Παρασκευή 12 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 36




Ο Τίτος δεν κράτησε μια αόριστη υπόσχεση που είχε δώσει στον πατέρα του, πως δε θα έλεγε σε κανέναν τίποτε για όσα έγιναν εκείνο το βράδυ και μου τα διηγήθηκε όλα σε απρόσμενο χρόνο, στο καφενείο. Με συμπαθούσε, το έδειχνε, όπως κι εγώ. Να τον ακούς τον Αμβράζη, είναι φωτεινό μυαλό, είναι σωστός φίλος, του έλεγε συχνά ο Ντάφλος. Αλλά κι ο ίδιος με είχε καλέσει συνωμοτικά στο μπαρ του καφενείου για να μου εκμυστηρευτεί τα γεγονότα. Εγώ καμώθηκα τον ανήξερο.
-Ώστε έτσι ε; έκανα έκπληκτος
-Έτσι και χειρότερα συνάδελφε! Δεν ξέρω τι έγινε από εκεί και πέρα, από όταν με άφησαν στο σπίτι-έτσι κι αλλιώς ήμουνα σταφίδα. Όσες φορές προσπάθησα να μιλήσω με τον Τίτο, αυτός άλλαζε κουβέντα αλλά δε με ξεγελάει εμένα Αλμύρα. Είμαι σχεδόν σίγουρος πως τη συγύρισε. Αυτό που δεν ξέρω, είναι αν έχει συνέχεια το πράγμα, τελείωσε μια κουβέντα σα να μονολογούσε περισσότερο.
Ο Τίτος, εμένα μου είχε πει πως δεν την ξαναντάμωσε αλλά χωρίς μεγάλη πειστικότητα. Δεν ξέρω γιατί αλλά κάτι μου έλεγε πως συνέχιζαν να βλέπονται. Τότε ήρθε στο μυαλό μου ξαννά, η ιστορία της Βασιλικής με τον Τσάβαλο. Κατακούτελα δέχτηκα το λάθος μου και το πόσο είχα αδικήσει τον Δούκα όσον αφορά τον χαρακτήρα της. Τώρα αποδεικνυόταν για άλλη μια φορά, περίτρανα το περίεργο σεξουαλικό ταπεραμέντο αυτής της γυναίκας. Θυμήθηκα ακόμα πόσο τον είχα αδικήσει στο δικαστήριο, όταν μου έλεγε να πω κάποιο ψέμα κι ένιωσα σαν ένοχος. Μια παράξενη ενοχή, περισσότερο επειδή είχα ξεγελαστεί από τον Τσάβαλο και από τη Βασιλική
-Είδες που πέφτεις έξω με τους ανθρώπους; Αναρωτήθηκα φωναχτά κι ο Ντάφλος συνοφρυώθηκε δίπλα μου.
-Τι είπες;
Και σαν εγώ δεν του απάντησα, συνέχισε:
-Το περίμενες αυτό Αμβράζη; Ε; το περίμενες; Αυτά κι αυτά έστειλαν το Δούκα στη φυλακή..
-Ποια φυλακή; Τότε έπεσα ακόμα πιο πολύ, ως συνήθως.
-Α, δεν τα ξέρεις; τι διάολο φίλοι ήσασταν ; δεν μπορώ να το καταλάβω. Ναι, στη φυλακή είναι, πήγαινε να τον δεις, να του πας τσιγάρα. Εγώ του πήγα που δεν ήμουν ποτέ τόσο κολλητός όσο εσύ μαζί του. Αλά, πάντα αλλού τραβάς εσύ, θέλεις να κρατάς αλέρωτη τη φωλιά σου.
Τι φωλιά, τι κουραφέξαλα, πήγα να του πω αλλά αρνήθηκα να συνεχίσω άλλο την κουβέντα μαζί του. Του ζήτησα μόνο να μου πει σε ποια φυλακή τον είχαν και έφυγα.
Έφυγα, πήγα να τον δω.
Ο Πίθηκας στη φυλακή, λοιπόν-δέκα χρόνια αυτή τη φορά για χρήση και διακίνηση, μαύρης, άσπρης και δεν ξέρω καθόλου πως τα λένε, δεν ξέρω ούτε με ενδιέφερ ποτέ αλλά είχα απορήσει πολύ μαζί του. Ήταν δυνατόν να έκανε τέτοια πράγματα; Να ασχολείται δηλαδή με το εμπόριο ναρκωτικών; Δεν ήθελα να το πιστέψω, όμως όλα ήταν δυνατά. Έτσι είχε γίνει,. Έπειτα ήταν και τα άλλα, τα παλιά χρέη, οι μικροαπάτες, οι εφορίες, οι ζαβολιές του Πίθηκα, που είχε κατορθώσει να του φτιάξουν ένα ωραίο στόλισμα ο μπάτσοι.
Ρε πίθηκα! Έτσι τον λέγαμε τότε μικροί. Τώρα ένα χρόνο ήδη πίσω από τα κάγκελα, είχε σκεβρώσει. Είχε ρέψει, αυτός ένα θωρηκτό στα τριάνταπέντε του έμοιαζε τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερος. Πότε θα έβγαινε τώρα από εκεί μέσα;
-Δεν υπάρχει πιο σπουδαίο πράγμα από την ελευθερία! Μου είπε κλαίγοντας. Δεν μπορώ εδώ μέσα Αμβράζη, τι σχέση έχω εγώ με όλους αυτούς; Σε ρωτάω εσένα που με ξέρεις καλά: τα πιστεύεις όλα αυτά για μένα; Αυτοί είναι αλήτες, κωλοκράτος, σε παρακαλώ κάνε κάτι και βγάλε από εδώ μέσα. Θέλω να με πιστέψεις, είμαι αθώος αλλά δεν έχω λεφτά, είμαι φτωχός και ένας μόνος του φτωχός δεν μπορεί να κάνει τίποτε.
Όλοι αυτό λένε πίσω από τα κάγκελα. Είμαι αθώος, το ήξερα αυτό από τα βιβλία. Από μαρτυρίες, κάτι ήξερα κι εγώ.
-Τι να σου κάνω ρε Πίθηκα;
-Έπρεπε να φτάσω εγώ μέχρι εδώ ρε φίλε; Είναι άδικο. Τους άλλους, τους μεγαλοκαρχαρίες, τους μεγαλοεμπόρους δεν τους αγγίζουν. Εμένα με μπλέξανε… κάνε κάτι ρε Αμβράζη… έχεις τον τρόπο εσύ. Βρες έναν καλό δικηγόρο για το φίλο σου, να μειωθεί η ποινή, να βγω έξω δεν μπορώ άλλο εδώ μέσα!
Ο καθένας με τον πόνο του. Τώρα ο Δούκας μιλούσε για ελευθερίες και που να τις έβρισκε. Όταν ήταν έξω, έλεγε πως θα φτιάξει τον κόσμο. Πως αυτός ήταν αρσενικός και θα τους έδειχνε.
Λυπόμουν πολύ για την κατάντια του αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Έτσι, αόριστα του είπα  πως θα έκανα ότι μπορούσα αλλά ήξερα κιόλα πως αιθεροβατούσα εκείνη τη στιγμή. Δεν ήθελα να του δημιουργήσω ψεύτικες ελπίδες, δεν είχα τέτοιες δυνατότητες.
Κινήθηκα λίγο στην αρχή, πήγα σε ένα γνωστό δικηγόρο να του αναθέσω την υπόθεση, πλήρωσα κάμποσα λεφτά. Λεφτά.
-Λεφτά! Μου είπε με έμφαση ο μεγαλοδικηγόρος. Χωρίς αυτά δε γίνεται τίποτε.
Αυτή η διαόλου κάλτσα οι δικηγόροι, όπως τους λένε.
-Δε γίνεται τίποτε, συνέχισε αφού μου έφαγε κάμποσα ακόμα. Τον έχουν στη μπούκα. Αν είναι δυνατόν να τον κρατήσουν για πάντα μέσα. Αν τα πράγματα αλλάξουν, αν τον στείλουν στις αγροτικές, μπορεί να μειωθεί η ποινή του.
Σκατά. Στη μπούκα, σκέφτηκα. Στη μπούκα ήμουν κι εγώ. Τι με ένοιαζαν τώρα όλα αυτά; Εγώ θα έσωζα τον κόσμο; Και εξ άλλου ο Πίθηκας είχε φταίξει, έπρεπε να πληρώσει, για τα ποινικά αδικήματα που είχε διαπράξει. Ωραίο αυτό. Αλλά έτσι γινόταν, ας πρόσεχε, θα μου πεις εσύ πρόσεχες; Μάλλον από τύχη ήμουν έξω, αλλά τώρα δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι αυτόν. Τίποτα. Έτσι τον παράτησα στη μοίρα του, τα ξέχασα όλα, γίνηκα για μια ακόμη φορά σκληρός, ρεαλιστής απέναντι στο φίλο μου.
