Τετάρτη 3 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 31




Έτσι έγινε κι αυτό το παράξενο.
Έβαλα μια μεγάλη τελεία και μια εξ ίσου μεγάλη παύλα- μ αυτό τον θάνατο τέλειωναν πολλά πράγματα ή άρχιζαν.
Δεν ήξερα στην αρχή αν έπρεπε να λυπηθώ ή να γλεντήσω. Αόριστα με τύλιγαν σκέψεις χαλασμού, ανώφελες ιδέες τύψης, λες και ήμουν ένοχος εγώ με βούλιαζαν στα ρηχά.
Ήταν ένα πρωινό που με πήρε τηλέφωνο η μάνα του Τασούλη, ενώ πίναμε τσικουδιά παρέα με το Ντάφλο. Είχε φέρει ο αφιλότιμος μια νταμιτζάνα από την Κρήτη, σκέτη φωτιά. Αρχίσαμε να την πίνουμε από το πρωί εκείνης της μέρας στο εργαστήρι μου. Ο Ντάφλος καθάρισε μερικές αγκινάρες, τις ανακάτεψε με κουκιά φρέσκα, μπόλικο λεμόνι, « πιες» μου είπε. « Αυτό είναι ποτό, όχι τα ξύδια που πίνουμε στα καφενεία.»
Είχαμε ήδη μισοφτιαχτεί  πρωινιάτικα κι Ντάφλος άρχιζε ν αγριεύει.  Ως συνήθως, τότε τα έβαζε μαζί μου. Πάντα με κάποιον ήθελε να τα βάζει όταν έπινε. Αν δεν έβρισκε κανέναν τα έβαζε με τον εαυτό του. Τώρα είχε βρει εμένα.
-Εσύ φταις! Μου φώναξε ξαφνικά. Τι νομίζεις πως έκανες κάτι τώρα που έβγαλες λεφτά; Τι κουτουράδες ήταν αυτές που έλεγες στη συνέντευξη; Πάρσιμο από το ποδάρι θέλεις και πέταμα στο ρέμα! Είσαι για τα μπάζα συνάδελφε! Για τα μπάζα είμαι κι εγώ, όλοι για τα μπάζα, κατάλαβες;
Εγώ γελούσα, ήξερα πως τα έλεγε όλα αυτά για να με πικάρει, ήθελε κουβέντα να σκοτώσει το χρόνο Αλλά κι εγώ δεν πήγαινα πίσω: όλο χουζούρι γύρευα, όλο έψαχνα τέτοιες ευκαιρίες να μπεκροπίνουμε, δεν είχα καμιά διάθεση για δουλειά.
Σε λίγο βάλαμε στο κασετόφωνο τραγούδια ρεμπέτικα βάλε, τι είναι αυτά που βάζεις!» μου φώναξε σαν άκουσε απαλή μουσική. Έψαξε και βρήκε αυτό που ήθελε. Μερακλωθήκαμε για τα καλά, τόσο που αρχίσαμε το χορό με τα σφηνάκια στα χέρια
-Άιντε βίβα συνάδελφε! Μου φώναζε κάλε λίγο. Αυτό το συνάδελφε μου το είχε κολλήσει τελευταία. Από καιρό σε καιρό, έβρισκε κάποιο παρατσούκλι να μου κολλάει.
-Εβίβα συνάδελφε! Του απάντησα τσουγκρίζοντας.
Ύστερα καθίσαμε χάμω.
Λόγο το λόγο, ποτήρι το ποτήρι, αρπαχτήκαμε, δεν ξέρω κι εγώ γιατί. Τούτο δεν είχε ξαναγίνει ποτέ μεταξύ μας. Αλλά, είχαμε αγριέψει λες και κάτι είχε ο ένας εναντίον του άλλου. Απωθημένα; Που έβγαιναν με το ποτό; Δεν ξέρω.
Εμένα με νευρίαζε ο τρόπος του, η ανημποριά του να κόψει το ποτό και μαζί μ αυτό, με ενοχλούσε που γινόμουν ευάλωτος, τον ακολουθούσα στα βήματα του. Νόμιζα πως έφταιγε αυτός που έπινα μερικές φορές όσο κι αν φαίνεται ανόητο. Τον ίδιο βέβαια, δεν τον ένοιαζε που έπινε, δεν έβαζε μαράζι μέσα του, το περνούσε ντούκου. Τι μου χώθηκε εμένα και του συνέστησα να κάνει πιο μετρημένη ζωή;
-Ποια μετρημένη ζωή και κολοκύθια μου λες ρε! Βρόντηξε το ποτήρι στο δάπεδο, το σπασε. Αυτή που κάνεις εσύ; Αυτό το λες μετρημένη ζωή; Τα ξέρουμε και τα δικά σου! Ίδιος είσαι και συ με μας, τι νομίζεις!
-Εγώ; Να μιλάς μόνο για τον εαυτό σου! Αγρίεψα και τον κοίταξα με μάτι θολό.
-Εσύ ρε! Που το παίζεις μη μου άπτου! Που το παίζεις κυρία!
-Πρόσεξε τι λες!
-Εσύ να προσέξεις! Και σήκωσε το χέρι να με χτυπήσεικαθώ είχαμε έρθει αντιμέτωποι.
Αρπαχτήκαμε για τα καλά. Πίνακες έπεφταν από εδώ κι από εκεί, ποτήρια, χρώματα, πινέλα και τασάκια γινόταν συνονθύλευμα. Γινόταν ένα εργαστήρι μπουρδέλο. Σμπαράλια και θρύψαλα, συρθήκαμε μέχρι το γραφείο χουφτώνοντας γερά ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Μας είχαν φύγει τα τσαγούλια, αίματα στάξανε κι έτσι με σφιγμένα τα σαγόνια του φώναξα:
-Τι θες ρε!
Φαίνεται πως η φωνή μου είχε αγωνία και το κατάλαβε.
-Θα σε σκοτώσω, είπε ανάμεσα από τα δόντια του κι άρπαξε ένα μαχαίρι που βρέθηκε πάνω στο γραφείο.
Φοβήθηκα πραγματικά αλλά δεν το δειξα, Δεν ξέρω γιατί αλλά άμα βλέπω άνθρωπο με όπλο στο χέρι του αγριεύω πολύ. Ο Ντάφλος ήταν τρελαμένος από το ποτό, τον είχε πειράξει που τον είχα χτυπήσει, έτρεχε η μύτη του και η δύναμη του πολλαπλασιαζόταν. Είδα κι έπαθα να του πάρω το μαχαίρι από το χέρι. Ύστερα τον χτύπησε μάλλον πιο δυνατά και άσχημα. Το μάτι του μαύρισε αλλά είχε ακόμα μια δύναμη τεράστια. Μου ξαναόρμησε με τα χέρια, δεν τον χτύπησα άλλο. Κάποια στιγμή λαχανιασμένοι σταματήσαμε ο ένας απέναντι στον άλλον. Δεν τολμούσε να σηκώσει τα μάτια του, εγώ τον κοίταζα και δεν τον αναγνώριζα. Αλλά ούτε και τον εαυτό μου αναγνώριζα. Τι ήταν αυτά που έκανα; Δεν ήταν του χαρακτήρα μου να τσακώνομαι να μπλέκω σε καβγάδες. Έπειτα προς τι όλη αυτή η εναντίωση Ήμασταν φίλοι τόσα χρόνια, τι διάολο, θα σκοτωνόμασταν τώρα;
Πάνω σ αυτή την κατάσταση, χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσα μουδιασμένος κοιτάζοντας πάντα προς τη μεριά του, μη μου ορμήσει, δεν του είχα πια εμπιστοσύνη, όλα να τα περιμένεις από ανθρώπους σαν το φύραμα του.
Ναι; Ρώτησα φέρνοντας τα ακουστικό στο αφτι.
-Τον κύριο Αμβράζη, παρακαλώ, άκουσα μια βαθιά, αγχώδη φωνή που έμμεσα κάτι μου έλεγε.
-Ο ίδιος, ποια είστε;
-Αχ, παιδάκι μου! Έβγαλε μια σπαραχτική φωνή. Πάει ο Τασούλης, τον χάσαμε!
-Ο Τασούλης… ψέλλισα. Πάει;… πότε;…
-Χτες το βράδυ αγόρι μου. Έπαθε ανακοπή, έτσι είπε ο γιατρός, έτσι δυο λέω. Κι αύριο έχουμε την κηδεία, στις τρεις το μεσημέρι. Να έρθεις παιδί μου, αχ, πάει το παιδί μου, πάει ο φίλος σου. Να έρθεις, δεν μπορώ να σου μιλήσω άλλο, εσύ ήσουν ο καλύτερος φίλος του.
Δεν ήξερα τι να πω, σα να άνοιξε ένα κενό μέσα μου από αναπάντητα πράγματα κι αυτή, η μητέρα του δε μου έλεγε. Έκλεισε το τηλέφωνο, με άφησε με το ακουστικό στο χέρι και ένα σωρό αναπάντητες ερωτήσεις στα χείλη. Πέθανε; Πως πέθανε; Έτσι πεθαίνουν οι άνθρωποι; Πριν μια βδομάδα ήμασταν παρέα, μια χαρά ήταν, είχε συνέλθει, τι έγινε σ αυτό το διάστημα;
Στην αναμπουμπούλα της κατάστασης, ο Ντάφλος χτένιζε με μια σπασμένη τσατσάρα τα μαλλιά του και κοίταζε το μαυρισμένο μάτι του στον καθρέφτη.
-Ξέρεις, μου είπε, μη πιστέψεις πως ήθελα να σε σκοτώσω. Εσύ ρε συνάδελφε το πήρες σοβαρά, πήγε ν αστειευθεί αλλά φαινόταν πως τον είχε πειράξει που τον χτύπησα.
-Τασούλης πέθανε, του ανακοίνωσα απλά.
Αποσβολώθηκε. Έμεινε να με κοιτάζει σα να μη με πίστευε.
-Πλάκα μου κάμεις; Κι έβαλε τσικουδιά να πιούμε.
