Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2020

ΤΟ ΔΆΚΡΥ ΤΗΣ ΜΑΪΜΟΎΣ





Ώ, έως φιλοσοφείν

Ας προσπαθήσουμε να πούμε μερικές αλήθειες. Η πρώτη λέει 
πως ο άνθρωπος δεν προλαβαίνει και ούτε μαθαίνει καμιά 
αλήθεια. Άρα, πίσω από αυτό θα είναι πάντα ένα τραγικό ον. Προσπαθήστε να ισομοιράσετε εδώ, την ζωή ενός νεογνού
 που πέθανε λίγο μετα την γέννα, ενός έφηβου Αφρικανού 
που ζει στην έρημο, ενός ηλίθιου μεγιστάνα Αμερικανού 
μεσήλικα κι ενός Ρώσου επιστήμονα που τέλειωσε τη ζωή
 του από πάρκινσον σε ηλικία 92 ετών. Ποιός από αυτούς
 κατάλαβε κάτι ή περισσότερα; Το νεογνό, εζησε μερικά 
λεπτά, ίσως και μερικές ώρες αυτό είμαστε σίγουροι πως
 δεν έμαθε καμιά αλήθεια. Ο έφηβος Αφρικανός, που ζει 
στην έρημο, γνωρίζει μόνο την καμήλα του. Αυτή είναι ο
 θεός και ο τάφος του. Δεν υπάρχουν γι αυτόν κανένας 
Βούδας και κανένας Χριστός αφού δεν τους γνωρίζει. 
Δεν τους δίδαξε κανείς σ αυτόν, Αυτή είναι μια μεγάλη
 αλήθεια:  Ότι δεν γνωρίζουμε δεν υπάρχει. Η όαση του 
Αφρικανού, δεν εμπεριέχει καμιά πλήξη Ευρωπαίων ή 
Αλβανών που ήλθαν να εργαστούν στην Ελλάδα ή και 
αλλού, χωρίς να τους νοιάζει ποτέ ποιος κυβερνάει την 
Ελλάδα. Δεν ξέρουν τίποτα και ούτε τους ενδιαφέρει να
 μάθουν. Η ζωή αυτών των ανθρώπων ουδεμία σχέση έχει
 με την νόηση. Πίσω από αυτό, δέχομαι σαν αξίωμα, πως
 το σύνολο των ανθρώπων, δεν μπορεί να συλλάβει καμιά
 αλήθεια. Όποιος έχει αντίρρηση να την εκφράσει ευθέως.
 Ο Αμερικανός ηλίθιος μεγιστάνας που οικονόμησε χρήμα, δημιουργώντας αλυσίδα σούπερ μάρκετ, ξέρει τίποτα πάρα
 πέρα από αυτό; Καζίνο, ουίσκι και όλος ο κόσμος είναι 
δικός του. Να κάνει παιδιά, να κάνει εγγόνια, ν αφήσει
 κληρονόμους, να πεθάνει κύριος, επειδή νομίζει πως 
κύριος είναι αυτός που έχει λεφτά. Και ερχόμαστε τώρα στον εννενήνταδυάχρονο Ρώσο πανεπιστήμονα που τέλειωσε τη
 ζωή του σε κάποιο υπερσύγχρονο νοσοκομείο της Νέας Υόρκης.
 Τί έγινε μ αυτόν;. Μια ζωή πίσω απ τα θρανία, μελέτες διατριβές, θεωρίες, πρακτική. Ο Ρώσος πανεπιστήμονος ήταν πίσω από 
τα θρανία μια ζωή. Μια ζωή στερημένη ερωτικά, ένα άψυχο
 παρελθόν, ένα αβέβαιο χημικό μέλλον. Θα μπορούσε να ήταν 
και αλλιώς, όπως ακριβώς σκεφτήκατε. Όπως θέλετε εσείς 
άλλωστε υπάρχουν άπειροι Ρώσοι πανεπιστήμονες. Η ζωή τους στηριγμένη στο κέρδος της γνώσης. Η ζωή των άλλων στηριγμένη
 στη γνώση του καθηγητή, ένα απίστευτο τυχαίο γεγονός. Ή μια απίστευτη συγκυρία καταστάσεων για το ποιος έγινε τι, ποιος 
γεννήθηκε που. Και ποιος πέθανε κάτω από πόσες και ποιες 
συνθήκες. Αν δηλαδή ήσουν ένας Τούρκος που πέθανε από το 
σπαθί του Νικηταρά η ένας τυχαίος Ούννος που σκοτώθηκε 
στη μάχη των Εθνών, ποιο ήταν το αποκομιδείν σου από αυτή
 τη ζωή; Αν περνώντας το δρόμο σε χτυπήσει ένα αυτοκίνητο 
και μείνεις ανάπηρος, κουλός, γκαβός και όλα τα συναφή και
 τελικά πεθαίνεις από το τσίμπημα μιας πεταλούδας,-εκατομμύρια
 πεθαίνουν το χρόνο από τσιμπήματα εντόμων- δεν έχει σημασία
 αν είσαι γέρων ή νέος, όλα αυτά μοιάζουν ασήμαντα μπροστά
 στην έκρηξη μιας βόμβας στη Χιροσίμα όπου πέθαναν ακαριαία διακόσιες χιλιάδες  γιαπωνέζοι, σε ένα λεπτό και οι Αμερικάνοι
 θα πουν τι αξία έχει η ζωή ενός Γιαπωνέζου και αντίθετα.
Οι τέσσερις άνθρωποί μου πέθαναν. Κανείς δεν τους θυμάται πια.
 Κανείς από αυτούς δεν γνώρισε καμιά αλήθεια. Σκεφτείτε τον
 εαυτό σας και ποιες αλήθειες ανακαλύψατε για τη ζωή. Απαντήστε ειλικρινά όμως, όχι κουραφέξαλα.
Και ξαναγυρίζουμε πάλι στους τέσσερις σαν ομάδα, την οποία 
επέλεξα τυχαία. Υπάρχουν άπειρες τέτοιες αναφορές και 
καταστάσεις. Στην ουσία, πιθανότατα, κανείς άνθρωπος δε 
γνωρίζει γιατί έζησε. Όποιος απαντήσει θετικά σε αυτό-ότι ξέρει-
 θα θεωρηθεί τουλάχιστον αναξιοπρεπής. Η ζωή των ανθρώπων 
είναι μια αλυσιδωτή συγκυρία συμπτώσεων. Σκεφτείτε πόσοι 
ειδών θάνατοι υπάρχουν. Το νεογνό έζησε έναν από αυτούς. 
Ο Αφρικανός έφηβος πέθανε υπερασπιζόμενος την καμήλα του 
από ριπές όπλων που πούλησε ο Αμερικανός μεσήλικας 
επιχειρηματίας, στην κατασκευή των οποίων μετείχε ο Ρώσος πανεπιστήμονας. Υπάρχουν λοιπόν άπειρες τέτοιες υποθέσεις. Η κεντρική ιδέα μου, εδώ, είναι ν αποδείξω πως κανείς δεν 
συλλαμβάνει την αλήθεια. Δεν θα πάω στην μεταφυσική, 
να ψάξω δικαιολογίες και νομίζω πως το μέγιστο των αστών
 το γνωρίζει αυτό αλλά δεν το παραδέχεται για διάφορους
 λόγους και αιτίες. Οι περισσότεροι των αστών, που ζούνε 
λέγοντας τα ίδια πράγματα κάθε μέρα. Καλημέρα. Έλα να 
πιούμε καφέ. Γιατί άργησες και όταν φεύγει δεν ξέρει τι άλλο 
να του πει.
Είπα πως η τοποθέτηση αυτών των ανθρώπων εδώ, είναι εντελώς
 τυχαία ερριμμένη. Στις τέσσερις αυτές κατηγορίες μπορούν 
να ενταχτούν χιλιάδες υποκατηγορίες. Η βασικότερη αιτία της
 μη αναγνώρισης, έστω μιας αιτίας, της ύπαρξης μιας αλήθειας, 
είναι η αγνωσία. Αλλά τι νόημα θα έχει η γνώση να είναι κάτοχος
 των πολλών; Υποτίθεται πως σήμερα είναι αλλά το πλείστο των
 πολλών δεν θέλει να ξέρει τι γίνεται, πέρα από την οικογένεια του,
 το παιδί τους και που θα το θάψουν. Υπάρχει μια ανοησία στην 
ύπαρξη. Όπως και στην αιτία. Ανέκαθεν ψάχνουμε μια αιτία. 
Αιτία χωρίς αιτία. Άλλα ας το αντιστρέψουμε. Γιατί να υπάρχει
 αιτία; δεν θα είναι πιο καλά τα πράγματα να είναι για πάντα έτσι; 
Να μην γεννήθηκαν ποτέ; Ένα από τα μεγαλύτερα αξιώματα είναι
 πως καμιά ύπαρξη αφού πεθάνει, δεν γυρίζει πίσω. Εδώ δεν 
επιδέχεται άρνηση, Η απόδειξη είναι παντοτινή. Κανείς δεν 
γυρίζει πίσω, Κανείς δεν ανασταίνεται και είναι τουλάχιστον 
ηλίθιο να πιστεύουμε πως μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, γιατί 
τότε δεν θα χρειαζόταν ο θάνατος. Για ν αναστηθείς πρέπει 
να πεθάνεις.


Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2020

ΕΠΕΙΔΉ ΔΕΝ ΈΧΕΙΣ ΣΚΟΤΏΣΕΙ ΑΚΌΜΑ


Προσθήκη λεζάντας Η ΑΠΌΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΑΓΚΟΎΝΗ


Να πάρεις το σπαθί να σκοτώνεις ανθρώπους και να γίνεσαι μέγας, μου φαίνεται εντελώς ανόητο, γι αυτό, τελικά δεν επικροτώ κανέναν απ αυτούς- επειδή δεν έχεις σκοτώσει ακόμα έναν άνθρωπο δε θα με πιστέψεις, δεν επιδέχομαι απριόρι την ανθρώπινη ιστορία, σαν συνέχειας παράδειγμα. 
Μελέτησα πάραυτα την ανθρώπινη ιστορία, τι θέλω να πω εδώ, σκεπτόμενος σοβαρά περί τούτου; το ανθρώπινο είδος είναι μοχθηρό; καταχθόνιο; κι αν έτσι συνέβαινε και δεν μπορούμε να το αλλάξουμε θα συνεχίσουμε να σκοτώνουμε ένας τον άλλον, μια ουσία που δεν ήθελα ποτέ να παραδεχτώ. Λογικά δεν υπάρχει εξήγηση, σκέφτομαι περισσότερο απ όσο πρέπει, γιατί οι άνθρωποι σκοτώνουν τους ομοίους τους κι ύστερα να τους συμπονούν, επειδή ο ένας μισεί τον άλλον ή είναι αντίθετος. Αυτό, καθαυτό το παράδειγμα δε λέει τίποτε, το ανθρώπινο είδος είναι στηριγμένο στην ωμότητα, από μικρό παιδί, ως γεννήθηκα μου φόρτωσαν όλες αυτές τις απειλές και την απορία, πορκουά; θα μου πεις είμαι αιθεροβάμων και δεν ξέρω τι λέω, μα τότε γιατί εγώ είμαι και υπάρχω σαν ένας σημερινός άνθρωπος; δεν κάνω κανένα κήρυγμα, αλτρουιστικό, δεν είμαι κανένας Κοσμάς, επιμένω πως οι άνθρωποι είναι σπάνιο είδος και δεν είναι, δεν μπορούν να καταστραφούν ολοσχερώς. Σκέφτομαι γιατί ήρθα και που πάω σ αυτόν τον σκοτεινό κόσμο της Ιστορίας, ένα μέλος κι εγώ αυτού του δυσοίωνου και παράξενου, μήπως είμαι μέτοχος κι εγώ και πως θα γινόταν άλλωστε να μην είσαι ένοχος ενώ ξέρεις πως έγιναν τα πράγματα. Ο ψυχρός ανθρακωρύχος λέει, ζήσε και άσε τους άλλους να πεθάνουν! μα ποιοι είναι οι άλλοι; ει μη εμείς! τελικά το κείμενο μου φαίνεται κολακευτικό για το ανθρώπινο είδος, αυτό που λέμε χόμο, που ανήκω νι εγώ και νιώθω σαν ηλίθιος που υπάρχω για πράγματα που φαίνονται απλά και δεν επιλύονται.

