Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2022

ΓΙΑΤΊ ΝΑ ΈΒΓΩ ΑΠΌ ΤΟ ΣΠΊΤΙ ΜΟΥ

  

 
Λίγοι μας αγάπησαν γι αυτό που είμαστε. Κι οι πιο πολλοί μας απαξίωσαν επειδή δε γίναμε αυτό που ήθελαν.
 
Μα πιστεύω και έχω ακούσει τους περισσότερους ανθρώπους να υπεραμύνονται της έκφρασης αυτής. Στην ουσία: μα πως ζεις έτσι!
 
Υπάρχουν και άντρες που δεν είναι και τόσο..αρσενικοί. Ή τουλάχιστον έτσι αποφαίνεται η Ιστορία. Αλλά ωστόσο θα μπορούσα ν αντικρούσω και αλλιώς: ποιοι είναι οι λίγοι άντρες κατά τη γνώμη σου; ανέφερε χαρακτηριστικά, ιδιότητες, χρώμα, χρωμόσωμα, μέγεθος πέους, άνοιγμα εγκεφάλου...
 
Απλά να σου πω μια αλήθεια: δε μου αρέσει η έκφραση με κάλυψε ο τάδε! νομίζω πως δεν έχει τι να πει αυτός που το λέει. [εγώ δεν την χρησιμοποιώ ποτέ αυτή την έκφραση] Με την τύχη μου πάντα είμαι σοβαρός κυρία.
 
Ο πιο σωστός άνθρωπος είναι αυτός που γνωρίζει ότι έχει χάσει την αξιοπρέπεια του.
 
Απλά ήξερα από τότε τι με περιμένει. Η εικόνα είναι μια απομίμηση εποχής. Η μητέρα μου με κοτσίδες, ύφος αιχμηρό-για όσα δεν έγιναν όπως επρεπε- μια γυναίκα με πυγμή, με πείσμα, όμορφη όσο ποτέ, το βλέμμα απίστευτο στο δικο μου, δεν έχω να πω κάτι άλλο για εκείνη που με γέννησε. Ο πατέρας βλοσυρός, ως έπρεπε, μια κοινωνία περασμένων ηθών, που εμεις απλά την βλέπουμε πάλι σαν παραμύθι, όπως θα βλέπουν οι επόμενοι εμάς.

Η κουβέντα της νύχτας είναι καλύτερη από της μέρας; Και ποιά ώρα άραγε, να διαλέξεις για να συνομιλήσεις με έναν άνθρωπο; Μάλλον δεν έχει καμιά σημασία κι ανάλογα το θέμα επιλέγεις. Αρκεί να έχεις επιλέξει τον σωστό κουβεντιαστή. Ας πούμε με τον διευθυντή σου να συζητήσεις στις έξι το πρωί.
Ας πούμε φίλε πως κάποιος είπε αυτή τη σαχλαμάρα: Μόνο όσοι δε δουλεύουν ζουν. Την παίρνουν οι άλλοι και την περιφέρουν στο δίκτυο σαν βασική φιλοσοφία της ζωής. Δηλαδή τι θα κάνεις εσύ αν δεν δουλεύεις φίλη μου; Θα κάαθεσαι;. Ουδόλως πιστεύω πως το κάααθομαι μας δίνει μια ευτυχισμένη ζωή.

Ο χωρισμός δεν έχει να κάνει με την αγάπη. Μπορείς να χωρίσεις με μια γυναίκα και να την αγαπάς. Νομίζω άλλα πράγματα συμβάλλουν στον χωρισμό. Ασυνεννοησία, ζήλιες, γκρίνιες, οικονομικά προβλήματα, η εύρεση άλλου συντρόφου, [ανέντιμο] κ.α.

Παγωνιάς. Κάνει κρύο κάνει τσίφι και τα λοιπά αλλά γιατί να έβγω από το σπίτι μου; ν ανέβω στο βουνό να πιάσω το χιόνι.... Αυτός ο παγωνιάς, το ξεροβόρι, ωραία λέξη αλήθεια, κοκκινίζει τις μύτες όσων λένε ψέμματα. Κι εγώ ανήκω σ αυτούς.

Πάντως, εγώ νομίζω πως όσο πιο αργά κατανοείς ορισμένα πράγματα, τόσο πιο καλά ζεις μέχρι τότε που δεν τα είχες ανακαλύψει!

Φιλαράκια και φιλίτσες, μπήκε η αρκούδα μες την καλύβα μας και πρέπει να τη βγάλουμε έξω. Δεν μπορούμε να κοιμηθούμε μαζί της.[ Έχετε κοιμηθεί με αρκούδα;] 
Η κριτική είναι ελεύθερη σε μια δημοκρατική χώρα. Η καλή και η κακή. Όλοι μπορούμε να κρίνουμε, μπορούμε να πούμε ευθέως δε μου αρέσει αυτό το έργο ζωγραφικής, αυτό το θεατρικό είναι καλό, εκείνο το βιβλίο είναι κάκιστο. Αυτό το δημόσιο πρόσωπο[ επώνυμο] δεν έπραξε καλά. Στην Αμερική χώρα ελευθερίας! μπορείς και να δυσφημίσεις: Η κόκα κόλα είναι σκατά. Γι αυτό πίνω Πέπσυ.

Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2022

ΤΟ ΛΙΒΆΔΙ ΜΕ ΤΙς ΠΑΠΑΡΟΎΝΕΣ

 