- Ξέρεις να κάνω τέτοιες πλάκες; Ήταν η μητέρα του στο τηλέφωνο. Πέθανε χτες το βράδυ, έτσι μου είπε.
Δε μίλησε, ούτε κι εγώ. Μείναμε έτσι, να κοιτάζει ο ένας τον άλλον. Τι ήταν αυτός που πέθανε; Σκεφτόμουν. Φίλος; Αδερφός; Ξένος; Δεν ήξερα τι να σκεφτώ εκείνη την ώρα και ούτε μπορούσα. Ήταν όλα μαζεμένα στο κεφάλι μου και είπα του Ντάφλου να με αφήσει μόνο μου. Έτσι έγινε.
Την άλλη μέρα που θα γινόταν η κηδεία, σκέφτηκα να μη πάω στην αρχή αλλά ήρθε ο Ντάφλος και με πήρε με ύφος που δε δεχόταν καμιά αντίρρηση.
-Πάμε, μου είπε.
Είχαμε οι δυο τα μαύρα μας τα χάλια. Εγώ άυπνος με μάτια κόκκινα με μερικούς μώλωπες στο σαγόνι, εκείνος με μάτι μπλάβο, μελανιασμένο μάγουλο απ τις μπουνιές μου, αξύριστος- είχε πιει πάλι ή κρατούσε από τα χτεσινά.
Στην κηδεία δεν ήταν κόσμος πολύς,λίγοι, πολύ λίγοι. Πάντως κάπου εκεί σε μια άκρη πήρε το μάτι μου εκείνη την ξεφωνημένη αδερφή που τους είχα συλλάβει έπ αυτοφώρω να κάνουν έρωτα. Έκλαιγε γοερά και τον λυπήθηκα. Ανταλλάξαμε ένα βλέμμα συμπόνιας και τίποτε άλλο. Δεν είχαμε τι να πούμε οι δυο μας.
Πάνω από τον τάφο του η μάνα του και η αδερφή του έκλαιγαν σπαρακτικά. Ίσως και πέντε έξι άλλα άτομα που δεν γνώριζα. Κάποια στιγμή, με πλησίασε η Έλλη  και με παρακάλεσε να πω δυο λόγια. Μέσα από κάποιους κόμπους και λυγμούς της είπα πως δεν μπορούσα να το κάνω. Κι έτσι μίλησε ο Ντάφλος.
- Ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει Τασούλη, άρχισε ενώ ρίχναμε μια χούφτα χώμα στον τάφο.
Ύστερα μισομεθυσμένος καθώς ήταν, λιγνός, ασπρουλιάρης με κάτασπρα μαλλιά που ανέμιζαν στο σιγανό αγέρι, συνέχισε ένα μπερδεμένο λογύδριο περί ζωής και θανάτου.
-Γιατί έφυγες τόσο νωρίς Τασούλη; Ο θεός είναι μεγάλος μα τούτα εδώ που κάνει είναι αδικίες. Δεν έπρεπε να σε πάρει τόσο νέο Γιατί παίρνεις τους νέους κύριε; Ο Τασούλης ήταν μόνο τριάντα έξι χρονών. Και συ Τασούλη τι έψαχνες; Γιατί να πας στα ραδίκια τόσο νέος, γιατί κατέβηκες τόσο χαμηλά, εμείς σε αγαπούσαμε, εμείς θα σε θυμόμαστε όλοι. Τασούλη θα σου βάλουμε μια φωτογραφία μεγάλη από το θέατρο που έπαιζες για να θυμάσαι πς έπαιζες τον παππού που δεν πρόλαβες να γίνεις. Να είσαι πάντα καλός εκεί που βρίσκεσαι φίλε, όπως ήσουν καλός κι εδώ. Αιωνία σου η μνήμη.
Αυτά ήταν μέσες άκρες όλα όσα είπε ο Ντάφλος κι σκεφτόμουν μήπως έκανε καμιά κουτουράδα έτσι μεθυσμένος που ήταν και γίνουμε ρεζίλι, περισσότερο από ότι ήμασταν.
Δεν έγινε τίποτε τέτοιο όμως και φύγαμε. Στην έξοδο του νεκροταφείου μας πρόλαβε η Έλλη.
-Ελάτε, θέλω να σας πω. Θέλω να μιλήσουμε λίγο, στράφηκε περισσότερο σε μένα.
Πήγαμε δίπλα στο καφενεδάκι. Παραγγείλαμε κονιάκ. Ήπιαμε και οι τρεις, η Έλλη έκλαιγε γοερά. Εμένα με νευρίαζε το κλάμα της παρ ότι φαινόταν αληθινό. Τι να μιλήσουμε σκέφτηκα, τι ν α πούμε τώρα; Εγώ που ήξερα πόσο σκληρά του είχαν φερθεί, ενόσω ζούσε, τι να της έλεγα; Με έπιασε μεγαλύτερη νευρικότητα.
-Εγώ τον αγαπούσα, ξέρεις εσύ, άρχισε. Άσχετο τι φαινόταν, ήμασταν αδέρφια, τον αγαπούσα ότι κι αν έκανε, ξέρεις εσύ Αμβράζη. Ο Ντάφλος δεν ξέρω αν τον γνώριζε, αν τον έζησε όπως εσύ. Και λεφτά του έδινα και σπίτι να μείνει του παραχώρησα. Δουλειά προσφέρθηκα να του δώσω στο γραφείο αλλά δε θέλησε. Είχε  εκείνο το πείσμα ενάντια στην οικογένεια. Τι με κοιτάς έτσι Αμβράζη; Στέγνωσε τα δάκρυα της.
-Πώς να σε κοιτάω; Ρώτησα αμήχανα. Δεν ήθελα να της πως τις σκέψεις μου που μάλλον ήταν κακές, ιδιαίτερα εκεί, μετά την κηδεία. Κάποτε θα της τα έσερνα, αν η τύχη το έφερνε να συναντηθούμε γιατί δεν έβλεπα κανένα λόγο να ξαναβρεθούμε.
-Πως έγινε; Ρώτησε για πολλοστή φορά ο Ντάφλος.
-Δεν ξέρω, είπε κι αυτή με ξαφνική αδιαθεσία. Μη με ρωτάτε και έβαλε πάλι τα κλάματα.
Αυτή τη φορά φαινόταν πως κάτι έκρυβε. Κάτι σχετικό με το θάνατο του Τασούλη, τον τόσο ξαφνικό και τόσο παράξενο. Δε μας είπε, ούτε κι εμείς επιμέναμε. Μείναμε λίγο ακόμα εκεί, σιωπηλοί. Ύστερα τη χαιρετήσαμε και πήραμε το δρόμο ο καθένας με τις δικές του σκέψεις. 


συνεχίζεται

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

ΜΑΣΑΖ ΣΤΟΝ ΉΛΙΟ



Για να δικαιολογήσουμε τον ρόλο της πορνογραφίας, πρέπει να μιλήσουμε ειλικρινά, αλλιώς δεν υπάρχει λόγος. Από τη φωτογραφία, τον κινηματογράφο, μέχρι το διαδίκτυο, από τα βιβλία, τα κόμικς, έως τις εφημερίδες, όλα βρίθουν από μια σεξουαλικότητα και μια συνεχιζόμενη πάλη, ανάμεσα στη λογοκρισία-σενοτυφία των ανθρώπων και το κράτος που εισπράττει τα ανάλογα τεράστια ποσά! αλλά κατά τ άλλα απαγορεύει την πορνογραφία. Σε όλες τις έγκριτες εφημερίδες υπάρχουν μικρές και μεγάλες αγγελίες υποτιθέμενου μασάζ αλλά μόνο μασάζ δε γίνεται. Ποιος εισαγγελέας καταγγέλλει ή μηνύει το γεγονός; Κακά τα ψέμματα, το σεξ-πορνό, πουλάει. Αν θυμάμαι καλά, στην Κίνα είναι το πρώτο εγχώριο εισπρακτικό προϊόν.
Κι έπειτα, σύμφωνα με τη θεωρία που υποστηρίζει ο Μπορίς Βιαν, τα σύνορα μεταξύ ερωτισμού και πορνογραφίας, πορνογραφίας κι αισχρότητας, αναγνωρισμένης ή μη λογοτεχνίας, είναι πλέον θολά [οι ειδικοί και οι λεπτολόγοι δικαστές το ξέρουν καλά]: η διαφθορά υπάρχει μέσα στο μυαλό του αναγνώστη κι η απλή περιγραφή ενός δέντρου είναι ικανή να προκαλέσει, σ αυτόν που ο δαίμονας του σεξ γαργαλάει επίμονα, οράματα που το Σατυρικό ή ο Μαρκήσιος Ντε Σάντ- δίκαια καταταγμένος από τον Βιαν άλλοτε μεταξύ των φιλοσόφων κι άλλοτε μεταξύ των κωμικών- είχαν δειλά σκιαγραφήσει.

Κυριακή 31 Μαΐου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΟΙ 30



Δεν ξέρω πως και γιατί αλλά όποτε θυμόμουν τον Τασούλη- και τον θυμόμουν συχνά- ερχόταν στο νου μου η πάλη της γάτας με την ακρίδα. Και ποτέ δεν ήταν η γάτα.
Ήταν πια ένα έρμαιο της καταστροφικής, ερωτικής ζωής του. Ένας άνθρωπος που λες και ζούσε μόνο γι αυτό, χωρίς ιδανικά, δίχως κανένα σκοπό να ορίζει τον κόσμο του.
