Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2020

ΟΙ ΤΑΞΙΘΈΤΕς




0 Πετράν  είχε γυρίσει από νωρίς στο σπίτι, μπήκε στο σαλόνι, βραδάκι ήταν, έψαξε για τη Μέλανυ στην κουζίνα, στην τουαλέτα, παντού, η Μέλανυ πουθενά, έτσι λίγο απεγνωσμένος πήρε το μπουκάλι με το ουίσκι να πιει ένα ποτό και να την περιμένει. Έβαλε ποτό παγάκια, ήπιε ένα-δυο-τρία πέρναγε η ώρα. Στο τρίτο ποτό άνοιξε το ραδιόφωνο ν ακούσει μουσική, έφτιαξε κάπως το κέφι του κι όταν είχε πιει όλο σχεδόν το μπουκάλι και αφού η Μέλανυ αργούσε ακόμη, πήγε στην κρεβατοκάμαρα να ξαπλώσει και να την περιμένει.
Η Μέλανυ άνοιξε την πόρτα αργοπορημένη και μπαίνοντας στο σαλόνι, βλέποντας το άδειο μπουκάλι και το μισογεμάτο ποτήρι κατάχαμα στο δάπεδο έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα. Κοίταξε από δω κοίταξε από κει, πουθενά ο Πετράν.
-Πετράν! Φώναξε. Που είσαι αγάπη μου;
Τίποτε. Ησυχία.
-Πετράν άσε τα κόλπα! που πήγες αγάπη μου; κι ανασήκωσε τις κουβέρτες να δει κάτω απ το κρεβάτι όπου ο Πετράν κοιμόταν του καλού καιρού.
-Έλα έξω ρε!
Ο Πετραν αργοκουνήθηκε, μισοξύπνησε.
-Άσε με, κοιμάμαι, πέσε κι εσύ, μουρμούρισε.
-Που να πέσω;
-Εδώ στο κρεβάτι, δίπλα μου.
-Το κρεβάτι είναι εκεί;
-Γιατί; έφυγε το κρεβάτι;
-Έλα έξω ρε! και προσπάθησε να τον σύρει τραβώντας τον απ το χέρι.
-Άσε με εδώ καλά είμαι, γιατί θέλεις να ξεβολέψεις έναν άνθρωπο; Και ξαναχώθηκε πάλι πίσω.
Η Μέλανυ φρύαξε αλλά αμέσως άλλαξε διάθεση. Άστον κα κοιμηθεί εκεί, σκέφτηκε. Έβαλε το κομπινεζόν της, κοίταξε το αραχνοΰφαντο σώμα της στον καθρέφτη και την έπεσε μ ένα πήδημα στην άπλα της κρεβατοκάμαρας.
Το πρωί όταν ξύπνησαν ο Πετραν είχε βρεθεί στην αγκαλιά της κι η Μέλανυ τον κοίταζε περίεργα. Ο Πετράν δε θυμόταν τίποτα.
-Μ αγαπάς; Την αγκάλιασε κι αυτή εκείνον.
-Σε λατρεύω μωρό μου! είσαι ο καλύτερος σύζυγος του κόσμου και τον φίλησε.
-Τι ώρα είναι; πετάχτηκε ο Πετράν.
-Μην κάνεις έτσι προλαβαίνουμε να πιούμε καφέ, μέχρι να φύγεις για τη δουλειά, θα τον φτιάξεις εσύ μωρό μου;
-Αφού ξέρεις δε βαριέμαι να φτιάχνω τον καφέ μας ... έκανε και σηκώθηκε.
-Το ξέρω, γέλασε και σηκώθηκε κι αυτή να πάει στην τουαλέτα να φρεσκαριστεί.
Ο Πετράν πήγε στην κουζίνα να φτιάξει τους καφέδες.
-Δε βαριέμαι, που λες να φτιάχνω τον καφέ, βαριέμαι ν ανάβω το γκαζάκι.
-Ε, σιγά το γκαζάκι! Απαντούσε απ την τουαλέτα.
-Μετά βαριέμαι ν ανοίξω τα καφεκούτια!
-Ε, σιγά τα καφεκούτια, έχουμε τα καλύτερα!
-Να μετρήσω το νερό στο τζιβέ και τις κουταλιές της ζάχαρης και του καφέ.
-Ε, σιγά τις κουταλιές! Δυο καφέ ενάμισι ζάχαρη. Μη σου πέσει παραπάνω κακομοίρη μου!
Ο Πετράν μετρούσε τις κουταλιές, ύστερα ανακάτωνε το μείγμα και περίμενε πάνω απ το γκαζάκι να φουσκώσει το καϊμάκι.
-Όχι δε βαριέμαι να φτιάχνω τον καφέ, βαριέμαι να περιμένω τη στιγμή που θα φουσκώσει και να τον βγάλω στο τσακ! Φοβάμαι μη δεν το προλάβω και καεί.. κατάλαβες;
- Κατάλαβα μωρό μου! είπε η Μέλανυ ερχόμενη φρέσκια στην κουζίνα, ενώ αυτός γέμιζε στο τσακ τα φλιτζάνια.
-Ίδρωσες;
-Ε, τι εύκολο είναι να φτιάξεις δυο καφέδες! Σκούπισε τον ιδρώτα που έλουζε το μέτωπο του.
Ύστερα σέρβιρε τους καφέδες στο σαλόνι με ένα μπισκοτάκι στον καθένα.
Κάθισαν ν απολαύσουν τον καφέ τους μη μιλώντας για λίγο.
-Ξέρεις τσακώθηκα με έναν καραγκιόζη χτες στο Κολωνάκι, είπε ρουφώντας μια γουλιά κι ο Πετράν τσουρουφλίστηκε με το τσιγάρο του.
-Ποιος ήταν αυτός ο κακομοίρης;
-Καλά το είπες: κακομοίρης! Δεν έχει σημασία, άστο, το ξέχασα αλλά αν το ξαναπετύχω θα του βγάλω τα μαλλιά τρίχα-τρίχα!
-Είχε μαλλιά;
-Μπα, φαλακρός ήταν!
Ο Πετράν την κοίταξε όπως την κοίταξε με ανοιχτό το στόμα. Η Μέλανυ του το κλεισε.
-Πάω να φύγω εγώ τώρα, πάω στη δουλειά.
-Ωραία! μη ξεχάσεις να μιλήσεις στ αφεντικό σου για να με πάρει για γραμματέα του, εντάξει;
-Όχι, θα του το πω, έκανε σφίγγοντας τη γραβάτα του.
-Να του το πεις οπωσδήποτε! Ξέρεις πόσο θέλω να δουλέψω.

Συνεχίζεται


ΑΓΑΠΕΣ

    Κανένας άλλος μηδέ από την τέχνη δε με αγάπησε όσο εσύ αλλά αυτή ποτέ δε με ξέχασε είναι λυπηρό να σε ξεχνούν οι άνθρωποι, πέφτεις στο ...