    Υπήρχαν πολλά πράγματα να κάνουμε εκείνο τον καιρό που
    όλα φαίνονταν καλά.
    Η ωραιότης της αγάπης, το σύνορο ενός ατέλειωτου χρόνου
    ένα ποτήρι νερό στο τραπέζι μας, μια στάλα τσιγάρο, ένα ρόδο ανθισμένο
    Μα για την αγάπη μας δε μιλήσαμε ποτέ.
    Κρατήσαμε την ανάσα μας αποσταμένοι, δε θέλαμε να το πούμε
    υπήρχε πάντα αυτή η απόσταση μεταξύ μας, άλλος εγώ άλλη εσύ
    Γι΄αυτό δε λύσαμε ποτέ το σχοινί της βάρκας που
    έμενε δεμένη στο ήσυχο λιμάνι μας.
    Μας απόμενε να κοιταχτούμε στα μάτια κάποτε
    όταν αυτό που θέλαμε να πούμε ήταν αναγκαίο
    Μα για την αγάπη μας δε μιλήσαμε ποτέ
    μας στεναχωρούσε ένα αγκάθι από παλιά. Εμένα και εσένα.
    Η ζωή μας θα κυλούσε αμείωτα στερημένη εξ αιτίας
    πως έπρεπε κάποτε να μιλήσουμε στα ίσια. Εσύ κι εγώ.
    Κρατούσαμε μυστικά χωμένα στο βυθό της ψυχής
    όπως αν είχαμε σκοτώσει έναν άνθρωπο, ένα ζώο.
    Ο φόβος της αποδοχής, μην είμαστε οι καλύτεροι
    ο χρόνος που έτρεχε εναντίον μας μη μας κατηγορήσουνε για προδότες
    ένα ποτάμι συμπληγάδων βράχων πήγαινε πέρα-δώθε τη θέληση μας
    να πούμε τα σύκα-σύκα και τη σκάφη- σκάφη.
    Ήρθαμε εδώ στο απέραντο λιβάδι με τις παπαρούνες
    νομίζοντας πως είμαστε ελεύθεροι- κατά μια έννοια σκλάβοι αυτής της ιδέας.
    Το λιβάδι δεν ήταν δικό μας, το χωρίσαμε σε πολλά μικρά-μικρά κομματάκια
    και πήρε ο καθένας την απόφαση να το δουλέψει όπως έπρεπε. Εσύ κι εγώ.
    Υποκριτές, ηθοποιοί της μιας δεκάρας, επειδή πάντα κάτι έπρεπε να κρύβουμε
    μη μας πούνε οι άλλοι ένοχους επειδή ποτέ δεν μπορούσαμε να τα πούμε όλα
    ν ανοίξουμε μια πέτρα στα δύο, να κινήσουμε ένα δρόμο που ν΄αγγίζει την καρδιά μας.
    Ο κόσμος μας φτιαγμένος απο σπάνιο υλικό της λογικής, ξεγελούσε εφήμερα
    -να κάνουμε την ανάγκη, πραγματικότητα, να δεχτούμε πως άλλοι ζουν κι άλλοι πεθαίνουν
    απλά γιατί έτσι έπρεπε εσύ κι εγώ να δεχτούμε πως ο κόσμος είναι πολύς.
    Αν όμως απλά δε φιλιόμαστε πια, δεν κλαίμε επειδή
    στο λιβάδι στέγνωσαν οι παπαρούνες και γεμίσαμε αγκάθια
    η ωραιότης της θάλασσας που αγαπήσαμε με πάθος
    καθώς τα κύματα είναι πάντα συντροφιά μας
    είναι γιατί η απόγνωση κυρίευσε τα σωθικά μας
    Να εξηγήσουμε την αλλοτρίωση δεν μπορούμε
    Η εναντιότητα δεν τελειώνει στο πουθενά
    Εν ολίγοις
    κερδίζουμε ότι κερδίζουμε βαδίζοντας σε ένα στενό μονοπάτι
    μέχρι ο θάνατος να στερήσει τις απόψεις μας
    Με υπεροψία αντιμετωπίσαμε την αγάπη
    Ο κόσμος δεν είναι κακός;
    Θέλαμε πολλά να πούμε μα δεν τα λέγαμε
    η ελευθερία ένας κόμπος στο λαιμό.
    Διαβάσαμε πολλά βιβλία, μάθαμε την εξουσία να κυβερνά φιλόφτωχα
    Αλλά το πρόβλημα άλυτο μεταξύ εσένα κι εμένα.
    Η ωραιότης ενός κόσμου φτιαγμένου από σίδερο
    με σφυρί και αμόνι, στο περιθώριο γραμμένο με Γραμμική βήτα.
    Κοντάρια με αιχμηρές μύτες, σπαθιά που θέριζαν κορμιά αντί στάχυα
    Άνθρωποι που πέθαιναν στο πουθενά.
    Εσύ κι εγώ.
    ΠΟΙΗΜΑΤΑ Κ. ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ.

    12 σχόλια


    Ολυμπία Βλαχοπούλου
    Αφιερώνω μια φωτογραφία μου. ..δεν έχω λόγια!
    Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.
    1

  • ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ
    Γειάσου Ολυμπία, ωραίο το ηλιοβασίλεμα; [μπορεί να είναι και ανατολή!]



  • Ολυμπία Βλαχοπούλου
    καλησπερα Κωστα , ανατολη ειναι !




  • Elisabeth Maousidou
    Καλησπέρα, διαβάζω, διαβάζω και το ποίημα αγγίζει την ψυχή μου, και αμέσως μου έρχεται η σκέψη ,πως ως τώρα δεν είχα διαβάσει αυτό το Αριστούργημα,.. και ποίος να το έγραψε.. Φτάνοντας στο τέλος είδα ότι ήταν δικό σου Κώστα. Τα
    συγχαρητήρια
    μου, εξαιρετικό!! Έχω διαβάσει πολλή ποίηση από παιδί ,ως τώρα εκεί βρίσκω παρηγοριά .


    ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ
    Ελισάβετ, έχω γράψει ίσως πάνω από διακόσια ποιήματα που δεν έχω εκδώσει μέχρι τώρα, νομίζω δοθείσης ευκαιρίας θα το κάνω. Ευχαριστώ για τα ωραία σου λόγια. [Νομίζω πως πρέπει να σεβαστούμε περισσότερο την ποίηση.]


  • Elisabeth Maousidou
    Εγώ διάβασα 3 φορές το ποίημα σου Κωστα, έχει δομή, πολύ σωστές στροφές, ειναι πολύ καλογραμμένο.



  • ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ
    Νομίζω πως όταν αναδιαβάζουμε κάτι, σημαίνει πως μας αρέσει. Κι εγώ μελετώ πολλές φορές τα γραπτά μου και πιστεύω πως αν δεν αρέσουν σε μένα, δε θα αρέσουν και στους άλλους. Είναι μια χρόνια σχέση με όλα τα κείμενα φυσικά ωραίων ποιητών και συγγραφέων που μας προσφέρουν μια απόλαυση, έστω μια μικρή ευτυχία.