Έφυγε εκείνη την Κυριακή από το πατρικό του σπίτι. Πήγε κι έμενε εκεί στη βρώμικη γκαρσονιέρα, αλλάζοντας τεκνά, κάθε λίγο. Με την πάροδο του χρόνου είχε ασχημύνει, περισσότερο. Βούλιαζε μέσα στα κενά της ανυπαρξίας. Είχε γίνει ένας καθαρά αντεργκράουντ ομοφυλόφιλος.- μια ξεφωνημένη αδερφή. Σαν τον άγγελο, σαν όλους αυτούς που σύχναζαν στη Συγγρού. Ντυνόταν γυναικίστικα, μόνο όταν ήμασταν μαζί προσπαθούσε να κρυφτεί. Μερικές φορές όμως, του ξέφευγε καμιά ερωτική ματιά, κάποια ερωτική διάθεση απέναντι μου. Σκεφτόμουν πως κάποτε θα μου το έλεγε αυτό. Φαινόταν όμως από μακριά η αρνητική μου θέση για κάθε τι τέτοιου είδους σχέσεις κι έτσι έμενε αναπάντητο το ερώτημα μου αν ήταν ερωτευμένος μαζί μου, αν και η Βαριεντίνα μου είχε πει μεταξύ σοβαρού και αστείου πως ο Τασούλης με γούσταρε.
Στα μεταξ΄ύ διαστήματα, με έπαιρνε που και που τηλέφωνο η μητέρα του. Μου άρχιζε τα παράπονα. Αχ, παιδί μου, έτσι ο Τασούλης, αλλιώς ο Τασούλης, δεν ξαναπερνάει καθόλου από το σπίτι αλλά εγώ που είμαι μάνα ενδιαφέρομαι και μαθαίνω. Αχ, τι θα κάνω η δόλια μ αυτό το παιδί! Τι να σου πω, εσύ τον βλέπεις καθόλου; Την τελευταία φορά που ήρθε μας μαύρισε στο ξύλο, δεν είναι παιδί αυτός, είναι διάβολος, αχ, τι να κάνω;
Παρ ολίγο να γελάσω στην ιδέα και την εικόνα με τον Τασούλη να τις δέρνει. Φαντάστηκα τη σκηνή αλλά τελικά δε γέλασα, μου φάνηκε ανόητο.
Μου τα έλεγε αυτά η μητέρα του, με τη βραχνή, αγχώδη φωνή της και με έπιανε μια λύπηση. Δεν ήξερα, τι να της πω, δεν μπορούσα να της πω τίποτε. Εκείνη πάντα έμοιαζε σαν κάτι να περίμενε από μένα. Τη ρώτησα γιατί τις έδειρε, μου απάντησε πως γύρευε λεφτά από την πατρική περιουσία για να κάνει αυτά που έκανε με τα άλλα γουρούνια του σιναφιού του. Η φωνή της ήταν σκληρή όταν μου έλεγε όλα αυτά αλλά στον ίδιο ποτέ δε μιλούσε έτσι. Της έδινε κλωτσιές στα πισινά. Αστείο φαινόταν αλλά δεν ήταν.
Της είπα, πως είχε κι αυτός κάποιο δίκιο. Μου απάντησε κάπως εχθρικά πως, αν δεν άλλαζε ζωή, δεν είχε να λάβει τίποτε από αυτούς.
Χωρίς λεφτά, δίχως δουλειά, χωρίς φίλους, σερνόταν σε όλα τα γκέι καταγώγια. Κάπνιζα φτηνά, άφιλτρα τσιγάρα, λερός, ασήμαντος, διάβαινε τα βράδια στα υπόγεια, ντυμένος με παλιά, βρώμικα, ξεφτισμένα ρούχα. Εκείνο το γκρι, πιτσιλωτό μπουφάν που το φορούσε από τότε που τον είχα γνωρίσει, είχε γίνει ένα επάνω του ένα με τον εαυτό του. Πετσί και κόκαλο καθώς είχε γίνει, ξανθός, ασπρουλιάρης, έμοιαζε με κιτρινιάρη γέρο. Ναι, γερνούσε πρόωρα. Γερνούσε πριν της ώρας του, βιαστικά, δεν προλάβαινε το τραίνο. Ποιο τρένο; Αλίμονο, θλίψη και φρίκη κυλούσε η ζωή του, το ποτάμι που λέγαμε, τον παράσερνε στον πέρα κόσμο, τον αλήτευε σε σκοτεινούς διαδρόμους. Σε τέτοιους που τον έμπλεξαν τέσσερις-πέντε σαχλόμαγκες εκείνο το βράδυ, που είχε κάνει το λάθος να τους πάει στη γκαρσονιέρα του. Παλιόμουτρα του κερατά, φασιστοειδείς φάτσες, τατουάζ στα μπράτσα, σκουλαρίκια στ αφτιά. Κάπνισαν χασίς , ήπιαν κανα δυο μπουκάλες κονιάκ, αγρίεψαν περισσότερο. Του την έπεσαν, τον βίασαν, έκαναν ότι έκαναν, τον παράτησαν εκεί καταματωμένο και πρησμένο από το ξύλο.
Έτσι τον βρήκα την επόμενη από το συμβάν που έτυχε να περνάω από εκεί και σκέφτηκα να περάσω να τον δω. Κάθισα στο βρώμικο καναπέ, τον κοίταξα που προσπαθούσε να ανασηκωθεί και δεν τα κατάφερνε. Τον βοήθησα και ξανακάθισα στον καναπέ. Όλο το σκηνικό, κουβέρτες, σεντόνια, και λοιπά, βρωμούσαν ποδαρίλα και σεξ- ποιος ξέρει αν είχαν πλυθεί ποτέ τους.
Σκουπίδια κατάχαμα, περιοδικά, εξώφυλλα πορνό, στον τοίχο καρφωμένες μερικές φωτογραφίες. Σε μια από αυτές ήταν ο ίδιος ντυμένος γυναικεία σε σέξυ, ολόσωμη στάση. Δίπλα κάποιες άλλες από το θέατρο που είχαμε παίξει τότε δε θύμιζαν τίποτε από εκείνον τον Τασούλη , έστω και με βαμμένα κατάξανθα μαλλιά, έστω και γέρο να παίζει τον παππού, τον πατέρα του Μπρικ. Αλλά τι λέω, τώρα του έμοιαζε περισσότερο, τώρα που είχε γίνει γέρος, ρυτιδιασμένος, ανήμπορος λίγο πριν από τα σαράντα του χρόνια. Σε μια άλλη απέναντι, ήταν εικοσάρης, γερός, παχουλούτσικος, χαρούμενος. Πόσο είχε αλλάξει τώρα; δεκαπέντε χρόνια μετά; Ήταν τόσο απρόβλεπτος ο μαρασμός του, τα είχε όλα τόσο παρατημένα: Τη θέληση που είχε πριν, τη διάθεση να δημιουργήσει, να κάνει καριέρα, να σπρώξει τα πράγματα λίγο πάρα πέρα, όπως έλεγε. Τώρα είχε ξεχάσει τα πάντα. Καθόταν εκεί, μαυρισμένος στο ξύλο, ανακούρκουδα, μισόγυμνος, να μυξοκλαίει.
Πρέπει να σε δει κάποιος γιατρός, μίλησα κάποτε.
-Γιατρός; Απόρεσε και με κοίταξε σα φοβισμένο ζώο. Τα μάτια του τρεμόπαιξαν.
-Ναι, κάποιος γιατρός τέλος πάντων, να σου καθαρίσουν τα τραύματα, να δούμε τι έχεις…
-Δεν πάω εγώ σε γιατρούς, σταμάτησε να κλαίει. Δεν έχω καμιά σχέση μ αυτούς, είμαι μια χαρά, θα μου περάσει και με κοίταξε πιο προσεκτικά, πόσο καλοντυμένος ήμουν. Πάνε καλά οι δουλειές;
Σταμάτησε για λίγο.
-Δεν έχεις ανάγκη εσύ, τα κατάφερες, είσαι σκληρός, συνέχισε με κάποια δόση ζήλειας.
-Τι κατάφερα; Ρώτησα εγώ με ειλικρίνεια.
-Ε, πως! Σα να πειράχτηκε. Λεφτά, όνομα, αυτοκίνητα, πλούσια γυναίκα, μπήκες στο κλάμπ του κατεστημένου. Αλήθεια τι γίνεται η Λουτσία;
-Μια χαρά είναι, δεν έχουν ανάγκη οι γυναίκες. Όσο για μένα δεν είναι και τόσο ρόδινα όσο φαίνονται.
Έγινε λίγη σιωπή.
-Με πήρε τηλέφωνο η μητέρα σου, συνέχισα και πετάχτηκε πάνω κουτσαίνοντας.
-Δε με νοιάζει γι αυτή τη σκρόφα! Μούγκρισε. Τα ακούς; Ούτε γι αυτή ούτε για την άλλη. Κι αν είσαι φίλος μου να μη μου ξαναμιλήσεις γι αυτές. Με παράτησαν με έκαναν όπως με έκαναν. Μια ζωή κυνηγημένος, ένα καμένο χαρτί. Η ηλίθια η αδερφή μου και η μαλακισμένη μάνα μου!
Πως μιλάς έτσι για τη μάνα σου; Για την αδερφή σου;
-Έτσι μιλάω ρε! Έκανε περιφρονητικά Δεν τους χρωστάω τίποτε κι αν έγινα ρεμάλι απ αυτούς έγινα. Αλλά βλέπω πως ακολουθάς κι εσύ το δρόμο τους. Έγινες κωλοαστός! σάρκασε. Ο Αμβράζης κωλοαστός!
-Τι ήθελες να κάνω; Τον κοίταξα στα μάτια.
-Δεν ξέρω, είπε τώρα άσκεφτα, δε με νοιάζει, κάνε όπως θέλεις και ξανακάθισε.
Σχεδόν αμέσως σηκώθηκε. Πήγε στην κουζίνα και γύρισε με δυο σκουριασμένα κονιάκ.
-Θα τα πιούμε και θα φύγεις, μου είπε. Δε θέλω να ξανάρθεις. Δε θέλω να βλέπεις το χάλι μου, άσε με εμένα, έτσι έγινα εγώ. Τι θέλεις εσύ με τα σκουπίδια; Τράβα, έχεις άλλο δρόμο.
