Για
να είμαι σύγχρονος σπατάλησα μια εικόνα
από παλιά του εαυτού μου και πολλές
ιδέες. Τι είναι ακριβώς ένας σύγχρονος
άνθρωπος; Σύγχρονος σημαίνει αυτός που
γίνεται την ίδια χρονική στιγμή. Ή κάτι
που γίνεται την ίδια χρονική περίοδο ή
που είναι της ίδιας ηλικίας. Ταυτόχρονος
κατά μία αντίληψη και ν ανήκω στη σημερινή
εποχή, μοντέρνος. Είμαι όμως εγώ της
σημερινής εποχής; Αφού δεν ξέρω τι
γίνεται ακριβώς στην Αμερική στην
Ιαπωνία, που λένε πως πάνε πενήντα- εκατό
χρόνια μπροστά, άρα εγώ είμαι πίσω,
καθόλου σύγχρονος και μάλλον αναχρονιστικός.
[Τον μόνο συγχρονισμό που κατάφερα να
κάνω στη ζωή μου, ήταν με ολίγιστες
κυρίες στο κρεβάτι- να έρθεις δηλαδή σε
ταυτόχρονο οργασμό και μη νομίζεις πως
αυτό είναι εύκολο.] Και για να επανέλθω
στη σοβαρότητα της κουβέντας, υποθέτω
πως κανένας άνθρωπος δεν είναι ακριβώς
σύγχρονος. Πάντα θα πηγαίνει λίγο μπροστά
ή λίγο πίσω. Κατά τα φαινόμενα, μεγαλώνοντας,
μένεις πίσω. Δεν προλαβαίνεις τις
καινούριες ιδέες, τον καινούριο τρόπο,
τις νέες αντιλήψεις των ανθρώπων που
ακολουθούν.
Μάζεψα
ότι έπεφτε στο πάτωμα
ήμουν
μια γλυκιά απάτη.
Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΔΩΡΟ…
Η ζωή είναι δώρο: από τους λίγους στους πολλούς, από αυτούς που έχουν και το ξέρουν σε αυτούς που δεν έχουν και δεν το ξέρουν.
Ο Αμεντέο
Μοντιλιάνι είπε αυτή τη φράση που
θεωρείται ως ποιητική διαθήκη του στη
Λούνα Τσεκόφσκα. Ένα μήνα προτού
πεθάνει.
Έχω κάνει από παιδί, άπειρες
αντιγραφές σχεδίων και έργων πολλών
ζωγράφων. Μερικοί θεωρούν λίγη αυτή την
προσπάθεια αλλά εγώ λέω πως όποιος θέλει
να γίνει ζωγράφος θα πρέπει να ασχοληθεί
σοβαρά με την διατριβή στο έργο σπουδαίων
ζωγράφων. Ο Πικάσο αντέγραφε μανιωδώς
από παιδί, ότι εύρισκε μπροστά του.
Κατόρθωσε έτσι ν αποκτήσει μια πλήρη
εικόνα του σχεδίου, της προοπτικής, του
χρώματος κι αργότερα να εφαρμόσει όλες
αυτές τις γνώσεις στο έργο του.
Όσοι
θεωρούν υποτιμητικό να κάνουν αντιγραφές,
μάλλον είναι ανίκανοι να τις
πραγματοποιήσουν. Και λογικό είναι
γιατί η αναμέτρηση στον καμβά με τέτοια
μεγέθη θα τους προκαλεί εμετό!
Προσωπικά, τώρα βέβαια το κάνω για
βιοποριστικούς λόγους. Ένεκα που το
αγοραστικό κοινό, σε ένα μεγάλο ποσοστό,
δικαίως ή αδίκως προτιμά ν αγοράζει
αντίγραφα. [Στην Αγγλία τα αντίγραφα
μεγάλων ζωγράφων από άξιους σύγχρονους
είναι αυτή την εποχή της μόδας και
πωλούνται πανάκριβα.]
