Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2024

ΓΩΓΟΥ.

 


 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ
Ήταν ένα πρωινό σαν αυτό. Η ώρα εντεκάτη πρωινή. Περπατούσα στη Σόλωνος, λίγο πριν τη διασταύρωση με την Μπενάκη. Τέτοιος καιρός ήταν, δε θυμάμαι. Από απέναντι ερχόταν η Κατερίνα Γώγου. Συναντηθήκαμε, γεια σου Κατερίνα, της είπα. Δεν την ήξερα πολύ, μια δυο φορές είχαμε βρεθεί με παρέες σε κάποια μπαρ. Την συμπάθησα, και κείνη εμένα, σαν παρουσία. Την ημέρα εκείνη στη Σόλωνος- ήταν λίγο πριν το θάνατο της- μου επιτέθηκε. Βρήκε κάποιες πέτρες, από που; και μου τις πέταξε. Φύγε ρε! μου είπε και στριμώχτηκε στον τοίχο. Οι περαστικοί τα έχασαν, εγώ ακόμα χειρότερα έμεινα με ανοιχτό το στόμα. Δε με γνώρισε, νόμιζε πως μιλούσε σε έναν άγνωστο, στο πουθενά, σε κανέναν. Με στεναχώρησε οικτρά, προσβλήθηκα, ο κόσμος την ήξερε, εμένα κανένας, γιατί να μου φερθεί έτσι; Εγώ την είχα συμπαθήσει μέσα από τις ταινίες της, τα ποιήματα της, από το λίγο που είχαμε βρεθεί. Σκέφτηκα πολλά από τότε για την πάρτι της. Η μικρή υπερετριούλα, το χαμένο κορμί του κόσμου, τα είχε μαζεμένα εναντίον όλων. Τότε δεν ήξερα, ήμουν ένα αυθόρμητο τραγί που πήδαγε όλες τις μάντρες. Η Κατερίνα ήξερε, φοβόταν τη ζωή.
Το αλκοόλ κυλούσε στις φλέβες της, απ το Βαρύ πεπόνι έως τα Τρία κλικ αριστερά, είχε φορέσει το Ξύλινο παλτό της εκείνη τη μέρα. Με μίσησε που ήμουν ωραίος, δυνατός, σαραντάρης περίπου τότε, το είδα στα μάτια της, μίσησε τη ζωή. Εγώ έφυγα στριμωγμένος, κάποιοι με κοιτούσαν περίεργα, λες και έφταιγα εγώ, τι απολογούμαι τώρα; Λίγο πριν στρίψω στη Μπενάκη, γύρισα να κοιτάξω, να δω τι γίνεται. Η σκηνή ήταν κωμικοτραγική, η Κατερίνα έσφιγγε τις πέτρες, έπρεπε να φύγω. Μόνο με τους βλάκες και τους μεθυσμένους δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα.
Η κατάσταση τους είναι αμετανόητη. Η σκηνή μου έμεινε χαραγμένη στο μυαλό. Ψηλάφησε τις υποψίες μου περί θανάτου και καταραμένων ποιητών. Περί πεισιθάνατων. Τέτοια ήταν η Κατερίνα Γώγου. Μια πεισιθάνατα, που έγινε έτσι, εξ αιτίας της κοινωνίας που την έσπρωξε σ αυτό το ανούσιο τέλος λίγο πριν κλείσει τα πενήντα τρία χρόνια. Πάνω που είχε καταφέρει να βγάζει το ψωμάκι της, την βύθισαν οι ουσίες σε άγνωστους κόσμους. Εκείνη τη μέρα κατάλαβα πως θα πεθάνει, πως δεν είχε άλλη ζωή. Το Ιδιώνυμο-αδίκημα που αποχωρίζεται από τις κατηγορίες , υπάγεται και τιμωρείται με ιδιαίτερες ποινές- είχε εισβάλλει στη ζωή της, ο θάνατος της ήταν αναπόφευκτος. Δεν είχε τι άλλο να κάνει, τα είχε δώσει όλα. Ο μύθος της εκτοξεύτηκε.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΓΩΓΟΥ.

    ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ Ήταν ένα πρωινό σαν αυτό. Η ώρα εντεκάτη πρωινή. Περπατούσα στη Σόλωνος, λίγο πριν τη διασταύρωση με την Μπενάκη. Τέτοιος...