Σάββατο 16 Μαΐου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΜΟΙ 25




Η καταστροφή, λένε, όταν ξεκινάει δεν αργεί να ολοκληρώσει το έργο της. Όταν αρχίσεις να ροβολάς από την κορυφή, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να σταματήσεις, παρά ο λάκκος, το ρέμα, η λάσπη κι άμα στη ζωή αυτά που φτιάχνεις είναι ανεμομαζώματα, τα παίρνει πιο εύκολα ο ίδιος ο άνεμος που τα συμμάζωξε και τα σκορπάει στους πέντε τόπους. Θέλει γερό θεμέλιο η ρημάδα, ρίζες πλατάνου και όχι λεύκας. Πλατιές ν απλώνουν ολόγυρα, να κρατούν το νερό, να συμμαζεύουν, να ομορφαίνουν τη σκληράδα της.
Ο Δούκας τα έβλεπε όλα αυτά σαν φιλολογία, σαν το παραμύθι της γιαγιάς. Γι αυτό και πήγε χαμένος. Από τότε με τα γεγονότα, τα δικαστήρια και το σκοτεινό  σακάτεμα του Τσάβαλου, τον είχε πάρει η κατηφόρα. Σιγά-σιγά, τα παραμελούσε όλα, δεν πρόσεχε τις δουλειές του, έτρεχε, σκορπούσε αυτά που είχε οικονομήσει, στις λέσχες, στα πανηγύρια, στις γυναίκες της μιας νύχτας και την Φραντζέσκα που αυτή κι αν ήταν μεγαλύτερη καταστροφή του. Η γυναίκα των παιδικών του ονείρων.. Σπάταλη, ανικανοποίητη, απρόβλεπτη, τον έσπρωχνε αργά αλλά σταθερά στο γκρεμό. Ο χαλασμός του φαινόταν και μόνο αυτός δεν τον έβλεπε- ήταν μέσα στο χορό και χόρευε όπως του χτυπούσαν το ντέφι. Τα χρέη άρχισαν να πληθαίνουν, οι ακάλυπτες επιταγές γινόταν στοίβα, το μέγαρο του Δούκα έτριζε συθέμελα.
Ήρθε λοιπόν, γύρα το καράβι και μισοτσακισμένο έδεσε κάπου στη Ζάκυνθο. Το Φθνοπωράκι έσβηνε στη μελαγχολία του όταν φτάσαμε εκεί, εγώ, ο Δούκας, η Βασιλική, η Λουτσία, που δεν ήθελα να την πάρω μαζί μου αλλά εκείνη επέμενε. Έχω λίγες μέρες ελεύθερες γιατί να μη κάνουμε διακοπές μαζί; Μου είπε. Εμείς βέβαια μόνο για διακοπές δεν πηγαίναμε στο φιόρε του Λεβάντε, την ομορφιά του Ιονίου, όπως έλεγαν τη Ζάκυνθο. Της τα εξήγησα όλα αυτά, μέσες άκρες, συμπόνεσε το φίλο μου αν και δεν έδειχνε να τον συμπαθεί. Δεν πειράζει, μου είπε, θα κάνετε εσείς τις δουλειές σας κι εγώ τα μπάνια μου.
Προσπαθήσαμε οι δυο μας, με τον Δούκα, ν αναστήσουμε το
ALASKA FURS, ένα από τα τελευταία υποκαταστήματα που του είχαν απομείνει. Στη Θεσσαλονίκη, την Κρήτη είχαν γίνει εξώσεις από την τράπεζα. Του έμενε το κεντρικό, κι αυτό εδώ στη Ζάκυνθο. Σε λίγο θα τα έχανε όλα. Ίσως το διαμέρισμα της Βασιλικής στο Κολωνάκι να γλίτωνε και τότε θα ζούσε εκεί, παρέα με τον συνταγματάρχη Παπγέρωφ Νικόλαο, εν μαλακίνσει και τη μάνα της την ασήμαντη κάποτε πλασιέ, ενοικιαζομένων δωματίων στη Ρόδο.
Προτού γίνουν όλα αυτά, το Φθινόπωρο της Ζακύνθου διαρκούσε εφιαλτικά. Η κατάρρευση διαγραφόταν παντού και δεν υπήρχαν πια άνθρωποι να ακολουθούνε τον Δούκα. Η υπεροψία του τους είχε διώξει μακριά.
Έτσι μου είπε.
-Πάμε εκεί ρε Αλμύρα, να βοηθήσεις κι εσύ, μπας και περισώσουμε τίποτε.
Δεν έχει ανάγκη αυτός, μου είπε κάποια στιγμή στην παραλία, η Λουτσία. Θα φτιάξει, είναι διορατικός, τον εαυτό σου να φοβάσαι.
Δεν ενδιαφερόταν και πολύ για την κατηφόρα του φίλου μου ή καλύτερα δεν ενδιαφερόταν καθόλου για τους άλλους. Πολλές φορές με έπιαναν τα νεύρα μου που την έβλεπα τόσο άκαρδη, τόσο ασυμπόνετη.
-Έτσι είναι ρε κορόιδο! γνωμάτεψε ο Δούκας. Αυτοί που έχουν, δε σε λογαριάζουν ποτέ. Όχι αυτοί που τα έφτιαξαν με τον ιδρώτα τους, αυτοί που τα βρήκαν έτοιμα, είναι τα μεγαλύτερα αρπακτικά. Μην περιμένεις τίποτα από αυτούς.
Με εξέπληττε που και που, γιατί δεν τον είχα ικανό να κάνει τέτοιες σκέψεις και αυτή του, τώρα η σκέψη, μάλλον με τρόμαζε, επειδή πράγματι φαινόταν η φιλαργυρία, η διαφορετική πίστη στα κεκτημένα, στον τρόπο και στην συμπεριφορά της Λουτσίας. Δεν έδινε του αγγέλου της νερό μη της μιλούσες για φτωχούς, για κατατρεγμένους και περιθωριακούς- έστριβε στη γωνία. Η ψηλομυτιά της δεν τρωγόταν κι εγώ που είχα μάθει στη φτώχεια και τη μιζέρια, δεν ανεχόμουν εύκολα τα καμώματα της: Μη καθίσουμε εδώ να φάμε, μην πιούμε στον καφενέ τον καφέ μας, ποιοι θα είναι εκεί που θα πάμε, δεν τρώω εγώ στα σουβλατζίδικα.
Γινόταν σπαστική, με νευρίαζε. «Εδώ!» της είπα μπαϊλντισμένος ένα απόγευμα που είχαμε βγει οι δυο μας να πιούμε καφέ και άραξα σε κάποιο βρώμικο, τρισάθλιο καφενέ. «Άμα δε θέλεις, πήγαινε αλλού! Παράτα με!»
-Μα δεν καταλαβαίνεις ότι δεν το κάνω από σνομπισμό; Προσπάθησε να μου εξηγήσει κοιτώντας ένα γύρω. Αν μας δούνε εδώ, λέω αν μας πάρει κανένα μάτι και φτάσει στ αφτιά του μπαμπά, καήκαμε.
-Βέβαια! Έχουμε τον μπαμπά! Σάρκασα εγώ. Δε με νοιάζει, δεν υποδουλώνω τον εαυτό μου σε κανέναν. Ή θα γίνεις ελεύτερη ή θα πάρει ο καθένας το δρόμο του. Διάλεξε. Έπειτα, τι ανελευθερία είναι αυτή; Δεν το περίμενα από σένα. Εντάξει, ο μπαμπάς σου έχει σκουριασμένα μυαλά, είναι άλλης ηλικίας, άλλης γενιάς. Εσύ όμως να σκέφτεσαι έτσι, είναι ανεπίτρεπτο.
-Δεν έχει σκουριασμένα μυαλά ο πατέρας μου. Είναι σοβαρός άνθρωπος και μη νομίζεις πως τα βρήκε στο δρόμο. Αν θέλεις να σου πω περισσότερα, ήταν πιο άφραγκος από εσένα όταν ξεκίνησε.
-Ναι, είπα. Εξόν από τα οικόπεδα, τα αχανή χτήματα που κληρονόμησε από τον πατέρα του, πήρε και τα υπόλοιπα από τη μάνα σου, έριξε τα αδέρφια του, τα ξέρω όλα αυτά, τα έμαθα!
-Τα ξέρεις; έκανε εξοργισμένη. Από πού τα ξέρεις; Δε σου επιτρέπω να ψάχνεις τι έχουμε και τι δεν έχουμε. Άκου, ξέρει ο κύριος! Που πάει να πει πως σε ενδιαφέρουν τα λεφτά μου! Μου πέταξε κατάμουτρα.
Αυτό έλειπε, να φτάσουμε και στα μελό, ειρωνεύτηκα τον εαυτό μου κι εκείνη αλλά να έλεγα πως δε με ενδιέφεραν τα λεφτά της θα έλεγα ψέματα κι αυτό δεν το μπορούσα. «Αλμύρα συνεχίζεις να είσαι χαζός, μη της δείχνεις τίποτε απ όλα αυτά. Πούλησε της έρωτα, τέτοια θέλουν οι γυναίκες, σου το έχω ξαναπεί, είναι όλες βλαμμένες, τι ψάχνεις να βρεις;» μου είπε ο Δούκας όταν το συζητήσαμε, εν μέρει το θέμα. «Τι μου κρύβεσαι; Δεν τα ξέρω εγώ όλα αυτά;. Τα πέρασα πριν από σένα, γι αυτό άκου και κανέναν άλλον, μην είσαι αγύριστο κεφάλι!» συνέχισε.
-Είδα πως κατάντησες! Του απάντησα με πείσμα. Εγώ πιστεύω σε άλλα πράγματα, μη τα βλέπεις όλα ίδια.
Εντέλει κάθισε η Λουτσία να πιούμε τον καφέ μας στο βρώμικο καφενείο κι εγώ ένιωσα πως κέρδισα μια μικρή μάχη- έστω μικρή. Κουβεντιάσαμε αρκετά σε ανεβασμένους τόνους, συνήθως δεν κουβεντιάζαμε, τσακωνόμαστε αλλά όλο και κάπου βρίσκαμε τρόπους να επανερχόμαστε. Έτσι και τότε. Μόλις έπιασε η βροχή, εκείνη η παράξενη Φθινοπωριάτικη νεροποντή, χαμογελάσαμε και πήραμε τους δρόμους. Κατεβήκαμε κάτω, στο βάθος, στην ερημιά. Τη λαχταρούσα- όπως κι εκείνη εμένα. Της χάιδευα τα βρεγμένα μαλλιά και κείνη με κοίταζε στα μάτια ώρες πολλές, ατέλειωτες.
Είχε νυχτώσει, η βροχή συνέχιζε να ψιχαλίζει όταν αποφασίσαμε να σηκωθούμε, με τη γλύκα του έρωτα μες στη βροχή, στην άκρη της θάλασσας, μέσα στα μάτια μας, να δηλώνουν όλα αυτά μια μεγάλη και μια μικρή ευτυχία. Αυτές ήταν από τις πιο όμορφες και υπήρχαν πολλές, που ζήσαμε με τη Λουτσία. Ήταν οι ώρες, που λες και στον κόσμο, ζούσαμε μόνο εμείς. Κανένας άλλος. Έξω από κάθε είδους ενοχές και προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου. Ακόμα και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, εκεί που κάθομαι, στη βεράντα ή μπροστά στο καβαλέτο μου, έρχονται ζωντανά τα γαλάζια της μάτια να μου θυμίζουν τις υπέροχες μέρες της νιότης.
Μαζί της είχα γίνει πολύ ρομαντικός. Της μάζευα λουλούδια, πέτρες, κοχύλια στην αμμουδιά, της έπαιρνα μικρά δωράκια. Αυτές ήταν οι κρυφές χαρές μου, εμένα που πίστευα πως ποτέ δε θα έκανα τέτοια πράγματα, μια και θεωρούσα τον εαυτό μου πιο ρεαλιστή. Αυτό έγινε μόνο εκείνη την εποχή, γιατί, ανέκαθεν έλεγα πως ο άντρας πρέπει να είναι άντρας και να μη παιδιαρίζει με ερωτικά σαχλοπράγματα. ‘Εξ άλλου έλεγα ακόμα, πως ο άντρας που δεν έχει ξεπεράσει το ερωτικό του πρόβλημα κι ενώ είναι ήδη τριάντα χρονών, δεν πρόκειται να γίνει ποτέ ένας πετυχημένος άνθρωπος. Δεν ξέρω αν είχα δίκιο ή άδικο, πολλοί υποστηρίζουν το αντίθετο, πως αυτό είναι ταμπού και πως ο άντρας πρέπει να είναι τρυφερός, ότι μπορεί να κλαίει.
Διαφωνούσα και θα διαφωνώ πάντα- ήταν δικές μου σκέψεις που όσο κι αν μεγάλωνα, δε θα τις άλλαζα. Σεβόμουν τον εαυτό μου κι αυτό μου άρεσε, αν έχανα αυτό το κομμάτι, το παζλ της ζωής μου δε θα είχε κανένα νόημα.
Το νόημα της ζωής.
Και ήρθε μια από τις επόμενες μέρες το μαντάτο ενός θανάτου να μας το ξαναθυμίσει πιο έντονα. Ο θάνατος του συνταγματάρχη Παπαγέρωφ Νικολάου.
Εμάς πιθανώς, ούτε κρύο, ούτε ζέστη μας έκανε η είδηση αλλά της Βασιλικής της κόστισε. Πατέρας της ήταν κι έκλαιγε με τις ώρες και μένα για να πω κάποια αλήθεια με ψυχοπόνεσε, άνθρωπος ήταν και με είχε βοηθήσει κάποτε.
-Πέθανε χτες τα χαράματα, μου είπε ο Δούκας. Πρέπει να φύγουμε.
Η Βασιλική δίπλα του δεν έβγαζε μιλιά. Κόκκινη, κλαμένη, στο μαύρο της το χάλι. Ο Δούκας σχετικά αδιάφορος, έκανε ότι έκανε από ανάγκη και περισσή δυσφορία. «Τώρα έτυχε κι αυτό;» είμαι σίγουρος ότι θα σκεφτόταν.
-Εμείς θα φύγουμε, επανέλαβε σαν ηχώ. Δεν ξέρω αν θέλεις να έρθεις αλλά πρέπει κάποιος να μείνει εδώ, στο μαγαζί. Τι λες;
-Δεν ξέρω, του απάντησα. Ήθελα να έρθω, πέθανε ένας άνθρωπος που καλώς ή κακώς, κάποτε μας είχε βοηθήσει. Αλλά έτσι όπως είναι οι καταστάσεις, είναι και η Λουτσία εδώ, τι να πω….
-Γιατί, τι θα πάθει; με ειρωνεύτηκε και δε μου άρεσε. Θα πάθει τίποτε αν λείψεις; συνέχισε. Τέλος πάντων εμείς φεύγουμε, πάμε Βασιλική. Θα επιστρέψουμε σε τρεις –τέσσερις μέρες. Έχε το νου σου στις δουλειές.
Έφυγαν.
Σαν έμεινα μόνος, θυμήθηκα κάμποσες στιγμές που είχαμε ζήσει στη Ρόδο με τον συνταγματάρχη και τη μια έλεγα δε βαριέσαι, πέθανε τώρα ο άνθρωπος ας συγχωρεθούν οι πράξεις του και απ την άλλη θυμόμουν τις κακίες του, περισσότερο όταν με έδιωξε κι εμένα κι έλεγα πάλι, τέτοιος ήταν, παρόμοιο τέλος θα είχε. Παλιάνθρωπος υπήρξε ο συνταγματάρχης, συμφωνούσε και ο Δούκας όπως οι πιο πολλοί που τον ήξεραν. Αλλά όταν πεθαίνει ένας άνθρωπος, τα μισά τουλάχιστον συγχωρούνται αν κι εγώ δεν ήμουν σίγουρος αν συμφωνούσα. Γιατί δηλαδή; Τι νόημα είχε αυτή η συγχώρεση; Έτσι κι αλλιώς ούτε θα τον ενδιέφεραν πια. Γι αυτό το έβλεπα άσκοπο αλλά τέλος πάντων ας το πάρει κι αυτό το ποτάμι.
Ο Δούκας με τη Βασιλική γύρισαν πράγματι σε τρεις μέρες. Δεν κουβεντιάσαμε άλλο για τον συνταγματάρχη αλλά για τα δικά μας. Βγήκαμε ένα από τα επόμενα βράδια οι δυο μας να τα πούμε. Πήγαμε στο Αγκάσι σε ένα ταβερνείο. Ο καιρός στένευε και ήθελα να μιλήσω μαζί του.
-Μείνε σε παρακαλώ, είπα στη Λουτσία. Έχουμε να κουβεντιάσουμε τα δικά μας, δε νομίζω πως θα σε ενδιαφέρουν.
Έδειξε να καταλαβαίνει αλλά πάλι μούτρωσε. Δεν ήθελε να την αφήνω μόνη, ίσως με αγαπούσε παραπάνω απ όσο έπρεπε.
Ο Δούκας ήταν πολύ λυπημένος. Τσιμπούσε ανόρεχτα τους μεζέδες, έπινε το κρασί συλλογισμένος. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Σωπαίναμε σα να μη μπορούσαμε να μιλήσουμε κι από πού ν αρχίσουμε.
-Αυτός τα είχε φάει τα ψωμιά του Αλμύρα, εννοώντας τον συνταγματάρχη. Εμείς οι ζωντανοί τι κάνουμε; Είπε σε κάποια αόριστη στιγμή
-Τι εννοείς; Τον ρώτησα πιο πολύ για ν ανοίξει η κουβέντα μας.
Τον είδα που τον έπιανε το παράπονο, το πάθαινε συχνά τελευταία. Ποτέ δεν τον είχα δει τόσο απελπισμένο, τόσο απογοητευμένο.
-Τι με ρωτάς; Έκανε πικρόχολα. Όλα στραβά μου πήγανε. Πάνε όλα φίλε το καταλαβαίνεις αυτό; Κουράστηκα πολύ για να τα φτιάξω και τα χάνω σε τόσο λίγο χρόνο. Αύριο, μεθαύριο θα έρθουν από εδώ οι τραπεζικοί για κατασχέσεις. Δε γλιτώνω, στο τσακ προλαβαίνω να γλιτώσω τη φυλακή. Ευτυχώς που δε με κυνηγάνε και οι έμποροι αλλιώς θα πήγαινα σίγουρα μέσα.
-Χρωστάς τόσα πολλά; Απόρεσα. Πως έγιναν, θέλω να πω, πως τα κατάφερες…
-Δεν ξέρω, έκανα πολλά λάθη, το αναγνωρίζω. Τώρα δε διορθώνεται τίποτε.
Είχα αντιληφτεί από καιρό πως η κατάσταση του ήταν σχεδόν τραγική αλλά έλεγα πως έστω την τελευταία στιγμή, κάτι θα έκανε για να προλάβει το μεγαλύτερο κακό.
-Δεν τα ξέρεις καλά σε δικαιολογώ. Άμα σε πάρει όμως ο κατήφορος, δύσκολα σταματάς. Κι εμένα με πήρε από τότε που έγινε αυτή η ιστορία, με το γαμπρό μου, τον Τσάβαλο. Από τότε πήγαν όλα στραβά, τίποτε δεν έμεινε όρθιο.
Είχαμε συναισθηματική φόρτιση κι ένιωθα πως θα τον έχανα τον φίλο μου για καιρό.
Σα να μυρίστηκε τις σκέψεις μου, είπε πως θα έφευγε. Θα πήγαινε μακριά, σε άλλους κόσμους. Ίσως στην Αμερική, στην Αυστραλία, όπου τον έβγαζε ο δρόμος. Λέγοντας αυτά, τον έπιασε το κλάμα και ήταν η δεύτερη φορά που τον έβλεπα να κλαίει-η πρώτη ήταν στο δικαστήριο.
Προσπάθησα να τον πείσω πως δεν ήταν τόσο τραγικά όσο τα βλεπε, δεν μπορεί θ αλλάξουν πάλι οι καταστάσεις. Και μου φάνηκε ωραίο, να λέω πως τον νοιαζόμουν, πως είχε κι αυτός έναν άνθρωπο να του συμπαραστέκεται. Εμένα δε μπορούσα να δω ποιος θα μου συμπαραστεκόταν κάποτε. Μοιάζαμε πολύ σ αυτό, έπρεπε να κάνουμε εμείς πράξεις για τους άλλους, σπάνια κάποιοι για μας. Σκόρπιοι, μείναμε τελευταίοι στο ταβερνείο να πίνουμε. Είχαμε πιει πολύ κι ο Δούκας που μέχρι τότε σπάνια μεθούσε, είχε γίνει στουπί. Τσέβδιζε, τρέκλιζε, καθώς πήγαινε για το μέρος, συχνά, όλο έλεγε στον ταβερνιάρη να μας φέρνει κι άλλο. Ο άνθρωπος ήθελε να κλείσει αλλά που να καταλάβαινε ο Δούκας. Εντάξει, μάστορα, φέρε ένα ακόμα, πιε και εσύ, του έλεγε κάθε φορά που μας τέλειωνε το κρασί.
Μας είδε αυτός έτσι, δεν έκανε άλλες κινήσεις να μας διώξει καθώς μπήκαν και μερικοί ξενύχτηδες ακόμα.
Έτσι μας πήρε η νύχτα η μεγάλη. Πέντε το πρωί, χάραζε ο τόπος όταν πήραμε τους δρόμους, παίρνοντας παραμάσχαλα και μια μπουκάλα ακόμα.
Περπατήσαμε λίγο, φτάσαμε σε ένα μικρό λιμανάκι. Καθίσαμε στην άμμο. Πλάι στη θάλασσα που μας έλουζε τα πόδια, κουβεντιάσαμε, φιλοσοφήσαμε, φτάσαμε στ αστέρια.
-Και τι είναι η ζωή; Έλεγε συνέχει ο Δούκας. Τίποτε δεν είναι, σήμερα ζεις, αύριο πεθαίνεις. Κόλπο έκανε ο θεός και μας έβαλε στη λούμπα, ε Παλιοαλμύρα;
-Να σου πω Πίθηκα, το σοβάρεψα κάπως το θέμα. Εγώ πιστεύω πως δεν πρέπει να μπαίνεις μέσα στα πράγματα, αν θέλεις να ζήσεις. Παραδείγματος χάριν να βλέπεις το σπίτι σου να καίγεται και να μη καίγεσαι εσύ. Θέλω να πω αφού δεν μπορείς να το σώσεις..
-Α, έτσι, άνοιξε τα μάτια του. Αυτό δε γίνεται..
-Γίνεται, επέμενα. Πρέπει να είσαι δυνατός, να μην αφήνεις να σε παρασέρνουν, να λες θα τα ξαναφτιάξω όλα από την αρχή, για σκέψου το αυτό;
-Ναι αλλά είναι κι αυτός ο πούστης ο πόνος, είναι η απελπισία της καταστροφής. Δε βλέπεις που δε μένει τίποτε όρθιο; Τα γκρέμισαν όλα οι απατεώνες. Αυτοί φταίνε για όλα.
-Ποιοι;
-Αυτοί που μας κυβερνάνε.
Φυσούσε άνεμος που έπαιρνε τα λόγια μας, τα σκορπούσε στην έρημη παραλία, στα αρμυρίκια τα λιγνά που ψυχαλισμένα από το κύμα, θρόιζαν τη βουλιμία της ζωής. Το νόημα της ζωής που ψάχναμε τόσα χρόνια, που κουβαλούσαμε αυτό τον καιρό αλλά και που το ανιχνεύαμε με σιγανά βήματα, σαν του σαλίγκαρου. Κι επειδή, φυσικά δε μας έβγαιναν τα πράγματα όπως θα θέλαμε, τότε μας έπιαναν οι απελπισίες μας.
-Αύριο θα φύγω, του είπα όταν πήραμε το δρόμο του γυρισμού, εκτός απ αυτόν της απελπισίας.
-Που θα πας; Με ρώτησε ξαφνιασμένος. Μείνε λίγο ακόμα.
-Δεν μπορώ, δεν τα αντέχω αυτά. Δεν είπες πως θα έρθουν οι τραπεζικοί.
-Αυτό είναι που έλεγες πως πρέπει να είσαι δυνατός; Α, ρε Αλμύρα, όλο απ έξω τη βγάζεις την ουρά σου!
-Δεν είναι έτσι, δεν κατάλαβες τι σου είπα. Αυτή τη στιγμή, είναι καλύτερο να μείνεις μόνος, να συγκεντρωθείς, να σκεφτείς τι θα κάνεις. Είμαι σίγουρος πως θα τα καταφέρεις. Εντάξει Πίθηκα;
-Εντάξει ρε, εντάξει. Θα τα καταφέρω, είμαι μάγκας εγώ…
Όταν τελικά φτάσαμε στο ξενοδοχείο, εννιά η ώρα περίπου το πρωί , μας είδα έτσι η Λουτσία, σ αυτό το χάλι, ξενύχτηδες και μπαϊλντισμένους από το πιόμα, μόνο που δεν έβαλε τις φωνές. Δεν είπε τίποτε εκείνη τη στιγμή, το άφησε γι αργότερα. Όταν ξύπνησα, αργά το μεσημέρι, με πήρε παράμερα και μου τα ψαλλε.
-Μα δε ντρέπεσαι; Πάμε να φύγουμε σε παρακαλώ, δεν αντέχω να σε βλέπω να γίνεσαι χάλια. Δεν το καταλαβαίνεις πως δεν έχει νόημα;. Δεν έχει νόημα αγάπη μου να φορτώνεσαι τις στεναχώριες των άλλων. Κι έπειτα να πίνεις με τους φίλους σου, να γίνεσαι σκουπίδι. Αν θες να μ ακούσεις, μη καταστρέφεσαι, μου θύμισε τα λόγια του παππού και του Μπρικ-δε βλέπεις μπροστά σου; Ας τους αυτούς, εμείς έχουμε άλλο δρόμο, εντάξει; Και για να τελειώνω σου το λέω πως δε θ ανεχτώ άλλη φορά τέτοιες καταστάσεις!
Εγώ την κοίταζα με ένα πικρό γιατί. Αντιλαμβανόμουν την κατάσταση μου αλλά επ ουδενί να την παραδεχτώ. Δεν είναι τίποτα, έλεγα. Όπως τρώω έτσι και πίνω, δεν υπάρχει κανένας ιδιαίτερος λόγος να το κουβεντιάζουμε.
-Μα αφού πίνεις! Μου ρίχτηκε. Πίνεις, σε πειράζει, σε βάζει κάτω το ποτό, σε ξέρω, το βλέπω πως σε χαμηλώνει το ποτό, γιατί δεν το κόβεις;
Είναι αλήθεια πως έπινα. Δεν υπήρχε μέρα να μη πιω έστω ένα ποτηράκι αλλά δεν το σκεφτόμουν. Μάλιστα, προσπαθούσα ν αποφεύγω τέτοιες συζητήσεις γύρω από το αλκοόλ
Έτσι εκείνη τη μέρα απέφυγα πάλι να δώσω συνέχεια σ αυτή την κουβέντα. Απλώς, μουρμούρισα κάποιο εντάξει, μέσα από τα δόντια μου και το θέμα έληξε εκεί, τουλάχιστον προσωρινά.
Την άλλη μέρα φύγαμε. Χαιρετηθήκαμε για άλλη μια φορά με τον Δούκα. Φιληθήκαμε και δεν ξέραμε αν θα ξανασυναντηθούμε. Τώρα ήταν αυτός στην προκυμαία να μου κουνάει το χέρι κι εγώ πάνω στο κατάστρωμα, να τον κοιτάζω με τη μαυροφορούσα Βασιλική δίπλα του, στεγνωμένη στο κλάμα, από το θάνατο του πατέρα της.
Η Λουτσία πιο πέρα, τραβούσε φωτογραφίες αποθανατίζοντας τη σκηνή.