    Chrysa Hamba
    ειναι απλα υπεροχο

 

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ

 


 

Εντέλει κάθισε η Λουτσία να πιούμε τον καφέ μας στο βρώμικο καφενείο κι εγώ ένιωσα πως κέρδισα μια μικρή μάχη- έστω μικρή. Κουβεντιάσαμε αρκετά σε ανεβασμένους τόνους, συνήθως δεν κουβεντιάζαμε, τσακωνόμαστε αλλά όλο και κάπου βρίσκαμε τρόπους να επανερχόμαστε. Έτσι και τότε. Μόλις έπιασε η βροχή, εκείνη η παράξενη Φθινοπωριάτικη νεροποντή, χαμογελάσαμε και πήραμε τους δρόμους. Κατεβήκαμε κάτω, στο βάθος, στην ερημιά. Τη λαχταρούσα- όπως κι εκείνη εμένα. Της χάιδευα τα βρεγμένα μαλλιά και κείνη με κοίταζε στα μάτια ώρες πολλές, ατέλειωτες.
Είχε νυχτώσει, η βροχή συνέχιζε να ψιχαλίζει όταν αποφασίσαμε να σηκωθούμε, με τη γλύκα του έρωτα μες στη βροχή, στην άκρη της θάλασσας, μέσα στα μάτια μας, να δηλώνουν όλα αυτά μια μεγάλη και μια μικρή ευτυχία. Αυτές ήταν από τις πιο όμορφες και υπήρχαν πολλές, που ζήσαμε με τη Λουτσία. Ήταν οι ώρες, που λες και στον κόσμο, ζούσαμε μόνο εμείς. Κανένας άλλος. Έξω από κάθε είδους ενοχές και προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου. Ακόμα και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, εκεί που κάθομαι, στη βεράντα ή μπροστά στο καβαλέτο μου, έρχονται ζωντανά τα γαλάζια της μάτια να μου θυμίζουν τις υπέροχες μέρες της νιότης.
Μαζί της είχα γίνει πολύ ρομαντικός. Της μάζευα λουλούδια, πέτρες, κοχύλια στην αμμουδιά, της έπαιρνα μικρά δωράκια. Αυτές ήταν οι κρυφές χαρές μου, εμένα που πίστευα πως ποτέ δε θα έκανα τέτοια πράγματα, μια και θεωρούσα τον εαυτό μου πιο ρεαλιστή. Αυτό έγινε μόνο εκείνη την εποχή, γιατί, ανέκαθεν έλεγα πως ο άντρας πρέπει να είναι άντρας και να μη παιδιαρίζει με ερωτικά σαχλοπράγματα. ‘Εξ άλλου έλεγα ακόμα, πως ο άντρας που δεν έχει ξεπεράσει το ερωτικό του πρόβλημα κι ενώ είναι ήδη τριάντα χρονών, δεν πρόκειται να γίνει ποτέ ένας πετυχημένος άνθρωπος. Δεν ξέρω αν είχα δίκιο ή άδικο, πολλοί υποστηρίζουν το αντίθετο, πως αυτό είναι ταμπού και πως ο άντρας πρέπει να είναι τρυφερός, ότι μπορεί να κλαίει.
Διαφωνούσα και θα διαφωνώ πάντα- ήταν δικές μου σκέψεις που όσο κι αν μεγάλωνα, δε θα τις άλλαζα. Σεβόμουν τον εαυτό μου κι αυτό μου άρεσε, αν έχανα αυτό το κομμάτι, το παζλ της ζωής μου δε θα είχε κανένα νόημα.
Το νόημα της ζωής.
Και ήρθε μια από τις επόμενες μέρες το μαντάτο ενός θανάτου να μας το ξαναθυμίσει πιο έντονα. Ο θάνατος του συνταγματάρχη Παπαγέρωφ Νικολάου.
Εμάς πιθανώς, ούτε κρύο, ούτε ζέστη μας έκανε η είδηση αλλά της Βασιλικής της κόστισε. Πατέρας της ήταν κι έκλαιγε με τις ώρες και μένα για να πω κάποια αλήθεια με ψυχοπόνεσε, άνθρωπος ήταν και με είχε βοηθήσει κάποτε.
-Πέθανε χτες τα χαράματα, μου είπε ο Δούκας. Πρέπει να φύγουμε.
Η Βασιλική δίπλα του δεν έβγαζε μιλιά. Κόκκινη, κλαμένη, στο μαύρο της το χάλι. Ο Δούκας σχετικά αδιάφορος, έκανε ότι έκανε από ανάγκη και περισσή δυσφορία. «Τώρα έτυχε κι αυτό;» είμαι σίγουρος ότι θα σκεφτόταν.
-Εμείς θα φύγουμε, επανέλαβε σαν ηχώ. Δεν ξέρω αν θέλεις να έρθεις αλλά πρέπει κάποιος να μείνει εδώ, στο μαγαζί. Τι λες;
