Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

Ο ΓΡΥΛΛΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ






ΜΙΑ ΝΟΥΒΕΛΑ ΓΙΑ ΜΙΚΡΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΑ ΠΑΙΔΙΑ.

ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΦΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1984 ΓΛΥΦΑΔΑ

ΜΑΤΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΣΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ

Ας γράψουμε μια φανταστική ιστορία για γρύλους.
Τι κάνει όμως μια ιστορία φανταστική; Ρώτησε
  Άλλωστε ποιος τους ξέρει τους γρύλους.
Κανένας δεν τους ξέρει τους γρύλους. Ακόμα κι αυτός ο βραδινός ήχος μέσα στους θάμνους, μοιάζει να βγαίνει από τους θάμνους. Θέλω να πω, πως δεν ξέρεις από πού έρχεται αυτός ο ήχος. Από το πουθενά.
Κανένας δεν τους ξέρει λοιπόν τους γρύλους. Πολλοί μάλιστα,  τους γράφουν γλύρους, ή τους φωνάζουν λγύρους. Ούτε κι εγώ τους ξέρω καλά και ούτε θυμάμαι αν έχουν τέσσερα ή δυο πόδια ή αν έχουν πόδια κι αν σκέφτονται ποτέ.
«Το παν είναι να σκέψη» είπε και δεν ήξερε αν κάνουν έρωτα κι αν υπάρχουν τέλος πάντων αυτοί οι γρύλοι.
Ο γρύλος Γιάννης, όμως, τους ήξερε καλά τους γρύλους. Ήταν το σινάφι του
«Το παν είναι να ξέρεις, είπε κι αποκοιμήθηκε έναν αιώνα.
Οι γρύλοι, λοιπόν, λένε πως μοιάζουν με τα τριζόνια. Δεν σκέφτονται καθόλου, δεν ξέρουν τίποτε κι όλο τριζωνίζουν ή γρυλίζουν. Γνωρίζετε κι εσείς άλλωστε, πως όλα τα καλοκαιρινά βράδια, λίγο πριν μεσονυχτίσει και σωπάσουν οι χαρές, οι γρύλοι, λένε πάντα εκείνο το μονότονο τραγούδι και κρύβονται.
«Το παν είναι να ξέρεις να κρύβεσαι» είπε και μετάνιωσε.