Δεν ήξερα τι να του πω, ούτε τι να κάνω, δεν ήμουν ποτέ ένας καλός παρηγορητής. Μέσα μου λυπόμουν βαθιά για την κατάντια του φίλου μου κι απ την άλλη κάτι σαν αδιαφορία με τσιμπούσε. Τι με νοιάζει εμένα; Ψυχανεμίστηκα. Δεν μπορώ να σώσω εγώ τον κόσμο, έτσι σκέφτηκα και ντράπηκα. Παλαιότερα ποτέ δε σκεφτόμουν έτσι. Τώρα έπιανα τον εαυτό μου πολλές φορές στα πράσα. Γινόμουν βολεψάκιας, ας τον κόσμο να κουρεύεται, έλεγα. Μετάπτωση σημαντική, κούραση μαζί με απογοήτευση από τους ανθρώπους. Κούραση, θες κι ανημποριά. Πάντως πολύ λυπήθηκα και τον εαυτό μου εκείνο το βράδυ.
-Τα ήπιαμε, φύγε τώρα, μου είπε πονεμένα κοιτάζοντας με στα μάτια.
-Μου έδωσε το χέρι, γύρισε την πλάτη να μη δω που έκλαιγε. Του έδωσα εγώ το δικό μου, χαιρετηθήκαμε και ήταν σα να τον έβλεπα για πρώτη και τελευταία φορά. Έβγαλα από την τσέπη μου ένα μάτσο χιλιάρικα, τα ακούμπησα στο τραπέζι και με σιγανά βήματα έφυγα.

ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 29






Η μητέρα του είχε ένα πλεχτό πανέρι γεμάτο με σύνεργα ραφτικής που το γυρόφερνε σε όλο το σπίτι. Απ την κουζίνα στο σαλόνι, απ την κρεβατοκάμαρα στο μπαλκόνι κι ύστερα πάλι στην κουζίνα. Εκεί μέσα σ αυτό το πανέρι, έβρισκες ότι ήθελες: Κουβαρίστρες, βελονάκια, κουμπιά διαφόρων ειδών, φερμουάρ και όλα τα τέτοια. Καθόταν με τις ώρες δίπλα στην τηλεόραση, έπλεκε και χάζευε αφηρημένα στην οθόνη. Συνήθως δεν πρόσεχε τι έβλεπε, απλά την είχε ανοιχτή σα συντροφιά, με την ιδέα να ξεπερνάει τον καιρό της, τις σκοτούρες που είχε στο μυαλό για τον γιο της.
Τον περισσότερο καιρό από τότε που είχε φύγει ο Τασούλης, τον περνούσε μόνη της. Η κόρη της η Έλλη σπάνια ερχόταν κι αυτή- κάποιες Κυριακές μεσημέρια για να φάνε παρέα και να τα πούνε λίγο. Έτσι η καλύτερη παρέα της ήταν το πανέρι, η τηλεόραση και μια λιάρα γάτα, η Λίγκα.
Όταν έβγαινε για ψώνια-μια φορά τη βδομάδα- την έπαιρνε για παρέα. Βάδιζε αργά, συνήθως δε μιλούσε σε κανέναν ή κουνούσε μόνο το κεφάλι, συγκαταβατικά, στις καλημέρες που της απηύθυνε ο μπακάλης, ο μανάβης, οι γείτονες.
Σπανιότατα ήταν χαρούμενη. Πώς να χαιρόταν με όλα αυτά που της τύχαιναν; Από τότε που είχε πεθάνει ο άντρας της -αλλά  κι αυτός μιλούσε σπάνια μιλούσε- και είχε πάρει το δρόμο που πήρε ο γιος της, τα πράγματα χειροτέρευαν. Την έτρωγε η μοναξιά, η απογοήτευση.
Όμως εκείνη την Κυριακή είχε λόγους να είναι χαρούμενη. Την είχε πάρει τηλέφωνο και της είχε πει πως θα πήγαινε για φαγητό. Είχε συνεννοηθεί με την Έλλη να περάσουν από το πατρικό για φαγητό
-Αμάν Παναγίτσα μου και πότε! Ανέκραξε με την ψυχή της και βάλθηκε να συγυρίσει όλο το σπίτι με φροντίδα για να τους υποδεχτεί. Η ώρα πέρασε γρήγορα, έφτιαξε φρικασέ που ήξερε πως τους άρεσε, σαλάτα, πατάτες, τυριά. Έστρωσε την τραπεζαρία, έβαλε τα καλά σερβίτσια και τους περίμενε. Πήρε και το πανέρι με τα σύνεργα της για το πλέξιμο κι άρχισε τη μονότονη εργασία της σιγοτραγουδώντας με την βραχνή φωνή της.
Πρώτος έφτασε ο Τασούλης. Ντυμένος άσχημα, βρώμικα. Το λερωμένο πουκάμισο κρεμόταν γύρω από ένα τρισάθλιο τζιν, τα λευκά του παπούτσια μουντζουρωμένα σα μικρού παιδιού που έπαιζε μπάλα. Η μάνα του το πρόσεξε αμέσως αυτό, δεν της άρεσε, σούφρωσε με απογοήτευση τα χείλη της. Κούνησε και το κεφάλι καθώς τον υποδεχόταν στην Αυλή. Το σπίτι τους ήταν μια παλιά μονοκατοικία με αυλή, δέντρα, κήπο.
-Τι έγινε μάνα; Της είπε αυτός και την παραμέρισε να περάσει.
Ήταν Μάρτιος μήνας βροχερός, κρύος. Ο Τασούλης είχε βραχεί. Τις περισσότερες φορές κυκλοφορούσε με τα πόδια, δεν τον ένοιαζε ούτε η βροχή, ούτε το κρύο εκείνο τον καιρό. Περπατούσε ώρες ολόκληρες στο δρόμο, μέχρι να φτάσει εκεί που ήθελε, όπως τώρα που είχε έρθει από τα Πατήσια στου Γκύζη.
Κοίταξε τη μάνα του με νεύρα καθώς εκείνη πήρε μια πετσέτα και του σκούπιζε το πρόσωπο, μουρμουρίζοντας κάτι σαν «βράχηκες παιδάκι μου!»
-Ναι, βράχηκα μάνα, της απάντησε. Είναι ‘έτοιμο το φαγητό; Η άλλη που είναι; Δε φάνηκε ακόμα;
-Εσύ είπες πως θάρθει… ξέρω εγώ; Έκανε μουδιασμένη. Γιατί βιάζεσαι παιδάκι μου, τόσον καιρό είχες να έρθεις στο σπίτι σου να δεις τη μάνα σου….
-Δε βιάζομαι, έχουμε να κουβεντιάσουμε
-Τι να πείτε; Τον κοίταξε αλαφιασμένη τώρα. Μην αρχίσετε πάλι τα ίδια και τσακωθείτε. Άκουσε με Τασούλη, δε σου φταίει τίποτε η Έλλη αν ο πατέρα σου τα άφησε όλα σε κείνη. Εσύ να κοιτάξεις να διορθωθείς…
-Τι να διορθώσω; Την έκοψε με νεύρα. Εσείς μου καταστρέψατε τη ζωή! Άστα τώρα αυτά, έλα, κάτσε να φάμε!
-Μα να έρθει και η αδερφή σου…
-Άστη αυτή, έχει να φάει, θα έρθει μη σκας, κάτσε.
Η μάνα του σέρβιρε το φαγητό, κάθισαν κι άρχισαν να τρώνε ανόρεχτα. Ο Τασούλης μασούσε ανόρεχτα, λες και δεν τον ένοιαζε αν έτρωγε ή δεν έτρωγε, Σα να μασούσε ξύλα. Η μάνα του τον παρατηρούσε σχεδόν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Δεν έβαζε μπουκιά στο στόμα της, περίμενε να έρθει η κόρη της που δεν άργησε.
Μπήκε μέσα με αέρα ντίβας, περιποιημένη, ντυμένη στο σικ. Απίθωσε την ομπρέλα της, φιλήθηκε με τη μάνα της που σηκώθηκε να την υποδεχτεί, κάνοντας κι ένα νεύμα με νόημα ούτως ώστε να δει τον Τασούλη, που δεν είχε σηκώσει τα μάτια του να δει την αδερφή του.
-Γεια σου αδερφούλη, του είπε και τον φίλησε στο μάγουλο ενώ εκείνος τραβήχτηκε σα να τον τσίμπησε μύγα.
-Τι έπαθες ρε! Του ρίχτηκε αμέσως επιθετικά. Μύγα σε τσίμπησε; Δεν είπαμε από το τηλέφωνο πως θ αλλάξεις; Τι χάλια είναι αυτά; Πάλι τα ίδια αρχίζεις;
-Άμα μου δώσεις αυτά που δικαιούμαι, θ αλλάξω. Αυτό δε σου είπα;
-Πρώτα θ αλλάξεις στάση για τη ζωή, θα γίνεις ένας κανονικός άνθρωπος και μετά θα δεις αν εμείς δε σε αγαπάμε όπως λες.
- Ναι, το ξέρω. Το βλέπω, μη νομίζετε! Γέλασε ειρωνικά. Ψοφάτε για μένα, σας βλέπω.
-Τώρα τι να του πω; Γύρισε στη μάνα της η Έλλη. Κάθισε να φάμε μητέρα.
Κάθισαν αλλά ήδη η χαρά τους ήταν τελειωμένη κι έτσι ανόρεχτα, βουβά κύλισε λίγη ώρα. Έβλεπε κανείς πως η διάθεση για συμφιλίωση μεταξύ τους πήγαινε χαμένη.
-Θα έρθεις να μείνεις στο σπίτι σου παιδί μου; Ρώτησε επιτέλους κάποια στιγμή η μάνα του.
-Τι να έρθω να κάνω εδώ; Να βλέπω τα μούτρα σας; Να σας ακούω να μουρμουρίζετε συνέχεια για μένα;
Δεν του άρεσε η προοπτική, δεν τον βόλευε. Ποτέ δεν του άρεσε να μείνει μαζί τους και γι αυτό έφταιγε το ερωτικό του πρόβλημα. Που θα κουβαλούσε τους εραστές του; αν ήταν γυναίκες δε θα υπήρχε πρόβλημα αλλά τώρα; Τίποτα, ήθελε ένα χώρο δικό του, να μην υπάρχει κανείς άλλος και ιδιαίτερα η μάνα του και η αδερφή του.