συνεχίζεται

Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 24




Η πρεμιέρα είχε επιτυχία. Μαζεύτηκε κόσμος πολύς, ήρθαν κριτικοί από εφημερίδες, περιοδικά, ακόμα και από την τηλεόραση. Γέμισε η πλατεία μέχρι τα βράχια επάνω, η Λουτσία έλαμπε και ο Τασούλης ήταν στα καλύτερα του. Μόνο εμένα με έτρωγε το σαράκι της απογοήτευσης, της αποτυχίας. Δεν ξέρω γιατί ένιωθα έτσι.. Μεγάλο ρόλο βέβαια, έπαιζε η άθλια οικονομική μου κατάσταση που δεν έλεγε να βελτιωθεί κι έτσι μου φαινόταν όλα ξένα και παράδοξα όσα μου συνέβαιναν. Όλα μου τα αγόραζε η Λουτσία, ακόμα και τα τσιγάρα, είχε οικονομική ανεξαρτησία, αυτό μου είχε χωθεί καλά στο μυαλό. Αυτοκίνητα, σπίτια, πατέρα πλούσιο, ήταν μοναχοκόρη, μητέρα καταξιωμένη παντού. Κι έτσι όλα δικά της θα έμεναν. Σ αυτή τη σκέψη έκανα και τις δικές μου τις απατηλές, γύρω από το χρήμα, εκτός που ένιωθα πως την αγαπούσα, πράγμα που το ομολογούσα για πρώτη φορά στον εαυτό μου. «Θ ανέβω» σκεφτόμουν. «Μαζί της ανοίγουν άλλοι δρόμοι, μεγάλοι κι όλα αυτά κάποτε θα γίνουν δικά μου!»
-Ο μπαμπάς και η μαμά δε θα σε δεχτούν έτσι. Έχουν άλλες ιδέες για μένα, μου έλεγε η Λουτσία όταν συζητούσαμε το θέμα του γάμου.
Και το συζητούσαμε πολύ συχνά, παρ ότι ήταν μικρό το χρονικό διάστημα που γνωριζόμαστε- ούτε τρείς μήνες. Είχαμε φτάσει ακόμα και στον αν θα γίνει στην εκκλησία ή πολιτικός και φυσικά γι αυτό η Λουτσία δε δεχόταν επ ουδενί το δεύτερο. Εγώ που έχω πάντα τις αντιρρήσεις μου για τις εκκλησίες και θυμάμαι πως είχα πολύ πλάκα ένα μεσημέρι που πήγαμε σπίτι μου στον Άγιο Αρτέμιο και γνώρισε τον πατέρα και τη μάνα μου. «Αυτή να πάρεις!» μου είπε συνωμοτικά στην κουζίνα η μάνα μου. «Μπράβο παιδί μου, τούτη δεν είναι σαν την Καίτη, το βλέπω εγώ, να την πάρεις, έχει λεφτά; Προίκα;» με ρώτησε ακόμα πιο συνωμοτικά κι εγώ γέλασα με την ψυχή μου. «Τι γελάτε εσείς οι δύο;» μας είχε ρωτήσει χαρούμενα η Λουτσία που μάλλον είχε κολλήσει με τη μάνα μου
-Μου λέει πως είσαι η καλύτερη νύφη που της έχω φέρει, της απάντησα γελώντας.
-Γιατί, έφερνες κι άλλες; Ρώτησε σοβαρά. Όλες σου τις γυναίκες τις γνώριζες στους γονείς σου;
-Όχι παιδάκι μου, άστον να λέει, βιάστηκε να προλάβει η μάνα μου. Μόνο εσένα έφερε, τι λες!
Έλεγε και ψέματα η μάνα μου! Αυτό πρώτη φορά το αντιλαμβανόμουν. Η Λουτσία δεν της είπε πως γνώριζε περισσότερα, πως ήξερε σχεδόν τα πάντα για μένα. Δεν της είχα κρύψει τίποτε και το δεσμό μου με την Καίτη τον είχαμε κουβεντιάσει πολλές φορές. Μόνο για το γράμμα και τον τρόπο που χωρίσαμε προσπάθησα να της αποκρύψω και το κατάφερα μασώντας τα κάπως, ενώ αυτή έδειχνε πως δε με πίστευε αλλά και δεν την πολυένοιαζε.
Αυτά ήταν κάποια γεγονότα, τα δύσκολα άρχιζαν από εκείνο το βράδυ της πρεμιέρας που γνώρισα τους δικούς της. Ο πατέρας της φαινόταν και ήταν ένας δύσκαμπτος, σκληρός άνθρωπος, σε αντίθεση με τη μητέρα της την Εριέτα Παπακυριακού, αυτή τη μεγάλη ντίβα του θεάτρου, που ήταν διαφορετική. Μια πραγματική κυρία που μου έδειξε από την αρχή συμπάθεια της.
Ο πατέρας της με κοίταξε μάλλον επιτιμητικά, έως αδιάφορα, μισόκλεισε κιόλας το μάτι του καθώς με παρατηρούσε σκεφτικά. Ίσως σκέφτηκε πως κάτι του έλεγα. Μπορεί στο μέλλον να με εύρισκε μπροστά του.
Προείχε όμως η πρεμιέρα, που όπως είπα πριν, έγινε με μεγάλη επιτυχία. Για μας εκείνο το βράδυ, φάνταζε εξαιρετικό. Το πρωί και τις μετέπειτα μέρες θα γινόταν έως αποκρουστικό γιατί θα παίζαμε τις περισσότερες φορές σε άδεια πλατεία. Μια, δυο, τρεις πέντε, δέκα. Τίποτε Αλλά αυτά είναι μεταγενέστερα. Το βράδυ της πρεμιέρας, με τα φώτα, τον πυρετό της δόξας, τους δημοσιογράφους στους οποίους μίλησε λίγο ο Τασούλης πρώτα και μετά έδωσε συνέντευξη η Λουτσία. Είχε πάρει ύφος μεγάλης σταρ κι αυτό δε μου άρεσε και της το είπα.
-Να είσαι σεμνή, την προέτρεψα.
-Εσύ να είσαι σεμνός, με αντέκρουσε. Εγώ ξέρω τι θα πω και τι θα κάνω.
Επιθετικά.
Έτσι αντιδρούσε όταν προσπαθούσες να την θίξεις, να της μειώσεις την υποκριτική της αξία, το ταλέντο, την προσωπικότητα. Είχε έναν τρόπο επιθετικό, σε προλάβαινε κι έτσι εξουθένωνε όλους τους αντιπάλους της. Έβλεπε παντού αντιπάλους όπως και ο Τασούλης: Αυτός δε μας χωνεύει, η τάδε θέλει το κακό μας, ο δείνα μας εχθρεύεται. Πάντα με ύφος συνωμοτικό, κουτσομπολίστικο, αυτό το τελευταίο ταίριαζε περισσότερο στον Τασούλη. «Αυτός καλέ θέλει να μας καταστρέψει! Καλέ, τέτοιος είναι δεν τον ξέρεις; μαύρη ψυχή έχει δεν τον βλέπεις;» Κι αναφερόταν πιο πολύ σε μερικούς κριτικούς που μας είχαν θάψει.
Έδειχνε μια κακία και τάσεις εκδίκησης πολλές φορές. Εγωκεντρισμός αλλά και απλότητα. Χαμήλωνε συχνά, δεν τα πίστευε αυτά που έλεγε με κακία απλώς παραδεχόταν έναν κόσμο φτιαγμένο όπως ήταν. «Άμα θέλει να σου βγάλει το μάτι, βγάλτο του εσύ πρώτος» ολοκλήρωνε. Φως, φανάρι, λόγια της στιγμής και του αέρα. Της αδυναμίας για περάτωση πράξης γιατί όλοι ξέραμε πόσο θεωρητικός ήταν.
Βγήκαν όμως και μερικά καλά απ αυτή την ιστορία όπως κάμποσες προτάσεις που έγιναν στη Λουτσία να παίξει σε επαγγελματικούς θιάσους. Έτσι άρχισε μια ίνα, ένας μίτος να ξετυλίγεται μπροστά της- αν και αυτό την έκανε περισσότερο υπεροπτική.
Εμένα με πείραζε και τσιμπιόμουν για την επιτυχία της, δεν ξέρω γιατί αλλά δεν ήθελα να συνεχίσει την καριέρα της σαν ηθοποιός πράγμα που συμφωνούσε και η μητέρα της που γνώριζε όσο κανένας τις πίκρες και τις δυσκολίες αυτού του επαγγέλματος και της έλεγε συχνά να σταματήσει αυτό το τροπάρι. «Δεν ξέρεις εσύ τι αγκάθια κρύβει αυτός ο δρόμος, άκουσε και τη μάνα σου που είναι τόσα χρόνια στο σανίδι.»
Αλλά η Λουτσία δεν άκουγε, τραβούσε το δρόμο της, το μεγάλο δρόμο όπως έλεγε, αυτόν που θα την έβγαζε στην ευθεία. Για μας τους άλλους τα πράγματα συνέχιζαν όπως πριν. Εγώ στη φυλλάδα, ο Ντάφλος στα μεσιτικά, ο Τασούλης στα μικροθέατρα να βολοδέρνει πότε με τη μια αδερφή και πότε με την άλλη.
Οι παραστάσεις συνεχίστηκαν κανονικά για κανένα μήνα, μέχρι τα μέσα του Σεπτέμβρη, αν θυμάμαι καλά. Ύστερα σκόρπισαν όλα, μου έμεινε η πικρή γεύση στα χείλη, ο ρόλος του Μπρικ, και κάμποσες φωτογραφίες που είχαμε βάλει με προσοχή σε κάποιο άλμπουμ με τη Λουτσία.Τις κοίταζα πολλές φορές κι αναπολούσα όλο το σκηνικό μα πιο πολύ τον Μπρικ με τις μπουκάλες του. Παρ ολίγον να εξομοιωθώ μαζί του. Ένας τύπος στωικός που τα υπόμενε όλα, που τα στήριζε όλα στο ποτό αφήνοντας τους άλλους να επεμβαίνουν, να δρουν.
-Άκουσε με! Η ζωή είναι σπουδαίο πράγμα, τίποτε δεν αξίζει σαν τη ζωή. Και όποιος πίνει την πετάει στα σκουπίδια. Μη το κάνεις αυτό Μπρικ! Του λεγε ο πατέρας του .
Σα να άκουγα τη μάνα μου και όχι τον πατέρα του Μπρικ που τα έλεγε όλα αυτά.
-Κρατήσου απ τη ζωή, δεν υπάρχει τίποτε άλλο στον κόσμο Μπρικ…
-Εμένα ξέρεις τι μου αρέσει πάνω από όλα; έλεγε ο Μπρικ.
-Τι; ρωτούσε ο παππούς.
-Η σιωπή. [έβαζε ποτό]. Η τέλεια σιωπή. [κι άλλο]. Η απόλυτη. [κι άλλο]. Να, όμως κάθε φορά μου λες: Μπρικ θέλω να μιλήσω μαζί σου, μα όταν μιλάς, ποτέ δε λες τίποτα. Φλυαρείς για το ένα, για το άλλο κι εγώ κάνω πως σε ακούω… Πατέρα είναι πολύ δύσκολο να συνεννοηθούν δυο άνθρωποι και, κατά πως φαίνεται, εσύ κι εγώ δε θα το καταφέρουμε ποτέ!
Τέτοια έλεγε ο Μπρικ, ο σακατεμένος αθλητής, ο μέγιστος πότης του Τέννεσι Ουίλιαμς κι εγώ σκεφτόμουν πως ταιριάζανε σε μένα και στη Λουτσία πως δε θα καταφέρναμε να συνεννοηθούμε ποτέ. Ίσως όμως, μέσα στην ασυνεννοησία μας, την αντιθετικότητα μας, να πρυτάνευε, [τι λέξη κι αυτή] η λογική. Να γινόταν η συμβίωση μας και γενικότερα η έλξη να υπάρχουμε μαζί, μέχρι να δούμε ο ένας το τέλος του άλλου.