 Όλα τα πράγματα θαρρείς πως είχαν την αρχή τους. Άξια για τον κόπο του τέλους και της βιασύνης.
Τον τρόπο να γνωρίσει όλα τα πράγματα, πριν πεθάνει, μελετούσε ο γρύλος Γιάννης. Γι’ αυτό μιλούσε για το τέλος αλλά δεν τον βόλευε η βιασύνη. Ήθελε όλα να γίνονται αργά. Πολύ αργά, σχεδόν βασανιστικά.
Ο πατέρας του ο γρύλος Νικόλαος του Νικολάου, είχε κι αυτός περίπου τις ίδιες απόψεις και ήταν μαραγκός. Μάλλον άσχετος με τα σανίδια και τα σκεπάρνια αλλά όλο και κάτι κατάφερνε να φτιάχνει.
«Τι φτιάχνεις;» τον ρώτησε μια μέρα που τον βρήκε να μαστορεύει ο μικρός τότε γρύλος Γιάννης.
«Μια σανίδα σωτηρίας» του απάντησε.
Ο γρύλος Γιάννης δεν το κατάλαβε και σιώπησε για έναν αιώνα και τρεις μέρες.
Ο πατέρας του συνέχιζε να φτιάχνει βαρέλια. Βαρέλια για κρασί και κουβέντες. Έφτιαχνε ατέλειωτες κουβέντες. Τις έβαζε στη σειρά κι έφτανε μέχρι πέρα στους λόφους. Αυτό το είχε κληρονομήσει δίκαια και ο γιος του. Έτσι, πολλές φορές, τους έπιανε το ξημέρωμα στην παραλία να περπατάνε κουβεντιάζοντας. Μπροστά πήγαινε ο πατέρας, με μια φουσκωτή σακούλα στον ώμο, γεμάτη χιλιάδες μικροπράγματα, μικροεργαλεία, και πίσω ακολουθούσε ο γιος. Μιλούσε ο πατέρας κι επαναλάμβανε ο γιος.
Τι έλεγαν;
Ούτε κι αυτοί ήξεραν. Πάντως, μιλούσαν δυνατά, ασταμάτητα, ακατάληπτα, νοητά:
«Ή έβρεχε ο θεός την ημέρα που γεννήθηκε ο κόσμος, μασουλώντας το αιώνιο βότσαλο της άμμου ή το παράθυρο άνοιξε ξαφνικά και αναπάντεχα. Η μέρα είχε σκοτάδι και το σκοτάδι φως που είχε χαθεί από προσώπου Αβραάμ από προσώπου θείου και ιερού την ώρα που εποίησε την εικόνα του ο μεγαλοδύναμος. Τα λόγια είχαν χαθεί και τα ζώα, με τα μαλλιά όρθια, μελετούσαν τα βήματα του Ιησού, στην έρημο, όταν τα δικά τους είχαν λιγοστέψει..»
Ο λόγος τους ήταν άναρθρος και άναρχος. Τις περισσότερες φορές απαισιόδοξος. Τόσο που, όσοι μεγάλωναν εκεί δίπλα τους, δύσκολα άντεχαν τόση απελπισία και μοναξιά. «Ήταν σαν μια μικρή σχισμή μεταξύ ραχοκοκαλιάς και συνείδησης» είχε πει κάποτε ο γρύλος Γιάννης που, πρέπει να ομολογήσουμε, πως αυτός, δεν την γούσταρε και τόσο πολύ την απαισιοδοξία.
Αυτός ήθελε να γίνει ένας χαρούμενος γρύλος.
Πέθανε όμως κάποτε ο γρύλος Νικόλαος του Νικολάου, ο πατέρας του γρύλου Γιάννη  κι έτσι έμεινε αυτός ο μοναδικός μαραγκός στην παραλία.
Ο Γρύλος Γιάννης καταγόταν από  αρχοντικό σόι που τώρα όμως είχε ξεπέσει καθώς, σαν τελευταίος απόγονος των γρύλων, παρουσίασε σημάδια αυτοεξόντωσης και καταστροφής όλων, όσων οι προηγούμενοι γρύλοι με μεγάλο κόπο είχαν δημιουργήσει.
Ο πατέρας του, ο γρύλος Νικόλαος του Νικολάου και η μητέρα του, η Ρεβέκκα των αετών, είχαν απατηθεί, πιστεύοντας πως όταν τον γέννησαν ότι είχαν πραγματοποιήσει το μεγαλύτερο όνειρο τους. Επειδή είχαν κουραστεί πολλά χρόνια στο κρεβάτι, μάλλον από μια σχετική ανικανότητα που βάραινε κληρονομικά την Ρεβέκκα  των αετών την νεώτερη. Το μεγάλο κακό άρχισε όταν ο γρύλος Γιάννης, τριών ή τεσσάρων χρόνων τράβηξε για πρώτη φορά το αυτί του παπά της ενορίας των αυτοεξόριστων. Ο κόσμος δεν του το συγχώρησε ποτέ αυτό κι αρνήθηκε να εντάξει τον μικρό στον οίκο των αυτοεξόριστων.