-Τι θέλεις εσύ και μπερδεύεσαι, τι φταις εσύ; Εσύ θα σώσεις τον κόσμο; Μου είπε η Λουτσία όταν της τα εξηγούσα.
-Πάλι τα ίδια θα έχουμε; Εδώ υπάρχουν δικά μας προβλήματα.
Δε συμφωνούσα μαζί της. Μια ζωή τα ίδια η Λουτσία. Μόνο εμείς υπάρχουμε, εμάς πρέπει να κοιτάξουμε, εμείς έχουμε άλλο δρόμο. Μπορούμε και πρέπει να ξεφύγουμε, να μη σε νοιάζουν αυτά. Εντάξει, είμαστε αλτρουιστές, δίνουμε στους φτωχούς, τι άλλο θέλεις να κάνουμε;
Από την άλλη μπορεί να είχε δίκιο. Τι με ένοιαζαν εμένα όλα αυτά;       Εγώ ήμουν κάποιος, είχα κατορθώσει φτύνοντας αίμα να γίνω κάποιος. Στο δρόμο με αναγνώριζε ο κόσμος, μου μιλούσαν, έχαιρα της εκτίμησης τους, ήμουν κάποιος που κοίταζε τους γέρους του γονείς, τη γυναίκα του και το επικείμενο παιδί του. Φρόντιζα όσο μπορούσα τη ζωή μου, βοηθούσα τους φίλους, είχα φυτέψει μερικά δέντρα και θεωρούσα πως ήμουν ένας επιτυχημένος. Ένας άνθρωπος που είχε βολέψει τη ζωή του.  Ένας άνθρωπος που το μόνο; Που του έμενε να κάνει ακόμα στη ζωή του, για να πραγματοποιήσει τα όνειρα του, θα ήταν να γεννήσει ένα παιδί. Ένα γιο για να υπάρχει συνέχεια στο γένος των Αμβράζηδων
-Παιδί μου, είπε ο πατέρας μου, αυτό πρέπει να κάνεις τώρα, αυτό έχει αξία. Άξιος είναι ο άντρας που μπορεί να ζήσει τη γυναίκα του και το παιδί του. Θέλω κι εγώ προτού πεθάνω να δω ένα εγγονάκι, κάνε μου αυτή τη χάρη και μη τρέχεις από εδώ και από εκεί και να προσέχεις τον εαυτό σου! Είσαι άντρας! Κατάλαβε το, πάρε τις ευθύνες επάνω σου, μη ντρέπεσαι για ότι κάνεις. Είσαι ο καλύτερος για ότι κάνεις! Έτσι θα πιστεύεις. Οι Αμβράζηδες έχουν μια ιστορία, δεν επιτρέπεται, εσύ να την αμαυρώσεις.
Αμαυρώσεις. Ποτέ δεν περίμενα από τον πατέρα μου να μιλάει έτσι. Περισσότερο να μεταχειρίζεται τέτοιες λέξεις. Αμαυρώσεις, αξίες, άντρες, τιμιότητα, ευθύνες. Ποια ήταν η δική μου τιμή για την τιμιότητα μου; Αλλά, ο πατέρας μου τώρα στα ογδόντα του πρόλαβε να καταλάβει το λάθος; Αν ήταν να έφτανα κι εγώ μέχρι εκεί, ποτέ να μην έφτανα. Τι σόι ήρωας θα γινόμουν, έναν αιώνα λάθη και ύστερα συγγνώμη κάναμε λάθος και τα λοιπά…
Είχε επέλθει, λοιπόν, η κατάρρευση του Ανατολικού μετώπου- κατά που πέφτει η Ανατολή ποτέ δεν ήξερα ακριβώς. Η Δύση είχε κερδίσει καθαρά την άποψη, πως ο κόσμος μπορεί και πρέπει να ζήσει καπιταλιστικά. Από παντού συσσωρεύονταν οι ειδήσεις, πως τα συγκεντρωτικά καθεστώτα, η σοσιαλιστική επανάσταση, είχε δραματικό τέλος για την ιστορία μας. Τίποτε πια δε θα ήταν στηριγμένο στις κομμουνιστικές ιδέες.
-Κάναμε λάθος, μίλησε ο πατέρας μου. Εσύ το καταλαβαίνεις στα τριανταπέντε σου, κάτι είναι αυτό. Εγώ τι να πω; Στα ογδόντα, με αγώνες, με εξορίες, με ξερονήσια, με τόσους θανάτους! Που να κρυφτώ; Ξέρουν άραγε αυτοί που διέλυσαν τον Κομμουνισμό, το Κομμουνιστικό όνειρο, αυτοί που γράφουν την Ιστορία, ο Στάλιν, ο Χίτλερ, ο Τσόρτσιλ τον πόνο μας; Ξέρουν ότι μας γκρέμισαν μονομιάς το μοναδικό αντιστήριγμα για τον πόνο μας; Παιδί μου, φαίνεται πως τελείωσε αυτή η περιπέτεια του κόσμου, έρχονται άλλα πράγματα, άλλοι καιροί. Εγώ, λοιπόν, που είμαι παλιοκομμουνιστής, αθεράπευτα μεγαλωμένος με αυτές τις ιδέες, που έζησα λίγες στιγμές δίπλα στον Άρη, δε θέλω να το παραδεχτώ! Εσύ που τώρα διαφεντεύεις, είναι ανάγκη να το παραδεχτείς.
Στης ανάγκης τον καιρό λοιπόν, που λέει το τραγούδι θριάμβευσε και η Λουτσία, η μέλλουσα γυναίκα μου. Δεξιά ήταν, πως ταιριάζαμε τώρα εμείς οι δυο, βρείτε το εσείς. Δεξά και θρήσκα μέχρι παναγίας, εγώ αριστερός, άθρησκος και όλα τα α. Ατέλειωτοι ήταν οι τσακωμοί μας γι αυτά τα πράγματα.
-Σου το είχα πει εγώ πως θα καταρρεύσουν τα Κομμουνιστικά καθεστώτα αλλά δε με πίστευες. Το ίδιο πίστευε και ο μπαμπάς και να, που δικαιωθήκαμε!
Πάντα στη μέση ο μπαμπάς. Αυτός ήταν ο κεντρικότερος άξονας της. Εμένα ο πατέρας. Υπήρχε μια διαφορά όπως και να το κάνεις. Άλλο μπαμπάς, άλλο πατέρας. Αλλά έξυπνος καθώς ήμουν, άνθρωπος με ιδιαίτερη νόηση, από ταπεινοφροσύνη πήγαινα καλά, το ξανασκέφτηκα το πράγμα: Θα ακολουθούσα το δικό τους δρόμο. Αφού είχα τα πάντα τρόπος του λέγεις και πάνω απ όλα μια γυναίκα όπως την ήθελα, όπως την είχα φανταστεί στα παιδικά μου όνειρα, όμορφη, πλούσια, με προσωπικότητα, γιατί να εξευτελίζομαι στα Κομμουνιστικά δίκαια; Εξ άλλου υπήρχε και το χρήμα, γι αυτό δεν πασχίζουμε όλοι; Ε, λοιπόν, εγώ το είχα και αυτό! Δεν πα να κουρευτούν όλοι; Ο Δούκας, ο Ντάφλος, οι φυλακές, η μιζέρια, δεν παν να κόψουν το λαιμό τους; Ε; τι με ενδιέφερε εμένα; Εγώ ήμουν μια χαρά. Τάχα ο πρώτος δεν έλεγε πάντα πως η ζωή είναι για τους λίγους!
Εγώ, ίσως να ήμουν ένας από αυτούς κι ένιωθα υπερηφάνεια, ώρες-ώρες γι αυτά που λέω τώρα. Μόνο που δεν θα τα ξεφούρνιζα πουθενά. Φοβόμουν, περνούσα τον καιρό μου γυρίζοντας από εδώ και από εκεί. Ξενυχτούσα, έπινα, χαρτόπαιζα κάπου-κάπου, γινόμουν ένα μαζί με τον όχλο. Ε, δεν πειράζει, έλεγα όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν, γιατί όχι κι εγώ; Σπάταλος, ανεξέλεγκτος, ανελεύθερος. [Χειρότερος από τον Καραγάτση.]
Έβγαινα και με τη Λουτσία μερικά βράδια. Πηγαίναμε στα ακριβότερα μαγαζιά. Τρώγαμε, πίναμε, γλεντούσαμε και όλοι μας καμάρωναν. Ήμασταν ένα καθώς πρέπει ζευγάρι, τι ωραία που είναι η Λουτσία! Και ο Αμβράζης υπέροχος! Μοιάζει με τον Ρετ Μπάτλερ στο όσα παίρνει ο άνεμος. Ίδιος δεν είναι; Έλεγαν οι πιο πολλοί και ζήλευαν. Ζήλευαν τη μοίρα και τον πόθο μου.