-Δεν ξέρω, του απάντησα. Ήθελα να έρθω, πέθανε ένας άνθρωπος που καλώς ή κακώς, κάποτε μας είχε βοηθήσει. Αλλά έτσι όπως είναι οι καταστάσεις, είναι και η Λουτσία εδώ, τι να πω….
-Γιατί, τι θα πάθει; με ειρωνεύτηκε και δε μου άρεσε. Θα πάθει τίποτε αν λείψεις; συνέχισε. Τέλος πάντων εμείς φεύγουμε, πάμε Βασιλική. Θα επιστρέψουμε σε τρεις –τέσσερις μέρες. Έχε το νου σου στις δουλειές.
Έφυγαν.
Σαν έμεινα μόνος, θυμήθηκα κάμποσες στιγμές που είχαμε ζήσει στη Ρόδο με τον συνταγματάρχη και τη μια έλεγα δε βαριέσαι, πέθανε τώρα ο άνθρωπος ας συγχωρεθούν οι πράξεις του και απ την άλλη θυμόμουν τις κακίες του, περισσότερο όταν με έδιωξε κι εμένα κι έλεγα πάλι, τέτοιος ήταν, παρόμοιο τέλος θα είχε. Παλιάνθρωπος υπήρξε ο συνταγματάρχης, συμφωνούσε και ο Δούκας όπως οι πιο πολλοί που τον ήξεραν. Αλλά όταν πεθαίνει ένας άνθρωπος, τα μισά τουλάχιστον συγχωρούνται αν κι εγώ δεν ήμουν σίγουρος αν συμφωνούσα. Γιατί δηλαδή; Τι νόημα είχε αυτή η συγχώρεση; Έτσι κι αλλιώς ούτε θα τον ενδιέφεραν πια. Γι αυτό το έβλεπα άσκοπο αλλά τέλος πάντων ας το πάρει κι αυτό το ποτάμι.
Ο Δούκας με τη Βασιλική γύρισαν πράγματι σε τρεις μέρες. Δεν κουβεντιάσαμε άλλο για τον συνταγματάρχη αλλά για τα δικά μας. Βγήκαμε ένα από τα επόμενα βράδια οι δυο μας να τα πούμε. Πήγαμε στο Αγκάσι σε ένα ταβερνείο. Ο καιρός στένευε και ήθελα να μιλήσω μαζί του.
-Μείνε σε παρακαλώ, είπα στη Λουτσία. Έχουμε να κουβεντιάσουμε τα δικά μας, δε νομίζω πως θα σε ενδιαφέρουν.
Έδειξε να καταλαβαίνει αλλά πάλι μούτρωσε. Δεν ήθελε να την αφήνω μόνη, ίσως με αγαπούσε παραπάνω απ όσο έπρεπε.
Ο Δούκας ήταν πολύ λυπημένος. Τσιμπούσε ανόρεχτα τους μεζέδες, έπινε το κρασί συλλογισμένος. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Σωπαίναμε σα να μη μπορούσαμε να μιλήσουμε κι από πού ν αρχίσουμε.
-Αυτός τα είχε φάει τα ψωμιά του Αλμύρα, εννοώντας τον συνταγματάρχη. Εμείς οι ζωντανοί τι κάνουμε; Είπε σε κάποια αόριστη στιγμή
-Τι εννοείς; Τον ρώτησα πιο πολύ για ν ανοίξει η κουβέντα μας.
Τον είδα που τον έπιανε το παράπονο, το πάθαινε συχνά τελευταία. Ποτέ δεν τον είχα δει τόσο απελπισμένο, τόσο απογοητευμένο.
-Τι με ρωτάς; Έκανε πικρόχολα. Όλα στραβά μου πήγανε. Πάνε όλα φίλε το καταλαβαίνεις αυτό; Κουράστηκα πολύ για να τα φτιάξω και τα χάνω σε τόσο λίγο χρόνο. Αύριο, μεθαύριο θα έρθουν από εδώ οι τραπεζικοί για κατασχέσεις. Δε γλιτώνω, στο τσακ προλαβαίνω να γλιτώσω τη φυλακή. Ευτυχώς που δε με κυνηγάνε και οι έμποροι αλλιώς θα πήγαινα σίγουρα μέσα.
-Χρωστάς τόσα πολλά; Απόρεσα. Πως έγιναν, θέλω να πω, πως τα κατάφερες…
-Δεν ξέρω, έκανα πολλά λάθη, το αναγνωρίζω. Τώρα δε διορθώνεται τίποτε.
Είχα αντιληφτεί από καιρό πως η κατάσταση του ήταν σχεδόν τραγική αλλά έλεγα πως έστω την τελευταία στιγμή, κάτι θα έκανε για να προλάβει το μεγαλύτερο κακό.
-Δεν τα ξέρεις καλά σε δικαιολογώ. Άμα σε πάρει όμως ο κατήφορος, δύσκολα σταματάς. Κι εμένα με πήρε από τότε που έγινε αυτή η ιστορία, με το γαμπρό μου, τον Τσάβαλο. Από τότε πήγαν όλα στραβά, τίποτε δεν έμεινε όρθιο.
Είχαμε συναισθηματική φόρτιση κι ένιωθα πως θα τον έχανα τον φίλο μου για καιρό.

