Κοιτάχτηκαν στα μάτια βαθιά. Έψαχνε ο ένας τον άλλον. Ο νόμος και η παρανομία.
-Λοιπόν; το πήρες απόφαση να ομολογήσεις ή θέλεις να συνεχίσουμε τα ίδια;
-Εσύ τι λες; μίλησε ο Γιάννης
-Εγώ λέω να ομολογήσεις.
-Δώσε μου ένα τσιγάρο, είπε και το πήρε απ το χέρι του. Το άναψε, τράβηξε δυο ρουφηξιές ενώ ο Αστυνόμος τον έψαχνε ξαφνιασμένος. Δεν περίμενε να σπάσει τόσο εύκολα.
-Δεν έσπασα Αστυνόμε θα μπορούσα να σε παιδεύω μια ζωή και να μην ομολογήσω ποτέ αλλά δεν θέλω να σε βλέπω! δε θέλω να ξαναδώ τη φάτσα σου ποτέ! μου προξενείς αηδία. Ναι, εγώ έκλεψα τα λεφτά του φούρναρη. Θέλω όμως μια χάρη Αστυνόμε...
Ο άλλος τον κοίταξε ερωτηματικά.
-Να μου δώσεις δυο ώρες άδεια προτού με κλείσεις μέσα.
-Από μένα ζητάς άδεια; και τι θα κάνεις αυτές τις δυο ώρες; και ποιος μου εγγυάται πως θα γυρίσεις;
-Είσαι έξυπνος άνθρωπος Αστυνόμε, το ξέρεις πως θα γυρίσω, απλά θέλω να πάω να φροντίσω για τον σκύλο μου.
Πράγμα όχι περίεργο του έδωσε την άδεια, κάτι τέτοια τα έκανε ο Αστυνόμος Σαμψωνίδης χωρίς να συνειδητοποιεί το γιατί. Ίσως ήθελε ν απαλύνει το βάρος τόσων άτιμων πράξεων του, ίσως για ν απαλύνει την ψυχή του που πολλές φορές δεν άντεχε τόση αγριότητα των καταστάσεων που περνούσε. Έτσι έδωσε την δίωρη άδεια στον υπόδικο Γιάννη Παράμετρο να πάει να δει τον σκύλο του που βιάστηκε να φτάσει στην παράγκα του αφού ψώνισε μερικά τρόφιμα για τον Μούργο κι δυο μπουκάλια ποτά ένα λευκό κρασί και μια ρακί για τον εαυτό του.
Ο Μούργος μόλις τον είδε όρμησε στην αγκαλιά του και κυριολεκτικά τον φιλούσε. Άνθρωπος και ζώο έγιναν ένα και κύλισαν χάμω. "Σιγά!" του φώναξε όταν κατόρθωσε ν απαλλαγεί απ την αγκαλιά του και τον πρόσεξε που ήταν σχετικά μια χαρά ενόσω έλειπε και κατάλαβε πως μπορούσε να φροντίζει τον εαυτό του όσο εκείνος δε θα ήταν εκεί. Θα ήταν πια ένας αδέσποτος σκύλος.
-Αδέσποτος σκύλος! μουρμούρισε. Χάρη σας κάνουν που σας λένε αδέσποτους. Δηλαδή δίχως αφεντικό! τι ωραία! φώναξε κι άνοιξε τη ρακή. Ήπιε μια γερή γουλιά, το αλκοόλ κύλισε μέσα του βαθιά, του σκισε την καρδιά, ένιωσε τον κόσμο του χαμένον. Έφαγε μια ελιά, έδωσε στο Μούργο την κονσέρβα του κι ήπιε το υπόλοιπο του μπουκαλιού μονομιάς. Ύστερα έβαλε τα κλάματα. Έκλαψε πολύ, τα δάκρυα κύλισαν πάνω στα μαλλιά του Μούργου που συνέχιζε να τον κοιτάζει λυπημένος.
-Μούργο θα πάω φυλακή, του είπε. Καταλαβαίνεις; δε θα είμαστε πια μαζί, μας χωρίζουν, εσύ ελεύθερος κι εγώ φυλακισμένος. Δεν ξέρω αν θα σε ξαναδώ φίλε, άκουσες!
΄Εστριψε τσιγάρο, άναψε, φύσηξε τον καπνό στον αγέρα. Στον ελεύθερο αέρα. Σταμάτησε το κλάμα, άνοιξε και το μπουκάλι με το κρασί κι αφού το ήπιε όλο αργά-αργά κάνοντας πολλά τσιγάρα, σηκώθηκε. Κοίταξε την ώρα, έπρεπε να γυρίσει πίσω στον Αστυνόμο, πόσο γρήγορα περνάει η ώρα όταν δεν το θέλεις;
Αγκάλιασε για τελευταία φορά τον Μούργο και πήρε το δρόμο για να πάει στη στάση να πάρει το λεωφορείο ενώ ο Μούργος τον ακολούθησε μέχρι εκεί. Την ώρα που η πόρτα έκλεινε πίσω του, χίμηξε πάνω της να προλάβει, να μπει αλλά δεν το κατάφερε, χτύπησε, λίγο, προφυλάχτηκε, ούρλιαξε κι έμεινε στην άσφαλτο να κοιτάζει το λεωφορείο που απομακρυνόταν.
Από κει και πέρα τα πράγματα πήραν τη σειρά τους. Έγινε ψευτοδικαστήριο για τους τύπους, διόρισαν κι έναν δικηγόρο υπεράσπισης, κάποιο ανθρωπάκι αποστεωμένο.
-Πες κάτι για να μπορέσω να σε βοηθήσω, του είπε.
-Τι να σου πω; γέλασε ο Γιάννης. Την ιστορία της ζωής μου; δε θέλω να με βοηθήσεις.
-Είσαι παράξενος άνθρωπος, είπε αυτός κι απόρησε.
Ο Εισαγγελέας πρότεινε πέντε χρόνια φυλάκισης μη εξαγοραστέα. Το δικαστήριο τη δέχτηκε κι έτσι τον μετέφεραν στις φυλακές.
Οι άνθρωποι που ζουν εκεί μέσα είναι συγκεκριμένοι. Οι δεσμοφύλακες, ο Διευθυντής και οι κρατούμενοι. Οι δεσμοφύλακες λίγοι αλλά έχουν τα όπλα κι έτσι επιβάλλονται. Ο διευθυντής συνήθως κάποιος αιμοβόρος, κάποιος αποτυχημένος της έξω κοινωνίας. Τίποτε καλό δεν μπορείς να βρεις πίσω από τα κάγκελα και καμιά φυλακή δεν είναι καλύτερη από τις άλλες. Η πιο διάσημη φυλακή που είχε ακούσει ο Γιάννης Παράμετρος ήταν οι φυλακές του Αλκατράζ που είναι στην Αμερική. Γενικά, είχε ακούσει και για τις φυλακές υψίστης ασφαλείας του Σαν Κουεντίν, που μπορούσαν να φιλοξενήσουν, ωραία λέξη για την φιλοξενία, τους πιο επικίνδυνους εγκληματίες, από τους οποίους ελάχιστοι κατορθώνουν να ολοκληρώσουν τις ποινές τους όχι για να πάρουν εξιτήριο αλλά για να μην τρελαθούν εκεί
Απόσπασμα από το νέο μου μυθιστόρημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου