή είναι η γυναίκα μου, ο άνθρωπος μου, μαζί θα περάσουμε τα γηρατειά. Άλλο η γυναίκα σου κι άλλο οι γκομενούλες που θα περνάς καλά μαζί τους. Ξύπνα Αμβράζη, τα χρόνια περνάνε!
Τα χρόνια περνούσαν όντως μα δεν το ένιωθα και πολύ. Αραιά κα που, κυκλοθυμικά έφερνα στο νου μου την εικόνα του μελλοντικού εαυτού μου και καμιά γυναίκα δεν έβλεπα στα όνειρα μου. Έτσι, όταν μου ανήγγειλε ο Τασούλης πως βρήκε την πρωταγωνίστρια δεν είχα κατά νου αυτό που θα επακολουθούσε και πόσο επικίνδυνο θα γινόταν στο μέλλον για μένα. Σίγουρα όμως, έφτασα βιαστικά, γεμάτος περιέργεια στη γκαρσονιέρα του.

Την είδα και δεν μπορώ να πω, πως δε θαμπώθηκα. Έμεινα σύξυλος και μαγνητισμένος της έδωσα το χέρι όταν μας σύστησε ο Τασούλης. Το ίδιο κατάλαβα πως ένιωθε κι εκείνη. Κάποια σιωπή και αμηχανία σκορπίστηκε στο μισοσκόταδο του φτωχικού διακόσμου. Κοίταξα γύρω, μια μεγάλη σχετικά βιβλιοθήκη, ξύλινη, δέσποζε στο χώρο- ο Τασούλης αγαπούσε τα βιβλία- ένα γραφείο, δυο παλιοπολυθρόνες, ο καναπές με το γυάλινο τραπεζάκι, συμπλήρωναν το σκηνικό. Όσο για το ημίφως που μας κύκλωνε ήταν προτίμηση  και γούστο του θυμίζοντας με αυτό τον Καβάφη με τα περίφημα «Κεριά» και το πόσο του άρεσε το μισοσκόταδο.
Ξαναγύρισα το βλέμμα μου πάνω της ενώ τα χέρια μας συνέχιζαν να είναι κολλημένα, ζεστά, παλάμη με παλάμη. Στη στιγμή ένιωσα το ταρακούνημα της ψυχής, το τρέμουλο των βλεφαρίδων. Ένα τσακ γλυκό, μια θέληση ένωσης, συγκατάνευσης σ αυτό που γινόταν την έκαναν να χαμηλώσει τα δικά της. Ταυτόχρονα στα χείλη της σχηματίστηκε το περίφημο χαμόγελο του έρωτα. Ανοιγόκλεισε ηδονικά τα χείλη, τα ύγρανε έτσι κατακόκκινα που ήταν, άνοιξαν περισσότερο σα γαρύφαλλο που το ‘γλειψε η πρωινή δροσιά.
Καστανομάλλα, ψηλή, λυγερόκορμη, τα μαλλιά της έφταναν σχεδόν στη μέση της, έλαμπε στα εικοσιπέντε περίπου χρόνια της η Λουτσία. Έτσι την έλεγαν.  Λουτσία Παπακυριακού, κόρη γνωστής, μεγάλης ηθοποιού του θεάτρου. Την ήξερα τη μητέρα της, την είχα δει πολλές φορές στο Εθνικό θέατρο, που να φανταζόμουν πως θα γνώριζα κάποτε την κόρη της και μάλιστα με αυτό τον τρόπο.
-Είστε ηθοποιός; με ρώτησε παιχνιδίζοντας τα μάτια της.
Τι να έλεγα; Ο Τασούλης μου έκλεισε το μάτι και στο φτερό, «ναι» είπα και ίσως να ψυλλιάστηκε πως έλεγα ψέματα αλλά εγώ είχα πάρει θάρρος από τον τρόπο που με κοίταζε. Πήρε όμως αμέσως το λόγο ο Τασούλης για να βάλει κάποια πράγματα στη θέση τους. «Ο Αλμύρας» είπε, «δεν είναι ακριβώς ηθοποιός αλλά θα γίνει. Λουτσία θα τον βοηθήσουμε εμείς, εσύ κι εγώ, έχει ταλέντο έχουμε κάνει και πρόβες, θα δεις. Του πάει και γάντι ο ρόλος κι έπειτα είμαι σίγουρος πως η παρουσία σου θα τον βοηθήσει. Η Λουτσία έχει τελειώσει τη δραματική σχολή του Εθνικού, γύρισε σε μένα.