συνεχίζεται

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 35






Όλα έχουν ένα τέλος, καλώς ή κακώς. Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον, ήταν ένα από τα τελευταία ρητά που ξεφούρνιζε ο Ντάφλος. Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τη μοίρα μας, συνέχιζε, είναι όλα κανονισμένα. Έτσι και η συνεργασία του με τον Δούκα έφτανε στο τέλος της. Δεν μπορούσαν να ήταν πια μαζί, έτσι κι αλλιώς από κάποια ανάγκη το έκαναν. Άρα ήταν υποχρεωμένοι ο ένας να ρίξει τον άλλον, για να μείνει η επιχείρηση καφενείο στον κερδισμένο.
Μια από εκείνες τις μέρες λοιπόν, ο Ντάφλος αποφάσισε να βγει βόλτα με τον γιο του, τον Τίτο. Ο Τίτος είχε μεγαλώσει πια, ήταν φοιτητής της Ιατρικής. Τον σύστησε στον Δούκα.
-Ο γιος μου ο Τίτος! Είπε αγκαλιάζοντας τον. Ο κύριος Δούκας.
-Χαίρω πολύ, είπε ο Δούκας άκεφα, χωρίς να δώσει το χέρι του-τις είχε ξεχάσει αυτές τις αβρότητες από χρόνια.
-Θα φύγουμε εμείς τώρα, θα πάμε μια βόλτα, έχε το νου σου στο μαγαζί, είπε ο Ντάφλος φανερά ενοχλημένος.
-Να πάτε, απάντησε. Εγώ να δω πότε θα φύγω… μέρα-νύχτα στο καφενείο είμαι!
-Τι εννοείς; Τον κοίταξε συνοφρυωμένα. Έχεις και παράπονο;
-Τίποτα, πηγαίνετε, δεν έχω παράπονα.
-Άμα είναι έτσι να μην πάμε πατέρα, τόλμησε να εκφράσει ο Τίτος.
Ο Ντάφλος τους αγριοκοίταξε και τους δυο.
-Πάμε, είπε ύστερα από λίγη σιωπή.
-Που θα πάμε; ρώτησε όταν είχαν μπει ήδη στο ταξί.
-Θα δεις … χαμογέλασε. Μεγάλωσες τώρα, οπότε μπορούμε να πάμε όπου θέλουμε. Θέλω να έχεις κέφι ε; Όχι μούτρα και τέτοια. Γιατί, να σου πω, ότι και να πεις έχω μερικά παράπονα από σένα. Και πρώτον που τόσον καιρό δεν ήρθες να δεις τον πατέρα σου.
-Δεν μπορούσα πατέρα. Το σχολείο, το ψιλικατζίδικο… δικαιολογήθηκε κάπως άβολα.
-Το έχετε ακόμα το ψιλικατζίδικο! Μπράβο!
-Εμ, βέβαια, το έχουμε, πως θα ζούσαμε, βλέπεις εσύ…
-Άστα αυτά. Τα ξέρω, δεν ήμουν καλός πατέρας αλλά έφταιγε η μάνα σου. Αλλά άστα αυτά απόψε, θέλω κέφι, χαρά, γλέντι. Εντάξει;
-Εντάξει, εντάξει πατέρα.
Του άρεσε αυτό το «πατέρα». Έδειχνε σεβασμό, τον κοίταζε και κορδωνόταν «Μωρέ, πως μεγάλωσε έτσι! Σωστός άντρας!» Και καθώς δεν είχε πιει ακόμα πολύ ή δεν τον είχε πιάσει το ποτό, όλο τον αγκάλιαζε τρυφερά κι όλο «α, ρε Τίτο!» του έλεγε με χαρά και παράπονο.
Μετά από μερικές ασκοπες βόλτες κι ενώ συνέχεια σκεφτόταν που να πάνε, αποφάσισε να τρυπώσουν σε κάποιο ακριβό καμπαρέ από κείνα που σύχναζε όταν είχε λεφτά. Βέβαια, τώρα δεν τον έπαιρνε αλλά δε βαριέσαι, σκέφτηκε, μια φορά στο τόσο τον έβλεπε.
Κάθισαν σε ένα τραπεζάκι στο βάθος, πατέρας και υιός, δίχως ο κόσμος να τους νοιάζει.
-Έχεις πάει ρε μπαγάσα σε τέτοιο μαγαζί; Είδες που σε έφερε ο πατέρας σου!
-Όχι, δεν έχω πάει, αλλά μου αρέσει, είπε ο Τίτος που είχε αρχίσει να το διασκεδάζει, παρατηρώντας το θέαμα, τις ωραίες γυναίκες, τη μουσική, την κίνηση.
-Θα πιούμε; Ρώτησε χαμογελαστά.
-Ε, βέβαια θα πιούμε, αναταράχτηκε ο Ντάφλος. Φέρε μας ένας μπουκάλι Τζόνι και τα σχετικά, είπε στο γκαρσόνι που δεν τους καλοέβλεπε σαν πελάτες.
-Κερνάω εγώ! Είπε ο Τίτος με νόημα.
-Μην το ξαναπείς αυτό! Καμώθηκε πως αγρίεψε τάχα. Έχεις καιρό για κεράσματα.
-Ότι πεις! Δεν μπορώ να σου χαλάσω το χατήρι.
Σε λίγο όμως το γκαρσόνι επέστρεψε και τους είπε ευγενέστατα να σηκωθούν να τους πάει να καθίσουν σε ένα άλλο τραπέζι, πιο κεντρικό, κοντά στην πίστα, που ήταν ήδη στρωμένο, σερβιρισμένο, ένα μπουκάλι Σίβας, ποτήρια, παγάκια, φρούτα και τα λοιπά. Ο Ντάφλος σα να αιφνιδιάστηκε.
-Γιατί; απόρεσε. Καλά είμαστε εδώ.
-Σας παρακαλώ! Μπήκε στη μέση ο μαιτρ. Καθίστε εκεί, υπάρχει λόγος.
Πατέρας και γιος ανοιγόκλεισαν τα μάτια.
-Πάμε, είπαν και σηκώθηκαν.
Όταν βολεύτηκαν, έβαλαν ποτό, τσούγκρισαν. Ο Τίτος παρατήρησε καθώς έτρωγε ένα κομμάτι μπανάνα πως κάποια όμορφη γυναίκα, από το βάθος συχνοκοίταζε προς το μέρος τους κι όλο χαμογελούσε.
-Εσένα κοιτάζει, γύρισε στον πατέρα του και τον ανάγκασε να την δει.
-Ποια; Κοίταξε ένα γύρω με προσοχή
-Μα, αυτή, του έκανε με νόημα.
Την είδε μπροστά από τις βεραμαν κουρτίνες να του χαμογελάει κλείνοντας το μάτι της. Κούκλα σωστή, πανέμορφη και σκέφτηκε πως μάλλον λάθος θα έκανε αλλά δεν πρόλαβαν να το κουβεντιάσουν. Εκείνη ήρθε λικνιστικά στο τραπέζι τους. Μάλιστα έσκυψε και τον φίλησε
Να καθίσω; Ρώτησε. Δε θα με κεράσετε ένα ποτό; Και κάθισε.
Ο Ντάφλος άναυδος! Ο Τίτος απλά παρακολουθούσε-κάτι του άρεσε στο σκηνικό
-Έλα καημένε! Βάλε να πιούμε, έκανε σκασμένη στα γέλια κι έβαλε μόνη της.
-Ποια είσαι; Ψέλλισε κατεβάζοντας όλο το ποτό.
-Η Βασιλική! Είπε και χάιδευε στα μαλλιά τον Τίτο. Γιος σου;
-Ναι, γιος μου… η Βασιλική!
Πετάχτηκε επάνω, την αγκάλιασε και τη φίλησε.
-Σιγά!  του είπε αυτή. Εδώ είναι μαγαζί πολυτελείας. Κάθισε, ον έσπρωξε απαλά στην καρέκλα.
Κάθισαν. Του Ντάφλου το μυαλό πήρε εκατό στροφές, όχι παραπάνω. Έφτασε γρήγορα στο συμπέρασμα. Πουτάνα, σκέφτηκε. Πουτάνα πολυτελείας η πρώην γυναίκα του Δούκα.
Εκείνη σα να κατάλαβε τις σκέψεις του, ναι, του είπε κουνώντας το κεφάλι της. Έτσι ακριβώς είναι φίλε μου
-Τι γίνεται ο Δούκας; Γέλασε κακαριστά. Το κάθαρμα, ο Αλμύρας, ο φίλος σας ζει;
-Μια χαρά είναι! Ενθουσιάστηκε. Και πήρε ένα καλάθι με λουλούδια  και την έλουσε.
-Μη! Του είπε αυτή. Είναι ακριβά, δεν πρέπει.
Αλλά ο Ντάφλος είχε πάρει φόρα. Ανάποδες. Δεν πειράζει, χαλάλι σου, φέρε κι άλλα! Είπε στη λουλουδού. Έπειτα ρώτησε τη Βασιλική πως είχε φτάσει μέχρι εκεί
-Θέλεις να πεις πως με λυπάσαι; Έκανε με κάποια δύσκολη γκριμάτσα λύπης ή σιχασιάς η ίδια.
-Όχι ρε, όχι, βιάστηκε να διορθώσει
-Ο φίλος σου ο Δούκας φταίει! Κι ύστερα πάλι γέλασε. Δεν πειράζει, είμαι μια χαρά, καλό μεροκάματο, καλοί πελάτες, τι νομίζεις Ντάφλο; Εσύ αγόρι μου τι κάνεις; Γύρισε και παραχάιδεψε τον Τίτο στο στέρνο που είχε ιδρώσει.
-Καλά είμαι, είπε λίγο χαμένα και προσπάθησε να της διώξει το χέρι.
-Μην κάνεις έτσι αγόρι μου! Εδώ είναι το καμπαρέ της ευτυχίας, του είπε και έχωσε τώρα το χέρι της ανάμεσα από τα πόδια του αυτή τη φορά.
Σε λίγο τον αγκάλιασε, τον φίλησε στα χείλη. Ο Τίτος αναψοκοκκινισμένος από το ποτό, τη μουσική, τη ζεστασιά της, δε σκεφτόταν τίποτα. Εξ άλλου τι να σκεφτόταν; Ντρεπόταν λίγο για τον πατέρα του που τον είχε πιάσει για τα καλά το πιώμα και ήδη δεν ήξερε τι έκανε αλλά μήπως αυτός ήξερε;. Ο Ντάφλος παράγγελνε συνέχεια λουλούδια, σε λίγο είχε έρθει και μια άλλη κυρία στο τραπέζι τους, παράγγειλε σαμπάνιες, είχε άραγε λεφτά; Αλλά μάλλον θα είχε αφού παράγγελνε. Γλεντούσε με τον γιο του που είχε γίνει πια άντρας.
Ώσπου, η ώρα είχε πάει κοντά τέσσερις. Ο Ντάφλος ακούμπησε στο ημίφως το κεφάλι του στο τραπέζι. Η Βασιλική είχε σηκωθεί πολλές φορές από το τραπέζι τους να πάει σε άλλους πελάτες. Ο Τίτος τσιμπήθηκε κάπως όταν είδε που τη χαϊδολογούσαν αλλά του πέρασε, δε θα την παντρευόταν κιόλας.
Η Βασιλική εκτέλεσε ένα ωραίο χορευτικό στην πίστα. Τζαζ. Ο Ντάφλος μισοκοιμόταν μεταξύ ουρανού και γης.
-Μην κάνεις έτσι, του είπε όταν ξαναήρθε. Εγώ εσένα θέλω. Δε με νοιάζουν αυτοί, απλά είναι δουλειά. Περίμενε, μη φύγετε και κοίταξε τον μισοκοιμισμένο πατέρα του.
-Τι θα τον κάνουμε; Που θα τον πάμε; έκανε με νόημα.
-Θα τον πάμε στο σπίτι, φυσικά.
-Ωραία, περίμενε λίγο, σε πέντε λεπτά κλείνουμε και φεύγουμε.
Πράγματι έτσι έγινε, πήραν ένα ταξί, έφυγαν. Έγιναν πουλιά. Έβάλαν το Ντάφλο μπροστά που παραμιλούσε αλλόκοτες λέξεις, τσιμέντο, πουτάνα, δέντρο, ενώ ο ταξιτζής ρωτούσε που πάμε ρε παιδιά; Στο διάστημα; Άσε μας και συ ρε φίλε! Πεταγόταν ο Ντάφλος. Τι να πεις; Κι αυτοί φιλιόντουσαν.
Τον άφησαν στο σπίτι, συνέχισαν για το ξενοδοχείο.
Κατέβηκαν στο Κάραβελ, σχεδόν τον τραβούσε στα σκαλοπάτια, στο ασανσέρ, κόλλησαν τα σώματα τους. Η Βασιλική τον έσερνε, τον τραβούσε με τα μάτια, με τα χέρια κι αυτός να συνεχίζει να τα έχει κάπως χαμένα. Κάπου στο σκοτάδι. Αυτό είναι εξπρεσιονιστικό. Άστο. Αλλά όταν τον έγδυσε ή την έγδυσε στο κρεβάτι, η τρεμάμενη σαραντάρα, πεινασμένη για λιονταρίσια σάρκα, όλα ήταν καλά στη ζούγκλα της ανθρώπινης πραγματικότητας.

