[Για να θυμόμαστε κάποιους καλούς]
Δὲ χρειάζεται νὰ θυμηθεῖς. Ἡ φλέβα τοῦ πλάτανου
ἔχει τὸ αἷμα σου. Καὶ τὸ σπερδοῦκλι τοῦ νησιοῦ κ᾿ ἡ κάπαρη.
Τὸ ἀμίλητο πηγάδι ἀνεβάζει στὸ καταμεσήμερο
μία στρογγυλὴ φωνὴ ἀπὸ μαῦρο γυαλὶ κι ἀπὸ ἄσπρο ἄνεμο
στρογγυλὴ σὰν τὰ παλιὰ πιθάρια - ἡ ἴδια πανάρχαιη φωνή.
Κάθε νύχτα τὸ φεγγάρι ἀναποδογυρίζει τοὺς σκοτωμένους
ψάχνει τὰ πρόσωπά τους μὲ παγωμένα δάχτυλα νὰ βρεῖ τὸ γιό του
ἀπ᾿ τὴν κοψιὰ τοῦ σαγονιοῦ κι ἀπ᾿ τὰ πέτρινα φρύδια,
ψάχνει τὶς τσέπες τους. Πάντα κάτι θὰ βρεῖ. Κάτι βρίσκουμε.
Ἕνα κλειδί, ἕνα γράμμα, ἕνα ρολόι σταματημένο στὶς ἑφτά. Κουρντίζουμε πάλι τὸ ρολόι. Περπατᾶνε οἱ ὧρες.
Ὅταν μεθαύριο λυώσουνε τὰ ροῦχα τους καὶ μείνουνε γυμνοὶ ἀνάμεσα στὰ στρατιωτικὰ κουμπιά τους
ἔτσι ποὺ μένουν τὰ κομμάτια τ᾿ οὐρανοῦ ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ καλοκαιριάτικα ἄστρα
τότε μπορεῖ νὰ βροῦμε τ᾿ ὄνομά τους καὶ μπορεῖ νὰ τὸ φωνάξουμε: ἀγαπῶ.
Τότε. Μὰ πάλι αὐτὰ τὰ πράγματα εἶναι λιγάκι σὰν πολὺ μακρινά.
Εἶναι λιγάκι σὰν πολὺ κοντινά, σὰν ὅταν πιάνεις στὸ σκοτάδι ἕνα χέρι καὶ λὲς καλησπέρα
μὲ τὴν πικρὴ καλογνωμιὰ τοῦ ξενητεμένου ὅταν γυρνάει στὸ πατρικό του
καὶ δὲν τὸν γνωρίζουνε μήτε οἱ δικοί του, γιατὶ αὐτὸς ἔχει γνωρίσει τὸ θάνατο
κ᾿ ἔχει γνωρίσει τὴ ζωὴ πρὶν ἀπ᾿ τὴ ζωὴ καὶ πάνου ἀπὸ τὸ θάνατο
καὶ τοὺς γνωρίζει. Δὲν πικραίνεται. Αὔριο, λέει. Κ᾿ εἶναι σίγουρος
πῶς ὁ δρόμος ὁ πιὸ μακρινὸς εἶναι ὁ πιὸ κοντινὸς στὴν καρδιὰ τοῦ Θεοῦ.
Καὶ τὴν ὥρα ποὺ τὸ φεγγάρι τὸν φιλάει στὸ λαιμὸ μὲ κάποια στεναχώρια,
τινάζοντας τὴ στάχτη τοῦ τσιγάρου του ἀπ᾿ τὰ κάγκελα τοῦ μπαλκονιοῦ, μπορεῖ νὰ κλάψει ἀπὸ τὴ σιγουριά του
μπορεῖ νὰ κλάψει ἀπὸ τὴ σιγουριὰ τῶν δέντρων καὶ τῶν ἄστρων καὶ τῶν ἀδελφῶν.