συνεχίζεται

Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 23

Είναι αλήθεια βαθύτατα μελαγχολικό να χάσεις μια αυταπάτη. Οι άνθρωποι ζούνε χιλιάδες μέρες μ αυτές. Με τις αυταπάτες που είναι κάποια όνειρα στηριγμένα στο πουθενά. Ή μάλλον στο κάπου. Πόσο οδυνηρό είναι να χάσεις ένα τέτοιο όνειρο; Πάντα υπήρχε μια ελπίδα πως κάτι θα γινόταν κι όλα θ άλλαζαν.
Η αρχή στο μυθιστόρημα ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΟΙ.




Όλα τα Κυριακάτικα πρωινά, θυμάμαι από παιδί, πως ήταν κάτι ιδιαίτερο. Μικρός ακόμα μέχρι να πάω στο γυμνάσιο, σηκωνόμουν νωρίς, ετοιμαζόμουν με προσοχή, έφτιαχνα μια ωραία χωρίστρα στα μαλλιά μου και πήγαινα στην εκκλησία. Πήγαινα μέχρι τότε που ζούσε ο παπά-Σπύρος. Με συμπαθούσε αυτός ο παπάς, με έμαθε να ψέλνω, με έμαθε όλους τους ήχους, πλάγιους, δεύτερους, πρώτους, απολυτίκια, εξαποστολάρια. Εκφωνούσα τον Απόστολο Παύλο και γενικά με είχε κάνει δεξιό ψάλτη.
Έβγαινε στην ωραία πύλη με κοιτούσε χαμογελαστός. Όταν κολλούσα μου έδινε κουνώντας το χέρι του, τον τόνο, τον ρυθμό.
Πολλές φορές με έπαιρνε στους εσπερινούς και τότε ήμασταν μόνοι μας. Ευκαιρία για να με διδάξει περισσότερα και το έκανε. Ύστερα βγαίναμε στο προαύλιο, καθόμασταν σε ένα πεζούλι και συζητούσαμε μέχρι να σουρουπώσει. «Άιντε,
  πάμε να φύγουμε τώρα," έλεγε μόλις έβλεπε τις σοβαρές  αντιρρήσεις μου περί της ύπαρξης του θεού  και ξεκινούσαμε για τη γειτονιά μας.  Έμενε  λίγο πιο πάνω από μας.
Ήταν καλός αυτός ο παπάς και το τονίζω αυτό, επειδή από τότε και μετά, ένα που δεν πήγαινα ποτέ στις εκκλησίες και δεύτερο δεν μπόρεσα να συμπαθήσω κανέναν άλλο ρασοφόρο εκτός από τον Παπαφλέσσα. Αυτός κι αν υπήρξε παπαδότραγος! Είχα διαβάσει πάμπολλες φορές βιβλία που αφορούσαν την επαναστατική του δράση και ζήλευα τον τρόπο που έζησε κι ακόμα περισσότερο τον τρόπο που πέθανε. Ήταν ένας μεγάλος επαναστάτης κι εμείς που δεν είχαμε ζήσει καμιά επανάσταση, εκτός από εκείνη των λουλουδιών, τον βλέπαμε σαν μύθο. Ο πάπα-Σπύρος βέβαια, δεν είχε καμιά ομοιότητα με τον Παπαφλέσσα. Αυτός ήταν γλυκύς σαν το έαρ που σιανοέψελνε συνέχεια καθώς βαδίζαμε για τα σπίτια μας. «Ω, γλυκύ μου έαρ που έδει σου το κάλλος!»
Μου τα ξανάφερε στο νου όλα αυτά η Λουτσία που πήγαινε κάθε Κυριακή στην εκκλησία. Δεν ήταν θεούσα, είχε, έλεγε ένα βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα που προσπάθησε να το μεταδώσει και σε μένα. Φυσικά και αρνήθηκα και θυμάμαι πως τσακωθήκαμε, ήταν ο πρώτος τσακωμός μας, γιατί επέμενε πως έπρεπε ν αγαπάω το θεό. Κάναμε ολόκληρες αναλύσεις, ήμασταν διαβασμένοι γερά και οι δυο και σ αυτό το θέμα. Μόνο σκοτωμός δεν έγινε κι εγώ αγνόησα για πρώτη φορά έναν απαράβατο κανόνα που είχα θέσει στον εαυτό μου: να μη τσακώνομαι με τις γυναίκες. Όμως τα πράγματα πήγαιναν εντελώς αλλιώτικα. Όσο άγρια, όμορφη ήταν η γνωριμία μας, τόσο σφοδρότεροι άρχισαν οι καυγάδες μας. Η Λουτσία είχε ένα γαϊδουρινό πείσμα και δεν άλλαζε εύκολα αποφάσεις. «Μοιάζω του μπαμπά, είναι και κείνος πεισματάρης» έλεγε περήφανα.
Η πρώτη φορά που αρπαχτήκαμε έγινε στη γκαρσονιέρα του Τασούλη εκεί που πρωτογνωριστήκαμε. Αιτία στάθηκε μια διαφωνία μας σε μια σκηνή όπου η Μάργκαρετ-Λουτσία, έπρεπε να πει στον Μπρικ-εμένα, παρουσία του παππού Τασούλη πως κάποτε θέλησε να τον απατήσει. Με έπιασε μια πραγματική ζήλεια γιατί μου φάνηκε πως κάπου θέλησαν να με ειρωνευτούν οι δυο τους. Η Λουτσία μάλιστα απέφευγε να με κοιτάζει κι έπαιζε αδιάφορα τη σκηνή. Καθώς τελειώσαμε και είχα τη μπουκάλα στο χέρι- είναι γνωστό πως ο Μπρικ ήταν πάντα με μια μπουκάλα στο χέρι- τους είδα να ξεκαρδίζονται στα γέλια και φούντωσα ακόμα περισσότερο. Κοκκίνισα από το κακό μου, ρούφηξα μια μεγάλη γουλιά που μου έκαψε τα σωθικά.
Οι άλλοι δε με πρόσεξαν. Σαν να μην ήμουν εκεί, άρχισαν να χορεύουν έναν ξέφρενο ερωτικό χορό που με κατάκαψε πιο πολύ από το ποτό. Κάθισα στον καναπέ, έπινα και τους κοίταζα. Σαν σε έπαρση τα κορμιά τους λικνίζονταν, πλησίαζαν πολύ κοντά το ένα στο άλλο, αντάμωναν έκαναν τέλειες φιγούρες. Τότε ζήλεψα ακόμα περισσότερο, ήθελα να χόρευε μαζί μου έτσι αλλά αντ αυτού με κοίταξε εκδικητικά, επειδή δεν είχα συμφωνήσει με τον τρόπο που έπαιζε τη σκηνή. Γινόταν κόντρα μεγάλη, τα νεύρα μου τέντωσαν επικίνδυνα. Κάθισα κατάχαμα φανερά μουτρωμένος πια. Συνέχισα να πίνω, σχεδόν είχα αδειάσει τη μπουκάλα όταν τέλειωσαν καταϊδρωμένοι το χορό τους. Ο Τασούλης είχε βγάλει το πουκάμισο, ενώ της Λουτσίας είχαν ανοίξει όλα τα κουμπιά, έτσι που μάλλον εξεπίτηδες θα το έκανε,  να πεταχτούν έξω τα μεγάλα στήθη της.
Ανταριάστηκα πολύ με αυτή της τη στάση. Όχι ότι φοβόμουν τον Τασούλη, που περιττό να πω πως δεν τον ενδιέφεραν τα βυζιά της. Με κόλλαγε στον τοίχο η συμπεριφορά της. Δε μου άρεσαν αυτά, ήμουν πιο σεμνότυφος απ ότι έδειχνα και δεν γούσταρα η γυναίκα μου-έτσι την έλεγα- να δείχνει ασύστολα το σώμα της. Το κατάλαβε και τόσο χειρότερα επιδειχτικά, άφηνε να φαίνονται περισσότερα. Έκατσε στην καρέκλα κι έβαλε το ένα πόδι πάνω στο άλλο, προκλητικά. Εγώ την κοίταζα με μίσος ή μάλλον με μίσος, δεν την ένιωθα αυτή τη λέξη κι ακόμα και σήμερα δεν την καταλαβαίνω- και της είπα πως ήταν καιρός να φύγουμε.
-Γιατί; μου είπε. Νωρίς είναι ακόμη, βάλε μου κι μένα ένα ποτό, βάλε και του Τασούλη. Μόνο εσύ θα πίνεις;
-Πάμε να φύγουμε, είπα νευριασμένα, δε χρειάζεσαι ποτό και σαν είδα την άρνηση της, θόλωσα.
Δεν άντεξα , της έσκασα ένα φοβερό χαστούκι, εγώ που δεν είχα πειράξει άνθρωπο ποτέ, πόσο μάλλον γυναίκα.
Ποιος είδε το θεό και δεν τον φοβήθηκε-εγώ ήθελα να τον δω και δεν θα τον φοβόμουν, δεν ξέρω γιατί το έλεγαν αυτό οι άνθρωποι εμένα οι ίδιοι με σκιάζανε περισσότερο αλά τη Λουτσία εκείνη τη στιγμή τη φοβήθηκα. Έκανε σαν αγρίμι, όρμησε πάνω μου αμέσως μετά την πρώτη σαστιμάρα και τον πόνο. Με νεύρα τεντωμένα, μάτια θολά από το κλάμα, ούρλιαξε και μου φώναξε χτυπώντας με τις γροθιές στο στήθος.
-Τι σου έκανα ρε; Τι σου έκανα… και με χτύπησες. Με χτύπησες εσύ εμένα! Αυτό θα μου το πληρώσεις ακριβά!
Της είχα πληγώσει άσχημα τον εγωισμό, αυτό την έτσουζε περισσότερο γιατί ήταν περήφανη φοράδα η Λουτσία. Κατέβασα τότε κι εγώ τα χέρια, την άφησα να κάνει ότι θέλει. Θα καταλάγιαζε κάποτε ο πόνος της, συλλογίστηκα και δεν είχα άδικο.
Ο Τασούλης μας κοιτούσε αμέτοχος, μόνο επαναλάμβανε κάπου-κάπου παρακαλεστικά, «ελάτε ρε παιδιά πως κάνετε έτσι, δεν έγινε τίποτα» αλλά δεν τολμούσε να μπει ανάμεσα μας.
Η Λουτσία αφού έκλαψε κάμποσο, σήκωσε κάποτε τα μάτια και με κοίταξε εξουθενωμένη. Την κοίταξα κι εγώ λυπημένα, ήθελα να της ζητήσω συγνώμη για το λάθος μου, το κατάλαβε, μου μισοχαμογέλασε συγκαταβατικά. «Σςςς!» μου έκανε και μου έκλεισε το στόμα με τον δείχτη. Ύστερα σκούπισε τα μάτια της και με αγκάλιασε. Τη δέχτηκα κι εγώ στην αγκαλιά μου κι αφού καληνυχτίσαμε βουβά τον Τασούλη, φύγαμε. Αυτό αόριστα κάτι μου θύμιζε, σα να την είχα ξαναζήσει αυτή τη σκηνή. Α, ναι, ήταν τότε που είχε δείρει ο Ντάφλος την Μαγδαληνή στην αυλή του σπιτιού μας. Δεν άλλαζε και πολύ, τα ίδια καμώματα άρχισες και συ, είπα στον εαυτό μου  και ορκίστηκα να μη το ξανακάνω.
Από τότε δεν την ακούμπησα. Θέλω να πω δεν την ξαναχαστούκισα ούτε γι αστείο. Μου είχε μείνει φοβερή ανάμνηση ο τρόπος που αντέδρασε αλλά δεν ήταν και ίδιον του εαυτού μου να επιδίδομε σε τέτοια κατορθώματα. «Τις γυναίκες δεν τις χτυπάνε, όσο σκάρτες και να είναι» μου είπε ο Δούκας, κάποια μέρα που τον φώναξα να έρθει στις πρόβες για να γνωρίσει και την Λουτσία.
-Έλα να γνωρίσεις τη γυναίκα μου, του είπα με κάποια έπαρση
-Έχεις και γυναίκα; Έκανε περιπαιχτικά ο παλιοπίθηκας.
Άμα ήθελε να σε δουλέψει το έκανε στο άψε-σβήσε. Ιδιαίτερα αν έβλεπε κανένα άτομο λίγο μπόσικο, αγαθούλη ας πούμε, τρελαινόταν για καλαμπούρι. Όχι με τους εντελώς βλαμμένους αλλά μ αυτούς που τους είχε λασκάρει λίγο η βίδα, που ζύγιαζαν από την ελαφριά. «Να αυτός» έλεγε και σου δειχνε κανέναν αλαφροΐσκιωτο. Και αφού είχε περάσει τη μισή ζωή του στις λέσχες, στα μπιλιάρδα, στα μπάρ, γνώριζε πολλούς τέτοιους . Τους φώναζε στο δρόμο, έσπαζε πλάκα μαζί τους, πέρναγε την ώρα του και αν δεν τον ήξερες, νόμιζες πως τα έλεγε σοβαρά όλα αυτά. Μερικές φορές, αστειευόμενος πήγαινε να το κάνει και σε μένα αλλά τότε έπαιρνα κ εγώ την ανάλογη θέση. Έτσι και τώρα που μου είπε περιπαιχτικά αν είχα γυναίκα, του απάντησα πως όχι, κατσίκα έχω.
-Κατσίκα ε; έκανε τρίβοντας τις φούχτες του. Καλή είναι και η κατσίκα από το καθόλου. Μπράβο!
Με τα θέατρα, τα διαβάσματα και τέτοια δεν είχε σχέση ο Δούκας. Αμφιβάλλω αν θα είχε διαβάσει ποτέ κανένα βιβλίο. Στο θέατρο, ίσως να είχε πάει σε κάποιες επιθεωρήσεις, γι αυτό όταν του μιλούσες για βιβλία τον έπιανε ναυτία.
-Τι θέατρο είναι αυτό ρε Αλμύρα; Και τι θα κάνεις εσύ εκεί; Με ρώτησε.
-Πίθηκα να έρθεις και να δεις, να σου γνωρίσω και την ..κατσίκα μου, του απάντησα.
-Ωραία, εντάξει θα έρθω αλά δε μου είπες που γίνεται.
Μόλις του είπα το μέρος, στραβομουτσούνιασε. «Δεν έρχομαι, δεν έχω δουλειά εγώ μ αυτούς εκεί» μου είπε, αλλά παρ όλα αυτά ήρθε. Ήρθε όταν πια οι πρόβες είχαν προχωρήσει πολύ και ήμασταν λίγο πριν την πρεμιέρα και τις κάναμε κανονικά στην υπαίθρια σκηνή.
-Στην πρεμιέρα πρέπει να έρθεις, του υπενθύμισα.
-Θα έρθω και τότε απάντησε.
Του σύστησα τη Λουτσία, του έφυγαν λίγο τα μάτια και βρήκε την ευκαιρία να μου ψιθυρίσει στο αφτί, ένα, αυτή είναι η κατσίκα;
 Γελάσαμε πάλι κι ύστερα εκείνο το βράδυ, μας παρακολούθησαν σε γενική πρόβα, όλο τον θίασο, τους δυο μαύρους υπηρέτες, τη Μάργκαρετ, τον Μπρικ, τη Μάε, τον Γκούπερ, τον παππού, τη γιαγιά και πέντε-έξι ρολάκους ακόμα, αρκετός κόσμος. Ήταν εκεί, εκτός του Ντάφλου και της Έλεν Νασοπούλου, ένα φιλικό ζευγάρι, η Βαριεντίνα, ο επιστάτης του μουσείου, ο Δούκας και η Βασιλική. Ναι, μην εκπλήσσεστε ήταν και η Βασιλική. Είχαν πάρει κανονικά διαζύγιο αλλά συνέχιζαν να συναντιούνται μου είπε. Δεν έμεναν πια μαζί αλλά να τόσα χρόνια μαζί, έχουμε συνηθίσει ο ένας τον άλλον, καταλαβαίνεις δε γίνεται διαφορετικά, ολοκλήρωσε. Εγώ αυτό το δε γίνεται διαφορετικά, δεν το καταλάβαινα.
-Θα ξαναπαντρευτείτε; Τον ρώτησα.
-Όχι ρε, γέλασε, θα είμαστε έτσι.
Μεταξύ σοβαρού και αστείου, έλεγε πως οι δυο τους αγαπιόνταν πολύ και θα ήταν μια ζωή μαζί. «Κλασσική περίπτωση μαζοχισμού» του είπα εγώ και μπήκα στα παρασκήνια..
Ένιωθα περίεργα, πρώτη φορά θα παίζαμε έστω και σε λίγο κοινό. Φαντάσου στην πρεμιέρα, μονολόγησα με τόσο κόσμο στην πλατεία να σε παρακολουθούν όλοι. Δεν ένιωθα τόσο σίγουρος, σε αντίθεση με τη Λουτσία και Τασούλη που πέταγαν, εμένα έφευγε η γη κάτω απ τα πόδια μου κι όλο προσπαθούσα να θυμηθώ τα δύσκολα κομμάτια, ιδιαίτερα κάποιες μεγάλες ατάκες του Μπρικ. Για να πω τη μαύρη αλήθεια μου το χειρότερο στην περίπτωση, ήταν η τελειομανία μου Γι αυτό έδειχνα ανικανοποίητος. «Απίθανο, ωραίο!» έλεγαν οι άλλοι, «καταπληκτικό» συνέχιζαν κι αντί να με ανεβάσουν με χαμήλωναν πιο πολύ. «Χμ, καλούτσικο είναι» έλεγα αόριστα, ήταν που μου έλειπε η εμπιστοσύνη στον εαυτό μου γι αυτό που θα έκανα για πρώτη φορά και φοβόμουν μη τα θαλάσσωνα. Κάποια στιγμή, πήγα να το βάλω στα πόδια, ήμουν έτοιμος να πάρω τα βουνά και τα λαγκάδια αλλά με συγκράτησαν η Λουτσία με τον Τασούλη. «Τα πας περίφημα!» μου είπαν με ένα στόμα.
-Έχεις ένα ωραίο τρακ, μη φοβάσαι, ολοκλήρωσε η Λουτσία και μου έδωσε ένα φιλί.
Πιο πολύ με συγκράτησε η παραδοχή της, γιατί ξέχασα να σας πω, πως σε έναν από τους τελευταίους καυγάδες μας μου είπε πως ήμουν ο χειρότερος ηθοποιός που είχε γνωρίσει.
-Το παίζεις ωραίος, εντάξει, το ξέρουμε αυτό αλλά ηθοποιός είναι κι άλλα πράγματα, πιο σπουδαία. Υποκριτική, ταλέντο, ήθος, μάθηση και γνώση. Αυτά είναι ηθοποιός, όχι φρου-φρου κι αρώματα, μου είπε.
Κι έτσι με πλήγωνε.
Τότε της είπα κι εγώ, τρέμοντας από τα νεύρα μου, πως αφού είναι έτσι τα πράγματα, τότε τα παρατάω. Αφού δεν κάνω γι αυτή τη δουλειά κι έχω το γνώθι σ εαυτόν και τη δύναμη να τα παρατήσω. Τα παρατάω, είναι καλύτερα έτσι, να βρείτε κάποιον άλλον για το ρόλο του Μπρικ.
Με κράτησε όμως γιατί κατά βάθος δεν τα πίστευε αυτά που έλεγε για μένα, δηλαδή τα εναντίον μου. Πιο πολύ ήθελε να με κεντρίσει, να δώσω μεγαλύτερη βαρύτητα, να σκεφτώ πως αυτό που έκανα ήταν πιο σοβαρό απ όσο το έπαιρνα.
-Τι εννοείς σοβαρό; Τη ρώτησα. Εγώ δε σκέφτομαι να κάνω καριέρα ηθοποιού, έχω άλλα στο μυαλό μου. Αυτή η προσπάθεια γίνεται, πρώτα για να βοηθήσουμε το μουσείο του Ντάφλου κι ύστερα εσένα και τον Τασούλη που είσαστε κατ εξοχήν επαγγελματίες του είδους.
Κατά βάθος όμως, πίσω απ το κρανίο μου, υπήρχε η κρυφή γοητεία- ίσως η αλαζονεία. Που ξέρεις; όλα γίνονται, γιατί να μη γίνω κι εγώ ηθοποιός; με λεζάντες, φωτογραφίες, συνεντεύξεις στα περιοδικά, μόστρες στην τηλεόραση;
Αυτό κι αν ήταν αλαζονεία!
Έτυχε όμως τα πράγματα να πάρουνε τη σωστή τους θέση και η περιπέτεια της θεατρικής μου καριέρας τελείωσε άδοξα. Ήταν η πρώτη και η τελευταία μου πρεμιέρα από τότε δεν ξανασκέφτηκα να λειτουργήσω έτσι. Ήταν ίσως κάτι παραπάνω για τον εαυτό μου ή κάτι ξένο προς τις δυνάμεις μου. Δεν μπορούσα να λέω κάθε βράδυ τα ίδια λόγια, να κάνω τις ίδιες κινήσεις. Μπούχτισα και το θεώρησα βασανιστικό. Από τότε εκτίμησα ακόμα περισσότερο την εργασία του ηθοποιού που οι περισσότεροι βλέπουμε μόνο την εξωτερική της θωριά. Αυτή της δημοσιότητας και της φανφάρας.


