Πέμπτη 16 Μαρτίου 2023

ΟΙ ΜΕΓΆΛΕΣ ΚΥΡΊΕς ΤΗς ΤΈΧΝΗΣ

 


ΜΕΓΑΛΕΣ ΚΥΡΙΕΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ



Ο Μάρτιος δεν ήταν ποτέ από τους καλούς του μήνες. Τίποτε δεν του πήγαινε καλά, όλα στραβά κι ανάποδα. Από τα συναισθηματικά, τα οικονομικά, ακόμα και οικογενειακά.
Κανέναν Μάρτη δεν θυμόταν να χαιρόταν. Η μουντάδα που απέπνεε η φύση, το τσαλάκωνε, τον γέμιζε απελπισία.
Σάββατο μεσημέρι, είχε σχολάσει από την δουλειά και καθόταν εκεί στο μικρό γραφείο, μέσα στο ξυλουργείο του και το παρατηρούσε έτσι που ήταν πεντακάθαρο, δείγμα ότι δεν είχε δουλειές. Και την Δευτέρα, είχε να καλύψει μια επιταγή δέκα χιλιάδων ευρώ. Δέκα χιλιάδες ευρώ, ήταν πολλά λεφτά για εκείνες τις πενιχρές μέρες.
Όταν μπήκε στην γκαλερί έργων τέχνης, ένιωθε λιγάκι ψαρωμένος. Το μεσημέρι δεν είχε κοιμηθεί από την ανησυχία του κι έβλεπε συνέχεια τηλεόραση. Από Ελληνική ταινία του παλιού, καλού κινηματογράφου, μέχρι ποδόσφαιρο που δεν το ανεχόταν. Σπάνια ή σχεδόν καθόλου έβλεπε αθλητικές εκπομπές και μάλιστα ποδόσφαιρο.
Αργότερα είχε πάρει την εφημερίδα και την ξεκοκάλισε, ώσπου έπεσε το μάτι του στις εκθέσεις που εγκαινιάζονταν εκείνη την μέρα. Δεν πήγαινε σε εκθέσεις αλλά, καμιά φορά, που δεν είχε τι να κάνει, όπως απόψε, το αποφάσισε.
Διάλεξε μια, που αναφερόταν σε τοπία και νεκρές φύσεις. Φιλότεχνος ακριβώς δεν ήταν αλλά ούτε και τον άφηναν αδιάφορο μερικά πράγματα γύρω από τις τέχνες. Για παράδειγμα, η γλυπτική του άρεσε περισσότερο. Ίσως γιατί, είχε κάποια σχέση με το επάγγελμα του. Ο ίδιος είχε φτιάξει μερικά ξυλόγλυπτα, που τα επιδείκνυε στους φίλους με κάποια δόση αυταρέσκειας.
Η ζωγραφική και ιδιαίτερα η αφηρημένη, ο Πικάσο και οι ομότεχνοι του, δεν του έλεγαν τίποτε. Προτιμούσε τα κλασσικά έργα. Τοπία, προσωπογραφίες, σκηνές από την φυσική ζωή του ανθρώπου. Τέτοια έργα παρουσίαζε και η έκθεση που είχε διαλέξει να πάει. Και τώρα, μ’ έναν κατάλογο στο χέρι κι ένα ποτήρι κρασί στο άλλο τα μελετούσε ή έκανε πως τα μελετούσε.
Εξ επίτηδες είχε αργήσει να πάει, έτσι που να σπάσει το μεγάλο κοινό-ποτέ δεν του άρεσε η πολυκοσμία, ο συνωστισμός. Είχε μια μικρή δόση αγοραφοβίας.
Πράγματι έτσι συνέβαινε. Λίγος κόσμος κυκλοφορούσε τώρα εκεί. Ο ζωγράφος, ένας ωραίος τύπος με κοτσίδα και μικρά σοφιστικέ γυαλιά μυωπίας, εξηγούσε σε κάποια κυρία, έναν από τους πίνακες του. Αυτός, με την άκρη του ματιού του πρόσεξε καλύτερα την κυρία. Θα ήταν μεταξύ σαράντα πέντε και πενήντα, Πιο πολύ, προς τα πενήντα φαινόταν αλλά κρατιόταν καλά. Μελαχρινή, ψηλόπυγη, γυμνασμένη. Σαν να αντιλήφτηκε το βλέμμα του, γύρισε και του έριξε μια ανάλογη ματιά. Αυτός, της έκλεισε το μάτι και ούτε που κατάλαβε γιατί το έκανε. Εκείνη, ταρακουνήθηκε που την πρόσεξε ένας νεαρός. Αυτός ήταν τριάντα δυο χρονών και φυσικά για κείνη ήταν νεαρός.
Σε λίγο παράτησε τον ζωγράφο και πήγε κοντά του.
-Γεια σου, του είπε χαμογελαστά, δίνοντας το χέρι και κοιτώντας τον στα μάτια ζεστά.
-Γεια σου, της απάντησε, ενώ παρατηρούσε πως στα χέρια της, που ήταν ρυτιδιασμένα, όπως και ο λαιμός, φαινόταν η ηλικία της.
Ήταν σίγουρα πενηντάρα αλλά δεν τον ενόχλησε. Κάπου στο ασυνείδητο, σκεφτόταν να είχε κάποτε μια τέτοια εμπειρία.
Αφού έκαναν ξανά τον κύκλο των έργων, μιλούσαν και γνωριζόντουσαν. Η Μάρυ, έτσι του είπε πως την έλεγαν, έμοιαζε να ξέρει πολλά γύρω από την τέχνη. Ο άντρας της που ήτανε γλύπτης αλλά τώρα είχε πεθάνει προ πολλού, την είχε μυήσει στα μυστικά σκαλοπάτια των τεχνών.
- Εγώ δεν ξέρω σχεδόν τίποτε.
-Δεν πειράζει αγόρι μου, ξέρεις άλλα εσύ. Πίνουμε ένα κρασί ακόμα;
Της έγνεψε ναι και κατευθύνθηκαν στο μπαρ της γκαλερί. Κάθισαν και πίνοντας μίλησαν για διάφορα. Η Μάρυ ήταν αριστοκράτισσα. Ξεχώριζε, όπως ξεχωρίζουν αυτές οι γυναίκες μέσα στο πλήθος. Από το ακριβό, εξεζητημένο ντύσιμο, μέχρι το περπάτημα, την ομιλία, τον τρόπο συμπεριφοράς. Αυτός έμοιαζε λιγάκι βλάχος μπροστά της και ντράπηκε.
-Δεν πειράζει, του είπε μισοκοροιδευτικά μια και μιλούσαν για την καταγωγή του.
Αυτό θα το έλεγε συχνά σε όλες τους τις συναντήσεις, έτσι, που, στο τέλος θα καταντούσε να τον χτυπάει στα νεύρα. Προς το παρόν, το διασκέδαζε και περίμενε με κάποιο είδος αγωνίας, πως θα εξελίσσονταν η βραδιά.
-Πάμε για φαγητό; Του πρότεινε. Εγώ κερνάω.
Δεν το δέχτηκε πάρ’ ότι τα οικονομικά του ήταν χάλια, πλήρωσε τον λογαριασμό όπως κάνουν όλοι οι τζέντλεμαν. Την Μάρυ, είχε προλάβει να σκεφτεί, την προόριζε να πληρώσει πολύ μεγαλύτερους λογαριασμούς.