  Απόσπασμα από το μυθιστόρημα μου με τον ομώνυμο τίτλο

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2022

ΛΊΓΟ ΠΡΙΝ, ΛΊΓΟ ΜΕΤΆ

 


 

Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ [ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΈΝΟ΄]
Χειμώνας λίγο πριν, λίγο μετά την κόλαση. Το κρύο έμπαζε από παντού όσα ρούχα κι αν φορούσες, όσο κι αν επιδιόρθωνα τις ρωγμές του σπιτιού μου. Η σκεπή είχε χαλάσει προ πολλού, την πήρε ο αγέρας και την πήγε στο πουθενά. Κεραμιδένια ήταν η σκεπή που την είχε φτιάξει ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου που ήταν μάστορας στην πέτρα. Μια ζωή με ένα σφυρί στον ώμο με τις άσπρες πέτρες να ομορφαίνουν στα χέρια του, έτσι μας μεγάλωσε εμένα και την αδερφή μου κι ύστερα πήρε τα μάτια του να πάει ή στην κόλαση ή στον παράδεισο του. Η αδερφή μου παντρεύτηκε έναν εφοριακό, έναν άνθρωπο στηριγμένο στο χρήμα και πουθενά αλλού. Σε λίγο έκαναν δυο-τρία παιδιά κι από τότε σταμάτησαν να κάνουν έρωτα. Ζούσαν μαζί μισώντας ο ένας τον άλλον για την ανάγκη που τους ένωσε. Εγώ συνέχιζα να ζω στο σπίτι χωρίς σκεπή. Χρόνια πετροβολούσα τα ντουβάρια ν ανοίξουν, κοιμόμουν σε ένα κρεβάτι δίχως στρώμα, χωρίς γυναίκα ή για να λέω και κάποιες αλήθειες που και που τον βάφτιζα σε πρόσκαιρα ξένα πόδια που ποτέ δε μου έδωσαν άλλη χαρά εκτός από τη χαρά του βιαστικού ξεπεσμού της αγάπης που περίμενα λίγο πριν λίγο μετά την κόλαση.
Το όνομα μου είναι Νίκος, αν αυτό λέει κάτι, αν έχει νόημα το όνομα ενός ανθρώπου που δεν πήρε ποτέ σοβαρά τη ζωή και ζούσε όπως ζούσε. Δουλειά σταθερή δεν έκανα ποτέ. Πότε εδώ και πότε εκεί αρμένιζα τα πανιά μου. Τελευταία όμως αφού ήδη σαραντάριζα κάτι σκαρφίστηκε το τσερβέλο μου πως η ζωή είναι σύντομη και δεν προλαβαίνω κι αποφάσισα ν αλλάξω τροπάρι. Είχα έναν ξάδερφο που χρόνια με αγαπούσε κι όλο ήθελε να με δει να κάνω προκοπή. Έλα μου έλεγε στο φούρνο να δουλεύεις και θα δεις πως θ αλλάξει η ζωή σου. Φούρναρης εγώ; σκεφτόμουν αλλά σαν έδεσαν τα πλοία το πήρα απόφαση. Φούρναρης γαμω το κέραττο μου! Έτσι βολεύτηκα από δουλειά, ξυπνούσα τέσσερις το πρωί κάθε μέρα βέβαια αλλά λίγο με ένοιαζε. Για μένα όλα ήτανε ίδια: τι μέρα τι νύχτα έλεγα. Ναι αλλά πρέπει και να παντρευτείς τώρα, μου έλεγε συνέχεια ο ξάδερφος που ήταν σαράντα χρόνια φούρναρης και σαράντα χρόνια παντρεμένος με την Ελένη. Παιδιά δεν είχαν, δεν μας έδωσε ο θεός έλεγε η Ελένη κι εγώ γελούσα κάτω από τα μουστάκια μου. Μη γελάς ξάδερφε, συνέχιζε η Ελένη. Όλα είναι κανονισμένα, συνέχιζε κι έτρεχε κάθε μέρα στα καντήλια και τις εκκλησιές. Εγώ όμως όλα αυτά τ άκουγα βερεσέ. Δεν ήθελα να παντρεφτώ, να βρω τον μεγάλο έρωτα της ζωής μου έψαχνα, το άλλο μου μισό και τα λεγα στον ξάδερφο. Νίκο, μην πετάς στα σύννεφα, δεν υπάρχουν τα άλλα μισά, κοίτα να βρούμε μια καλή γυναικούλα, να χει κάτι, κανένα σπίτι, να βάλετε το κεφάλι μέσα. Εχω σπίτι, απαντούσα εγώ που είχα αρχίσει να επιδιορθώνω τη σκεπή του δικού μου. Εντάξει, αλλά να έχει κι αυτή κάτι, μην είναι του πεταμού, το χαβά του ο ξάδερφος που είναι αλήθεια ήταν ανοιχτοχέρης μαζί μου. Βγαίναμε πολλές φορές στο καφενείο και ποτέ δε με άφηνε να πληρώσω. Αυτή ήταν μια από τις διασκεδάσεις μου. Κι άλλη μια που την είχα απωθημένο από καιρό ήταν τα ρούχα. Α, μου άρεσαν τα ωραία τα ακριβά ντυσίματα! ήταν μια ιδιοτροπία μου αυτή και ανεξέλεγκτα από το φύλο πάντα πρόσεχα τους καλοντυμένους ανθρώπους.
Κάθε Σάββατο μεσημέρι που έκλεινε ο φούρνος έπαιρνα τα μάτια μου και εξαφανιζόμουν. Φορούσα τα σπορ ή τα κουστούμια μου και έφτανα σε κάποιο σταθμό τρένου. Μόνο με τα τρένα μου άρεσε να ταξιδεύω, τα είχα αγαπήσει από παιδί και ασκούσαν μια μαγεία επάνω μου. Ένιωθα μια απίστευτη ευτυχία μόλις έμπαινα σε κάποιο βαγόνι για να φύγω για το πουθενά, για την κόλαση μου αλλά δε με ενδιέφερε. Το ταξίδι με ένοιαζε, να τσουλάω πάνω στις ράγες, τα τρένα να σφυρίζουν κι έξω να βρέχει, να φουσκώνει μια ομίχλη τον κόσμο κι εγώ να χάνομαι σε ωραία παραμύθια. Έτσι κι αυτό το Σαββατοκύριακο είχα αποφασίσει να πάω στο τέρμα του πουθενά. Έβγαλα εισητήριο μέχρι τη Λάρισα κι έπειτα θα έβλεπα. Αυτό ήταν το πουθενά αλλά δε με ένοιαζε. Κάθισα στο κουπε χαρούμενος και χαρούμενος άνοιξα το βιβλίο μου να χαζέψω κοιτάζοντας ευτυχισμένος έξω από τα τζάμια, ενώ το τρένο ήταν ακόμα στην αναμονή, στο τσακ για να ξεκινήσουμε. Σαν αστραπή,σα κινηματογραφική ταινία, μια κυρία έτρεχε με την ανάσα της να προλάβει ν ανέβει, ήταν λίγο χοντρούλα, μελαχροινή, πότε πρόλαβα και το είδα αυτό και μου φάνηκε όμορφη που είπα να, μια τέτοια γυναίκα ήθελα να μου τύχει.