συνεχίζεται

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2020

ΟΙΑ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 34




Πάντα είχα την εντύπωση ότι δεν πήγαινα πουθενά. Ακόμα και η πιο καλή μουσική, το πιο καλό φαγητό, δε μου ταίριαζαν. Ιδιαίτερα όταν μου έβαζαν τέτοια πόστα οι φίλοι μου. «Ασε τους φίλους σου» μου είπε ο πατέρας μου. «Φίλος επιζήμιος, εχθρός αποκαλείται. Σου το είχα πει από την αρχή πως δεν κάνουν αυτοί για σένα. Τι θέλεις εσύ μαζί τους;»
Σωστό μου φαινόταν πως ήταν. Το ίδιο έλεγε η μάνα μου που δεν ήξερε πια τι ήταν τα κεριά, τι ήταν οι εκκλησίες κι έβγαινε μονάχα  στην αυλή μας. Καθόλου παραπέρα
Εγώ όμως ήθελα άλλες δουλειές, άλλα πράγματα κι ύστερα δε χώνευα αυτούς που έκαναν τους έξυπνους, αυτούς που νόμιζαν πως ήταν έξυπνοι. Τέτοια φάρα ήμουν ο Αμβράζης-Αντώνιος-Αλμύρας. Ένας Αλμύρας σκέτος που πήγαινε οικιοθελώς στην καταστροφή.
Δε μου άρεσε πια ούτε η Λουτσία, την είχα βαρεθεί, δεν ήταν πια η κοριτσούλα που είχα γνωρίσει κι αυτός ο ορθολογισμός της, να φτιάξουμε το σπιτικό μας, να κάνουμε παιδιά, να είμαστε ένα νόμιμο ζευγάρι, μου την έδιναν στα νεύρα. Μόνο αυτά ήθελε, τα άλλα τα είχε βάλει στην άκρη. Τέρμα το θέατρο, η καριέρα, ο κινηματογράφος. Τέρμα όλα αυτά. Της είχε κοστίσει βέβαια αλλά με τον καιρό το είχε συνηθίσει πως τώρα θα στηριζόταν μονάχα επάνω μου.
-Θα φτιάξουμε το καινούριο σπίτι μας μου είπε μια μέρα κι ξεκίνησε αρχής, γενομένης να βάλει τα ονόματα μας στο κουδούνι: Αμβράζης – Παπακυριακού
Τους δικούς της δεν τους μπέρδευε στα πόδια μας πια. Έτσι κι αλλιώς ήταν ανεξάρτητη, είχε τα οικονομικά της, αυτό που της απόμενε ήταν ο γάμος και η καταξίωση σε μια τέτοια κοινωνία. Γι αυτό έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά, συσσωρεύοντας χιλιάδες πράγματα στο μεγάλο ρετιρέ της Κηφισιά που το είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της.
Τεράστιο. Σαν αλάνα μου έμοιαζε, της το είπα χαριτολογώντας, εγώ ποτέ δεν ήθελα ένα τόσο μεγάλο σπίτι. Μάλιστα, πρόσθεσα πως όταν θα γεννιόταν ο γιος μας, θα έπαιζα εκεί μπάλα μαζί του.
Βιβλιοθήκες, έπιπλα, μπαρ, όλα τα έφτιαχναν οι εργάτες, εμείς απλώς λέγαμε εδώ θα μπουν ή θα τοποθετηθούν. Η Λουτσία, βέβαια, ήταν πάντα εκεί παρών κι εμένα που με έβλεπε αδιάφορο, έως κυνικό κάμποσες φορές, μου το είπε.
-Τι έχεις; Γιατί δε στέκεσαι πουθενά; Μοιάζεις έτοιμος να το βάλεις στα πόδια! Πες μου το, άμα δε θέλεις, άμα δε μ αγαπάς, να ξέρω τι να κάμω…
Ήταν τόση η αγωνία της, που κάποτε συμμαζευόμουν αλλά σπάνια. Έτσι με έπιανε στα πράσα. «Που θα πας; « έλεγα κι απ την άλλη, «δεν έχεις ανάγκη κανέναν, δε χρωστάς πουθενά, οι δουλειές πάνε καλά!» Είχα κάνει κάποια λεφτά, δε σκεφτόμουν να παντρευτώ από συμφέρον. Έτσι κι αλλιώς ποτέ δε μου άρεσε ο γάμος.
Τα έλεγα αυτά στους φίλους μου όταν τύχαινε να βρεθούμε-τι, όταν τύχαινε, όλο εκεί ήμουν. Βιαζόμουν να φύγω απ τη Λουτσία, από το τεράστιο σπίτι, τη φευγαλέα εγκαρτέρηση της, τη στωικότητα που έβλεπα να με περικυκλώνει.
Η Λουτσία που ήταν πιο ζεστή, πιο τρυφερή από ποτέ. Με αγαπούσε, δεν ήθελε να με χάσει κι όλο με ρωτούσε πότε θα πάμε στους δικούς της επίσημα, πότε θα γίνουν όλα αυτά και κανόνιζε ακόμα και το πολυτελέστατο πιάνο μπαρ που θα γινόταν το γλέντι μετά το γάμο μας.
-Τι ανάγκη έχεις τώρα εσύ; Μου είπε ο Δούκας. Όλα σου τρέχουν, μη σκέφτεσαι αλλιώτικα. Εμείς τι να κάνουμε…
-Μην το κουνήσεις φουκαρά! Με συμβούλεψε ο Ντάφλος.
Έβλεπα πως με σκεφτόντουσαν, πως με λαχταρούσαν, ήμουν ένας δικός τους άνθρωπος αλλά ήταν έξω από το χορό γιατί εγώ δεν τους αποκάλυπτα τις μύχιες σκέψεις μου, τις αιώνιες τάσεις φυγής, τα υπαρξιακά μου προβλήματα που μεγάλωναν και τελευταία ανέδειξαν κι έναν περιστασιακό υποχονδριασμό. Μια μέρα, μάλιστα, είχα τρέξει σε έναν γιατρό, προσωπικό της οικογένειας της Λουτσίας. Την πήρα άρον-άρον και πήγαμε. Τι είχα πάθει; Έλεγα πως δεν μπορούσα ν ανασάνω, πως είχα μια ατονία, πως είχα τάσεις μελαγχολίας, μοναξιάς που με ανέβαζαν στα ύψη. Με εξέτασε ο γιατρός και γέλασε.
-Φύγετε, μου είπε. Δεν έχεις τίποτε!
Έτσι απλά. Κι εγώ έγινα καλά. Κορόιδευα τον εαυτό μου αν και ήξερα κατά βάθος πως κάτι δεν πήγαινε καλά με μένα. Τις νύχτες πεταγόμουν επάνω ξαφνικά και θυμάμαι μια τέτοια νύχτα
Κορόιδευα τον εαυτό μου αν και ήξερα πως κατά βάθος κάτι στράβωνε. Τις νύχτες πεταγόμουν επάνω ξαφνικά, θυμάμαι μια τέτοια νύχτα που το έκανα, τέσσερις η ώρα το πρωί, βγήκα αναμαλλιασμένος απ τη μπαλκονόπορτα στη μεγάλη βεράντα του καινούριου σπιτιού μας κι έπεσα στα γόνατα. Έβαλα τα χέρια μου σαν προσευχή προς τον ουρανό, ωστόσο η Λουτσία είχε έρθει πλάι μου. Με αγκάλιασε μα εγώ δεν μπορούσα ούτε να την κοιτάξω. Κοίταζα μονάχα ψηλά, στον ουρανό, στο χάος, εκεί που τα άστρα τρεμόσβηναν, σαν την ψυχή μου εκείνη την ώρα.
Η Λουτσία με χάιδευε απαλά, ανήσυχη.
-Τι έχεις άντρα μου; Δεν είναι τίποτε, μη φοβάσαι, μου λεγε συνέχεια αλλά που εγώ…
Αυτός κι αν ήταν πανικός-ξέρετε μερικές φορές λέω την αλήθεια, άλλοτε όχι.
Δεν μπορούσα να ζήσω άλλο μαζί της αλλά πώς να το εξηγήσεις αυτό σε μια γυναίκα που σ αγαπάει; Αισθανόμουν την παρουσία της να με παρατηρεί παντού. Αρρώσταινα περισσότερο, σηκωνόμουν κι έφευγα. Που πήγαινα; Όπου με έβγαζε ο δρόμος. Συνήθως στα μπαράκια, μου άρεσαν οι γυναίκες η αλητεία τους. Ξέφευγα, έπινα, μιλούσα, γλίτωνα. Ή νόμιζα πως γλίτωνα, γιατί κάποτε επέστρεφα μισομεθυσμένος.
Τις πιο πολλές φορές δε μου έλεγε τίποτε. Με κοίταζε μόνο, αγουροξυπνημένη, καθιστή στα γόνατα, στο κρεβάτι. Έπεφτα εγώ τότε πάνω της, κάναμε έρωτα και μετά κλαίγαμε. Ξημέρωνε κάποτε η μέρα και μας έβρισκε αγκαλιασμένους κατάχαμα στην κουζίνα, στο χολ και αλλού.
Το πρωί ερχόταν πιο δύσκολο-σχεδόν πάντα έφευγα σαν κυνηγημένος.
-Μείνε λίγο! Μείνε σε παρακαλώ, να πάρουμε μαζί πρωινό, να μιλήσουμε, το έχω ανάγκη, μου έλεγε με παράπονο.
Τίποτα εγώ.
-Έχω δουλειά, πρέπει να φύγω, απαντούσα από την πόρτα. Έπειτα ένα βιαστικό, άνοστο φιλί και δρόμο.
Όλα τα μαντάτα όμως έρχονται ξαφνικά, αναπάντεχα. Μέσα σ αυτές τις αυταπάτες, τους ξεπεσμούς, πήγαινα που και που στους γονείς μου που με καμάρωναν. Είχα αυτοκίνητο, τους εξυπηρετούσα, τους έβγαζα καμιά βόλτα στους γιατρούς δηλαδή, ή μερικές φορές στην εκκλησία με τη μάνα μου που δεν μπορούσε πια να πηγαίνει μόνη της. Εγώ στεκόμουν πάντα μακριά, στα σκαλοπάτια και βάλε. Είδε κι έπαθε να με ανεβάσει μια Κυριακή στο προαύλιο, σχεδόν με παρέσυρε να μπούμε μέσα. Τίποτα εγώ. «Με πειράζουν τα κεριά, τα λιβάνια» έλεγα.
Αυτή με κοίταζε με συντριβή.
-Δεν πας καλά παιδάκι μου, τι πράγματα είναι αυτά; Ο θεός είναι μεγάλος, έλα ν ανάψεις ένα κερί!
Δεν πήγαινα όμως. Χωνόμουν στην άβυσσο. Έτρεμα, δε μιλούσα σε κανέναν, προσπαθούσα ν αποφύγω τους ανθρώπους, γιατί, όλο περισσότερο ψεύτικοι, απατεωνίσκοι μου φαινόταν. Συχνά μονολογούσα, έλεγα πως δεν έχει νόημα να συνεχίζεις να ζεις έτσι, πάρε κάποιες αποφάσεις, αυτή είναι η ζωή, είτε σ αρέσει είτε δε σου αρέσει. Τότε, λοιπόν, ήρθε το ξαφνικό μαντάτο που σας έλεγα: Ο θάνατος της Βαριεντίνας. Μου το ανακοίνωσε η Λουτσία ένα μεσημέρι που επέστρεψα από τη δουλειά. Μόλις είχαμε καθίσει να φάμε.
- Ξέρεις… μου είπε και κόμπιασε.
Ήξερε πόσο αγαπούσα τη Βαριεντίνα. Γνώριζε ακόμα πόσο είχα συνθλιβεί από τον θάνατο του Τασούλη, που γι αυτόν, η ίδια δεν είχε πονέσει αλλά με τη Βαριεντίνα, είχαν γίνει φίλε, έκαναν παρέα, παρ ότι δεν της συγχωρούσε που όπως έλεγε με είχε κλέψει από αυτή. Το έβλεπα συχνά στα μάτια της, σαν παράπονο αλλά μιλιά δεν έβγαζε γι αυτό. «Ταιριάζετε οι δυο σας» έλεγε και σώπαινε γι αυτό το θέμα. Ήταν διακριτική, πανέμορφη στα σαράντα εννιά της χρόνια, έφυγε.
Βουβάθηκα.
Δεν έκλαψα. Δεν μπορούσα να κλάψω. Μόνο η Λουτσία έκλαιγε με αναφιλητά στην αγκαλιά μου.
Ύστερα δεν μπόρεσα άλλο. Πήρα τους δρόμους με το αυτοκίνητο, τρέχοντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Η Λουτσία ήρθε μαζί μου, δεν ήθελε να με αφήσει μόνο μου σε τέτοιες στιγμές. «Είσαι άντρας!» μου είπε και με πρόλαβε παρ ότι εγώ βγήκα σα σίφουνας.
-Κάθισε στο σπίτι σου! της είπα νευρικά.
Αλλά δε με άφησε ν ανοίξω την πόρτα του αυτοκινήτου. Όταν το κατάφερα, παλεύαμε οι δυο μας μπροστά στους περαστικούς, χώθηκε στο τιμόνι, πριν από μένα και δεν έλεγε να το κουνήσει από εκεί.
-Τώρα κάνε ότι θέλεις, μου είπε σαν ησυχάσαμε λίγο. Τράβα πέρα, πίσω από τον κόσμο, στη θάλασσα, στον ουρανό αλλά θα είμαι μαζί σου.
Τσιμπούρι σκέτο, βδέλλα στο σβέρκο, σκέφτηκα αλλά δε γινόταν αλλιώς. Μπήκε στη θέση του συνοδηγού, συμφωνήσαμε με τα μάτια, πήρα το τιμόνι.
Τράβηξα πίσω στη θάλασσα. Κοντά της, συχνά πήγαινα όταν ήμουν λυπημένος. Στην Κακιά θάλασσα.
Φυσούσε ένας αγέρας αβόλευτος από παντού. Γκρίνιαζε ο ουρανός, αστραποβολούσε, Καλοκαίρι καιρό. Το κύμα φουρτουνιασμένο έφτανε μέχρι τα πόδια μας, εκεί, σε κάτι γύφτικες, χαλασμένες παράγκες που καθίσαμε, έξω στα βράχια να θωρούμε το πέλαγος. Άσπρο, μπλε, μαύρο. Ο ουρανός ένα με τη θάλασσα στο βάθος κι η παραλία κιτρίνιζε από τη θολούρα του κυμάτου. Χοντρές στάλες έπεσαν πάνω μας, η βροχή, η καταιγίδα, ο θάνατος.
Μέναμε όμως εκεί, κουκουβισμένοι, μισοαγκαλιά με τα χέρια υγραμένα στον άνεμο. Τέτοια προσμονή δεν την περίμενα ποτέ από τη Λουτσία.
Κάποτε ξεχαστήκαμε και φύγαμε.
Την άλλη μέρα έγινε η κηδεία. Εγώ δεν πήγα μέσα, παρακολουθούσα απ έξω, απ τα κάγκελα. Οι άλλοι ήταν όλοι κοντά και γύρω από τον τελευταίο περίπατο της Βαριεντίνας. Ο Ντάφλος, ο Δούκας, η Έλεν, μισότρελη, ο Λινάτσας.
Κόσμος πολύς.