ΌΛΟΙ ΘΈΛΟΥΝ ΝΑ ΛΈΓΟΝΤΑΙ ΈΛΛΗΝΕΣ
Δε θα συμφωνήσω με τους πολλούς που κλαίνε και μοιρολογούν πως δεν υπάρχουν πια Έλληνες και θα ξεκινήσω μ ένα βασικό συμπέρασμα που εκδόθηκε από έγκυρες και διαπιστευμένες παγκόσμιες έρευνες: Η γενετική αλληλουχία του πληθυσμού της Ελλάδας, υπάρχει από την Νεολιθική εποχή έως σήμερα.
Άρα, λοιπόν, καμία δάφνη δεν κατεμαράνθη, όσο κι αν δάκρυζε ο κατά πάντας αξιότατος ποιητής, Διονύσιος Σολωμός.
Ο Ελληνικός πολιτισμός δεν έπαψε ποτέ ν ακτινοβολεί και η συνέχεια του στον γραπτό και στον προφορικό λόγο, η διατήρηση του Αρχαίου και Μεσαιωνικής σοφίας, οι λεκτικοί και φωνητικοί αρχαϊσμοί, τα ήθη, τα έθιμα, οι παροιμίες και τα τραγούδια, τα τοπωνύμια, η αρχιτεκτονική, δηλώνουν την πραγματική εικόνα της Ελλάδας.
Καμία ανάγκη δεν έχουμε, αγαπητοί φίλοι, να ρωτάμε τους ξένους, ποια είναι η γνώμη τους για την Ελλάδα. Μήπως ξέρουν να μας πουν ποια είναι η γνώμη τους για τη δικιά τους πατρίδα; Την Αγγλία, την Ολλανδία, τη Γουαδελούπη; Γιατί καίγεστε να μάθετε τι σκέφτονται όλοι αυτοί για εμάς τους σύγχρονους Έλληνες; Διαφωνώ τελείως με τους μεμψίμοιρους, τους κλαψιάρηδες και φυσικά και με τον Λιαντίνη που ενίοτε προσπαθεί ν ανατρέψει και τον ίδιο του τον εαυτό! Αυτός δεν υπήρξε Νεοέλληνας και μάλιστα σημαντικός; γιατί απαξιώνει και διαλαλεί πως η Ελλάδα είναι σβησμένη από τον χάρτη των Εθνών;
Η Ελλάδα δεν είναι αγαπητοί φίλοι, τα δέκα εκατομμύρια που κατοικούν εδώ και τα άλλα τόσα, διάσπαρτα σε όλον τον πλανήτη.
Λένε μερικοί πως δεν έχουμε ταυτότητα σαν λαός! αν είναι δυνατόν! Ένας λαός που η γλώσσα του-μαζί με τους Κινέζους- οι πολυπληθέστεροι και οι λιγότεροι! σε αριθμούς κατά μια σατανική σύμπτωση- μιλιέται και γράφεται από τότε που πρωτομίλησαν και πρωτοέγραψαν οι άνθρωποι.
Σκέφτομαι, γιατί να συνεχίσουμε αυτή την αθλιότητα, δηλαδή την σύγκριση Αρχαίων και Νέων Ελλήνων και να εξάγουμε συντριπτικό συμπέρασμα υπέρ των Αρχαίων; Μήπως σταμάτησε ποτέ αυτός ο τόπος να γεννάει άξιους ανθρώπους; δηλαδή ο Σολωμός τι είναι; αρχαίος ή νέος; Ο Παπανικολάου δεν έχει καμία σχέση με τον Ιπποκράτη; οι μεγάλοι σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς, Καζαντζάκης και λοιποί για να μην αναφέρομαι σε καθέναν ξεχωριστά, δεν είναι απόγονοι των Αρχαίων; τι διάολο ανομοιότητα είναι αυτή; Θεωρώ ανοητολογία να υποστηρίζουμε την γνώμη, αλήθεια ποιοι βλαμμένοι υποστηρίζουν πως, επειδή οι Αγγλογάλλοι ανακάλυψαν τους Αρχαίους Έλληνες, άρα αυτοί είναι και οι απόγονοι τους! Γιατί;
Και γιατί μειώνουν εμάς που γεννηθήκαμε σ αυτό τον τόπο που λέγεται Ελλάς και όχι Γκρεκία [όποτε τους συμφέρει είμαστε Έλληνες και όποτε τους βλάφτει, είμαστε, Γραικύλοι].