Το σπίτι της, βρισκόταν κάπου στην Κηφισιά, είπαμε ήταν αριστοκράτισσα Και οι αριστοκράτες, κάπου εκεί έμεναν. Μεταξύ Κηφισιάς και Εκάλης. Άιντε κάτι ξεπεσμένοι να κατοικούσαν ακόμα στο Κολωνάκι, χλεύασε.
Πήγαν κατευθείαν στην κρεβατοκάμαρα. Τον παρέσυρε, δηλαδή, γιατί δεν είχα καμιά διάθεση να την ρίξει στο πάτωμα. Αλλά η Μάρυ τον έφτιαξε. Του έδειξε τα κάλλη της, του γύρισε ένα πραγματικά ωραίο βουνό. Την πήρε βάναυσα, έως χυδαία και δεν ήξερε γιατί το έκανε έτσι. Μια- δύο, τρεις φορές, ώσπου αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά της.

Η Μάρυ διατηρούσε ένα εργαστήρι ζωγραφικής, στην μνήμη του συχωρεμένου άντρα της. Εκεί πέρασε τις περισσότερες από τις επόμενες μέρες του. Τα βράδια, κοιμόταν άλλοτε στο σπίτι της κι άλλοτε στο δικό του. Αλλά στο εργαστήρι του άρεσε περισσότερο. Όταν έλειπε η Μάρυ, είχε παρέα τους μαθητές και τις μαθήτριες του εργαστηρίου. Οι μαθήτριες μάλιστα,τον κοιτούσαν περίεργα, κρυφογελώντας.
Στην αρχή δεν είχε καταλάβει το γιατί. Αργότερα που πήρε μυρωδιά ότι το έκαναν επειδή η Μάρυ έφερνε κατά καιρούς τους εραστές της εκεί και τους επιδείκνυε, ένιωσε λίγο άσχημα. Ώστε είχε γίνει ζιγκολό!
-Ζιγκολό της πλάκας είστε όλοι αγόρι μου! Γελούσε η Μάρυ. Της πλάκας!
Δεν τον ένοιαζε και πολύ ο τίτλος, ούτε αν ήταν ζιγκολό της πλάκας αλλά τι να έκανε; Ήταν η ακάλυπτη επιταγή στη μέση, για την οποία είχε πάρει μια μικρή διορία, ήταν οι δουλειές που τις είχε παρατήσει για να ρίχνει στο πάτωμα την Μάρυ.

Μια μέρα, μετά από ένα κουρασμένο γι’ αυτόν πέσιμο από πάνω της-εκείνη πάντα το απολάμβανε- της ζήτησε να το εξυπηρετήσει με ένα δάνειο. Τον διαβεβαίωσε πως θα γίνει.
-Ότι θέλει ο «Απόλλων»!
Έτσι τον αποκαλούσε τώρα και τον επιδείκνυε στους φίλους της. Ο Απόλλων, τον σύστηνε και γελούσε Σιβυλλικά. Κι αυτός έκανε Σισύφεια υπομονή, ακολουθώντας την παντού. Στα θέατρα, στις συναυλίες, ακόμα και στην Λυρική όπου σκυλοβαρέθηκε αλλά τι να έκανε; Χρειαζόταν τα λεφτά για να βγει από το αδιέξοδο και η Μάρυ ήταν η μοναδική του σωτηρία. Μερικά πράγματα, επειδή τα ζούσε για πρώτη φορά- ίσως και μοναδική-του άρεσαν. Έτρωγαν στα ακριβότερα εστιατόρια, ντυνόταν τα ακριβότερα ρούχα που φυσικά του τα αγόραζε η Μάρυ,έπεφταν στο δάπεδο, περνούσαν και καλά.
Γενικά, έκανε ότι ήθελε. Σχεδόν μια ονειρεμένη ζωή. Τι άλλο να ζητούσε;
-Όνειρο είναι η ζωή αγόρι μου.Ένα όνειρο. Ζήσε την όσο μπορείς. Μην σκέφτεσαι, του έλεγε συχνά. Άλλοι φροντίζουν για σένα.
Αυτός μισόκλεινε τα μάτια στον ήλιο και σκεφτόταν πως είχε παρεκκλίνει. Πως το είχε παρακάνει.
Έβλεπε πως αυτή η ιστορία θα τελείωνε σύντομα. Το ένιωθε. Γι αυτό προσπαθούσε να της πάρει τα λεφτά και να την κάνει. Ύστερα, θα έβλεπε τι θα έκανε.
-Δέκα χιλιάδες ευρώ; έκανε η Μάρυ. Δεν είναι και λίγα. Τι λες εσύ; Λίγα είναι; Του υπενθύμιζε συχνά.
Αυτός στραβομουτσούνιαζε. Όχι άγαρμπα αλλά στωικά.
-Καλά, μην κάνεις έτσι τον αναπτέρωνε. Αύριο- μεθαύριο θα πάω στην τράπεζα, δεν έχω τόσα μετρητά επάνω μου.
Να σπαταλάει για την διασκέδαση τους, για ρούχα, για οτιδήποτε άλλο, δεν της κακοφαινόταν. Μόλις όμως της μιλούσε για δανεικά, άλλαζε κουβέντα. Κουμπωνόταν.
Αλλά, μια μέρα, αυτός νευρίασε.
-Με κοροϊδεύεις! Της είπε απερίφραστα. Γιατί δεν μου λες την αλήθεια; Πες καλύτερα, ότι δεν θέλεις ή ότι δεν μπορείς.
Και την έριξε στο φιλότιμο.
-Εντάξει, του είπε. Έλα το απόγευμα στο εργαστήρι να σου τα δώσω.