Το τρένο για την κόλαση ξεκίνησε αργά - αργά όπως ξεκινάνε όλα τα τρένα του κόσμου. Δεν ήξερα τι με περίμενε και ποιος ξέρει άραγε τι το περιμένει. Η ζωή του καθενός είναι αόριστη και δεν ξέρω γιατί, ενώ συνήθως ήμουν χαρούμενοςσ΄αυτά τα ταξίδια, με έπιασε κάτι σαν θλίψη. Αόριστη κι αυτή, πως είναι μερικές φορές που δεν ξέρεις τι σου φταίει; Ήθελα ν ανάψω τσιγάρο να κρύψω τα χέρια μου αλλά απογορεύεται να καπνίζεις πια στα τρένα. Ήθελα να κατέβω αλλά η επόμενη στάση 'ηταν μαριά στο Κακοσάλεσι, ή στον Αχλαδόκαμπο. Τελικά έμεινα ριζωμένος στο κουπέ μου. Η ροδοπέταλη χοντρούλα απέναντι με παρατηρούσε άνετα, με τα μεγάλα μαύρα μάτια της. Στο κουπέ ήμασταν οι δυο μας, κανείς άλλος. Κοίταξα γύρω να δω. Κανείς.
-Τι κοιτάτε; μου έκανε ευθέως την ερώτηση.
-Μα, όχι κυρία μου...εγώ...πήγα να δικαιολογηθώ.
-Καταλαβαίνω κύριε μου, καταλαβαίνω. Έχετε μοναξιά. όλος ο κόσμος έχει.
-Ναι, δηλαδή, όχι, με παρεξηγήσατε. Μα, τι έλεγα; Εγώ δεν ήμουν ποτέ έτσι με τις γυναίκες; Σοβαρεύτηκα λοιπόν και πήρα το καλό μου, το ωραίο μου ύφος.
-Με λένε Νίκο, της είπα. Να συστηθούμε μια και έχουμε ταξίδι μπροστά μας.
-Έχετε δίκιο, εντυπωσιάστηκε από την αλλαγή μου, εμένα Αλίκη και χάιδεψε τα ανάκατα μαλλιά της με χάρη. Είμαι από τη Λάρισα, ξέρετε εκεί πάω τώρα, συνέχισε λίγο αδέξια. Αλήθεια τι δουλειά κάνετε; Εγώ γράφω ποιήματα!
-Κι αυτό είναι δουλειά; γέλασα πλατειά.
-Μη γελάτε. Μου φαίνετε πως γελάτε σε άσχετο χρόνο. Όχι δεν είναι δουλειά αλλά μου αρέσει. Η δουλειά μου είναι προισταμένη σε μια εταιρεία αλλά δεν έχω ανάγκη.
-Θέλετε να πείτε είσαστε πλούσία; έγειρα προς το μέρος της έτσι που τα χνώτα μας συναντήθηκαν και τα μάτια μας ερωτεύθηκαν από την πρώτη στιγμή. Φορούσε ένα υπέροχο άρωμα και τα χείλη της ήταν ολοστρόγγυλα, βαμμένα κόκκινα, γλυκά. Μου ήρθε να τη φιλήσω.
- Ααα, κύριε! έκανε λίγο πίσω το κεφάλι της. Είστε πολύ επιθετικός και γνωριζώμαστε μόνο λίγα λεπτά της ώρας!
-Έχει σημασία αυτό;
-Όχι, έχεις δίκιο, δεν έχει, γύρισε στον Ενικό. Εσύ τι δουλειά κάνεις;
-Βοηθός φούρναρη, αχνογέλασα και κείνη στραβομουτσούνιασε, το πιασα το σκηνικό.
-Δεν πειράζει, είπε για να πει κάτι. Κι ύστερα: θέλετε να σας διαβάσω ένα ποίημα μου; ε; είναι για τον έρωτα; Α, δε σε ρώτησα είσαι παντρεμένος;
-Όχι, εσύ;
-Ο άντρας μου πέθανε, μου άφησε δυο παιδιά και μια περιουσία στον κάμπο της Λάρισας. Να σας διαβάσω το ποίημα; κι έβγαλε ένα ακριβό σημειωματάριο.
- Διάβασε, κι εμένα μου αρέσει η ποίηση. Διαβάζω Πόε, Ντύλαν Τόμας, Λάγιος..
-Αααα, αυτό είναι υπέροχο! Ταιριάζουμε. Άκουσε λοιπόν:
Ο έρωτας στις γειτονιές
μοιάζει με κυπαρίσσι
κι εγώ λατρεύω τις θεούς
το εργατικό μελίσσι.
Το κόκκινο χιόνι άφριζε στις ακτές του νου
κανείς δεν μπορούσε να πεθάνει
ξερόκλαδα του κάμπου η ζωή
στηριγμένος ο πονος στον έρωτα
όλα είναι έρωτας στο κόκκινο χιόνι
Το ανοιχτό παράθυρο έμπαζε πρωινό αέρα, ομίχλη που κοιμόταν στη σκιά του Ολύμπου κι εγώ καθόμουν κι άκουγα ποίηση που μου διάβαζε η Αλίκη. Το τρένο ταξίδευε με ιλλιγιώδη ταχύτητα, όπως και η ζωές μας. Την ξανακοίταξα και σκέφτηκα από ποιο όνειρο είχε ξεφυτρώσει.
Κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά, το τρένο σταμάτησε. Μια στάση πριν το τέλος ήταν αυτή; ή το τρένο είχε πάθει βλάβη; Κοίταξα έξω απ΄το παράθυρο. Η ερημιά τύλιγε με σεντόνια ομίχλης τα λιγνά δέντρα, το πράσινο τοπίο της μοναξιάς.. Τα βουνά αργοκυλούσαν ανάμεσα στα σύννεφα κι εγω μαζί τους, κάπου εκεί βρισκόμουν."Τι έγινε;" με ρώτησε με αγωνία η Αλίκη και σφίχτηκε πάνω μου. "Δεν ξέρω" μουρμούρισα και κοίταζα τα χέρια της που έσφιγγαν το μπράτσο μου. "Σταμάτησε πριν από ένα τουνελ" είπα χωρίς ανάσα. Απο ένα μεγάφωνο μας ειδοποίησαν πως έπρεπε να περιμένουμε τη συνάντηση με ένα άλλο τρένο και μετά το τούνελ θ αλλάζαμε γραμμή. Μπορούσαμε αν θέλαμε να κατεβούμε. Κοιταχτήκαμε με την Αλίκη. 'Αλλο που δε θέλαμε κι ορμήσαμε στην έξοδο παρασέρνοντας όσους βρίσκονταν στο διάδρομο, οι οποίοι με τη σειρά τους μας έρριχναν βλέμματα απορίας ή χαιρεκακίας αλλά τι μας ένοιαζε; Βγήκαμε στο ψιλόβροχο, περπατήσαμε στη χλόη, ανάψαμε τσιγάρο. Είμασταν πολύ χαρούμενοι. Η Αλίκη κάθε τόσο με κοίταζε με ενθουσιασμό. Το ίδιο κι εγώ. Ξαφνικά, σταμάτησε πάνω στις ράγες και μου απάγγειλε με υποκριτικό ταλέντο:
"Θέλω να'σαι παρόν στην κάθε μου ανάσα.
Το ακίνητο σημείο μου,
σε έναν κόσμο που μόνο περιστρέφεται.*
Χειροκρότησα. Είναι δικό σου αυτό; τη ρώτησα. Ναι, μου απάντησε και φιληθήκαμε για πρώτη φορά. Ανάμεσα από τη γλύκα του φιλιού της έβλεπα τους επιβάτες να μας κοιτούν με τρόμο, με ολάνοιχτα μάτια κι όλοι σκέφτονταν, πως είναι δυνατόν; αφού μόλις πριν μια ώρα έχουν γνωριστεί; Το πλήθος μου άρεσε πάντα σαν εικόνα, ήθελα να βλέπω κόσμο, συγκεντρωμένο λαό, να φωνάζει, να ουρλιάζει, στις πλατείες, στα μπαλκόνια, στα γήπεδα, παντού. Με γιγάντωνε αυτή η λεηλασία της ψυχής τους στους δρόμους να ζητάνε τα δίκαια.
-Ωραίο αυτό! Είσαι και εσύ ποιητής μάτια μου; Ω, πόσο σ αγαπώ! αναφώνησε η Αλίκη.
-Ποιο;
-Το "με γιγάντωνε η λεηλασία της ψυχής τους στους δρόμους να ζητάνε τα δίκαια", μεγάλη σκέψη, είσαι και εσύ ποιητής!
-Όχι, δεν είμαι. Είμαι βοηθός φούρναρη, αχνοείπα και την κοίταξα βαθιά στα μάτια, πως διάβασες τη σκέψη μου;
-Είναι εύκολο όταν αγαπάς. Και συ μ αγαπάς, έτσι δεν είναι; Γιατί να είσαι βοηθός φούρναρη;
-Τι θα θελες να είμαι; μούτρωσα.
-Ελα, μην κάνεις έτσι αλλά εσύ μου μοιάζεις για βασιλιάς, για αρχοντόπουλο, πες μου πως θα με παντρευτείς!
-Αααα! γέλασα. Πότε έφτασες μέχρι εκεί;
-Είδες πόσο εύκολο είναι; Εγώ λέω να έρθεις στη Λάρισα, να μείνουμε μαζί. Μη σε νοιάζει, έχω εγώ απ΄όλα. Σπίτια λεφτα, περιουσία.
Και φιληθήκαμε πάλι ενώ είχε φτάσει το άλλο τρένο κι άλλαζαν γραμή, και σφύριζαν αδιάκοπα μέσα στην ερημιά. Για μένα σφυρίζουν, σκέφτηκα. Ήταν τα τρένα της κόλασης που συναντιόνταν σε μια αποτρόπαια ερημιά. Το κρύο περόνιαζε τα κόκαλα, οι μύτες μας είχαν κοκκινίσει. Με τα χέρια σφιχτοδεμένα ορμήσαμε να προλάβουμε το δικό μας τρένο, μη μας φύγει, στο τσάκ αρπαχτήκαμε από τις λαβές της πόρτας που είχε μισοκλείσει και για λίγο ταξιδεύαμε κρεμασμένοι, μετέωροι, λίγο πριν το θάνατο. Η Αλίκη ούρλιαζε με τρόμο, το τρένο σφύριζε οι σιδεροτροχιές έβγαζαν σπίθες, τα μάτια μου πέταγαν σπίθες, θα πεθαίναμε τώρα που βρεθήκαμε; συλλογίστηκα. Το πλήθος από μέσα ούρλιαζε, ξεσκιζόταν στη λύπη ή τη χαρά για μας που ή θα πέφταμε στο γκρεμό ή θ άνοιγε η πόρτα και θα χωνόμασταν μέσα στο βαγόνι και θα γλιτώναμε από του χάρου τα δόντια. Κανείς δεν ήξερε. Όλα κρεμόταν από μια κλωστή. Ή ζούμε ή πεθαίνουμε. Τελικά η πόρτα άνοιξε, μας είδε ο οδηγός από τον καθρέφτη και τραβούσε τα μαλλιά του, θα με πάτε φυλακή ηλίθιοι, ούρλιαξε. Μπείτε μέσα! που να με πάρει και να με σηκώσει!
Μόλις έκλεισε η πόρτα, έγινε πρώτα μια σιωπή, όλοι μας κοίταζαν επιτιμητικά. Αγέλαστες μάσκες, ανδρών, γυναικών και μωρών παιδιών, μας κοίταζαν βλοσυρά κι έρχονταν προς το μέρος μας, έκαναν κύκλο απειλιτικό. Ήμασταν μέσα στο τούνελ. Μέσα σε ένα ανθρώπινο τούνελ. Γλιτώσαμε από το γκρεμό, δε θα γλιτώσουμε από δαύτους, είπε σιγανά δίπλα μου η Αλίκη και κρεμάστηκε στον ώμο μου. Ωχ, από τώρα ήθελε να την κουβαλάω, σκέφτηκα και την πήρα αγκαλιά με αγέρωχο ύφος προχώρησα, ανοιξα δρόμο στο φουρτουνιασμένο πλήθος. Προτού μπώ στο κουπέ μας έρριξα μια ματιά πίσω μου και τους είδα όλους να μειδιούν ειρωνικά με σφιγμένα χείλια.
Στριμωχτήκαμε από το πλήθος στο διάδρομο, μέχρι να φτάσουμε στο κουπέ είχα πάρει παραμάσχαλα την Αλίκη, με το δεξί μου χέρι, μπήκα μέσα κι ανάσαινα βαριά αφού την άφησα με σιγουριά στο κάθισμα. Εκείνη ανασηκώθηκε σχεδόν δακρυσμένη και με κοίταξε στα μάτια.
-Όταν σε κοιτάζω στα μάτια, καταλαβαίνω γιατί γεννήθηκα. Είσαι ένα άπλετο φως που άνοιξε ξαφνικά για να φωτίσει το σκοτάδι γύρω μου. Καλέ μου, είσαι ένα πανέρι γεμάτο λουλούδια. Τι καλός που είσαι; Γιατί είσαι τόσο καλός; Ξέρω πως δε θα ξαναβρώ άλλον σαν εσένα!