Αν δηλαδή οι φίλοι μας οι Ιταλοί, κι αυτοί λένε πως είναι απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων, γεννιόντουσαν εδώ, στην Ελλάδα, θα ήταν καλύτεροι από εμάς; τους σύγχρονους Έλληνες; και γιατί; μήπως έχετε γνωρίσει τι συντριπτικά ελαχιστότατος λαός είναι οι Νορβηγοί; έχετε συνομιλήσει με ηλίθιους Γάλλους; με χαζοχαρούμενες Γερμανίδες; ή με τους υπερόπτες Άγγλους που το μέγιστο τους, ίσως πάνω από το 70%, δεν ξέρουν τι είναι η Ελλάδα! και το χειρότερο; ο μέσος Αμερικάνος σχεδόν πάνω από 90% δε γνωρίζει που βρίσκεται η χώρα που λέγεται Ελλάδα!
Αγαπητοί φίλοι, δε νομίζω πως χρειάζεται ν αναφερθώ εκτενώς σ αυτή την αθλιότητα κάποιου Φαλμεράγιερ, περί της Ελληνικότητας των Νέων Ελλήνων- αρκεί μια ώριμη σκέψη: ο τόπος αφομοιώνει τον μετανάστη. Στην περίπτωση της Ελλάδας, αφομοίωσε και τους κατακτητές.
Ένα μεγάλο ερώτημα παραμένει το γιατί όσοι γεννήθηκαν στην Ελλάδα δεν είναι άξιοι συνεχιστές των, ενώ όσοι θέλουν να μείνουν εδώ, είναι καλύτεροι;
Δε με πιάνει καμιά ελληνολατρεία ή ελληνοπάθεια. Γνωρίζω πολύ καλά την ιστορία και τα πάθη μας, σαν λαού, και δεν πετάω στα ύψη. Αλλά οι βλακείες και οι διοχετευμένες επιθέσεις εναντίον μας, με εξαγριώνουν. Τι θέλει ο παγκόσμιος πολιτισμός από τους σύγχρονους Έλληνες; γιατί γκρινιάζουν για τις δικές μας αθλιότητες οι Αγγλογάλλοι; οι χορτάτοι κοιλαράδες Γερμανοαμερικάνοι; για πιο λόγο κατηγορούν τις ασπιδωτές κοιλιές των παπάδων μας;
Κι όταν τελειώσει το ποτό δεν ξέρω τι θα γίνω, πάντα όταν τελειώνουν τα πράγματα έχουμε δυσκολία Κυριακή μεσημέρι σε τέτοια Εξάρχεια δεν έχει ξαναυπάρξει, πήγα μέχρι το ψικαλιτζίδικο, ήπιαμε δυο τσίπουρα με κέρασαν κι όλοι μιλούσαν, τρεις-τέσσερις ήμασταν δηλαδή κι έπιασα και τον εαυτό μου να θέλει να τα πει όλα! εγώ που συνήθως είμαι φειδωλός στις εκφράσεις μου και πάντα σκέφτομαι πριν ανοίξω το στόμα μου για να πω κάτι, μου φαίνεται πως το δράμα της εποχής μας ολοκληρώνεται μ αυτή την κατάσταση, οι επόμενοι θα ζήσουν άλλα δράματα, εξ ίσου οδυνηρά με τα δικά μας ή και των προηγούμενων κι αυτό είναι μια πραγμάτωση που είχε προηγηθεί του εαυτού μας, κατά τ άλλα προσπαθώ να ερωτευθώ μια χήνα που διασχίζει την Ιπποκράτους ανέμελη για το ποιος θα τη γαμήσει, κι όλοι θα με κατακρίνουν άμεσα για την αθυροστομία μου, ντροπή σου κύριε Πλιάτσικα! όλα τα κορίτσια είναι καλά; είναι ερωτεύσιμα και ο κόσμος να χαλάσει θα κάνουμε έρωτα εν μέσω πανδημίας ή τραβάμε αενάως μια μαλακία εύσχημη; ρωτάω επειδή δεν ξέρω πως είναι ν αγαπάς εν μέσω πανδημίας, αυτό έτσι κι αλλιώς ήταν αιώνιο μαρτύριο, σας γράφω, λοιπόν και με γράφεται εκεί που πρέπει και κατά τα φαινόμενα τίποτε δεν μπορεί ν αλλάξει την Οιδιπόδεια μοίρα μας, όσο κι αν ο Νέρωνας έκλαιγε λέγοντας την ώρα που πέθαινε: τι μεγαλοφυΐα χάνει ο κόσμος! όσο κι αν εμείς είμαστε μόνοι μέσα σ αυτόν τον χαλασμό της ανθρώπινης νόησης και φιλικότατα υπάρχων, μεσημέρι Κυριακής παραμένω εσώκλειστος, φυλακισμένος να σκέφτομαι πόσο ωραία ήταν τα πριν! [αυτά που τότε έβριζα χυδαία πως ήταν η ζωή μας τόσο χυδαία.]