Το απόγευμα πήγε στην Κηφισιά, μ’ ένα συναίσθημα ευεξίας.Παρκάρισε χαρούμενος την ασκόνα έξω από το εργαστήρι της Μάρυ, ανέβηκε τα λίγα σκαλιά, άνετος, σίγουρος για τον εαυτό του και δεν ενοχλήθηκε από τα ειρωνικά κρυφόγελα των μαθητριών. Τι σημασία είχαν τώρα αυτά;
Μπήκε κατευθείαν στο γραφείο της, παραξενεμένος που βρήκε την πόρτα ανοιχτή. Κοίταξε γύρω, εξεταστικά. Πουθενά η Μάρυ. Άναψε τσιγάρο και περίμενε βηματίζοντας. Ύστερα, το μάτι του πήρε το γράμμα πάνω στο γραφείο. Δίπλα, ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο. Έπιασε πρώτα το τριαντάφυλλο και το μύρισε. Μετά, διάβασε το γράμμα αμήχανος.
«Αγόρι μου. Ορισμένα πράγματα, δεν είναι αυτά που φαίνονται. Έτσι κι εγώ, δεν είμαι αυτή που νομίζεις. Η πλούσια αριστοκράτισσα. Δεν υπάρχει μία.
Άρα, μπορείς να φύγεις, να συνεχίσεις το όνειρό σου.
Έτσι δεν λέγαμε; Πως η ζωή είναι ένα όνειρο; Είσαι λοιπόν, ελεύθερος, να διαλέξεις τον επόμενο θάνατο σου.»

ΤΕΛΟΣ









 

Δευτέρα 13 Μαρτίου 2023

ΤΟ ΠΡΆΣΙΝΟ ΜΉΛΟ

 


