Σάββατο 4 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 6





Ποιος ξέρει τι πράγμα είναι η ψυχή του ανθρώπου. Υπάρχει άραγε, αυτό ακριβώς που λέμε ψυχή;  Άβυσσος λένε πολλοί. Σκοτεινή δηλαδή, με πλοκάμια και μονοπάτια λαβυρινθώδη- λε και μόνο στα σκοτεινά μπορεί να κατοικεί.
Εγώ πίστευα πως συνταυτίζεται με τη σκέψη, κάπου εκεί στο μυαλό την είχα τοποθετήσει, στη λογική. Όχι στην καρδιά. Ο Ντάφλος που δεν τα ψείριζε όλα αυτά, έλεγε πως η ψυχή του ανθρώπου είναι ένα χαλίκι. Να, αυτό το χαλίκι εδώ, που το παρασέρνει το ποτάμι και ή το  στρογγυλεύει στο μακρύ ταξίδι ή το ξερνάει σε ακροποταμιά παράμερη Κείθε πέρα! Και κλωτσούσε ένα χαλίκι με δύναμη. Ένα οποιοδήποτε, δεν τον ένοιαζε, το ξεχνούσε την άλλη στιγμή. Έτσι φαντάζομαι θα ξέχασε και το γάμο του με τη Μαγδαληνή, σα να μην έγινε ποτέ. Αυτά μου τα διηγήθηκε πολύ αργότερα. Κάποια ήσυχη βραδιά σε ένα ταβερνάκι των Εξαρχείων.
Την ημέρα λοιπόν που ταξίδευε για την Κέρκυρα με τη Μαγδαληνή, ήταν όλο νεύρα. Τα πάντα του φταίγανε. Και πιο πολύ αυτό το καθίκι ο Σταυρέας, που ούτε λίγο ούτε πολύ, δεν του έδωσε φράγκο από την προίκα. Του χρέωσε μάλιστα κι όλα τα έξοδα του γάμου και του τραπεζιού.
-Κάνει να πάρεις εκατό λίρες ακόμα, του είπε. Αυτές τις κρατάω εγώ, γιατί δε σου έχω εμπιστοσύνη. Όταν λογικευτείς και βάλεις κι εσύ κάνα φράγκο στην άκρη, ν αγοράσουμε ένα διαμέρισμα να βάλετε το κεφάλι σας μέσα. Όμως μη φοβάσαι, δικά σας είναι.
Αλλά ο Ντάφλος φοβόταν. Σε λίγες μέρες αν δεν πλήρωνε τα γραμμάτια που είχαν λήξει, το διαμέρισμα της μάνας του θα το τρώγανε οι επιτήδειοι.
Και πράγματι έτσι έγινε. Προτού γυρίσει από το ταξίδι του μέλιτος, είχανε βρεθεί στο δρόμο. Η μάνα του μάζεψε τα λίγα πράγματα τους και στριμώχτηκε στην παράγκα του κυρ-Βασίλη, στο διπλανό οικόπεδο. Έπιασε και δουλειά, γριά γυναίκα να σφουγγαρίζει τις σκάλες σε δυο πολυκατοικίες.
Δεν είχε άλλον στον κόσμο ο Ντάφλος. Ούτε αδέρφια, ούτε θείους, ούτε αδερφές. Μόνο αυτός και η μάνα του. Ο πατέρας του είχε σκοτωθεί στον πόλεμο της Αλβανίας αλλά σύνταξη δεν έπαιρνε. Ήταν από εκείνους που περνούσαν στα άγραφα.
Όταν έφτασαν στην Κέρκυρα, απογευματάκι του Ιούνη θα ήταν, κατέληξαν σε ένα φτηνό ξενοδοχείο. Ούτε και που έδινε σημασία στη Μαγδαληνή, που πράγμα περίεργο ήταν χαμογελαστή και εξηγούσε στον ξενοδόχο πως έκαναν ταξίδι του μέλιτος. Είχε τα νεύρα του.
Αφού ταχτοποίησαν τα πράγματα τους, βγήκανε βόλτα στην πόλη, περιδιάβαιναν. Η Μαγδαληνή του έλεγε να καθίσουν σε ένα καθώς πρέπει μαγαζί να πάρουν τον καφέ τους και ο Ντάφλος έψαχνε γύρω-γύρω κανένα κουτουκάκι, καμιά τρύπα, ουζερί, να παλουκωθεί, να πιει τα ούζα του.
-Εδώ! Της είπε κι άραξε σε δυο καρέκλες.
Παρήγγειλαν απ όλα. Ότι είχε το μαγαζί. Και τα πιναν οι δυο τους, δεν είχαν άλλον. Ένιωσε και η Μαγδαληνή  πως κάτι ήταν στη ζωή. Ευχαριστήθηκε άλλον αέρα, άλλη φάση. Μακριά από τον αδερφό της τον Σταυρέα, την οικογένεια. Τους αγαπούσε βέβαια και πιο πολύ τον Σταυρέα, που μπορεί να ήταν αυταρχικός, μονόχνοτος, γεροντοκόρος αλλά τον σεβόταν γιατί βοηθούσε όλη την οικογένεια.
Το Ντάφλο τον ένιωθε, τον κοίταζε, τον εξέταζε πιο πολύ όταν αυτός έβλεπε αλλού, αλλά την πείραζε που έπινε. Τότε γινόταν άλλος άνθρωπος. Ξεχνούσε τα πάντα και του έβγαιναν τα απωθημένα εναντίον της κοινωνίας και των ανθρώπων. Έτσι και τώρα που τον έβλεπε να κατεβάζει το ένα καραφάκι μετά το άλλο, μούτρωνε. Μούτρωνε και φοβόταν. Σιγά-σιγά, η χαρά της γινόταν θλίψη Δεν ήταν αυτή για τέτοια πράγματα, για τέτοια ζωή. Του το είπε και κατάλαβε πως η νύχτα που θα ακολουθούσε θα ήταν βαριά, δύσκολη παρ ότι ήταν Καλοκαιράκι και το ελαφρύ αέρι θρόιζε την ομορφιά της ζωής.
Το μυαλό του Ντάφλου βρισκόταν συνέχεια στην πουστιά που του έκανε ο Σταυρέας. Είχε κολλήσει εκεί. Που να ήξερε ότι τους είχαν βγάλει από το σπίτι …ότι η μάνα του ήταν ήδη στην παράγκα του κυρ-Βασίλη.
Κάθισαν εκεί στο ουζερί κάμποσο. Όταν σηκώθηκαν να πάνε στο ξενοδοχείο- η Μαγδαληνή τον κρατούσε αγκαζέ- ο Ντάφλος, φαίνεται πως είχε πάρει τις αποφάσεις του. Θα έφευγε τη νύχτα. Θα την παρατούσε εκεί σύξυλη και ούτε θα γύριζε να την ξανακοιτάξει. Να ξανακοιτάξει τη χοντρή μύτη της και ν ακούσει τις αιώνιες χοντράδες της. Δεν ένιωθε τίποτε γι αυτήν. Ούτε λύπη, ούτε πόνο, πόσο μάλλον αγάπη. Αργότερα θα την συμπονούσε. Προς το παρόν, την παρέσυρε όλο το βράδυ σε ένα ερωτικό ξεφάντωμα. Όλη τη νύχτα την κανόνιζε κι εκείνη βογκούσε σαν αγελάδα. Συμμαζεμένη καθώς ήταν, δεν άφηνε τις ερωτικές της κραυγές να βγαίνουν ελεύθερα. Μούγκριζε και σε λίγο άρχισε να βαριέται με όλα αυτά που της  έλεγε και της έκανε ο άντρας της.
Κατά τις πέντε το πρωί, μεθυσμένος ακόμα, άρχισε να της φωνάζει και να τη βρίζει. Έτσι στα καλά καθούμενα. Πουτάνα την ανέβαζε, βλαμμένη την κατέβαζε. Σκρόφα. Περίμενε να του αντιμιλήσει, να του δώσει την ευκαιρία για να κάνει αυτό που ήθελε. Και δεν άργησε.
Η Μαγδαληνή σηκώθηκε πάνω περισσότερο πικραμένη παρά νευριασμένη. Του είπε πως θα έφευγε κι έκανε να βάλει το νυχτικό της.
Ο Ντάφλος πετάχτηκε στη στιγμή επάνω.
-Που θα πας μωρή! Έβαλε άγρια φωνή, τον άκουσε όλο το ξενοδοχείο.
Και την άρχισε στο ξύλο. Μπουνιές, κλωτσιές, ανάποδε, την έκανε μαύρη. Μαζεύτηκε όλο το ξενοδοχείο. Κάποιος είπε να φωνάξουν την Αστυνομία. Ο Ντάφλος τον έπιασε από το λαιμό- τόσος δα ήταν αλλά ψυχή Αστραπόγιαννου.
-Δε θα φωνάξεις καμιά αστυνομία, του είπε. Άιντε τράβα στο σπίτι σου να κάνεις κουμάντο. Τι κοιτάτε εσείς ρε! Ούρλιαξε στο πλήθος που στριμώχνονταν στην πόρτα. Άιντε στο σπίτι σας! Δρόμο!
Φύγανε.
Μέσα στην ησυχία, στο βουβό, πια κλάμα της Μαγδαληνής, φόρεσε το κουστούμι του, πήρε τα τσιγάρα του- μονάχα αυτά- και βγήκε σαν ποντικός.
Με λυμένη τη γραβάτα, ξεμέθυστος πια, γύριζε κάμποσο χαμένος στο λιμάνι, στην αποβάθρα. Ύστερα έπιασε κουβέντα με έναν καικέρη που ετοίμαζε τα πανιά του. Του είπε, πως ήταν από απέναντι από την Ηγουμενίτσα.
-Εκεί πηγαίνω, του απάντησε αυτός κι ο Ντάφλος πήδηξε μέσα. Άλλο που δεν ήθελε.
-Πάρε με κι εμένα, του είπε κι άρχισε να τον βοηθάει ενώ ο καϊκέρης τον κοίταζε παράξενα.
Το μεσημέρι είχε φτάσει στην Ηγουμενίτσα. Χαιρέτησε τον καικέρη, βγήκε στη δημοσιά, στην εθνική κι έκανε οτοστόπ. Λίγο αργότερα, έξω από την πόλη, πήδηξε στην καρότσα ενός φορτηγού. Από το τζάμι έκανε νόημα στον οδηγό να σταματήσει. Έτσι και έγινε. Σταμάτησε, μπήκε μπροστά, φύγανε.
Αργότερα έμαθα πως είχε φύγει μετανάστης στη Γερμανία. Χάθηκαν για καιρό τα ίχνη του. Μόνο μια φορά είδα τη Μαγδαληνή με την κοιλιά φουσκωμένη. Κουβαλούσε μέσα της το παιδί του Ντάφλου.

