Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2025

από τύχη μένει

 


 

Ποιος ξέρει τι πράγμα είναι η ψυχή του ανθρώπου. Υπάρχει άραγε, αυτό ακριβώς που λέμε ψυχή; Άβυσσος λένε πολλοί. Σκοτεινή δηλαδή, με πλοκάμια και μονοπάτια λαβυρινθώδη- λε και μόνο στα σκοτεινά μπορεί να κατοικεί.
Εγώ πίστευα πως συνταυτίζεται με τη σκέψη, κάπου εκεί στο μυαλό την είχα τοποθετήσει, στη λογική. Όχι στην καρδιά. Ο Ντάφλος που δεν τα ψείριζε όλα αυτά, έλεγε πως η ψυχή του ανθρώπου είναι ένα χαλίκι. Να, αυτό το χαλίκι εδώ, που το παρασέρνει το ποτάμι και ή το στρογγυλεύει στο μακρύ ταξίδι ή το ξερνάει σε ακροποταμιά παράμερη Κείθε πέρα! Και κλωτσούσε ένα χαλίκι με δύναμη. Ένα οποιοδήποτε, δεν τον ένοιαζε, το ξεχνούσε την άλλη στιγμή. Έτσι φαντάζομαι θα ξέχασε και το γάμο του με τη Μαγδαληνή, σα να μην έγινε ποτέ. Αυτά μου τα διηγήθηκε πολύ αργότερα. Κάποια ήσυχη βραδιά σε ένα ταβερνάκι των Εξαρχείων.
Την ημέρα λοιπόν που ταξίδευε για την Κέρκυρα με τη Μαγδαληνή, ήταν όλο νεύρα. Τα πάντα του φταίγανε. Και πιο πολύ αυτό το καθίκι ο Σταυρέας, που ούτε λίγο ούτε πολύ, δεν του έδωσε φράγκο από την προίκα. Του χρέωσε μάλιστα κι όλα τα έξοδα του γάμου και του τραπεζιού.
-Κάνει να πάρεις εκατό λίρες ακόμα, του είπε. Αυτές τις κρατάω εγώ, γιατί δε σου έχω εμπιστοσύνη. Όταν λογικευτείς και βάλεις κι εσύ κάνα φράγκο στην άκρη, ν αγοράσουμε ένα διαμέρισμα να βάλετε το κεφάλι σας μέσα. Όμως μη φοβάσαι, δικά σας είναι.
Αλλά ο Ντάφλος φοβόταν. Σε λίγες μέρες αν δεν πλήρωνε τα γραμμάτια που είχαν λήξει, το διαμέρισμα της μάνας του θα το τρώγανε οι επιτήδειοι.
Και πράγματι έτσι έγινε. Προτού γυρίσει από το ταξίδι του μέλιτος, είχανε βρεθεί στο δρόμο. Η μάνα του μάζεψε τα λίγα πράγματα τους και στριμώχτηκε στην παράγκα του κυρ-Βασίλη, στο διπλανό οικόπεδο. Έπιασε και δουλειά, γριά γυναίκα να σφουγγαρίζει τις σκάλες σε δυο πολυκατοικίες.
Δεν είχε άλλον στον κόσμο ο Ντάφλος. Ούτε αδέρφια, ούτε θείους, ούτε αδερφές. Μόνο αυτός και η μάνα του. Ο πατέρας του είχε σκοτωθεί στον πόλεμο της Αλβανίας αλλά σύνταξη δεν έπαιρνε. Ήταν από εκείνους που περνούσαν στα άγραφα.
Όταν έφτασαν στην Κέρκυρα, απογευματάκι του Ιούνη θα ήταν, κατέληξαν σε ένα φτηνό ξενοδοχείο. Ούτε και που έδινε σημασία στη Μαγδαληνή, που πράγμα περίεργο ήταν χαμογελαστή και εξηγούσε στον ξενοδόχο πως έκαναν ταξίδι του μέλιτος. Είχε τα νεύρα του.
Αφού ταχτοποίησαν τα πράγματα τους, βγήκανε βόλτα στην πόλη, περιδιάβαιναν. Η Μαγδαληνή του έλεγε να καθίσουν σε ένα καθώς πρέπει μαγαζί να πάρουν τον καφέ τους και ο Ντάφλος έψαχνε γύρω-γύρω κανένα κουτουκάκι, καμιά τρύπα, ουζερί, να παλουκωθεί, να πιει τα ούζα του.
-Εδώ! Της είπε κι άραξε σε δυο καρέκλες.
Παρήγγειλαν απ όλα. Ότι είχε το μαγαζί. Και τα πιναν οι δυο τους, δεν είχαν άλλον. Ένιωσε και η Μαγδαληνή πως κάτι ήταν στη ζωή. Ευχαριστήθηκε άλλον αέρα, άλλη φάση. Μακριά από τον αδερφό της τον Σταυρέα, την οικογένεια. Τους αγαπούσε βέβαια και πιο πολύ τον Σταυρέα, που μπορεί να ήταν αυταρχικός, μονόχνοτος, γεροντοκόρος αλλά τον σεβόταν γιατί βοηθούσε όλη την οικογένεια.