έντιμος ακριβώς δεν είμαι με την κυριολεξία της λεξης. Ας πούμε θα μπορούσα αίφνης να κλέψω μια τράπεζα-ποτέ έναν φτωχό, όμως η "ανομία" παραμένει απέναντι σε ένα σύστημα αξιών. Το ίδιο είναι και με τα πιστεύω των άλλων. Δεν μπόρεσα ποτέ να πείσω ένα μουσουλμάνο, ένα χριστιανό πως αυτό που του κάρφωσαν στο μυαλό, είναι ψέμμα!
Δεν έχω δει λογιστή να μοιάζει με ζωγράφο. Έχω δει ζωγράφο να μοιάζει με λογιστή. Δεν είναι το ίδιο όσο κι αν νομίζετε το αντίθετο. Οι ζωγράφοι που μοιάζουν με λογιστές δεν είναι ζωγράφοι. Είναι αρτηριοσκληρωμένοι μπακάληδες που έτυχε να σχεδιάζουν βαρκούλες ν αρμενίζουνε και προσθαφαιρούν τα κέρδη τους.
Από τη μια σκέφτομαι να δίνω στα πουλιά να τρώνε κι απ την άλλη, τα πουλιά, λέω, βρίσκουν να τρώνε μόνα τους. [μελαγχολικός ειδήμων.]
Απορρίπτω γενικά όλες τις αναβολές. Όλες τις ανασφάλειες. Τους μύθους περί ηθικών αξιών-αν κι εδώ θα υπάρχουν ενστάσεις. Τι σεξουαλικές ιδιαιτερότητες των ομοφόβων γυναικών τε και αντρών αν υπάρχουσι εισέτι. Απορρίπτω γενικά τον κόσμο μας: τόσο απλά στον κάλαθο. [Ξέρετε κατά βάση δεν απορρίπτουμε τίποτε αφού αυτό δε σβήνει ποτέ! είναι απίστευτη η μνήμη του εγκεφάλου και του υπολογιστή μας.]
όμως εγώ φιλαράκο δεν είμαι έτσι! Δεν έγινα εγω τσιφλίκι του κάθε κερατά! Εγώ είμαι λεύτερος να πετάξω όπου θέλω!
Ακόμα και στην αναρχία υπάρχει ένα σχέδιο.
Εγώ δεν έχω σχέδιο απόδρασης από έναν κόσμο ηλιθίων.
Δείξε ποιος είσαι. Ίσως εγωϊστικός τίτλος. Μπορεί όμως και παρότρυνση. Ανέβασμα ψυχολογικό σε έναν κόσμο που περισσεύει η κακία; Ο δάσκαλος στο σχολείο πάντα ήθελε να δείχνουμε ποιοι είμαστε και τότε και τώρα. Έτσι για να συνεννοούμαστε καμιά φορά εμείς οι δυο. Εσύ που είσαι μετριόφρων κι εγώ που πετάω στα σύννεφα.
Ο ήχος που κάνει ένα ξινόμηλο όταν το τρως. Χρατςςς. Το πράσινο που κρύβεται πίσω απ το πράσινο. Δύσκολο να εξηγήσεις πολλά πράγματα κι ας λες πως τα έμαθες. Χρατςςς. Αυτόν τον ήχο δεν μπόρεσα να τον εκπορθήσω.
Εμένα μη με φορτώνεις με ευθύνες που δεν έχω
Εγώ ότι ήξερα το έκανα
Βλέπεις είναι πολύ διαφορετικό το εγώ από το εμένα.
Μερικές φορές με μπερδεύουν τα ανάκατα, τα εδώ κι εκεί. Ανάποδες εικόνες, άνθρωποι που περπατάνε στην ευθεία και γυρίζουν μόνο το βλέμμα, φίλοι που χάνονται ύστερα από τόσα χρόνια χωρίς λόγο και λες γιατί; ίσως η πιο βολική απάντηση είναι πως μας βαρέθηκαν ή έχουν τα δικά τους προβλήματα, μα ναι..κάποια ανόητα γιατι δεν απαντιούνται ποτέ.
Ασπρο, μαύρο. Σαν τη νύχτα με τη μέρα. Τη νύχτα ο κόσμος κοιμάται όπως η μικρή τότε Κωνσταντίνα. Τη νύχτα ο κόσμος είναι πιο μεγάλος; Το άσπρο και το μαύρο δεν είναι χρώματα, η επιστήμη προσπαθεί να το ξεδιαλύνει. Η ζωγράφοι δεν το έχουν λύσει, ούτε αυτό ούτε τόσα άλυτα προβλήματα που έχουν. Μαύρο και άσπρο.
κάθε αιώνας αρχίζει με τις διεκδικήσεις του. Σήμερα στις αρχές του ΚΑ! δεν μπορούμε να μιλάμε για το ξαναμοίρασμα της γης, για κολίγους, για βιομηχανική επανάσταση. Γιατί μπορούμε να μιλάμε; ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της αρχής; μήπως αυτός ο αιώνας θα είναι η αρχή για την λύτρωση του ανθρώπου από τις θρησκείες και για όσα κακά έκαναν και συνεχίζουν να κάνουν; μήπως ο σύγχρονος homo άρχισε ν αντιλαμβάνεται την απεξάρτηση του από τις θρησκείες; Αρκετά δεινά έχουμε από τους [κυρίως] οικονομικούς πολέμους, δε χρειάζεται να πολεμάμε και για τους θεούς.
Γεννήθηκα στη Θεσπρωτία. Είμαι ζωγράφος και συγγραφέας πριν γεννηθώ.
Ζωγράφισα άπειρες φορές τον κόσμο μας και έγραψα πάνω από δεκαπέντε βιβλία, μυθιστορήματα, διηγήματα, ποίηση, θεατρικά, σάτιρες, παραμύθια, σενάρια για τη ζωή και το θάνατο. Ζωγραφίζω και γράφω πάνω απ το ανθρώπινο και μ αρέσει αυτό που κάνω με ή χωρίς τη δική σας έγκριση.
Είναι δύσκολο να νικήσεις τον εαυτό σου, ίσως. Παλεύεις μαζί του μα φαίνεται ανώτερος, δυνατώτερος και με περισσότερες αρετές εξοπλισμένος."Το νικάν εαυτόν πασών των νικών πρώτη τε και αρίστη εστί" είπε ο Δημόκριτος αλλά ακόμα, τόσα χρόνια, τόσους αιώνες μετά, ο εαυτός μας παραμένει αήττητος.
Παγκόσμια ημέρα ... μαξιλαροπόλεμου είχαμε λέει σήμερα. Δεν ξέρω, καλή μου φαίνεται αυτή η γιορτή για αγριεμένους... συζύγους αλλά εγώ σκέφτηκα, επειδή αυτή την ώρα καθαρίζω τα ωραία χόρτα [ζωχούς για την ακρίβεια] που πήρα στη λαϊκή πως, αν δεν υπάρχει παγκόσμια ημέρα της γιορτής των χόρτων. Τι ωραία θα ήταν να γιορτάσουμε τη γιορτή των χόρτων! Ε, πως το ακούτε; καλό θα ήταν να την ξεκινήσουμε αν βρούμε κάποια ελεύθερη ημερομηνία! Ακόμα και οι τσιπούρες έχουν γιορτή δεν είναι κρίμα για τα χόρτα...
Σώμα, κόκκινο.
Μαύρα μάτια και μαύρα μαλλιά . Ανίκητο γυναίκειο σώμα ως φύσις παρέδωκε.
Όποιος θέλει ας πει πως το γυμνό άσεμνο εστί.
[ΔΟΚΙΜΙΑ Κ. ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ, Απόσπασμα]

Κυριακή 12 Μαρτίου 2023

ΤΟ ΠΟΡΤΟΚΆΛΙ

 






ΠΑΝΙΚΟΣ ΣΤΗΝ ΑΝΔΑΛΟΥΣΙΑ.