Εργαζόμενος πάνω στο Μοντιλιάνι, τώρα που δεν είμαι πια παιδί, προσπαθώντας να πλησιάσω την έκταση της χρωματικής του παλέτας, να εξοικειωθώ με τις επαναλήψεις- στη σάρκα χρησιμοποιεί ώχρα, κίτρινο, κόκκινο, ελάχιστο μπλε, ελάχιστο μαύρο και άσπρο- όσο κι αν δεν δίνει κλασσικές διαβαθμίσεις τους φωτός, έτσι που να γίνει πιστή αντιγραφή του μοντέλου, σαν φωτογραφία, εν τούτοις μου δίνει την εντύπωση πως το καταφέρνει περίφημα και ο βαθμός δυσκολίας αυτού του είδους ζωγραφικής να είναι και να γίνεται άκρως επικίνδυνη γι αυτόν που θα τολμήσει να τον πλησιάσει. Σχεδιαστικά φαίνεται εύκολος αλλά δεν είναι. Νοηματικά οι φιγούρες των προσώπων και σωμάτων του, εμπεριέχουν κάποια μεταφυσική ταυτότητα. Αυτές οι συνήθως αποστεωμένες μορφές, οι χωρίς μάτια εκφράσεις, οι απογοητευμένες κινήσεις των χεριών, τα σφιγμένα χείλη, τα πρόσωπα που δε γελούν ποτέ- δεν έχω δει κάποιο χαμόγελο σε κανένα πορτρέτο του, μάλλον κάποιο υπομειδίαμα υποβόσκει, κατορθώνουν τελικά να μετουσιώνουν το ακίνητο της ζωής σε κάποιο αόριστο νόημα: πως υπάρχουμε και ακίνητοι.
Ξύπνησες;
NAI
EIXA
ΞΕΧΑΣΕΙ ΤΟ ΤΖΙΠ ΕΞΩ ΑΠΟ ΜΑΓΑΖΙ ΚΙ ΕΠΡΕΠΕ
ΝΑ ΤΟ ΠΑΡΩ
Και σκεφτόσουν όλη
νύχτα να μου απαντήσεις
ΟΧΙ ΑΠΑΝΤΗΣΑ
ΑΜΕΣΩΣ
Τι δουλειά κάνεις;
ΕΣΥ
ΤΙ ΩΡΑ ΞΥΠΝΗΣΕΣ ΚΑΙ ΟΤΑΝ ΜΙΛΑΜΕ ΝΑ ΜΙΛΑΣ
ΜΟΝΟ ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΔΙΟΤΙ ΧΘΕΣ ΜΙΛΟΥΣΕΣ
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ
ΥΠ, ΥΠ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
.!
Ζητας δηλαδή προνόμια; και
ποια είσαι εσυ;
ΚΑΜΜΙΑ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΜΙΑ
ΚΟΥΚΙΔΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΟΓΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ ΠΟΤΕ ΔΕΝ
ΜΕ ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ
Πάλι δε σε κατάλαβα!
πρέπει να είμαι βλάκας! τι δεν κατάλαβα
;
ΟΤΙ ΔΕΝ ΖΗΤΑΩ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΑΣ ΠΟΥΜΕ
ΑΠΛΩΣ ΕΤΥΧΕ ΝΑ ΔΩΣΩ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ
ΠΕΤΥΧΩ .ΣΤΡΑΒΟΞΥΠΝΗΣΕΣ ΚΑΛΕ
ΜΟΥ
Αυτό είναι που δεν κατάλαβα;
Οχι, δεν στραβοξύπνησα. Ίσα-ίσα είμαι
μια χαρά. Απλά δε μου απαντάς σ αυτα που
σε ρωτάω και έχω κλείσει όλα τα υπουργεία
για να μιλήσω μαζί σου όπως θέλεις…
Σ
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΚΑΝΕ ΕΡΩΤΗΣΗ
Τι θέλεις
από μένα;
ΜΕ ΠΡΟΣΒΑΛΛΕΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΛΕΣ
ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ ΠΩΣ ΕΠΕΙΔΗ Κ ΕΓΩ ΓΡΑΦΩ ΕΧΟΥΜΕ
ΚΟΙΝΗ ΛΟΓΙΚΗ Κ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΑ ΥΠΑΡΧΟΥΜΕ
ΜΑΖΙ ΕΣΥ ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΝΑ ΒΑΡΒΑΡΕ
Μη δυσκολεύεσαι ,οκ, πες μου
απλά, τι δουλεια κάνεις; είσαι παντρεμένη
με παιδιά..πες μου κάποια πράγματα για
σένα..ασε τα γραψίματα. Άλλη ώρα.
ΕΙΜΑΙ
ΧΩΡΙΣΜΕΝΗ ΜΕ ΚΟΡΗ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ Κ ΓΙΟ ΣΤΟ
ΛΥΚΕΙΟ ΟΜΑΔΑ ΑΙΜΑΤΟΣ Β ΘΕΤΙΚΟ ΥΨΟΣ 1.64
ΚΙΛΑ 63 ΚΑΣΤΑΝΗ ΜΕ ΜΕΓΑΛΑ ΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΧΕΙΛΗ
ΕΛΠΙΖΩ ΝΑ ΣΕ ΚΑΛΥΨΑ
..Και
ζεις;
ΖΩ ΕΙΜΑΙ ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΓΡΑΦΩ ΑΠΟ 7
ΧΡΟΝΩΝ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ Ο ΜΕΣΟΣ ΟΡΟΣ ΣΕ ΤΙΠΟΤΑ
ΜΟΥ ΣΠΑΣ ΤΑ ΝΕΥΡΑ
Καλά κάνω. Να υποθέσω
πως είσαι κοντα στα πενηνταπέντε;
ΟΧΙ
ΛΑΘΟΣ 65
Δεν θυμάμαι κανέναν μ αυτά
τα ελαττώματα να πήγε μπροστά.