-Να έρθεις να μείνεις εδώ, μην κοιτάς έτσι τη μαμά. Κι έπειτα να έρθεις και στο γραφείο. Σου είπα: θα σε προσλάβω υπάλληλο και συμφώνησες, τώρα γιατί το αλλάζεις;
-Δεν έρχομαι! Πείσμωσε. Αν έχετε να μου δώσετε σε μετρητά όσα μου ανήκουν, ακόμα και με λιγότερα, φεύγω. Φεύγω και δεν πρόκειται να σας ξαναδώ. Αυτό είναι το καλύτερο δε βλέπω να υπάρχει άλλη λύση για μας.
-Δεν ξέρεις τι λες! είσαι ηλίθιος όπως ήσουν πάντα. Για ποια μετρητά μιλάς; Ο πατέρας δεν άφησε δραχμή μετρητό και το ξέρεις. Εκείνα τα χτήματα και το οικόπεδο υπάρχουν, όπως κι αυτό εδώ το πατρικό μας σπίτι. Τι θες, δηλαδή, να σου τα δώσουμε να τα σπαταλήσεις άσκοπα και να μείνουμε όλοι στο δρόμο; Δε σφάξανε!
Του έλεγε ψέματα για τα μετρητά κι αυτό τον φούντωσε, τον έκανε μπαρούτι. Ο πατέρας του λίγο πριν πεθάνει πως άφηνε στο όνομα της μητέρας του, αρκετά μετρητά στην τράπεζα και τώρα αυτές οι δυο τον κορόιδευαν.  Τσίριξε λίγο αδερφίστικα με νεύρα και πετάχτηκε επάνω. Έσκασε ένα δυνατό σκαμπίλι στην Έλλη, την έσυρε στο δάπεδο καθώς εκείνη έπεσε. Πρόλαβε να της δώσει μερικές μπουνιές, κλωτσιές και στη μάνα του που μπήκε στη μέση να τους χωρίσει.
Στο μάλε-βράσε της περίπτωσης, ανάμεσα από νυχιές, σε τραβήγματα, κάποια στιγμή η Έλλη λευτερώθηκε. Με μάτι μπλάβο, γεμάτο θυμό, γεμάτο λύσσα, έχωσε μια γερή μούντζα στα μούτρα του Τασούλη. Ύστερα τράβηξε αναμαλλιασμένη, γεμάτη αίματα να φύγει. Από την πόρτα τους φώναξε πως δεν επρόκειτο να ξαναπατήσει το πόδι της εκεί, μέχρι να πεθάνουν.
Ο Τασούλης έκρυψε το πρόσωπο  του με τα δυο του χέρια, σωριάστηκε σε μια καρέκλα, γεμάτος νυχιές ενώ η μάνα του πήγε κοντά του, έκανε να του μιλήσει, μα σιώπησε.
-Φύγε! Μούγκρισε μέσα από αναφιλητά και δάκρυα. Φύγε! Ή καλύτερα να φύγω εγώ.
Εκείνη πήγε να τον σταματήσει.
-Σκάσε! Της είπε. Μη μιλάς! Εσύ φταις για όλα! Δε φεύγω τώρα, μη φοβάσαι, θα πάω έξω στην αυλή. Φτιάξε μου έναν καφέ.
Βγήκε έξω, περπάτησε δίπλα στη ροδακινιά που έσταζε ακόμα στάλες βροχής, αν και η βροχή είχε σταματήσει από ώρα.
Κάθισε σε μια ψάθινη καρέκλα. Πίσω από τα λερωμένα σύννεφα, είδε έναν λαμπρό ήλιο να ξεπροβάλλει.. Σκούπισε τα αίματα, πήρε βαθιές ανάσες σιγά-σιγά άρχισε να συνέρχεται. Πλησίασε κοντά του και η Λίγκα η γάτα της μάνας του. Τη χάιδεψε λίγο κι ύστερα την είδε ξαφνικά, να κάνει ένα σάλτο πάνω στη ροδακινιά. Παραξενεμένος προσπάθησε να δει το θήραμα της. Ήταν μια μεγάλη ακρίδα, σταχτιά, προς το χρώμα των βράχων. Η ακρίδα πήδηξε πιο πέρα, ξέφυγε από το θανατηφόρο χτύπημα της Λίγκας, που μισοκλείνοντας τα μάτια της έκατσε στα πισινά της πόδια, πάνω στο κλωνάρι κι άρχισε να την παραμονεύει. Ήξερε το θύμα της, το έδειχνε η σιγουριά στις κινήσεις της- δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία πως μπορούσε να της ξεφύγει.
Η ακρίδα έμεινε για λίγο στην ίδια θέση. Ύστερα πετάχτηκε στο διπλανό πεύκο να κρυφτεί αλλά η Λίγκα την είδε.Ήταν ένα μικρό, λιγό πεύκο που είχε φυτέψει πρόσφατα η μανα του. Κατέβηκε ήρεμα, αθόρυβα από τη ροδακινιά, έφτασε στον κορμό του πεύκου, κοίταξε ψηλά ψάχνοντας τρόπο ν ανέβει. Γύριζε από δω, κοίταζε από εκεί, μα πάντα η εγρήγορση αντιφέγγιζε στα πράσινα μάτια της. Δεν έχανε καμιά κίνηση της ακρίδας.
Ήρθε η μητέρα του, ακούμπησε τον καφέ στο τραπέζι μα δεν της έδωσε σημασία. Σαν να μην υπήρχε καθόλου, έμεινε προσηλωμένος στη γάτα. Ρούφηξε καφέ, άναψε τσιγάρο. Η μάνα του μπήκε στο σπίτι.
Ήταν μια όμορφη, τιγρέ γατούλα η Λίγκα. Ο Τασούλης απόρεσε, σχεδόν μαγεμένος από την σιγουριά της. Τι διάολο, σκέφτηκε. Η ακρίδα έχει φτερά, θα πετάξει. Δεν πρόλαβε όμως. Ταυτόχρονα με τη σκέψη του η Λίγκα ανέβηκε στην πλάτη της καρέκλας του, ζυγιάστηκε, κι από εκεί έδωσε το μεγάλο σάλτο.
Χτύπησε την ακρίδα με τα νύχια της. Δεν την γράπωσε, την έριξε δίπλα στον μαντρότοιχο κι άρχισε να παίζει μαζί της το κρυφτούλι, κάτι σαν ένα παιχνίδι μεταξύ δυνατών και αδυνάτων. Την πετούσε από εδώ, την παρατούσε από εκεί, αδιάφορη τάχα, προσπαθούσε να της δώσει το δικαίωμα ν ανοίξει τα μαδημένα φτερά της. Την γύριζε ανάσκελα, μόλις την έβλεπε που πήγαινε να ορθωθεί, καμώνοντας η ίδια την ανέμελη, ξαφνικά την μάζευε με τα πόδια και την πήγαινε κουτρουβαλώντας την, πηδώντας, γρυλίζοντας στο μάκρος του διαδρόμου, στο πλακόστρωτο της αυλής.
Θα την φάει τώρα, σκέφτηκε ο Τασούλης ανάβοντας άλλο τσιγάρο. Αυτό δε θέλει; Η Λίγκα όμως, ήρεμα, σχεδόν βασανιστικά έπαιζε το παιχνίδι του αργού θανάτου διαμελίζοντας το θύμα της. Ύστερα την παράτησε μισοπεθαμένη στην άλλη γωνιά και ήρθε κοντά του. Τον κοίτα με μάτια σαν της γάτας κι αυτός ανατρίχιασε. Είπε να πάει να πάει να πιάσει την ακρίδα μήπως και την έσωνε αλλά κίνησε μαζί του αμέσως και η Λίγκα, απειλητική. Άπλωσε το χέρι να την πιάσει από τα πόδια και του όρμησε Του την πήρε από τα δάχτυλα, χώθηκε μαζί της κάτω από τα πόδια του τραπεζιού, μπλέχτηκαν κι αυτά με τα δικά της. Ο Τασούλης είδε να της κόβει ένα κομμάτι απ την ουρά. Μετά μασούλησε τα φτερά της, ενώ η ακρίδα προσπαθούσε ακόμη να κουνηθεί, να φύγει. Αλλά δεν μπορούσε, ίσχυε ο νόμος του δυνατότερου. Νόμος κι αυτός! Το μεγάλο ζώο τρώει τα μικρά. Τα πολλά μικρά, ένα μεγάλο. Το λιοντάρι τις αντιλόπες, η γάτα τις ακρίδες, οι ακρίδες τα σιτάρια, ο άνθρωπος τις ακρίδες, τα λιοντάρια, τις γάτες, τα ποντίκια, τα σιτάρια.
Δεν ήξερε πόση ώρα γινόταν αυτό το άγριο παιχνίδι, πόση ώρα η Λίγκα ξεψάχνιζε τη ζωντανή ακόμα ακρίδα. Ως και το τελευταίο της χνούδι, κουνιόταν, προσπαθούσε να σωθεί.
Τελικά άφησε μόνο το κεφάλι. Ύστερα στάθηκε στα πίσω πόδια κι έγλειφε τα μουστάκια της. Τον έπιασαν κι αυτόν κάτι νεύρα που της έδωσε μια γερή κλωτσιά. Όσο την πρόλαβε δηλαδή, γιατί, σαν λάστιχο, σπρωγμένη κι απ την κλωτσιά, ξέφυγε πιο πέρα. Όχι πολύ μακριά, λίγο πιο εκεί. Ακούμπησε πάλι στην ίδια θέση-την αιώνια θέση της γάτα- και αμέριμνη τον παρακολουθούσε.

Συνεχίζεται

Δευτέρα 25 Μαΐου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 28




Είχαν περάσει αρκετά χρόνια θα ήταν εκεί αναρωτήθηκα καθώς πήγαινα και βάλθηκα να τον φέρω στη μνήμη μου. Ο Θεοφάνης ήταν ένα ήσυχο ανθρωπάκι, καλοβαλμένο, σιγανομίλητο. Δεν έλεγε πολλά, συνήθως άκουγε και συμφωνούσε ή διαφωνούσε με νεύματα.
