Όλοι
οι ζωγράφοι προσπαθούν απεγνωσμένα να διαμορφώσουν ένα στιλ
αναγνωρίσιμο, που θα τους κάνει διάσημους και μου το λένε και εμένα που
ποτέ δεν έκανα ανάλογες προσπάθειες και σκέψεις, επειδή δεν ανήκω σε
καμιά σχολή, αυτό πιθανώς να έγκειται στο ότι δεν πήγα στην καλών τεχνών
ή άλλη σχολή αλλά τόσα χρόνια μελετώντας ιστορία τέχνης, μόνος μου, δεν
ένιωσα τέτοια ανάγκη, πειραματιζόμενος σχεδόν σε όλους τους -ισμους
ξεκινώντας από την κλασική ζωγραφική και φτάνοντας μέχρι την μοντέρνα
και μεταμοντέρνα τέχνη, αν και σταμάτησα πολύ σκληρά στον Πικάσο,
πολλοί νομίζουν πως ο Πικάσο είναι αναγνωρίσιμος χωρίς να λαμβάνουν υπ
όψιν τους πως αν τους δείξουν έναν πίνακα του Ζουαν Γκρι χωρίς υπογραφή
θα αναφωνήσουν, ναι αυτός είναι Πικάσο, πόσο μάλλον του Ζορζ Μπρακ, τον
οποίον κατάκλεψε, εκτός φυσικά από τα διάσημα και πασίγνωστα έργα που
έχουν κατακλείσει τη μνήμη και την εικόνα μας, αλλά ας ξαναγυρίσω στο τι
είναι αυτό που κάνει το στιλ, τι είναι αυτό που διαμόρφωσε ο Σαγκαλ και
τον κάνει να ξεχωρίζει, αν και πρότερα οι ιμπρεσιονιστές μοιάζουν όλοι
κατά κύματα από τον Σεζαν, πρόδρομος του κυβισμού λένε γι αυτόν, τον
Ρενουάρ, τον Ντεγκά, που η ζωγραφική τους ήταν πιο κατανοητή, πιο
φαγώσιμη, όπως τα νούφαρα του Κλοντ Μονέ κι ακόμα αυτός ο Μοντιλιάνι που
όντως είναι ένα στιλ, ξέρετε γιατί; επειδή δεν πρόλαβε να μεγαλώσει και
να βαρεθεί αυτά που έφτιαχνε και κάποτε θα επιζητούσε κάτι άλλο, γιατί η
ζωγραφική είναι αναζήτηση, είναι ψαχούλεμα και προσπάθεια εξήγησης του
κόσμου μας και άρα, μπορείς να ζωγραφίζεις με όποιον τρόπο σου αρέσει
ανά εποχή ή επιταγή πελατείας, όπως ο Έντουαρτ Χόπερ ή ο Τζάκσον Πόλοκ
και οι εξπρεσιονιστές με επικεφαλής τον Ρόθκο που έφτασε στο σημείο να
μειώνει την τέχνη της ζωγραφικής με τα απλά τελάρα τριών χρωμάτων
φτιάχνοντας το μεγάλο άσπρο και από τους Έλληνες να πούμε πως ο Φασιανός
κόλλησε σ αυτές τις φιγούρες, ο Τσαρούχης σε γόνιμο ιμπρεσιονισμό, ο
Εγγονόπουλος κοντά σε ένα στιλ αλά Ντε Κίρικο, ο Ρόρρης από τους πιο
σύγχρονους στο γυμνό πασαλειμμένο με πούδρες σε χαμηλά υπόγεια, κάποιος
Παυλόπουλος με κολλάζ και ένα σύνολο ακαταλαβίστικο μεταξύ Μιρό και
Κλέε, μεγάλοι ζωγράφοι όλοι, δε λέω, να μην ξεχάσω τον Μπουζιάνη, που
έμεινε πιστός στον προεξπρεσιονισμό, για να δείτε πως δε θα βγάλουμε
άκρη προσπαθώντας να κατατάξουμε τους ζωγράφους ανά γενιά και χρονικές
περιόδους που αναγκαστικά η τέχνη συμμορφώνεται σύμφωνα με την εξέλιξη
του ανθρώπου, γιατί, όντως σήμερα δεν μπορούμε να φτιάχνουμε τοπιάκια