Τα μελτέμια του Αιγαίου είχαν αρχίσει νωρίς εκείνο το Καλοκαίρι. Τέλη Ιουνίου φυσούσε ο θεός τον τόπο και τώρα που μεσουρανούσε ο Αύγουστος, ακόμα χειρότερα. Σκόνη, ασπρισμένη θάλασσα, καρέκλες αναποδογυρισμένες στην παραλία, γυναίκες που προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τα φουστάνια τους, να μη φανούν τα ψηλά, πάνω από τα γόνατα τους.
Ο ήλιος έκαιγε στη Λίνδο, ντάλα μεσημέρι. «Τσιμέντο, ασβέστη!» φώναζε ο Ζάχος κι αντηχούσε πέρα στην παραλία. Τρόμαζαν οι γλάροι, πετούσαν κείθε μακριά.  Άσπριζε η θάλασσα, γινόταν ένα με την ασπριδερή ακτή. Φουρτούνιαζε μέσα μας και η ψυχή, το βλέμμα έριχνε πέρα στο αφρισμένο πέλαγος.
Είχαμε ψιλοχολωθεί εκείνο το μεσημεράκι με το Δούκα. Αιτία η Βασιλική. Εγώ του έλεγα να την αφήσει ήσυχη και να μη χώνεται στα πόδια του συνταγματάρχη κι εκείνος το χαβά του. Τα είχανε φτιάξει οι δυο τους και η Βασιλική πετούσε στους εφτά ουρανούς. Από το πρώτο βράδυ που την έφερε στο δωματιάκι και μου έκλεισε το μάτι εννοώντας να φύγω, πέρασαν  άλλα τόσα που γινόταν το ίδιο. Της έφυγε και η ακμή της Βασιλικής, ρόδισαν τα μάγουλα της, ελάφρωσε η καρδιά της από την αγάπη της για τον φίλο μου.
Έμοιαζαν πολύ ερωτευμένοι. Η Βασιλική βέβαια πιο πολύ- αυτή θα τον αγαπούσε μια ζωή- γιατί ο Πίθηκας είχε αρχίσει να ξωκοιλει. Σχεδόν κάθε βράδυ ήταν με διαφορετική γυναίκα. Είχε προοδεύσει και στα Αγγλικά, εγώ ακόμα δεν τα κατάφερνα. Αυτός, να από εδώ, να από εκεί, μιλούσε παντού, ας ήταν και στραβά. Κάθε μέρα γινόταν καλύτερος σ αυτόν τον τομέα.
Δεν κάναμε πολύ παρέα, όσο στην αρχή. Εγώ έβγαινα  καμιά φορά με τον Νικ, τον Ελλληνοκαναδό. «Θα σε πάρει στο Καναδά φίλο!» μου έλεγε με τα σπασμένα Ελληνικά του. «Μπατ δεν ξέρει αν εσύ αντέξει στο κουλ, κρυο, πως το λέτε; Αι ντοντ νοου αν μπορείς το άσπρο. Έχει πολύ χιόνι εκεί!»
Τρελούτσικος ήταν ο Νικ. Έλεγε πως ο πατέρας του είχε πολλά λεφτά και μάλλον δεν κορόιδευε αν αναλογιζόμουν πόσα σκορπούσε ο ίδιος. Έμενε στο πιο ακριβό ξενοδοχείο, είχε νοικιασμένο πολυτελές αυτοκίνητο. Με φώναξε ένα απόγευμα στη σοφίτα που έμενε και μαγεύτηκα. Πρώτη φορά έβλεπα τόση πολυτέλεια. Πισίνες, γραβατωμένα γκαρσόνια να σου φέρνουν ότι θέλεις στο δωμάτιο, καμαριέρες όμορφες, χαμογελαστές.
Ήταν πλακατζής ο Νικ. Του άρεσαν τα καλαμπούρια, η αστεία πλευρά της ζωής. Κι ένα βράδυ παραγελάσαμε οι δυο μας. Μου είπε πως είχε κάνει μια τυχαία, τηλεφωνική γνωριμία, με κάποια που είχε πολύ γλυκιά φωνή. Κανόνισε λοιπόν να βγούμε αλλά της είπε  να φέρει και μια φίλη μαζί της για να πάω κι εγώ. Τι μου ήρθε και μένα εκείνο το βράδυ, δεν ξέρω, πήρα μαζί μου και τον Δούκα. Πήγαμε στο ραντεβού με τον Νικ και τον βρήκαμε παρέα με δυο χοντρές, τεράστιες. Μόλις μας τις σύστησε κλείνοντας το μάτι, εμείς δεν μπορέσαμε να συγκρατήσουμε τα γέλια. Και να δεις που οι χοντρές γελάσανε μαζί μας! Τώρα τι να κάναμε εμείς;
-Αφού είναι έτσι, μου είπε ο Πίθηκας, θα τις ξεπατώσουμε στο χορό. Θα τις ιδρώσουμε.
Και πράγματι, δεν αφήναμε καμιά τους να καθίσει στο τραπέζι. Μια ο ένας, μια ο άλλος, μια ο Νικ, που είχε μπει για τα καλά στο παιχνίδι, έχασαν κάμποσα κιλά εκείνο το βράδυ οι χοντρές. Εκείνο που θα μου μένει αλησμόνητο είναι το τρελό γέλιο που κάναμε ύστερα, όταν ο Νικ είχε μεθύσει και είπε να πάμε και οι πέντε στη σουίτα του.
Εγώ δεν πήγα. Παραήμουν σεμνότυφος για τέτοια πράγματα. Όμως ο Δούκας με τον Νικ πήγανε. Περάσανε καλά φαίνεται, γιατί από τότε οι χοντρές όπου με συναντούσαν με ρωτούσαν τι κάνουν οι φίλοι μου.
Ο Δούκας παρ όλα αυτά τραβούσε το δρόμο του. Εγώ ένιωθα ένα πείσμα ενάντια του. Δεν τον αγαπούσα εκείνο τον καιρό, δεν ξέρω γιατί, κάτι μου έβγαινε ανάποδα, δε μου άρεσαν αυτά που έκανε. Χαλούσε όλα του τα λεφτά και συνέχεια μου ζητούσε δανεικά. Έμπαινε στα μαγαζιά, άφηνε φέσια- μια ερχόταν για δουλειά μια όχι. Μου το έλεγαν ορισμένοι που ήξεραν πως ήταν φίλος μου και σήκωνα τους ώμους. Μερικές φορές, πλήρωνα τα σπασμένα.
Εκείνη την ημέρα, καθώς πλενόμαστε, αφού είχαμε τελειώσει τη δουλειά, λίγο έλειψε να έρθουμε στα χέρια. Είχαμε αγριέψει πολύ και οι δυο, εγώ περισσότερο κι ερχόταν μπόρα μεταξύ μας, το καταλάβαινα.
Το βράδυ βγήκα μόνος μου. Δεν ήθελα ούτε να μιλήσω, ούτε να δω άνθρωπο, είχα φλομώσει με την ξεροκεφαλιά του. Αργά τα μεσάνυχτα, καθώς γύριζα τρεκλίζοντας από μια ελαφριά και γλυκιά μέθη, μέσα στην παλιά πόλη, κάπου εκεί στην πλατεία με το σιντριβάνι, είδα μια γυναικεία σκιά να τρεκλίζει το ίδιο με μένα. Δεν είχα πιει πολύ αλλά η στεναχώρια μου ήταν μεγάλη και με είχε πιάσει. Θυμάμαι ψιλόβρεχε Καλοκαιριάτικα, μύριζε ο τόπος γιασεμιά, ανάσαινε το χώμα μετά την κάψα. Καθώς ο δρόμος ήταν γλιστερός, λίγο έλειψε να σκοντάψω επάνω της.
-Σιγά! Στραβός είσαι; Με απώθησε και με κοίταξε από αδιάφορα έως εχθρικά.
Εγώ ορθώθηκα και συνέχισα να βαδίζω δίπλα της βλακωδώς.
-Τι θέλεις ρε; Ε; με γύρισε αντιμέτωπο.
-Παρέα, είπα απλά, ψάχνοντας τα μάτια της στο σκοτάδι.
Σα να μαλάκωσε. Τη θυμάμαι σαν τώρα. Ήταν μεγάλη, τριαντάρα περίπου, μαύρη σα γύφτισσα, μπορεί και να ήταν. Τα μαλλιά τα είχε κομμένα, κοντά και σγουρά. Στο φως μιας λάμπας την παρατήρησα καλύτερα. Κι εκείνη με έψαχνε. Δεξιά στη μύτη είχε μια μεγάλη ελιά που μάλλον την ασχήμαινε.
Άρχισε να μου μιλάει. «Είσαι όμορφος» άρχισε. «Πουτάνα είναι» έβγαλα το γρήγορο συμπέρασμα εγώ αλλά δε με ενδιέφερε. Δε με ένοιαζε και πολύ, είχα την περιέργεια να γνωρίσω από κοντά μια τέτοια. Ήταν και οι ιστορίες που έλεγαν για αυτές οι φίλοι, ήταν όμως κι ένα τράβηγμα που ένιωθα για τη Μαρίνα- έτσι μου είπε πως την έλεγαν. Δεν την πολυπίστεψα, αυτές είχαν πολλά ονόματα, το ήξερα αυτό, όπως στο ποίημα της Γαλάτειας, αν θυμάμαι καλά.: κάθε πόλη και άλλο όνομα, κάθε στέκι κι αλλού Μαρούλα, Φανή, Μυρτώ, Δεσποινάκι.
Έδειχνε πολύ απελπισμένη.
-Θα σταματήσω, μου είπε. Τι καταλαβαίνεις εσύ από αυτά; Τι σου τα λέω όλα αυτά εσένα; Εσύ είσαι νέος, όμορφος. Μπορεί να είσαι και πλούσιος! Έσμιξε τα κατάμαυρα φρύδια της, κοιτάζοντας με καλύτερα.
Εγώ γέλασα.
-Ναι, πολύ πλούσιος! Της απάντησα σαρκαστικά.
Κατάλαβε κι εκείνη. Κι έτσι απρόσμενα με βούτηξε και με φίλησε. Ύστερα καθίσαμε κάπου εκεί, μετά από κάμποσες άσκοπες βόλτες στα καλντερίμια. Ξανά πίσω στην πλατεία, στο μικρό σιντριβάνι. Δε λέγαμε και πολλά τώρα, που και που φιλιόμασταν. Σιγά-σιγά νύχτωνε, τόσο πολύ είχαμε ξεχαστεί, σα να υπήρχαμε μόνο εμείς σ αυτό τον κόσμο. Και μου θύμισε τις μέλισσες, τις γυναίκες που κάνουν ευτυχισμένους πολλούς άντρες. Που πετάνε από λουλούδι σε λουλούδι.
Πήγαμε κάπου, σε ένα δωμάτιο, ωραίο ήταν, δε θυμάμαι και πολλά. Εκείνο που θυμάμαι ήταν πως πέρασα μια πολύ ωραία βραδιά. Η Μαρίνα ήταν μια όμορφη γυναίκα.
Μόλις συνειδητοποίησα το μπλε ν αχνοφέγγει, σηκώθηκα αλαφιασμένος. Ήμουν κουρασμένος κι έπρεπε να πάω για δουλειά, της είπα. Με περίμενε ο συνταγματάρχης και οι άλλοι, να πάμε στην οικοδομή. Η Μαρίνα έγνεψε καταφατικά. Σηκώθηκε κι αυτή. Κανονίσαμε να βρεθούμε το βράδυ στο ίδιο σημείο. Όποιος έφτανε πρώτος να περιμένει. Τέτοιες ήταν οι συναντήσεις μας, όσο κάναμε παρέα. Ποτέ συγκεκριμένη ώρα- όποιος έφτανε πρώτος, περίμενε.
Στο φορτηγάκι, το πρωί, κατά τις εφτά που φύγαμε για δουλειά, ο συνταγματάρχης με κοίταζε με ένα βλέμμα, λες και του είχα σκοτώσει τον πατέρα. Δεν το πιασα αμέσως τι είχε συμβεί και ο Δούκας δε φαινόταν πουθενά. Όταν κατεβήκαμε, ο συνταγματάρχης με πήρε κατά μέρος.
-Το ήξερες και συ! Μου είπε όλος νεύρα. Και δεν έλεγες τίποτε. Θα χεις και συ την ίδια μοίρα με το φίλο σου!
Έκανα τον ανήξερο κι αυτό τον νευρίασε περισσότερο.
-Τα κανόνισε η Αστυνομία να φύγει σήμερα. Και συ θα φύγεις! Θα τον βρούνε, που θα πάει; Λεφτά δεν έχει, αλήτης και κοπρόσκυλο είναι, θα τον πετάξουν στο καράβι. Τους είπα να του βάλουν και τα εισιτήρια …είμαι καλός εγώ, μη νομίζεις! Έτριζε τα δόντια του.
Εγώ δε μίλησα. Τι να έλεγα;
-Για σένα, συνέχισε δεν είπα τίποτε ακόμα αλλά θα το κάνω. Να είσαι σίγουρος αν δε μου τα πεις όλα. Εσύ δεν είσαι ίδιος, με καλόπιασε. Γιατί αγόρι μου δεν μου τα είπες από την αρχή; Κάνει η κόρη μου για τα μούτρα αυτού του καταραμένου; Δεν ξέρω αν είναι φίλο σου, δε με νοιάζει. Κάτι τέτοιους εγώ τους έχω στείλει στα Γιούρα! Ξανανευρίασε.
Μπλέχτηκα. Μούλωξα, δεν είχα τι να πω. Προδοσία θα ήταν ότι και να του έλεγα. Έτσι κι αλλιώς, ο Δούκας ποτέ δε μου το συγχώρεσε. Δεν ξέρω τι πίστευε αλλά εγώ, απλώς συναίνεσα σε ότι έλεγε ο Καπαγέρωφ. Κουνούσα καταφατικά το κεφάλι μου ότι ναι, έτσι είναι και ντρεπόμουν. Χωρίς να φταίω, ντρεπόμουν.
Φυσικά δεν έμεινα άλλο για δουλειά. Το κατάλαβε και ο συνταγματάρχης. Έφυγα σαν τρελός και τον γύρευα  σε όλη την πόλη, σε όλα τα στέκια. Πουθενά ο Δούκας. Στερνά το απόγευμα, πρόλαβα το καράβι που έφευγε. Ψηλά στο κατάστρωμα, λες και δεν έτρεχε τίποτα με χαιρετούσε. Κουνούσε τα πελώρια χέρια του και γελούσε πλατιά λες και όλα ήταν μια χαρά. Τέτοιος ήταν ο Δούκας, ένα παλιόμουτρο, σκεφτόμουν νευριασμένος και φλόμωνε το μυαλό μου από την απελπισία και την ασυνεννοησία των ανθρώπων. Είχα μια λύπη τεράστια, δε χωνευόταν με τίποτε τέτοια χαλασιά.
Τα είπα το βράδυ στη Μαρίνα και με άκουγε τόση ώρα που μιλούσα. Δεν είχα περισσότερα να πω, γύριζα πίσω, πολύ πίσω. Χωνόμουν σε δρόμους που δεν υπήρχαν κι είπα πως αυτός ήταν ένας καινούργιος θάνατος. Τόσο μελοδραματικά αναπαριστούσα το διώξιμο του φίλου. Μου κόστιζε. Μου κόστιζε πολύ που έμεινα μόνος. Έπρεπε όμως να ζήσω και τα έλεγα όλα αυτά κλαίγοντας στη Μαρίνα. Είχα χάσει την ορθότητα της σκέψης μου, εγώ, ο ορθολογιστής άνθρωπος με την απέριττη νόηση. Έκλαιγα στην αγκαλιά της, κάπνιζα το ένα τσιγάρο κατόπιν του άλλου. Θέληση να είχα μονάχα. Εγώ το ράκος, ο αλήτης του κερατά, μπούφλιασα, εκείνες τις ώρες. Χόρταινα από την ανυπομονησία των ανθρώπων για κάτι καλύτερο που δεν υπήρχε. Η λύπηση κυριαρχούσε παντού. Τέτοια έλεγα στη Μαρίνα που με συμπονούσε μετά τον έρωτα. -Είσαι νέος μου, είπε. Πολύ νέος για να προσπαθήσεις ν αλλάξεις τους ανθρώπους και τη ζωή.
Την καταλάβαινα αλλά οι αντιβουλεύσεις μου ήταν μεγάλες και τα πράγματα πολύ μπερδεμένα. Η αντιπάθεια του συνταγματάρχη μεγάλωνε την κατάσταση, την εξαθλίωνε. Την έκανε, μαύρη, κατάμαυρη και δε μου άρεσε ο τρόπος που αντιμετώπιζα τότε τη ζωή. Ο Δούκας που έφυγε χαμογελαστός, ο τρόπος που γινόταν όλα αυτά και δε μου έπρεπε.
Ήρθε όμως άλλος καιρός σύντομα. Ήρθε ο Σεπτέμβρης και όλα στριμώχτηκαν στη στροφή. Με μια μονοκοντυλιά, λες και ήταν μαυροπίνακας, σβήστηκαν  τα πάντα. Η μαγεία της Ρόδου, ο συνταγματάρχης, η πανσιόν, ο Νικ που θα με έπαιρνε στον Καναδά, το Φαληράκι που έσφυζε από ζωή, οι ξανθιές γυναίκες που πήγα μαζί τους, η Μαρίνα, όλα όνειρο απατηλό.
Με έφερνε πίσω το καράβι, έλεγα πως, να, τώρα θα βουλιάξει όπου και να είναι. Πάλι αραχτός στο κατάστρωμα διωγμένος κι εγώ Είχε έρθει η Αστυνομία ένα βράδυ στην πανσιόν. «Ποιος είσαι εσύ ρε!» μου ριξε δυο μπάτσες ο αστυνόμος. «Εδώ ο κόσμος καίγεται! Βαλίτσα έχεις; Πάρτη και δρόμο! Το καράβι φεύγει σε μισή ώρα …πίσω να μη κοιτάξεις!»
Τα είχε κανονίσει όλα, έτσι ο συνταγματάρχης. Σε λίγο όμως θα ακολουθούσε και η δικιά του μοίρα, Έπεφτε τότε η χούντα, αντιλαλούσε ο τόπος. Που βρέθηκα; Αλίμονο η ζωή κυλούσε ποτάμι βουερό, σαν αυτό που έλεγε ο πατέρας μου. Ένα ποτάμι στην ευθεία. Μόνο που εγώ, ένιωθα στην καμπύλη. Έχει και καμπύλες θα απαντούσε εκείνος μα στην ευθεία να φοβάσαι πιο πολύ. Όμως τι άλλο να σκεφτόμουν; Θυμάμαι πως ήμουν ένα λυμένο πουλάρι σε ξέφραγο αμπέλι. Που βρέθηκα; Στο λιμάνι του Βόλου με μαζέψανε μέσα του Σεπτέμβρη, δεν ήθελα να πάω φαντάρος αλλά δε γλίτωσα από αυτή τη συμφορά. Στη εξώθυρα του σπιτιού μου στον Άγιο Αρτέμιο, η μάνα μου να σταυροκοπιέται κι ο πατέρας μου ατάραχος να με κατευοδώνουν.