συνεχίζεται

Σάββατο 9 Μαΐου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 22





Ήταν και η άθλια οικονομική κατάσταση που πίεζε τον Τασούλη. Έψαχνε το μεροκάματο, δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, τώρα μάλιστα που έπρεπε να πληρώνει ενοίκιο για τη γκαρσονιέρα που είχε νοικιάσει μόνος του κάπου στα Πατήσια. Το μόνος του βέβαια ήταν σχετικό γιατί όλο και κάποιο «τεκνό» θα φιλοξενούσε για παρέα. Έμοιαζε όμως να μη τον νοιάζει, δε μιλούσε καθόλου γι’ αυτά. Το οικονομικό και το ερωτικό του πρόβλημα που γινόταν ένα. Μου τα είπε στα ίσια για πρώτη φορά, όταν πήγα στη γκαρσονιέρα για να του μιλήσω τα καθέκαστα για το θέατρο.
-Αμβράζη, αγόρι μου εγώ δε σκάω, δε με πειράζει ότι και να σκεφτείς, έτσι τι βρίσκω εγώ, τι χολοσκάς;
-Εγώ… δε χολοσκάω… τα μάσησα λίγο. Εγώ για άλλο πράγμα ήρθα, όχι για τα προσωπικά σου…
Η γκαρσονιέρα ήταν σε μια παλιά πολυκατοικία. Ανέβηκα στη σοφίτα, πάνω στο ρετιρέ με το παλιό ασανσέρ, εκείνο το κουβούκλιο που έβλεπες έξω τα μαυρισμένα ντουβάρια να σε κυκλώνουν. Μου θύμισε λίγο το δίχτυ των Μετεώρων. Έτσι ένιωθα σ’ αυτά τα ασανσέρ: εγκλωβισμένος. Και μια ανασφάλεια τεράστια.
Όταν χτύπησα το κουδούνι δεν ήμουν σίγουρος πως ήταν το σωστό. Ο Τασούλης μου είχε πει στο τηλέφωνο, χτύπα εκείνο που δεν έχει όνομα αλλά τέτοια ήταν δυο-τρία ακόμα. Φαίνεται όμως πως έπεσα διάνα αφού άκουσα τη φωνή του να μου λέει, έλα, ανέβα στο ρετιρέ.
Είπα ανασφάλεια προηγουμένως και σκέφτηκα πως αυτή ήταν η λέξη που τον χαρακτήριζε ολοκληρωτικά. Ανέκαθεν ήταν ανασφαλής και πεισιθάνατος. Οι περισσότερες διαλέξεις του ήταν γύρω από τέτοια πρόσωπα. Έντιθ Πιάφ, Καρυωτάκης, Τζέιμς Ντιν, Μοντκόμερι Κλιφτ- όλα τα είδωλα της τέχνης που τα είχε σημαδεμένα ο θάνατος όπως του άρεσε να λέει συχνά.
Είχε βάψει για ένα μικρό διάστημα τα μαλλιά του κατάξανθα σαν αγγέλου. «Για τις ανάγκες του ρόλου» μου είπε και μου έμοιαζε με κείνες τις ξεθωριασμένες σταρ του Χόλιγουντ. Μάλλον όμως το είχε κάνει από φιλαρέσκεια, ίσως επειδή πλησίαζε περισσότερο να δείχνει γυναίκα.
Κουβεντιάσαμε για το έργο που θα ανεβάζαμε και επέμενε να είναι οπωσδήποτε ξένου συγγραφέα, δεν είχε σε μεγάλη εκτίμηση τους εγχώριους.
-Θα παίξεις και συ; με ρώτησε μάλλον σαν επιβεβαίωση.
-Τι να παίξω; του απάντησα αιφνιδιασμένος. Εγώ μόνο στα σχολικά σκετς είχα δοκιμάσει την τύχη του ηθοποιού, τι μου λες;
-Δεν πειράζει, θα παίξεις, έχεις ωραίο παρουσιαστικό, σωστή άρθρωση. Ε, θα δούμε και το υποκριτικό σου ταλέντο στη σκηνή, μου χαμογέλασε και μου φάνηκε πως με κοίταζε κάπως ερωτικά. Έχει πλάκα αναλογίστηκα και θυμήθηκα τη Βαριεντίνα που κάποτε μου είχε πει πως με καλόβλεπε κι εμένα ο Τασούλης και έσκασε στα γέλια. Για να πω την πιο κουφή αλήθεια, επειδή τα ντρεπόμουν αυτά, συνήθως μου κολλούσαν οι «αδερφές» και τότε θωρακιζόμουν. Ή καλύτερα, γινόμουν σκληρός απέναντί τους, όχι ότι τους παρεξηγούσα, απλώς εμένα δε με ενδιέφεραν και δε μου πήγαιναν αυτά τα πράγματα.
-Τι λες για τη «Λυσσασμένη γάτα» του Τέννεσι Ουίλιαμς; Με επανέφερε στην πραγματικότητα.
Το συζητήσαμε αρκετά, το ψάξαμε και τελικά το αποφασίσαμε. Αυτό θα ήταν το πρώτο έργο που θα ανεβάζαμε, το δεύτερο-τουλάχιστον εγώ- δεν είχα καμιά αισιοδοξία πως θα ερχόταν. Ακόμα και για το πρώτο που λέγαμε πως πάει, τέλειωσε, θα γίνει, εγώ κρατούσα τις επιφυλάξεις μου. Μόνον ο Τασούλης ήταν αισιόδοξος και είχε αρχίσει να ψάχνει τους ηθοποιούς.
-θα κάμουμε οντισιόν! Μου είπε, τέτοια τρέλα κουβαλούσε. Εδώ δεν είχαμε να φάμε, η οντισιόν του έλειπε! Που να ακούσει όμως αυτός. Το είπε και το έκανε. Δηλαδή ψευτοοντισιόν ήταν αλλά εμένα που τύχαινα για πρώτη φορά σε παρόμοια κατάσταση, μου άρεσε. Έτσι διαλέξαμε ηθοποιούς για τους περισσότερους ρόλους αλλά μας έλειπε η γυναίκα που θα έπαιζε τη Μάργκαρετ, την κεντρική ηρωίδα. Τρέχαμε λοιπόν, από παράσταση σε παράσταση, εύρισκε προσκλήσεις ο Τασούλης, γιατί λεφτά για εισιτήριο ούτε γι αστείο δεν το κουβεντιάζαμε.
Οπότε ένα κοντινό βράδυ, με πήρε τηλέφωνο και μου ανήγγειλε θριαμβευτικά- τρόπος του λέγειςν βέβαια γιατί ποτέ δε μιλούσε έτσι. Η φωνή του ήταν χαμηλή, αδύναμη. «Τη βρήκα» μου είπε, «έλα να τη γνωρίσεις, δε σου λέω τίποτε άλλο από το τηλέφωνο, έλα σύντομα.»
Του υποσχέθηκα πως θα πήγαινα, κοντά ήταν και ξεκίνησα με τα πόδια. Στο δρόμο σκεφτόμουν τι σόι τρέλα ήταν αυτή που έκανα αλλά άκρη δεν έβγαζα. Είχαμε κανονίσει με το Ντάφλο για τις πληρωμές. Ο Τασούλης επέμενε πως ο «θίασος» έπρεπε να πληρωθεί κανονικά κι όλο με έσπρωχνε συνωμοτικά να τον πιέζω να δίνει κανένα φράγκο. Κάτι έδινε αυτός αλλά όχι σπουδαία πράγματα αν και τα οικονομικά του πήγαιναν περίφημα. «Πρόσεχε Αλμύρα» μου έλεγε, «τα λεφτά δεν τα βρίσκεις στο δρόμο όσο και να ψάξεις, πρόσεξε μη φάμε κανένα πακέτο με τα θεατριλίκια σου και γονατίσουμε. Εσύ θα κάνεις κουμάντο στα οικονομικά του θεάτρου. Τον Τασούλη, εντάξει, δε λέω τον εμπιστεύομαι κι αυτόν αλλά άλλο είμαστε εμείς. Καταλαβαίνεις εσύ. Εντάξει θα πληρωθούν όλοι αλλά στην ώρα τους, πες του να μη βιάζεται.»
Η συντήρηση του μουσείου του κόστιζε αρκετά, επειδή δεν του είχε εγκριθεί ακόμα η επιχορήγηση από το υπουργείο πολιτισμού. «Έχω κάνει όλες τις απαιτούμενες ενέργειες, ετοίμασα όλα τα χαρτιά, δε θα μας το δώσουν οι κερατάδες;» μου έλεγε λες και ήταν και δικό μου το μουσείο. «Είναι που δεν μπορεί να βοηθήσει και η Έλεν. Ξέρεις την κατάσταση της, είναι από χρόνια ξετιναγμένη,» συνέχιζε κι εγώ τον κοίταζα με μισό μάτι. Συμφωνούσα μαζί του αλλά είχε ένα κάρο λεφτά η αλεπού, ο φίλος μου ο Ντάφλος. Πίστευα πως εκείνο τον καιρό ήταν στο απόγειο της δόξας του. Το όνομα του ακουγόταν συχνά στους οικονομικούς παράγοντες του τόπου, ακόμα και στις κοσμικές στήλες των περιοδικών εμφανιζόταν, συνήθως εκεί για τα σκάνδαλα με τις ξετσίπωτες στα καμπαρέ- το ξένο κεχρί δεν το ξεχνούσε ποτέ, αυτό με κρατάει ζωντανό, έλεγε.
-Και η Έλεν; τον ρωτούσα.
-Άστην Έλεν. Αυτή είναι η γυναίκα μου, ο άνθρωπος μου, μαζί θα περάσουμε τα γηρατειά. Άλλο η γυναίκα σου κι άλλο οι γκομενούλες που θα περνάς καλά μαζί τους. Ξύπνα Αμβράζη, τα χρόνια περνάνε!
Τα χρόνια περνούσαν όντως μα δεν το ένιωθα και πολύ. Αραιά κα που, κυκλοθυμικά έφερνα στο νου μου την εικόνα του μελλοντικού εαυτού μου και καμιά γυναίκα δεν έβλεπα στα όνειρα μου. Έτσι, όταν μου ανήγγειλε ο Τασούλης πως βρήκε την πρωταγωνίστρια δεν είχα κατά νου αυτό που θα επακολουθούσε και πόσο επικίνδυνο θα γινόταν στο μέλλον για μένα. Σίγουρα όμως, έφτασα βιαστικά, γεμάτος περιέργεια στη γκαρσονιέρα του.

Την είδα και δεν μπορώ να πω, πως δε θαμπώθηκα. Έμεινα σύξυλος και μαγνητισμένος της έδωσα το χέρι όταν μας σύστησε ο Τασούλης. Το ίδιο κατάλαβα πως ένιωθε κι εκείνη. Κάποια σιωπή και αμηχανία σκορπίστηκε στο μισοσκόταδο του φτωχικού διακόσμου. Κοίταξα γύρω, μια μεγάλη σχετικά βιβλιοθήκη, ξύλινη, δέσποζε στο χώρο- ο Τασούλης αγαπούσε τα βιβλία- ένα γραφείο, δυο παλιοπολυθρόνες, ο καναπές με το γυάλινο τραπεζάκι, συμπλήρωναν το σκηνικό. Όσο για το ημίφως που μας κύκλωνε ήταν προτίμηση  και γούστο του θυμίζοντας με αυτό τον Καβάφη με τα περίφημα «Κεριά» και το πόσο του άρεσε το μισοσκόταδο.
Ξαναγύρισα το βλέμμα μου πάνω της ενώ τα χέρια μας συνέχιζαν να είναι κολλημένα, ζεστά, παλάμη με παλάμη. Στη στιγμή ένιωσα το ταρακούνημα της ψυχής, το τρέμουλο των βλεφαρίδων. Ένα τσακ γλυκό, μια θέληση ένωσης, συγκατάνευσης σ αυτό που γινόταν την έκαναν να χαμηλώσει τα δικά της. Ταυτόχρονα στα χείλη της σχηματίστηκε το περίφημο χαμόγελο του έρωτα. Ανοιγόκλεισε ηδονικά τα χείλη, τα ύγρανε έτσι κατακόκκινα που ήταν, άνοιξαν περισσότερο σα γαρύφαλλο που το ‘γλειψε η πρωινή δροσιά.
Καστανομάλλα, ψηλή, λυγερόκορμη, τα μαλλιά της έφταναν σχεδόν στη μέση της, έλαμπε στα εικοσιπέντε περίπου χρόνια της η Λουτσία. Έτσι την έλεγαν.  Λουτσία Παπακυριακού, κόρη γνωστής, μεγάλης ηθοποιού του θεάτρου. Την ήξερα τη μητέρα της, την είχα δει πολλές φορές στο Εθνικό θέατρο, που να φανταζόμουν πως θα γνώριζα κάποτε την κόρη της και μάλιστα με αυτό τον τρόπο.
-Είστε ηθοποιός; με ρώτησε παιχνιδίζοντας τα μάτια της.
Τι να έλεγα; Ο Τασούλης μου έκλεισε το μάτι και στο φτερό, «ναι» είπα και ίσως να ψυλλιάστηκε πως έλεγα ψέματα αλλά εγώ είχα πάρει θάρρος από τον τρόπο που με κοίταζε. Πήρε όμως αμέσως το λόγο ο Τασούλης για να βάλει κάποια πράγματα στη θέση τους. «Ο Αλμύρας» είπε, «δεν είναι ακριβώς ηθοποιός αλλά θα γίνει. Λουτσία θα τον βοηθήσουμε εμείς, εσύ κι εγώ, έχει ταλέντο έχουμε κάνει και πρόβες, θα δεις. Του πάει και γάντι ο ρόλος κι έπειτα είμαι σίγουρος πως η παρουσία σου θα τον βοηθήσει. Η Λουτσία έχει τελειώσει τη δραματική σχολή του Εθνικού, γύρισε σε μένα.
-Αμβράζη σε λένε ή Αλμύρα; Με ρώτησε χαμογελώντας η Λουτσία. Αμβράζης δεν είπες; Γύρισε το βλέμμα της στον Τασούλη.
-Αμβράζης, Αντώνιος, Αλμύρας, είπα εγώ ίσως με κάποιο στόμφο ολόκληρο το όνομα μου αλλά είχα ήδη μουδιάσει με εκείνο το τελειόφοιτος Εθνικού θεάτρου.
«Τώρα τα κάναμε από κούπες» σκέφτηκα. «Δε θα γλιτώσω από την αποδοκιμασία της και την κριτική της.» Μου φάνηκε κάπως υπεροπτική η θέση της από τότε. Κοίταζε αφ υψηλού, έδειχνε την υπεροχή της. Αυτό το ύφος της πολύ αργότερα θα χαμήλωνε, προς το παρόν το αίσθημα της υπεροχής, της ομορφιάς, της δύναμης που της έδινε η θεατρική της παιδεία και η οικογενειακή της παράδοση, την έκαναν άτρωτη. Έμοιαζε ακριβώς με μια καστανόχρωμη γάτα. Γατούλα ναζιάρα, φιλική γεμάτη υποσχέσεις. Ίσως πιο ύστερα να γινόταν πραγματικά «λυσσασμένη».
-Αυτή δεν ψάχναμε; Μου γέλασε μια από τις επόμενες μέρες ο Τασούλης.
-Πρόσεξε καλά, αυτή δεν είναι σαν τις άλλες που είχες μέχρι τώρα, μου είπε και η Βαριεντίνα, όταν την γνώρισε.
Εμείς πάντως εκείνο το βράδυ που ο Τασούλης μιλούσε για το έργο, την παράσταση, τα λεφτά, συνεχίζαμε το δικό μας παιχνίδι, ζούσαμε έναν άλλο πυρετό και δε βλέπαμε την ώρα να φύγουμε, να βρεθούμε μόνοι. Μια ένταση σαν έξαψη, μια άλλη, αλλιώτικη έλξη κυριαρχούσε στο είναι μας. Εγώ μάλιστα, δε ντρέπομαι να το πω, την είχα γδύσει κιόλας. Και μάλιστα είχα προχωρήσει παρακάτω. Έφτασα στο κρεβάτι, την είδα γυμνή κάτω από το σώμα μου.
Δεν ένιωθα όμως μόνον εγώ έτσι. Η Λουτσία όσο περνούσε η ώρα καιγόταν σε μια φωτιά. Πόθος μεγάλος, ερωτικός παροξυσμός, ένα θέλω να γίνει ένα μαζί μου, το έδειχνε σε κάθε  κίνηση σε κάθε της λέξη. Για μένα δεν ήταν σαν τότε με την Καίτη, γιατί θυμάμαι πως πότε την ήθελα και άλλοτε όχι. Τώρα δε χωρούσε πουθενά το όχι. Θες ακόμα και η μαγεία του τίτλου, ηθοποιός, θες το μυστήριο που έκρυβε η μορφή, το σώμα της, έγινα εκείνο το βράδυ έρμαιο στις διαθέσεις της.
Ο Τασούλης το είχε καταλάβει πως κάτι έτρεχε μεταξύ μας, δεν ήταν βλάκας και πράγμα περίεργο για τον τύπο του έδειξε κάποια ζήλεια. Είπε όμως τελικά, βλέποντας τη δική μας πρεμούρα, να φύγουμε νωρίς και την άλλη μέρα να ξεκινούσαμε πρόβες.
Συμφωνήσαμε και βγήκαμε. Στο ασανσέρ που κατεβαίναμε, φιληθήκαμε προτού ακόμα κοιταχτούμε, προτού καν κλείσει η πόρτα και ο Τασούλης μας παρατηρούσε από την δική του πόρτα.
Το φιλί άγριο, σφοδρό, παρατεταμένο.
Στην είσοδο της πολυκατοικίας, σφιχταγκαλιασμένοι συμφωνήσαμε να πάμε κάπου. Σε ένα ξενοδοχείο είπα εγώ και η Λουτσία συμφώνησε. Περάσαμε την πρώτη νύχτα μας τρελά, αλλοπρόσαλλα, ολοκληρωμένα. Που σκέψη για φαγητό και τέτοια. Μόνο έρωτα μέχρι το πρωί.