Έτσι έκανε και τώρα. Μόλις με είδε, έμεινε μετέωρος με την παλέτα στο χέρι.
Ήταν πράγματι ακόμα εκεί αλλά βέβαια είχε γεράσει. Θα πλησίαζε τα εξήντα πέντε μα κρατιόταν καλά. Κοντούλης, ασυνήθιστος, μικροκαμωμένος, άφηνε τις φαβορίτες μακριές, παλιομοδίτικα κι έδειχνε ακόμα πιο κοντός
Τρεμόπαιξε τα μάτια του να με θυμηθεί. Ύστερα σα να θυμήθηκε , άφησε την παλέτα και μου δωσε το χέρι. Δεν έδειξε να χαίρεται αλλά ούτε και το αντίθετο. Ήταν άνθρωπος που έκρυβε τα συναισθήματα του, δεν μπορούσες να ξέρεις τι σκέφτεται, πως νιώθει. Αυτή η φαινομενική αδιαφορία του με έκανε μια στιγμή να σηκωθώ να φύγω. Σα να το κατάλαβε, άφησε ξανά την παλέτα, έγινε πιο ζεστός. Μισοχαμογέλασε, κάθισε μου είπε, που θα πας; Θα φτιάξω καφέ.
Πισωγύρισα τη σκέψη μου. Κάθισα. Κοίταξα το έργο που ζωγράφιζε στο καβαλέτο, ενώ εκείνος έψηνε τον καφέ.
-Δε ζωγραφίζω πια εμπορικά, μου είπε σαν τους έφερε. Κουράστηκα. Έχω βγάλει αρκετά, κουράστηκα αλλά τώρα μπορώ να ζωγραφίζω ότι θέλω. Τις ιδέες που είχα από παλιά, αυτές θέλω να μεταφέρω στο πανί, ξέρεις εσύ. Αυτά δε σου άρεσαν πάντα; Και μου δειχνε τον πίνακα στο καβαλέτο.
Έφτιαχνε ένα μεγάλο, δίμετρο, σουρεαλιστικό, ανθρωποκεντρικό έργο. Είχε άριστη τεχνική, πείρα στο σχέδιο, στο χρώμα και υπομονή. Έτσι ήθελα να ζωγραφίζω κάποτε, σκέφτηκα και του το είπα.
-Θα τα καταφέρεις, μου είπε, θα γίνεις ο καλύτερος-αν και οι άνθρωποι της τέχνης είναι φειδωλοί στα παινέματα τους. Θα γίνεις ο καλύτερος, επανέλαβε. Αλήθεια, τι κάνεις τώρα; δεν πιστεύω να τα παράτησες;
Του τα είπα μέσες-άκρες. Όχι πολλά για να μη τον κακοκαρδίσω. Μου φάνηκε πως καταλάβαινε πολύ περισσότερα απ όσα του έλεγα και διαισθάνθηκα πως κάτι σκεφτόταν για μένα. Κάτι που ίσως τον βόλευε κι αυτόν.
-Εντάξει, αποφάνθηκε.
-Τι εντάξει; Έκανα.
-Ετοιμάσου. Το εργαστήρι είναι εδώ, το βλέπεις. Από αύριο πιάνεις δουλειά. Θα σε βοηθήσω αλλά κοίταξε με το αζημίωτο. Θα τα βρούμε αυτά, τα οικονομικά θέλω να πω. Θα σε βοηθήσω, θα σου γνωρίσω τους εμπόρους, τους πελάτες και σιγά-σιγά να πάρεις τη θέση μου. Να βγάλεις πρώτα λεφτά! Αυτό θα σκέφτεσαι μόνο! Αν έχεις τίποτε άλλο στο μυαλό σου να μου το πεις. Προς το παρόν, μόνο αυτά χρειάζεσαι, αργότερα βλέπουμε. Τι λες;
Ενθουσιασμένος του έγνεψα, ναι, θα τα καταφέρω δεν υπάρχει περίπτωση να μη τα καταφέρω.
Κι έτσι άνοιξε ένας καινούριος ουρανός. Μια φέτα φωτός, αχνή, αυτή που ήθελα να δω. Ένας κόσμος που μου πήγαινε, ένας κόσμος που λάτρευα: τα πινέλα, τα χρώματα, η μαγεία του καμβά, η μυρουδιά του εργαστηρίου και του χρήματος. Ναι, ήταν καιρός να βγάλω χρήματα. Μόνο μ αυτά μπορείς να κάνεις ότι θέλεις, μη το ξεχνάς, μου επαναλάμβανε συνέχεια ο Θεοφάνης. Κι εγώ απ την άλλη μέρα στρώθηκα στη δουλειά από το πρωί, μέχρι το βράδυ. Ζωγράφιζα πίνακες με την υπογραφή «Μισέλ», δεν ήθελα να βάλω σ αυτούς το πραγματικό μου όνομα. Αυτό θα το έβαζα αργότερα στους πραγματικά δικους μου πίνακες. Τώρα έφτιαχνα ότι ζητούσε η αγορά και στην αγορά τα έργα μου γινόταν ανάρπαστα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου έβγαζα πολλά χρήματα, τα σκεφτόμουν, τα λογάριαζα. Άρχιζε μια άλλη άγρια πάλη μέσα μου. Να είσαι ή να έχεις; Πριν έλεγα να είσαι, μόνο αυτό αξίζει στη ζωή. Τώρα διαμόρφωνα το έχειν για το ευ ζειν και μεγάλωνα τη σκέψη μου. Να είσαι και να έχεις είναι καλύτερα, έλεγα. Είναι πιο άξιο, πιο ικανό. Αυτή έπρεπε να είναι η φυσιολογική συνέχεια των ανθρώπων που μελετούσαν σωστά τα πράγματα.
Γνώρισα μέσα από αυτή την εργασία μου έναν άλλο περίπλοκο κόσμο. Εμπόρους, γκαλερίστες, φιλότεχνους, μαστροπούς της τέχνης, αρχαιοκάπηλους, αντικέρ, γενιά όλο το σινάφι της τέχνης. Ένα τέτοιο μελισσολόι κινιόταν πίσω μου και μπρος μου. Πήγαν δε τόσο καλά οι δουλειές που σύντομα αγόρασα αυτοκίνητο, νοίκιασα ένα καθώς πρέπει σπίτι που το επίπλωσα ακριβά, με γούστο. Περνούσα ωραία, όλα πήγαιναν ρολόι. Χαιρόταν γι αυτή μου την κατάσταση πιο πολύ, φυσικά, η Λουτσία. «Έτσι, τώρα μάλιστα! Κάνεις αυτό που πρέπει» και μεγάλωνε η αγάπη της για μένα, που έβλεπα πως δικαιωνόταν η παιδική μου φαντασίωση να γίνω κάποτε ζωγράφος.
Θυμάμαι πως έκανε την πρώτη φορά που πήγα να την πάρω με το δικό μου πλέον αυτοκίνητο για να πάμε στον Ντάφλο. Μόνο που δεν τρελάθηκε από τη χαρά της. Έλαμπαν τα μάτια της, χαμογελούσε όλο το πρόσωπο της. Για να πω την αλήθεια, κι εγώ αισθάνθηκα λίγο περήφανος που είχα αυτοκίνητο. ‘Άιντε, φτου σου να μη σε ματιάσω, ζωγράφε της πυρκαγιάς! Καιρός ήταν να κάνεις κι εσύ κάτι. Άιντε με το καλό να παντρευτείτε κιόλας!» μου είπε ο Ντάφλος.
Η Λουτσία μαζευόταν, απέφευγε ανοιχτά τέτοιες κουβέντες για γάμο, για τα προσωπικά μας. Είναι νωρίς ακόμα μου έλεγε, άσε να στρώσουν κι άλλο τα πράγματα, σε αντίθεση με μένα που δεν είχα καμιά αμφιβολία πως έπρεπε να παντρευτούμε τότε. Αργότερα που θα την έπιανε η βιασύνη, το πουλάκι θα είχε πετάξει.
Εργαζόταν τότε στο Εθνικό θέατρο. Στη αρχή έτρεχα κι εγώ μαζί της, στις πρόβες, στις πρεμιέρες, παντού, όταν είχα χρόνο. Αργότερα θα βαριόμουν. Θα τα βαριόμουν όλα αυτά που τότε μου άρεσαν. Ήταν μέσα σ  αυτά οι κοσμικές παρέες που είχαμε αποκτήσει, τα πάρτι υψηλών προσώπων, επιχειρηματιών και παραγόντων του πολιτικού χώρου. Ήταν ένας κύκλος φωνακλάδικος, επιτηδευμένος. Δε μου πήγαινε τόσο πολύ αλλά τον άντεχα γιατί ήταν στη μέση και το οικονομικό. Οι γνωριμίες φέρνουν χρήμα, έλεγαν όλοι. Θα είχε περάσει ένας χρόνος ίσως παραπάνω, όταν είπα στη Λουτσία πως ήμουν έτοιμος για την πρώτη ατομική μου έκθεση με έργα υπογεγραμμένα με το πραγματικό μου όνομα αυτή τη φορά: Αμβράζης-Αντώνιος-Αλμύρας. Ενθουσιάστηκε πολύ, πέσαμε με τα μούτρα στη δουλειά για τη διοργάνωση της έκθεσης. Εκείνη μου βρήκε μια από τις καλύτερες αίθουσες-γκαλερί κι εγώ συνέχισα να αποτελειώνω μερικά έργα. Έπειτα τυπώσαμε καταλόγους, φτιάξαμε σλάιτς, στείλαμε δελτία τύπου στις εφημερίδες ν αναγγέλλουν το γεγονός. Το όνομα μου φιγουράριζε στις καλλιτεχνικές και στις κοσμικές στήλες. Με έπαιρνε και με σήκωνε ένας άλλος κόσμος. Μου μιλούσαν άνθρωποι που δεν τους γνώριζα, με πλησίαζαν άτομα περίεργα, γινόμου ένα δημόσιο πρόσωπο, ένα αναγνωρίσιμο πρόσωπο, μια διασημότητα. Μετά, όσο πλησίαζε η μέρα των εγαινίων όλο πιο πολύ ανέβαινε η εινόνα μου και θυμάμαι πως ένα από κείνα τα βράδια πήγα στον πατέρα μου στο πατρικό σπίτι, κουβαλώντας αποκόμματα από εφημερίδες, περιοδικά που γράφανε για μένα.