Ήμουν τότε, μια νέα και όμορφη γυναίκα αλλά μόνη. Κατάμονη. Ψηλή, με μακριά μπούτια και λίγες παραπάνω τρίχες στις μασχάλες που τις άφηνα επίτηδες μακριές. Τα καλοκαίρια που φορούσα ξέπλατα ή κοντομάνικα οι άντρες ξετρελαίνονταν μαζί μου. Το έβλεπα στα μάτια τους, πως κοίταζαν εκεί και σκέφτονταν σίγουρα το κάτω μου. Θα ήμουν τότε είκοσι πέντε χρονών, ωραία γυναίκα. Τα μαλλιά μου καστανά, τα μάτια μου καστανά, τα χέρια μου καστανά, όλα καστανά ήταν πάνω μου. Και οι άντρες να τρελαίνονται για μένα αλλά εγώ, είπαμε, ήμουν μόνη. Κατάμονη. Μου άρεσε να με κοιτάνε οι άντρες, μα μέχρι εκεί. Εγώ τους κοίταζα όταν δεν με κοιτούσαν, όταν δε με έβλεπαν, γιατί ντρεπόμουν. Φίλες δεν είχα, ήμουν μόνη, δεν ήξερα γιατί ξυρίζονταν κάτω, εγώ άφηνα παντού τις τρίχες μου να μεγαλώνουν, στα μπούτια και στις γάμπες δεν είχα, ήταν λείες κι έφταναν μόνο μέχρι τις μασχάλες των ποδιών, έβγαιναν λίγο έξω από τη μικρή μου κυλοτίτσα, την σιέλ-τρελαίνομαι για τις σιελ κυλόττες, όλες μου οι κυλόττες είναι σιέλ- και όσο να προσπαθούσα να τις κρύψω, όταν φορούσα μίνι, μια πιθαμή φούστα, έβγαιναν έξω, καστανές και λίγο ρούσες προς το τελείωμα τους.

Είχα αποφασίσει να πάω σινεμά εκείνο το βράδυ. Καλοκαιράκι, θερινό σινεμά, πασατέμπο, τρελαινόμουν! Τέλειωσα τη δουλειά μου, πήγα στο σπιτάκι μου, είχα νοικιάσει ένα ωραιότατο δυαράκι, κάπου στου Αμπελοκήπους, τρελαίνομαι για τους Αμπελοκήπους! Μη μου πεις να μείνω αλλού! Σε σφαξα. Δεν είχα όρεξη να φάω δεν πεινούσα, σπάνια πεινούσα και δεν καταλάβαινα τους ανθρώπους που ήταν λαίμαργοι. Κοιμήθηκα, γυμνή, δε με έβλεπε κανένας, αν και οι άνθρωποι σε βλέπουν παντού, ούτε σεντονάκι δεν έριξα πάνω μου, ή ζέστη ήταν ανυπόφορη εκείνο το Καλοκαίρι, τι να κανα;  Κοιμήθηκα σα ζωάκι, σα γατούλα και ξύπνησα με την αίσθηση ότι είχα αργήσει. Πετάχτηκα επάνω δεν ήθελα να χάσω την ταινία. Ήθελα να δω την Τελευταία γυναίκα, με την Ορνέλα Μούτι και τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ. Τρελαινόμουν γι αυτούς τους δυο! Είχα διαβάσει σχόλια γι αυτή την ταινία και με είχαν  κάνει να νιώσω πως ήθελα να την δω.