Τελικα, η γυναίκα είναι μέχρι να της βγάλεις το βρακί..είπε ενας φίλος και έφυγε.
Που ξέρουμε εμεις τι κάνετε κάτω από το πάπλωμα; Αυτό έχει ενδιαφέρον για έναν άντρα: Τι κάνει μια γυναίκα κάτω απο το πάπλωμα της. Ας πουμε εγω έχω ένα μυστικό. όταν κουκουλώνουμαι ακούω κλασσική μουσικαλ. Μου αρέσει ρε παιδί μου! Τη βρίσκω με τον Βιβάλντι,
Εγώ δεν ξέρω που να πάω και εσύ μου λες ευθεία.
Οι σημερινοί άνθρωποι δεν τραγουδάνε. Απαγορεύτηκε φαίνεται το μάθημα ωδικής στα σχολεία. Αλλά και τα τραγούδια που γράφονται δεν τραγουδιούνται- τα λέει το ραδιόφωνο και η τηλεόραση, μια δυο φορές κι αυτό ήταν! [Στίχοι που δεν θυμούνται, ή δε λένε τίποτε.] Η δικιά μου η γενιά τραγουδούσε και τραγουδάει ακόμη, γιατί, το τραγούδι είναι χαρά..
Δέκα εκατομμύρια και κάτι οι Έλληνες, έντεκα εκατομμύρια πρωθυπουργοί κι απο μια γνώμη ο καθένας. Ευτυχώς έχουμε μια πούτσα, γιατί ποιος θα έφευγε αγάμητος απο αυτον τον ξεφτιλισμένο κόσμο.
Ο Πρέκας ήρωας της Αλβανίας! αέρα! Και ο Τσίπρας αν ζούσε την εποχή των παππούδων μας μάλλον τέτοιος θα ήταν. [Ο Κυριάκος θα έπαιζε τον Γερμανό αξιωματικό.] Από αύριο λέω ν αρχίσω να γράφω την Τσιπραξιάδα, να εξυμνήσω τ ανδραγαθήματα του σπουδαίου ανδρός.
όχι δε φάγαμε καμιά προδοσία, ένας κόσμος, μια εύκολη γενιά Νεοελλήνων. Σάπια κοινωνία; πιο σάπια από των Ρωμαίων; πιο σάπια από των Βυζαντινών; δε νομίζω πως ο κόσμος μας είναι χειρότερος απ όσο έπρεπε- ο σημερινός. Εγώ τα περίμενα χειρότερα!
Ιστορικά έχω καταλάβει πως δεν μπορείς να οδηγήσεις αυτό τον κόσμο πουθενά-κυριολεκτικά πηγαίνει, εξελίσσεται, όπως έπρεπε, μπορούσε και δεν υπάρχει συγκεκριμένος φραγμός.
Περπατούσα
χαμένος κάπου στον κήπο του
Ζαππείου.