ΈΧΕΙς
ΔΈΚΑ ΔΕΥΤΕΡΌΛΕΠΤΑ Ν ΑΠΑΝΤΉΣΕΙς ΣΟΥ ΕΙΠΑ
ΟΤΙ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΚΑΤΙ ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΑΠ ΤΗΝ ΑΡΧΗ
ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΔΕΝ ΞΑΝΑΜΙΛΑΜΕ ΕΧΕΙΣ ΠΕΝΤΕ
ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ ΓΙΑΤΙ ΜΟΥ
ΕΠΙΤΕΘΗΚΕΣ ΥΠΟΤΙΘΕΤΑΙ ΟΤΙ ΗΘΕΛΕΣ ΝΑ ΤΑ
ΛΕΜΕ ΑΝ Σ ΕΝΟΧΛΕΙ ΠΕΣΤΟ ΚΑΙ ΘΑ ΧΑΘΩ
Δεν
υπάρχει καμια επίθεση. Ο τρόπος είναι
έτσι, κοφτός όταν πρέπει. Μην διακιολογείσαι,
εγω δεν παραπονιέμαι για τίποτα.
ΠΕΣ
ΜΟΥ ΤΙ ΔΙΑΟΛΟ ΘΕΛΕΙΣ
Έχει
σημασία ποιο πρόσωπο απεικονίζει ένα έργο; αν είναι καλό ή κακό; δηλαδή
αν ζωγραφίζουμε έναν άγγελο ή μια κακίστρα; εμένα δε μ ενδιαφέρει ποιος
είναι, τι είναι και τα λοιπά..[κάποιοι από σας πιστεύεται πως ένας
"καθώς πρέπει" ζωγράφος δεν μπορεί να ζωγραφίζει ταυτόχρονα την Κατερίνα
Γώγου και τον Μητσοτάκη!] Ανόητη σκέψη γιατί μ αυτή την άποψη θα
ζωγραφίζαμε μόνο το καλό για τους πιστούς και μόνο το επαναστατικό για
τους κομμουνιστές. Εγώ θα υπερασπιστώ τη θέση μου, πρώτα
γιατί σαν επαγγελματίας δεν μπορώ και ούτε θέλω να απορρίψω κάποιον
επειδή είναι κακός και κάποια επειδή είναι άσχημη! [έτσι μου είπε μια
γνωστή, τι να φτιάξεις από μένα κι έμεινα άγαλμα]. Εν τω μεταξύ, αυτά τα
άτομα τύπου Μαρινάκη κλπ έχουν ζωγραφικά πολύ ιδιαίτερη σημασία σαν
μοντέλα και βγάζουν συναισθήματα για την πραγματική ζωή μας. [δείτε τα
μοντέλα και τα σώματα του Λούσιαν Φρόιντ και γενικά τις φιγούρες του και θα
καταλάβετε τι εννοώ] Σκέφτομαι και συγγραφικά όταν ζωγραφίζω γιατί, δε
θα γράφαμε ποτέ για τον Ρασκόλνικοφ, ποτέ για τον Ιάγο, για τον Ιούδα,
αν ακολουθήσουμε τις συμβουλές κάποιων υποστηρικτών της μιας μόνο
άποψης. Ένας ζωγράφος πρέπει να ξέρει τα πάντα κι ένας συγγραφέας όλα
όσα υπάρχουν και δεν υπάρχουν σ αυτόν τον κόσμο.
Πέρα
στο γρέκι του Βαγγέλη Κουφού ήτανε νύχτα
του Απρίλη με φεγγάρι ολόγιομο. Ο Βαγγέλης
κοιμόταν στην παράγκα, δίπλα στα πρόβατα,
παρέα με τον Μήτση Πλιάτσικα τον αδερφό
μου κι εγώ παραδίπλα, κουκουλωμένος με
μια βρώμικη κουβέρτα, οχτάχρονος πια,
καταλάβαινα ή νόμιζα πως άρχιζα να
καταλαβαίνω ότι γινόταν μέρα και νύχτα
σ αυτό τον κόσμο. Ο Μήτσης ήταν ήδη
δεκαεφτάχρονος και δούλευε μπιστικός
μαζί με τον χαζό στα πρόβατα κάποιου
που δε θυμάμαι τα όνομα του και με είχαν
πάρει μαζί τους να τους βοηθήσω. Το χτήμα
με τις στάνες ήταν του χαζού Βαγγέλη
που ροχάλιζε τώρα, ενώ εμένα δε με έπαιρνε
ο ύπνος., όταν ακούστηκαν ποδοβολητά
από πέντε-έξι άλογα, άγριες φωνές και
βλαστήμιες.
Οι καβαλάρηδες ξεπέζεψαν
μπροστά από την στάνη, εμείς πεταχτήκαμε
έξω. Ήταν ο Τηλέμαχος Καραδήμος με άλλους
από το σόι του. Εγώ στάθηκα λίγο παράμερα,
ο Βαγγέλης κοίταζε φοβισμένος, ο Μήτσης
μάλλον άφοβος.
-Δεν έκαμες καλά
Βαγγέλη, είπε γελαστός, περιπαιχτικά ο
Τηλέμαχος. Εσύ είσαι καλό παιδί, γιατί
πείραξες τα σύνορα μας;
Ο χαζός άνοιξε
τα μάτια του.
-Σουτ! μη μιλάς! Αγρίεψε.
Έλα, πάμε να τα ξαναβάλουμε στη θέση
τους κι άμα τα ξαναπειράξεις θα σε πάω
στο δικαστή, άκουσες! Και του ριξε μια
με την γκλίτσα στην πλάτη.
Ο Βαγγέλης
έκλαψε καθώς τον έσερναν να πάνε στα
σύνορα των χωραφιών.
Ο Μήτσης κι εγώ
ακολουθήσαμε. Φτάσαμε στα σύνορα, οι
άντρες του Τηλέμαχου ξερίζωσαν τους
φράχτες, γκρέμισαν τους τοίχους, έκοψαν
τα δέντρα με τσεκούρια, έβαλαν φωτιά,
όρισαν τα καινούργια σύνορα, αφήνοντας
στον Βαγγέλη μόνο την παράγκα και μια
στάλα χώμα. Φεύγοντας ο Τηλέμαχος πάνω
από το άλογο, έβγαλε από την τσέπη του
γιλέκου του μια λίρα. Την πέταξε ψηλά,
την ξανάπιασε στην παλάμη του κι ύστερα
την έριξε στα πόδια του Βαγγέλη.
-Πάρτην!
Για να ξέρεις πως εγώ είμαι τίμιος
άνθρωπος! Εντάξει;
Αυτός έσκυψε και
πήρε τη λίρα σκουπίζοντας τα μάτια του,
χαρούμενος.
-Ευχαριστώ! Ευχαριστώ!
Έλεγε συνέχεια.
Εγώ είχα πάει στην
εξώθυρα της στάνης ακουμπισμένος στον
πάσαλο της. Πέρασαν μπροστά μου οι
καβαλάρηδες και τελευταίος ο Τηλέμαχος
που σταμάτησε μπροστά μου και τα μάτια
μας συναντήθηκαν. Εγώ τα έσμιξα σκληρά
όπως θα συνήθιζα από τότε, αυτός προσπάθησε
ν αστειευτεί.
-Εσύ είσαι ο Κωστάκης
του Φώτη; Του κουμπάρου μου; [είχε βαφτίσει
τον Αχιλλέα.] Είσαι καλό παιδί εσύ,
φαίνεσαι, να, πάρε ένα τάλιρο για
σοκολάτες.
Πήρα από κάτω το τάλιρο
μαζί με χώμα και του το πέταξα στο
πρόσωπο. Ύστερα γύρισα κι έφυγα ατάραχος.
Αυτός έμεινε να με κοιτάζει απορημένος
χουφτώνοντας το κέρμα με το χώμα πάνω
στο καλοξυρισμένο του πρόσωπο.
Απόσπασμα από τη ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΌΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΉΣ
Τα
κοντινά πλάνα μιας ζωής που τείνει να ξεφύγει από την ηρωοποίηση και να
ξεπέσει στη χλεύη, που δεν προσπάθησε τουλάχιστον να καταλάβει ότι
φάγαμε μεγάλο μπουκέτο, ακόμη κι ότι μας κορόιδεψαν οι πιο έξυπνοι από
εμάς του πολυτεχνείου κι εμείς ούτε να κλάψουμε δεν μπορούμε γιατί
απατηθήκαμε και τώρα που το καταλαβαίνουμε, νιώθουμε σαν τη ζηλιάρα
σύζυγο, σαν τον ανόητο εραστή μιας γλαφυρής εποχής, επαναστάτες της
γλυκοπατάτας, περάσαμε τα πιο ωραία χρόνια μας, τόσο, μα τόσο γλυκά!