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2020

ΣΕ ΚΟΡΟΔΕΎΟΥΝ ΦΊΛΕ




Λοιπόν, ναυτικοί του γλυκού νερού, κι αντάρτισσες των πόλεων, σε λάθος πεζοδρόμιο περπατάτε, 

να πάτε στο απέναντι, μα ήμασταν στο απέναντι και μας είπαν, πως το...απέναντι είναι αυτό εδώ!
 αλλά νομίζεις κιόλας πως αυτός που περπατάει δίπλα σου ή σε κωλοσπρώχνει στο τρόλεϊ, είναι 

έλληνος, ντεν είναι κι εκεί έξω πέφτεις, μια ζωή έξω πέφτεις και πως να μην πέφτεις, αφοί 
παίρνεις πεντακόσια εξήντα τρία ευρώ τον μήνα και από αυτά τα εκατόν ογδόντα είναι για
 εισιτήρια,τα εκατόν είκοσι για έναν καφέ και μια κωλοτυρόπιτα, το ενοίκιο σου είναι 

τρακόσια, μέχρι εδώ είσαι ήδη χρεωμένος τριάντα εφτά ευρώ, το ρεύμα και το νερό μένει 
απλήρωτο, αν καπνίζεις θέλεις κάνα κατοπενηντάρι, αν έχεις γκόμενα,ποια θα σε κοιτάξει 
ρε φουκαρά,που πρέπει να αγοράζεις βερεσέ καπότες,και πως να πας σε ένα γάμο,ενός φίλου, 
ενός αδερφού ρε παλιομαλάκα, στην κηδεία της μάνας που πέθανε, όπως πέθανε πέρα στον πέρα 
κάμπο που είναι οι ελιές, πέρα στην πέρα χώρα και θέλεις ένα κάρο λεφτά για να την θάψεις, θέλεις

 καμιά φορά να γελάσει και σένα το χειλάκι σου και ξεγελιέσαι επειδή κέρδισες εκατό ευρό στο 
γαμημένο το στοίχημα και κερνάς τους φίλους ένα ποτό και μετανιώνεις την ώρα και την στιγμή 
που γεννήθηκες στη χώρα του φωτός, γιατί μέχρι τώρα ενάμισι εκατομμύριο υπάλληλοι είναι 
καταχρεωμένοι σε κάρτες σε τράπεζες, και από το μισθό τους λαμβάνουν εκατόν πενήντα εξ

ευρό το δεκαπενθήμερο, τόσα που δεν ξέρουν τι να τα κάνουν, μάλιστα κυρία μου για να
 πας στη λαϊκή 
θέλεις, πενήντα τη βδομάδα,στον κρεοπώλη, άστο πας το Πάσχα, επειδή χρειάζεται να τρώμε, 
κανονικά για τους φτωχούς έπρεπε να φροντίσει ο κάλος θεός τους να γεννιούνται χωρίς κώλο 
για να μην έχουν ανάγκη να χέζουν κι έπειτα έρχεται ο πρωθυπουργός, 
αυτός ο Μητσοτάκις ή

ο πάσα ένας  που θα είναι αύριο, μπορεί κι η Παπαρήγα, μετα απο διακόσια χρόνια που θα είναι 
ακόμα αρχηγός του ΚΚΕ, να σου πιπιλίσει το μυαλό πως όλα πάνε καλά, γι΄αυτό σου λέω δεν 

περπατάμε καλά, Πλιάτσικας σπικιγκ νάου, σε κοροιδεύουνε φίλε, σου πετάνε στραγάλι στο στόμα
 και συ το χάφτεις κι ασχολείσαι με το γάμο των βασιλιάδων, ενώ θα έπρεπε να τους αγνοήσεις

και να κατέβεις στους δρόμους, στα πάρκα, στις αγορές, να σκοτώσεις ή 
να σκοτωθείς για το δίκιο 
σου, για την μπουκιά που σου παίρνουν απ το στόμα, αυτά τα ρεμάλια οι μεγαλοαστοί, 
αυτοί οι 
Δημοκράτες του κώλου, αλλά όσο πιο σκληρά σου τα λέω, 
εσύ μασάς την ίδια τσίχλα, την πετάς
 και την ξαναμαζεύεις απο τα σκουπίδια, λέγοντας, ένα, τι μπορώ 
να κάνω εγώ; εγώ είμαι ένας 
φιλήσυχος καταναλωτής, της εξουσίας των, μπορώ εγώ να τα βάλω
 με το κεφάλαιο; κι έτσι, μην 
αλλάζεις πεζοδρόμιο, μείνε εδώ, στο απέναντι μπαλκόνι να κοιτάς 
τον ουρανό που χάσκει όνειρο 
μακρινό, πως κάποτε θα άγγιζες τα όρια της μικρής ευτυχίας αυτού 
του κόσμου, αυτού του τόπου.





Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2020

Η ΑΚΑΚΊΑ



Πολλές φορές τ απογεύματα
ανέβαινα την ανηφόρα πίσω από την πλατεία.
Με χαιρετούσαν πολλοί άνθρωποι
ακόμα κι αυτοί που δεν ήξεραν τ΄όνομα μου
Τι σημασία έχουν τα ονόματα
ένας άνθρωπος που διαβαίνει κάπου πηγαίνει
Περνούσαν τότε και ζευγάρια πιασμένα από το χέρι
και ήταν σα να έφεγγε μια αχτίδα ανάμεσα από τα φύλλα της ακακίας
Εγώ χαμογελούσα με τις άκρες των ματιών και των χειλιών
Καθώς αυτοί έφευγαν στη στροφή αφήνοντας μια χούφτα σκόνη
στα μάτια, πηγαίνοντας πιο πέρα τη ζωή
που κυλούσε ανάμεσα από πράσινα
έως πορτοκαλιά χρώματα της μοναξιάς
Εγώ έμενα ακόμα εκεί παρέα με την μνήμη
 των σφιχτοδεμένων χεριών τους 
ενώ η ακακία θρόιζε στο γκρίζο που σουρούπωνε αποδείλι.

ΠΟΊΗΣΗ Κ. ΠΛΙΆΤΣΙΚΑ

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

Ο ΓΡΥΛΛΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ






ΜΙΑ ΝΟΥΒΕΛΑ ΓΙΑ ΜΙΚΡΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΑ ΠΑΙΔΙΑ.

ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΦΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1984 ΓΛΥΦΑΔΑ

ΜΑΤΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΣΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ

Ας γράψουμε μια φανταστική ιστορία για γρύλους.
Τι κάνει όμως μια ιστορία φανταστική; Ρώτησε
  Άλλωστε ποιος τους ξέρει τους γρύλους.
Κανένας δεν τους ξέρει τους γρύλους. Ακόμα κι αυτός ο βραδινός ήχος μέσα στους θάμνους, μοιάζει να βγαίνει από τους θάμνους. Θέλω να πω, πως δεν ξέρεις από πού έρχεται αυτός ο ήχος. Από το πουθενά.
Κανένας δεν τους ξέρει λοιπόν τους γρύλους. Πολλοί μάλιστα,  τους γράφουν γλύρους, ή τους φωνάζουν λγύρους. Ούτε κι εγώ τους ξέρω καλά και ούτε θυμάμαι αν έχουν τέσσερα ή δυο πόδια ή αν έχουν πόδια κι αν σκέφτονται ποτέ.
«Το παν είναι να σκέψη» είπε και δεν ήξερε αν κάνουν έρωτα κι αν υπάρχουν τέλος πάντων αυτοί οι γρύλοι.
Ο γρύλος Γιάννης, όμως, τους ήξερε καλά τους γρύλους. Ήταν το σινάφι του
«Το παν είναι να ξέρεις, είπε κι αποκοιμήθηκε έναν αιώνα.
Οι γρύλοι, λοιπόν, λένε πως μοιάζουν με τα τριζόνια. Δεν σκέφτονται καθόλου, δεν ξέρουν τίποτε κι όλο τριζωνίζουν ή γρυλίζουν. Γνωρίζετε κι εσείς άλλωστε, πως όλα τα καλοκαιρινά βράδια, λίγο πριν μεσονυχτίσει και σωπάσουν οι χαρές, οι γρύλοι, λένε πάντα εκείνο το μονότονο τραγούδι και κρύβονται.
«Το παν είναι να ξέρεις να κρύβεσαι» είπε και μετάνιωσε.