Του τα έδειξα με κάποια περηφάνια. Εκείνος ανασηκώθηκε στο κρεβάτι
-Φέρε να πιούμε! είπε στη μάνα μου. Ο γιος μας έγινε μεγάλος. Κοίτα εδώ; Το γράφουν οι εφημερίδες.
Η μάνα μου έφερε τσίπουρο. ‘Ήπιαμε πολύ, παρέα με το γέρο μου κι εγώ που δεν είχα σταματήσει καθόλου να πίνω όλον αυτό τον καιρό- είχε αρχίσει να μου γίνεται μεγαλύτερη συνήθεια το ποτό- μέθυσα. Ήμουν που ήμουν μεθυσμένος από την επιτυχία, με έπιασε το ποτό, με πήρε η έπαρση κι άρχισα να πετάω ότι εύρισκα μπροστά μου: Πιάτα. Ποτήρια, βάζα, τα έσπασα όλα! Ο πατέρας μου δεν έλεγε τίποτε αλά η μάνα μου που δεν ήθελε να πίνω, μούτρωνε.
-Μην πίνεις άλλο παιδάκι μου, δεν κάνει, το ποτό καταστρέφει τους ανθρώπους.
-Δεν πειράζει μανούλα, έλεγα εγώ. Μητέρα είναι κάποιες φορές που ο άνθρωπος βγαίνει από τον εαυτό του.
Ο πατέρας μου όλο κοίταζε με καμάρι τις εφημερίδες και κάπου-κάπου πέταγε εκείνο το, να το βγάλεις το Αλμύρας, τι το θέλεις, σκέτο Αμβράζης, φτάνει! Εγώ χαμογελούσα, τσέβδιζα, χόρευα. Μόνο την άλλη μέρα ήμουν ένα ράκος. Δεν μπορούσα να συνέλθω από το ποτό και δεν πήγα στη δουλειά. Έμεινα στο σπίτι να κοιμάμαι μέχρι αργά. Όταν σηκώθηκα, είδα τον εαυτό μου στον καθρέφτη, τα κατακόκκινα μάτια μου και τρόμαξα Ούρλιαξα μόνος μου στο μέρος λέγοντας πως δε θα το ξανακάμω αυτό. Δε θα ξαναέπινα γιατί με έριχνε χαμηλά, γινόμουν ντάουν που λένε. Η αισιοδοξία μου πήγαινε στράφι, είχε δίκιο η μάνα μου έλεγα συνέχεια, γι αυτό δεν πρόκειται να ξαναπιώ.  Αλίμονο όμως, ήταν λόγια της στιγμής γιατί από τότε και πέρα θα ήμουν εγώ με ένα ποτήρι στο χέρι όπως ο φίλος μου ο Ντάφλος. Κρυφά ή φανερά, άρχιζε μια πάλη που θα συνεχιζόταν πολλά χρόνια.
Τους παλιούς φίλους δεν τους έβλεπα πια, είχαμε σχεδόν χαθεί. Για τον Δούκα, άκουγα να μου μιλάνε μόνο για δυσάρεστα. Κάποιος μου είπε πως ήταν ένα διάστημα στη φυλακή για τα χρέη, άλλος ένας πως είχε φύγει για την Αμερική. Όσο για τον Τασούλη, αυτός ερχόταν κάπου-κάπου για δανεικά και τότε πηγαίναμε για κρασί στου Λινάτσα για να θυμηθούμε τα παλιά. Αλλά αυτές οι συναντήσεις μας ήταν λίγες που όσο πήγαινε λιγόστευαν ακόμα περισσότερο. Ακόμα πιο σπάνια έβλεπα τη Βαριεντίνα. Δεν ξέρω για ποιο λόγο αλλά από τότε που είχα γνωρίσει τη Λουτσία, είχε αποτραβηχτεί. Σαν κάτι να την είχε πειράξει και της το είπα ένα βράδυ που είχαμε πάει στου Λινάτσα παρέα και με τον Τασούλη. Μάλιστα είχαμε πάει τρικάβαλο με την καινούρια μηχανή, μεγάλων κυβικών που είχα αγοράσει πρόσφατα. Μισομεθυσμένος καθώς ήμου, οδηγούσα απρόσεχτα στο γυρισμό. Έτσι σε κάποια στροφή, σκάσαμε κάτω σαν καρπούζια στον βρεγμένο δρόμο-σαν πατάτες θα έλεγα καλύτερα- και οι τρεις μας ένας εδώ κι άλλος εκεί να ροβολάμε τον κατήφορο. Ευτυχώς δεν είχε χτυπήσει κανείς μας σοβαρά και θυμάμαι τα γέλια που κάναμε όταν επιτέλους καταφέραμε ν ανασηκωθούμε. Εγώ κοίταζα ζαβλακωμένος το σχισμένο μου κουστούμι, ο Τασούλης έπιανε τα πονεμένα κωλομέρια του, η Βαριεντίνα σκούπιζε αμήχανη το πρόσωπο της κι έψαχνε τα γυαλιά της στο σκοτάδι.
Τους είχα καλέσει όλους στα εγκαίνια της έκθεσης. Με λύπη διαπίστωσα ποως δεν είχαν έρθει ούτε ο Τσαούλης ούτε η Βαριεντίνα. Μόνο ο Ντάφλος με την Έλεν  ήρθαν από τους παλιούς αλά μέσα στην παραζάλη, το τεράστιο πλήθος που μου μιλούσε ασταμάτητα, τους δημοσιογράφους, τον πατέρα της Λουτσίας, την Εριέτα Παπακυριακού που ν αντιληφτώ την απουσία τους. Δε μου έμενε πια καιρός για τέτοια πράγματα. Ζούσα σε έναν άλλον κόσμο με ένα ποτήρι στο χέρι, έβλεπα ευχαριστημένος τους πίνακες μου να πουλιούνται ο ένας μετά τον άλλον, όλοι. Λέω ευχαριστημένος αλλά στην ουσία-δεν ξέρω γιατί-λυπόμουν για όλα αυτά τα κομμάτια που έφευγαν από μένα.
-Δεν πειράζει, μου έλεγε η Λουτσία, θα φτιάξεις άλλα αγάπη μου. Έτσι είναι, τα έργα ενός ζωγράφου πρέπει να τα απολαμβάνουν πολλοί, μη λυπάσαι, θα φτιάξεις άλλα.
Ο πατέρας της ήρθε κοντά μου, με πλεύρισε, να μου μιλήσει αλλά εγώ ήμουν αδιάφορος. Κάτι δε μου πήγαινε καλά στην επαφή μας, σα να μη τον συμπαθούσα αυτόν τον άνθρωπο, όσες τσιριμόνιες και να μου έκανε. Εξ άλλου ποτέ δε συμπαθούσα τους κόλακες, αυτούς που μόνο κάποια συγκεκριμένη στιγμή με πλησίαζαν, όταν πια δεν τους είχα ανάγκη. Μου θύμιζαν εγγαστρίμυθους που δεν ήξερες από πού έρχεται η φωνή τους. Έτσι μιλούσε κι ο πατέρας της Λουτσίας-βραχνά, ένρινα, από το εσωτερικό, μπάσα. Έμοιαζε με παλιό κοτζαμπάση βγαλμένο από παλιές κιτρινισμένες σελίδες και εικόνες του κοντινού παρελθόντος μας.
Αλλά και μένα ο εγωισμός μου έσπαγε καρύδια εκείνη την εποχή. Είχα καβαλήσει για τα καλά το καλάμι και πήγαινα. Πήγαινα όπου με καλούσε η μοίρα μου. Μιλούσα υπεροπτικά, κοίταζα τον κόσμο αφ υψηλού φορώντας πάντα μια γκρίζα καπαρντίνα. Γκρίζα καπαρντίνα, κόκκινη γραβάτα. Έτσι με είχε αποθανατίσει ο φακός στη φωτογραφία που μου τράβηξε ο φωτογράφος την ώρα που μου έπαιρνε συνέντευξη ο γνωστός δημοσιογράφος μεγάλης και έγκυρης εφημερίδας.
Και τι δεν είπα σε κείνη τη συνέντευξη. Κατ αρχήν έγινα επιθετικός κι αντί να ρωτάει εκείνος, ρωτούσα εγώ.
- Γιατί θέλεις να μου πάρεις συνέντευξη; Γιατί από μένα; Οι συνεντεύξεις είναι ηλίθια πράγματα, είναι σάπιες κουβέντες για το καταναλωτικό κοινό!
-Αυτό είναι αλήθεια, παραδέχτηκε. Αλλά δεν μπορούμε να κουβεντιάσουμε για την αλήθεια; Για την ελευθερία και την τέχνη;
-Για την ελευθερία; Γι αυτή ναι, μπορεί να ενδιαφέρει τους πιο πολλούς επειδή δεν την έχουν. Την αλήθεια δεν την ξέρουμε και ούτε θα τη μάθουμε ποτέ. Η τέχνη δεν ενδιαφέρει αυτούς που δεν έχουν να φάνε. Και τότε με ποια σοβαροφάνεια θα δείξουμε στους άλλους  που μας κυβερνούν πως έχει κάποια αξία η τέχνη; Αυτούς τους ενδιαφέρει πως θα κλέψουν τον ψήφο του λαού, το αίμα του κόσμου. Κατάλαβες; Οι νεροκουβαλητές της εξουσίας.
-Νομίζεις πως η τέχνη είναι ακαταλαβίστικη γι αυτούς;
-Νομίζω πως τίποτε δεν είναι ακαταλαβίστικο. Εγώ φτιάχνω πίνακες, ζωγραφίζω έργα, μόνο για να βγάλω λεφτά, μόνο για το χρήμα. Γι αυτό και τους πουλάω πανάκριβα.