συνεχίζεται

Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 33




Μόλις στάθηκαν πάλι στα πόδια τους ο Ντάφλος μίλησε πρώτος.
-Γρήγορα είναι, να το σκεφτώ πρώτα, είπε καθίζοντας πάλι. Τι ώρα είναι;
-Αργά. Τρεις, τρεισήμισι τη νύχτα, είπε ο Δούκας προσπαθώντας να κοιτάξει το ρολόι του.
- Θα μείνεις εδώ; Σχεδόν αναρωτήθηκε παρά τον ρωτούσε και κοίταζε γύρω.
-Που να πάω…
-Καλά. Πάρε μια κουβέρτα, ξάπλωσε σε κείνο τον καναπέ. Βολέψου και τα λέμε το πρωί κι έγειρε ο ίδιος να κοιμηθεί στο ντιβάνι με το ποτήρι στο χέρι. Σε λίγο τον είχε πάρει ο ύπνος και ροχάλιζε.
Ο Δούκας πήγε κοντά να του πάρει το ποτήρι αλλά δεν πρόλαβε. Το ποτήρι έπεσε στο δάπεδο, έσπασε. Ο μεταλλικός, γυάλινος θόρυβος, ξύπνησε την Έλεν Νασοπούλου που άνοιξε μια στιγμή τα μάτια της. Γύρισε, κοίταξε τον Δούκα απορημένη, στον κόσμο της. Έναν κόσμο που όσο πήγαινε ο λαβύρινθος του όλο και μεγάλωνε.  Άπλωνε στην ευθεία, ίσιωνε απελπιστικά, χωρίς μνήμη. Τουλάχιστον φωναχτή.
Ο Δούκας την παρατήρησε κάμποσο καθώς ξανακοιμήθηκε καθιστή δίπλα στο τζάκι και παραξενεύτηκε με τις μικρές και άναρθρες κραυγές που άρχισε να βγάζει. Μπερδεύονταν με τον αέρα που φύσαγε έξω και το ροχαλητό του Ντάφλου: Άουεεεεεείιι!...άουθθθθ, φςςς…έιιιιι…φίουουου…φυυυυυυ…όουουου….φςςςς!