 συνεχίζεται


Παρασκευή 8 Μαΐου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 21





Ότι γεννιέται πεθαίνει, γράφει τον κύκλο του και ενώνεται ξανά με το χάος. Ακόμα και οι πέτρες, τα αστέρια, οι βασιλιάδες, οι προύχοντες, όλα έχουν ένα τέλος. Έτσι είναι και οι ιδέες και οι σκέψεις, οι μνήμες. Έρχεται κάποτε η εκπλήρωση του χρέους. Γιατί;
Δεν τα πίστευα και πολύ όλα αυτά αν δεν ήταν ο θάνατος. Έξυπνη λύση ο θάνατος, η απόλυτη σιωπή. Αν δεν ήταν αυτός, σίγουρα η ζωή, λένε, θα ήταν ανούσια. Το απέραντο ερωτηματικό της, η αγωνία της θα πήγαιναν περίπατο. Ποιος θα νοιαζόταν να φτιάξει, να δημιουργήσει και ποιο θα ήταν τότε το χρέος; Και εξ άλλου τι θα γίνονταν όλοι αυτοί; Που θα χωρούσαν; Πάνω στη γη τουλάχιστον αδιανόητο Κι έτσι γεννήθηκε ο θάνατος που προϋπήρξε του ανθρώπου.
Όλα προϋπήρχαν του ανθρώπου ή ήταν παντοτινά έτσι;
Το χειρότερο βέβαια είναι ο πόνος και η δυστυχία. Αυτά μπορούσαν να μην υπάρχουν, όχι εξ αιτίας του θανάτου αλλά μάλλον περισσότερο για το τεντωμένο τόξο της ζωής, για την διάρκεια και την πορεία που διαγράφει ένα βέλος από τη στιγμή που φεύγει μέχρι που μπήγεται στην καρδιά ή στο χώμα.
Ένα άνυσμα είναι λοιπόν η ζωή-για τον πατέρα μου μια ευθεία- το πέταγμα μιας πέτρας η τροχιά ενός κομήτη που πέφτει και χάνεται στο χάος.
Περίεργο πράγμα το χάος, το κενό, η ανυπαρξία. Κανένας φαντάζομαι δεν το έχει συλλάβει, πόσο μάλλον ο πατέρας μου, κατάκοιτος πλέον, γέρος κι ανήμπορος. Δεν πιστεύω πως δεν τα είχε καταλάβει, όχι το χάος, γι’ αυτό είπαμε αλλά να, δεν μπορούσε να τα σκεφτεί με αυτές τις λέξεις, να τα εκφράσει με πολλαπλότητα. Αυτό μου τριβέλιζε το νου πως ίσχυε για τους περισσότερους ανθρώπους. Μπορεί να είναι φοβερό για όσους σκέφτονται και εγωιστικό για μένα αλλά ότι και να πεις είναι εντελώς ρεαλιστική άποψη για όσους εντρυφούν στις αφαιρετικές διαδικασίες του είναι. Οι άλλοι παραδέχονται την καρδιά, όπως ο Ντάφλος. Την τετράγωνη λογική τη θεωρούσε κατώτερη της καρδιάς, σε αντίθεση με μένα που για να πω τη μαύρη αλήθεια μου αρνιόμουν πεισματικά να δεχτώ πως ένας άνθρωπος σκέφτεται με την καρδιά. Η καρδιά έλεγα, είναι ένα όργανο που διοικείται από τον εγκέφαλο, όπως το δάχτυλο, όπως το χέρι, το νεύρο.
Ο Ντάφλος μιλούσε για την καρδιά, για το φιλότιμο που πηγάζει από αυτήν, για τους φτωχούς, για το θεό. Παλαιότερα δεν τα έλεγε, τώρα τελευταία όλο και πέταγε εκείνο το « ο θεός είναι μεγάλος», αυτός, ένας δεδηλωμένος αριστερός.
-Ποιος θεός; Του έλεγα. Ο Δίας, ο Βούδας, ο Αλλάχ, ο Χριστός;
-Αυτός ο τελευταίος, επέμενε. Μόνον ο Χριστός είναι θεός.
Εγώ απορούσα με την αφέλεια του. Σε άλλα πράγματα ήταν δαιμόνιος, εκεί σα να κολλούσε το μυαλό του. Στριφογύριζε σα σβούρα, έψαχνε ασταμάτητα, ιδιαίτερα εκείνη την εποχή.  Μια μέρα μου ανήγγειλε με στόμφο πως θ’ αγόραζε ένα ταξί κι εγώ πάλι απόρεσα. Τι διάολο, ταξιτζής θα γίνει σκέφτηκα, έτσι πιωμένος που ήταν συνέχεια; Για να μην πω μεθυσμένος, ντίρλα που λέμε και πως θα τα έβγαζε πέρα; «Δεν κάνεις» του είπα αλλά εκείνος ήρθε και άραξε με το καινούργιο μερσεντές έξω από το μαγαζάκι μου. Μου κλεισε το μάτι και με πήρε κούρσα μέχρι τα Φάληρα.
Ήπιαμε ένα ουζάκι κι ύστερα τον έχασα για κάμποσες μέρες. Δούλευε το ταξί και τα βράδια πήγαινε στην Κηφισιά. Έμενε πια με την Έλεν Νασοπούλου και μπεκρόπιναν τα βράδια και τις ημέρες οι δυο τους.
Προς το παρόν είχε ξεχάσει τον Τίτο, οι σχέσεις τους έγιναν τυπικές αν και ο ίδιος διαλαλούσε παντού πως είχε έναν γιο ξεφτέρι, έναν γιο που θα τον έκανε γιατρό, ενώ ο Τίτος σχεδόν δεν ήθελε ν’ ακούει τίποτα για τον πατέρα του. Είχε πάρει από τότε την κλίση προς τον Σταυρέα, εκεί έβλεπε το δρόμο του και όχι στα καμώματα του πατέρα του με τα ποτά, τα ξενύχτια, τις γυναίκες και τα λοιπά για τα οποία θα τον κατηγορούσε αργότερα.
Από τη μεριά του ο Ντάφλος όταν μιλούσε για τα οικογενειακά του τον έπιανε ναυτία, σκοτούρα. Σα να μη τον ενδιέφερε καθόλου πια αυτή η ιστορία, σα να ήθελε να ξεφύγει παντελώς. Τα οράματα του είχαν αλλάξει, η συγκίνηση, η αγάπη που περιέβαλλε κάποτε το γιο του, σιγά-σιγά ξέβαφε. «Θα κάνω ένα παιδί με την Έλεν» μου είπε ξαφνικά μια μέρα.
Άλλο και τούτο! Σκέφτηκα εγώ. Παιδί με την Έλεν. Αφού είχε περάσει προ πολλού τα πενήντα, πως θα γινόταν αυτό;
-Μη χολοσκάς, μου γέλασε. Είπα θα κάνουμε αλλά δεν είναι ακριβώς αυτό. Έχουμε συμφωνήσει να υιοθετήσουμε μια κόρη. Κόρη όχι αγόρι, αγόρι έχω. Έχει τον τρόπο της ή Έλεν, θα δεις.
Πράγματι, έτσι έγινε. Υιοθέτησαν ένα κοριτσάκι. Λεπτομέρειες δε μου είπαν και ούτε ζήτησα να μάθω. Μια των ημερών με πήρε με το ταξί και πήγαμε στην Κηφισιά για του λόγου το αληθές. Στην είσοδο του σπιτιού μας περίμενε η Έλεν με ένα κατάξανθο κοριτσάκι στην αγκαλιά- την Αγγέλα, έτσι θα την βάφτιζαν μου είπαν. Ήταν ένα πανέμορφο κοριτσάκι αλλά κλαψιάρικο. Ο Ντάφλος την έπαιρνε στην αγκαλιά μάλλον άγαρμπα. Έπαιζε μαζί της κουπεπέ και κουπεπέ κι εγώ ξεκαρδιζόμουν στα γέλια.
-Γιατί γελάς παλιοζωγράφε; Μου ξίνιζε τάχα τα μούτρα και παίρναμε τους δρόμους όπως τότε που ήμασταν παιδιά.
Το ταξί βέβαια, το πούλησε σε λίγο καιρό. Είχα προλάβει όμως μια μέρα στη λεωφόρο να σηκώσω το χέρι αναζητώντας ταξί και να με πάρει κούρσα.
-Έμπα μέσα ρε αλήτη!
Εγώ τι να του ‘λεγα; Έφερα κάποιες αόριστες αντιρρήσεις αλλά εκείνος με αποστόμωσε.
Μου είχε βγάλει καινούριο όνομα τώρα το μαχαραγιάς το είχε ξεχάσει.
- Αλήτης είσαι μην το σκέφτεσαι. Αλλά καλός αλήτης και με κοίταζε στα μάτια. Θέλω να πω πως δεν είσαι δεμένος ρε, αυτό θέλω να πω, δεν ξέρεις τι σημαίνει αλήτης; Εγώ το έμαθα, το διάβασα σε ένα λεξικό στη βιβλιοθήκη του μουσείου, τι νομίζεις έτσι είμαστε εμείς;
Εκείνες τις μέρες είχε ανακαινιστεί το μουσείο. Μόλις πούλησε το ταξί βάλθηκε με την Έλεν να το φτιάξουν. Αγόρασαν ένα φορτηγάκι και δούλευαν πυρετωδώς. Σιγά-σιγά διαμόρφωναν όλους τους χώρους, έλαμψε πια από ομορφιά και καθαριότητα  όλο το τοπίο, αναδείχτηκε ο χώρος, τα αγάλματα οι πίνακες- άσπρο χρώμα, μπλε και κεραμιδί κυριαρχούσε παντού.
Παράλληλα δεν έπαυε ν’ ασχολείται και με άλλες δουλειές που του απέφεραν χρήμα. Όπως για παράδειγμα να κάνει τον κτηματομεσίτη. Όταν ήρθε και με πήρε να πάμε στην Εύβοια ν’ αγοράσουμε ένα αγρόκτημα, πάλι δεν τον πίστεψα, νόμιζα πως καλαμπούριζε και απλώς ήθελε να πάμε για θαλασσινά και κανένα ούζο αλλά αυτός το είχε πάρει σοβαρά. Το αγόρασε. Ύστερα κι άλλο κι άλλο, τα περισσότερα από την πλευρά του Ευβοϊκού. Έστησε το γραφείο του εκεί στο μουσείο και διηύθυνε την καινούρια του επιχείρηση. Πουλούσε, αγόραζε, ενοικίαζε, έβαζε φωτιές. «Πάμε να βάλουμε μια πυρκαγιά;» μου είπε γελώντας μια άλλη μέρα. «Έχει πλάκα να το κάνεις αλήθεια!» παραξενεύτηκα έκπληκτος. Τον είχα ικανό για όλα. «Να σου πω την αλήθεια, έβαλα μια πριν από κανένα μήνα αλλά το μετάνιωσα. Τι μου φταίγανε τα δέντρα;» έκανε τάχα τον προστάτη της φύσης μα μέσα του γελούσε, το έβλεπα. Μεγάλη φάρα ο Ντάφλος! Και πάντα με ένα ποτήρι τσίπουρο στο χέρι, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Μόνο όταν κοιμόταν δεν έπινε. Από κοντά του και η Έλεν, αυτή σχεδόν αλκοολικιά πια. Τρεκλίζοντας ξεχορτάριαζε τις αυλές, κουβαλούσε πέτρες, έχτιζε πεζούλια, έστρωνε καινούριους δρόμους, κρεμούσε καινούριους πίνακες για τις εκθέσεις που έκαναν κάθε τόσο ή που αγόραζαν οι ίδιοι πλουτίζοντας την συλλογή του μουσείου. Και ήταν ελκυστικό να τους βλέπεις να συνεργάζονται οι δυο τους. Είχαν εκπληκτική διαύγεια, ζωντάνια παρ όλο το αλκοόλ που κατανάλωναν καθημερινά. Ανάμεσα τους μεγάλωνε και η Αγγέλα. Κουβαλούσε κι αυτή μικρές πέτρες και χώμα με το κουβαδάκι. Ώσπου μια βραδιά από τις πολλές που σύχναζα κι εγώ εκεί, Καλοκαιράκι ήταν πια, μου λέει ο Ντάφλος αναπάντεχα:
-Ρε Αλμύρα, εσύ που ασχολείσαι με τα βιβλία, τα θέατρα και όλους αυτούς δε φτιάχνεις μια παράσταση; Να καλέσουμε ένα βράδυ όλον τον καλόν κόσμο, τι την έχουμε τη σκηνή; Για λέγε…
-Με έπιανε εξ απήνης
-Ωραία ιδέα, είπα μουδιασμένος, σκεφτικός στις αντιθέσεις μου, τις αιώνιες αναστολές μου, εγώ που δεν έκανα τίποτε σπουδαίο εκείνη την εποχή. Απλά καιροσκοπούσα από εδώ και από εκεί.
Μόλις μου το πρότεινε, ήρθε στο μυαλό μου αμέσως ο Τασούλης. Από τότε που είχε φύγει, συναντιόμαστε που και που και μου ‘λεγε πως έκανε τον ηθοποιό σε παιδικά θέατρα. Δεν τον πίστεψα αλλά μια Κυριακή που με φώναξε, πήγα και τον είδα να παίζει σε κάποιο συνοικιακό θεατράκι στου Γκύζη. [Τελικά το έμαθα, τον άνθρωπο τον έλεγαν Γύζη, εκείνο που δεν έμαθα ήταν αν το συγκεκριμένο μέρος είχε πάρει την ονομασία του από τον ζωγράφο. Μάλλον όμως έτσι θα ήταν και κάποτε, δοθείσης ευκαιρίας θα το μάθαινα και αυτό.]
Ο Τασούλης λοιπόν είχε γίνει ηθοποιός με τη βούλα και άδεια εξάσκησης επαγγέλματος από το σωματείο. Και να δείτε που ήταν καλός, μάλιστα, είχε κάνει και τη σκηνοθεσία. Θυμάμαι πως μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση το παίξιμο του, μέχρι και τον κλόουν έπαιζε. Αλλά κι εμένα το θέατρο με μάγευε. Έτρεχα όταν υπήρχε ευκαιρία σε όλες τις παραστάσεις. Μια φορά είδα σε ένα μικρούλη θεατράκι ολόκληρο το έργο μοναδικός θεατής. Εκεί ένιωσα για πρώτη φορά τη δυστυχία να είσαι θεατρίνος, το μέσα και όχι τη φιγούρα και τα φώτα της σκηνής, τη δόξα και τα λοιπά. Το είπα στον Τασούλη για τη δυστυχία την ημέρα που πηγαίναμε για το μουσείο. Μου απάντησε πως πράγματι είναι πολύ δύσκολη η ζωή για έναν ηθοποιό. Ο περισσότερος κόσμος δεν αγαπάει το θέατρο ή μάλλον δεν υπάρχει θεατρική παιδεία και τρέχουν να δούνε μόνο τα ηχηρά ονόματα, τις φίρμες που φυσικά έχουν με το μέρος τους, την τηλεόραση, τον τύπο και γενικότερα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Όταν είδε το μουσείο και ιδιαίτερα τον χώρο του θεάτρου, μόνο που δεν παραφρόνησε.
-Εδώ αγόρι μου είναι η ευκαιρία μας, μου είπε. Μην το σκέφτεσαι καθόλου. Θα ετοιμάσουμε παραστάσεις, θα ταρακουνήσουμε λίγο τους εγκάθετους στο κέντρο, μη φοβάσαι θα πετύχουμε. Είμαι σίγουρος πως θα φέρουμε κάτι καινούργιο στα θεατρικά δρώμενα της πρωτεύουσας. Θα φτάσουμε μέχρι το υπουργείο πολιτισμού να πάρουμε επιχορηγήσεις, μη νομίζεις πως οι άλλοι είναι καλύτεροι από μας ή ήταν όταν ξεκίνησαν. Όχι, μη νομίζεις. Έτσι θα κάνουμε, θα προσπαθήσουμε να ενταχτούμε στο πρόγραμμα του υπουργείου για να διεκδικήσουμε την επιχορήγηση. Ξέρεις πόσα παίρνει αυτό το μικρούλη θεατράκι που μου είπες πως είδες μόνος σου την παράσταση;
-Όχι, που να ξέρω…
-Άστα να μη σου πω καλύτερα γιατί δε θα με πιστέψεις. Άφησε τα αυτά σε μένα.
 Ύστερα απευθύνθηκε στο Ντάφλο που θα ήταν ο θεατρικός επιχειρηματίας κοιτάζοντας τον με μισό βλέμμα. Έπειτα κοίταξε και μένα σα να μου ‘λεγε τι είναι ετούτος που μου κουβάλησες. Εγώ τον καθησύχασα με ένα νεύμα. Είχα αρχίσει να το διασκεδάζω το πράγμα, μάλιστα κρυφογέλασα όταν είδα τα μούτρα του Ντάφλου σαν του ζήτησε τα πρώτα χρήματα.
-Θα κοστίσει τόσο πολύ; Έκανε χαμηλόφωνα, λες και του ‘παιρνες την ψυχή. Είπαμε πως είχε γίνει τσιγκούνης τελευταία.
-Ε, τι πολλά… δε θα πληρωθούνε οι ηθοποιοί; Τα σκηνικά, οι ενδυμασίες, ο φωτισμός και τόσα άλλα που δε μου έρχονται αυτή τη στιγμή στο μυαλό. Επιχείρηση είναι το θέατρο, έτσι εύκολα νομίζετε πως γίνεται μια παράσταση; Σκέψου όμως και τη διαφήμιση που θα γίνει στο μουσείο σας, σκέψου τις επιχορηγήσεις που θα εισπράξετε.
-Είσαι σίγουρος πως θα πάρουμε τουλάχιστον τα έξοδα πίσω;
-Όπως σε βλέπω και με βλέπεις, διαβεβαίωνε κάθε λίγο και λιγάκι.
-Ε, τότε να το κάνουμε ρε παιδί μου. Τι λες και συ Αλμύρα.
Κούνησα συγκαταβατικά το κεφάλι μου.
-Ωραία, προχωράμε αλλά προσπαθήστε να περικόψετε κάποια από τα έξοδα.
-Ότι γίνεται θα το κάνουμε κύριε Ντάφλο- πρώτη φορά άκουγα άνθρωπο να τον λέει κύριο. Μόνο να ξέρετε πως το μεροκάματο των παιδιών και το δικό μου που θα σκηνοθετήσω κιόλας θα είναι σύμφωνο με το νόμο της αγοράς. Εντάξει; Κατά τα’ άλλα ότι μπορούμε θα περικόψουμε. 


