Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2022

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΆΡΧΗς ΛΙΑΠΚΙΝ

 

 


Βγήκα στο δρόμο, τίποτα σπουδαίο δεν είχα στο μυαλό μου.
Ψιλόβροχο, κρύο να ξυρίζει την ψυχή. Που να πήγαινα; δεν
είχα κανέναν προορισμό- μα και ποιος είναι ο προορισμός του
ανθρώπου; Στη δεξιά μασχάλη μου κρατούσα τον Συνταγμα-
τάρχη Λιάπκιν, του Μιχάλη Καραγάτση. Το ξαναδιάβαζα μετα
απο χρόνια πάλι και σκέφτηκα πόσο διαφορετικό είναι τώρα το
διάβασμα. Σαν παιδί με τραβούσε η περιπέτεια των ηρώων
περισσότερο, να δω τι θα γίνει, να φτάσω στο τέλος. Τώρα δε με ενδιαφέρει αυτό, μελετάω σελίδες, αποσπάσματα, εξετάζω τη
γλώσσα, ξεκρίνω τη φιλοσοφία του συγγραφέα,
 κρατάω
σημειώσεις-πάντα το έκανα αυτό- τα βιβλία που δεν έχουν
σημειώσεις μένουν αδιάβαστα. Άνοιξα την ομπρέλα μου, να
προφυλάξω τον Καραγάτση περισσότερο, κατέβαινα την
Καλλιδρομίου προς την λεωφόρο Αλεξάνδρας. Δε βιαζόμουν,
πήγαινα αργά, άνοιξα το βιβλίο στη μέση του δρόμου. "Το φως σκορπίστηκε παντού, η γη τίναζε πάνωθε της τις μολυσμένες
πνοές της νύχτας και ξυπνούσε απλή, λιτή, αγνή, ενάρετη και
τίμια γόνιμη. Πάνω από τις στέγες της Φιλιππούπολης ανέβαιναν
καπνοί σταχτογάλανοι, τα λελέκια κροτάλιζαν τα μακριά τους
ράμφη."
  Διάβασα μια -δυο τυχαίες φράσεις, κοίταξε, λέω τι
περιγραφές έκανε. Το κλεισα να προχωρήσω γιατί ένα αυτοκίνητο κορνάριζε, κάποιος βιαστικός- με το δίκιο του ο άνθρωπος, δεν
διαβάζει στη μέση του δρόμου ο κόσμος- και οι λίγοι περαστικοί
είδαν αστείο το γεγονός. Δεν έδωσα άλλη σημασία, συνέχισα το
δρόμο μου και βρήκα προορισμό στο τέρμα της Καλλιδρομίου,
σε ένα παλιό καφενείο. Χώθηκα εκεί, κάθισα σε ένα τραπέζι.
 
Ψυχή δεν είχε μέσα. Περίμενα κάποιος να εμφανιστεί, άναψα το
τσιγάρο μου, πέρασαν τρία-πέντε λεπτά. Τίποτα, κανείς. Χτύπησα παλαμάκια, κοίταξα στο βάθος, μπα, λέω θα έχει πάει καμιά
εξωτερική παραγγελία, ο καφετζής. Το τσιγάρο τελείωνε, άναψα
δεύτερο και ξανασκέφτηκα πως δεν είχα προορισμό σ αυτή τη ζωή.
Και εξάλλου, άμα είχα γίνει γιατρός και γιάτρευα τις πληγές των
ανθρώπων ή των ζώων και των φυτών, κάτι πήγαινε κι ερχόταν.
Ή παπάς που μου λεγε μικρόν η μάνα μου, να τους ξομολογάω
και τέλος πάντων, κάποιο ωφέλιμο επάγγελμα. Κι έτσι
ανεπάγγελτος που γράφει η ταυτότητα μου, τι να κανα;
Ξαναχτύπησα παλαμάκια κι αντήχησαν πολλά στο άδειο καφενείο. Σηκώθηκα, πήγα στο βάθος, δε φώναξα-κατάλαβα πως δεν υπήρχε
κανείς. Είδα το βαρέλι με το κρασί, άνοιξα τη βρύση, έβαλα ένα
μσόκιλο. Πήγα στο τραπέζι μου, γέμιζα το ποτηράκι και το έπινα.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΑ ΣΊΔΕΡΑ ΝΑ ΜΙΛΟΥΝ

    Να γράψω κάτι, βέβαια όχι αναγκαστικά αλλά ούτε επίτηδες. Τίποτε δεν με εκπλήσσει πια, τα περιμένω όλα, ακόμα κι αυτό ότι μεγάλωσα. Στην...