σαν όνειρο! σαν μια οξεία αστροπελέκι, τόσο ωραίο ήταν το παραμύθι που
μας βόλεψε, θα έρθω και στο ξεβόλεμα, καμιά αντίρρηση πως τώρα είμαστε
χειρότεροι, κι αν έρθει έστω ένας βλάκας να υποστηρίξει το αντίθετο θα
κάνω χαρακίρι στην πλατεία Αβάθης, όμως η πραγματικότητα είναι πιο
οικτρή, χείριστη των προηγουμένων αφού οι σημερινοί σύντροφοι ούτε στα
μάτια δεν μπορούν να κοιταχτούν, πόσο δε μάλλον ν αγκαλιαστούν και να
φιληθούν, τ αδέρφια, και οι γυναίκες τους, οι φίλοι, τα ξαδέρφια δεν
μπορούν να πιστέψουν πως τους χώρισαν σε 80 με 20 τοις εκατό, σε
βολεμένους και αβόλευτους σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους, το
τραγικότερο μέρος της κατάληξης ενός πολιτισμού, χωρίς ποτέ να καταλάβει
το 80 τοις εκατό πως έχει άδικο! δεν κερδίζει η πλειοψηφία ποτέ! μόνο
κάποιοι λίγοι έφτιαξαν το δικό μας πολυτεχνείο, μόνο κάποιοι λίγοι
θέλουν να μας σκοτώσουν όλους και, το δραματικό, το σημερινό, είναι αυτή
η απάτη της αρρώστιας του παγκόσμιου φόβου, της παγκόσμιας δικτατορίας
που θέλουν να επιβάλλουν πάλι κάποιοι λίγοι, αυτή είναι η δραματική
αλήθεια που ζούμε παραμονές μιας ηρωικής πράξης εμάς των ιδίων πριν από
λίγα χρόνια αλλά που μοιάζουν τεράστια μακρινά σύμφωνα με την εξέλιξη
που πήρε η σημερινή ζωή μας, και, ένα πράγμα απομένει στο κοντινό μας
πλάνο, αφού δεν έχουμε τη δύναμη ν αντισταθούμε στον καινούργιο όλεθρο
που ετοιμάζουν οι φωστήρες της παγκόσμιας καταστροφής, να μπορέσουμε
τουλάχιστον να τους πούμε κατάμουτρα: είστε οι χειρότεροι κάτοικοι αυτού
του πλανήτη, εσείς οι λίγοι που κυβερνάτε τους πολλούς κι εσείς οι
πολλοί που φοβάστε και πιστεύετε αυτούς τους λίγους.
Πολλά είδες, πολλά έμαθες, πολλά θα
πάθεις. Έτσι μου είπε
μια τσιγγάνα εν ευθέτω χρόνο πριν από καιρό, όταν ήμουν
πολύ νέος. Τότε δεν της έδωσα και πολύ σημασία. Αργότερα,
όποτε μου ερχόταν στο
νου η σκηνή με την όμορφη τσιγγάνα
να μου κρατάει το χέρι, να με κοιτάζει στα
μάτια,
στραφταλίζοντας τα δικά της, σκεφτόμουν πως αυτό μου θύμιζε
ρήσεις από
σοφούς. Ή στίχους ποιητών. Στίχους από τον όμηρο
όπως: «Πολλών δε ανθρώπων
οίδεν άστεα και νόον έγνω»,
ο πολύπαθος Οδυσσέας. Και μαζί μ αυτό, πάντα
σκεφτόμουν
γιατί οι άνθρωποι προσπαθούν να μαντέψουν το μέλλον [τους].
Ανέκαθεν
συνάρπαζε το γεγονός της μαντείας, να μάθουν τι
πρόκειται να τους συμβεί αν
είναι δυνατόν με την
παραμικρότερη λεπτομέρεια. Εμένα αυτό μου φαίνεται,
νοσηρό,
ανόητο, ανιαρό. Συνάμα αφόρητα τραγικό. Τι νόημα έχει να
ξέρεις πως θα
ζήσεις; Πως θα πεθάνεις; Αν δηλαδή πεθάνεις
άρρωστος με αφόρητους πόνους από
αρρώστεια ή το παιδί σου
θα σκοτωθεί σε αυτοκινητικό και άλλες τέτοιες παρόλες;
Οι αρχαίοι λαοί, όλοι ανεξαιρέτως είχαν τους μάντεις, που
δυστυχώς έπρεπε να
προβλέπουν και τα καλά και τα κακά και
τότε αλίμονο τους! Φανταστείτε την
Κασσάνδρα με αυτή την
απίστευτη τιμωρία των θεών να προμαντεύει μόνον τα κακά!