 Όλα τα πράγματα θαρρείς πως είχαν την αρχή τους. Άξια για τον κόπο του τέλους και της βιασύνης.
Τον τρόπο να γνωρίσει όλα τα πράγματα, πριν πεθάνει, μελετούσε ο γρύλος Γιάννης. Γι’ αυτό μιλούσε για το τέλος αλλά δεν τον βόλευε η βιασύνη. Ήθελε όλα να γίνονται αργά. Πολύ αργά, σχεδόν βασανιστικά.
Ο πατέρας του ο γρύλος Νικόλαος του Νικολάου, είχε κι αυτός περίπου τις ίδιες απόψεις και ήταν μαραγκός. Μάλλον άσχετος με τα σανίδια και τα σκεπάρνια αλλά όλο και κάτι κατάφερνε να φτιάχνει.
«Τι φτιάχνεις;» τον ρώτησε μια μέρα που τον βρήκε να μαστορεύει ο μικρός τότε γρύλος Γιάννης.
«Μια σανίδα σωτηρίας» του απάντησε.
Ο γρύλος Γιάννης δεν το κατάλαβε και σιώπησε για έναν αιώνα και τρεις μέρες.
Ο πατέρας του συνέχιζε να φτιάχνει βαρέλια. Βαρέλια για κρασί και κουβέντες. Έφτιαχνε ατέλειωτες κουβέντες. Τις έβαζε στη σειρά κι έφτανε μέχρι πέρα στους λόφους. Αυτό το είχε κληρονομήσει δίκαια και ο γιος του. Έτσι, πολλές φορές, τους έπιανε το ξημέρωμα στην παραλία να περπατάνε κουβεντιάζοντας. Μπροστά πήγαινε ο πατέρας, με μια φουσκωτή σακούλα στον ώμο, γεμάτη χιλιάδες μικροπράγματα, μικροεργαλεία, και πίσω ακολουθούσε ο γιος. Μιλούσε ο πατέρας κι επαναλάμβανε ο γιος.
Τι έλεγαν;
Ούτε κι αυτοί ήξεραν. Πάντως, μιλούσαν δυνατά, ασταμάτητα, ακατάληπτα, νοητά:
«Ή έβρεχε ο θεός την ημέρα που γεννήθηκε ο κόσμος, μασουλώντας το αιώνιο βότσαλο της άμμου ή το παράθυρο άνοιξε ξαφνικά και αναπάντεχα. Η μέρα είχε σκοτάδι και το σκοτάδι φως που είχε χαθεί από προσώπου Αβραάμ από προσώπου θείου και ιερού την ώρα που εποίησε την εικόνα του ο μεγαλοδύναμος. Τα λόγια είχαν χαθεί και τα ζώα, με τα μαλλιά όρθια, μελετούσαν τα βήματα του Ιησού, στην έρημο, όταν τα δικά τους είχαν λιγοστέψει..»
Ο λόγος τους ήταν άναρθρος και άναρχος. Τις περισσότερες φορές απαισιόδοξος. Τόσο που, όσοι μεγάλωναν εκεί δίπλα τους, δύσκολα άντεχαν τόση απελπισία και μοναξιά. «Ήταν σαν μια μικρή σχισμή μεταξύ ραχοκοκαλιάς και συνείδησης» είχε πει κάποτε ο γρύλος Γιάννης που, πρέπει να ομολογήσουμε, πως αυτός, δεν την γούσταρε και τόσο πολύ την απαισιοδοξία.
Αυτός ήθελε να γίνει ένας χαρούμενος γρύλος.
Πέθανε όμως κάποτε ο γρύλος Νικόλαος του Νικολάου, ο πατέρας του γρύλου Γιάννη  κι έτσι έμεινε αυτός ο μοναδικός μαραγκός στην παραλία.
Ο Γρύλος Γιάννης καταγόταν από  αρχοντικό σόι που τώρα όμως είχε ξεπέσει καθώς, σαν τελευταίος απόγονος των γρύλων, παρουσίασε σημάδια αυτοεξόντωσης και καταστροφής όλων, όσων οι προηγούμενοι γρύλοι με μεγάλο κόπο είχαν δημιουργήσει.
Ο πατέρας του, ο γρύλος Νικόλαος του Νικολάου και η μητέρα του, η Ρεβέκκα των αετών, είχαν απατηθεί, πιστεύοντας πως όταν τον γέννησαν ότι είχαν πραγματοποιήσει το μεγαλύτερο όνειρο τους. Επειδή είχαν κουραστεί πολλά χρόνια στο κρεβάτι, μάλλον από μια σχετική ανικανότητα που βάραινε κληρονομικά την Ρεβέκκα  των αετών την νεώτερη. Το μεγάλο κακό άρχισε όταν ο γρύλος Γιάννης, τριών ή τεσσάρων χρόνων τράβηξε για πρώτη φορά το αυτί του παπά της ενορίας των αυτοεξόριστων. Ο κόσμος δεν του το συγχώρησε ποτέ αυτό κι αρνήθηκε να εντάξει τον μικρό στον οίκο των αυτοεξόριστων.
Δεν τον πείραξε όμως αυτό γιατί ήταν ένας έξυπνος γρύλος. Προτού μεγαλώσει το σκεφτόταν πολλές φορές και το πίστευε ακράδαντα. Δεν χωρούσε καμιά αμφιβολία πως ήταν έξυπνος, αφού πάντα έβαζε τους άλλους να του πλύνουν τα πόδια, να του βάφουν τα παπούτσια, να του κόβουν τα νύχια και να του σιδερώνουν τα πουκάμισα, γιατί δεν υπήρχε μεγαλύτερο βάσανο από αυτό. Μην του έλεγες να σιδερώσει, μπορούσε να κάνει δέκα μέρες να φάει. Τέτοια αποστροφή είχε. Ήθελε να πει μ’ αυτό πως δεν τα καταφέρνουμε όλοι σε όλα τα πράγματα και μάλλον είχε δίκιο. Εξ άλλου, είπαμε, πως ήταν ο τελευταίος γρύλος και φυσικά είχε κληρονομήσει όλη την ευφυΐα και την ομορφιά του σιναφιού. Γι αυτό το τελευταίο παινευόταν περισσότερο, για την ομορφιά του. Ήταν ωραίος στον  καθρέφτη του ποταμού, όταν έσκυβε να πιει νερό, παιχνίδιζε πανέμορφα τα μάτια του που είχαν το χρώμα της βροχής. Του άρεσε να κοιτάζεται, καθόταν ώρες πολλές να βλέπει τον εαυτό του κι έτσι όταν τον σύγκρινε με τους άλλους, έβλεπε πως είχε δίκιο. Αυτός ήταν ο πιο ο ωραίος γρύλος. Δεν ήξερε όμως αν υπάρχουν ωραίοι και για ποιο λόγο γινόταν άλλοι ωραίοι κι άλλοι άσχημοι. Αυτό, παρέμενε μια αμφιβολία από τις πολλές που δεν έλυσε ποτέ του. Και μια άλλη απ’ αυτές, ήταν που δεν γνώριζε τι ήταν η αξία. Τι άξιζε περισσότερο μια οκά φασόλια ή μια ουγκιά χρυσάφι. Αργότερα, μεγαλώνοντας αμφισβήτησε όλες τις αξίες. Έκανε πολλά που θεωρήθηκαν ανόητα από τους άλλους και τα ίδια αυτά τα πράγματα τον ανάγκασαν να γίνει στο τέλος της ζωής του έρημος και μόνος μαραγκός στην παραλία.
Τα περισσότερα βράδια κοιμόταν μεθυσμένος στην παράγκα του που βρωμούσε από χρόνια ποδαρίλα. Αυτό δεν ήταν κληρονομικό των γρύλων αλλά το είχε δημιουργήσει ο ίδιος επειδή δεν πλενόταν ούτε ξυριζόταν ποτέ. «Τα γένια και τα ποδάρια μοιάζουν με την αλήθεια της ζωής των ανθρώπων που γεννήθηκαν πριν την φιλία» έλεγε σαρκάζοντας. Πριν την φιλία ήταν πολλά άλλα πράγματα κι ο γρύλος Γιάννης που δεν είχε ζήσει αυτή την εποχή αλλά την φανταζόταν πίστευε πως τελικά χωρίς φίλους δεν είναι ωραία η ζωή. Έτσι προσπαθούσε τώρα να αποκτήσει φίλους. Τα δέντρα, τα ζώα, τις πέτρες. Κι όλο έψαχνε. « Όποιος ψάχνει κάτι βρίσκει» έλεγε και περπατούσε συνέχεια στην παραλία, μέρα νύχτα.
Οι περιπλανήσεις του ήταν μικρές και σύντομες. Δεν ξεμάκραιναν από εκατό εκατοστά σ΄αυτή την παραλία του Νότου. Την παραλία που είχε δυο κομμάτια βράχους, ύψους τριών εκατοστών, δυο δέντρα, λίγο ψηλότερα και άμμο. Πολύ άμμο που κάποτε θέλησε να μετρήσει τους κόκκους της αλλά μετά από προσπάθεια δεκαπέντε και πλέον χρόνων, παραδέχτηκε πως όλα τα πράγματα στη ζωή παραμένουν αμέτρητα.
ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2020

ΩΡΑΊΑ ΤΑ ΛΈΕΙ ΚΑΛΈ!






Μόλις τους στρίμωξαν και τους τέσσερις στο κελί ο καθένας έξυνε τον κόσμο του, η Μέλανυ με τη Μελανή κοιτάζονταν σε έναν αόρατο καθρέφτη, ο Πετράν κρατούσε το πονεμένο του μάτι και ο Νταής έκλαιγε στη γωνιά και στον καναπέ ένας χασικλής ντυμένος με παρδαλά ρούχα, μεσήλικας, στραβοχυμένος έπαιζε τον μπαγλαμά του.
-Βάλτε μου δυο καναβουριέεες! Τον ίσκιο τους να ρίχνουν ...
-Σταμάτα ρε! φώναξε ο Πετράν.
-Γιατί ενοχλείται ο κύριος; Δε σου αρέσει το άσμα; Να σε πω το ρεφρέ θα σου αρέσει. Κανείς δε θέλω νάρθει-καντήλι μα μου ανάψει-ούτε κι αυτή που αγαπώ-για μένανε να κλάψει!
-Σταμάτα γιατί σε λίγο θα κλάψεις εσύ! Μουρμούρισε ο νταής.
-Ωραία τα λέει καλέ! Αφήστε τον να μας πει το άσμα του, είπε η Μελανή.
-Σας αρέσει μανδάμ; Σηκώθηκε και πήγε να μυρίσει το άρωμα των δυο γυναικών ενώ οι άλλοι δυο προσπαθούσαν να τον αποτρέψουν και οι δυο γυναίκες κρυφογελούσαν η μια στην άλλη.
-Γυναίκα σου ε; ρώτησε με κάποιο φιλικό ύφος ο Πετράν.
-Όχι, κοπέλα μου, πρόκειται να παντρευτούμε, ανταπόδωσε το φιλικό ύφος.
-Ωχ, την έβαψες!
-Τι είπες;
-Όχι, τίποτα, τίποτα ... καλά θα κάνεις ... καλά θα κάνεις. Εσένα γιατί σε φέρανε εδώ; γύρισε στον χασικλή.
-Εμένα;
-Εσένα.
-Εγώ κύριος κουβαλούσα ένα σακί να το πάω στην πεθερά και ο κύριος από κει με συνέλαβε κι έδειξε το όργανο που παρακολουθούσε απ το παραθυράκι του κελλιού έξω από τον διάδρομο.
-Επειδή κουβαλούσες το σακί;
-Μάλιστα κύριος, εμάς τους φτωχούς μας έχουνε του κλώτσου και του μπάτσου, δια ασήμαντον αιτίαν μας κουβαλάνε στο τμήμα.
-Και τι είχες στο σακί; Άνοιξε τα μάτια του ο αγαθός νταής.
-Εγώ είχα πάει στη λαική να πάρω πατάτες να το πάω στην πεθερά μου που είναι από τον Κορυδαλλό, έτσι; Εκεί μένουμε από τότε που μας έφερε σ αυτό τον παλιόκοσμο ο πατέρας μου ο Δημητρός που ήτανε από τη Μάνη, έτσι; πάει τώρα πέθανε ο φουκαράς, έτσι; και μας άφησε ορφανά στους πέντε δρόμους, εμένα και την αδερφή μου που παντρεύτηκε ένα καλό παιδί τον Μήτσο που δουλεύει στη λαική, έτσι; εκεί που είχα πάει να πάρω το σακί με τις πατάτες να το πάω στην πεθερά μου, έτσι; Δηλαδής τώρα επειδή δεν έχουμε να φάμε, ξέρεις πόσο καιρό τρώει μια οικογένεια με ένα σακί πατάτες; Έτσι; Αλλά το όργανο από εδώ θεώρησε καλό να μου κάνει έλεγχο στο σακί, τι δουλειά έχει να κάνει το όργανο; Έτσι; Να συλλαμβάνει τους φτωχούς ανθρώπους και να τους χώνει στη φυλακή; Έτσι; Κι έβαλε τα κλάματα.
-Καλά, καλά, μην κάνεις έτσι, θα σου πάρω εγώ δυο σακιά πατάτες, μισόκλαψε και ο Πετράν προσπαθώντας να τον παρηγορήσει.
-Θα σου πάρω κι εγώ δυο σακιά φασόλια, εντάξει είσαι; Μην κλαις! Μουρμούρισε ο νταής.
-Ναι, ναι! Να του πάρουμε και δυο σακιά μακαρόνια! Φώναξαν με ενθουσιασμό οι δυο Μελανές.
Ωστόσο το όργανο είχε ξεκλειδώσει την πόρτα του κελλιού και πρόσταξε τα δυο ζευγάρια να τον ακολουθήσουν.
-Περάστε, τους είπε. Σας θέλει ο αστυνόμος.
-Κι εμένα; Απόρεσε ο χασικλής.
-Εσύ να σκάσεις και να περιμένεις, θα ρθει κι η σειρά σου!
Αυτός πήρε το μπαγλαμά και συνέχισε το άσμα του ενώ οι άλλοι ανέβηκαν στο γραφείο του αστυνόμου.
-Τους έφερα κυρ- αστυνόμε με θέλετε τίποτε άλλο;
-Όχι, όχι παδί μου, σήκωσε το βλέμμα του από τον υπολογιστή ο αστυνόμος ένας κοντόχοντρος πενηντάρης με κοιλίτσα και τα τοιαύτα.
- Για πείτε μου τι συνέβη; Ρώτησε ενώ ταυτόχρονα είχε γουρλώσει τα μάτια από την ομοιότητα των δυο γυναικών.
Οι τέσσερις άρχισαν να μιλάνε όλοι μαζί έτσι που να γίνεται χάβρα Ιουδαίων και να μη καταλαβαίνει κανείς τι έλεγαν, ο καθένας όπως είχε ζήσει τα γεγονότα. Ο αστυνόμους βούλωνε τα αφτιά του, προσπαθούσε να επιβάλει την ησυχία ώσπου κάποια στιγμή σταμάτησαν κι έγινε ησυχία.
-Κατάλαβες κυριε μοίραρχε; Πλησίασε στο γραφείο ο Πετράν. Εμείς δεν κάναμε τίποτε..
-Ναι, κύριε πτέραρχε, τίποτε δεν κάναμε, ψέλλισε και ο νταής.
-Καλά, καλά, αυτό θα το δείξει η ανάκριση. Πηγαίνετε στη θέση σας! Έλα εδώ εσύ! Κι έδειξε τη Μέλανυ.
-Εγώ; Έδειξε τον εαυτό της.
-Ναι, εσύ. Και καθώς αυτή πήγε μπροστά στο γραφείο τη ρώτησε.
-Πως σε λένε;
-Μέλανυ.
-Μέλανυ, τι;
-Ααα! Μέλανυ, τι άλλο..
-Επίθετο δεν έχεις; Δώσε μου την ταυτότητα σου.
-Α, ναι, Μέλανυ Γκρίνουιτς, ενώ του έδινε την ταυτότητα της.
-Ρολόι είσαι; Πες όλο τα όνομα σου ελληνίδα δεν είσαι;
-Πως ...πως ...Μέλανυ Γκρίνουτς- Καβαλάρη. Ο άντρας μου ο κύριος Πετράν κι έδειξε τον.
-Μέλανυ Γκρίνουιτς Καβαλάρη, μουρμούριζε ο αστυνόμος ενώ έγραφε στον υπολογιστή τα στοιχεία. Ύστερα φώναξε και την Μελανή η οποία πήγε και στάθηκε δίπλα στην Μέλανυ.
-Εσένα;
-Τι εμένα; Απόρεσε η Μελανή.
-Πως σε λένε! Μην κάνεις την κουφή, θα με τρελάνετε όλοι σήμερα εδώ! τ όνομα σου! και δώσε μου κι εσύ την ταυτότητα σου.
-Α, ναι, ορίστε πάρτε την, Μελανή με λένε.
Ο αστυνόμος σήκωσε μισοτρελαμένος τα μάτια του.
-Εσύ είσαι η Μελανή; Είπε κι έδειχνε τη Μέλανυ.
-Όχι, εγώ είμαι η Μέλανυ! Διαμαρτυρόταν αυτή.
- Κι εσύ η Μέλανυ; Κι έδειχνε την Μελανή.
-Να σας εξηγήσω εγώ; Πήγαινε κοντά ο Πετράν. Εμένα η γυναίκα μου είναι η Μελανή κι έδειχνη την Μέλανυ!
-Πήγαινε πίσω εσύ ρε! θάρθει κι η σειρά σου!
-Κι ενώ ο Πετράν πήγαινε πίσω ερχόταν ο νταής.
-Να σας τα πω εγώ κύριε ταξίαρχε, δεν έγινε τίποτε, μια παρεξήγηση.
-Παρεξήγηση; Τι παρεξήγηση; Εδώ ήρθε ο άνθρωπος που έχει το μαγαζί να σας κάνει μήνυση και λέει πως σπάσατε πέντε τραπέζια, είκοσι καρέκλες, πενήντα μαχαιροπήρουνα..
-Σπάνε και τα μαχαιροπήρουνα..απόρησε ο νταής.
-Πήγαινε πίσω! Διέταξε ο αστυνόμος. Θάρθει κι η σειρά σου αφού τελειώσω με τις δυο μελανές! Για πες εσύ Μέλανυ.
-Τίποτε κυριε υπουργέ, εμείς είχαμε πάει για δυο ουζάκια. Ε, ήρθαν και οι άλλοι να πιούνε άλλα δυο κι έγινε ότι έγινε..
-Εσύ τον χτύπησες αυτόν; Κι έδειξε τον νταή.
-Ε, ναι, τον χτύπησα! Έπεσε πάνω στο χέρι μου. Έτσι δεν είναι; και γύρισε στον νταή.
-Ναι, έτσι, έτσι, δεν έγινε τίποτα κύριε ταξιάρχη! Χτύπησα και σε μια γωνία.
-Σιγά μη με πεις και αρχάγγελο! Τέλος πάντων δε βρίσκω άκρη με σας. Αστυφύλαξ!
-Διατάξτε! Μπήκε αυτός καμαρωτός.
-Πάρτους πίσω στο κελλί και φέρε μου τον άλλον ...
-Μάλιστα έκανε αυτός και έσπρωξε προς την έξοδο τα ζευγάρια που διαμαρτύρονταν. Τους πήγε πάλι στο κελλί και την στιγμή που έβγαινε από την πόρτα ο χασικλής, ο Πετράν πρόλαβε να τον ρωτήσει.
-Τι πατάτες είχε το σακί ρε;
-Καναβουρίστικες, απλές πατάτες κύριος, τι ήθελες να έχει;
[συνεχίζεται]