-Σοβαρά ε; άνοιξε τα μάτια του. Κι εγώ που είχα την εντύπωση πως ανήκετε στους ποιοτικούς ζωγράφους κι ο κόσμος νομίζω έτσι σας ξέρει όμως αυτό που λέτε είναι μια ωμή αλήθεια. Πόσο ακριβά είναι τα έργα σας;
-Ποιοτικός ζωγράφος! Σάρκασα. Παραμύθι για τους φτωχούς. Σήμερα η ζωγραφική είναι μία, δεν υπάρχουν ρεύματα, όλοι ζωγραφίζουμε τα πάντα. Εξπρεσιονισμούς, ρεαλισμούς, φοβισμούς, όλα τα –ισμους.
Σε λίγο όποια γραμμή να τραβάω θα μυρίζει χρυσάφι- ο Πικάσο πλήρωνε με σκίτσα σε χαρτοπετσέτες πανάκριβα γεύματα που πρόσφερε στους φίλους του. Αυτές τις γραμμές που θα σέρνω πάνω στα χαρτιά και θα μυρίζουν χρυσάφι, όλοι εσείς τα λυκόσκυλα θ ακολουθάτε την αφή τους.
-Σας παρακαλώ! Κύριε Αμβράζη θα τα γράψω όλα αυτά;
-Γι αυτό σου τα λέω για να τα γράψεις αν έχεις κώλο….και επανέρχομαι σ αυτό που λέγαμε. Στις γραμμές της ζωγραφικής που θα με κάνουν διάσημο και πλούσιο. Ναι. Τότε λοιπόν, επειδή θα βαριέμαι να ζωγραφίζω πια, ότι θα φτιάχνω θα είναι για τα μπάζα. Αυτή είναι η φοβερή μοίρα του καλλιτέχνη σήμερα. Εμένα με λέτε καλλιτέχνη κι ανατριχιάζω. Μου φαίνεται σαν παρατσούκλι και πονάω!
-Γιατί μιλάτε τόσο δηκτικά; Οι άνθρωποι της τέχνης δεν πρέπει να είναι πιο απλοί;
-Όχι. Ποτέ δεν ήταν απλοί, όσο κι αν αυτό φαντάζει αληθινό-το να είναι δηλαδή απλοί. Είναι ξιπασμένοι. Γεννιούνται με το ταλέντο…
-Αλήθεια κύριε Αμβράζη, τι είναι το ταλέντο;
-Τι είναι το ταλέντο, είπα αργά. Είναι το κουστούμι ενός αιχμαλώτου. Είναι μια πανοπλία ανώτερου ενστίκτου. Εγώ, όπως σου είπα, πονάω, ασφυκτιώ μέσα σ αυτήν πανοπλία. Μερικές φορές σφίγγω τα μάτια μου και ρίχνω μπουνιές στον τοίχο που με περικλείει. Προσπαθώ να ξεφύγω, μα γελιέμαι. Κανένας δεν ξεφεύγει. Ούτε θεός ούτε άνθρωπος.
-Πιστεύετε στο θεό;
-Όχι, δεν υπάρχει αυτό το πράγμα. Δεν είναι ώρα όμως να σου μιλήσω γι αυτές μου τις θεωρίες. Δε θα ενδιαφέρουν το κοινό σας.
-Ίσως. Ας αλλάξουμε θέμα. Μιλήστε μας λίγο για τα παιδικά σας χρόνια.
-Να, αυτό που είπες τώρα με εξοργίζει. Τι να σου πω για τα παιδικά μου χρόνια; Αν ήταν ευτυχισμένα και τέτοιες αηδίες; Όχι δεν ήταν. Καλύτερα να μονολογήσω αόριστα για όλα όσα με ενδιαφέρουν χωρίς να θέτεις ηλίθιες ερωτήσεις…
-Μονολογήστε, χαμογέλασε.
-Θα μονολογήσω. Θα σου πω μερικά πράγματα.
Να, συχνά-πυκνά επιστρέφω στην καταθλιπτική μου πολιτεία-θέση: τίποτε δεν ορίζει το άπειρο. Όλα είναι ένα μηδέν και το αντίστροφο, όλα είναι τα πάντα.
Κάνει πολύ ζέστη και κάποιοι άνθρωποι πεθαίνουν απ αυτό. Ούτε κι αυτό με λυπεί ιδιαίτερα είναι γνωστό πως πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν από τη ζέστη.
Η μονοτονία διαδέχεται τις μικρές μου κρίσεις. Ήμουν πάντα ένας αμφιλεγόμενος εραστής της τέχνης και της ζωής. Ποθούσα κι έφευγα. Δε γυρνούσα ποτέ πίσω, φοβούμενος την πέτρα του Σίσυφου.
Έλεγα πάντα είναι αργά, δεν προλαβαίνεις και οριστικά δε μαθαίνω τίποτε πια.
Σκέφτομαι να ορίσω τη ζωή μου κάπως έτσι: σε πηχτά-ανύπαρκτα και σε στιγμιαίες λύσεις καφέ-μπύρας. Ο τρόμος ουρλιάζει μέσα μου, τι είναι αυτό; Τι είναι το άλλο; Τι απ όλα είναι το τίποτα; Ποια απ όλα χρειάζομαι; Όλα γίνονται θύμησες, πιθανότητες, απολογισμοί.
Συνέρχομαι για λίγο κι ακούω τους άλλους να συναρμολογούν τις μηχανές τους. Τι ωραίοι που είναι οι άνθρωποι! Λέω Τι ηλίθιοι που είναι καθώς τρέχουν να ξεφύγουν απ το κουρνιαχτό του πόνου!
Ορίζω την αρχική μου αίσθηση, μεγαλώνω την άποψη των επιστημόνων για την απόλυτη μοναξιά που χρειάζεται η ελευθερία, που ζητάς να εξηγήσουμε τώρα εδώ, εσύ κι εγώ. Ορίζω την αρχέγονη αίσθηση, δεν έχω το θάρρος να πολεμήσω στα ίσια το θάνατο γιατί δεν είμαι γενναίος. Έτσι γνωρίζω τη δολοφονία του εαυτού μου. [Κυρίαρχο στοιχείο, το ανίδεο τέλος.]
Εγώ, λοιπόν, ο ένας, ο αρτιμελής άγριος των συνόρων, ήρθα εδώ. Έγινα κάτι μεταξύ τέλειου και αορίστου ζώου. Εν όψει δε κρισίμων διαπραγματεύσεων, πενθώ ξαπλωμένος στο αναπαυτικό μου κρεβάτι για όλα αυτά. Για τον άδικο θάνατο των άλλων Ο θάνατος όμως έχει ηθικές αρχές; Και τι είναι η ηθική του σύγχρονου και του παντοτινού ανθρώπου;
Δεν πιστεύω πως υπάρχει χρόνος. Δεν πιστεύω πως υπάρχει θεός στον αιώνα τον άπαντα. Γι αυτό αρέσκομαι στο δικό μου μόχθο και πενθώ για τις χαμένες ώρες των μαλακιζομένων έως εμού. Κρύβομαι παντελώς κι άλλοτε φωνάζω, φωνή μεγάλη. Φοβάμαι τον μικρό μου εαυτό αναγνωρίζω το μεγάλο δέοςκαι θλίβομαι για την οριστική πραγματικότητα. Απώλεσα την διάνοια μου μέχρι εσχάτων μοιρολογώντας την αιώνια λύση. Και όλα αυτά, τα οποία εγώ έχω πράξει κατά κάποιον τρόπο, ως άνθρωπος με λογικό, μου αφαιρούν τη δυνατότητα του ευ ζειν. Διότι δεν είναι σοφόν το πράττειν αντίθετα τοις νόμοις
Κι εγώ πράττω πάντα το αντίθετο.
Προσπαθώ πάλι να ορίσω τον αόριστο του ορίζω. Αν οι όντες δέχτηκαν την πράξη σαν λύση στο πρόβλημα μεταξύ καλού και κακού, συμβατικού και ωραίου, γιατί κάποιος θα ήθελε να εμπλακεί σε μια τέτοια περιπέτεια του νου; Και αφού καλώς έχουσι τα πράγματα εις τας αποικίας γιατί να ξανανομοθετήσουμε εκεί; Εγώ, σαν ύφος και χαρακτήρας εναντιώνομαι σε όλα αυτά. Εναντιώνομαι σε μια τέτοια συνέχεια, σωστά ή όχι. Πιο νέος ακόμη θα μπορούσα ν αλλάξω τη ροή της ζωής μου, ν αρνηθώ αυτό που έγινα-πράγμα που σε πολλούς θα άρεσε- αλλά επειδή είναι αβάσταχτη η οριοθέτηση του είναι, εξακολουθώ αυτόν τον δρόμο της αντίστασης. Δεν αρκεί η πιθανότητα του ενός. Δεν αρκεί πάλι τίποτε. Αυτό είναι το μηδέν του όλου.
Έχω γνωρίσει την πραγματικότητα. Αυτή τη στιφή, ανθρώπινη πραγματικότητα. Δε νομίζω πως εσείς δεν την ξέρετε. Άρα δεν έκανα κάτι ξεχωριστό για να μου επιρρίπτετε ευθύνες. Όλοι εμείς τα ξέρουμε αυτά. Άρα, είμαστε ίσοι.
Εκεί, κάπου σταμάτησε το παραμιλητό μου κι ο δημοσιογράφος, μάλλον αλλόφρων, μου είπε πως θα μου έκανε την τελευταία ερώτηση, για το τι χαρακτηρίζει τελικά, έναν άνθρωπο σαν εμένα. Κι εγώ, αλαζών, σαρδόνιος, του είπα πως το γλυκύτερο απ όλα είναι το λάθος. Το σεβαστότερο είναι αυτό που γίνεται. Κι ακόμα πιο σεβαστό, αυτό που δεν καταλαβαίνουμε. Εγώ, λοιπόν είμαι ένας ακαταλαβίστικος.
Πάντα.
ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΜΑΣ

    Έτσι πως έγιναν και γίνονται τα πράγματα είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε πως οι δυσμενείς υποθέσεις των προηγούμενων γενεών για την...