Σήμερα έχουμε τα μέντιουμ, τις χαρτορίχτρες, χίλιες δυο
παραλλαγές αυτής της
ανοησίας. Ανθούν, κοροϊδεύουν,
κοροϊδεύονται, προβλέπουν στα άστρα την μοίρα;
Την τύχη των ανθρώπων. Κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατο, είπαν οι
αρχαίοι
σοφοί. Ρήση με την έννοια στραμμένη στην επιστήμη,
στη ζωή όπως είναι στη ζωή
χωρίς δεισιδαιμονίες και αερικά. Τελειώνοντας με τους κάθε λογής μάγους, θα πω
πως, αυτοί
αιώνια προσπαθούν να φοβίσουν τον απλό ανθρωπάκο γιατί
έτσι θα είναι
πιο εύκολο το έργο τους αλλά και το έργο μιας
ανεκτικής κοινωνίας. Μιας
κοινωνίας στηριγμένης στο μαγικό
κόσμο του Χάρι Πότερ, στον μάγο του Οζ.
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Στεκόταν
κάμποση
ώρα
εκεί,
στη
μέση
του
δρόμου,
αναποφάσιστη.
Δεν
ήξερε
τι
έπρεπε
να
κάνει.
Να
κλάψει
ή
να
μισήσει
τον
εαυτό
της.
Σήκωσε
το
άσπρο
χέρι
το
έβαλε
ανάμεσα
στα
κατάμαυρα
μαλλιά
της.
Μαλλιά
απαλά
χαϊδεμένα
απ
τη
μάνα
της.
Χρόνια
την
θυμάται
από
παιδί
να
την
αγγίζει
και
να
της
ψέλνει
την
αξία
μιας
τίμιας
ζωής.
Ήταν
ποτέ
τίμια
η
ζωή;
Η
Νέλλη
Στερνίου
δεν
είχε
πάρει
ποτέ
μια
οριστική
απάντηση
σ
αυτό
το
ερώτημα,
αν
και
έγερνε
προς
την
αρνητική
θέση.
Όχι,
δεν
ήταν
τίμια
αυτή
η
ζωή.
Μπήκε
την
τελευταία
στιγμή,
κυριολεκτικά
το
σίδερο
του
έγδαρε
τον
ώμο
αλλά
πρόλαβε.
Πρόλαβε
το
τρένο
για
την
Κηφισιά.
Ιδρωμένος,
έψαξε
για
μια
θέση
μέρα
μεσημέρι.
Τη
βρήκε,
βολεύτηκε,
κοίταξε
γύρω
του,
λίγος
κόσμος,
λίγοι
άνθρωποι
αλλά
και
πολύς
να
ήταν
δεν
τον
ένοιαζε,
ότι
έψαχνε
να
βρει
στη
ζωή
του
είχε
πάει
στράφι.
Όχι
δεν
ήταν
απελπισμένος
ο
Παύλος
Δεμίρης,
φωτορεπόρτερ
το
επάγγελμα,
πάντα
κουβαλούσε
μια
φωτογραφική
μηχανή
στον
ώμο
του,
είχε
αποκρυσταλλωμένες
απόψεις.
Δε
θα
γινόταν
αυτός
έρμαιο
των
πιθανοτήτων.
Κουβαλούσε
την
ισχυρή
θέληση,
μια
από
αυτές,
πως
έπρεπε
να
βρει
τη
σωστή,
μια
αληθινή
γυναίκα
να
την
κάνει
σύντροφο
του.
Όχι
μεσοβέζικες
καταστάσεις
σαν
αυτές
που
είχε
κάνει
μέχρι
τότε
στη
ζωή
του,
γιατί
στα
τριανταπέντε
σου
χρόνια
δεν
δικαιούσαι
να
κάνεις
κι
άλλες
βλακείες.
Έτσι
έλεγε
στον
εαυτό
του
και
στους
φίλους
που
τον
παρότρυναν
να
κάνει
μια
σχέση.
Σχέση,
άλλη
μανιώδης
λέξη
αυτή.
Τι
θα
πει
σχέση;
Κι
έτσι
έμενε
μόνος
του
καιρό
τώρα,
ίσως
δυο
χρόνια.
-Δυο
χρόνια!
Είναι
πολύς
καιρός,
του
είπε
ο
απέναντι.
Δυο
χρόνια
χωρίς
γυναίκα;
απόρεσε.
Πως
γίνεται
αυτό;
-Άλλοι
έχουν
μείνει
και
δέκα
χρόνια,
του
ανταπάντησε.
-Εγώ
θα
βρω
αυτό
που
θέλω!
φώναξε
ο
Παύλος.
Ούρλιαξε.
Όσοι
τον
άκουσαν
θορυβήθηκαν.
Δεν
περίμεναν
να
ήταν
τόσο
τρελός.
Να
ψάχνει
μέσα
στον
ανόητο
κόσμο
να
βρει
τη
μοναδική,
την
τέλεια
γυναίκα
για
να
την
κάνει
σύντροφο
του
ή
αλλιώς
θα
έμενε
μόνος
μια
ζωή.