Έφτασα στον κινηματογράφο φουριόζα, έκοψα εισιτήριο φουριόζα, μπήκα στο τσακ, φουριόζα και κάθισα κάπου πίσω. Πάντα πίσω καθόμουν. Ποτέ μπροστά ή στη μέση. Ένιωθα ανασφάλεια και αν ήμουν πίσω, θα μπορούσα εύκολα να την κάνω σε περίπτωση, πυρκαγιάς ή πανικού. Πάντα φοβόμουν τον πανικό των ανθρώπων, αν και πίστευα πως ήμασταν ασφαλείς, υπάρχει κράτος υπό νόμους έλεγε μια φίλη μου, αυτή που μετά θα απαρνιόταν αυτή τη σκέψη.
Είχα φορέσει την μια πιθαμή φούστα μου κι όλο την τράβαγα προς τα κάτω να μεγαλώσει. Τι μανία κι αυτή που έχουμε οι γυναίκες! Αφού μας αρέσει που τη φοράμε κοντή, την την τραβάμε προς τα κάτω;
  Γέλασα μόνη μου, πάντα μόνη ήμουν εγώ. Κατάμονη. Πήρα πασατέμπο κάθισα, βολεύτηκα, άρχισα το κριτσ, κριτσ- υπ όψιν, άμα το κάνεις εσύ δεν σε πειράζει, άμα το κάνουν οι άλλοι είναι σπαστικό. Ωραίος ο Ζεράρ! Αλλά και η Ορνέλλα,πω,πω, κορμάρα. Ήμουν αφοσιωμένη στο έργο αλλά κοιτούσα και γύρω μου να δω στο μισοσκόταδο ποιοι κάθονταν δίπλα μου, τα λουλούδια στα πλάγια της αίθουσας, κάποιους που ξαναπήγαιναν στο μπαρ να συλλέξουν ένα ποτό, ωραίο το συλλέγω ένα ποτό; Τότε πρόσεξα έναν ωραίο νεαρό, στην ηλικία μου, που ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Μου φάνηκε πως επίτηδες ήρθε εκεί, σα να είχε διαλέξει την θέση αλλά δεν μπορούσα να κάνω και τίποτε, ο καθένας μπορεί να καθίσει δίπλα σου. Τον κοίταζα λοξά που και που, ενώ αυτός έδειχνε να μην δίνει σημασία. Σε λίγο όμως ένιωσα  να με ακουμπάει με τον αγκώνα του στο μπούτι μου. Δεν έκανα καμιά κίνηση, να δείξω πως ξαφνιάστηκα, ποιος ξέρει, άθελα θα έγινε σκέφτηκα αλλά δεν με πείραξε κιόλας. Αμέσως όμως ένιωσα το μικρό του δαχτυλάκι να ακουμπάει στην λεία επιδερμίδα μου κι ανατρίχιασα αλλά πάλι δε με πείραξε. Αστον λέω, να δούμε τι θα κάνει. Είχε θράσος, φαινόταν, δεν μου είχε ξανατύχει να μου βάλουνε χέρι και δεν ήξερα πως ν αντιδράσω. Κοκκίνισα μεσ το σκοτάδι και μου άρεσε. Ντράπηκα που το παραδέχτηκα αλλά αφού μου άρεσε; Σε λίγο ο νεαρός κύριος ακούμπησε και το άλλο δάχτυλο κι άρχισε να κάνει μικρούς κύκλους πάνω στο μπούτι μου. Τρεμούλιασα και το κατάλαβε. Το απολάμβανε, το έβλεπα με το λοξό μου βλέμμα- δεν τολμούσα να στρέψω το κεφάλι μου από τον φόβο μην τον αποθαρρύνω. Αυτός σιγά-σιγά ακούμπησε όλη την παλάμη του στο μπούτι μου και με χάιδευε κανονικά τώρα. Τι να κανα; Δεν ήξερα αλλά αφού μου άρεσε; Είχε ωραία μακριά δάχτυλα και αργά-αργά πλησίαζε προς τις τρίχες μου. Ένιωθα φοβερή ηδονή, τέτοια που δεν είχα νιώσει άλλη φορά, εντάξει δεν ήμουν και του κατηχητικού, σκεφτόμουν τι σόι πράγμα είναι το κρυφό, αυτό που δεν μπορούμε να πούμε ούτε στον εαυτό μας, αυτό που δεν μπορούμε να ομολογήσουμε πως είναι τόσο γλυκό, είχα πηδηχτεί με πέντε-έξι άντρες αλλά ετούτο τώρα; Δεν ήξερα τι να κάνω, θα γινόμουν ρεζίλι αν ερχόμουν σε οργασμό και του τράβηξα απαλά το χέρι. Μη μωρέ! του είπα σιγανά κι αυτός έσκυψε στο αφτί μου και μου ψιθύρισε: «Θέλω να σε παντρευτώ!» Απορημένη στο σκοτάδι σκεφτόμουν τι μου έλεγε και τι θα έκανε τώρα και πως μέχρι τότε, κανείς δε μου είχε κάνει πρόταση γάμου. Με είδα κιόλας στην οθόνη αντί της Ορνέλας, ντυμένη νύφη, τι βλέπει ο άνθρωπος στον ξύπνιο του, αλλά ο μέλλων άντρας μου δεν άργησε, άρχισε πάλι απ την αρχή, λίγο-λίγο, δειλά-δειλά με το δαχτυλάκι να με αγγίζει κι εγώ τον άφησα, άντρας μου ήταν μπορούσε να με κάνει ότι θέλει, ενώ τρεμούλιαζα, «Κι εγώ θέλω!» του απάντησα κι αυτό ήταν η αρχή του πανικού. Τότε τα φώτα άναψαν ξαφνικά, τέλειωσε η ταινία, έχασα το τέλος εκεί που τον κόβει ο Ζεράρ με το ηλεκτρικό πριόνι, η φωνή απ το μικρόφωνο ούρλιαξε, «αγαπητοί θεατές υπάρχει παγιδευμένη βόμβα, παρακαλούμε ν αποχωρήσετε με τάξη, δεν υπάρχει κίνδυνος όλα είναι υπό έλεγχο!» αλλά ποιος άκουγε, όλοι όρμησαν προς την έξοδο, οι σβέλτοι πρόλαβαν να βγουν, οι άλλοι, ανήμποροι, χοντροί δυσκίνητοι στο μυαλό και στο σώμα, τσαλαπατήθηκαν μεταξύ τους, δυο τρεις πέθαναν από ασφυξία, ενός το κεφάλι έβγαζε αίμα, μια όμορφη γυναίκα, στριμωγμένη στο ασανσέρ σοδομήθηκε, ενώ φώναζε δεν υπάρχει κράτος! και οι μόνοι που είχαν απομείνει ήμουν εγώ και ο νεαρός που ήθελε να με παντρευτεί, αγκαλιασμένοι στη μέση της άδειας αίθουσας , σε μια μοναδική καρέκλα του σκηνοθέτη, γιατί άραγε οι σκηνοθέτες είχαν διαλέξει αυτή την πάνινη καρέκλα για τον εαυτό τους, κανείς δεν μπορούσε ν απαντήσει με βεβαιότητα, «πως σε λένε;» ρώτησα προσπαθώντας να τον αγκαλιάσω περισσότερο, «Ζεράρ» μου απάντησε και τα μάτια μας συναντήθηκαν για πρώτη φορά στο λευκό, στο άπλετο φως.

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2023

ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΜΗΝ ΒΡΩ ΚΑΝΈΝΑΝ ΕΚΕΙ

 


 

Tόσα πράγματα που έφτιαξα μου φαίνονται πως πήγαν στα χαμένα. Πέτρες, βιβλία, στίχοι, ξανά βιβλία, τετράδια θεάτρου, πίνακες, σκέψεις. Μολυβιές στο χαρτί, τόσα χρόνια, όλα στο χιόνι. Μυθιστορήματα, χιλιάδες σελίδες, πεντακόσια προχέδια ζωής, νιώθω πως τα παραδίνω όλα στο χάος. Δεν υπάρχει κάποιος που θα τα προσέξει. Ούτε τώρα ούτε στο μέλλον.

Καμιά κρίση ειλικρίνειας δε γλιτώνει τον δημιουργό από τις ανασφάλειες για την τύχη του έργου του. Κι ακόμα, η ζωή αυτή, δεν συγχωρεί τους υπερβολικά ευαίσθητους. Ή δε συγχωρεί κανέναν.Ίσως έχει μεγάλη σημασία να θέλεις ν αποδείξεις κάτι στη ζωή. Το κίνητρο, η διάθεση, η ανάκαρα. Διαφορετικά, έρχεται η νωχέλεια, η αεργία, η κατάθλιψη και πως όλα είναι τα ίδια και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να τα αλλάξουμε. Φαντάσου μια μέρα να μην κάνεις τίποτα, φαντάσου εκατό μέρες να μην κάνεις τίποτα, θα χεις πεθάνει.