Είχε γυρισμένη την πλάτη προς τα παράθυρα του κουπέ και δεν έβλεπε κατα εκεί. Της έγνεψα με τα μάτια να γυρίσει, να δει. Δεν ήμασταν πια μόνοι. Στο παράθυρο στέκονταν δυο φιγούρες. Η Αλίκη στραβομουτσούνιασε στην αρχή αλλά αμέσως χαμογέλασε.
-Εμείς είμαστε! μου είπε.
Ήταν ένα νιόπαντρο ζευγάρι Εκείνη με το νυφικό πέπλο, αυτός με το γαμπριάτικο κουστούμι. Όρθιοι στο ανοιχτό παράθυρο απ όπου έμπαινε η απογευματινή ομίχλη. Και τι ωραία εικόνα! Σαν παλιά φωτογραφία από αλλοτινά άλμπουμ, όταν οι άνθρωποι παντρεύονταν. Είκοσι χρονών παιδιά θα ήταν. Εκείνος σγουρομάλλης ροδόξανθος, εκείνη μαυρομαλλούσα κοπελιά με χαμηλωμένα τα μάτια. Χωρίς να πούνε τίποτε, αγκαλιασμένοι πέρασαν δίπλα μας, άνοιξαν την πόρτα, βγήκαν, χάθηκαν μαζί με την ομίχλη.
Μείναμε μόνοι. Σκοτάδι. Είχε αρχίσει να νυχτώνει ή μπήκαμε σε μεγάλο τούνελ; Είναι το μεγαλύτερο τούνελ αγάπη μου με πληροφόρησε η Αλίκη που ήξερε τη διαδρομή. Τώρα; σκέφτηκα θλιβερός. Τι θα γινόταν τώρα; πως είχα μπλέξει ξαφνικά στα πλοκάμια του έρωτα; Και την αγαπούσα πραγματικά ή ήταν ο πόθος μόνο που με κυρίευε; Έλα μωρέ, αστειεύθηκα στον εαυτό μου. Τι αγαπάς; Πότε πρόλαβες μέσα σε δυο ώρες; Γίνεται, δε λέω, μου δικαιολογήθηκε αλλά εσύ τώρα είσαι ερωτευμένος; Και η Αλίκη σε αγαπάει;
Την κοίταξα που είχε κλείσει τα μάτια με το κεφάλι ακουμπισμένο στα γόνατα μου. Ήταν όμορφη με τα κατακόκκινα χείλια της μισάνοιχτα. Έσκυψα και τα φίλησα. Η ανάσα της με δρόσισε απαλά, αργοσάλεψε ανέμελα, κοιμόταν πράγματι. Έφερα το δεξί μου χέρι στο πηγούνι μου, το πιασα με τον δείχτη και τον αντίχειρα και έμεινα εκεί για λίγο σαν απομίμηση του σκεπτόμενου του Ροντέν, να κοιτάζω στο κενό από εμένα μέχρι εκεί που άρχιζαν τα τοιχώματα του τούνελ. Περνούσαν αστραπιαία, μαυρισμένα ντουβάρια, χώματα, πέτρες, πόσα χρόνια έκαναν οι άνθρωποι μέχρι να φτιάξουν τα πρώτα τούνελ; Θυμήθηκα που ήμασταν παιδιά και παινευόμασταν πως η χώρα μας επιτέλους έφτιαξε μεγάλα τούνελ όπως ή Αμερική, η Γερμανία κι άλλες χώρες. Σκέφτηκα κι άλλα πολλά μέχρι να βγούμε από το τούνελ, μέχρι που με πήρε και μένα ο ύπνος κι έγειρα στην αγκαλιά της Αλίκης.
Όταν κατεβήκαμε στο σταθμό, στη Λάρισα, οι συνεπιβάτες εξαφανίστηκαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Εμείς κατεβήκαμε τελευταίοι, μόνοι. Ερημιά. Η ώρα θα ήταν οχτώ το απόγευμα αλλά τίποτα δε σάλευε. Οι γραμμές των τρένων παιχνίδιζαν σαν φίδια από τα φώτα που λαμπίριζαν πάνω τους. Τίποτε άλλο. Καθίσαμε σε ένα πράσινο ή λαδί παγκάκι. Λαδί. Δεν ξέρω γιατί είχαν αυτή την προτίμηση να βάφουν λαδιά τα παγκάκια σε όλους τους σταθμούς. Δεν ήταν χρώμα αυτό. Αυτό ήταν μια μουντή συμφορά.
-Φτάσαμε, είπε στεναχωρημένη δίπλα μου η Αλίκη. Το ταξίδι τελείωσε. Αντίο αγαπημένε.
Άνοιξα τα μάτια μου, έτοιμος ν αρνηθώ, μα μου το κλεισε με την παλάμη της.
-Μη! Μην το χαλάσεις! Ξέρω πως θα είναι φριχτό για σένα, πως δε θα το αντέξεις αλλά πρέπει. Αντίο αγαπημένε.
Σηκώθηκε. Ήταν πράγματι πολύ λυπημένη. Κι εγώ. Έκανε μερικά βήματα, προς τα εκεί, γύρισε.
Μια στάλα όνειρο είμαι κολλημένο στο τζάμι
ο έρωτας κρεμασμένος στην πόρτα
τυφλός.
Λογαριάζει τα κορμιά που θα παραδώσει
Πρώτα αγαπήσαμε το θάνατο
έλα , έτσι κι αλλιώς δεν ζούμε.
Με θάλασσα θα σκεπαστώ απόψε
Θέλω τα πόδια μου να γίνουν κύμα
κι έτσι ανήξερο να γιατρευτείς
μικρό μου όχι *.*
Απάγγειλε τους στίχους και χάθηκε σαν ηχώ, στο άδειο του μεγάλου σκοταδιού που με τύλιγε. Έμεινα εκεί, καθισμένος να χαζεύω. Τίποτε δεν μπορούσα να σκεφτώ. Ήθελα να κλάψω αλλά δεν μπορούσα. Είναι καμιά φορά κάποιες λύπες αβάσταχτες. Όπως αυτές του χωρισμού. Όταν δυο άνθρωποι δε θα ξαναβρεθούν. Γιατι ο χωρισμός είναι σαν τον θάνατο. Σηκώθηκα. Περπάτησα δίπλα στις ράγες του τρένου. Είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει αλλά δε με πείραζε. Τι να με πείραζε; Ήμουν ένας άνθρωπος που αγαπούσε τα ταξίδια με τα τρένα.
* Οι στίχοι είναι της Βενετίας Μακρυνώρη.
**Οι στίχοι είναι της ποιήτριας Χρύσας Αλεξίου.

 

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...