Όλο εκείνο τον καιρό με είχε καταβάλει ο θάνατος του Τασούλη. Δεν ξέρω γιατί αλλά κάτι βάραινε μέσα μου σαν υπευθυνότητα. Ναι, λες και ήμουν κι εγώ υπεύθυνος που πέθανε τόσο νέος. Τι τρέλα ήταν αυτή; Τριβέλιζε συνέχεια στο μυαλό μου η εικόνα του, τα όσα είχαμε περάσει μαζί. Το πρωί που ξυπνούσα και πήγαινα να πλυθώ και να χτενιστώ στον καθρέφτη, έβλεπα το πρόσωπο του, φευγαλέα, στο τσακ.
Θα ήταν βέβαια, ο φόβος, ο τρόπος που πέθανε, το αόριστο της ύπαρξης, η μηδαμινότητα, η απελπισία που κάρφωνε στο μυαλό τις πιο δυσάρεστες πλευρές της ζωής.
Τις περισσότερες ώρες μου τις περνούσα στο εργαστήρι μου. Ίσως και τις καλύτερες εκείνο το διάστημα Εκεί ξεχνιόμουν δουλεύοντας χωρίς σταματημό, μέχρι αργά τα βράδια. Έτσι απέφευγα να είμαι πολύ με τη Λουτσία, να την έχω συνεχώς δίπλα μου Είχα αρχίσει ήδη να βαριέμαι να είμαστε συνέχεια μαζί.. Εκείνη το έβλεπε κι όλο με ρωτούσε γιατί κάνω έτσι, ενώ εμένα με νευρίαζαν αυτές της οι ερωτήσεις, αγρίευα.
-Πως κάνω; απαντούσα. Μια χαρά είμαι…
Ο κόμπος όμως για τον επικείμενο γάμο μας είχε φτάσει στο χτένι. Τέσσερα χρόνια ήμασταν ήδη μαζί, το είχαν χωνέψει και οι γονείς της, γενικά όλο το σόι, αφού τώρα ήμουν κι εγώ κάποιος- όχι ο καθένας. Αυτοκίνητο, εργασία, αναγνώριση, χρήματα, ένας καθώς πρέπει γαμπρός. Εμένα, πάλι, αυτό το γαμπρός δε μου κολλούσε καθόλου. Δεν ξέρω γιατί αλλά εκείνος, ο άλλος κόμπος που με είχε πρωτοπιάσει όταν παντρευόταν ο φίλος μου ο Ντάφλος, ερχόταν ξανά σαν αναπαλαίωση των στιγμών.
Σα να ζούσα τα ίδια πράγματα όπως τότε με την Καίτη. Φυσικά η Λουτσία δεν έμοιαζε πουθενά μαζί της- αν και ψέματα μου φαίνεται πως λέω, γιατί οι γυναίκες λίγο πολύ, μοιάζουν μεταξύ τους- αλλά, άλλο ψέμα αυτό; Την αγαπούσα.
-Έχεις βολευτεί μαζί της, αυτό είναι όλο, μου είπε ο Δούκας όταν το συζητήσαμε Έτσι έκανα κι εγώ με τη Βασιλική, προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου πως την αγαπούσα και είδες πως κατάντησα, ολοκλήρωσε μια άποψη. Που με καθήλωσε.
Ο Ντάφλος πάλι, φαινόταν και ήταν σε λήθαργο εκείνο τον καιρό.
- Κάνε ότι θέλεις, μου είπε ένα βράδυ που καθόμασταν στου Λινάτσα. Ίδιος θα είσαι πάντα, δεν αλλάζεις εσύ, σε έχουν πάρει τα γρανάζια άλλων πραγμάτων. Και να παντρευτείς θα χωρίσεις, να μου το θυμηθείς. Δεν κάνεις για τέτοιες ιστορίες.
Είχαν ανοίξει τελικά εκείνο το καφενείο αλλά τίποτε δεν πήγαινε καλά. Στην αρχή κάτι γινόταν από αυτά που είχαν υπολογίσει, όσο δηλαδή ο Ντάφλος είχε κόψει για λίγο το ποτό και ο Δούκας το χαρτοπαίγνιο, τα μπαράκια . Τότε μπορούσαν να δουλεύουν, να προσέχουν τους πελάτες, να κοιτάνε λίγο τη δουλειά τους. Σιγά-σιγά όμως άρχισαν πάλι τα ίδια. Ο ένας στουπί, να τσακώνεται χωρίς λόγο με τους πελάτες, ο άλλος ξενύχτι, χαρτί, γυναίκες δηλητήριο και κόντρα ανελέητους τσακωμούς οι τρεις τους μπροστά σε όλους τους πελάτες που δυσανασχετούσαν και δεν σύχναζαν πια εκεί. Και λέω οι τρεις γιατί είχαν πάρει μαζί τους την Φραντζέσκα να τους βοηθάει στη λάντζα κυρίως αλλά και στο σερβίρισμα.
-Να δεις, του είπε ο Δούκας, είναι τσακάλι θα μας ανεβάσει τη δουλειά.
-Ε, τότε να πάρουμε και την Έλεν! πετάχτηκε ο Ντάφλος. Θα τη βάλουμε στη λάντζα, να έχει κι αυτή κάτι να κάνει
Έτσι και έγινε. Η πρώην κυρία υπουργού, η Έλεν Νασοπούλου, δούλευε στη λάντζα ενός μαυρισμένου καφενείου. Αυτό δε θα το φανταζόταν ποτέ για τη μοίρα της, Γιατί, καλά η άλλη, η Φραντζέσκα γι αυτά ήταν γεννημένη. Έτσι την είδα ένα βράδυ που πήγα από εκεί για να δω το κατάντιο των φίλων μου. Τότε τη γνώρισα κι έπαθα. Τι πράγμα ήταν αυτή! Άλλου είδους άνθρωπος, σωστή αντρογυναίκα. Σαραντάρα όμως τώρα πια και το πρόσωπο της είχε σπάσει. Το σώμα της έδειχνε όλα αυτά που είχε τραβήξει, όλα τα ποτά, τα ξενύχτια, τα ξένα κρεβάτια που είχε πλαγιάσει, τα ονόματα των εραστών που δε θυμόταν πια. Δούλευε στα μπαρ, συντηρούσε και τον Δούκα. Τον Δούκα που πρώτη φορά τον έβλεπα φοβισμένο-ναι φοβισμένο!- μπροστά σε μια γυναίκα.
Ήταν λοιπόν και η Έλεν Νασοπούλου εκεί. Γερασμένη, καμπουριασμένη, κάτασπρη στη λάντζα, να πλένει ποτήρια και να πίνει ούζο, κρασί, κονιάκ, ότι έβρισκε μπροστά της.
Είδα όλη αυτή τη μιζέρια, την κατάντια των φίλων μου, σιχάθηκα για μια ακόμα φορά όσα κουβαλάει η πουτάνα η ζωή.
-Δεν είναι τίποτα, μου μίλησε ο Ντάφλος. Υπάρχουν και χειρότερα.
-Τι έγινε το μουσείο; Τα μεσιτικά και όλα αυτά που είχες φτιάξει; Τον ρώτησα όταν καθίσαμε.
Συνάμα ήρθε και ο Δούκας στο τραπέζι μας.
-Τώρα! πάει, το πήρε το κράτος, απλά καταφέραμε να πάρει μια μικρή σύνταξη η Έλεν. Όσο για τα μεσιτικά, βαρέθηκα…
-Να σου τα πω εγώ Αμβράζη, μπήκε στη μέση ο Δούκας. Να πούμε, συνέχισε κοιτάζοντας ειρωνικά τον Ντάφλο, ο φίλος σου τα κατάφερε έτσι. Αυτός! Τι περιμένεις; Μια ζωή χαμένο κορμί ήταν!
-Μιλάει ο καλύτερος! Τον έδειξε με το χέρι ο Ντάφλος. Κοιτάτε ρε ποιος μιλάει…το σερνικό! Που του πηδιέται η γυναίκα κι αυτός πέρα βρέχει! Το σερνικό
Τα άκουγε  η Φραντζέσκα όλα αυτά, λοξοκοιτούσε τον Δούκα σαν αρπάγη, έτοιμη να του ριχτεί. Ευκαιρία ζητούσε, το έβλεπες στα μάτια της αλλά αυτός συνήθως την απέφευγε, δεν ήθελε να πάει η κουβέντα στα δικά τους. Έτσι, δεν έλεγε τίποτε, καμωνόταν τον ανίδεο, εκτός κι αν είχε πιει. Και εκείνο το βράδυ ήταν ψιλοκοπανισμένος, έβλεπε κι εμένα που του θύμιζα όλο το παρελθόν, ξεσπάθωσε.
-Τι θέλεις μωρή; Κι έκανε να της ρίξει ένα σκαμπίλι αλλά δεν πρόλαβε.
Η Φραντζέσκα τον έσπρωξε τόσο δυνατά που τρέκλισε και τελικά μπερδεύτηκε με την καρέκλα, έπεσε στο μωσαϊκό δάπεδο.
-Κάτσε εκεί! Του φώναξε. Κάτσε εκεί παλιομαλάκα που περιμένεις να σε ζει μια γυναίκα. Κάτσε εκεί! Αυτό σου αξίζει: το χώμα!
Ο Δούκας την κοίταζε από καταγής.
-Κάτσε εκεί και μη βγάλεις μιλιά! Τα ακούς; Αλλά τι να πεις.. τι να πεις που δεν μπορείς να πηδήξεις κιόλας! Πες το ντε! Πες το να το ακούσουν οι φίλοι σου πόσον καιρό έχεις να με πηδήξεις ρε! Σε λίγο θα κατουριέσαι επάνω σου, πέτσα ρε παλιόπουστα!
Πρώτη φορά άκουγα γυναίκα να μιλάει έτσι και τα χασα. Έμεινα αποσβωλομένος. Κοιτούσα μια τον Δούκα που είχε σηκωθεί και είχε καθίσει στην καρέκλα και μια τον Ντάφλο που είχε βάλει το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια του και προσπαθούσε να μου κάνει νεύμα πως δεν έτρεχε τίποτα. Ύστερα σα να τον πήρε ο ύπνος κι αυτόν. Η Φραντζέσκα όμως είχε πάρει φόρα. Έσπασε μερικά ποτήρια, γέμισε το δάπεδο με γυαλιά.
-Τι γίνεται; Του είπα με νεύρα.
-Τίποτα! Σήκωσε το χέρι του καθησυχαστικά.
-Δε φεύγεις τώρα; γύρισε στη Φραντζέσκα. Άιντε, πήγαινε εκί που ξέρεις1
-Που να πάει; Απόρεσα εγώ.
-Θα πάω ρε! Τι νομίζεις πως θα σε φοβηθώ; Σιγά τα μούτρα! Και πήρε την τσάντα να φύγει
Ο Δούκας την πρόλαβε στην αυλή παρασέρνοντας μερικές καρέκλες στο πέρασμα του. Πίσω από τη τζαμαρία τους είδα που κουβέντιασαν για λίγο σα να μη συνέβαινε τίποτε. Ύστερα του δωσε μερικά χαρτονομίσματα, αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν και τελικά αυτή να φεύγει.
Ούτε σταυρό έκανα, ούτε τίποτε. Δε με έπαιρνε.
Ο Ντάφλος κοιμόταν δίπλα μου. Βαρυανάσαινε. Ο Δούκας ξαναγύρισε
-Κάτσε ρε, μη σε νοιάζει τίποτε, μου είπε σαν με είδε έτοιμο να το βάλω στα πόδια. Αυτά έχει η ζωή, τι νομίζεις πως ζεις σε κανέναν παράδεισο; Δεν ήρθες για να μας δεις και να πιούμε; Ε, λοιπόν, κάτσε! Κι έβαλε ποτά.
-Εγώ, λοιπόν φιλαράκο θα φτιάξω τον κόσμο! Όλοι αυτοί οι χαλέδες θα προσκυνήσουν, άκου τι σου λέει ο Δούκας. Τι νομίζεις πως είναι όλοι αυτοί; Χαλέδες, τρύπες. Τέτοιοι είναι όλοι τους μηδενός εξαιρουμένου. Κατάλαβες Αμβράζη ή ακούς το Ντάφλο; Τι να σου πει ο Ντάφλος; Φλόκια είναι, κατάλαβες; Ενώ εγώ δεν προσκυνάω, εγώ ρε είμαι άλλο σκαρί, δεν μπορούν να μου κάνουν τίποτα. Δε μου αρέσουν οι ηλίθιοι τι να σου πω! Μην είσαι βλάκας, τα ξέρεις αυτά αλλά μαλακίζεσαι κι εσύ, δε βλέπεις που πάμε..
Σταμάτησε. Άρχισε να φτιάχνει τσιγάρο. Μπάφους και τέτοια.
-Θέλεις; Με κοίταξε με νόημα.
-Όχι, του απάντησα. Ξέρεις δεν έχω σχέση μ αυτά.
-Ξέρω, μου απάντησε και φύσηξε  γενναίες τζούρες.
Και τότε τον ξανάπιασε το παραλήρημα. Εγώ το ένιωθα πως πήγαινε χαμένος και λες πως μου ταίριαζε το θάρρος για άλλα πράγματα, είπα πως όλα αυτά δεν έστεργαν, λες και θα με καταλάβαινε. Του είπα πως η ζωή είναι αλλιώτικη, εγώ ήθελα να την δω με άλλον τρόπο. Πίσω από τη σφαίρα, πίσω από τον αδιάφορο εαυτό μας κι ακόμα πίσω από το τίποτε. Αυτό ήταν ένα σπουδαίο πράγμα αν και φαινόταν πως η ζωή δεν τέλειωνε ή δεν άρχιζε ποτέ.
-Αυτά είναι ψιλά γράμματα για μας. Αυτά είναι για σας, εμείς δεν έχουμε τέτοια όνειρα! Ξύπνησε κάποτε ο Ντάφλος.
Τότε απόρεσα ακόμα πιο πολύ. Τελικά, σκέφτηκα, αυτοί οι δυο ήταν ίδιοι. Κουφάρια που τα έσπειρε ο δράκος. Μελετημένα πράγματα που ούτε ήξεραν κατά που φυσάει ο άνεμος και τι παράξενο κι αυτό; Παράσερναν κι εμένα. Με πήγαιναν μαζί τους στο χαμό, πάρ ότι είχα δει την εξέλιξη, τον τρόπο να πάμε λίγο παρά πέρα αλλά… όλο αλλά ήταν τώρα η ζωή μας.
-Θα φτιάξω εγώ τον κόσμο, γιατί εσύ είσαι ανίκανος! Μου ξαναθύμισε ο Δούκας.
Μου κόστιζε που με προσφωνούσε έτσι αλλά τι να έκανα; Φίλοι μου ήταν.
-Τι νομίζεις πως είσαι; Πες μου το τώρα ρε μαλάκα! Νομίζεις πως είσαι κάποιος; Πως είσαι κάτι σημαντικό;
Ωραίο κι αυτό! Έλεγα εγώ, ως εκεί είχαμε φτάσει, να δούμε παρακάτω.
-Δεν έχει παρακάτω, ολοκλήρωσε ο Ντάφλος. Μεγάλες κουβέντες Αμβράζη, δε σε παίρνει έτσι. Έτσι είναι, όπως σου τα λέει ο Δούκας. ‘Έμοιασες τώρα και εσύ με εμάς, δεν είσαι ούτε επαναστάτης, ούτε ληστής. Στην ουσία δεν ξέρεις και συ ο ίδιος τι είσαι. Να σου πω εγώ τι είσαι; Ένα κάθαρμα. Ένα κάθαρμα για να μη σου πω τα χειρότερα. Ο υπόνομος ξεβγάζει στη θάλασσα, εσύ που θα πας;