συνεχίζεται

Τετάρτη 6 Μαΐου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 20




Στην αντρική του τιμή ορκιζόταν και ο Δούκας, «Μην ακούς τι σου λένε» μου ψιθύριζε συνωμοτικά. «Ξέρεις τι κουμάσια είναι και οι δυο τους; Μια μέρα θα σου τα πω όλα και τότε θα καταλάβεις, γιατί μέχρι τώρα κοιμάσαι Αλμύρα!»
-Ρε Πίθηκα, του είπα, τι να μου πεις, μη κάνεις τα πράγματα πιο περίπλοκα από ότι είναι. Πες ότι θέλεις ναχωρίσεις τη Βασιλική. Και κάτι άλλο: είναι αλήθεια αυτά περί γιατρών και ανικανότητας;
-Α, σου τα είπαν, έκανε. Εντάξει, περίπου έτσι είναι παραδέχτηκε. αλλά αυτό τι σχέση έχει με τη μοιχεία;
Η αλήθεια είναι πως είχα μπερδευτεί. Να ήταν τόσο καλός στην υποκριτική ο Τσάβαλος; Ο Πίθηκας δε φαινόταν ή δεν έδειχνε κάτι τέτοιο. Τουναντίον ζούσε τα γεγονότα με βρασμό, με μια ένταση ανθρώπου που έψαχνε το δίκιο του.
Από την άλλη πλευρά η Βασιλική, αυτή η παράξενη και σιβυλλική οπτασία ύπαρξης, έμενε παράμερα. Στην άκρη των γεγονότων, χωρίς να μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει, να μιλήσει, να βγει από τη σιωπή που όλο και περισσότερο την τύλιγε τελευταία. Ήταν και οι τρεις τους καλοί ηθοποιοί με πρώτο και καλύτερο τον Δούκα που παρέμενε αμετάπειστος-σχεδόν ανέκδοτος που έλεγε και ο πατέρας μου όταν ήθελε να πει ανένδοτος- για τις ένοχες σχέσεις της Βασιλικής.
Εγώ πάλι δεν μπορούσα να τη φανταστώ να κάνει έρωτα με τον Τσάβαλο, δε μου ερχόταν εύκολη αυτή η εικόνα. Και γιατί μ αυτόν; Δεν υπήρχαν τόσοι άλλοι; Έπρεπε να μπλεχτεί εκεί στο συγγενολόι του άντρα της; Τα ερωτήματα δεν εύρισκαν καθαρή απάντηση και το παράλογο είναι πως έγινε πρώτα η δίκη εναντίον του Δούκα για χειροδικία και επικίνδυνες σωματικές βλάβες. Αυτό ήταν που τον αντάριαζε περισσότερο και φώναζε στο δικαστήριο σαν τρελός.
Παρ όλα  αυτά φυσικά δε γλίτωσε. Παρ ότι ο δικηγόρος του, αυτή η μαϊμού, προσπάθησε να το παρουσιάσει σαν ατύχημα, πάνω στο βρασμό της ψυχής είπε, τον έσπρωξε κι αυτός  παραπάτησε και χτύπησε στο μάρμαρο, στις σκάλες- ποιες σκάλες; Τέτοιες δεν υπήρχαν στο δωμάτιο αλλά που να βρεις άκρη με τους δικηγόρους.
Εγώ βέβαια και οι δυο αστυνομικοί, μάλλον κακομοίρικα αυτοί, αμφέβαλαν είπαν για τις προθέσεις του Δούκα, πείσαμε τελικά τους δικαστές πως τον είχε χτυπήσει εσκεμμένα και επικίνδυνα.
Αυτό δε μου το συγχώρεσε ποτέ ο Δούκας.
-Ούτε ένα αθώο ψεματάκι δεν μπορείς να πεις, μου έγρουξε στο διάδρομο. Εσύ ένας ολόκληρος ψευταράς! Αλλά θα μάθεις κάποτε την αλήθεια και τότε θα έχεις τύψεις, επέμενε σα να μου έκρυβε κάτι.
Δικάστηκε ενάμισι χρόνο φυλακή εξαγοράσιμη. Συν τα υπόλοιπα, νοσηλείες, ασφάλειες, ψυχική οδύνη, συνταξιοδότηση του Τσάβαλου που δεν μπορούσε πια να εργαστεί. Την πλήρωσε πανάκριβα τη νύφη ή μάλλον την καρεκλιά αλλά δεν τον ενδιέφερε είχε τόσα χρήματα που αυτό ήταν το λιγότερο. Εκείνο που τον ενδιέφερ ήταν πότε θα εκδικαζόταν η δικιά του μήνυση για τη μοιχεία.
-Άκου ρε, έλεγε μπαρουτιασμένος. Είναι δικαιοσύνη αυτή Αμβράζη; Να πηγαίνεις για μαλλί και να βγαίνεις κουρεμένος; Που ακούστηκε από κατήγορος να πηγαίνεις κατηγορούμενος; Πουθενά. Μόνο εδώ συμβαίνουν αυτά αλλά θα τους δείξω εγώ, θα έρθει και η σειρά τους.
Εκείνη την εποχή, φυσικά είχε φύγει από το σπίτι και έμενε σε κάποιο πανάκριβο ξενοδοχείο. Ζούσε εν κραιπάλη. Καζίνο, χαρτιά, γενικά τζόγος. Έπαιζε μεγάλα ποσά, γυρνούσε με γυναίκες ευκαιριακές της μιας μέρας. Σιγά-σιγά παραμελούσε τις δουλειές του. Δεν τον αναγνώριζα αυτό το διάστημα και μου θύμιζε τον Δούκα των τελευταίων ημερών στη Ρόδο. Μίκραινε, πολύ, αυτός που ήθελε να κατακτήσει τον κόσμο.. Έχανε τη μεγαλοπρέπεια του, γινόταν κοινός, ασήμαντος ανθρωπάκος. «Θα τους δείξω εγώ ποιος είμαι!» έλεγε συχνά. «Ο Δούκας δεν πεθαίνει ρε! Ο Δούκας είναι αρσενικό!»
Αλλιώτικα μου φαινόταν όταν τα έλεγε τότε στις νεανικές μας παρορμήσεις. Τώρα που κόντευε τα τραντα πέντε το νόημα της φράσης άλλαζε, έχανε την εφηβική αφέλεια το τι θα γίνουμε σαν μεγαλώσουμε.
Έπειτα οι καιροί δεν ήταν ίδιοι. Ο Δούκας ήταν δηλωμένος Δεξιός και στην εξουσία τώρα είχαν ανέλθει οι Σοσιαλιστές. Έτσι δεν εύρισκε εύκολα  τις άκρες που αναζητούσε ή που είχε πριν.
-Τώρα θα δω τον φίλο σου! Θριάμβευσε ο Ντάφλος. Να δούμε πως θα τα βγάλει πέρα με τόσες λοβιτούρες που έχει κάνει.
Έμοιαζε μια εποχή ευτυχισμένη για τους Έλληνες. Η μεταπολίτευση προχωρούσε γοργά και τα όνειρα της επαναστατημένης γενιάς του Πολυτεχνείου που ήταν και η δικιά μας, φαίνεται πως έπαιρναν σάρκα και οστά. Κόκαλα που λέμε. Και οι Έλληνες πολίτες πίστευαν και νόμιζαν πως είχαν βάλει για πάντα στην άκρη τον συντηρητισμό- έτσι απλά στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας όπως διατεινόταν ο Αντρέας Παπανδρέου, ο καινούργιος πρωθυπουργός. Και είναι αλήθεια πως ένας διάκοσμος πλουραλισμού μεγαλοποιούσε τις καταστάσεις και άφηνε να υφαίνεται μια καλύτερη κοινωνική ευμάρεια. Το χρήμα κυκλοφορούσε άφθονο, άνοιξαν οι εργασίες, η μεσαία τάξη πήρε επάνω της. Ακόμα και τα δικά μου τα τρισάθλια οικονομικά σα να καλυτέρευαν. Φυσικά πάντα εκεί, προσπαθώντας να στήσω τη φυλλάδα που μια έβγαινε και μια πήγαινε περίπατο, σύμφωνα με τις μεγαλοφωνίες των καιρών.
Θα ήταν Άνοιξη πια, όταν έγινε το καινούργιο δικαστήριο στην υπόθεση του Δούκα. Άλλα στοιχεία διαφορετικά από αυτά που είχαν ειπωθεί δεν παρουσιάστηκαν. Ίδιοι μάρτυρες, ίδιοι δικηγόροι, είπαν τα συνηθισμένα πράγματα σ αυτές τις περιπτώσεις και ποτέ δεν κατάλαβα γιατί να μη συνδικαζόταν δυο τέτοιες μηνύσεις ή γιατί να μην εκδίκαζε το ίδιο προεδρείο. «Είναι για να μας τα παίρνουν, να μαζεύουν χρήμα» μου είπε ο Δούκας και πιθανώς είχε δίκιο. Μόνο που εγώ δεν ήμουν πάντα τόσο καχύποπτος για τις πράξεις των ανθρώπων. Πίστευα ακόμα πως οι άνθρωποι ψάχνουν το καλό με εκείνη την παιδική ψευδαίσθηση.
Εν πάση περιπτώσει, άξιο λόγου και ταρακουνήματος, ήταν η απολογία του Δούκα.
-Πως ονομάζεσαι; Τον ρώτησε ο πρόεδρος.
-Κερατάς ή Π’ιθηκας! Είπε και έμεινε όλο το ακροατήριο.
-Είπα πως ονομάζεσαι! Προσπάθησε να τον επαναφέρει στην τάξη.
-Σας είπα κύριε πρόεδρε: Κερατάς! Κι έβαλε τα κλάματα, αυτός ένα ολόκληρο θηρίο.
Όταν συνήλθε και το δικαστήριο έβγαλε την απόφαση εις βάρος της Βασιλικής και του Τσάβαλου, έμεινε τελευταίος, συντετριμμένος. Αυτή η λέξη του ταίριαζε ακριβώς: Συντετριμμένος.
Εγώ δεν το περίμενα, αυτό δεν ήθελε, σκέφτηκα και θυμήθηκα τα περί αβύσσου της ψυχής.
Ο Δούκας έκλαιγε με αναφιλητά σα μικρό παιδί με το κεφάλι ανάμεσα στις φούχτες, πίσω από μια κολόνα. Τον παρακολουθούσα από μια απόσταση δίχως να κάνω κίνηση να τον πλησιάσω. Φοβόμουν την αντίδραση του μου είχε πολλά μαζεμένα, δεν ήξερα μέχρι που μπορούσε να φτάσει.
Εν τέλει έδιωξα τις ανασφάλειες μου, πήγα κοντά του. Τον έπιασα από τους ώμους κοιταχτήκαμε στα μάτια κι αργά-αργά τον παρέσυρα προς την έξοδο.