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2020

ΚΙ ΆΜΑ ΠΆΘΕΙς ΕΣΎ ΚΑΤΆΘΛΙΨΗ ΘΑ ΠΕΘΆΝΕΙ Ο ΚΌΣΜΟΣ;







Ο Πέτρος Καβαλάρης ήταν ένας κανονικός άνθρωπος. Έπαιρνε συχνά το ποδήλατο του κι έκανε βόλτα στην πόλη. Συνήθως μερικά απογεύματα κατέβαινε μέχρι το Παλιό Φάληρο, καθόταν σ ένα παγκάκι απέναντι απ τη θάλασσα και χαμογελούσε.
Χαμογελούσε γιατί ήταν ένας χαρούμενος άνθρωπος που σπάνια μελαγχολούσε. Η ζωή του κυλούσε κανονικά, εργαζόταν στην αντιπροσωπεία αυτοκινήτων του Ζερβο και τα λοιπά, σαν λογιστής, έπαιρνε το μισθό του και τον ξόδευε για όλες τις μικρές χαρές της ζωής.
Ασχημούλης ήταν, κοντός το δέμας με μάτια μαύρα, σπινθηροβόλα, τριαντάρης, είχε κι ένα αυτοκίνητο παλιό μάρκας Ρενό, αντίκα του 1972μ κι οι φίλοι του τον φώναζαν Πετράν.
Το απόγευμα ο Πετράν αφού είχε κοιμηθεί, ξύπνησε ελαφρώς αναστατωμένος. Σκεφτόταν την αυριανή μέρα που θα πήγαινε με τη Μέλανυ στον Ζερβό και λοιπά και κάτι δεν του πήγαινε καλά.
Η Μέλανυ δίπλα του τον αγκάλιαζε.
-Άσε με τώρα, έκανε με δυσφορία. Σήκω να πάμε μια βόλτα στη θάλασσα.
-Να κάνουμε πρώτα ένα παιδί;
-Πότε; Τώρα;-
-Τώρα αγάπη μου!
-Όρεξη που την έχεις! Δε γίνονται τα παιδιά τέτοιες ώρες..
-Τι έχουν οι ώρες; Έκανε και τον κουλούριασε κάτω απ το σεντόνι. Όλες οι ώρες ίδιες είναι μωρό μου. Έλα!
Αργότερα κατεβαίνοντας με το Ρενο προς το Φάληρο σκέφτηκε πως αν έπιανε αυτό το παιδί θα γεννιόταν βαριεστημένο και το είπε στη Μέλανυ μόλις κάθισαν σε ένα μοναχικό ταβερνάκι να πιούνε ένα ουζάκι.
-Αχ! Πως μ αρέσει αυτό το ουζάκι εδώ! δεν είναι χάρμα Πετράν μου; Το παιδί μας θα γεννηθεί μια χαρά! Πανέξυπνο αφού θα μοιάζει με σένα!
-Κι είμαι έξυπνος εγώ; Βλάκας είμαι.
Η Μέλανυ δεν απάντησε, του δειξε με το βλέμμα πως δεν ήταν βλάκας, μισοκλείνοντας ναζιάρικα τα δικά της. Το γκαρσόν τους έφερε τα ούζα και το μεζέ. Τσούγκρισαν τα λευκόχροα ποτήρια, κοιτάχτηκαν στα μάτια ευτυχισμένοι, ήπιαν μια γουλιά.
-Λοιπόν; Έκανε η Μέλανυ. Μίλησες μ τ αφεντικό σου;
-Ε, ναι μίλησα, τι θέλεις τώρα κι εσύ να πιάσεις δουλειά; Καλά δεν περνάμε με το μισθό μου;
-Καλά περνάμε, δε λέω αλλά δεν μπορείς να μου κάνεις όλα μου τα χατίρια..
-Εγώ; Δεν μπορώ να σου κάνω τα χατίρια σου; πες τι δεν μπορώ..
-Να δεν μπορείς ν αλλάξουμε αυτοκίνητο, μείναμε με το Ρενό ...
-Μια χαρά είναι το ρενό.
-Ούτε εκείνο το φόρεμα μπορείς να μου αγοράσεις. Να ξέρεις αν δεν πιάσω δουλειά να τα αγοράσω με δικά μου λεφτά θα βάλω τον χοντρούλη να μου το πάρει!
-Ποιο φόρεμα ... ποιος είναι ο χοντρούλης; Θορυβήθηκε ο Πετράν.
-Έλα, μην κάνεις έτσι σε παιδεύω. Ένας χοντρούλης εκεί στο Κολωνάκι, άστον αυτόν, θα μου το πάρεις;
-Μα είναι ακριβό, πόσο κάνει είπαμε; Στρίφτηκε.
-Ακριβό; Σιγά τα χίλια ευρό.
-Χίλια ευρό! Έπιασε το μούτρο του.
-Είδες! Είδες! Πετάχτηκε. Θα έρθω στη δουλειά και με τον πρώτο μισθό μου θα το αγοράσω μόνη μου. Αλλά για πες μου, πες μου πως είναι αυτό τα αφεντικό σου; πενηντάρης, μου χεις πει..
-Πενήντα πέντε.
-Και είναι καλός;
-Κάλος.
-Στριμμένος;
-Έχει τις βίδες του, του τις στρίβει ο Θωμάς.
-Ο Ζεν πρεμιέ; Ο φίλος σου; χαχαχα! ωραίος είναι ο Θωμάς. Να πιούμε άλλο ένα ουζάκι;
-Πιες εσύ, εγώ οδηγώ..
-Έλα με δυο ουζάκια δεν πιάνει το αλκοτέστ.. γκαρσόν! φώναξε. Φέρε μας δυο ακόμα.
Το γκαρσόν πήγε από πάνω τους.
-Από το ίδιο ούζο μαντάμ;
-Από το ίδιο, γιατί έχετε άλλον τενεκέ; Τον περιέπαιξε η Μέλανυ.
-Όχι.
-Ε, τότε τι ρωτάς!
-Μπορούμε να παραγγείλουμε από τη Βοστόνη.
-Έχετε σύνδεση με τη Βοστόνη; Είπε ηλίθια ο Πετράν.
-Απ το ιντερνετ κύριε! Μιλάμε κι έφτασε επί τόπου!
-Σε παρακαλώ! Φέρε μας δυο ίδια ουζάκια και να είστε πιο ευγενικοί.
-Μάλιστα κύριε! Έφτασαν! Είπε μουτρωμένα το γκαρσόν.
-Τι σου είναι κι αυτά τα γκαρσόνια ...
-Ε, άστον να κάνει τη δουλειά του, για πες μου; τι λέγαμε; Αααα, αλήθεια πως τον λένε τον αφεντικό σου; αλήθεια δε μου χεις πει ποτέ τα όνομα του ...
-Τι το θέλεις είναι και σιδηρόδρομος..
-Ε, πέστο, να μην ξέρω τα όνομα του; αγένεια δεν είναι;
-Ζερβοκιακινίδη, τον λένε.
Ζερβοκιακινίδη! Πετάχτηκε πάνω η Μέλανυ. Όχι! Τι μου λες!
-Τι κάνεις έτσι, ησύχασε.
-Τι να ησυχάσω, ξέρεις πως λένε αυτόν που του ριξα την πάστα στα μούτρα;
-Ε, πως τον λένε ...
-Ζερβο και τα λοιπά, σωριάστηκε στο τραπέζι ... Αχ, ρε Πετράν, όλα σε μας συμβαίνουν κι έβαλε τα κλάματα. Είμαστε άτυχοι Πετράν. Πάει το φόρεμα.
-Ποιο φόρεμα ... τι μου λες; στο αφεντικό μου πέταξες την πάστα; Έμεινε με ανοιχτό το στόμα.
Η Μέλανυ σκούπισε τα δάκρυα και του το κλεισε, ενώ το γκαρσόν απίθωνε τα καινούργια ούζα στο τραπέζι.
-Τα ούζα σας, είπε. Στην υγειά σας!
Η Μέλανυ τον κοίταξε όπως τον κοίταξε και ο Πετράν προσπαθούσε να συνέλθει.
-Τι κάνουμε τώρα, είπε και ρούφηξε το ούζο μονοκοπανιάς.
-Μη..τι κάνεις εκεί..πήγε να της πάρει το ποτήρι αλλά δεν πρόλαβε.
Τον πρόλαβε ένας νταής από το διπλανό τραπέζι αρπάζοντας του το χέρι.
-Τι συμβαίνει κύριος; Γιατί κάνετε την όμορφη κυρία να κλαίει;
-Άσε μας ρε! τι σε νοιάζει εσένα, ο Ρομπέν των δασών είσαι;
-Σας συμπεριφέρεται βάναυσα ο μίστερ; Θα τον κανονίσω εγώ! Είπε ο νταής και σέρβιρε μια μπουνιά στον Πετράν.
Το μάτι του Πετράν θόλωσε, η Μέλανυ σέρβιρε μια άλλη μπουνιά στον νταή, το τραπέζι αναποδογυρίστηκε, το μάτι του νταή μελάνιασε, ο κόσμος πήρε γρήγορες στροφές κι όλοι μαζί βρέθηκαν στο δρόμο να ψάχνουν ποιοι είναι.
Η Μέλανυ Γκρίνουιτς ήταν μια ψηλή Ελληνοκαναδέζα που είχε γεννηθεί στον Καναδά αλλά είχε μεγαλώσει στην Ελλάδα. Στα είκοσι πέντε της χρόνια, τέλειωσε πανεπιστημιακές σπουδές ιδιαιτέρας γραμματέως, υψηλών προδιαγραφών κι έβλεπε τα όνειρα της να πηγαίνουν χαμένα στην Ελλάδα της κρίσης. Γνώρισε τον Πετράν μια μέρα και ύστερα από πέντε μήνες σχέσης αποφάσισε να τον παντρευτεί. Της άρεσαν τα όνειρα του, ταίριαζαν με τα δικά της.
-Πετράν τι θα γίνουμε; Τον ρώτησε όταν κάθισαν μεσάνυχτα σε ένα παγκάκι μετά τα επεισόδια στην ταβέρνα με τα ούζα.
-Τίποτα.
-Θα γίνουμε τίποτα; Με αγωνία.
-Όχι, δε θα γίνουμε τίποτα.
Η Μέλανυ χάιδεψε το πονεμένο του μάτι.
-Πονάς;
-Ε, λίγο..
-Του ριξα όμως κι εγώ μια..
-Ρε Μέλανυ ... πότε θα ηρεμήσεις;
-Γιατί να ηρεμήσω; ... ο κόσμος είναι κακός. Να τώρα αυτός ο Ζερβό και τα λοιπά.. τι θα κάνουμε τώρα;
-Λοιπόν, άκου, δε θα πούμε τίποτα, άσε θα τα μπαλώσω εγώ. Καλύτερα έτσι, θα βρεις αλλού δουλειά, εντάξει; Μη χάσω κι εγώ τη δικιά μου και μείνουμε στο δρόμο. Εσύ δε θα εμφανιστείς ποτέ στον Ζερβο και τα λοιπά.
-Καλά! Ότι πεις αγάπη μου! είσαι ο καλύτερος άντρας του κόσμου!

ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2020

ΤΟ ΓΈΛΙΟ ΚΆΝΕΙ ΚΑΛΌ ΣΤΑ ΜΆΤΙΑ




Ο κύριος Ζερβοκιακινίδης μπήκε βαριεστημένος στο γραφείο του, εκείνη τη Δευτέρα και δεν απάντησε σε καμιά καλημέρα δεν χαμογέλασε σε κανέναν από το προσωπικό του. Κάθισε στη στριφογυριστή καρέκλα κι άνοιξε τον υπολογιστή. Πρόσεξε πως ο καφές του δεν είχε έρθει ακόμα και φώναξε την Ιωάννα την αδερφή του που την είχε σαν υπηρεσία του τόσα χρόνια. Η Ιωάννα μια στραβοκάνα, ανύπαντρη πενηντάρα μπήκε φουριόζα βροντώντας την πόρτα πίσω της ήταν η μόνη που του αντιμιλούσε εκεί μέσα.
-Τι θες βρε; στάθηκε πάνω απ το κεφάλι του σα χάρος.
-Σου χω πει χιλιάδες φορές να μη βροντάς την πόρτα! της φώναξε. Που είναι ο καφές μου;
-Δεν έχουμε καφέ, τέλειωσε.
-Τι παει να πει δεν έχουμε καφέ; γιατί σε χω εδώ μέσα; για να τρυγυρνάς στους υπαλλήλους μου και να κοτσομπολεύεις;
-Δε μ άφησες λεφτά το Σάββατο...φέρε λεφτά! Το προσπερνώ το σχόλιο σου! φέρε λεφτά!
-Και δεν είχες ένα ευρώ να πάρεις καφέ; έκανε ψάχνοντας στην τσέπη του για ψιλά.
-Δεν κάνει ένα ευρώ ο καφές.
-Πόσο κάνει; Απορημένος
- Εξακόσια ένα!
-Εξακόσια ένα; αποχαυνωμένος.
-Το προσπερνώ. Ξεχνάς που δε μου πλήρωσες τον δέκατο τρίτο μισθό μου, με έχεις δω μέσα σα σκλάβα σαράντα χρόνια και συ γυρνάς με τις τσούλες..
-Σκάσε μωρή! θα μας ακούσουν.
-Αυτό θέλω κι εγώ να μας ακούσουν! φέρε τα λεφτά μου!
Ο Ζερβο και τα λοιπά, φώναξε τον λογιστή του.
-Πετράν, έλα μέσα.
Ο Πετράν άνοιξε την πόρτα και στάθηκε προσοχή.
-Με φωνάξατε;
-Άκου δω: δος της εξακόσια ευρό..
-Εξακόσια ένα! τον έκοψε η Ιωάννα.
-Δος της εξακόσια ένα κι εσύ να μου φέρεις τον καφέ σε ένα λεπτό! τ ακούς; στην Ιωάννα.
-Μάλιστα αφεντικό, ψέλλισε ο Πετράν. Και ξέρετε ήθελα να σας μιλήσω κάποια στιγμή.
-Εμένα; τι να μου πεις; για πες..
-Να, για τη γυναίκα μου που σας μίλησα να την πάρετε για γραμματέα σας..
-Ώχ! σου χω πει πως δε θέλω οικογενειακές καταστάσεις εδώ μέσα
-Μα είναι πολύ καλή στη δουλειά της..
-Καλά έλα μετά.
-Ευχαριστώ, έκανε ο Πετράν και βγήκε ακολουθούμενος από την Ιωάννα που κλείνοντας την πόρτα γύρισε και του είπε στρυφνά κουνώντας το κεφάλι της..
-Έχεις τα νεύρα σου γιατί δεν έχεις τη γραμματέα σου να μαχμουρλίζεις!
Ο Πετράν με την Ιωάννα έφτασαν στο λογιστήριο και καθίζοντας άνοιξε τα χαρτιά του.
-Μη τα σκαλίζεις αυτά, δεν τον άκουσες;δοσε μου εμένα τα λεφτά μου και κάνε τη δουλειά σου μετά.
-Πρέπει να υπογράψεις κυρία Ιωάννα!
-Ευχαριστώ που με λες κυρία! έκανε ναζιάρικα. Κανένας άλλος δε με λέει κυρία, συνέχισε με παράπονο βάβοντας τα κλάμματα.
-Μην κλαις κυρία Ιωάννα.
-Καλά, το προσπερνώ, σφούγγισε τα δάκρια παίρνοντας τα εξακόσια ευρό.
-Ξεχάσατε το ένα ευρώ..έκανε ο Πετράν
-Κράτησε το καλέ μου! επειδή με είπες κυρία! κι έφυγε βροντώντας την πόρτα πίσω της τόσο που ο Πετράν αναπήδησε ξαφνιασμένος.
-Τι κυρία κι αυτή! μονολόγησε κάνοντας το σταυρό του.
Ωστόσο κείνη τη στιγμή μπήκε ο Θωμάς οδηγώντας
  ένα μικρό αυτοκινητάκι απο αυτά που κάνουν βόλτες τα μικρά παιδάκια. Ο Πετράν έμεινε να τον κοιτάζει που πάρκαρε.
-Τι είναι αυτό ρε Θωμά;
-Το τελευταίο μοντέλο της Φίατ, ηλεκτρικό, μονοθέσιο, σε λίγο όλοι με ένα τέτοιο θα κυκλοφορούμε!
-Καλά τώρα, πάρτο και φύγε γιατί έχω δουλειά.
-Μια ζωή ανημέρωτος,
-Φύγε Θωμά, έχω δουλειά.
-Πως κάνεις έτσι; δουλειά, δολειά, δουλειά...έχεις γίνει δούλος εδώ μέσα. Κάτσε λιγάκι να τα πούμε!
-Τι να πούμε, φύγε.
-Του μίλησες;
-Ποιανού;
-Του Ζερβο και λοιπά.
-Α, ναι του είπα..
-Και τι σου είπε;
-Να πάω μετά.
-Α, μετά...απογοητευμένος. Μέχρι το μετά θα έχει πάρει άλλη γραμματέα αυτός. Πριν από λίγο μπήκε μια ξανθθιά στο γραφείο του.
-Ξανθιά; θορυβημένος. Ε, τότε να πάω τώρα1
-Πήγαινε καυμένε, τι τον φοβάσαι!
-Εγώ; τον φοβάμαι....φύγε εσύ και θα πάω μόλις τελειώσω μια λογιστική πράξη...

Ο Θωμάς φεύγει ο Πετράν βιαστικά τελειώνει  γρήγορα και βιαστικός βγαίνει απ το γραφείο του. Φτάνει έξω από το γραφείο του Ζερβο και λοιπά, στρώνει τη γραβάτα του και χτυπάει την πόρτα.
-Εμπρός! ακούγεται η φωνή του Ζερβο και λοιπά, που μιλάει στο τηλέφωνο με τον φίλο του επιχειρηματία.
-Ωστε λες να την πάρω ε; είσαι σίγουρος.
-Οπωσδήποτε και μη καθυστερείς, ακούγεται η φωνή απ το τηλέφωνο.
-Εντάξει, θα το κάνω κλείσε τώρα κι ακούμπησε το ακουστικό στη συσκευή, ενώ ο Πετράν είχε μπει και στεκόταν προσοχή.
-Τι τρέχει Πετράν;
-Ώστε θα την πάρετε!
-Ε, ναι, βέβαια..σχεδόν το χω αποφασίσει. Βέβαια τα λεφτά είναι πολλά..
-Μπα, δεν είναι πολλά! δεν είναι πολλά...θα τα βγάζει τα λεφτά της.
-Ναι, δε λέω...είναι ψηλή, έχει μεγάλα μπαλκόνια..
-Ε, ψηλή είναι αλλά όχι και μεγάλα...κανονικά κύριε διευθυντά.

-Τα χεις δει εσύ; ξαφνιασμένος. Θέλω να πω τα ξέρεις τα στηθαία..
-Τα στηθαία; για τα μπαλκόνια λέγατε...
-Ε, δε φταίνε τα μπαλκόνια αλλά εσύ πως τα ξέρεις;
-Ε, πως κύριε διευθυντά, να μη ξέρω τα μπαλκόνια της γυναίκας μου;
-Τα μπαλκόνια της γυναίκα σου..ψάχνεται. Τι λες μωρέ! για τη γυναίκα σου με ρωτάς αν την πάρω.
-Ε, ναι για ποια άλλη; απορημένος.
-Φύγε μωρέ! άει χάσου! εγώ μιλούσα για την πολυκατοικία που θέλω ν αγοράσω...
-Ω..συγνώμη...με τη γυναίκα μου τι θα γίνει; θέλει να εργαστεί οπωσδήποτε λέει.
-Καλά, πήγαινε τώρα, φέρτην αύριο να τη δοκιμάσω..
-Μα τι είναι η Μέλανυ, φρούτο για να το δοκιμάσετε.
-Όλες οι γυναίκες φρούτα είναι..πήγαινε τώρα και μη με σκοτίζεις! φέρτην αύριο να δούμε τι ψάρια πιάνει..
-Μα δεν πιάνει ψάρια! γραμματέας είναι,ξέρει πέντε γλώσσες..
-Πέντε; ανοίγει τα μάτια του. εγώ δεν ξέρω καμία.
-Ναι μα εσείς δεν είστε γραμματέας
-Τι είμαι εγώ;
-Ψάρι
-Εγώ είμαι ψάρι; απορημένος.
-Κολιός...πονηρά.
-Φύγε Πετράν γιατί δεν τοχω σε τίποτα να σε απολύσω!
-Φεύγω. Όπως είπαμε αφεντικό θα τη φέρω αύριο κι έκλεισε την πόρτα σιγανά. Υπόκωφα.