Πάλι θα πίπτει βρόχα...[[πως είναι ο μέλλων του πίπτω;] και ο αγέρας θα διαβαίνει στους δρόμους, ανάμεσα στα σπίτια των ανθρώπων κι εγώ ένας αγέρας ανάμεσα στα χείλη σου που θα κυλάει και το νερό, άσπρο νερό, ως τα λευκά σου χέρια. Ποια είσαι συ που περνάς και δε μας χαιρετάς; άγνωστη με την ομπρέλα του Ιούνη;

Πάλι έπεφτε μικρή βροχή. Στους δρόμους περπατούσε η σκια μας, αδύνατη σκιά σαν η σκέψη μας μιας και ο ουρανός πάντα συννεφιασμένος μας κοιτάζει τούτες τις μέρες. Υπάρχει μικρή σκιά όταν υπάρχουν τα σύννεφα;

Πάλι θα πίπτει βρόχα...

Υπάρχει ειλικρινής τέχνη; "Το σχέδιο είναι η πιο ειλικρινής πλευρά της τέχνης. Δεν υπάρχει περίπτωση εξαπάτησης. Ή είναι καλό ή είναι κακό." Έλεγε ο Σαλβαντόρ Νταλί. Μεγάλο δίκιο. Αλλά σήμερα υπάρχει και ο υπολογιστής που σε ξεγελάει. Κάνει ζωγράφους κι αυτούς που δεν είναι.

Ειλικρινής τέχνη δεν υπάρχει. Ίσως επειδή μεταξύ ανθρώπων και τέχνης μεσολαβεί μια απόσταση που λέγεται αμηχανία! Η αμηχανία που είναι μια κατάσταση συνεχούς αβεβαιότητας.Τι άραγε παριστάνουν αυτά τα έργα; αναρωτιούνται οι περισσότεροι. Τι σημασία έχουν τα ρεύματα στη ζωγραφική; αφηρημένος εξπρεσιονισμός μεταμοντέρνος ιμπρεσιονισμός, νεορεαλισμός; Λένε τίποτα για τον απλό άνθρωπο;

Καλό! δεν το είχα ξανακούσει: το τραπέζι λέει, έχει τέσσερα πόδια, τέσσερα έχει και το γαιδούρι. Άρα το γαιδούρι είναι...τραπέζι! Φοβερή συλλογιστική. [όπως και οι άλλοι που τσακώνονται αν οι άγγελοι είναι αρσενικοί ή θηλυκοί ενώ γνωρίζουν πως δεν υπάρχουν άγγελοι!] Αυτά τα ολίγα με συνήρπασαν σήμερα.

Δε σημείωσα τίποτε καινούριο σήμερα- είχα άλλες δουλειές. Έπρεπε να προσθέσω ένα ράφι, να τοποθετήσω σωλήνες για τις κουρτίνες, ο ήλιος μπαίνει από παντού ο άτιμος! Και δε με βοηθάει αυτή αντηλιά στο ζωγράφισμα. Τέλειωσα με τις δυο δουλειές κι όταν τελειώνω, νιώθω μια ευχαρίστηση πως κάτι έκανα και δεν πήγε η μέρα μου χαμένη. Ύστερα προς το απόγευμα αργά, πρόσθεσα μερικές πινελιές σ΄ένα μισοτελειωμένο έργο

Δύσκολο πράγμα να λες με λίγα λόγια πολλά. Δε νομίζω πως οι σημερινοί άνθρωποι το καταφέρνουν αυτό που είπε ο Πυθαγόρας: Μη εν πολλοίς ολίγα λέγε αλλ εν ολίγοις πολλά. Τι να κάνωμε; δεν είμαστε αρχαίοι Έλληνες! [Και είμαστε μάλλον μπλαμπλάδες.]

Ο Τιβέριος κατάστρεψε την Καρχηδόναν εν μια νυχτί , είπε πως δε θα μείνει το άλας επι της γης. Ύβρις.

Καλύτερα να μην βρω κανέναν εκεί γιατί θα σας γαμίσω όλους, Νταβέλης και σια σπίκεν. Όχι δεν επιθυμώ ν ακούσω κλασσική αλλά είναι πρωίας το απαύγασμα, επωνύμως ωμιλών, θα γκρεμίσω την Καρχιδόναν.

Υπάρχει ένα μοιρολατρικό: δεν μπορούμε να κάνουμε μεγαλυτερα πράγματα απ όσα μας έταξε η μοίρα. Μοίρα ίσον χρωματοσωμάτια, ίσον χημική ουσία την ώρα που γεννηθήκαμε και δεν φταίγαμε ή μετέχαμε εμείς σ αυτή τη συνουσία. Η ζωή είναι σπουδαίο πράγμα, η μοίρα είναι υλιστική, καθένας μπορεί να τη αναποδογυρίσει γι αυτό πολλοί άνθρωποι είναι ανώτεροι της φύσης.

Και να δεις που θάρθουν να μας πουν

πως ξοδέψαμε νερό δικό τους

ότι κλέψαμε το φως του ήλιου

εμείς που ζήσαμε μόνο με αλάτι!



Να δεις που θάρθουν να μας πουν

πως φταίμε-αυτοί που έζησαν μες το χρυσάφι

ότι εμείς είμαστε υπόλογοι

γιατί κλέψαμε της γης τους το αλάτι.