Ωστόσο
το
τρένο
έτρεχε,
πλησίαζε
στο
τέρμα,
εκεί
στην
Κηφισιά
όπου
έπρεπε
να
πάρει
μερικά
πλάνα
για
τις
ανάγκες
της
δουλειάς
του.
Ήταν
για
ένα
άρθρο
του
Κυριακάτικου
φύλλου
περί
την
μπουρζουαζία
κι
αυτός
έπρεπε
θα
φωτογράφιζε
μερικά
από
τα
σπίτια
των
πλουσίων.
Ήταν
θεόμουρλος
κι
αυτός
και
ο
αρχισυντάκτης
αλλά
τι
τον
ένοιαζε;
Του
άρεσε
η
δουλειά
του
αλλά
μέχρι
εκεί.
Δε
θα
γινόταν
ποτέ
σκλάβος
κανενός
πράγματος,
κανενός
ανθρώπου,
κανενός
θεού.
Σκλάβος.
Απίστευτη
λέξη.
Απίστευτη
η
ουσία
της.
Τι
σημαίνει
να
είσαι
σκλάβος;
Δούλος;
Όλοι
είμαστε
σκλάβοι!
κατέληξε
σε
μια
συμφωνία
με
τον
εαυτό
του.
Σκλάβοι
των
ουσιών.
Του
αλκοόλ,
της
ηρωίνης,
του
κορμιού.
Η
Νέλλη
τα
είχε
όλα.
Όλα
αυτά,
ίσως
και
άλλα.
Συνοφρυωμένος
κατέβηκε
στα
λουλούδια
της
Κηφισιάς.
Τα
κοίταξε
και
τότε
την
είδε.
Τον
είδε
κι
αυτή
κατεβάζοντας
επιτέλους
το
χέρι
από
τα
μαύρα
μαλλιά
της.
Η
αινιγματική
Νέλλη
τρεμόπαιξε
τα
δικά
της
λουλουδένια
μάτια,
δεν
τα
κατέβασε,
της
άρεσε
να
τον
ψάξει
βαθειά.
Πως
κοιτάμε
καμιά
φορά
με
το
παιχνιδιάρικο
ύφος
να
τριβελίζει
μέσα
στο
φως
του
άλλου;
Πως
αγαπάμε
από
την
πρώτη
στιγμή
αυτό
το
βλέμμα
που
κάτι
ζητάει,
κάτι
αγαπάει,
κάτι
θέλει
και
δεν
το
γνωρίζουμε
γιατί
γίνεται;
Φαίνεται
να
ήταν
αυτή
ή
τουλάχιστον
της
έμοιαζε.
-Πάμε
κάπου;
πρότεινε
κι
η
Νέλλη
έγνεψε
ναι.
-Ναι,
γιατί
όχι;
Και
συμφώνησαν.
Κάθισαν
στο
πουθενά,
στο
κάπου.
Έψαξαν
ο
εις
τον
άλλον.
Η
άλλη
αυτόν,
κοιτάχτηκαν
ώρες
στα
μάτια,
αυτός
την
ήθελε
πιο
πολύ,
εκείνη
δεν
καιγόταν
ενώ
το
τραγούδι
έλεγε
ποιος
έχει
λόγο
στην
αγάπη.
Φίλιππος
Πλιάτσικας
ή
κάτι
τέτοιος.
Η
Νέλλη
αρνήθηκε
πεισματικά
να
γίνει
ταίρι
του
ίσως
πάνω
από
δυο
χρόνια.
Έπαιζε,
ήθελε,
κάτι
δεν
της
πήγαινε
κι
ο
Παύλος
απόκαμε.
Όταν
βρήκε
αυτό
που
ήθελε
εκείνο
δεν
τον
ήθελε.
Όχι
ακριβώς
αλλά
γιατί;
Που
ήταν
η
τραγωδία;
ποιος
σκότωσε
τον
Οιδίποδα;
ηλίθια
ερώτηση
αλλά
πάει.
Πηγαίνει.
Πολλές
φορές
το
βλέμμα
της
ήταν
απλανές,
έμοιαζε
με
εκείνο
των
ανθρώπων
που
παίρνουν
ουσίες
κι
Παύλος
σιχαινόταν
αυτά
τα
πράγματα.
Λες;
αναρωτιόταν
και
δεν
ήθελε
να
το
πιστέψει
αλλά
πιστεύεις
δεν
πιστεύεις
εσύ,
τα
πράγματα
έχουν
την
δική
τους
σειρά,
έξω
από
τις
βουλές
σου.
-Και
την
έχασες;
Άκουσε
για
πολλοστή
φορά
τον
φίλο
του
τον
Βαγγέλη
να
τον
ρωτά.
Αυτός
σκυθρώπιασε.
Ηλίθιος
κι
αυτός
ο
Βαγγέλης.