συνεχίζεται

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 32




Συναντήθηκαν κάποτε ξανά οι δυο τους. Πως και τι, παρέμενε μυστήριο. Παράξενα πράγματα, αντιθετικά ήταν αυτά που τους έδεναν, γι αυτό, το μυστήριο των ανθρωπίνων σχέσεων, δικαίωνε την ίδια τη ζωή που από μόνη της υπήρχε αντιφατική
Αυτοί που κάποτε δεν ήθελαν ούτε ν ακούει ο ένας για τον άλλον, τώρα είχαν γίνει κολλητοί Τους ένωσαν τα κοινά συμφέροντα; Πιο πολύ, ίσως η ερωτική σχέση που είχαν με την ίδια γυναίκα, ίσως το ποτό, το ξενύχτι, το μπατιριλίκι του Δούκα, που συνέχεια κοπανούσε το αγγλικό ρητό, πάντα του άρεσε να πετάει το Αγγλικό του για επίδειξη-
misery wants company- ίσως να πήγαινε γάντι στη συνύπαρξη τους που άρχισε εκείνο τον καιρό.
Από τότε που είχε χωρίσει οριστικά με τη Βασιλική και έμεινε στον άσσο, δούλεψε κάποιο διάστημα κοντά στους φορτοεκφορτωτές στη Ζάκυνθο  αλλά σύντομα τους βαρέθηκε και τα παράτησε.
Γύρισε πίσω στην Αθήνα, έμπλεξε με τον υπόκοσμο, τα μπαρ, τις χαρτοπαιχτικές λέσχες, τις μεγαλοκυρίες. Ξανάσμιξε με τη Φραντζέσκα, το παιδικό του όνειρο, την παράξενη και ελκυστική Φραντζέσκα, το θηλυκό της νύχτας. Δούλευε στα μπαρ, στην αγκαλιά τους ενός και του άλλου και πάντα πίσω της ο Δούκας σαν το λυκόσκυλο- κάτι σαν ταβατζής. Πράγμα που δεν το ανεχόταν με τίποτε η ίδια και τότε στήνονταν ομηρικοί καβγάδες μεταξύ τους. Ανάμεσα στο ποτό, τσιγαριλίκι, βρώμικες μουσούδες σημαδεμένων ανθρώπων της νύχτας, κυνηγημένοι και οι ίδιοι, πότε εδώ, πότε εκεί, από το ένα σπίτι στο άλλο, αφού σπανίως είχαν να πληρώσουν το νοίκι.
Στο ντύσιμο όμως, πάντα στην πέννα ο Δούκας. Ήθελε να παρουσιάζεται ωραίος, τα κατάφερνε ακόμα και τώρα που σαραντάριζε να μοιάζει εικοσιπεντάρης. Χωρίς καμιά άσπρη τρίχα στα μαλλιά του, πίστευε πάντα πως θα κατακτήσει τον κόσμο. ‘ Θα τους δείξω εγώ ποιος είναι ο Δούκας. Είμαι αρσενικό εγώ ρε! Φοράω παντελόνια, όχι σαν κάτι φούφληδες που κρύβονται! Είμαι αρσενικό!» Επαναλάμβανε σε κάθε ευκαιρία. Για τη φυλακή που είχε κάνει ποτέ δε μιλούσε. Το κρατούσε μυστικό, έτσι που νόμιζες πως ήταν κι αυτό ένα παραμύθι από τα πολλά που έλεγε για να μεγαλώνει το μύθο του. Μόνο η Φραντζέσκα του πέταγε κάποιες στιγμές κατάμουτρα πως θα τον ξανάστελνε στη στενή μ αυτά που έκανε και πως δε θα δούλευε αυτή μια ζωή για να θρέφει ακαμάτες χαρτοπαίχτες. Αυτός όμως συνέχιζε το ίδιο τροπάρι. Ήταν καλός χαρτοπαίχτης αλλά ήθελε να σηκώσει τη μπάγκα, όπως και τη ζωή κι έτσι ήταν σχεδόν πάντα χαμένος.
Ένα λοιπόν τέτοιο βράδυ, άφραγκος, πιωμένος, περνούσε τυχαία, σαν τον δολοφόνο που γυρίζει ξανά στο μέρος του εγκλήματος, δίπλα από το μουσείο της Έλεν Νασοπούλου στην Κηφισιά.
Κοντοστάθηκε για λίγο. Θυμήθηκε εκείνη την παλιά τους ιστορία, αποφάσισε να μπει. Άνοιξε την παλιά σαραβαλιασμένη πόρτα, προχώρησε στον χορταριασμένο κήπο. Όλα έδειχναν πικρή εγκατάλειψη. Που και που κανένα ξεχασμένο άγαλμα, κάποια σπασμένη κορνίζα, κάποιο κομμάτι μάρμαρο που είχαν ξεμείνει εκεί από την εποχή που λειτουργούσε το μουσείο. Στο χώρο του θεάτρου που κάποτε είχε γνωρίσει μικρές και μεγάλες δόξες, στάθηκε καταμεσής στην πλατεία κι έκανε μια χορευτική φιγούρα. Ύστερα χαμογελώντας προχώρησε προς τη τζαμένια είσοδο του χτιρίου.
Πίσω απ την κουρτίνα με μάτι αγριεμένο τον παρακολουθούσε ο Ντάφλος. Αγριεμένο ήταν όλο του το παρουσιαστικό από πάνω μέχρι κάτω. «Τι θέλει αυτός εδώ;» αναρωτήθηκε. «Τι να θέλει άραγε;» μονολόγησε πηγαίνοντας να του ανοίξει. «Σίγουρα καμιά διευκόλυνση, τι άλλο θα μπορούσε να θέλει απ αυτόν ο Δούκας και μάλιστα μέσα στα άγρια μεσάνυχτα;»
Ωστόσο είχε ανοίξει την πόρτα. Στάθηκε στο άνοιγμα έτοιμος να ξανακλείσει. Ο Δούκας του χαμογελούσε καθώς αυτός συνέχιζε να τον κοιτάζει ερευνητικά.
-Τι θέλεις; Ρώτησε κάπως άγαρμπα.
-Έτσι υποδέχεσαι τους παλιούς φίλους; γέλασε πιο πλατεία ο Δούκας.
-Δεν είμαστε φίλοι. Από πού και ως που φίλοι εμείς οι δυο; Το καλό που σου θέλω είναι να φύγεις γρήγορα. Φύγε! κι έκανε να κλείσει την πόρτα.
Ο Δούκας τον πρόλαβε. Έβαλε το πόδι στο άνοιγμα, αυτός το δικό του, σπρώχτηκαν με δύναμη, ώμο με ώμο, η πόρτα παρέμεινε μισάνοιχτη. Ήταν φανερό πως ήταν πιο δυνατός σαν πιο νέος που ήταν.
-Τι θέλεις ρε; Παράτησε την προσπάθεια να τον εμποδίσει ο Ντάφλος. Λέγε τι θέλεις, ορίστε πέρνα να δούμε τι θέλεις.
Πέρασε μέσα. Είδε την Έλεν Νασοπούλου που καθόταν σε ένα κούτσουρο κοντά στο τζάκι, με το ποτήρι του κρασιού στο χέρι. Τον κοίταξε με μάτι απλανές, αδιάφορο, πιθανώς να μη τον γνώρισε κιόλας. Πήγε κοντά της, πήρε τη μπουκάλα με το κρασί, έψαξε γύρω, βρήκε ένα βρώμικο ποτήρι Το γέμισε και ήπιε μονοκοπανιάς αφού το σήκωσε με νεύμα προς τον Ντάφλο.
-Ρε παλιοκαθίκι! Πήγε να του ορμήσει αυτός.
-Μη! Του σήκωσε το χέρι σαν ασπίδα. Δεν κάνει, είμαστε φίλοι, ας λες εσύ. Δεν έχουμε τίποτε να χωρίσουμε. Περασμένα-ξεχασμένα. Εξ άλλου εγώ πάντα σε συμπαθούσα, ας έλεγες εσύ. Εντάξει, έχουμε διαφορετικές πολιτικές ιδέες αλλά άλλο τα πολιτικά. Τι μας νοιάζει  γι αυτούς; Αυτοί τη δουλειά τους κάνουν και μας, έχουν στην απ έξω.