συνεχίζεται

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2020

ΟΙ ΤΑΞΙΘΈΤΕς




0 Πετράν  είχε γυρίσει από νωρίς στο σπίτι, μπήκε στο σαλόνι, βραδάκι ήταν, έψαξε για τη Μέλανυ στην κουζίνα, στην τουαλέτα, παντού, η Μέλανυ πουθενά, έτσι λίγο απεγνωσμένος πήρε το μπουκάλι με το ουίσκι να πιει ένα ποτό και να την περιμένει. Έβαλε ποτό παγάκια, ήπιε ένα-δυο-τρία πέρναγε η ώρα. Στο τρίτο ποτό άνοιξε το ραδιόφωνο ν ακούσει μουσική, έφτιαξε κάπως το κέφι του κι όταν είχε πιει όλο σχεδόν το μπουκάλι και αφού η Μέλανυ αργούσε ακόμη, πήγε στην κρεβατοκάμαρα να ξαπλώσει και να την περιμένει.
Η Μέλανυ άνοιξε την πόρτα αργοπορημένη και μπαίνοντας στο σαλόνι, βλέποντας το άδειο μπουκάλι και το μισογεμάτο ποτήρι κατάχαμα στο δάπεδο έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα. Κοίταξε από δω κοίταξε από κει, πουθενά ο Πετράν.
-Πετράν! Φώναξε. Που είσαι αγάπη μου;
Τίποτε. Ησυχία.
-Πετράν άσε τα κόλπα! που πήγες αγάπη μου; κι ανασήκωσε τις κουβέρτες να δει κάτω απ το κρεβάτι όπου ο Πετράν κοιμόταν του καλού καιρού.
-Έλα έξω ρε!
Ο Πετραν αργοκουνήθηκε, μισοξύπνησε.
-Άσε με, κοιμάμαι, πέσε κι εσύ, μουρμούρισε.
-Που να πέσω;
-Εδώ στο κρεβάτι, δίπλα μου.
-Το κρεβάτι είναι εκεί;
-Γιατί; έφυγε το κρεβάτι;
-Έλα έξω ρε! και προσπάθησε να τον σύρει τραβώντας τον απ το χέρι.
-Άσε με εδώ καλά είμαι, γιατί θέλεις να ξεβολέψεις έναν άνθρωπο; Και ξαναχώθηκε πάλι πίσω.
Η Μέλανυ φρύαξε αλλά αμέσως άλλαξε διάθεση. Άστον κα κοιμηθεί εκεί, σκέφτηκε. Έβαλε το κομπινεζόν της, κοίταξε το αραχνοΰφαντο σώμα της στον καθρέφτη και την έπεσε μ ένα πήδημα στην άπλα της κρεβατοκάμαρας.
Το πρωί όταν ξύπνησαν ο Πετραν είχε βρεθεί στην αγκαλιά της κι η Μέλανυ τον κοίταζε περίεργα. Ο Πετράν δε θυμόταν τίποτα.
-Μ αγαπάς; Την αγκάλιασε κι αυτή εκείνον.
-Σε λατρεύω μωρό μου! είσαι ο καλύτερος σύζυγος του κόσμου και τον φίλησε.
-Τι ώρα είναι; πετάχτηκε ο Πετράν.
-Μην κάνεις έτσι προλαβαίνουμε να πιούμε καφέ, μέχρι να φύγεις για τη δουλειά, θα τον φτιάξεις εσύ μωρό μου;
-Αφού ξέρεις δε βαριέμαι να φτιάχνω τον καφέ μας ... έκανε και σηκώθηκε.
-Το ξέρω, γέλασε και σηκώθηκε κι αυτή να πάει στην τουαλέτα να φρεσκαριστεί.
Ο Πετράν πήγε στην κουζίνα να φτιάξει τους καφέδες.
-Δε βαριέμαι, που λες να φτιάχνω τον καφέ, βαριέμαι ν ανάβω το γκαζάκι.
-Ε, σιγά το γκαζάκι! Απαντούσε απ την τουαλέτα.
-Μετά βαριέμαι ν ανοίξω τα καφεκούτια!
-Ε, σιγά τα καφεκούτια, έχουμε τα καλύτερα!
-Να μετρήσω το νερό στο τζιβέ και τις κουταλιές της ζάχαρης και του καφέ.
-Ε, σιγά τις κουταλιές! Δυο καφέ ενάμισι ζάχαρη. Μη σου πέσει παραπάνω κακομοίρη μου!
Ο Πετράν μετρούσε τις κουταλιές, ύστερα ανακάτωνε το μείγμα και περίμενε πάνω απ το γκαζάκι να φουσκώσει το καϊμάκι.
-Όχι δε βαριέμαι να φτιάχνω τον καφέ, βαριέμαι να περιμένω τη στιγμή που θα φουσκώσει και να τον βγάλω στο τσακ! Φοβάμαι μη δεν το προλάβω και καεί.. κατάλαβες;
- Κατάλαβα μωρό μου! είπε η Μέλανυ ερχόμενη φρέσκια στην κουζίνα, ενώ αυτός γέμιζε στο τσακ τα φλιτζάνια.
-Ίδρωσες;
-Ε, τι εύκολο είναι να φτιάξεις δυο καφέδες! Σκούπισε τον ιδρώτα που έλουζε το μέτωπο του.
Ύστερα σέρβιρε τους καφέδες στο σαλόνι με ένα μπισκοτάκι στον καθένα.
Κάθισαν ν απολαύσουν τον καφέ τους μη μιλώντας για λίγο.
-Ξέρεις τσακώθηκα με έναν καραγκιόζη χτες στο Κολωνάκι, είπε ρουφώντας μια γουλιά κι ο Πετράν τσουρουφλίστηκε με το τσιγάρο του.
-Ποιος ήταν αυτός ο κακομοίρης;
-Καλά το είπες: κακομοίρης! Δεν έχει σημασία, άστο, το ξέχασα αλλά αν το ξαναπετύχω θα του βγάλω τα μαλλιά τρίχα-τρίχα!
-Είχε μαλλιά;
-Μπα, φαλακρός ήταν!
Ο Πετράν την κοίταξε όπως την κοίταξε με ανοιχτό το στόμα. Η Μέλανυ του το κλεισε.
-Πάω να φύγω εγώ τώρα, πάω στη δουλειά.
-Ωραία! μη ξεχάσεις να μιλήσεις στ αφεντικό σου για να με πάρει για γραμματέα του, εντάξει;
-Όχι, θα του το πω, έκανε σφίγγοντας τη γραβάτα του.
-Να του το πεις οπωσδήποτε! Ξέρεις πόσο θέλω να δουλέψω.

Συνεχίζεται


Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

κάτω απ το κρεβάτι


ΚΆΤΩ ΑΠ ΤΟ ΚΡΕΒΆΤΙ


Ο γάμος του Πετράν ήταν μια πετυχημένη επανάσταση. Όλοι είπαν πως ήταν ένα ταιριαστό ζευγάρι και σίγουρα θα πετύχαιναν στη ζωή αφού αυτός ήταν άσχημος και η Μέλανυ πανέμορφη.
-Είσαι τυχερό ψάρι! Του σφύριξε ο Θωμάς, που ήταν ο ωραίος της παρέας.
-Θα φάμε ψάρι; Γέλασε ο Πετράν.
-Χελιδονόψαρο! ανταπάντησε.
Έπιναν τον καφέ τους λίγες μέρες μετά τον γάμο του και περνούσαν υπέροχα. Ήταν φίλοι χρόνια, μαζί στο σχολείο, παρέα και στο στρατιωτικό, σκάρωναν φάρσες, γελούσαν με το παραμικρό.
Κατά τύχη είχαν και το ίδιο αφεντικό στη δουλειά τους τον Τάσο Ζερβικιακινίδη που είχε μια αντιπροσωπεία αυτοκινήτων, ανύπαντρος πενηνταπεντάρης λάτρης του γυναικείου φύλου.
-Ρε! ξυπνήστε, οι γυναίκες είναι όλες τρελές! Τους υπενθύμιζε κάθε μέρα.
Ο Πετράν εργαζόταν στο λογιστήριο κι ο  Θωμάς στο παρκινγκ.
-Του μίλησες για τη Μέλανυ;
-Μπα, όχι ακόμα..
-Τι περιμένεις να φέξει; Ή να πάρει άλλη τη δουλειά; Τώρα είναι ευκαιρία που ζητάει γραμματέα, τι κάθεσαι; Εξ άλλου δεν την ξέρει, την ξέρει; Ούτε στο γάμο σου ήρθε.
-Περιμένω την κατάλληλη στιγμή, είναι βλέπεις και μουρντάρης, να τη βάλω στο στόμα του καρχαρία;
-Έλα ρε! η Μέλανυ είναι πανέξυπνη γυναίκα και σ αγαπάει ... θα τα καταφέρει. Κοίταξε να του μιλήσεις γλυκά..
-Πόσο γλυκά; Άνοιξε τα μάτια του.
-Να, έτσι, αφού ξέρεις τις γαλιφιές του.
Σηκώθηκε υποκριτικά με κινήσεις ηθοποιού.
-Πες ότι είμαι εγώ εσύ ...
-Είσαι εσύ εγώ;
-Πες είπαμε! και εσύ είσαι ο Ζερβικιακινίδης.
-Α, εντάξει, κατάλαβα, εγώ είμαι ο Ζερβικιανίδης..
-Μπράβο! Θα μπεις λοιπόν στο γραφείο με μελιστάλαχτο ύφος, αφεντικό θέλω να μου κάνεις μια χάρη: να πάρεις τη Μέλανυ για γραμματέα σου.
-Α, όχι δεν παίρνω τις γυναίκες των υπαλλήλων μου στη δουλειά μου! πετάχτηκε ο Πετράν προσποιούμενος τον Ζερβικιακινίδη.
-Ναι, αλλά αν δεν πάρεις και τη γυναίκα μου στη δουλειά σου θα φύγουμε για τη Γερμανία, δεν αντέχουμε τη φτώχεια αφεντικό. Έτσι θα του πεις κι αυτός που σε έχει ανάγκη επειδή είσαι ο καλύτερος λογιστής στην αγορά θα υποκύψει!
Ωστόσο κείνη τη μέρα είχε βγει για καφέ και η πανέμορφη Μέλανυ. Περπάτησε προς το Κολωνάκι ενώ οι άλλοι σφύριζαν στο πέρασμα της. Η Μέλανυ δεν έδινε σημασία είχε την αγάπη της για τον Πετράν και για ένα καινούργιο φόρεμα που ήθελε να της αγοράσει. Στάθηκε σε μια βιτρίνα  το λαχταρούσε και θυμήθηκε πως της είχε υποσχεθεί να της το πάρει.
Ναζιάρικα στριφογύρισε την τσάντα της και προχώρησε για το καφέ.
-Θέλεις να σου το πάρω εγώ; Την ρώτησε ένας περαστικός χοντρούλης.
-Ποιο καλέ; Του μπήκε πάνω από τη μούρη του γνωρίζοντας την τσαχπινιά της.
-Το αυτοκίνητο ...
-Σου ζήτησα εγώ αυτοκίνητο;
-Το φόρεμα;
-Άιντε ρε χοντρούλη να φας τη σούπα σου! χαχαχα! Γεια σου χοντρούλη!
Κάθισε στην πλατεία, παράγγειλε καφέ. Έβγαλε τα τσιγαράκια της, άπλωσε τα ποδαράκια της, ήρθε ο εσπρέσο.
Απέναντι της καθόταν στο άλλο τραπέζι ο Ζερβικιακινίδης απολαμβάνοντας την πάστα του παρέα με τον Μίλτον έναν άλλον επιχειρηματία συνομήλικο του που επίσης απολάμβανε ένα γλυκό κουταλιού.
-Θα την πάρω! Που να σκάσει ο διάολος! του επαναλάμβανε συνέχεια, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στην καινουργιοφερμένη Μέλανυ [κι συχνότερα ενοχλητικές].
-Αυτήν; Άνοιγε τα μάτια του ο Μίλτον, δείχνοντας την Μέλανυ.
-Όχι μωρέ! Την πολυκατοικία στη Μετσόβου, που έχεις το μυαλό σου για δουλειές μιλάμε! Συγνώμη δεσποινίς, χαμογέλασε στη Μέλανυ, πιάνοντας της το μάγουλο. Ο φίλος μου είναι λιγάκι αναιδής.
-Κάντε τη δουλειά σας! Φύσηξε στο πρόσωπο του τον καπνό της.
Ο Ζερβοκιακινίδης σκούπισε τα μάτια του, αναψοκοκκίνισε, έβγαλε ένα δάκρυ κι ένα γέλιο, σοβαρεύτηκε.
-Δεσποινίς ...
-Κυρία! Τον πρόλαβε γελώντας σατανικά, ξαναφυσώντας τον καπνό πάνω του.
-Τόσο το χειρότερο! Είστε αναιδέστατη! Προσέξτε που φυσάτε τον καπνό σας! Εδώ έχουμε δημοκρατία, δεν είναι ότι κι ότι!
-Πως είναι το ονοματάκι σας κύριε;
-Εμένα; Κοίταξε γύρω του.
-Εσένα, βλέπεις να μιλάω με κάποιον Βεζούβιο;
-Μίλτον λένε τον φίλο μου, δεν ξέρω κανέναν Βεζούβιο. Εμένα με λένε Ζερβοκιακινιδη!
-Εντάξει κύριε Κυανοζερβοκιακινίδη, φάτε το γλυκό σας!
-Ζερβοκιακινίδης! Πάστα τρώω, σε ενοχλεί;
-Πάστα τρώτε; Είπε η Μέλανυ ανασηκωμένη και πλησιάζοντας στο τραπέζι του.
-Ναι, πάστα με Σαντιγύ, σας πειράζει; Ρώτησε σοβαρός τρώγοντας μια κουταλιά ο Ζερβιακιανίδης. Εδώ έχουμε Δημοκρατία ...
-Ε, φάτε την όλη! Είπε η Μέλανυ  πετώντας το πιάτο με την πάστα στο πρόσωπο του. Κι αυτό για να μην ενοχλείτε τις παντρεμένες γυναίκες! Και αποχώρησε ενώ η πλατεία σειόταν από τα γέλια.
συνεχίζεται