συνεχίζεται



Παρασκευή 3 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 5




Κοντόχοντρος, μυταράς, γύρω στα εξήντα, με κόκκινες ραγάδες στα μάγουλα από το πολύ κρασί. Καπαγέρωφ. Μούτρο μου φάνηκε ο συνταγματάρχης και μαζεύτηκα. Το μούτρο του και ο τρόπος του, δήλωναν άνθρωπο επιτακτικό, ματαιόδοξο, κυνικό. Μιλούσε σα να διέτασσε φαντάρους. Μπλέξαμε, σκέφτηκα, τον αποστράτευσε η χούντα έλεγε αλλά αυτό ήταν μάλλον παραμύθι. Μα και να ήταν έτσι, κάθε άλλο παρά επειδή ήταν αντικαθεστωτικός τον έδιωξαν. Ίσως να δούλευε καλύτερα τώρα για τη χούντα ο συνταγματάρχης Νικόλαος Καπαγέρωφ. Καταγωγής σίγουρα Ρώσικης, από τους  επαναπατρισθέντες Έλληνες της Ρωσίας, έλεγε ο ίδιος. Γόνος παλιάς αρχοντικής οικογένειας που τα βάθη της χάνονταν στην Τσαρική αυλή.
Μόλις τελειώσαμε με τα στοιχεία, είχαμε αποφασίσει να μείνουμε στον όροφο με εικοσιπέντε δραχμές την ημέρα, μας πρόσφερε καφέ στην αυλή της πανσιόν που τον σέρβιρε η κόρη του η Βασιλική. Μια άνοστη ασπρουλιάρα, ξερακιανή, γεμάτη φακίδες και σπυράκια ακμής ακόμη στο πρόσωπο. Ο Δούκας την έκοβε και μου κλεινε το μάτι.
Τον καφέ βέβαια, μας τον προσέφερε περισσότερο για να μας ψαρέψει ο συνταγματάρχης παρά από ένδειξη φιλοξενίας. Οι ερωτήσεις του έπεφταν βροχή. Τι ήρθατε να κάνετε εδώ; Διακοπές; Λεφτά έχετε; Στη Ρόδο όποιος δεν έχει λεφτά τον διώχνει η Αστυνομία. Είσαστε καθαροί; Δεν πιστεύω να έχετε μπλεξίματα με ναρκωτικά κι αστυνομίες …τη βάψατε. Αλλά πάλι …φαίνεστε καλά παιδιά, το γύριζε. Δε μοιάζετε με αλήτες. Γι αυτό, αν δεν έχετε λεφτά, σταμάτησε κάποια στιγμή το μονόλογο, να δουλέψετε.
Εμείς κοιταχτήκαμε με λαχτάρα.. Στο φτερό το πιασε ο συνταγματάρχης. Εντάξει, μας είπε. Εγώ έχω κι ένα συνεργείο οικοδομών, γεροί φαίνεστε και οι δύο, άμα θέλετε από αύριο πιάνετε δουλειά.
Άιντε να λέγαμε εμείς όχι. Σαν δώρο από τον ουρανό μας ήρθε. Κι έτσι, κανονίσαμε να πάμε στα μπετά, εκεί είχε καλύτερο μεροκάματο Τετρακόσιες δραχμές τη μέρα σχεδόν διπλάσιο από το απλό αλλά τενεκέ στην πλάτη ολημερίς στο Φαληράκι, στη Λίνδο και αλλού. Όπου έριχναν πλάκες.
-Πηγαίνετε τώρα να ταχτοποιήσετε τα πράγματα σας, τέλειωσε την κουβέντα του ο συνταγματάρχης. Κάντε και καμιά βόλτα στην πόλη αλλά το βράδυ νωρίς πίσω, να κοιμηθείτε γιατί σας θέλω ξεκούραστους το πρωί. Μας περιμένει πολύ δουλειά. Εμπρός!
Και ρούφηξε μια κούπα κρασί μονοκοπανιάς.
Πέρασαν κάμποσες μέρες. Άλλες ωραίες, άλλες άσχημες. Όπως την πρώτη που πήγαμε στο Φαληράκι. Εμένα μ έβαλε ο εργοδηγός στα χαμούρια με τον Ζάχο. Ναι, εκεί με τον Ζάχο, έγνεψε και ο συνταγματάρχης. Κάνει αυτός, είναι ψωμωμένος.
Περίεργο μου φάνηκε. Ο Δούκας ήταν πιο ψηλός και πιο γεμάτος από μένα Τώρα, πως το είδε ο συνταγματάρχης κι έβαλε εμένα να φτιάχνω λάσπη με τον Ζάχο και τον Δούκα να λουφάρει ψηλά στους ορόφους, είναι άλλη ιστορία που ανήκει στη σφαίρα του παράλογου. Ένα τερατάκι ήταν ο Ζάχος. Κοντός σαν στούμπος αλλά μπράτσα και πόδια σαν ρίζες από ελιά. Γεμάτα νευρώσεις και ρόζους. Γεμάτα ποντίκια. Πέντε κουβέντες ήξερε όλες κι όλες: Νερό! Ασβέστη! Τσιμέντο, χαλίκι, μωρέ!
-Εδώ, που κοιτάς! Μου φώναζε, αν με έβλεπε να στέκομαι λίγο, παράμερα ακουμπισμένος στο φτυάρι να πάρω ανάσα. Έβλεπα και τον Δούκα ψηλά στη σκαλωσιά με το ντενεκέ στην πλάτη, γυμνό απ τη μέση και πάνω, να μου χαμογελάει και παραξενευόμουν. Δεν έμοιαζε να τον νοιάζει και πολύ. Τις περισσότερες φορές ήταν χαρούμενος, κεφάτος. Ήταν πιο συνηθισμένος από μένα στις βαριές δουλειές. Τα χέρια του είχαν ρόζους ήδη από την Αθήνα. Εμένα τη δεύτερη μέρα μου έφυγε ολόκληρη πέτσα από τη δεξιά παλάμη. Άμαθος καθώς ήμουν και αψύς, έσφιγγα το φτυάρι κι έτσι την έπαθα. Με έπιασε πόνος αψύς δεν μπορούσα να δουλέψω, την κοπάνισα για την πανσιόν μετά το κολατσιό. Ήρθε και με βρήκε ο συνταγματάρχης. Δεν είναι τίποτε μου είπε, θα στρώσουν, θα δεις, σε δυο-τρεις μέρες θα στρώσουν. Θ ανέβεις και εσύ πάνω στον τενεκέ με τον Δούκα, μη φοβάσαι. Θα βάλω άλλον στις λάσπες με τον Ζάχο.
Πράγματι έτσι έγινε. Στρώσανε και μετά από μια βδομάδα όλα πήγαιναν μια χαρά. Είχα συνηθίσει πια. Έβγαζα κι εγώ το πουκάμισο και γυμνοί με το Δούκα στο Φαληράκι, με τον ήλιο και το ντενεκέ στην πλάτη είχαμε γίνει κατάμαυροι. Ο Δούκας επειδή ήταν πιο ξανθός είχε ξεφλουδίσει. Πονούσαν για μερικές μέρες οι ώμοι του και δεν μπορούσε ούτε να κοιμηθεί αλλά με το καθημερινό μπάνιο στη θάλασσα, τον έψησε η αλμύρα κι έγινε καλά.
Τα βράδια, σιγά-σιγά ξεθαρρέψαμε, είχαμε λεφτά, βγαίναμε πρώτα στο Μανδράκι για καφέ κι ύστερα στη ντίσκο για χορό. Τίγκα όλα τα μαγαζιά, γεμάτα Σουηδέζες, Γερμανίδες, Ολλανδέζες. Μα εμείς δεν κάναμε και τίποτε σπουδαίο στην αρχή. Φαίνεται πως οι γυναίκες, ακόμα και οι ξένες, δεν το έχουν στο κούτελο. Ούτε και ο Δούκας τα κατάφερνε στην αρχή, άσε που του είχε γίνει βδέλλα η Βασιλική, η κόρη του συνταγματάρχη, που την έπιανα πολλές φορές να τον κοιτάζει με εκείνο το παράξενο, ηδυπαθή βλέμμα των ανέραστων κορασίδων κι αντιλαμβανόμουν μια άλλη αρχή. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μέσα μου, κάτι με έτρωγε πως δε θα πήγαινε καλά αυτή η ιστορία. Ο συνταγματάρχης είχε άλλα όνειρα για την κόρη του τη Βασιλική που δεν ήταν τόσο άσχημη, όσο μας φάνηκε στην αρχή. Αν της έφευγε η ακμή και οι φακίδες, αυτές δεν πείραζαν και πολύ, το γαλήνιο πρόσωπο της- έτσι το έβλεπα τότε- θα ομόρφαινε. Λίγο αδύνατη ήταν αλλά κι αυτό διορθώνεται, γελούσε ο Δούκας. Θα της δίνω κάθε μέρα χαβιάρι να γεμίσει, έλεγε ο αφιλότιμος. Λες και το είχε σίγουρο πως σε λίγο καιρό θα ήταν μαζί της, έκανε μάλιστα πιο προχωρημένα όνειρα: Να την παντρευτεί όταν θα γύριζε από φαντάρος! Να δεις που θα γίνει, μου λεγε, με αγαπάει δεν τη βλέπεις; Όταν γυρίσω θα παντρευτούμε αλλά και τώρα να γίνει δε με πειράζει, τα φράγκα του συνταγματάρχη φτάνουν για να καταχτήσω τον κόσμο. Να δει που θα την κάνω ξενοδοχειάρα την πανσιόν.
Τέτοια μου έλεγε εν ευθέτω χρόνο.
Ο συνταγματάρχης παρ όλη την πονηριά του, δεν είχε πάρει μυρουδιά. Η στάση του απέναντι μας φαινόταν φιλική, δεν είχε παράπονο, ήμασταν καλοί εργάτες, δουλευταράδες και φτηνοί. Στην οικοδομή άκουσα μια μέρα, πως στους ντόπιους έδινε χιλιάρικο την ημέρα μεροκάματο. Γιατί να είχε παράπονο από μας που παίρναμε τα μισά και βγάζαμε την περισσότερη δουλειά; Ο  Δούκας μου είπε πως θα του το έλεγε αλλά τον απέτρεψα.
-Είναι νωρίς ακόμα, του είπα.
Δεν είχε περάσει ούτε ένας μήνας από τότε που είχαμε έρθει. Στους γονείς δεν είχα πάρει ούτε ένα τηλέφωνο. Όταν το συνειδητοποίησα, έτρεξα αμέσως σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο και μίλησα με τον πατέρα μου. Ένιωθα λίγο συγκινημένος που τον άκουγα να μου λέει τα καθέκαστα.
-Ο φίλος σου ο Ντάφλος γύρισε μόνος του, μου την έριξε τελευταία. Τον ψάχνει ο Σταυρέας να τον σκοτώσει. Να ποιος ήταν ο φίλος σου! Την παράτησε γκαστρωμένη, την πρώτη νύχτα του γάμου τους, σε κάποιο ξενοδοχείο στην Κέρκυρα.

ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 4






Το πλοίο από τον Πειραιά για τη Ρόδο, έφευγε στις έντεκα το πρωί. Μέσα Ιουνίου ήταν, ζέστη, κόσμος και κοσμάκης πηγαινοερχόταν στο πολύβουο λιμάνι. Εμείς, με μια μικρή βαλίτσα στο χέρι, περπατούσαμε δίπλα-δίπλα με το Δούκα σχεδόν ανίδεοι. Ίσως γιατί δεν ξέραμε ούτε τι γυρεύαμε, ούτε που πάμε. Οι φοβίες μας προέρχονταν και από την αφραγκία. Αφραγκία: τα λεγε όλα η λέξη. Σίγουρα νιώθαμε άβολα αλλά κι αυθόρμητα ταυτόχρονα. Ο Δούκας όλο γελούσε. Κοίταζε δεξιά, αριστερά, λες κι έψαχνε κάτι. Το είχε αυτό ο Δούκας, όσο τον θυμάμαι πάντα έψαχνε τον περίγυρό του. Ανήσυχος από τη φύση του, μιλούσε κουνώντας τα τεράστια χέρια του επιδειχτικά- ήθελε πάντα να τον προσέχουν, να τον βλέπουν, να μην περνά απαρατήρητος. Και βέβαια μόνο αυτό δε γινόταν αλλά δεν το καταλάβαινε, ήθελε να είναι φωναχτό, σα να έλεγε, να! δείτε με, εδώ είμαι, εγώ ο Δούκας θα κατακτήσω τον κόσμο!
Καμιά φορά του έλεγα πως οι αμόρφωτοι δεν κατέκτησαν τον κόσμο και μούτρωνε. Δεν του άρεσαν αυτά και προσπαθούσε να το γυρίσει αλλού μα δεν τον βοηθούσε και πολύ η γλώσσα. Εκεί μπερδευόταν, ήθελε πιο απλά, πιο κατανοητά τα πράγματα, σε αντίθεση με μένα που τα έβλεπα όλα δυσνόητα και πολύπλοκα. Δεν ήταν να του μιλάς για κουλτούρες και πράσινα άλογα. Εδώ είναι πως θα κονομήσουμε έλεγε-ίδιο όνειρο με τον Ντάφλο. Ύστερα έρχονται όλα τα άλλα- είχε τη σκέψη από μικρός να βγάλει λεφτά, από δέκα-δώδεκα χρονών δούλευε για να τα κονομήσει. Κι όταν του ξαναείπα πως με τη δουλειά δε γίνονται τα λεφτά, σύμφωνα ακόμα και με τον Μάρξ, γούρλωσε μάτια και χέρια.
-Ποιος είναι αυτός; Άνοιξε περισσότερο τα μάτια, όταν είχαμε καθίσει στο κατάστρωμα.
-Μεγάλος! Του απάντησα με στόμφο κι έβγαλα επιδεικτικά ένα βιβλίο από τη θήκη της βαλίτσας.
-Μη! κρύφτο, θα μας τσακίσουν, μου είπε και το χωσε πάλι στη θήκη χαρίζοντας το πιο σπουδαίο του χαμόγελο στις τουρίστριες που του ανταπέδιδαν.
Το πλοίο είχε σαλπάρει από ώρα κι εμείς αράξαμε ψηλά στο κατάστρωμα. Με ένα πλαστικό φραπεδάκι στο χέρι, ατενίζαμε τη θάλασσα που έφευγε γοργά πίσω μας και μπρος μας. Παντού θάλασσα. Δεν είχα ταξιδέψει άλλη φορά με μεγάλο βαπόρι. Μόνο μια φορά μέχρι την Αίγινα είχα πάει με τον πατέρα και τη μάνα που είχε κάνει τάμα στον Άγιο Νεκτάριο. Άλλο πράγμα κι αυτοί οι άγιοι Νεκτάριοι της Αίγινας αλλά εμένα, βέβαια, με εντυπωσίασε περισσότερο ο ναός της Αφαίας. Σ αυτούς τους χώρους με έπιανε πολύ το Ελληνικό μου, η αρχαιολατρία μου. Αγαπούσα τις πέτρες και τη θάλασσα της Ελλάδας. Τη θάλασσα που τώρα πάνω της χόρευε λικνιστικά το καράβι μας.
Έπιασε πολλά λιμάνια, πέντε-έξι, δε θυμάμαι. Στην Κάλυμνο, νομίζω προς το σούρουπο, με ξύπνησε ο Δούκας, από έναν ύπνο γλυκό, παράξενο.
-Σήκω, μου είπε, υπναρά τι κοιμάσαι; Σήκω να δεις άλλο κόσμο.
Τον ρώτησα μισοκοιμισμένος αν φτάσαμε και μου απάντησε πως ήμασταν ακόμα στην Κάλυμνο, μέχρι το πρωί έχεις καιρό για να κοιμηθείς, σήκω, μου ξαναείπε.
Σηκώθηκα και πήγαμε μπροστά, να δούμε το λιμάνι και μια άποψη της Καλύμνου. Το νησί των σφουγγαράδων και των «Κοντραμπατζήδων του Αιγαίου» του Γιάννη Μαγκλή. Σα να άκουσα μέσα μου κάποιες φωνές δικές τους και δικές του. Ίσως να ήταν και ιδέα μου. Ίσως. Αλλά πάντως, κάτι άκουγα.
Δε θυμάμαι τα άλλα νησιά που πιάσαμε λιμάνι. Ήταν και η νύχτα που δε βόλευε, έπιασε λίγο κυματάκι που με ταρακούνησε και ξανακοιμήθηκα στο κατάστρωμα, σχεδόν αγκαλιασμένος με τον Δούκα. Είχε πιάσει κρύο και ρίξαμε πάνω μας δυο μπουφάν να ζεσταθούμε. Μοιάζαμε λίγο-πολύ με όλους τους άλλους λετσοτουρίστες που κοιμόντουσαν κι αυτοί ένας εδώ κι άλλος εκεί, σκουντουφλισμένοι.
Το πρωί, ήρθε διαφορετικό. Ανάμικτο με άλλες σκέψεις και έγνοιες. Τι θα κάναμε; Που θα πηγαίναμε και τι θα κάναμε με δυο κατοστάρικα περιουσία όλη κι όλη που κρατούσε σφιχτά στην κωλότσεπη ο Πίθηκας; Εγώ τα σκεφτόμουν όλα αυτά αλλά τον Δούκα δεν έμοιαζε να τον νοιάζει και πολύ. Ή δεν το δειχνε και είναι αλήθεια πως θαυμάζαμε όλον τον περίγυρο και μου λεγε πως έμοιαζε πολύ με την Κέρκυρα αλλά εμένα εκείνη τη στιγμή άλλα με έκαιγαν. Αυτός είχε πάει και στην Κέρκυρα για δουλειά. Σερβιτοράκι σε καφετέριες, ντίσκο και λοιπά.
Του θύμισα πως ο Ντάφλος ήταν τώρα εκεί για τον μήνα του μέλιτος και γέλασε.
-Δεν έχει ανάγκη αυτός, μου είπε.
-Τι εννοείς; Εσύ δεν τον ξέρεις …δεν τον γνωρίζεις καλά θέλω να πω…
-Κάτι ξέρω κι εγώ, άτι κατάλαβα μη νομίζεις ..έκλεισε την κουβέντα και μου έδειξε το Μανδράκι Πάμε να πιούμε έναν καφέ, συνέχισε προχωρώντας κατά εκεί.
Τον ακολούθησα αμήχανος. Για καφέ είμαστε τώρα; Σκέφτηκα. Εδώ δεν έχουμε που την κεφαλήν κλίνε ….αλλά δεν έβλεπα και τίποτε καλύτερο. Κι έτσι, καθίσαμε εκεί που αμέσως καταλάβαμε πως ήταν το νυφοπάζαρο της πόλης. Στο Μανδράκι μαζευόντουσαν  όλα τα καμάκια, νωρίς το απόγευμα να ψαρέψουν τις γυναίκες για να πάνε μετά για χορό και ότι συνεπάγεται. Εκείνο που μου έκανε μεγάλη εντύπωση, ήταν οι πολλές γυναίκες. Τουρίστριες βέβαια. Σπάνια άκουγες κάτι Ελληνικό, όλο Εγγλέζικα. Τα δικά μου, αυτά που είχα μάθει στο γυμνάσιο, πήγαιναν περίπατο. Γρι δεν έπιανα Που και που κανένα εύρυ μπάρι, τουγκεδερ, τα γνωστά Τίποτε άλλο. Ο Δούκας πέταγε κανένα μια λαβ, κανένα μπιουτιφουλ γκερλ και χειρονομούσε. Τα κατάφερνε αυτός, σκέφτηκα και μούδιασα. Έπιασε κουβέντα με μια ξανθιά- όλες ξανθιές ήταν- και σε λίγο την έφερε στο τραπέζι μου είχαμε καθίσει. Εγώ ένιωθα αμήχανα που δεν μπορούσα να καταλάβω τη γλώσσα. Ο Δούκας με μισά νοήματα, μισές λέξεις, συνεννοήθηκε μαζί της να βρεθούνε το βράδυ στο Σκορπιό. Ωραία πλάκα, σκέφτηκα εγώ και του το είπα όταν σηκωθήκαμε και περπατούσαμε στους δρόμους, μέσα στην παλιά πόλη. Τα καλντερίμια, τα πλακόστρωτα. Το Βενετσιάνικο κάστρο, με γύριζαν πίσω γλυκά-γλυκά αλλά η πραγματικότητα με τσιμπούσε σα μαχαίρι κοφτερό.
Περπατούσαμε χωρίς να ξέρουμε που πηγαίνουμε και γιατί, ώσπου, μας σταμάτησε μια κυρία κάπου εκεί σε μια μικρή πλατεία, μπροστά στο σιντριβάνι που έψαχνε για πελάτες για την πανσιόν της.
-Ελάτε, μας είπε. Είναι καθαρά και φτηνά.  Πόσο καιρό θα μείνετε; Θα μείνετε που; Ελάτε είναι φτηνά είκοσι δραχμές το κρεβάτι, ελάτε καλέ, πάμε, τι με κοιτάτε έτσι; Και μας τραβούσε απ τα χέρια απ τα πόδια απ τις βαλίτσες απ ότι μπορούσε.
Ανταλλάξαμε ένα βλέμμα με τον Πίθηκα και πήγαμε.
Έξω στην αυλή, ήταν καμιά τριανταριά κρεβάτια-ράντσα.
-Θέλετε εδώ; Ή επάνω; Μας έδειξε η κυρία.
Και μας έδειξε τον όροφο που κοιτάζαμε κι εμείς με υποψία γέλιου.
-Κάτω μένουμε εμείς. Ο άντρας μου που θα έρθει σε λίγο να σας πάρει τα στοιχεία και η κόρη μου. Δεν το νοικιάζουμε το κάτω.
Μπήκαμε εκεί στη μικρή καμαρούλα που χρησιμοποιούσε για γραφείο ο άντρας της, ακουμπήσαμε τις βαλίτσες. Ανάψαμε τσιγάρο και περιμέναμε τον συνταγματάρχη- ιδιοκτήτη. Έτσι μας συστήθηκε.
-Συνταγματάρχης εν αποστρατεία του Ελληνικού στρατού, Νικόλαος Καπαγέρωφ.


ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 3




Το Καλοκαίρι ερχότανε πάλι ζεστό. Προβλέπονταν πως θα ήταν το πιο καυτό των τελευταίων χρόνων. Ο πατέρας μου, έλεγε, πως δε θυμόταν εδώ και είκοσι χρόνια τέτοιον καύσωνα. Να μας λυπηθεί ο θεός, συμπλήρωνε και η μάνα μου. Μη κατέβει ο ήλιος καν μέτρο κάτω και μας κάψει όλους! Τέτοια έλεγε η μάνα μου κι έτρεχε στις εκκλησιές, μια ζωή μαυροφορούσα. Με το μαντήλι στο κεφάλι- μαύρο κι αυτό- συνήθως αμίλητη, να στριφογυρνάει στο σπίτι, στις δουλειές. Όλο κάτι είχε να κάνει. Να πλύνει, να σιδερώσει, να μαγειρέψει. Σπάνια χαμογελούσε. Ιδιαίτερα τώρα που είχαν αρχίσει να την βαραίνουν τα χρόνια. Πιο νέα, είχε κάποιες αναλαμπές κεφιού και χαράς. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω αυτή της τη θλίψη που ίσως να οφειλόταν περισσότερο στην ανημπόρια και τη μιζέρια του πατέρα μου. Μια ζωή φτώχεια. Μεροκάματο στην οικοδομή, μαραγκός, ξυλουργός, όλες τις δουλειές του ποδαριού είχε κάνει. Ύστερα στα  μπεκρουλιά με τους φίλους, στα καφενεία χαρτοπαίγνιο κι άγιος ο θεός. Που να σιγουρευτεί και που να καταλαγιάσει τη θλίψη και τους πόνους η μάνα; Δεν ξέρω γιατί αλλά πάντα μου θύμιζε γυναίκα τραγωδίας. Ή γυναίκα από τα θλιβερά έργα του Τένεσι Ουίλιαμς. Και ειδικότερα από το Λεωφορείο ο πόθος. Μια από κείνες τις μαυροφορούσες που περνούσαν στη σκηνή και φώναζαν: «Φλόρες πορ λος μουέρτος! Φλόρες..»[ Λουλούδια για τους πεθαμένους! Λουλούδια..] Αυτή την εικόνα μου μετέδιδε και ο Τασούλης. Ο κατοπινός ήρωας.
Είναι κάποια πράγματα, κάποιες θύμησες που δεν αλλοτριώνονται ούτε με το χρόνο. Έτσι τα γνώρισες κι έτσι σου μένουν. Σαν εικόνες. Σαν σκέψεις.
Εν πάση περιπτώσει, το Καλοκαίρι εκείνο, λίγο προτού γίνει ο γάμος του Ντάφλου, είχα σταματήσει τη δουλειά στο βιβλιοπωλείο. Είπαν, πως μπορεί να με χρειαζόταν πάλι από το Σεπτέμβριο.
Έτσι, άραζα στην καφετέρια πίνοντας καφέδες και καπνίζοντας αβέρτα τσιγάρα, με παροδικούς φίλους. Ένας από αυτούς ήταν και ο Δούκας ή Πίθηκας. Έτσι τον κοροιδεύανε. Ο Πίθηκας. Και αυτός γελούσε, δε φαινόταν να τον πείραζε καθόλου. Ψηλός, γεροδεμένος με αδρές γωνίες στο πρόσωπο, ομορφάνθρωπος. Ή ομορφοπίθηκας. Αγράμματος, παιδί του λαού που λένε, παιδί του χωριού. Είχε έρθει πριν από κανα δυο χρόνια στη γειτονιά μας από κάποια χωριά της Ηπείρου.
Η αλητεία μας δεν είχε όρια. Γυναίκες της μιας μέρας, πουτάνες, μεγάλα μαλλιά, αχτενισιά, σχισμένα τζιν, καμπάνες και καμιά μικροκλεψιά ήταν κι αυτή στο πρόγραμμα. Φωνασκίες στις γειτονιές και ουκ ολίγες φορές στο τμήμα για εξακρίβωση. Τότε σε σταματούσε ο μπάτσος στο δρόμο, έτσι γιατί γούσταρε και σε μπουντρούμιαζε στο κρατητήριο, επειδή δεν είχες ταυτότητα μαζί σου.
Μια μέρα λοιπόν εκεί που καθόμαστε αραχτοί στην καφετέρια, μου λέει ο Δούκας:
-Πάμε να φύγουμε;
-Που να πάμε; Απόρεσα.
-Σ ένα νησί, όπου να ναι. Τώρα τα Καλοκαίρια στα νησιά γίνεται της πουτάνας.
-Δηλαδή;
-Τι, δηλαδή… γέλασε. Πάμε στη Ρόδο ή την Κέρκυρα. Διάλεξε!
-Ωραία ιδέα, είπα αλλά με τι λεφτά;
--Με τρία κατοστάρικα στην τσέπη, έχω εγώ μη σε νοιάζει. Έχω κι άλλα δυο για τα εισιτήρια, φύγαμε;
Μόλις το είπα στον πατέρα μου, έμεινε να με κοιτάζει. Ύστερα κούνησε το κεφάλι του, σα να μου έλεγε, κάνε ότι θέλεις, εσύ μυαλό δεν έχεις και πήγε μέσα στην κουζίνα να βάλει ούζο. Γύρισε με το ποτήρι στο χέρι και με ρώτησε τι θα κάνεις εκεί. Του απάντησα ψέματα πως είχα κλείσει δουλειά σε έναν φίλο μου, εργολάβο οικοδομών.
-Και κάνεις εσύ γι αυτή τη δουλειά; Με μισοκοίταξε.
-Γιατί δεν κάνω; Είπα. Θα τα καταφέρω, θα δεις. Μέχρι να δω τι θα κάνω, για λίγο, μετά βλέπουμε… τα ψιλομπέρδεψα και κατάλαβα πως δε με πίστευε.
-Και δε θα μείνεις για το γάμο του φίλου σου του Ντάφλου; Προσπάθησε να με τουμπάρει
-Θα μείνω, απάντησα. Ο γάμος γίνεται την Κυριακή. Από τη Δευτέρα θα κανονίσω να φύγω.
Έτσι έκλεισε εκείνη η κουβέντα μας. Ο πατέρας μου, βέβαια, προσπάθησε άλλη μια φορά μα με μεταπείσει, λέγοντας μου μάλιστα πως είχε κανονίσει με ένα φίλο του μαραγκό να πάω για δουλειά αλλά εγώ είχα πάρει τις αποφάσεις μου. Με κέντριζε το νησί, η Ρόδος, το άγνωστο που ποθούσε η ψυχή μου. Ένιωθα κιόλας ναυαγός καταμεσής στο πέλαγο. Αν και για να πω τη μαύρη αλήθεια μου, δεν το σκεπτόμουν και πολύ τότε. Ελλόχευε όμως μέσα μου, να φύγω, να πάω μακριά, σ άλλη γη, άλλους ανθρώπους, να μάθω κι εγώ τίποτε για τον κόσμο, να μην είμαι εδώ κλεισμένος σε αδιάφορα έως κυκλοθυμικά δωμάτια. Και μόνος μου να ζήσω για πρώτη φορά, μου φαινόταν γλυκό. Πως θα είναι μακριά; Ονειρευόμουν γυναίκες, περιπέτεια, θάλασσα. Να κινήσω έλεγα τη Γή με το πρώτο, να μάθω, να πικραθώ πιότερο. Πιο πολύ.
Ο γάμος του Ντάφλου γένηκε παρ όλα αυτά που είχαν προηγηθεί, χωρίς παρατράγουδα. Γλεντήσαμε με την ψυχή μας, απ το Σάββατο μέχρι τη Δευτέρα το πρωί.. Μετά τη στέψη που έγινε στον Άγιο Αρτέμιο, πήγαμε σ ένα ταβερνάκι. Είχε καλέσει και νταούλι ο Ντάφλος. Ήταν όμως σοβαρός σε όλη τη διάρκεια του γάμου και του γλεντιού. Χόρεψε-ήταν χορευταράς- πολλές φορές με τη Μαγδαληνή, που καμάρωνε αλλά και συνήθως σκυθρώπιαζε. Κάτι φαινόταν να την απασχολεί. Δεν έμοιαζε και τόσο ευτυχισμένη όπως οι νύφες όλου του κόσμου.
Εγώ τα έτσουξα λιγάκι εκείνο το βράδυ, με έναν ξάδερφο μου μικρότερο. Πήραμε μπουκάλια από πορτοκαλάδες και τα είχαμε γεμίσει ούζο.. Άμαθοι καθώς είμαστε, μας βάρεσε κατακούτελα. Μεθύσαμε και σχεδόν ούτε ξέραμε τι κάναμε. Ήταν η πρώτη φορά που καταλάβαινα τι ήταν αυτό που έλεγαν μεθύσι. Προτού όμως, είχε συμβεί, ακόμα και μέσα στην εκκλησία, το σμίξιμο- εκείνο το παράξενο σμίξιμο που έλεγα πριν- των ματιών μου με αυτά τα καταγάλανα της Καίτης. Της μεσαίας κόρης του γένους των Σταυρέων, την αδερφή της Μαγδαληνής, που όλο με κοίταζε κι εγώ δεν ήξερα τι να κάνω ακριβώς. Είχα ζουρλαθεί από το βλέμμα της αλλά δεν εύρισκα τη δύναμη να της πω κουβέντα. Μου φαινόταν όνειρο φανταστικό, να βρεθώ κάπου μαζί της. Μόνοι οι δυο μας. Να χόρταινα αυτό που σκεφτόμουν από καιρό, για τις γυναίκες. Όχι εκείνα τα ψεύτικα ραντεβουδάκια με τις πιτσιρίκες του σχολείου στις γωνίες και τα κλεφτά φιλάκια στις πλατείες. Το ένιωθα πως κάτι θα γινόταν απόψε, υπήρχε φλόγα, κάψιμο, αγωνία. Ο χρόνος που έπρεπε να βρεθούμε μόνοι μαζί. Μόνοι σ ένα δωμάτιο. Δεν είχα μέχρι τότε ολοκληρωτική επαφή με γυναίκα και οι ορμές εκείνου του Καλοκαιριού ήταν μεγάλες. Μέσα στην παραζάλη του γλεντιού, ο Ντάφλος με παρέσυρε κάποια στιγμή στο χορό- έβλεπα παντού τα μάτια της Καίτης. Ήρθε και κείνη δίπλα μου να μου κρατήσει το χέρι, να χορέψουμε κι ο Ντάφλος όλο μου κλεινε το μάτι. Εγώ χαμογελούσα αυτάρεσκα, έφταιγε και το ποτό. Ο πατέρας μου σε κάποια γωνιά, τα λεγε με τον Σταυρέα και κάπου-κάπου με λοξοκοιτούσε.
Γύρω στις δύο τα μεσάνυχτα κι ενώ το γλέντι συνεχιζόταν, ζαλισμένος καθώς ήμουν, σκέφτηκα να φύγω. Μάλλον το είπα δυνατά και με άκουσε η Καίτη.
-Θα σε πάω εγώ, μου είπε αναψοκοκκινισμένη αλλά με ωραίο μικρό χαμόγελο που κάτι εννοούσε.
Φύγαμε σχεδόν μουλωχτά, απαρατήρητοι για το σπίτι μου. Η Καίτη με κρατούσε σφιχτά μέσα στη νύχτα  κι ένιωθα το κορμί της να κολλάει πάνω μου.. Μια άλλη ζεστασιά ερχόταν εκτός από αυτή του Καλοκαιριού. Τα πάντα γύρω, μύριζαν έρωτα και θυληκάδα.
Σαν αποχαυνωμένοι τρυπώσαμε στο σπίτι βιαστικά. Στο σκοτάδι του διαδρόμου κι ενώ έψαχνα το διακόπτη, με φίλησε. Κόλλησε τα χείλη της στα δικά μου και μου σταμάτησε το χέρι. «Μη!» μου είπε και χωθήκαμε στο μικρό δωμάτιο μου. Πέσαμε φουντωμένοι στο μονό κρεβάτι.
Ούτε που κατάλαβα πότε πέρασαν τόσες ώρες, πως ήταν ο έρωτας και πότε έφυγε η Καίτη. Φαίνεται κάποια στιγμή θα με πήρε ο ύπνος. Θυμάμαι πως με σκέπασε ελαφριά με το σεντόνι κι έφυγε σα νυχτοσκιά.. Ενδιάμεσα βέβαια, είχε επιστρέψει ο πατέρας μου με τη μάνα μου. Τρόμαξα όταν φώναξαν απ την πόρτα, «μέσα είσαι;» Του απάντησε τάχα κοιμισμένος, ναι, πατέρα, μέσα είμαι, κοιμάμαι και ησύχασα μόνο όταν κατάλαβα πως πέσανε για ύπνο.
Το πρωί κι ενώ εγώ λαγοκοιμόμουν ακόμα, μπρούμυτα, ολόγυμνος, άνοιξε η πόρτα και μπήκε ξαφνικά ο πατέρας μου.
Ξαφνιάστηκε, έμεινε λίγο μετέωρος, καθώς εγώ προσπαθούσα να σκεπαστώ με τα σεντόνια, έκανε μεταβολή και βγήκε. Δεν είπε τίποτα, Ούτε τότε, ούτε στο κοντινό μέλλον. Αργότερα- πολύ αργότερα- όταν είχα πια σχεδόν ξεχάσει, αν υπήρξε πραγματικά η μαγική εκείνη νύχτα, με ρώτησε γιατί ήμουν ολόγυμνος το βράδυ του γάμου του Ντάφλου. Καμώθηκα πως δε θυμόμουν τίποτε και το θέμα έληξε αλλά πάντα πίστευα πως ο πατέρας μου, ήξερε τι έκανα εκείνο το βράδυ.

Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 2




Θες η φτώχεια, θες η μάνα του- ο πατέρας του δε ζούσε- που του πιπίλιζε συνέχεια το μυαλό να παντρευτεί και να νοικοκυρευτεί; Θες πως ο ίδιος λιγουρεύτηκε τις εκατόν πενήντα λίρες που του έταξε ο κουνιάδος του ο Σταυρέας, τελικά το είχε πάρει απόφαση. Θα παντρευόταν την άσχημη Μαγδαληνή.
Άλλο πράμα κι αυτός ο Σταυρέας. Προϊστάμενος στην Εθνική τράπεζα, έκανε το σκατό παξιμάδι για να προικίσει τις τρεις αδελφές του. Τη Μαγδαληνή, την Καίτη και την Αννούλα. Η πρώτη ήταν άσχημη, η Μαγδαληνή, αυτή που θα έπαιρνε ο Ντάφλος. Κοντόχοντρη, ασουλούπωτη, μύτη μεγάλη, μισοστρουμπουλή. Μαλλιά μαύρα, γεμάτα ψαλίδα, προς το καστανό στις άκρες, ίσια σαν πράσα. Αλλά αυτό που  την ασχήμαινε περισσότερο ήταν οι χοντράδες της. Ποτέ δεν κατάλαβα πως πήγε να παντρευτεί μια τόσο χαζή γυναίκα ο Ντάφλος. Μόνο για το τι αγόραζε στη Λαϊκή μιλούσε και για το πόσο κοστίζουν σήμερα οι αγκινάρες. Κι ύστερα γελούσε στα χαμένα. Οι άλλες ήταν ομορφούλες. Με πρώτη και καλύτερη τη Καίτη. Γύρω στα είκοσι, ξανθιά, γαλανή- δυο χρόνια μεγαλύτερη μου. Σπαθάτη ματιά, περίγυρος θηλυκάδας. Την πρώτη φορά που τη γνώρισα, μου φυγε το μυαλό. Με κοίταζε όμως σα να μου έλεγε πως ήμουν μικρός. Εγώ παρ όλα αυτά, εκείνο το βλέμμα της ποτέ δε θα το ξεχάσω. Ήταν μια καλή αντίληψη κι αυτή για τη ζωή- αργότερα θα καταλάβαινα τι σήμαινε για μένα.
Η Αννούλα ήταν η πιο μικρή. Δεκαπέντε χρονών, με βυζάκια πεταχτά, μικρούλικα, βελονωτά. Αν τα άγγιζες, νόμιζες πως θα σε τρυπήσουν. Μόνο το βλέμμα της ήταν λίγο απλανές, λες και χανόταν τις πιο πολλές φορές στο άπειρο.
Τη Μαγδαληνή τόλμησε και την έφερε μια μέρα στην καφετέρια ο Ντάφλος. Είχε ντυθεί και φτιασιδωθεί αλλά και πάλι κρυφόγελα και αλλαξοματιές προκάλεσε στην παρέα. Ο Ντάφλος, βέβαια, αγριοκοίταξε μερικούς κι έτσι έληξε το θέμα. Ήρθε στο τραπέζι μου και μου τη σύστησε σαν αρραβωνιαστικιά του.
Χρόνια προς το τέλος της δεκαετίας του εξήντα ήταν. Μεσουρανούσε η χούντα, οι συνταγματάρχες, στη μόδα οι καμπάνες και τα πολύχρωμα, εφαρμοστά πουκάμισα. Τσιτωμένα παντελόνια φορούσαν αδιάκριτα, άντρες, γυναίκες, παιδιά. Τέτοια φορούσε και η Μαγδαληνή και την έκανα ακόμα πιο γελοία. Μόνο τα χοντρά της πόδια και τα ψηλά τακούνια να έβλεπες, έφτανε. Μου θύμισε τον κακομοίρη βιβλιοπώλη των Εξαρχείων που δούλευα. Μια μέρα που άλλαξε παντελόνι στο μαγαζί και τον πήρε το μάτι μου, έσκασα στα γέλια, πίσω από τον πάγκο. Κοντός σα λεμονιά, είχε βγάλει το παλιό παντελόνι της δουλειάς και προσπαθούσε να φορέσει το καλό που σερνόταν είκοσι πόντους στο σκονισμένο δάπεδο και το πατούσε με τα πόδια του. Ύστερα, αφού κατάφερε να το φορέσει, ψήλωσε είκοσι πόντους.
Ο Ντάφλος όλα αυτά τα κορόιδευε αν και έκανε τα ίδια και αυτός. Είχε όμως τον τρόπο του, να δείχνει πιο αρσενικός αν και είχε μεγάλα μαλλιά και καμπάνες.
Στην αρχή δεν τον πίστεψα αλλά μετά από ένα μήνα που έγιναν επίσημοι αρραβώνες, σκέφτηκα να του πω καμιά κουβέντα και με πρόλαβε.
-Είναι τα γραμμάτια για το σπίτι, μου είπε. Θα μας το πάρουν. Και τον άκουγε και η μάνα του.
Έμεναν σε ένα μικρό διαμέρισμα λίγο πιο πάνω από μας.
-Θα πάρω εκατόν πενήντα λίρες από τον Σταυρέα και θα καθαρίσω. Θα μου μείνουν και λίγα στην άκρη, μη σε νοιάζει,
-Μόνο γι αυτό; Τόλμησα
Μόνο γι αυτό, μου απάντησε μουτρωμένα.
Κι ύστερα πάλι γέλασε.
-Τι σε νοιάζει εσένα Αμβράζη; Θα πάρεις το μερτικό σου. Θα σου κάνω μερικά τραπεζώματα στα καλύτερα μαγαζιά. Να δεις, έτσι για να έχεις να λες και να θυμάσαι την παντρειά του φίλου σου. Που θα βρεις καλύτερο φίλο Αμβράζη; Τι νομίζεις έτσι είμαστε εμείς;
Εμένα δε μου άρεσε καθόλου. Είχα άλλη ιδέα για τη γυναίκα που θα έπαιρνε ο Ντάφλος. Ήθελα να είναι όμορφη, πολύ όμορφη και έξυπνη. Μόνο αυτό σκεφτόμουν και θυμάμαι μάλιστα, πως μ έπιανε κάτι σαν κόμπος στο λαιμό, όταν αναλογιζόμουν πως θα έπαιρνε αυτή!
Αλλά τα πράγματα πήραν τη σειρά τους. Τον έβαλε σε μια δουλειά ο Σταυρέας-σερβιτόρο σε κεντρικό ρεστοράν- κι όλα πήγαιναν μια χαρά. Τον έβλεπα στις γειτονιές, μερικά απογεύματα αγκαζέ με τη Μαγδαληνή κι άλλαζα γωνίες. Ώσπου μια μέρα με σβέρκωσε.
-Άκου να δεις! Μου σφύριξε. Αν είναι να ντρέπεσαι για το φίλο σου, να μου το πεις. Άιντε γιατί πολύ ψηλά τον πήρες τον αμανέ Αμβράζη! Τι ήθελες να κάνω δηλαδή; Σου εξήγησα…
Εγώ δεν είπα τίποτε, τον κοίταζα μόνο στα μάτια έτοιμος να βάλω τα κλάματα. Με κοίταζε και κείνος και σα να  δάκρυσε.
-Θα έρθω στο σπίτι με τη Μαγδαληνή ένα απόγευμα να τα πούμε και να τα πιούμε, μου είπε. Θα δεις, είναι καλή, μη νομίζεις. Επειδή δεν είναι όμορφη; Γέλασε. Δεν πειράζει. Και σκούπισε τα μάτια του και τα δικά μου.
Μετά από λίγες μέρες ήρθαν. Τους άνοιξε ο πατέρας μου και, πράγμα παράξενο, τους καλοδέχτηκε. Όχι πως ήταν κακός ο πατέρας μου, όχι. Αλλά να, μια ζωή αλήτη τον ανέβαζε κοπρόσκυλο τον κατέβαζε. Μα τώρα που παντρεύεται θα βάλει μυαλό- εγώ μόνο μυαλό δεν περίμενα να βάλει ο Ντάφλος. Θα βάλει γιατί παίρνει και καλή κοπέλα, συνέχισε ο πατέρας μου κι εγώ τον κοίταζα με μάτι αλλήθωρο. Καλό σόι ο Σταυρέας, του βρήκανε και δουλειά έμαθα. Μπράβο τους! Με αποτελείωσε.
Καθίσαμε έξω στην αυλή, η μάνα μου έφερε καφέδες. Μετά από λίγο ο Ντάφλος ζήτησε ούζα. Ήπια κι εγώ ένα μαζί τους και του πατέρα μου άσπρισε το μάτι. Αυτουνού που είχε πιει τα ποτήρια όλου του κόσμου. Άλλο τώρα που του το είχαν απαγορέψει οι γιατροί. Ένα-δυο ποτήρια κρασί του είχαν πει, είχε την καρδιά του. Άλλη ιστορία αυτή, στη συνέχεια, μπορεί να σας πω ορισμένα πράγματα από την ολοτάραχη ζωή του πατέρα μου. Προς το παρόν ο Ντάφλος είχε κατεβάσει το καραφάκι και παράγγειλε κι άλλο στη μάνα μου.
-Φέρε να πιούμε, της είπε σα διαταγή κι εκείνη έφερνε .Ώσπου έγινε δαυλί εκείνο το απόγευμα ο Ντάφλος. Η Μαγδαληνή τον κοίταζε αποσβολωμένη. Δεν ήξερε τι να κάνει τα χέρια της, τα σταύρωνε τα ξεσταύρωνε και η χοντρή μύτη της είχε τσουρουφλιστεί. Έμοιαζε να ντρέπεται έτσι που συμπεριφερόταν ο μέλλων σύζυγος της. Ο Ντάφλος  την αγκάλιαζε κι όλο «έλα εδώ μωρή!» της φώναζε. «Έλα εδώ, μη φοβάσαι τίποτα, θα σε κάνω εγώ βασίλισσα, ε, μπάρμπα Φώτη; Πες κι εσύ τίποτα, δεν έχω δίκιο;» Η Μαγδαληνή αποτραβιόταν πέρα με συσπάσεις αηδίας στο πρόσωπο, δεν τον ήθελε, το έδειχνε σχεδόν από την αρχή . Σα να μην τον χώνευε. Σα να μην τον ήθελε καθόλου, ούτε να τον έβλεπε ποτέ στα μάτια της. Τέτοια ήταν τα κατάβαθα της ψυχής της κι αν είχες μάτια το έβλεπες. Αλλά όσο αποτραβιόταν, τόσο φούντωνε ο Ντάφλος. Το μάτι του κοκκίνιζε και γυάλιζε απ το ποτό.
Είναι ορισμένα πράγματα που μεγαλοποιούν τις πράξεις των ανθρώπων, σαν αυτή τώρα του Ντάφλου. Εγώ τότε διάβαζα μετά μανίας όλα τα κλασσικά βιβλία. Ότι εύρισκα μπροστά μου. «Θα κουτοβαρεθείς καημένε!» μου λεγε ο Ντάφλος. Άσε εκείνος ο Σταυρέας. «Δε βγάζουν ψωμί αυτά που κάνεις,» μου είπε μια μέρα που με βρήκε κατάχαμα να ζωγραφίζω και να διαβάζω.  «Τι είναι αυτά;» λες και έβλεπε σίχαμα. Το είπε στον πατέρα μου. «Μην τον αφήνεις να ζωγραφίζει και να διαβάζει, θα πάθει το μυαλό του»
Τέτοιος ήταν ο Σταυρέας, χουντικός, γουρούνι του κερατά. Έτσι τον μελετούσα και το είπα στο Ντάφλο αλλά εκείνος δεν έμοιαζε να νοιάζεται για τέτοια πράγματα και τα πολιτικά, τουλάχιστον τότε.
Εν πάση περιπτώσει που κοπανάει συνέχεια και ο πατέρας μου, έλεγα για τις πράξεις που μεγαλοποιούν την εικόνα ενός ανθρώπου. Αρνητικά ή θετικά. Σκηνή σαν αυτή που ξετυλίχτηκε εκείνο το απόγευμα στην αυλή-τι απόγευμα, είχε βραδιάσει για τα καλά- μου θύμισε εικόνες από άλλες εποχές, άλλα βιβλία, ξένους, μυστηριακούς τόπους και ήρωες.
Ο Ντάφλος είπαμε, είχε γίνει δαυλί. Η Μαγδαληνή στεκόταν ανήμπορη κι απορημένη στην πόρτα κι ο πατέρας μου άκουγε το παραμιλητό του Ντάφλου. Τι του έλεγε; Πως καλά έκανε που παντρευόταν και θα νοικοκυρευτεί, πως έπαιρνε την καλύτερη γυναίκα και πως τώρα θα δεις μπάρμπα-Φώτη, θ αλλάξουν όλα. Κι ύστερα πάλι το γυρνούσε. Τι τα θέλεις μπάρμπα-Φώτη, να σου πω κάτι; Πες έγνεφε ο πατέρας μου. Να σου πω κάτι; Τι τα θέλεις; Ο γάμος είναι σκλαβιά και οι γυναίκες για σκότωμα. Όλες, να! έτσι τσίτωμα με το πιρούνι θέλουν! Και το κάρφωνε στο τραπέζι.
Ώσπου δεν άντεξε άλλο η Μαγδαληνή. Σηκώθηκε πάνω μπαρουτιασμένη, του πέταξε πέρα το χέρι κι έκανε να φύγει. Αλλά αυτός την πρόλαβε. Σηκώθηκε τρεκλίζοντας και τη σβούρισε. Την έφερε απέναντι του και της έσκασε ένα τρανταχτό σκαμπίλι. Ύστερα δεύτερο και τρίτο. Εκείνη ούρλιαζε με το πρόσωπο στα γόνατα κουκουβισμένη.
Σηκώθηκε η γειτονιά στο πόδι. Άντρες, γέροι, γυναίκες, παιδιά, κρεμάστηκαν σα μελισσολόι στα κάγκελα της αυλής να κοιτάζουν απορημένοι κι ο Ντάφλος να φωνάζει
-Σήκω πάνω μωρή! Σήκω πάνω μη σου γαμήσω τον κερατά που σε πέταγε. Σήκω πάνω μωρή! Κι εκείνη να κλαίει.
Κάποια στιγμή σηκώθηκε. Ο Ντάφλος κοίταζε όλους τους άλλους αγριεμένος. Ύστερα την πήρε αγκαλιά, της σκούπισε τα μάτια και φύγανε τρεκλίζοντας.
Έτσι, χωρίς μια καληνύχτα.

ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

Σάββατο 28 Μαρτίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ







ΚΩΣΤΑς ΠΛΙΑΤΣΙΚΑς



ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΟΙ


ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ






Είναι ένα μακρύ ποτάμι στην ευθεία η ζωή. Όσο χάνεται το μάτι σου, ευθεία. Δεν υπάρχουν λεύκες, ούτε ιτιές στις όχθες του. Άσπρο χαλίκι μονάχα, που στο βάθος γίνεται ρύζι, γυαλιστερή σκόνη. Στη θάλασσα που φτάνει η απλωσιά του, μεγαλώνει το νόημα της ζωής. 