Ήταν ένα βράδυ σκοτεινό και κρύο. Την προηγούμενη μέρα είχε χιονίσει στην Αθήνα που έμοιαζε με μια βασανισμένη πόλη. Οι άνθρωποι της δεν ήταν συνηθισμένοι σε παρόμοιες καταστάσεις. Σπάνια χιόνιζε σ αυτή την πόλη κι όταν συνέβαινε θα ήταν για λίγο, το πολύ μια μέρα ή ένα βράδυ και τότε όλοι έτρεχαν να χαρούν την ασπράδα, τη λευκότητα. Μόνο που μερικοί είχαν άλλα πράγματα να σκεφτούν και να κάνουν, δεν τους ένοιαζε το χιόνι. Ένας απ αυτούς ήταν ο Δούκας που εκείνο το βράδυ ξεφάντωνε μέχρι αργά σε σκυλάδικο της περιοχής. Είχε χωθεί εκεί από νωρίς- στη Βασιλική είπε πως είχε δουλειά και θα αργούσε- αλλά δεν είχε και πολύ κέφι απόψε. Είχε βάλει ένα μπουκάλι μπροστά του κι έπινε. Έπινε και πετούσε βαριεστημένα λουλούδια στις τραγουδίστριες. Δίπλα του καθόταν η Φραντζέσκα. Όμορφη, στιλπνή και λυγερή. Η Φραντζέσκα που ήταν το παιδικό όνειρο του. Ο πρώτος του έρωτας και τώρα που είχαν ξαναβρεθεί εδώ και κάμποσο καιρό, είχε ξαναανάψει. Αυτή η γυναίκα του ταίριαζε, καμιά άλλη σκεφτόταν και όχι η Βασιλική αλλά πάντα τον τρόμαζε αν θα ζούσε κάποτε μαζί της.
-Μα τι έχεις; Του παραπονέθηκε μουτρωμένη κατεβάζοντας ένα ποτήρι.
-Δεν έχω τίποτε, μην πίνεις πολύ, της απάντησε.
-Πως δεν έχεις; Μούτρα είναι αυτά; Και μη μου λες εμένα να μη πίνω γιατί θα τα κάνω λίμπα εδώ μέσα!
Ήταν άγρια και ορμητική. Η μόνη γυναίκα που του μιλούσε έτσι.
-Δε φτάνει που δε με παντρεύτηκες αλλά συνεχίζεις και να μου κάνεις μαύρη τη ζωή με τα καμώματα σου. Σε βαρέθηκα! Δούκα έχεις γίνει ανίκανος, έχεις γίνει βλάκας το καταλαβαίνεις; Πάω να φύγω.
-Μη φεύγεις, μείνε, της είπε σαν την είδε να κάνει πως σηκώνεται. Εντάξει, έχεις δίκιο αλλά ξέχνα τα τώρα.
Η Φραντζέσκα όμως είχε πάρει φόρα. Κι όταν συνέβαινε κάτι τέτοιο άιντε να τη σταματήσεις Δεν την ένοιαζε τίποτε, τα λεγε όλα χύμα και τσουβαλάτα. « Τι λες μωρέ μαλάκα,» του είπε φωναχτά, «που θα μείνω εγώ μια ζωή να περιμένω εσένα. Υπάρχουν άλλοι που με ζητάνε, ένα σωρό άντρες που πιθυμάνε το κορμάκι μου, εσύ μια ζωή έτσι θα είσαι. Όλο θα χωρίσω και θα χωρίσω και συνέχεια στα φουστάνια της Βασιλικής είσαι. Τι μας λες τώρα ρε ηλίθιε, σε μας δεν περνάνε τα παραμύθια σου. Τι είμαι εγώ κανένα κοριτσάκι που βγήκε χτες στο σεργιάνι; Φεύγω και δε θέλω να σε ξαναδώ! Δε με ενδιαφέρεις Δούκα το κατάλαβες;
Μέσα στην οχλοβοή λίγοι πήραν μυρωδιά τον τσακωμό τους. Μερικοί που αντιλήφτηκαν τον σηκωμό της και το σπάσιμο του ποτηριού με δύναμη στο μωσαϊκό, γύρισαν το κεφάλι τους να δουν κι ύστερα επέστρεψαν στο ποτό τους.
Η Φραντζέσκα έφυγε φουρτουνιασμένη. Τον άφησε εκεί μόνο του κι απορημένο να συνεχίζει το πιόμα. Σε λίγο πήγε κοντά του και κάθισε στο τραπέζι μια κοπέλα του μαγαζιού. Της έβαλε να πιει κι άρχισε την κουβέντα μαζί της. Σιγά-σιγά τα ξέχασε όλα. Μπήκε μέσα στη ζάλη του ποτού, τον έπιασε το γέλιο, πήρε μπροστά ο παλιός Δούκας. Ανέβηκε στην πίστα και χόρεψε ζεϊμπέκικο, ήταν χορευταράς κι όλο το μαγαζί χειροκροτούσε. Σκόρπισε ένα κάρο χρήματα στις λουλουδούδες και κάποτε, όχι πάντως πολύ αργά, γύρω στις δυο ξεκίνησε τρεκλίζοντας για το σπίτι του. Ο παγωμένος αέρας τον χτύπησε στο μέτωπο και βιάστηκε να μπει στο αυτοκίνητο του, ζαλισμένος ακόμα περισσότερο. Σχεδόν με το ζόρι οδηγούσε στην αρχή, ούτε ταχύτητα δεν μπορούσε να βάλει, τόση ήταν η σούρα του.
Έφτασε παρ όλα αυτά σχετικά γρήγορα στο σπίτι του, ήταν γερό σκαρί και τα ξεπερνούσε εύκολα. Έτσι και τώρα κατάφερε να γίνει αξιοπρεπής για να μη δείξει στη γυναίκα του το παραμικρό- εξ άλλου είχε πει πως θα ήταν σε δουλειά. Αλλά για καλύτερα σκέφτηκε να μη μπει από την κύρια είσοδο για να μη την ξυπνήσει, έτσι κι αλλιώς έπρεπε να κοιμόταν τέτοια ώρα και πήγε πίσω από την κουζίνα. Έβαλε το κλειδί, άνοιξε αθόρυβα και στο σκοτάδι έβγαλε τα παπούτσια του. Πατώντας στις μύτες περπάτησε προς το σαλόνι και σκέφτηκε πως θα κοιμόταν εκεί στον καναπέ, το έκανε πολλές φορές, του άρεσε. Τώρα τελευταία όλο και πιο συχνά του συνέβαινε θα είχε πάνω από δυο μήνες να πάει επάνω και να ξαπλώσει μαζί της. Κάτι όμως εκείνο το βράδυ τον έκανε να πάει προς την κρεβατοκάμαρα. Είδε και λίγο φως αναμμένο, αν και ενίοτε το ξεχνούσε η Βασιλική αλλά του φάνηκε πως άκουσε κάποιο θόρυβο σαν τρίξιμο κρεβατιού. Γύρισε λοιπόν και πήγε προς τα εκεί πάντα αθόρυβα. Από τον πλατύ διάδρομο είδε την πόρτα μισάνοιχτη, έφτασε κι έμεινε κόκαλο. Στο μισοσκόταδο είδε τη γυναίκα του γυμνή αγκαλιά με έναν άντρα στο κρεβάτι και δεν ήξερε τι να κάνει. Τόση ήταν η κατάπληξη του που έμεινε εκεί σα χαζός να βλέπει. Ποιος είναι; Αναρωτήθηκε πιο ηλίθια λες και αυτό είχε σημασία κι έπαθε το μυαλό του όταν αναγνώρισε τον Τσάβαλο, τον γαμπρό του. Παρ όλα αυτά, πράγμα περίεργο, δε θύμωσε. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ πριν τι θα έκανε σε ανάλογη στιγμή και ούτε φανταζόταν πως θα του τύχαινε. Έπιασε τον εαυτό του μάλιστα να ερεθίζεται κάνοντας μπανιστήρι στη γυναίκα του και τον υπόμεινε μέχρι τέλος τον οργασμό τους. Η Βασιλική φώναζε και βογκούσε δυνατά, το ίδιο και ο άλλος, το γουρούνι, σκέφτηκε. Μαζί του δε θυμήθηκε να έκανε ποτέ της έρωτα έτσι η Βασιλική. Μια ζωή τη μυξοπάρθενη παριστούσε. « Την πουτάνα» ομολόγησε και παραδέχτηκε στον εαυτό του. «Ρε την πόρνη» συνέχισε και σαν ένιωσε τώρα τα νεύρα του να φουντώνουν επικίνδυνα πήρε των ομματιών κι έφυγε. Έφυγε το ίδιο αθόρυβα που είχε πάει. Βγήκε από την κουζίνα και ξαναπήγε στο σκυλάδικο. Έμεινε εκεί μέχρι το πρωί που τον πήραν σηκωτό τα γκαρσόνια κι ευτυχώς που βρέθηκε κάποιος φίλος να τον πάει στο ξενοδοχείο.
Την άλλη μέρα που ξαστέρωσε καθώς έπινε τον καφέ του τα ξανασκέφτηκε όλα. Μέσα στο σπίτι του σκεφτόταν, μέσα στο σπίτι του. Τουλάχιστον δεν πήγαινε σε κανένα ξενοδοχείο όπως αυτός! Αυτή ξεπερνούσε όλα τα όρια και δεν της φαινόταν της παλιοπουτάνας. Σιγά-σιγά όμως, χαμογέλασε. Πήρε την απόφαση να μην πει τίποτε, το έβλεπε ανώφελο εξ άλλου ποιος θα τον πίστευε αλλά θα ήταν και κοινωνική κατακραυγή, τέτοιο σκάνδαλο. Θα άφηνε να περάσει κάμποσος καιρός και θα ζητούσε διαζύγιο θα εύρισκε τρόπο να το πάρει αλλά περισσότερο τον πείραζε να τον πούνε κερατά. Μειωνόταν ο ανδρισμός του, δεν συνέφερε.
Τελικά δεν το κατάφερε, δεν άντεξε το βάρος όλης αυτής της πράξης καθώς μάλιστα συνεχιζόταν κι έτσι έφτασε στο γνωστό αποτέλεσμα των δικαστηρίων.
Όταν μου τα διηγήθηκε αυτά, εκείνη τη μέρα μετά το δικαστήριο, λυπήθηκα τον εαυτό μου που τόσο πολύ είχα αδικήσει τον φίλο μου, που τόσο είχα πλανηθεί και τώρα δεν μπορούσα να το αλλάξω.
- Δε χρειάζεται, μου είπε ο Δούκας, εγώ δε σου κρατάω κακία. Με τσάτισε όμως που δε με πίστευες και δε θα σου τα έλεγα όλα αυτά- δεν τα έχω πει σε κανέναν- αν ήξερα πως θα λυπόσουν τόσο που να γίνει μια παλιογυναίκα, εμπόδιο στη φιλία μας. Πάλι φίλοι είμαστε, εγώ τις γυναίκες τις έχω γραμμένες εκεί που πρέπει. Μην είσαι κορόιδο Αλμύρα και μη σε βάλει ποτέ καμιά γυναίκα από κάτω. Να το θυμάσαι: Δούκας.

συνεχίζεται

Τρίτη 5 Μαΐου 2020

Ο ΘΕΌΣ ΚΑΙ Ο ΆΝΘΡΩΠΟΣ



Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΆΝΘΡΩΠΟΣ

Να μάθει κανείς να συνδιαλέγεται είναι πολύ σπουδαίο προσόν. Να μπορεί ν ακολουθεί μερικούς από τους κανόνες της διαλεκτικής, όπου διαλεκτική είναι η τέχνη να φτάνει κανείς στην αλήθεια, είναι περιττό να τονίζω πως είναι μια από τις θελκτικότερες και συναρπαστικότερες μεθόδους που χρησιμοποίησαν και χρησιμοποιούν οι φιλόσοφοι και άρα αυτοί οι μερικοί κανόνες, όχι όλοι, αποτελούν τη ραχοκοκαλιά και τον ακρογωνιαίο λίθο στην εξέλιξη της σκέψης του ανθρώπου.
Σχολαστική και αντικειμενική μελέτη, αιτίες, αποτελέσματα, δράσεις και αντιδράσεις είναι απαραίτητα στοιχεία που χρησιμοποιεί η διαλεκτική. Όχι σε τσιτάτα, δογματισμούς, ισχυρογνωμία και στερεότυπα. Τίποτε δεν είναι μόνο αυτό που δείχνει. Εμπερικλείει και το αντίθετο του, τίποτε δεν είναι μόνο καλό και φυσικά για όλες αυτές τις τοποθετήσεις χρειάζονται αποδείξεις.




Οι περισσότεροι άνθρωποι δε γνωρίζουν να συνδιαλέγονται. Ξέρουν μερικά πράγματα παπαγαλία, μερικά τσιτάτα που τα ξεφουρνίζουν εν ευθέτω χρόνο, δεν δέχονται τις γνώμες των άλλων και ιδιαίτερα το κομμάτι των κριτικών, των θεωρητικών της τέχνης και της αντί-τέχνης, γίνονται αφόρητα πληκτικοί αφού δεν δέχονται εναντίωση στις τοποθετήσεις τους, χρησιμοποιούν κατά κόρο μια εσφαλμένη ειρωνεία, τάχα σαν όπλο, ναι, η ειρωνεία είναι όπλο αλλά χρειάζεται σωστή γνώση, διαφορετικά καταντάει ανοησία και βλακεία. Οι δε επαΐοντες από τους λαϊκιστές κάνουν το περισσότερο κακό προσπαθώντας να πείσουν τους αφελείς.
Τώρα, ο θεός και ο άνθρωπος είναι μια τεράστια φράση που μπορείς να αναφερθείς σε χιλιάδες ιστορικά και μυθολογικά πράγματα αφού ο θεός υπάρχει ταυτόχρονα με τον άνθρωπο. Είναι δυο λέξεις, ονόματα, που δεν μπορούν να υπάρξουν το ένα χωρίς το άλλο. Κι αυτό όμως χρειάζεται απόδειξη. Μερικές από τις αποδείξεις θεωρούνται αξιώματα και δεν επιδέχονται εξηγήσεις γιατί μόνο έτσι μπορούν να υπάρξουν χρήσιμα συμπεράσματα. Κι ας πάρουμε τη μη σωστή άποψη, πως ο θεός μπορεί να υπάρχει χωρίς τον άνθρωπο! η πρώτη σκέψη είναι, τι νόημα θα είχε η παρουσία ενός θεού στην ερημιά; στον απέραντο χώρο; στο κενό; άρα ο θεός δε θέλει να είναι μόνος του και άρα έχει αδυναμίες!


Στον πίνακα τοποθέτησα δυο φιγούρες. Η μια να πηγαίνει, η άλλη να έρχεται. Η μία είναι καθαρά ανδρική, και βαδίζει στο δρόμο, η άλλη ερμαφρόδιτη, ούτε άντρας ούτε γυναίκα και προχωράει στο νερό. Ποιος είναι ο θεός και ποιος ο άνθρωπος;
Κι έπειτα ένας τίτλος πρέπει να εμπεριέχει στοιχεία που να υπάρχουν μέσα στο έργο, εδώ αν αφαιρέσεις τον τίτλο, τίποτε δεν μπορεί να σε οδηγήσει σ αυτόν!
Πολλοί άνθρωποι εκφράζουν άμεσα την απάντηση πως ο θεός είναι η φιγούρα που βαδίζει στο νερό, εξ αιτίας φυσικά πως στις περισσότερες θρησκείες οι θεοί κάνουν θαύματα και ένα από αυτά είναι να περπατούν στο νερό.
Και βέβαια η άλλη άποψη, θεωρητικά η πιο σωστή, ο άνθρωπος να υπάρχει χωρίς τον θεό, είναι αποδείξιμη: Σύμφωνα με την επιστήμη, υπάρχει είναι  κάτι που είναι υπαρκτό, κάτι που συμμετέχει, κάτι που πράττει και ενεργεί και όλα αυτά πρέπει να είναι ορατά, πράγμα, φυσικά που δεν συμφωνεί στην ύπαρξη του θεού αφού δε συμμετέχει και ούτε υπάρχουν σημάδια στο πέρασμα της αιωνιότητας.
Τότε λοιπόν τι συμβαίνει μ αυτούς τους δύο; τον θεό και τον άνθρωπο; ούτε εκείνη η δογματική ρήση του Βολταίρου νομίζω, πως ο θεός κι αν δεν υπάρχει έπρεπε να τον δημιουργήσουμε.
Στην πραγματικότητα πρέπει να αντιστρέψουμε τα πράγματα και να να τα βάλουμε σε μια σωστή θέση. Ο άνθρωπος έφτιαξε τον θεό και τότε πολλά πράγματα μπορούν να έρθουν στη θέση τους και θα γλιτώσουμε από τόσα δεινά που έσπειρε στην ανθρωπότητα η λέξη θεός. [ Πόλεμοι, ανθρωποθυσίες, εκατόμβες αίματος στο όνομα του θεού, εκατομμύρια νεκροί για κάτι που αντί να προσφέρει, τουναντίον επιφέρει κακό]
Δεν υπάρχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα στο ανεξήγητο φαινόμενο και ούτε θα υπάρξει στο μέλλον. Οι άνθρωποι θ αργήσουν ή δε θα το καταφέρουν ποτέ, να ζήσουν χωρίς τον θεό.

Δευτέρα 4 Μαΐου 2020

Ο ΘΡΊΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΧΡΏΜΑΤΟΣ.


Ο Θρίαμβος του χρώματος 45 χ 60 λάδι σε καμβά. Μοντέλο η Αριάνα
Απ όταν άρχισα να ζωγραφίζω, αναγκαστικά προσπαθούσα, ρεαλιστικά να αποδώσω αυτό που έβλεπα γύρω μου. Τη φύση, τους ανθρώπους, το δάσος. Σιγά-σιγά, μελετώντας τους μεγάλους ζωγράφους, άρχισα να κατανοώ πως η ζωγραφική δεν ήταν μόνο αυτό που έβλεπα και πως η νόηση υπερτερεί του ενστίκτου-βασικός κανόνας για να εισχωρήσει κανείς στην αφαίρεση. Και τι είναι η αφαίρεση στη ζωγραφική; στην αρχή, νόμιζα πως θα έσβηνα, θα αφαιρούσα δηλαδή, ένα μέρος από αυτό που είχα φτιάξει! τόσο απλά! Αλλά δεν ήταν έτσι και χρειαζόμουν τη βοήθεια, του Μπρακ, του Σεζάν, του Πικάσο για να καταλάβω πως η αφαίρεση ήταν η μη πιστή αναπαράσταση και η ανασύνθεση σε μια καινούρια εικόνα. Καλά όλα αυτά. Αλλά υπάρχουν κι άλλα που κάνουν τη ζωγραφική τέχνη τόσο συναρπαστική και ανεξάντλητη. Όπως η δύναμη του χρώματος, η σχέση της ζωγραφικής με τη μουσική και ο τρόπος που αυτές οι δυο εκφράζουν την καλλιτεχνία, το αγνό χρώμα και η σύγκρουση χρώματος και μορφής.


Ένα πράγμα που μου έκανε μεγάλη εντύπωση από μικρό παιδί, ήταν πως έπρεπε να νιώθω μέρος του πίνακα. Αυτού του πίνακα που παρατηρούσα, ας πούμε τη Τζοκόντα, τη Γκέρνικα, ή τον θάνατο του Έκτορα στο Αχίλλειο και το κατάφερνα. Μέρος όμως των δικών μου έργων, να μη νιώθω απόμακρος δηλαδή, το καταλάβαινα περισσότερο με την αντίληψη πως απέδωσα σε μεγάλο βαθμό αυτό που σκεφτόμουν. Γιατί όταν αντιλαμβάνομαι πως το αποτέλεσμα δε με ικανοποιεί, μου ρχεται να σκίσω τον καμβά- και το χω κάνει όχι πολλές φορές αλλά το χω κάνει.
Αυτό που θεωρώ από τα πιο δύσκολα στη ζωγραφική είναι να φτιάξεις κάτι, που να λέει κάτι! όχι, βέβαια η συμβουλευτική, ούτε η απόδοση νοημάτων και συναισθημάτων, χαρά, λύπη, πόνος, ούτε το φωναχτό σαν δίδαγμα ή νουθεσία. Φερ ειπείν η κραυγή του Μουνκ είναι ένα τέτοιο παράδειγμα φωναχτού έργου γι αυτό και δε μ αρέσει-ούτε η Γκέρνικα με συναρπάζει γιατί με βάζει στην εύκολη απόδειξη πως οι άνθρωποι χρειάζεται να πολεμούν.


Νόμος του ζωγράφου είναι η εσωτερική συγκίνηση, η συγκίνηση του μουσικού που ελκύει τις νότες με σφυρίγματα, του ποιητή χωρίς επανάληψη! Χωρίς επανάληψη! τι το θελα αυτό; ίσως είναι η μεγαλύτερη παγίδα των περισσοτέρων, ακόμα και των πιο σπουδαίων να επαναλαμβάνονται, όταν πια δεν έχουν τι άλλο να προσθέσουν στη δουλειά τους και στον κόσμο. [Αλλά και εξ αιτίας του εύκολου χρήματος, όταν πια τους έχουν κάνει καταναλώσιμους.]








Η Γεωμετρία, η ζωγραφική χωρίς όγκο, η απλοποίηση της μορφής, χωρίς πλαστική γοητεία, Πολ Κλεε, Μόντριαν και Μάλεβιτς, κάθετες και οριζόντιες γραμμές, οικονομία και λιτότητα ή παραβίαση κάθε ορίου, όρα Νταλί, Τζάκσον Πόλοκ, ίσως περισσότερο απ όλα αυτά να με έλκει η δύναμη του πνεύματος κι ακόμα κάτι σπουδαίο! πως δεν πρέπει να λέμε ψέματα στον εαυτό μας!