Το Ντάφλο τον ένιωθε, τον κοίταζε, τον εξέταζε πιο πολύ όταν αυτός έβλεπε αλλού, αλλά την πείραζε που έπινε. Τότε γινόταν άλλος άνθρωπος. Ξεχνούσε τα πάντα και του έβγαιναν τα απωθημένα εναντίον της κοινωνίας και των ανθρώπων. Έτσι και τώρα που τον έβλεπε να κατεβάζει το ένα καραφάκι μετά το άλλο, μούτρωνε. Μούτρωνε και φοβόταν. Σιγά-σιγά, η χαρά της γινόταν θλίψη Δεν ήταν αυτή για τέτοια πράγματα, για τέτοια ζωή. Του το είπε και κατάλαβε πως η νύχτα που θα ακολουθούσε θα ήταν βαριά, δύσκολη παρ ότι ήταν Καλοκαιράκι και το ελαφρύ αέρι θρόιζε την ομορφιά της ζωής.
Το μυαλό του Ντάφλου βρισκόταν συνέχεια στην πουστιά που του έκανε ο Σταυρέας. Είχε κολλήσει εκεί. Που να ήξερε ότι τους είχαν βγάλει από το σπίτι …ότι η μάνα του ήταν ήδη στην παράγκα του κυρ-Βασίλη.
Κάθισαν εκεί στο ουζερί κάμποσο. Όταν σηκώθηκαν να πάνε στο ξενοδοχείο- η Μαγδαληνή τον κρατούσε αγκαζέ- ο Ντάφλος, φαίνεται πως είχε πάρει τις αποφάσεις του. Θα έφευγε τη νύχτα. Θα την παρατούσε εκεί σύξυλη και ούτε θα γύριζε να την ξανακοιτάξει. Να ξανακοιτάξει τη χοντρή μύτη της και ν ακούσει τις αιώνιες χοντράδες της. Δεν ένιωθε τίποτε γι αυτήν. Ούτε λύπη, ούτε πόνο, πόσο μάλλον αγάπη. Αργότερα θα την συμπονούσε. Προς το παρόν, την παρέσυρε όλο το βράδυ σε ένα ερωτικό ξεφάντωμα. Όλη τη νύχτα την κανόνιζε κι εκείνη βογκούσε σαν αγελάδα. Συμμαζεμένη καθώς ήταν, δεν άφηνε τις ερωτικές της κραυγές να βγαίνουν ελεύθερα. Μούγκριζε και σε λίγο άρχισε να βαριέται με όλα αυτά που της έλεγε και της έκανε ο άντρας της.
Κατά τις πέντε το πρωί, μεθυσμένος ακόμα, άρχισε να της φωνάζει και να τη βρίζει. Έτσι στα καλά καθούμενα. Πουτάνα την ανέβαζε, βλαμμένη την κατέβαζε. Σκρόφα. Περίμενε να του αντιμιλήσει, να του δώσει την ευκαιρία για να κάνει αυτό που ήθελε. Και δεν άργησε.
Η Μαγδαληνή σηκώθηκε πάνω περισσότερο πικραμένη παρά νευριασμένη. Του είπε πως θα έφευγε κι έκανε να βάλει το νυχτικό της.
Ο Ντάφλος πετάχτηκε στη στιγμή επάνω.
-Που θα πας μωρή! Έβαλε άγρια φωνή, τον άκουσε όλο το ξενοδοχείο.
Και την άρχισε στο ξύλο. Μπουνιές, κλωτσιές, ανάποδε, την έκανε μαύρη. Μαζεύτηκε όλο το ξενοδοχείο. Κάποιος είπε να φωνάξουν την Αστυνομία. Ο Ντάφλος τον έπιασε από το λαιμό- τόσος δα ήταν αλλά ψυχή Αστραπόγιαννου.
-Δε θα φωνάξεις καμιά αστυνομία, του είπε. Άιντε τράβα στο σπίτι σου να κάνεις κουμάντο. Τι κοιτάτε εσείς ρε! Ούρλιαξε στο πλήθος που στριμώχνονταν στην πόρτα. Άιντε στο σπίτι σας! Δρόμο!
Φύγανε.
Μέσα στην ησυχία, στο βουβό, πια κλάμα της Μαγδαληνής, φόρεσε το κουστούμι του, πήρε τα τσιγάρα του- μονάχα αυτά- και βγήκε σαν ποντικός.

δυο σελίδες από τους ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΥΣ 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

από τύχη μένει

    Ποιος ξέρει τι πράγμα είναι η ψυχή του ανθρώπου. Υπάρχει άραγε, αυτό ακριβώς που λέμε ψυχή; Άβυσσος λένε πολλοί. Σκοτεινή δηλαδή, με π...