Τι μέρα ήταν δεν είχε σημασία,
ψιλόβρεχε
αλλά δε με ένοιαζε. Ήταν μια
βροχούλα
από κείνες τις πολύ ψιλές, ήσυχη
όχι
κρύα, λες μου χάιδευε τα μεγάλα μαλλιά.
Μου άρεσαν τα μεγάλα μαλλιά μου, σγουρά
έπεφταν σαν σύννεφο στις πλάτες μου κι
ανέμιζαν την ηλικία μου στον αέρα.
Εικοσιπέντε
χρονών ήμουν τότε κι όλα
μου πήγαιναν καλά.
Η δουλειά μου- έχω
κληρονομήσει από τον
πατέρα μου ένα
ζαχαροπλαστείο στο κέντρο-
μου άφηνε
κέρδη, δεν είχα οικονομικό πρόβλημα.
Εκτός
από ένα: Δεν μπορούσα να σταυρώσω
γυναίκα
κι ενώ ήθελα, λαχταρούσα να έχω μια
που
να με αγαπά και να την αγαπώ. Η τελευταία
γυναίκα με είχε εγκαταλείψει, φεύγοντας
για το
Λονδίνο. Όλες οι γυναίκες για το
Λονδίνο φεύγουν,
όταν φεύγουν.
Καθώς
περπατούσα-περπατούσα, στην πολύ ψιλή
βροχή του Νοέμβρη,
χώθηκα σε ένα μονοπάτι
ανάμεσα στα δέντρα. Κάπου εκεί, κάτω από
μια
πέτρα, αφήναμε σημειώματα με τη
Βάσω. Τη Βάσω που με πονάει ακόμα η
θύμηση
της. Θα είχε περάσει κανένας χρόνος που
είχαμε χαθεί.Την είχα
λατρέψει και
έκλαψα πικρά που την έχασα. Σκιρτούσαμε
να είμαστε μαζί,
κάναμε όνειρα στη
θάλασσα, στο δρόμο, παντού. Είχε γαλάζια
μάτια, γεμάτα
απορίες, μέτωπο ψηλό,
περήφανο. Είχα κοπιάσει πολύ για να την
καταχτήσω,
άλλα χρόνια, άλλοι άνθρωποι
οι δικοί της δε με ήθελαν. Μελό, Ελληνική
ταινία,
σκέφτηκα και πικρογέλασα
πιστεύοντας πως θα εύρισκα ανάμεσα
στους κισσούς,
κάτω από μια πέτρα,
κάποιο ακόμα σημείωμα. Άλλο και τούτο,
αναρωτήθηκα
μήπως μου είχε σαλέψει από
την αγάπη μου για κείνην κι ονειρευόμουν
φαντάσματα. Λογικέψου Γιάννη, είπα στον
εαυτό μου και στο κάτω της γραφής
τι να
έλεγε ένα ακόμα σημείωμα. Τότε ήταν
αλλιώς, μου έγραφε σ αγαπώ, της
έλεγα θα
ζήσουμε μαζί, με ρωτούσε πόσα παιδιά θα
κάνουμε, μου ζωγράφιζε
καρδούλες. Τώρα
τι να έγραφε; Κι αν υπήρχε σημείωμα,
εξάλλου η Βάσω ήταν
στο Λονδίνο αλλά,
εμένα, κάτι μου έλεγε πως είχε γυρίσει.
Έπιανα στον αέρα
την οσμή της, τη φωνή
της;, έλα, που είσαι; έτσι με ρωτούσε με
αγωνία να με
δει κι εγώ έφτανα με γρήγορα
βήματα κοντά της τότε που ήμασταν ένα
αίμα,
μια ανάσα και τώρα δεν ήμασταν
τίποτε.