-Αμβράζη σε λένε ή Αλμύρα; Με ρώτησε χαμογελώντας η Λουτσία. Αμβράζης δεν είπες; Γύρισε το βλέμμα της στον Τασούλη.
-Αμβράζης, Αντώνιος, Αλμύρας, είπα εγώ ίσως με κάποιο στόμφο ολόκληρο το όνομα μου αλλά είχα ήδη μουδιάσει με εκείνο το τελειόφοιτος Εθνικού θεάτρου.
«Τώρα τα κάναμε από κούπες» σκέφτηκα. «Δε θα γλιτώσω από την αποδοκιμασία της και την κριτική της.» Μου φάνηκε κάπως υπεροπτική η θέση της από τότε. Κοίταζε αφ υψηλού, έδειχνε την υπεροχή της. Αυτό το ύφος της πολύ αργότερα θα χαμήλωνε, προς το παρόν το αίσθημα της υπεροχής, της ομορφιάς, της δύναμης που της έδινε η θεατρική της παιδεία και η οικογενειακή της παράδοση, την έκαναν άτρωτη. Έμοιαζε ακριβώς με μια καστανόχρωμη γάτα. Γατούλα ναζιάρα, φιλική γεμάτη υποσχέσεις. Ίσως πιο ύστερα να γινόταν πραγματικά «λυσσασμένη».
-Αυτή δεν ψάχναμε; Μου γέλασε μια από τις επόμενες μέρες ο Τασούλης.
-Πρόσεξε καλά, αυτή δεν είναι σαν τις άλλες που είχες μέχρι τώρα, μου είπε και η Βαριεντίνα, όταν την γνώρισε.
Εμείς πάντως εκείνο το βράδυ που ο Τασούλης μιλούσε για το έργο, την παράσταση, τα λεφτά, συνεχίζαμε το δικό μας παιχνίδι, ζούσαμε έναν άλλο πυρετό και δε βλέπαμε την ώρα να φύγουμε, να βρεθούμε μόνοι. Μια ένταση σαν έξαψη, μια άλλη, αλλιώτικη έλξη κυριαρχούσε στο είναι μας. Εγώ μάλιστα, δε ντρέπομαι να το πω, την είχα γδύσει κιόλας. Και μάλιστα είχα προχωρήσει παρακάτω. Έφτασα στο κρεβάτι, την είδα γυμνή κάτω από το σώμα μου.
Δεν ένιωθα όμως μόνον εγώ έτσι. Η Λουτσία όσο περνούσε η ώρα καιγόταν σε μια φωτιά. Πόθος μεγάλος, ερωτικός παροξυσμός, ένα θέλω να γίνει ένα μαζί μου, το έδειχνε σε κάθε  κίνηση σε κάθε της λέξη. Για μένα δεν ήταν σαν τότε με την Καίτη, γιατί θυμάμαι πως πότε την ήθελα και άλλοτε όχι. Τώρα δε χωρούσε πουθενά το όχι. Θες ακόμα και η μαγεία του τίτλου, ηθοποιός, θες το μυστήριο που έκρυβε η μορφή, το σώμα της, έγινα εκείνο το βράδυ έρμαιο στις διαθέσεις της.
Ο Τασούλης το είχε καταλάβει πως κάτι έτρεχε μεταξύ μας, δεν ήταν βλάκας και πράγμα περίεργο για τον τύπο του έδειξε κάποια ζήλεια. Είπε όμως τελικά, βλέποντας τη δική μας πρεμούρα, να φύγουμε νωρίς και την άλλη μέρα να ξεκινούσαμε πρόβες.
Συμφωνήσαμε και βγήκαμε. Στο ασανσέρ που κατεβαίναμε, φιληθήκαμε προτού ακόμα κοιταχτούμε, προτού καν κλείσει η πόρτα και ο Τασούλης μας παρατηρούσε από την δική του πόρτα.
Το φιλί άγριο, σφοδρό, παρατεταμένο.
Στην είσοδο της πολυκατοικίας, σφιχταγκαλιασμένοι συμφωνήσαμε να πάμε κάπου. Σε ένα ξενοδοχείο είπα εγώ και η Λουτσία συμφώνησε. Περάσαμε την πρώτη νύχτα μας τρελά, αλλοπρόσαλλα, ολοκληρωμένα. Που σκέψη για φαγητό και τέτοια. Μόνο έρωτα μέχρι το πρωί.

 συνεχίζεται


Ο ΚΟΣΜΟΣ ΜΑΣ

    Έτσι πως έγιναν και γίνονται τα πράγματα είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε πως οι δυσμενείς υποθέσεις των προηγούμενων γενεών για την...