-Μπα! Άλλαξες; Σαν κάτι να βλέπω πως άλλαξες;
-Τι ν αλλάξω ρε Ντάφλο; Μην είσαι κουτός, ο Δούκας ποτέ δεν του πίστευε. Όλοι τους είναι ρεμάλια, Αριστεροί και Δεκιοί, τι να περιμένεις από αυτούς!
Ο Ντάφλος κάτι πήγε να πει αλλά δεν το περίμενε να είχε γίνει έτσι ο Δούκας. Τον κοίταξε με συμπάθεια, ήταν μεγάλη ψυχή ο Ντάφλος. Είναι γνωστό πως κι αυτός ποτέ δεν συμπάθησε τα γουρούνια της εξουσία. Κωθώνια τους ανέβαζε, παλιοκερατάδες τους κατέβαζε. Έτσι, τον ρώτησε αμήχανα, ποιος ήταν ο σκοπός της επισκέψεως του.
-Γι αυτό ήθελα να σου πω κι εγώ, έκανε και κοίταξε γύρω συνωμοτικά.
-Για λέγε! Απόρεσε και κάθισε στο ντιβάνι.
- Με κυνηγάνε.
-Ποιοι; Έσμιξε τα φρύδια. Οι Αριστεροί; Είπε χαμένα.
-Ποιοι Αριστεροί μωρέ! Έσκασε στα γέλια. Όλο εκεί το μυαλό σου εσένα. Σου το είπα και κάποτε θα το παραδεχτείς και συ πως είναι όλοι ίδιοι. Δεξιοί, κενρώοι, Αριστεροί. Τους τελευταίους τους ανέφερε πιο ειρωνικά κι αυτό έκανε το Ντάφλο να νευριάσει ξανά αλλά δεν έβγαινε πουθενά γι αυτό ηρέμησε πάλι.
Μπορεί να έχεις δίκιο παραδέχτηκε. Αλλά ποιοι σε κυνηγάνε; Σε κυνηγάνε και γελάς;
-Τι θέλεις να κάνω; να βάλω τα κλάματα; Με τα κλάματα δε βγαίνει τίποτε. Δεν είναι και τόσο σπουδαίο, μη νομίζεις. Είναι κάτι παλιά χρέη, κάποιες ακάλυπτες επιταγές…
-Μάλιστα. Για τις επιταγές σε πάνε μέσα…
-Χαίρω πολύ, είπε πικρά
-Και τώρα; τι θέλεις από μένα; Λεφτά δεν υπάρχουν, μα τέλειωσαν.
-Το ξέρω, δε θέλω λεφτά, απλά δεν έχω που να μείνω για λίγο καιρό.
-Δηλαδή ζητάς άσυλο;
-Όπως θες πάρτο. Ζητάω φιλοξενία για λίγο μέχρι να δω τι θα κάνω.
- Ώστε έτσι! Πάνε τα μεγαλεία!
Τώρα; δε σου τα είπε ο φίλος σου ο Αμβράζης; Μη μου πεις πως κι αυτός δεν είναι φίλος σου δε θα σε πιστέψω. Εσίς ήσασταν κώλος και βρακί μια ζωή.
-Ναι, και είμαστε. Έχω λίγο καιρό να τον δω, κάτι μου είχε πει αλλά δεν τα ήξερα τόσο χάλια. Αυτός μεγαλοπιάστηκε τελευταία. Δε μιλάει κι εύκολα για τους άλλους, τον ξέρεις.
-Ναι τον ξέρω, είναι κρυφή πληγή.
-Έχω να τον δω από την κηδεία του Τασούλη…
-Πέθανε; Του φυγε το ποτήρι απ το χέρι, το πρόλαβε στον αέρα. Πότε πέθανε, από τι;
-Ναι, μωρέ, πάει αυτός πέθανε. Που ήσουν εσύ;
-Δεν ήμουν εδώ, δεν ήξερα. Κρίμα. Πως έγινε; Από τι;
-Τι ρωτάς, στρίφτηκε ο Ντάφλος. Πάει αυτός, τέτοια θα λέμε τώρα;
-Πήγες στην κηδεία ε;
-Ε, ναι πήγα, άστα, μηδέν η ζωή, δεν είμαστε τίποτε.
-Καλά, λες, θα βάλεις να πιούμε;
-Βάλε μόνο σου.
Ο Δούκας έβαλε. Γέμισε κι ένα ποτήρι για τον Ντάφλο που σήκωσε το βλέμμα του και τον κοίταξε για πρώτη φορά φιλικά.
-Γεια μας, του είπε τσουγκρίζοντας το ποτήρι του.
--Γεια μας. Αλήθεια είπες πως ο Αμβράζης δεν έρχεται από εδώ;
-Μπα, δεν έρχεται, έχω να τον δω καιρό. Καλά είναι αυτός, δεν παθαίνει τίποτα, είναι κοπρόσκυλο.
-Και η Λουτσία;
-Μαζί του. Τον αφήνει αυτή;
-Παντρεύτηκαν;
-Μπα, δεν παντρεύεται αυτός, δεν είναι κορόιδο σαν εμάς. Μένουν πάντως μαζί, στην υψηλή κοινωνία. Να δεις πως την λέει…χάι..χάι…
-Σοσάιτι. Χάι σοσάιτι, κορδώθηκε ο Δούκας.
-Ναι, έτσι. Αυτό.
-Εκεί ήμουνα κι εγώ κι εσύ… έχει ο καιρός γυρίσματα.
-Ναι, βάλε κρασί, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, κούνησε το κεφάλι του.
-Εσύ; Είπε με νόημα ο Δούκας τώρα βάζοντας κρασί.
-Τι εγώ; Τι ρωτάς; Έσμιξε τα φρύδια.
-Έχεις λεφτά; Ή τα φαγες όλα;
-Γι αυτό ήρθες; Είπα κι εγώ…. Και βέβαια έχω, έκανε αλλά δεν έπειθε. Έχω καμιά εικοσαριά..
-… Χιλιάδες; Άνοιξε τα μάτια του. Αυτά δε φτάνουν ούτε για κολατσιό!
-..εκατομμύρια! ολοκλήρωσε ο Ντάφλος.
-Έχεις είκοσι χαρτιά ρε θηρίο; Τόσα πολλά; Αδερφούλη να κάνουμε μια δουλειά, να σωθούμε, έχω ιδέες εγώ!
-Ιδέες έχουν όλοι. Πονήρεψε ο Ντάφλος και βάλθηκε να τον δουλέψει λίγο σαν είδε που τσιμπούσε. Λεφτά να φάνε και οι κότες, για λέγε, τι σκέφτεσαι;
Να, αρπάχτηκε αμέσως ο Δούκας. Μεγάλη ευκαιρία Ντάφλο. Προχτές είχα πάει στη Χαλκίδα, ευκαιρία να σωθούμε και οι δυο σου λέω!
-Όλο μου λες και τίποτα δε λες! έκανε σκασμένος ο άλλος. Για λέγε! Στο ψητό!
-Ναι, αλλά χρειαζόμαστε λεφτά, μούδιασε. Είναι ένα καφενείο…
-Καφενείο! Καφετζήδες θα γίνουμε τώρα Πίθηκα; Άστα δεν κάνουμε..
-Πως δεν κάνουμε; Κάνουμε, άμα σου το λέω εγώ να με πιστεύεις… κάνουμε, αρκεί να είσαι και εσύ μέσα.. είσαι;
-Γιατί δεν το κάνεις μόνο σου;
-Σου είπα, δεν έχω λεφτά, με ένα χαρτί γίνεται η δουλειά…
-Ένα χαρτί; Σοβάρεψε ο Ντάφλος. Πολλά λεφτά!
-Πολλά λεφτά είναι ένα χαρτί; Αφού λες πως ,έχεις είκοσι..
-Μωρέ, άσε τι λέω, τι υπάρχουν να ρωτάς.
Σηκώθηκε επάνω και τον κοίταζε. Έκανε μερικά βήματα τρεκλίζοντας, του χύθηκε το κρασί καθώς προσπαθούσε να γεμίσει το ποτήρι του. Ο Δούκας τον στήριξε αγκαλιάζοντας τον από τη μέση. Η Έλεν Νασοπούλου γύρισε και τους κοίταξε. Άσπρη, γριά πια κοντά στα εξήντα, γεμάτη ρυτίδες και πίκρα στο μέτωπο, στα χέρια, παντού. Ένας γάτος, άσπρος κι αυτός γουργούριζε στη ζεστασιά, στην ποδιά της.

συνεχίζεται

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΜΑΣ

    Έτσι πως έγιναν και γίνονται τα πράγματα είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε πως οι δυσμενείς υποθέσεις των προηγούμενων γενεών για την...