Ανασήκωσα
την πέτρα, δεν ήταν βαριά, το ψιλόβροχο
συνέχιζε να μου λειαίνει
τα μάγουλα, ο
κισσός δεν θρόιζε τίποτε. Κάτω από την
πέτρα, αυτή την πέτρα
που είχαμε σημαδέψει
εγώ και η Βάσω, υπήρχε ένα αχνοκίτρινο
σκουριασμένο
χαρτί, διπλωμένο με
ενδελέχεια- πάντα ήταν προσεχτική η
Βάσω, τα ήθελε όλα
με τάξη. Το πήρα στα
χέρια μου, άφησα την πέτρα να πέσει στο
γκρεμό, κύλησε,
κόντεψε να μου σακατέψει
τα πόδια, αυτή η πέτρα που είχε σημαδέψει
τη ζωή μας. Ξεδίπλωσα το χαρτί, μύριζε
κάτι παλιό, μούχλα κι αναμνήσεις, όπως
μυρίζουν αυτά
τα παλιά γραμμένα
σημειώματα. Διάβασα και ξαναδιαβάζω
ακόμα και σήμερα τα
λόγια της. "Δε θα
σε ξεχάσω ποτέ. Δεν έφυγα εγώ. Εσύ
τα κανόνισες έτσι, να
φαίνονται πως
έφταιγα εγώ." Κράτησα το χαρτάκι
ανάμεσα από τα βρεγμένα
δάχτυλά
κι ήθελα
να συντρίψω τον εαυτό μου.
Εγώ μετράω της αυγής τα χρώματα
Κανείς δεν επιλέγει πότε θα γεννηθεί, που θαγεννηθεί, απο ποιον και πότε.
Δεν υπάρχει πιο σπαστικό απο το να τρίζει μια πόρτα. Γι΄αυτό ο τελευταίος να την κλείσει οπωσδήποτε. Ή να την ανοίξει τελείως.
Ας πούμε κάτι ελαφρύ, μην το βαρύνουμε άλλο το πράγμα. Κι έχει παραπάρει κιλά, Καλοκαίρι καιρός και τα τοιαύτα. Λοιπόν... Τι ώρα είναι; Ώρα που γαμούν οι γύφτοι, απαντάει ο άλλος. Δηλαδή, τι ώρα το κάνουν οι γύφτοι;
ραδυά δύσκολη. Όλοι σκέφτονται τι θα κάμουν αύριο. Μονάχα εγω, δεν έχω αύριο;
Υπάρχουν κάποιοι φίλοι που είναι "έξω καρδιά". Γελαστοί πάντα, λες και δεν τρέχει τίποτα, λες και τους έχει φέξει, λες και τους τρέχει το μέλι απο τον κώλο. Δεν είναι ακριβώς οι πέρα βρέχει. Έχουν τον τρόπο τους: Είμαι ένας βολεμένος άνθρωπος, έτσι μου είχε πει κάποτε μια γκόμενα περιοπής.
Tα γεγονότα μας προσπερνούν. Δεν μπορούμε να κουβεντιάσουμε. Είμαστε δυο αρνητικοί πόλοι. Δεν μπορούμε να κουβεντιάσουμε. Ανήκουμε σε διαφορετκούς κόσμους, πως ν΄αγαπηθούμε; Κι έπειτα γιατί να σ΄αγαπήσω;Να σου φορτώσω τις δικές μου έννοιες και συ τα δικά σου εαυτά...Σκεπτικός στο έπακρον για την ανθρώπινη μας υπόσταση. Αναμένω τα δικά σας κάρβουνα. Έστω, δυο σπίθες.
Απατεώνες και λοιπές αρχόντισσες, με τόσα πολλά και σπουδαία αποφθέγματα που πέφτουν κάθε μέρα εδώ μέσα, δέον να καταργηθούν απ το βιβλίο Γκίνες και όχι μόνο, τα λόγια Μεγάλων, αντρών τε και γυναικών. Αν δεν συμφωνείτε θα πέσω στο ποτάμι.