και προβατάκια αλλά ηλεκτρονικούς υπολογιστές και ρομπότ, επειδή αυτό
απαιτεί η σύγχρονη πελατεία επειδή η ζωή του ζωγράφου είναι δεμένη με
την αγορά, πράγμα που σημαίνει τι ζητούν οι συλλέκτες και οι ιμπρεσάριοι
για να προωθήσουν κάποιον καλλιτέχνη, ορίζοντας τι πρέπει να ζωγραφίζει
για να πουλήσει επειδή, φυσικά μέσω αυτού θα γίνει γνωστός και άρα
αναγνωρίσιμος και άρα έτσι θα έχει να φάει, να πιει, ν αγοράζει τα υλικά
του και αν είναι ένα πράγμα που θέλω να τονίσω, είναι πως όλοι οι
ζωγράφοι είναι αντιγραφείς των προηγούμενων, δεν φτιάχνουν κάτι
καινούργιο, απλά επιδιορθώνουν το παλιό, το σπρώχνουν αργότερα λίγο
παραπέρα και όσοι μιλούν για πρωτοπορίες είναι βαθιά νυχτωμένοι ή δεν
έχουν διαβάσει και κατανοήσει σωστά ιστορία τέχνης από τον Απελλή μέχρι
τον Μαρξ Ερνστ και τον Όττο Ντιξ, τα ονόματα που λέω μου έρχονται σαν
απόρροια αυτών που έχω μελετήσει και δεν έχουν αναγκαστικά κάποια
αξιολόγηση, ούτε επαίρομαι σαν κάποιους Κεσανλήδες ή άλλους σύγχρονους
ακαδημαϊκούς μας, ξιπασμένους ή ξεπεσμένους που θέλουν κάποιοι να τους
παρουσιάσουν το λιγότερο κάτι μεταξύ Ντα Βίντσι και Μπερνίνι που, ούτως ή
άλλως υπήρξαν ιδιοφυΐες και το τι σημαίνει αυτό δεν είναι εξηγήσιμο το
ταλέντο και πόσο βοηθήθηκε αυτό για να μεγαλουργήσει από αστάθμητους
παράγοντες, ανάλογους χαρακτήρες, όρα Καραβάτζιο ή Νταλί ή αυτόν τον
απίθανο Γκόγια και τον τρελό Βαν Γκογκ που η μοίρα, παράλογη αυτή η
μοίρα, τον έκανε αυτόν που τον έκανε στον σύγχρονο κόσμο μας, άρα, εγώ
ζωγραφίζοντας από τοπιάκια, σπιτάκια, προσωπάκια κι αργότερα κυβισμούς,
εξπρεσιονισμούς και όλα αυτά τα τοιαύτα, προσπαθώ ν αποδείξω αυτό που
είπε ο Μανέ, πως όποιος δεν μπορεί να ζωγραφίσει είναι τρελός, και στην
πραγματικότητα πρέπει να κάψω μερικούς πίνακες μου που δεν είναι
ανάλογοι του ύψους μου, έτσι με συμβουλεύουν κάποιοι εξέχοντες κριτικοί,
όμως εγώ δεν τους κάνω τη χάρη και επανέρχομαι να ζωγραφίζω τον Σκρουτζ
και τον Τζονι Ντεπ, ξαναγυρίζοντας στη βασική μου αιτία να ζωγραφίζω
ότι μου ρχεται, έτσι όπως νομίζω εγώ, ανατονίζοντας πως η ζωγραφική
είναι αυτή που είναι, δηλαδή αναπαράσταση και αντιγραφή της ζωής, άλλοτε
σαν Θεόφιλος κι άλλοτε σαν Καζαντζάκης, αυτός ήταν άλλου είδους
ζωγράφος κι άλλοτε σαν μικρό παιδί που χαίρεται όταν αρχίζει να
ζωγραφίζει και βαριέται αφόρητα κάποτε και τα παρατάει μισοτελειωμένα,
μισοαναρχίνητα και τρέχει να παίξει, χαρτιά, τάβλι, να πάει στα
μπουζούκια, και να κλάψει στην ποδιά μιας παλιάς ερωμένης που την έλεγαν
Ζωγραφιά.