Έτσι είναι, μια ευθεία, μου λεγε πάντα ο πατέρας μου. Δεν ήξερε και πολλά πράγματα τότε, όταν ήταν νέος- όλοι είμαστε νέοι κάποτε. Καβάλα σε μια φοράδα, να τρέχει τον κατήφορο στον κάμπο. Άσπρη κι αυτή με λίγες γκρίζες βούλες στα πλευρά.
Ήταν τα παλιά χρόνια. Γεμάτα από  καλντερίμια, σκαρπιά και σκίνα, λερωμένα να σβαρνίζονται στην παχυλή σκόνη. Οι άνθρωποι, μουντζουρωμένοι, χολωμένοι και απλοί. Έπιναν τα ούζα τους σε βρώμικα καφενεία και κάπνιζαν οι γέροι τις τσιμπούκες τους, αραχτοί, σε κόσμους που δεν τους έφτανε ο νους.
Χαμογελούσαν και οι κοπελιές στο δρόμο, μουλωχτά συνήθως, πίσω από το λευκό χνούδι της κρυμμένης αξιοπρέπειας. Τις έβλεπε έτσι ο Ντάφλος και το μάτι του γυάλιζε. Πόσο θα ήταν τότε; Είκοσι τρία -εικοσιτέσσερα, μόλις είχε γυρίσει από φαντάρος.
Ο φίλος μου ο Ντάφλος.
Λεπτοκαμωμένος, αδύνατος, ισχνός σαν τσίχλα, βλογιοκομμένος. Ψυχή Αστραπόγιαννου.  Σαν από τότε φαινόταν τι θα κουβαλούσε μέχρι εδώ.. Εγώ ήμουν πιο μικρός, τέλειωνα το γυμνάσιο και τον έβλεπα σχεδόν καθημερινά στις αλάνες, να τριγυρίζει σαν αδέσποτο σκυλί. Κάναμε παρέα και υπήρχε μια παράξενη έλξη φιλίας, ένα δέσιμο συμπάθειας μεταξύ μας.
Ο πατέρας μου δεν τον συμπαθούσε. Είναι αλήτης, μου έλεγε, δε θα πάει καλά στη ζωή του να μου το θυμηθείς. Τι θέλεις εσύ μαζί του; Θα καταστραφείς κακομοίρη μου. Κοίταζε τις σπουδές και τίποτε άλλο. Έχεις καιρό για τέτοια πράγματα.
Τι τέτοια πράγματα; Συλλογιζόμουν εγώ απορημένος.
Ερχόταν λοιπόν, ο Ντάφλος στην εξώπορτα- μέναμε τότε σε μια μονοκατοικία με αυλή στον Άγιο Αρτέμιο. «Έει, Αχρηστόπουλε! Μου φώναζε. Άιντε πάμε!
Τον άκουγε έτσι ο πατέρας μου κι ανταριαζόταν. Στραβομουτσούνιαζε αλλά δεν έλεγε τίποτε. Σπάνια, καμιά φορά, απαντούσε στην καλημέρα που του απηύθυνε ο Ντάφλος, πάντα χαμογελαστός.
-Δε με συμπαθεί και πολύ, μου είπε μια μέρα. Αμβράζη, το καταλαβαίνω που δε με συμπαθεί αλλά δεν του έχω κάνει και τίποτε. Πες μου εσύ του έχω κάνει τίποτε; Γέρασε όμως πολύ ο Μπάρμπα-Φώτης και ξεκούτιανε από το πολύ ούζο.
Εμένα με φώναζε Αμβράζη. Σπάνια με το μικρό μου όνομα και το μητρικό: Αμβράζης-Αντώνιος-Αλμύρας! Έλεγε καμιά φορά φωναχτά το όνομα μου και ρουφούσε τη μύτη του. Τρία ονόματα, τι να τα κάνεις; Ένα και να φτάνει: Ντάφλος!
Τουναντίον, ο πατέρας μου ήταν πολύ περήφανος για το όνομα μας. «Αμβράζης» έλεγε και κορδωνόταν. «Είμαστε παλιό, αρχοντικό σόι εμείς, όχι παίξε-γέλασε.»
Παλιό αρχοντικό σόι, έλεγα κι εγώ σαρδόνια από μέσα μου. Τώρα τι είμαστε; Παλιό φτωχικό, απαντούσα, με μόνους εναπομείναντες, τον πατέρα μου, τη μητέρα μου κι εμένα.
Το Αλμύρας βέβαια, ο πατέρας μου, ούτε που καταδεχόταν να το πιάσει στο στόμα του. Ήταν παρακατιανό το σόι της μάνας μου και σώπαινε. Παρ όλα αυτά, εγώ το είχα γράψει  και στην ταυτότητα μου. «Αμβράζης-Αντώνιος-Αλμύρας.» Κάτι μου έλεγε αυτό το Αλμύρας.
Εν πάση περιπτώσει, που κοπανάει συνέχεια και ο πατέρας μου, πιάναμε τους δρόμους με το Ντάφλο κι όπου μας έβγαζαν. Ο Ντάφλος πείραζε όλες τις κοπέλες που μας τύχαιναν μπροστά μας. Και είχε ένα κέφι ο αφιλότιμος!
-Γεια σου κουκλάρα! Ήταν το προσφιλές του πείραγμα. Για σου μανάρι μου, συνέχιζε αν έβλεπε κανένα πονηρό γελάκι και να ένα χαμόγελο ο ίδιος μέχρι εκεί πέρα.
Δεν ήταν άσχημος. Παρ όλη την ασουλουπωσιά του, είχε μια γοητεία. Ιδιαίτερα όταν τα πινε και τα πινε πολύ ο άτιμος. Μου φώναζε και μένα, «ρούφα ρε!» αλλά που εγώ. Σπάνια έπινα κανένα ουζάκι, τις περισσότερες φορές πορτοκαλάδα. «Θα κιτρινίσεις κακομοίρη μου!» σάρκαζε ο Ντάφλος και με σεργιανούσε στα καφενεία, στις καφετέριες, στις λέσχες, παντού. Λεφτά δεν είχαμε, πως τα βόλευε, ακόμα παραξενεύομαι. Ήταν το Καλοκαίρι που είχα τελειώσει το γυμνάσιο κι έπιασα δουλειά σε ένα βιβλιοπωλείο. Το μέλλον μου διαγραφόταν δυσοίωνο, καλά έλεγε ο πατέρας μου. Και δικαιώθηκε όταν το Σεπτέμβριο απέτυχα στις εξετάσεις του Πανεπιστημίου. Ήθελα να γίνω ζωγράφος. Να πάω στην Καλών Τεχνών.
Ο Ντάφλος με κορόιδευε. «Άιντε ρε ζωγράφε της πυρκαγιάς! Νομίζεις πως επειδή φτιάχνεις δυο σκίτσα και κάτι κάνεις. Εδώ είναι τα λεφτά ρέ! Να βρεις μια τρύπα να τρυπώσεις, να κάνεις σιρμαγιά, κονόμα.. δε στα λέει αυτά ο Μπάρμπα-Φώτης;»
Άμα με έβλεπε παραπονεμένο άλλαζε τροπάρι. «Εντάξει ρε, ένα αστείο κάναμε, θα βρεις άλλο τρόπο εσύ να κάνεις αυτό που θέλεις. Σε ξέρω εγώ δε σε ξέρω, εγώ σε έχω γεννήσει. Δεν πειράζει που σε κόψανε οι κερατάδες. Θα βρεις εσύ τι θα κάνεις»,
Είχε πάει δυο-τρία χρόνια  στο γυμνάσιο, στην πρώτη- Δευτέρα απ ότι μου έλεγε και μετά τα παράτησε. Μπήκε στο μεροκάματο, όπου έβρισκε, στο πεζοδρόμιο, στα καπηλειά, στις ταβέρνες, παντού. Έκοβε το μυαλό του, σπίρτο μοναχό.
όταν λοιπόν, έμαθα πως παντρεύεται τη Μαγδαληνή του Σταυρέα, έμεινα. Για να μην πω αλληθώρισα. Και το έπαθα αυτό επειδή δεν το περίμενα. Ήξερα πως είχε άλλες αντιλήψεις για το γάμο και τη ζωή. «Δεν παντρεύομαι εγώ,» έλεγε «Εγώ θέλω να τη ζήσω τη ζωή και να τη γλεντήσω πρώτα. Ύστερα βλέπουμε».
Τι τον έσπρωξε να κάνει αυτή την κουτουράδα;


ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020

ΑΣΚΟΎΠΙΣΤΑ





ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ


Πλατεία. Ο Καραμανλής όρθιος βηματίζει σκεφτικός.
ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ: [ μισοκλείνοντας το μάτι κοιτάζοντας στο κοινό] Ε, το φανταζόσουν αυτό; Το φανταζόσουν να γίνεις πρωθυπουργός; [τραβάει τα χείλια του σα να μην το πιστεύει, πιάνει το πηγούνι του, κάνει αστείες γκριμάτσες] Μέχρι βουλευτής κάτι γινόταν. Άιντε και υπουργός αλλά όχι και αρχηγός κράτους! Αρχηγός κράτους! [πιάνει τα πέτα του σακακιού του με έπαρση] Τι άλλο μπορώ να γίνω τώρα; Ναπολέων; Γιατί όχι; Αυτός ο ρόλος θα μου πήγαινε..[σα να κοιτάζεται στον καθρέφτη] Του μοιάζω κιόλας…[παύση] Αλλά κι εδώ στην Ελλάδα παίζω χωρίς αντίπαλο. Είμαι ασυναγώνιστος! Ποιος Παπανδρέου τώρα και ποιος Βενιζέλος..αυτοί είναι για τα μπάζα. Ιδιαίτερα ο Γιωργάκης..[ξεκαρδίζεται στα γέλια]
Από την άλλη άκρη της πλατείας έρχεται ο Παπανδρέου.Κρατάει στα χέρια του μια σκούπα κι ένα φαράσι.
ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ:[ξαφνιάζεται] Επ, τι θέλεις εσύ εδώ Γιωργάκη;
ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ:[προσπαθεί να κρύψει τη σκούπα και το φαράσι] Δεν είναι όλη η πλατεία δικιά σου..
ΚΑΡΑΜ: Ρε Γιώργο, πως κάνεις έτσι; Οι δικοί μας ήταν φίλοι κατά βάθος..
ΠΑΠ.: [με υποψία] Ποιοι δικοί μας; Ο Αντρέας με τον θείο σου; Είσαι γελασμένος.
ΚΑΡΑΜ.:[φέρνει βόλτα γύρω του να δει τι κρατάει] Τι κρατάς ρε; [με απορία]
ΠΑΠ.: Να μη σε νοιάζει! [κάνει να φύγει]
ΚΑΡΑΜ.:[βλέποντας επιτέλους την σκούπα και το φαράσι] Ποιος σε έστειλε να σκουπίσεις ρε; Η γυναίκα σου; Η Άντα; Εγώ την Νατάσσα την έχω στείλει για κουνουπίδι από την πρώτη στιγμή, εσύ ακόμα ακούς τις γυναίκες;
ΠΑΠ.:[δείχνοντας τα σύνεργα] Αυτά κύριε Καραμανλή, μου τα έδωσε ο Ελληνικός λαός και μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις!
ΚΑΡΑΜ.:[ξεκαρδίζεται] Ποιος;Αυτόν κι αν τον έχω στείλει για πιπεριές! Τι μου λες ρε Γιώργο.Αλλά για πες μου τώρα που βρισκόμαστε από κοντά. Τα πιστεύεις αλήθεια αυτά;[παύση].[στον εαυτό του[ Λες να είναι αλήθεια, όπως τον λέει ο λαός, αγαθούλης ή αγαθιάρης;
ΠΑΠ.: [περήφανα] Όπως ο Αντρέας σκούπισε τον θείο σου, έτσι θα κάνω κι εγώ με σένα. Εξάλλου, ήταν η πρώτη μου δουλειά στην Σουηδία μιας χώρας που είναι η μαμά του σοσιαλισμού…
ΚΑΡΑΜ.:[τον κόβει, ξύνει τον κώλο του] Είναι μαμά σου εδώ; [κοιτάζει γύρω]
ΠΑΠ.: [χάνεται για λίγο, συνέρχεται] Δεν θα με κοροϊδέψεις εμένα όπως κοροϊδεύεις τον Ελληνικό λαό! Η μαμά το ξέρω είναι στο εξοχικό της.
ΚΑΡΑΜ.:Αμάν ρε Γιώργο! Ένα αστείο έκανα, πως κάνεις έτσι άνθρωποι είμαστε κι εμείς.Γέλα λίγο.Αλήθεια δεν θυμάμαι να σε έχω δει μια φορά να γελάς…
ΠΑΠ.:[μισογελάει] Νομίζεις πως δεν ξέρω εγώ από γέλια..
ΚΑΡΑΜ.: Έτσι μπράβο! Γέλα!
Ο ΠΑΠ. Γελάει πιο πολύ.Σιγά-σιγά ξεκαρδίζονται και οι δυο.
ΠΑΠ.: Γιατί γελάμε τώρα;
ΚΑΡΑΜ.: Για τον σοσιαλισμό, που γλίτωσε από τον Ζαχόπουλο.
ΠΑΠ.: [αλαφιασμένος] Που πήγε; Γιατί έφυγε; Ήταν σοσιαλιστής ο Ζαχόπουλος;
ΚΑΡΑΜ.: Μεγάλος.
ΠΑΠ.: Επειδή έδωσε προίκα στην γραμματέα του; Αυτή την Εύη..Τσέκου..Τσέκου την λένε τελικά;
ΚΑΡΑΜ.; Λίγο το χεις αυτό; Εγώ, έτσι κι αλλιώς θα τον τελείωνα αυτόν. Θα έβαζα την Βροχοπούλόυ να τον ερωτευθεί.
ΠΑΠ.: [απορημένος] Ποια είναι αυτή;
ΚΑΡΑΜ.: Δεν την ξέρεις; Δεν ξέρεις την Βροχοπούλου; Καλά δεν παρακολουθείς καθόλου τα δρώμενα;
ΠΑΠ.:Τα ιδρωμένα θέλεις να πεις;
ΚΑΡΑΜ.: [τον περιπαίζει] Ήταν ιδρωμένα τα κορμιά του Ζαχόπουλου και της άλλης;
ΠΑΠ.:[πειραγμένος] Εγώ πάντως φεύγω.
ΚΑΡΑΜ.: Γιατί;
ΠΑΠ.: Γιατί σε είχα για σοβαρό αλλά τώρα κατάλαβα τι σοι είσαι και συ. Κάθεσαι και ακούς αυτά που λένε στον Σκάυ και πας να με μπερδέψεις. Τα τρώω εγώ αυτά!
ΚΑΡΑΜ.: Τα ραδίκια;
ΠΑΠ.: Τι είναι τα ραγιάδικα; Τρώγονται; Να σου πω…εγώ προτιμώ το κουνουπίδι..
ΚΑΡΑΜ.; Τι…έγινες κουνουπίδι; Εσύ δεν πίνεις ρε!
ΠΑΠ.:[περήφανα] Ευτυχώς που σ αυτό δεν έμοιασα του Αντρέα.
ΚΑΡΑΜ.:[φτύνει τον κόρφο του] Ευτυχώώώς!
ΠΑΠ.:[απτόητος] Γι’ αυτό θα γίνω μεγαλύτερος από τον πατέρα μου.Θα τον ξεπεράσω όπως ο Ι σκεντερίν τον Φιλίπ. Ξέρεις ιστορία;
ΚΑΡΑΜ.:[με σιχασιά] Ποιος την γαμάει την Ιστορία! Και τους ιστορικούς![αναρωτιέται] Ποιος ξέρει τι αηδίες θα γράψουν για τον εκατοστό έκτο πρωθυπουργό της Ελλάδας, σ΄αυτόν τον χάρτη που κρεμάνε στα καφενεία.
ΠΑΠ.:Αμ, είδες; Δεν μπορούν ν α γράψουν Μέγας Καραμανλής! Δεν πάει..πάει; Ενώ Μέγας Γεώργιος..
ΚΑΡΑΜ.: Πάει ε; Σαν Τζώρτζ..ναι.. Σαν Τζώρτζ..[παύση] Δεν έπρεπε να είχα το όνομα του θείου μου..[συλλογίζεται[..Βλέπεις είχα αυτή την ατυχία. Μέγας Κώστας δεν γίνεται..δεν πάει .Ενώ Κωνσταντίνος ο δεύτερος ο Μέγας θα ήταν αλλιώς.Φτού σου! Την πάτησα σαν τον Κωνσταντίνο τον Μικρό στο Βυζάντιο..
ΠΑΠ.:[με ενδιαφέρον] Υπήρχε Κωνσταντίνος Μικρός;
ΚΑΡΑΜ.: [με δυσφορία] Ναι ο ΠΟΎΣΤΗΣ!
ΠΑΠ.; [τον συμπονάει] Μη στεναχωριέσαι..Ελα δεν κάνει.
ΚΑΡΑΜ.:Ναι αλλά η Ιστορία επαναλαμβάνεται. Οι ανιψιοί ποτέ δεν γίνονται μεγάλοι. Αλλά για στάσου..ο Ιουστινιανός ανιψιός του Ιουστίνου δεν ήταν;
ΠΑΠ.;[γουρλώνει τα μάτια] Ποιος; Έζησαν αυτοί;
ΚΑΡΑΜ.:[σαν να αγανακτεί] Ναι μωρέ Γιώργο, έζησαν! Μη με μπερδεύεις κι εσύ! Άρα έχω ελπίδες…
ΠΑΠ.: [κουνάει το κεφάλι του] Λυπάμαι αλλά δεν έχεις καμιά ελπίδα κύριε Καραμανλή.
ΚΑΡΑΜ.: Κώστα με λένε.
ΠΑΠ.;Εντάξει, Κώστα.Κύριε Κώστα τελείωσες. Ο δίχρ..δίχρονος πρωθυπουργός της Ελλάδας θα είμαι εγώ.
ΚΑΡΑΜ.:Διαχρονικός θέλεις να πεις;
ΠΑΠ.: ΑΥΤΌ! Διαχρονικός. Ωραία λέξη.
ΚΑΡΑΜ.:[Βαριέται, αλλάζει θέμα] Πως τα κατάφερες με τον Βενιζέλο; Αλλά θα μου πεις τι λέω τώρα αφού κι εγώ να σου πω την αλήθεια, εσένα θα ψήφιζα.
ΠΑΠ.:[με χαρά, τον αγκαλιάζει]Σ’ευχαριστώ..σ’ ευχαριστώ..το ξερα πως είσαι φίλος!
ΚΑΡΑΜ.:[προσπαθώντας να ξεφύγει από το αγκάλιασμα] Σιγά ρε! Ούτε η Νατάσσα δεν με αγκαλιάζει έτσι!
ΠΑΠ.; Είσαι όμως και λίγο κατεργάρης..
ΚΑΡΑΜ.;[με παράπονο] Γιατί ρε Γιώργο; Γιατί το λες αυτό τώρα; Με πικραίνεις…
ΠΑΠ.: Εμ, πως..είσαι…φαίνεται αυτό. Το λέει κι ο Μητσοτάκης.
ΚΑΡΑΜ.;[ενοχλημένος] Ποιος τον χέζει αυτόν..τάκημήτσος..όνομα είναι αυτό για την Ιστορία;
ΠΑΠ.: Σ’ αυτό συμφωνώ.Βέβαια συμφωνώ αφού αυτός ήταν επιστάτης στα χρόνια του παππού.
ΚΑΡΑΜ.: Αποστάτης.
ΠΑΠ.: Υποστάτης, εντάξει, ξέρω εγώ τι λέω, με τις λέξεις θα παίζουμε τώρα; Δεν ξέρω εγώ τι υποστάτης ήταν ο Μητσοτάκης; Επειδή λένε εκεί στο σκάι ότι δεν ξέρω Ελληνικά;
ΚΑΡΑΜ.:[ύπουλα, σκωπτικά] Ξέρεις.
ΠΑΠ. [στο κοινό] Είδατε; Και ο πρωθυπουργός συμφωνεί ότι ξέρω καλά Ελληνικά. Ευχαριστώ κύριε Καραμανλή αλλά δεν με ρίχνεις. Ο επόμενος πρωθυπουργός θα είμαι εγώ.
ΚΑΡΑΜ.[καμώνεται πως πέφτει ψυχολογικά] Γιατί ρε Γιώργο; Δεν είμαι καλός πρωθυπουργός;…
ΠΑΠ.:[τον παρηγορεί, τον χαϊδεύει] Εντάξει, καλός ήσουν. Τι να κάνουμε όμως; Ήρθε η σειρά μου.
ΚΑΡΑΜ.: Σε παρακαλώ, άφησέ με μια τετραετία ακόμα
ΠΑΠ.: Είναι πολύ. Φτάνει.
ΚΑΡΑΜ.: Μα δεν ολοκλήρωσα το έργο μου..όλοι στην Ελλάδα θέλουν να ολοκληρώσουν..[σιγανά] και η Νατάσσα το ίδιο. Η Άντα;
ΠΑΠ.: Είπα φτάνει!
ΚΑΡΑΜ.: Φτάνει η Άντα;
ΠΑΠ.:Φτάνει; Πότε φτάνει; Τι μου λες τώρα;
ΚΑΡΑΜ.;Καλά. αλλά σε παρακαλώ, σε ικετεύω. Μια τετραετία ακόμη και μετά κάνε ότι θέλεις.Θα σε βοηθήσω κι εγώ.
ΠΑΠ.:[κλαίει, δακρύζει] Τι να σου κάνω που είμαι ευαίσθητη ψυχή! [στον εαυτό του] ήταν ανάγκη να σε βρω τώρα εδώ; [στο κοινό] Ολόκληρος ο Ελληνικός λαός βλέπει την μεγαλοκαρδια του ΠΑΣΟΚ.
ΚΑΡΑΜ.: [αναπτερώνεται] Θα με αφήσεις;
ΠΑΠ.: Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Αλλά μια τετραετία, ούτε μέρα παραπάνω.
ΚΑΡΑΜ.: Σ’ ευχαριστώ! Είσαι μεγαλόκαρδος!
ΠΑΠ.: Μωρέ ξέρω εγώ τι είμαι, άσε με τώρα να φύγω.
ΚΑΡΑΜ.: [σπαραχτικά] Γι’ωργο μη φεύγεις!
ΠΑΠ.: [απορημένος] Τι να κάνουμε; Έχω και δουλειές. Έχω το λάπ τόπ…
ΚΑΡΑΜ.: Εγώ λέω να πούμε πρώτα ένα τραγούδι..
ΠΑΠ.: Ξέρεις κανένα τραγούδι;
ΚΑΡΑΜ.: Τα πουλιά του Νταλάρα.
ΠΑΠ.: Αυτό είναι δικό μας. Τι δουλειά έχει η Ν.Δ με τα πουλιά;
ΚΑΡΑΜ.: Τώρα όλα είναι ολονών.Πάμε;
Και αρχίζουν αγκαλιασμένοι να τραγουδούν.



ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Τα πουλιά τα βρίσκει ο χάρος στο πλευρό
Τους δούλους όταν σκύβουν στο γκρεμό.
Μα του δυο μας που μαστε φίλοι στη ζωή
Μας συντροφεύει η κοινή πολιτική.


Φίλε μου σε παρακαλώ
Πες στους δυστυχισμένους
Πως τους δικούς μας αστακούς
Έχουμε πληρωμένους.


      ΑΥΛΑΙΑ

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2020

ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΊΟ ΤΩΝ ΔΈΝΤΡΩΝ



ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΩΝ ΔΕΝΤΡΩΝ.
Πηγαίναμε εκεί χρόνια. Ένας πλάτανος με κολλημένο επάνω τον βαθυπράσινο κισσό, αγκαλιά αιώνες, μια βελανιδιά ξερακιανή με ασπρισμένα τα κομμάτια στον κωλόριζο, γεμάτη μυρμήγκια να ταξιδεύουν, ν ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν έρμαια των ψευδαισθήσεων να αποδείξουν πως με την εργασία κερδίζουν μια θέση σ αυτόν τον μαραζωμένο κόσμο της αυταπάτης. Πιο δίπλα το πουρνάρι γκριζερό, δίσκαμπτο, αειθαλές, με τα αγκαθωτά φύλλα του, τους τζίτζικες να φωνασκούν τα Καλοκαίρια και να πεθαίνουν κάθε Χειμώνα. Αυτό το πουρνάρι με το στραβό ψήλωμα, πήγαινε σχεδόν παράλληλα με το έδαφος, έστριβε προς το γκρεμό, κάτω από το μεγάλο πεζούλι της αυλής και μπορούσες να ταξιδέψεις μαζί του στο χάος αν ήθελες να δεις τον άλλο κόσμο πάνω από το ύψος της φθαρμένης πραγματικότητας. Πάνω από το γκρεμό που στο βάθος του, κυλούσε ένας μακρύς και βουερός νερόλακκος.
Στον αυλόγυρο του καφενείου των δέντρων, επικρατούσε συνήθως μια ησυχία, τα δέντρα έπιναν τον καφέ τους αμέριμνα, θροΐζοντας τα φύλλα, πασχίζοντας να ξεπεράσουν την απουσία των ανθρώπων. Στην άλλη άκρη, στηριγμένη στις πέτρες του τοίχου, μια κουτσουπιά, έρριχνε τον παχύ ίσκιο της. Τα ημιστρόγγυλα φύλλα, ο μαύρος ίσκιος του γερασμένου κορμιού της, παίδευε τα παιδιά, που έκοβαν από ένα φύλλο, το τοποθετούσαν στο αριστερό χέρι που έκανε τρύπα και με την ανοιχτή παλάμη του δεξιού, χλάπ! χτυπούσαν ξαφνικά έτσι που να ακουστεί ένας μεγάλος κρότος στην ησυχία του ανήμπορου μεσημεριού κι όλος αυτός ο κόσμος λες και ξυπνούσε τότε από έναν λήθαργο αιώνων. Ο Πλάτανος σαν πιο μεγάλος και πιο ψηλός από όλους, με τα φύλλα του να μοιάζουν με ανοιχτές παλάμες, κοκκινωπές το Φθινόπωρο, ανοιχτοπράσινες την Άνοιξη, δεν έλεγε τίποτε. Τι μπορούσε να πει άλλωστε; Ζούσε αιώνες θλιμμένος από τόσα που είχε δει κι αν μπορούσε ν απαλλαχτεί από σφιχταγκάλιασμα του κισσού που του κοβε την ανάσα, θα το έκανε ευχαρίστως αλλά βλέπεις στη ζωή δε γίνεται πάντα αυτό που ήθελαν τα δέντρα.

Τρίτη 10 Μαρτίου 2020

ΚΑΡΙΟΛΗΔΕΣ



ΛΕΝΕ ΠΩς ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΙΑ ΑΝΤΡΕς
Περπατώ στην παραλία των Εξαρχείων και νομίζω πως δεν έχουμε πάθει κρίση αλλά παράκρουση. Είμαστε όλοι ένοχοι, λέει ένας μεσήλικας, ενώ οι γκόμενες λιάζουν τους αφαλούς σφαδάζοντας από την ανυπαρξία του πούτσου. Δίπλα ο μαυράκος κουβαλάει σίδερα, σίδερα, σίδερα.
Στη Μαυρομιχάλη κατάχαμα ένας μηχανόβιος τρώει την άσφαλτο. Μαύρο κατράμι, πετρέλαιο και αίμα. Κανείς δεν τον σηκώνει. Η γριά ρίχνοντας ένα απρόσμενο βλέμμα, με την ξεβαμμένη ανηψιά δίπλα της, μιλάει για την εκατοντάχρονη μάνα της που πέθανε χτες το βράδυ. Εικόνα δηλαδή ενός ξεχαρβαλωμένου τοπίου. Οι Αλβανοί ασυνάρτητοι παίζουν ντόμινο-πέρα βρέχει και ποιος νιάζεται; Στον κόσμο τους.
Και στην Μεθώνης τον πεζόδρομο, χέζουν και κατουράνε όλα τα σκυλιά. Σε πειράζει, μου λέει η άλλη, να μπω στο εργαστήρι σου με τον σκύλο μου; Δεν πειράζει, της απαντάω. Αφήστε τον εδώ γύρω να γαβγίζει, να μου δείχνει τα δόντια του, να χέζει-έτσι κι αλλοιώς μας έχουν χεσμένους όλοι. Για ένα σκύλο θα κάνουμε έτσι.
Στο περίπτερο όλοι οι σκεφτικοί διαβάζουν με προσήλωση τον τύπο. Το πρες. Το πιεστήριο. Εγώ δε λέω τίποτα. Τι να πω; Ο χοντρός αποφασίζει ν αγοράσει την Συντακτών, ο Αιγύπτιος επιμένει πως πρέπει να κάνουμε κάτι για το βασίλειο της Κλεοπάτρας. Ωστόσο, μπαίνει ένας άλλος στον κύκλο των χαμένων ποιητών, στο εργαστήρι της τέχνης σέρνοντας ένα ντόπερμαν έτοιμο να μου φάει τα σωθικά, το μυαλό. Πειράζει που έχω τον Μπούμπι μαζί; Μου λέει. Να δούμε τους πίνακες;
Με τον Μπούμπι; Αμηχανεύομαι.
Βγάλτον έξω, στην παραλία.
Μα, επιμένει, δεν είσαι φιλόζωος;
Άμα είναι να μας χέσει ο Μπούμπις, όχι δεν είμαι φιλόζωος.
Αναγκαστικά φτιάξαμε έναν κόσμο παράλογο. Παλιά δεν ήμασταν έτσι, υπήρχε μεγαλύτερος σεβασμός στην ύπαρξη, στο θαυμασμό, στην αξία. Ενώ τώρα υπάρχουμε σε έναν κόσμο γερασμένο, αξιολύπητο, παραδομένο στην ανεπάρκεια.
Ας πούμε πως φταίω εγώ που τα βλέπω έτσι. Οι νέοι παραπονιούνται για τις γκόμενες που είναι ανοργασμικές. Οι γκόμενες λένε πως δεν υπάρχουν πια άντρες αλλά, δε θέλω να το ρίξω εκεί- ωραίο το ρίχνω-να χύσω στο ωραίο πρόσωπο των άλλων ήθελα.
Μάλλιασε η γλώσσα μου στην κυριολεξία, όχι από καθέδρας. Επί της ουσίας.
Πολλές φορές φαίνονται απλά, μα δεν είναι.

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΜΑΣ

    Έτσι πως έγιναν και γίνονται τα πράγματα είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε πως οι δυσμενείς υποθέσεις των προηγούμενων γενεών για την...