Κώστα, γράφεις την αλήθεια, "σοκάροντας" ίσως όσους δεν τολμούν να τη δούν...κι όχι απαραίτητα ,με τις λέξεις που χρησιμοποιείς....όσο με την απόδειξή της σε ποιητικό-συγγραφικό συνειρμό...τη στιγμή που "πρέπει" και μάλιστα...οι αλεπάλληλες "ολοκληρώσεις" έρχονται με γράμματα μεγαλύτερα σε μέγεθος όπως αντιστοιχεί στο βαθύτερο νόημα που έχουν και στο μήνυμα που μεταδίδουν. Η αλήθεια κτυμένη μέσα στο ψέμα...και το αντίθετο! Η αππέχθεια αλλά και η έλξη για την ερωτική ανθρώπινη φύση....και γενικότερα ζωγραφίζεις μεταφορικά μέσα από το λόγο σου...και κυριολεκτικά μέσα από τους πίνακές σου....το μισητά αγαπημένο και αναπόφευκτο......οπου χαρακτηρίζει το είναι μας...και το σύμπαν (κόσμο) που μας περιβάλλει!! Θεωρώ πως είναι βαθύτατα σατιρικό με την έννοια των αρχαίων σάτιρων ελλήνων προγόνων μας, άκρως αληθινό....επιδοακιμαστικό...και καυστικότατο.....άξιον θαυμασμοού ως έργο και ως ουσία!!! Σε συγχαίρω!!! Ελεάνα Τσεσμελή
Ούτε μια καλησπέρα δεν σας αξίζει...είσαστε όλοι κωλοπετσωμένοι αυτογίγαντες..Μαντρώσατε τα λουλούδια στη γλάστρα και περιμένετε το τέλος των λουλουδιών.Να δούμε τι θά κάνετε την τελευταία γαρδένια.
Να δω πότε θα σβήσεις το φως
τα συντρίμμια και τα ποτάμια
Φταις που με άφησες να φύγω
ενώ ήθελα πίσω να γυρίσω λίγο
στο λυκόφως
εσύ δεν ήσουν ποτέ λάμια
εγώ έκλαιγα μέσα μου κι απ έξω
έλεγα δε θα γνωρίσω άλλη σαν εσένα
ναι, είπες, αλλά φοβόμουν εμένα
στο λυκαυγές
Να δω πότε θα σβήσεις το φως
να πέσεις κάτω, να έχεις ανάσα
χωρίς κάποτε να θυμάσαι πως
χρειαζόσουν μόνο δική μου πάσα
Η αυτοκτονία μπορεί να είναι μια μέση λύση για ανθρώπους έξυπνους όπως ο Χεμινγουέι που δεν περίμενε να πάει εκατόν ένα χρονών για να πεθάνει.
Μωρέ μαλάκα, για να υπάρξεις καλύτερος των πραγμάτων πρέπει να μη συνεχίζεις να είσαι κομπλεξικός. Βγες απ το καβούκι σου, μη κρύβεσαι, πες μερικά πράγματα όπως είναι, πες ότι παίζεις μαλακία πρωί, μεσημέρι, βράδυ, δεν είναι και κακό να ομολογήσεις πως είσαι δολοφόνος του ωραίου, πως είσαι άπληστος, τότε μπορεί να μη σε κακοκαρδίσουμε, παρ ότι συνεχίζουμε να αντιπαθούμε τους καθ έξιν ηλίθιους. Διάβασα τον Γουίτ πολύ μικρός, Κάρυλ Τσέσμαν. Ποιος να τον ξέρει. Μωρέ μαλάκα, είδες πως μπορείς να γίνεις αντιπαθής; είδες ότι ο κόσμος είναι κάτι άλλο τελικά απ αυτό που νομίζεις; απ αυτό που έχεις μέσα στο μουνή σου; είναι όντως εκπληκτικό να γυμνάζεις τους μύες σου, συμφωνώ ο χρόνος σου αρχίζει από τώρα! Τώρα που θ αρχίσεις ν αρθρώνεις, φοβερό το αρθρώνεις; τρία-τέσσερα σύμφωνα στη σειρά, υπάρχουν κάποιοι που μας συνπάθησαν για την ωραία μύτη μας-ωραίο τον συν και τα λοιπά, μόνο ο Κατσίκας και ο Δήμου Χρήστος έπαιζαν ωραία μπάλα, η κυρία Ιωάννα υπήρξε ή υπάρχει ωραία, δύσκολο να είσαι ή να γεννήθηκες ωραίος χωρίς εναντιότητα; χωρίς μια πράξη; χωρίς να υποθέσουμε πόσο βάναυσος είναι ο χρόνος της ομορφιάς και της καλότητας; γιατί χωρίς καλότητα δεν υπάρχει ομορφιά, ότι και να μου πεις. Τα χαραχτηριστικά του ωραίου δεν κρύβονται πίσω από καμιά μάσκα, τι θέλω να σου πω ρε; βγες απ το καβούκι σου, πες μερικά πράγματα όπως είναι, ο χρόνος σου μετράει από τώρα, μαζί κουβεντιάζουμε όσο κι αν νομίζεις πως δε σε ξέρω.