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2019

ΠΟΛΎ ΚΑΛΌ ΓΙΑ ΝΑ ΕΊΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΌ






Ξύπνησε ένα πρωί, άνοιξε τα μάτια του, κοίταξε το ταβάνι και δεν ήξερε τι ακριβώς είχε συμβεί. Έξυσε το μάγουλο με αμηχανία, πάρ ότι ένιωθε πολύ όμορφα, σαν εκείνη την ομορφιά που νιώθουμε όταν γύρω μας όλα μοιάζουν ωραία και είναι, είπε και σκέφτηκε αυτό που είχε δει στον ύπνο του. Ήταν λέει, σε έναν κρυστάλλινο κόσμο, λαμπερό. Κανένας άλλος δεν ήταν εκεί, μόνον αυτός που έπινε ευτυχισμένος το ποτό του.
Τέλειωσε το ποτό χωρίς να λερώσει το αστραφτερό κουστούμι του. Ύστερα, κοίταξε το άδειο ποτήρι και χωρίς καμιά γκριμάτσα ν αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά του, το σπασε στοδάπεδο. Τα κομμάτια του σκόρπισαν γύρω, γέμισαν όλο τον κόσμο με υποψία.
Η Αριάννα περπατούσε σε έναν δρόμο γυμνή. Ήταν μεσημέρι. Κάποιο μεσημέρι που η χαρά ήταν αποτυπωμένη στα σύννεφα και ο κόσμος που περπατούσε κι αυτός δίπλα της δεν έμοιαζε να τον νοιάζει που αυτή ήταν γυμνή. Όλοι κοίταζαν τις δουλειές τους έτρεχαν να προλάβουν το λεωφορείο, κρατούσαν χαρτιά στα χέρια τους, οι δικηγόροι ξεχώριζαν πάντα μες το πλήθος εξ αιτίας της γραβάτας που φοράνε πάντα, όλα πάντα τα κάνουν αυτοί οι άνθρωποι, λες και είναι ταγμένοι στον πληθυντικό.
-Τι κάνετε Αριάννα; Ωραίο το φόρεμα σας!
Η Αριάννα κοίταξε τη γύμνια της, προσπάθησε να κρύψει τουλάχιστον τα άσχημα και τότε αντιλήφτηκε πως οι άλλοι την έβλεπαν ντυμένη!
-Σας αρέσει το χρώμα; ρώτησε για να βεβαιωθεί.
-Καταπληκτικό! Υπέροχο! Ταιριάζει με τα πράσινα μάτια σας, εξ άλλου αυτό το πράσινο το λατρεύει και ο Σην, ο αγαπητός μου φίλος και μέλλων σύζυγος σας.
-Ο Σην λατρεύει αυτό το χρώμα; Α, όχι αγαπητέ μου, τουναντίον είναι του κόκκινου. Είναι μια λεπτομέρεια που σας διαφεύγει. Το πράσινο αρέσει στον Αλέξιο.
-Ω! συγχωρέστε με κυρία! Το είχα ξεχάσει και τότε εσείς…
-Θέλετε να πείτε πως διάλεξα αυτό το χρώμα; Α, ναι, δεν κάνω πάντα ότι θέλουν οι άλλοι. Και ούτε θα τον παντρευτώ επειδή το θέλει ο πατέρας μου.
-Δε θα παντρευτείτε με τον Σην; άνοιξε τα μάτια του.
-Όχι φίλε μου. Θα παντρευτώ τον Αλέξιο.
Και τάχυνε το βήμα της να ξεφύγει από τη δαγκάνα του δικηγόρου. Άλλαξε λεωφόρο, έστριψε στη γωνία Πανεπιστημίου και Αμερικής, μπήκε κάπου να πιει τον καφε της. Κάθισε. Γυμνή. Γυμνή αλλά δεν την ένοιαζε αφού οι άλλοι την έβλεπαν ντυμένη. Παράγγειλε εσπρέσο, άναψε τσιγάρο, κοίταξε το κουρεμένο αιδοίο της, ωραίο ήταν, ένας από απέναντι το λαχταρούσε, φαινόταν στο κοίταγμα του, και πώς να μη το λαχταρούσε, έτσι που το είχε κατασκευάσει ένας θεός με ένα τσεκούρι, σκέφτηκε που τον είδε η Αριάννα και γέλασε ευχαριστημένη σαν το γάτο. Το γάτο που κάθεται πάνω στο δέντρο και χαίρεται που δεν τον φτάνει ο σκύλος.
Ο Σην κατηφόρισε στην ακρογιαλιά. Ήταν ένας ωραίος άντρας. Είχε ζηλευτά μάτια, ξάστερα. Ψηλός, ευθυτενής, διάβαινε σαν τον αετό που φτερούγισε δίπλα του, που ήρθε και κάθισε στο τεντωμένο  χέρι του που έδειχνε προς τη θάλασσα. Ο αετός, γύρισε δεξιά κι αριστερά το κεφάλι, ήρεμος, εξαίσιος έκανε τον Σην περήφανο που τον είχε φίλο.
-Όποιος παντρεύεται τον ένα χρόνο μετανιώνει τον άλλο. Μίλησε ο αετός.
Ο Σην τον κοίταξε παραξενεμένος. Μιλάνε τα πουλιά; Αναρωτήθηκε. Αλλά για ν ακούει τη φωνή του, σίγουρα θα μίλησε, τι διάολο τρελός δεν ήταν ούτε κουφός αλλά και συμφώνησε με αυτό που είπε. Είχε δει τους άλλους που είχαν παντρευτεί που ντρέπονταν να συστήσουν τη σύζυγο, που τους έπαιρνε εύκολα η κάτω βόλτα, κάτι καραφλοί  εξηντάρηδες που είχαν πάρει μερικές άσχημες εικοσάρες που δεν είχαν που την κεφαλήν κλίνε αλλά κι αυτοί δεν μπορούσαν αλλιώς έπρεπε κάποια γυναίκα να τους πλένει, να τους ταΐζει, να τους συντροφεύει στις εξόδους και ο αετός τον ξανακοίταξε, αυτή τη φορά δε μίλησε. Ο Σην κατηφόρησε κι άλλο, μπήκε μέσα στη θάλασσα, ο αετός έφυγε, πέταξε ψηλά στο γκρίζο του ουρανού. Αυτός τον παρακολούθησε μέχρι που έγινε μια κουκκίδα, ένα τίποτε, όλοι είμαστε ένα τίποτε, ένα μηδενικό, δυο μηδενικά και κοίτα, να, κοίτα υπάρχει η έλξη, ο μαγνητισμός, υπάρχει η Αριάννα που είχαν γίνει πολλές φορές ένα, λόγω του μαγνητισμού, λόγω της σάρκας.
-Με θέλεις, έτσι δεν είναι; άκουσε τη φωνή της και την είδε που ερχόταν από πέρα. Σαν κάτι να κρυβε. Μια υποψία ή μια απειλή.
-Λατρεύω το κόκκινο που φοράς, πεθαίνω για ότι κάνεις! Είσαι η πιο γλυκειά ύπαρξη, ότι ωραιότερο έφτιαξε η φύση..
-Ο θεός! στένεψε τα μάτια της. Είσαι ψεύτης! του πέταξε λίγη άμμο στα ζηλευτά του μάτια. Σε μένα λες πως με θέλεις και στον κόσμο πως δε θα με πάρεις ποτέ!
Ο Σην τυφλώθηκε, έχασε για λίγο το φως, οι κόκκοι απ τη βρεγμένη άμμο κόλλησαν γύρω από τα τσίνορα, μερικοί μπήκαν στο άσπρο κι άλλοι στη ίριδα. Πίσω απ την τυφλότητα, είδε την αφή να φτάνει, έπιασε τα φτερά του αετού που ξαναπέταξε πίσω και ήρθε κοντά του, όντας αυτός πεσμένος πια στα βράχια, η αφή αντικαθιστά την όραση στους τυφλούς, η πέτσα μεγαλώνει την ύπαρξη, η γλύκα του να βλέπεις χάνεται στο μαύρο, το μαύρο που γέρνει στη μοναξιά των ανθρώπων.
Ο Αλέξιος αποφάσισε κάποτε να σηκωθεί απ το κρεβάτι. Κύλησε δίπλα τα σεντόνια, πετάχτηκε πάνω γυμνός, ωραίος σαν τον Άδωνη ή τον Νάρκισσο. Η Αριάννα έστεκε παράμερα αναποφάσιστη, μπροστά στην πόρτα ή καλύτερα κοιτάζοντας από μέσα προς τα έξω, το έξω κόσμο αλλά βλέποντας και τον μέσα.
Ο Αλέξιος πήγε στο μπάνιο, έριξε νερό στο πρόσωπο, νίφτηκε, κοιτάχτηκε στον κεθρέφτη, είδε που ήταν υγιής κι ύστερα πρόσεξε τα συντρίμμια! Τα σπασμένα κρύσταλλα που είχαν απλωθεί παντού σχεδόν σε όλο το δάπεδο. Ώστε ήταν αλήθεια! Δεν ήταν όνειρο! Είχε πιει εκείνο το ποτό και είχε σπάσει μετά το ποτήρι. Βγήκε στο σαλόνι κίτρινος.
-Το ποτήρι έσπασε στ αλήθεια! είπε και η Αριάννα τον κοίταζε απορημένη.
-Ε, και; είπε κι αυτή.
-Δεν ξέρω, νόμιζα πως ήταν όνειρο, ήμουν σίγουρος πως το ονειρεύτηκα αλλά τα σπασμένα κρύσταλλα; Μήπως έσπασε άλλος το ποτήρι; Εσύ; Την κοίταξε με υποψία. Πες μου έσπασες εσύ το ποτήρι στο μπάνιο;
-Εγώ; Τον κοίταξε με φτωχή ειρωνεία. Τι λες; γιατί να σπάσω το ποτήρι στο μπάνιο σου;
-Δεν ξέρω, ποιος άλλος μπορούσε να σπάσει ένα ποτήρι στο μπάνιο μου; Φώναξε και η ηχώ αντιλάλησε με τη φωνή της Αριάννας.
-Δεν έσπασα εγώ το ποτήρι! [ακούγεται ένα ανατριχιαστικό σπάσιμο γυαλιών, μέχρι που ο ήχος τους σβήνει στη σιωπή.]
-Δε θέλω να παντρευτούμε, είπε σιγανά μέσα από τα δόντια του.
-Γιατί; επειδή έσπασε το γυαλί. Αυτό ήταν σπασμένο, συνέχισε τη λεπτή ειρωνεία τώρα.
-Δεν υπάρχει γιατί, καλύτερα να φύγεις.
Κι έφυγε.
Στην εκκλησία όλα ήταν λαμπρά. Κόσμος πολύς, καλεσμένοι, ωραία ρούχα, φανταχτερές τουαλέτες οι γυναίκες, κεριά και λιβάνια, δυο παπάδες κι ένας Δεσπότης ήταν εκεί για να ευλογήσουν το γάμο. Παντρευόταν η Αριάννα τον εκλεκτό της καρδιάς της.
Ο γαμπρός στεκόταν παράμερα με έναν αετό που ήρθε και κάθισε στον αγκώνα του.
-Δε με άκουσες! του είπε.
-Την αγαπώ! απάντησε ο Σην με τη αφή.
Τα μάτια του ήταν γεμάτα άμμο. Ήταν σαν ένα άγαλμα με κενά μάτια, αλήθεια γιατί οι γλύπτες τα φτιάχνουν έτσι κενά;
Δεν υπάρχει τίποτε πιο λυπημένο εκτός από τα δυο μάτια του αγαλμάτου
Η Αριάννα  γυμνή κυκλοφορούσε ανάμεσα πό τους καλεσμένους. Το κουρεμένο αιδοίο της ωραίο ήταν. Κανείς δεν το βλεπε κι όμως υπήρχε. Τι την ένοιαζε; Αφού οι άλλοι την έβλεπαν με το άσπρο νυχτικό και ο Σην με το δέρμα;
Δεν υπάρχει τίποτε πιο άσχημο.
ΤΕΛΟς



Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2019

Η ΔΟΛΟΦΟΝΊΑ ΤΟΥ ΛΌΡΚΑ




Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΛΟΡΚΑ



Ο Λόρκα δεν ήταν ένα μικρό παιδί, ήταν ολόκληρος άντρας δεκαοχτώ χρονών. Η Έλντα Φέργκιουσον είχε έρθει από τη Νότια  Καλιφόρνια του 1964. Ο Λόρκα υπολόγισε τα χρόνια που πέρασαν μέχρι το 2015 και τα βρήκε λειψά. Πάντα του έλλειπε ο χρόνος, ποτέ δεν τα προλάβαινε όλα. Ωστόσο το γράμμα το έλεγε ρητά: I living Sunday morning and I don t go buck.
Το βράδυ ήταν δυσκίνητο καθώς αργοπήγαινε το μαύρο γύρω από το πρόσωπο της. Ένα πρόσωπο λείο με φακίδες στα Αμερικάνικα μάγουλα της. Το λινό φόρεμα κάλυπτε ελάχιστα τα λιγνά πόδια της που έδειχναν την καταγωγή της. Το χρώμα με τα πουά αχνοπράσινα στο λευκό, οι υπερβολικά ψιλοτάκουνες μπότες, τίποτε δεν ήταν άσχετο πάνω σ αυτό το αρχέτυπο μοντέλο. Το γέλιο της ίδιο με την απέραντη έρημο της Καλιφόρνια όπου είχε γεννηθεί πριν από δεκαοχτώ χρόνια. Τόσο ήταν τώρα η Έλντα Φέργκιουσον απόγονος της βαθύπλουτης οικογένειας από τους περασμένους αιώνες, από τρίτες γενεές που λέμε όταν θέλουμε να δείξουμε πως κάποιος δεν είναι νεόπλουτος, άρα βλάχος. Άρα αμόρφωτος, χωριάτης.
Η βραδιά κυλούσε ανόητα κι αν δεν ήταν ο Λόρκα που όλο την κοίταζε σχεδόν αποσβολωμένος πίνοντας μια μαύρη βότκα του προπερασμένου αιώνα, θα είχε φύγει. Βέβαια κάτι της έλεγε αυτό το χαμόγελο αλλά δεν ήξερε ούτε τα όνομα του. Ποιος να ήταν αυτός;  είχε σημασία τα όνομα του; είχε σημασία αν περνούσε ένα από τα τελευταία βράδια της στην Ελλάδα με έναν ακόμα εραστή; Η Έλντα δεν ήταν αγνή ούτε είχε φορέσει ποτέ ζώνη αγνότητας-αλήθεια φορούσαν κάποτε οι γυναίκες τέτοιο πράγμα;
Γέλασε που το σκέφτηκε αν και θα προτιμούσε κάποια φορά να το δοκιμάσει! Έριξε ένα ακόμα περίτεχνο χαμόγελο στον Λόρκα που έλιωνε στον ιδρώτα. Φαινόταν και ήταν άμαθος, αμούστακος γαρ ακόμα στο παιχνίδι αυτό και πόσο μάλλον της ακολασίας που λαμπύριζε στα γαλάζια μάτια της.
Ύστερα όμως το πρόσωπο της γινόταν άδειο, δεν μπορούσες να γράψεις κάτι πάνω της. Άφηνε την ελεύθερη έκφραση παρθένας να κυλιέται στο πάτωμα, άφηνε τα χείλη να σαλεύουν σε ρυθμούς αλλά και στο πρόσωπο του άλλου το θράσος σαν δώρο της φύσης έμοιαζε να κυριαρχεί πάνω στη ζωώδη φύση του μεγαλύτερου ελιξίριου πάνω στην ανθρώπινη μοίρα που ήταν το ερωτικό συνένωμα.
Βρωμοιστορία. Όμως έπρεπε. Έπρεπε ή να φύγει τώρα γιατί και των άλλων τα μάτια, γύρω του λαμπύριζαν ίδια κι ακόμα χειρότερα από τα δικά του. Αντί αυτού πήγε κοντά της και την ακούμπησε ελαφρά στο αφράτο χέρι της. Η Έλντα ανατρίχιασε όπως συμβαίνει αυτές τις ώρες και τις στιγμές. Γύρισε χώνοντας τα μάτια της στα δικά του, είδε την επανάσταση γεμάτη οίκτο, αν και δεν την ενοχλούσε καθόλου αυτό. Εκείνο το αγόρι όφειλε να είναι επαναστάτης, αυτή όχι. Απόγονος των Φέργκιουσον έπρεπε να βλέπει τον κόσμο από υψηλά με κάποια υπεροψία που την είχε.
Την είχε; Αναρωτήθηκε και ο Λόρκα προσπαθώντας να δει τον βολβό του ματιού της, πίσω από τον φράχτη των τσίνορων, ανάμεσα από ένα υγρό μήτρας που κύλισε σαν ποταμός κι αργά ανέβαινε από τα πόδια στο στήθος της που φούσκωνε όπως της Μέριλιν Μονρόε στους καταρράκτες του Νιαγάρα.
Δε μίλησαν στην αρχή, ούτε κι αργότερα μιλούσαν πολύ. Απλά γλιστρούσαν ο ένας μέσα στον άλλον γεμάτοι οίκτο για όσα συνέβαιναν. Γιατί οίκτο; Αναρωτήθηκε ο Λόρκα. Γιατί ο οίκτος είναι συναίσθημα ανωτέρων όντων επιβεβαίωσε η Έλντα κάνοντας τη νεανική κόμη της να τρέμει.
-Πάμε στο σκοτάδι; Της ψιθύρισε όταν τα πράγματα φαίνονταν πως δυσκόλευαν.
-Πάμε! φώναξε δυνατά αυτή και οι άλλοι απόρεσαν.
Βγήκαν σαν σκιές και χάθηκαν στο σκοτάδι. Κανείς δεν τους ακολούθησε κι όμως όλοι ήξεραν τι έκαναν όλη τη νύχτα. Δεν είναι παράξενο που μας αρέσουν οι ακολασίες και των άλλων; Αγόρι μου καλά έκανες και με πήρες μαζί σου. Καλά έκανες και ήρθες απόψε μαζί μου. Έχεις ακόμα μια ώρα ζωής, μπορεί να ναι η τελευταία σου.
Ο Λόρκα δεν πίστευε σε τόση ευτυχία. Ή δεν πίστευε ποτέ σε τέτοιες ευτυχίες και δεν του άρεσαν οι μαντεύοντες τα μέλλοντα. Ήταν πιο πραγματιστής αλλά γιατί του είπε πως είχε ακόμα μια ώρα ζωής; Αυτός ήταν μόνο δεκαοχτώ χρονών ...
Η Έλντα Φέργκιουσον προσευχήθηκε γυμνή πλάι στο χαϊδευτικό χέρι του Λόρκα. Ύστερα σηκώθηκε και χόρεψε στο σκοτάδι αν και αυτός ήθελε το φως εκείνη το αρνήθηκε, δεν έχω ωραίο σώμα, του δικαιολογήθηκε κι αυτός απόρεσε με την υποχόνδρια σκέψη της. Αυτή δεν είχε ωραίο σώμα; Τότε ποιος είχε; Στο μυαλό του όμως κυριάρχησαν και οι φιγούρες των άλλων. Ήταν απειλητικές μάσκες αλλά ο Λόρκα δε φοβόταν όσοι κι αν έρχονταν αρκεί να υπερασπιζόταν την ΄Ελντα κι αυτή εκείνον.
-Μπορώ να πεθάνω για σένα, της είπε.
-Δε χρειάζεται να πεθάνεις! Να ζήσεις πρέπει! φώναξε αυτή.
Το τελευταίο βράδυ του Καλοκαιριού περνούσε  ανάμεσα από την παλάμη της σαν ένα φύλλο. Πράσινο φύλλο γεμάτο ζωή και φόρεσε το μεσοφόρι της. Τα μαλλιά ριγμένα στην πλάτη και σηκώθηκε κι αυτός ολόγυμνος. Η Έλντα τον θαύμασε. Που ήταν γυμνός και δε ντρεπόταν. Ούτε αυτός ούτε εκείνη που τον έβλεπε.
Ύστερα αφού ντύθηκαν πιασμένοι χέρι-χέρι βρέθηκαν στο υπόγειο. Μακριοί διάδρομοι, άσπροι σοβάδες, χάμω το μωσαϊκό, ατέλειωτοι δρόμοι. Στο βάθος εκείνοι οι άνθρωποι με τις απειλητικές μάσκες για πρόσωπα, ένας-δυο, τρεις εμφανίστηκαν από το πουθενά. Κανείς δεν εμφανίζεται από το πουθενά. Κάπου πρέπει να υπάρχεις για εμφανιστείς μετά από τον οίκτο. Μην κοιμάστε! Καμιά πόρτα δεν άνοιξε αν και υπήρχαν πολλές όπου έμεναν διάφοροι άνθρωποι, να κοιτάξουν να δουν αν υπάρχει ένα ακόμα δράμα έξω από την πόρτα τους. Ο καθένας έχει ένα διαφορετικό τρόπο ν αντιμετωπίζει τη ζωή. Τη ζωή και τον θάνατο. Μπορεί όμως να ήταν μόνο η ζωή, γιατί δεν υποψιάζεσαι στα δεκαοχτώ σου να πεθάνεις.
Μια συγχορδία ύποπτης μουσικής που ξετίναξε ο χορδιστής, μερικές λέξεις που ξέφυγαν του ομιλητή, ένα όνειρο και οι πιο χαμηλές νότες, ακούστηκαν θλιβερές. Από κάπου έσταζε νερό στην πλάτη της Έλντας που γύρισε να τον κοιτάξει δίχως απορία. Δίχως έλεος. Το νερό κύλισε και στων άλλων τα πρόσωπα. Νερό μαύρο, κατάμαυρο λες και δεν ήταν νερό. Ο πρώτος από τους άλλους έφτασε κοντά στο πρόσωπο του Λόρκα. Δε φαινόταν να κρατάει τίποτε ή το είχε κρυμμένο. Οι άλλοι πίσω φώναξαν κάτι σαν ένοχος, αυτός ούτε που συλλογίστηκε πως το είπαν γι αυτόν. Εξ άλλου ούτε η Έλντα ούρλιαξε. Θα έπρεπε να υπάρχει μια υπαιτιότητα για να συμβούν αυτά και να δικαιολογήσουν την πράξη έλα όμως που οι πράξεις των ανθρώπων δεν αιτιολογούνται πάντα.! Ανάμεσα από εκτυφλωτικό φως και σκοτάδι, πηχτό αίμα και ανοησία έχασε το δικό του φως.
Έφερε στα δάχτυλα του το κιτρινισμένο απ τον καιρό χαρτί. Ψαχούλεψε το μέσα του κι άκουσε την Έλντα να διαβάζει τα γραφόμενα της: IlivingSundaymorningandI'ldontgobuck. HowCanyou lovemi. Ο Λόρκα υπολόγισε μετά από πενήντα ένα χρόνια τον οίκτο. Τον οίκτο και μια απορία γιατί τον ρωτούσε πως μπόρεσε και την αγάπησε αφού εκείνη θα έφευγε.Τον οίκτο και το σκοτάδι που τον έπνιξε από εκείνο το βράδυ που για χάρη της Έλντα Φέργκιουσον έχασε τα μάτια του. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε τον οίκτο κουκουλωμένος μέχρι πάνω τον χαλκό, γνωρίζοντας ότι ποτέ δεν την ξαναείδε, φάτσα με τον παράξενο θαυματοποιό, συντροφιά με το αιώνιο σκοτάδι, συντροφιά με τις απαίσιες μάσκες των προσώπων στον μακρινό διάδρομο της λήθης.
ΤΕΛΟς


συνέντευξη ΕΛ ΜΩΡΑΙΤΗ

  1} Πότε ξεκίνησες να γράφεις βιβλία & ποιες είναι οι πηγές εμπνεύσεως σου -για το κάθε θέμα ή τίτλο βιβλίου σου? Ξεκίνησα να γράφω από...