Σκυθρώπιασε.
Τι
σκατολέξη
ήταν
αυτή;
Ίσως
να
είχαν
περάσει
δυο
χρόνια
ακόμα
από
τότε
και
θα
ήταν
απαράδεχτο
να
μην
είχε
βρει
μια
άλλη
να
του
αρέσει
-Ξέρεις,
έχασα
την
εμπιστοσύνη
μου
στους
ανθρώπους
εξ
αιτίας
της,
του
απάντησε
κι
ο
Βαγγέλης
έμεινε
να
τον
κοιτάζει
με
ανοιχτό
το
στόμα.
Ανοιχτό.
Μηδέν
ολοστρόγγυλο.
Γιατί
τι
άλλο
μπορούσε
να
κάνει;
Σιγά
που
χάθηκε
ο
κόσμος
για
μια
Νέλλη!
Έλα
όμως
που
χάνεται
ο
κόσμος
για
μια
Νέλλη
... λιγοστεύει
επικίνδυνα
η
οθόνη,
μικραίνουν
οι
απαντήσεις,
οι
λύσεις
... και
τότε;
Μια
εικόνα
του
κόσμου
μας
είναι
τα
σπίτια.
Τα
σπίτια
που
συχνάζουν
άντρες
για
να
δουν
ή
να
κάνουν
κάτι
με
ότι
υπάρχει
εκεί
μέσα.
Μια
τσατσά,
μια
πουτάνα,
ένας
ταβατζής.
[Το
αίμα
να
κυλάει
στην
άσφαλτο,
γιατί
με
πας
αλλού;
γιατί
πας
με
άλλον;
Έτσι
σου
αρέσει;]
Ο
Παύλος
Δεμίρης
άρχισε
αυτές
τις
επισκέψεις
από
τότε
που
έβγαλε
οριστικό
συμπέρασμα
πως
δεν
υπάρχει
η
τέλεια
γυναίκα
που
έψαχνε.
Κι
έτσι
αυτός
ο
ευκαιριακός
έρωτας
με
ξένα
κορμιά,
απλά
κορμιά
στο
σκοτάδι
ή
στο
ημίφως,
αγκαλιές
που
δεν
χρειάζονται
φιλιά,
αν
σε
φιλήσει
μια
πόρνη
στα
χείλη
θα
πει
πως
σ
αγαπά
κι
αν
σ
αγαπήσει
μια
πουτάνα
θα
είσαι
σπάνιος
άντρας
κι
έτσι,
όταν
κατέβηκε
τα
δυο
ή
τρία
σκαλιά
του
σπιτιού,
κάθισε
στο
σαλονάκι
μαζί
με
άλλους
και
περίμενε
όπως
ανάγγειλε
η
τσατσά
πως
θα
εμφανιζόταν
το
κορίτσι.
Η
κοπέλα
μας.
Πίσω
απ
την
κουρτίνα
παραμόνευε
ο
ταβατζής,
η
δόση,
τα
ναρκωτικά,
το
σώμα
που
δεν
καταλαβαίνει,
το
μυαλό
που
είναι
αόριστο,
ο
μύθος
πως
χρειαζόμαστε
ένα
αιδοίο,
ένα
καυλί
κι
όταν
επιτέλους
βγήκε
στη
σκηνή
το
κορίτσι,
η
Νέλλη
Στερνίου,
δεν
έγινε
κανένας
σεισμός,
ούτε
έπεσαν
κάποια
σπίτια,
απλά
το
μετέωρο
βλέμμα,
η
γρήγορη
κίνηση
του
Παύλου
να
φύγει,
να
φύγει,
να
πάει
κάπου
μακριά
για
να
μη
τη
σκοτώσει,
αυτή
ήταν
η
πρόωρη
πρώτη
σκέψη
του
και
όλα
τα
γιατί
γένηκαν
πελώρια
στην
ψυχή
του,
η
Νέλλη
τον
ακολούθησε
στο
δρόμο,
στην
άσφαλτο,
να
του
εξηγήσει
ήθελε,
δεν
έφταιγε
αυτή,
τα
ναρκωτικά,
η
δόση,
τα
εύκολα
λεφτά,
η
φτώχεια,
ω!
δεν
μπορούσε,
δεν
την
άντεχε
τη
φτώχεια.
Ο Παύλος Δεμίρης στάθηκε αναποφάσιστος στη μέση του δρόμου, πέρασε το χέρι του ανάμεσα στα μαύρα μαλλιά του. Μαύρα. Κατάμαυρα.
Αν άκουγα αυτούς που με συμβούλευαν θα είχα βουλιάξει περισσότερο απ ότι έχω βουλιάξει, κάνοντας του κεφαλιού μου. Δέκα και είκοσι ώρα για μ...