Δεν τον πείραξε όμως αυτό γιατί ήταν ένας έξυπνος γρύλος. Προτού μεγαλώσει το σκεφτόταν πολλές φορές και το πίστευε ακράδαντα. Δεν χωρούσε καμιά αμφιβολία πως ήταν έξυπνος, αφού πάντα έβαζε τους άλλους να του πλύνουν τα πόδια, να του βάφουν τα παπούτσια, να του κόβουν τα νύχια και να του σιδερώνουν τα πουκάμισα, γιατί δεν υπήρχε μεγαλύτερο βάσανο από αυτό. Μην του έλεγες να σιδερώσει, μπορούσε να κάνει δέκα μέρες να φάει. Τέτοια αποστροφή είχε. Ήθελε να πει μ’ αυτό πως δεν τα καταφέρνουμε όλοι σε όλα τα πράγματα και μάλλον είχε δίκιο. Εξ άλλου, είπαμε, πως ήταν ο τελευταίος γρύλος και φυσικά είχε κληρονομήσει όλη την ευφυΐα και την ομορφιά του σιναφιού. Γι αυτό το τελευταίο παινευόταν περισσότερο, για την ομορφιά του. Ήταν ωραίος στον  καθρέφτη του ποταμού, όταν έσκυβε να πιει νερό, παιχνίδιζε πανέμορφα τα μάτια του που είχαν το χρώμα της βροχής. Του άρεσε να κοιτάζεται, καθόταν ώρες πολλές να βλέπει τον εαυτό του κι έτσι όταν τον σύγκρινε με τους άλλους, έβλεπε πως είχε δίκιο. Αυτός ήταν ο πιο ο ωραίος γρύλος. Δεν ήξερε όμως αν υπάρχουν ωραίοι και για ποιο λόγο γινόταν άλλοι ωραίοι κι άλλοι άσχημοι. Αυτό, παρέμενε μια αμφιβολία από τις πολλές που δεν έλυσε ποτέ του. Και μια άλλη απ’ αυτές, ήταν που δεν γνώριζε τι ήταν η αξία. Τι άξιζε περισσότερο μια οκά φασόλια ή μια ουγκιά χρυσάφι. Αργότερα, μεγαλώνοντας αμφισβήτησε όλες τις αξίες. Έκανε πολλά που θεωρήθηκαν ανόητα από τους άλλους και τα ίδια αυτά τα πράγματα τον ανάγκασαν να γίνει στο τέλος της ζωής του έρημος και μόνος μαραγκός στην παραλία.
Τα περισσότερα βράδια κοιμόταν μεθυσμένος στην παράγκα του που βρωμούσε από χρόνια ποδαρίλα. Αυτό δεν ήταν κληρονομικό των γρύλων αλλά το είχε δημιουργήσει ο ίδιος επειδή δεν πλενόταν ούτε ξυριζόταν ποτέ. «Τα γένια και τα ποδάρια μοιάζουν με την αλήθεια της ζωής των ανθρώπων που γεννήθηκαν πριν την φιλία» έλεγε σαρκάζοντας. Πριν την φιλία ήταν πολλά άλλα πράγματα κι ο γρύλος Γιάννης που δεν είχε ζήσει αυτή την εποχή αλλά την φανταζόταν πίστευε πως τελικά χωρίς φίλους δεν είναι ωραία η ζωή. Έτσι προσπαθούσε τώρα να αποκτήσει φίλους. Τα δέντρα, τα ζώα, τις πέτρες. Κι όλο έψαχνε. « Όποιος ψάχνει κάτι βρίσκει» έλεγε και περπατούσε συνέχεια στην παραλία, μέρα νύχτα.
Οι περιπλανήσεις του ήταν μικρές και σύντομες. Δεν ξεμάκραιναν από εκατό εκατοστά σ΄αυτή την παραλία του Νότου. Την παραλία που είχε δυο κομμάτια βράχους, ύψους τριών εκατοστών, δυο δέντρα, λίγο ψηλότερα και άμμο. Πολύ άμμο που κάποτε θέλησε να μετρήσει τους κόκκους της αλλά μετά από προσπάθεια δεκαπέντε και πλέον χρόνων, παραδέχτηκε πως όλα τα πράγματα στη ζωή παραμένουν αμέτρητα.
ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...