Κανείς δεν είναι ότι δηλώνει. Είναι ότι δείχνουν τα έργα του. Δεν μπορείς να δηλώνεις ζωγράφος χωρίς να έχεις ζωγραφίσει, δεν μπορείς να είσαι συγγραφέας χωρίς να έχεις κάνει παγκόσμια κριτική-λέω μερικά πράγματα, τυχαία, επειδή πολλοί ηλίθιοι χωρίς να με έχουν διαβάσει αραδιάζουν ανοησίες. Κανείς, λοιπόν δεν είναι ότι δηλώνει, χρειάζονται αποδείξεις. Ο χρόνος είναι κάτι που τελειώνει, λέει ο Μπάροουζ. Η καχυποψία, ο φόβος, η αυτοεπιβεβαίωση, οι άκαμπτες προκαταλήψεις για το σωστό και το λάθος, συνεχίζει. Είναι όμως κάτι που τελειώνει ο χρόνος; μόνο σοβαρές υποθέσεις. Δεν είναι δικαιολογίες, ο θάνατος αποδεικνύει ότι έκανες. Όσον αφορά την κριτική, όλοι μπορούμε να την κάνουμε ανεξέλεγκτα, δικαίωμα του καθενός, σύμφωνα με τις γνώσεις του, και τις γνώσεις του άλλου. Ο χρόνος, λοιπόν, είναι κάτι που τελειώνει και η μορφή, θα λεγα εγώ, ίσως κάτι πιο απόλυτο από τον χρόνο; είδες πόσα βγαίνουν συνομιλώντας! πρέπει μια στιγμή να νιώσεις ελεύθερος από ότι δήποτε. Αλλά δεν είναι εύκολο. Κανείς δεν είναι ελεύθερος!
Χμ, ωραίο είναι αυτό. Υπάρχει πιο έξυπνη κίνηση εκτός από το ρουα ματ;
Εγώ είμαι αυτοδίδακτος ζωγράφος αλλά αυτό δε σημαίνει πως υπερασπίζομαι ότι οι άνθρωποι ζωγράφοι δεν πρέπει να σπουδάζουν! αλοίμονο θα ήμουν ένας βλάκας, ίσα-ίσα που θεωρώ τις σπουδές σε όλα τα επίπεδα έναν από τους σημαντικότερους συντελεστές του ανθρώπινου πολιτισμού. Κάνω μια μικρή επεξήγηση γιατί μερικοί νομίζουν πως επειδή από κάποιες συγκυρίες δεν πήγα στην καλών τεχνών πως είμαι ενάντιος στις σχολές[διαφωνίες επί μέρους μπορεί να έχω πολλές αλλά αυτό είναι άλλο], κάθε άλλο! και κάποιοι άλλοι μπερδεύουν την απόρριψη μου από το καλλιτεχνικό επιμελητήριο με τις σπουδές.. Ένας ζωγράφος όπως εγώ, -στο πέρασμα των χρόνων μελέτησα πάρα πολύ ιστορία τέχνης και συνεχίζω να μελετώ ούτως ώστε να αναπληρώσω το κενό . Ξέρετε πως στο υπουργείο εσωτερικών δεν υπάρχει το επάγγελμα του ζωγράφου και συγγραφέα;
Ντύθηκα τα καλά μου. Απόψε με περιμένουν και πρέπει να πάω. Παλιά μου άρεσε αυτό πιο πολύ. Έβαλα τη ραφ καπαρντίνα μου, γραβάτα Μπορντό,...