Σάββατο 2 Μαΐου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 19





Παραμυθιαζόμουν πως κάποτε θα τα κάτεχα όλα αυτά, πως θα μπορούσα να κάνω κάτι μαζί τους, επειδή όσο και να το κρυβα, αυτά ήταν τα όνειρα μου. Ήμουν συνεπαρμένος στις ονειρικές μου τοποθετήσεις, όπως και ο Ντάφλος στην Έλεν Νασοπούλου- ο άτιμος, μια ζωή στο κεχρί ο νους του. Πήραν από ένα μπουκάλι κρασί ο καθένας στο χέρι, κάθισαν στο τσακισμένο τραπεζάκι, στο κέντρο της σκηνής του φυσικού θεάτρου και μου φάνηκε πως η παράσταση άρχιζε με αυτόν τον μεθυσμένο έρωτα. Κοιτάζονταν στα μάτια, τσούγκριζαν τα μπουκάλια, έπιναν στην υγειά τους σα να υπήρχαν μόνο αυτοί εκεί. Για μας δεν τους ένοιαζε που στεκόμαστε παραπέρα, όρθιοι θεατές ενός έργου του παραλόγου.
-Θα μείνεις για πάντα εδώ; Ρωτούσε με αγωνία η Έλεν.
-Ναι, εδώ θα μείνω, δεν πάω πουθενά χωρίς εσένα, απαντούσε εκείνος. Εδώ ήταν το σπίτι μου και δεν το ήξερα.
-Που ήσουν τόσον καιρό; Γιατί άργησες; Γιατί δεν ερχόσουν; Εγώ σε περίμενα…
-Το ξέρω Έλεν αλλά ήμουν μακριά.
-Θα μείνεις τώρα όμως ε; θα μείνεις, δε θα φύγεις πάλι… [παύση]. Δεν μπορώ άλλο μόνη μου.
Ναι, Έλεν, σου το είπα. Δε θα φύγω ποτέ. Και της χάιδευε τα μαλλιά.
Εγώ με την Βαριεντίνα, αφού κοιταχτήκαμε με κάποια απορία, τους αφήσαμε μόνους. Μπήκαμε μέσα στο παλιό κτήριο που ήταν ραγισμένο στους τοίχους, σε μερικές μεριές και κάμποσα τζάμια ήταν σπασμένα. Τα παράθυρα είχαν αντικατασταθεί με χάρμποτ ή παλιοσανίδες. Στο τζάκι έτριζε η φωτιά, σπινθηροβολούσαν τα κούτσουρα. Το πρόσεξα και θυμήθηκα τον Δούκα. Έζησα ακριβώς την εικόνα του εκείνο το βράδυ που είχε κάνει έρωτα με την Έλεν κατάχαμα και τελικά αποφάσισε να φύγει το πρωί. Η Βαριεντίνα δεν τα ήξερε όλα αυτά, έφτιαχνε καφέ στο τζάκι και μου φώναζε να βρω φλυτζάνια ή ποτήρια, κάτι τέλος πάντων να τον πιούμε. Βρήκα δυο μπακιρένιες κούπες, χύσαμε τον καφέ μέσα τους και κρατώντας τις στο χέρι τριγυρίσαμε στο εσωτερικό που ήταν αρκετά μεγάλο. Παντού υπήρχαν πίνακες, άλλοι κρεμασμένοι στους τοίχους, άλλοι κατάχαμα και δίπλα μικρογλυπτά μπρούτζινα, βιτρώ, αγαλματάκια μαρμάρινα μέσα σε γυάλινες βιτρίνες γεμάτες σκόνη και αράχνες.
Σταθήκαμε σε έναν πίνακα του Εγγονόπουλου, σε έναν άλλον του Χατζηκυριάκου-Γκίκα, πιο πέρα ένας Τσαρούχης με τα αιώνια ερωτικά του. Ναύτης ή στρατιώτης, εσατζής ή οικοδόμος με μάτια μεγάλα, απέριττα.
Διάφορες αφίσες και γκραβούρες στους τοίχους, οι πιο πολλές του περασμένου αιώνα και μια παραπεταμένη χάμω, τοσοδούλα, τη σήκωσε στην παλάμη της η Βαριεντίνα και διάβασε πάνω της τη Μεσαιωνική χρονολογία: Δεκαπέντε, πέμπτου το χίλια πεντακόσια τριάντα τρία. Ήταν το πορταίτο ενός ιεροεξεταστή, δουλεμένο με πενάκι.
Παντού κυριαρχούσε η εγκατάλειψη. Τα σπασμένα γυαλιά, οι ραγισμένες μποτίλιες, οι σκόρπιες θαλασσινές πέτρες, άλλες ζωγραφισμένες, άλλες σκαλιστές την δήλωναν ερμητικά. Αυτή η πικρή εγκατάλειψη μας είχε μαγέψει και η έλξη του παλιού, του πολυκαιρισμένου, μαζί με τους γρύλους που άρχισαν να λένε τον μονότονο  και ντρίλινο ήχο τους, χωρίς να το καταλάβουμε μα ς ένωσε τα χέρια. Αντιλήφτηκα μέσα στα δικά μου αυτά της Βαριεντίνας και μετά την κοίταξα στα μάτια. Ταράχτηκε Εγώ πρόσεξα πως τα χέρια της ήταν κρύα, γερασμένα και παλιά. Τόσο κρύα χέρια δεν είχα  ξανακρατήσει. «Κρύα χέρια, ζεστή καρδιά» μου χαμογέλασε αμήχανα. «Τα δικά σου είναι ζεστά» συνέχισε και μου τα σφιξε περισσότερο.
Καθίσαμε στο πέτρινο πεζούλι, δίπλα στο τζάκι, πάνω στα λαικά μαξιλάρια και στις ασβέστινες πετσούλες που έπεφταν εύκολα από τους τοίχους. Σε ένα σαμάρι είχαμε ακουμπήσει τα πόδια μας μισοαγκαλιασμένοι και πίναμε τον καφέ μας. Δεν τολμούσαμε να ξανακοιταχτούμε στα μάτια-αυτό που σκεφτόμασταν οι δυο μας δεν επρόκειτο να γίνει ποτέ. Βλέπαμε μόνο το ντουβάρι απέναντι με τους πίνακες, τη φωτιά που έκαιγε τριζοβολώντας. Η ώρα περνούσε χωρίς να το καταλαβαίνουμε, οι σκέψεις μας γίνονταν πιο σκόρπιες. Ύστερα δε μιλούσαμε πια, σα να είχαν στερέψει οι λέξεις κι έτσι κάποια στιγμή αποφασίσαμε να βγούμε έξω.
Διαβήκαμε τον πλακοστρωμένο διάδρομο προς το θέατρο να βρούμε τους άλλους. Σταθήκαμε εκεί στη νοητή είσοδο της πλατεία και κοιτάζαμε. Το θέαμα ήταν αποκρουστικό έως απαίσιο.
Ο Ντάφλος είχε μείνει μόνο με τη γραβάτα-κόκκινη να τη γυροφέρνει ο αέρας από εδώ κι από εκεί, έκανε ρυθμικές κινήσεις, κολλημένος, όρθιος, στη μέση της σκηνής, πίσω από τη γυμνή Έλεν. Γυμνή η Έλεν Νασοπούλου στην πλακόστρωτη σκηνή στα πενήντα της χρόνια. Και σκυφτή με τα χέρια κρεμασμένα μπροστά, σα να έκανε επικύψεις, βουβή μάλλον στο κλάμα. Χρόνια θα είχε να πάει με άντρα, ίσως από τότε με τον Δούκα κι έκλαιγε τώρα δυνατά, καθώς ο Ντάφλος βογκούσε σα δαμάλι που το έσφαζαν.


Πέρασε αρκετός καιρός από τότε που με τον Δούκα και τους αστυνομικούς είχαμε εισβάλλει στην κρεβατοκάμαρα και είχαμε κάνει τσακωτούς τον Τσάβαλο με τη Βασιλική. Αποκρυστάλλωμα ακριβώς δεν είχα βγάλει και για να πω την αλήθεια, κάπου ψιλοσυμπαθούσα τον Τσάβαλο. Και ακόμα πιο πολύ, επειδή μου είχε καρφωθεί η ιδέα πως δεν είχε τρέξει τίποτα μεταξύ τους. Η ιστορία θα έδειχνε αν πλανιόμουν ή όχι. Όλη η ιστορία που έμοιαζε με σκευωρία του Δούκα. Μπορεί η Βασιλική με κάποιον άλλον πρώην εραστή να τον είχε κερατώσει αλλά στην περίπτωση του Τσάβαλου μάλλον δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα.
Έτσι σκεφτόμουν λίγο μετά που με είχε καλέσει για κατάθεση ο ανακριτής στον οποίο βέβαια, κατέθεσα ότι ακριβώς είδα, χωρίς εικασίες. Ούτε για να μειώσω τη Βασιλική ούτε για να υπεραμυνθώ τον φίλο μου τον Δούκα που μούτρωνε όταν του τα έλεγα όλα αυτά. Ήθελε να είμαι πιο πειστικός, πιο εναντίον της δηλαδή. Και ο δικηγόρος του ακόμα πιο εμφατικά μου είπε: «Θα πεις ότι τους έχεις δει κι άλλες φορές, πως τους έχει πάρει το μάτι σου να κυκλοφορούν αγκαζέ, μη φοβάσαι, εμείς σε καλύπτουμε. Πες κι άλλα, πες ότι τους είδες να φιλιούνται στην ταβέρνα, στο κουτουκάκι, εκεί του φίλου σου του Λινάτσα. Έχουν πάει αρκετές φορές, δε θα πεις ψέματα, εξ άλλου θα τον καλέσουμε κι αυτόν για μάρτυρα.»
-Από τη στιγμή που δεν τους είδα δεν μπορώ να το ισχυριστώ, θα είναι ψέμα. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που θα έλεγαν εύκολα τέτοιο ψέμα. Εξ άλλου σας το είπα από την αρχή, δεν κάνω για μάρτυρας. Αν είναι έτσι δε θα έρθω καθόλου, είπα φανερά ενοχλημένος.
-Δεν μπορείς, είσαι αυτόπτης μάρτυρας και θα σε προσαγάγουν βιαίως, μου είπε αυτός κοιτάζοντας με μάλλον αντιπαθητικά.
Αλλά κι εγώ δεν πήγαινα πίσω. Δεν τους συμπαθούσα αυτούς τους ανθρώπους, το σινάφι των δικηγόρων. Ούτε τους ανακριτές-στη δίκη θα παραβρεθείς, μη το σκέφτεσαι, μου είπε ο συγκεκριμένος που είχε αναλάβει την περίπτωση. Εγώ πάντως το σκεφτόμουν να μην πάω. Και το σκεφτόμουν τόσο πολύ, που πήγα να βρω τον Τσάβαλο στο νοσοκομείο. Ήταν ακόμα εκεί, νοσηλευόταν κι ας είχε περάσει περίπου ένας χρόνος από τότε που τον είχε σακατέψει ο Δούκας.
Τον βρήκα με πατερίτσες στο διάδρομο. Είχε αδυνατίσει πολύ, είχε αφήσει και τα γένια του να μεγαλώσουν κι έμοιαζε με ερημίτη. Μόλις με είδε ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Είναι συνταρακτικό να βλέπεις έναν άνθρωπο μεγάλον- εξηντάρη σχεδόν- να κλαίει. Εμένα πάντως με συγκινούσε, ίσως γιατί, είχα συνυφασμένο το κλάμα με τα παιδιά.
-Και συ ρε… μου είπε κι έκρυψε το πρόσωπο του και το κλάμα με την τραγιάσκα.
Με έπιασε ένας κόμπος, λύθηκαν τα γόνατα μου, δεν ήξερα τι να του πω.
-Τι δουλειά έχεις εσύ μ αυτόν; Αυτός είναι διάολου κάλτσα, παλιόπαιδο, τι σχέση έχεις εσύ μαζί του; Όλα αυτά είναι σκευωρίες δικές του κι όλα τα κάνει για το χρήμα. Τίποτε άλλο δεν τον ενδιαφέρει.
Δεν του απάντησα αν και αυτά αν και αυτά που έλεγε δεν τα πίστευα για τον Δούκα. Ο καθένας όμως έχει τις απόψεις του. έτσι πήγα και πήρα δυο καφέδες σε πλαστικά και τους ήπιαμε στο διάδρομο αμίλητοι. Η αλήθεια είναι πως τον παρατηρούσα και προσπαθούσα να τον ψυχολογήσω, να διεισδύω στα κατάβαθα του, μήπως και έβρισκα λίγο την πραγματικότητα των συμβάντων. Δεν έμοιαζε να κρύβεται αλλά πάλι που ξέρεις; Που ξέρεις πόσο καλά μπορεί να κρύβεται ένας άνθρωπος; Είχανε δει τόσα τα μάτια μας και περισσότερα είχαν ακούσει τα αφτιά μας που δεν μπορούσες να έχεις εμπιστοσύνη σε κανέναν και σε τίποτε. «Μη πιστεύεις σε κανέναν, όλοι κοροϊδεύουν» θυμήθηκα τη ρήση του πατέρα μου και ξανακοίταξα τον άνθρωπο που είχα απέναντί μου, στηριγμένο σε πατερίτσες.
-Την άλλη βδομάδα βγαίνω, μου είπε. Να έρθεις από το σπίτι να τα κουβεντιάσουμε. Εδώ δε λέγονται αυτά τα πράγματα, να έρθεις από το σπίτι, σε θέλω, εντάξει;
Είχα μια κάποια περιέργεια και πήγα. Έμεναν σε ένα διαμέρισμα μικρό, ημιυπόγειο. Φτώχεια και μούχλα επικρατούσε παρ ότι φαινόταν καθαρό. Τα έπιπλα ήταν παλιά και φθαρμένα από εικοσαετία ίσως και πλέον. Το φως δεν ήταν πολύ-σαν ημίφως- εκεί στο σαλόνι που καθίσαμε κι άνοιξα το σαθρό παράθυρο που έβλεπε στο στενό δρομάκι. Παρατήρησα κάποια σκουπίδια που είχε συσσωρεύσει εκεί ο άνεμος και μια γάτα με κοίταξε αλαφιασμένη.
-Είναι δική μας, μου είπε. Έλα εδώ μωρή! Κι εκείνη πήδηξε μέσα μαλιαρόγατη και γκαστρωμένη.
Γνώρισα και τη γυναίκα του την Ευτέρπη. Μια μεσόκοπη, χαροκαμένη και παλιά γυναίκα που περπατούσε με τα χέρια στους γοφούς. «Με πονάει η μέση μου παιδάκι μου» μου είπε όταν μας έφερε τους καφέδες κι εγώ την κοίταξα αλλήθωρα. Τι με νοιάζει εμένα, πήγα να σκεφτώ μα το κοψα. Παραγινόμουν κυνικός, λογάριασα τώρα τελευταία.
Η γυναίκα του έφυγε προς την κουζίνα σα δεν λέγαμε τίποτε και ο Τσάβαλος άρχισε να μου λέει μισοκλαίγοντας τα καθέκαστα.
-Δε φταίω εγώ, θέλω να το πιστέψεις αυτό κι έπαιζε με την πατερίτσα και την παντόφλα. Δε βλέπεις; Έμεινα κουτσός, ανάπηρος. Κοίτα πως με κατάντησε το κάθαρμα ο κουνιάδος μου Γιατί; Πες μου γιατί;
-Αυτός λέει άλλα πράγματα, του υπενθύμισα. Δεν μπορούσα να του μιλήσω κατάμουτρα γι αυτό που τον κατηγορούσαν. Εμένα μου φαινόταν πως θ άνοιγε η γη να με καταπιεί αν με κατηγορούσαν για τέτοιο πράγμα.
-Είναι παραμυθατζής. Τέτοιος ήταν πάντα μια ζωή κι όσο μεγαλώνει, ακόμα χειρότερα. Τα πιστεύεις εσύ αυτά; Εγώ τη Βασιλική την έχω σαν κόρη μου- έχω κόρη σχεδόν στην ηλικία της. Και απόδειξη γι αυτά που λέω; Έρχεται και με βλέπει συχνά που σημαίνει ότι δε φοβάται για τίποτε, δε ντρέπεται για τίποτε. Αν υπήρχε ντροπή ούτε που θα με πλησίαζε, έτσι δεν είναι; Αυτή όμως νοιάστηκε για μένα. Για φάρμακα, για γιατρούς, για όλα. Κι αυτός ο αλήτης δεν ήρθε να με δει ούτε μια φορά, ο αλήτης που με σακάτεψε. Πως θα ζήσω τώρα εγώ;
Αλλά θα το πληρώσει ακριβά, σκούπισε τα μάτια του. Θα το πληρώσει πανάκριβα μέχρι τον Άδη θα τον κυνηγάω, αν μπορέσω να τον καταστρέψω θα το κάνω. Ανασφάλιστο με είχε τόσα χρόνια το ξέρεις αυτό;
-Μα είναι και της Βασιλικής οι επιχειρήσεις, είπα.
-Δεν τα ξέρεις καλά, κούνησε το κεφάλι του. Τα κατάφερε ο παραμυθάς και δεν έχει τίποτε στο όνομα της. Μόνο το οίκημα, όλα τα άλλα, επιχειρήσεις, αντιπροσωπείες, καταθέσεις, όλα είναι στ όνομα του. Μέχρι λεφτά στην Ελβετία έχει, τι νομίζεις;… Και θέλησε τώρα μ αυτό το παραμύθι της μοιχείας να την εξοντώσει τελείως.
-Και συ; Απόρεσα, γιατί να μπερδέψει εσένα.
-Τι κι εγώ; Αγρίεψε. Εγώ επιστάτης ήμουν. Με φώναζε η Βασιλική σε διάφορες δουλειές. Έκανα τα πάντα, στο σπίτι, στα κτήματα, στα γραφεία, στο κότερο, έχουν και σκάφος, το ήξερες αυτό;
Ε, πήγαινα. Φτωχός άνθρωπος είμαι, τι να κανα, έχω γυναίκα, παιδιά, έξοδα. Από πού να βγούνε όλα αυτά με καταλαβαίνεις; Κι ο ίδιος μου έλεγε, «έλα αύριο από το χτήμα, έχουμε δουλειές». Και πήγαινα. Κακό έκανα;
-Κακό δεν έκανες του είπα εγώ και δεν ξέρω που βρήκα το θάρρος και του πέταξα κατάμουτρα: Πες την αλήθεια ρε Τσάβαλε, πήγες μαζί της;
-Άκουσε να δεις Αμβράζη, έσμιξε τα φρύδια του. Κοίταξε με καλύτερα: Μοιάζω για τέτοιος άντρας; [Η αλήθεια είναι ότι δεν έμοιαζε.]
-... και η αγκαλιά;
-Ποια αγκαλιά, έκανε ειρωνικά. Αφού και συ δεν κατάλαβες θα σου εξηγήσω. Εκείνη την μέρα η Βασιλική ήταν χάλια. Δεν ξέρεις εσύ πόσο χάλια γινόταν τελευταία με τα καμώματα του Δούκα. Την έπιανε κατάθλιψη, μελαγχολία, πως το λένε αυτό… μαράζι. Ο μεγάλος της καημός ήταν που δεν έκαναν παιδιά και δεν έφταιγε αυτή. Ο φίλος σου ο Δούκας έφταιγε με κατακεραύνωσε. Δεν ξέρω αν σου τα έχει πει αλλιώς, ότι δεν πιάνει η Βασιλική και τέτοια. Όλο τέτοια λέει στους άλλους χωρίς να ντρέπεται γιατί νομίζει πως θίγεται το αντριλίκι του να πει πως έχει αδύνατο σπέρμα. Αυτή είναι η αλήθεια. Δεν είναι μεγάλο το πρόβλημα αλλά επειδή φοβόταν τους γιατρούς κι ακόμα τους φοβάται, μου τα έχει πει, δεν πάτησε ποτέ πόδι στην πόρτα τους. Τον είχε φάει η κακομοίρα η Βασιλική επειδή τον αγαπούσε να πάνε στους γιατρούς να κάνει θεραπεία επειδή ήθελε να κάνουν παιδί. Έτσι είναι Αμβράζη, σπίτι χωρίς παιδιά τι να το κάνεις; Γι αυτό του τα έλεγε επειδή τον αγαπούσε και τον αγαπάει.
Σταμάτησε. Και σαν εγώ δε μιλούσα, ολοκλήρωσε:
-Εγώ; Εγώ την έχω σαν κόρη μου, δε σκέφτηκα ποτέ πονηρά, το ορκίζομαι στα παιδιά μου.

συνεχίζεται


ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...