Δευτέρα 6 Μαρτίου 2023

ΔΕΝ ΑΞΊΖΕΙ ΝΑ ΖΕΙς ΈΤΣΙ

 


Να φωνάζεις επειδή αυτός ο κόσμος είναι φτιαγμένος από γύψο και κρασί
Κρασίν θεών τε και ανθρώποις μοίραν χειρότερη των βροτών είναι.
Όταν μπορούσα έπρεπε να σε σκοτώσω
τι να κάνεις την ελευθερία
φωνάζεις δεν έχω λύση
φωνάζεις δεν αγαπώ
η ελευθερία θέλει ψωμί
τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από ένα φιλί
Έλα μαζί μου σου λέω,
μη φωνάζεις τίποτα δεν έχεις λύσει
την αλήθεια δεν πρέπει να την γνωρίζουν όλοι!
όταν μπορούσα έπρεπε να σε σκοτώσω
τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από ένα δικό σου ψέμα
Φωνάζεις δεν αξίζει να ζεις στο ψέμα
το αίμα, το αίμα, το αίμα
μα την αλήθεια δεν την ξέρεις
το αίμα, το αίμα
Κανείς δε θα μάθει την αλήθεια
το αίμα.
Αν πρέπει να γαμάς απ τη χαρά σου
αν πρέπει να τρως απ τη λύπη σου
αν πρέπει να τρως το παραμύθι του λαού
το ψέμα, το ψέμα
πως η εξουσία είναι δικιά μας
επειδή κι εμείς είμαστε λαός
το ψέμα.
Κι επειδή αιώνες κύλισαν κάτω από τον ήλιο κι επειδή οι άνθρωποι συνεχίζουν να σκοτώνουν ο ένας τον άλλον
και ακόμα οι άνθρωποι δεν αναγνώρισαν το δίκιο των φτωχών
κι επειδή ο φονιάς κρύβεται πάντα πίσω απ τα φυλλώματα, θέλω τώρα να σου πω να μην κάνεις πάλι αυτά που έκανες.
Δεν ωφελεί να φυλάγεις Θερμοπύλες γιατί έτσι που τη ζωή σου την κατάντησες σ αυτήν εδώ την πλάση, δεν αξίζει
να μεταναστεύεις απ το ένα μέρος στο άλλο, τρώγοντας την άσπρη σάρκα, αρπάζοντας.
Φωνάζεις δεν αξίζει να ζεις έτσι!
όταν μπορούσα θα σε σκότωνα
κρύβοντας ακόμα και τον σαδισμό που τρέφω για σένα
γιατί είσαι ένα γουρούνι, ένα γουρούνι, ένα γουρούνι
ένα σάπιο καράβι που ταξιδεύει.
Ιωλκός και παράξενο δράμα
τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από ένα δράμα
γιατί είσαι ένα γουρούνι, ένα γουρούνι
είσαι ένα γλυκό γουρούνι.
[Το λευκό πιο λευκότερο δε γίνεται
κι εσύ θέλεις το λευκό
φωνάζεις άμα δεν έχεις λύση
-όλα τα προβλήματα σου τα λύνω
εκτός απ το οικονομικό
το μαύρο δεν έχει πάτο, το χρώμα της ήττας είναι κόκκινο
έχασες ένα λιβάδι και δε θες να το καταλάβεις
οι Ρώσοι δεν ξεπέρασαν ποτέ τον εαυτό τους
οι Ιντιανς θα παρέμειναν Ιντιανς, το λευκό πιο λευκότερο δε γίνεται.]
Τι να την κάνεις την ελευθερία και τον ύμνο της;
να ξερες μονάχα πως πενθούν οι γύφτοι
πως γαμούν οι γύφτοι στο μαύρο σκοτάδι
στο σκοτάδι, στο σκοτάδι, στο σκοτάδι
επειδή το πρόσωπο της γυναίκας δε φαίνεται
το ασπράδι του ματιού έχει γυρίσει
-κανείς δεν ξέρει να πεθαίνει
κανείς δεν ξέρει το σκοτάδι, το σκοτάδι.
Να φωνάζεις δεν είναι άδικο κρυμμένος πίσω απ τις πέτρες, ταμπουρωμένος τη σιωπή των αμνών, επειδή τα πρόβατα δε μιλούν ποτέ ή βελάζουν, μα αυτή η α-κακία τους μοιάζει με τον ηλίθιο τρόπο που σκέπτεσαι ότι κατάκτησες τον πλανήτη γη σε λίγα δευτερόλεπτα υποκειμένου και κανείς απ αυτούς που έκαναν τα μεγαλύτερα λάθη δεν υπέκυψαν, ούτε ο Καίσαρ
-να φωνάζεις επειδή αυτός ο κόσμος είναι φτιαγμένος από γύψο και κρασί
Κρασίν θεών τε και ανθρώποις μοίραν χειρότερη των βροτών είναι.
[Ταξιδεύοντας ένα μεσημέρι
εκεί που οι θεοί δεν ακούουν
όπου υπάρχει μόνο η σκιά του δέντρου, το κελάρυσμα του νερού
στο κορμί μιας εξαίσιας γυναίκας- αυτός ο κόσμος χωρίς το σεξ θα ήτο ανούσιος
ταξιδεύοντας, λοιπόν, με τον αέρα
σχίζοντας όπως τα πουλιά τον αέρα
πουλώντας πάντα στους ανθρώπους αέρα
που αναπνέει ο Χο Τσι Μινγχ
βουλιάζοντας στην υπαίθρια θέληση του αέρα
ταξιδεύοντας ένα απόγευμα
έπρεπε να πούμε τη σκάφη-σκάφη και τα σύκα- σύκα.]
Αλλά ποτέ δε βρήκαμε το θάρρος να ομολογήσουμε πως
οι άνθρωποι του Μεσολογγίου ήταν γενναιότεροι των ανθρώπων.
Θα πρέπει να σου ομολογήσω πως αυτός ο τρόπος που σκέφτεσαι
δεν είναι και ο καλύτερος
να πεθαίνεις γιατί δε σε ενδιαφέρει είναι αδύνατον
βάζω εδώ το θάρρος ανώτερο του παιδιού
ανώτερο της γλώσσας, ηθικότερο του γίγνεσθαι
ο τρόπος που σκέφτονται οι άνθρωποι είναι άγνωστος!
απίστευτη λέξη!
Άγνωστος!
Είναι ένα πουλί τεθωρακισμένο
που πετά στη θάλασσα, σκοτώνει τα πουλιά
σκοτώνει την άμμο, τη γυναίκα που κοιτάζει το πέλαγος
τον άντρα
τον άντρα, τον άντρα, τον άντρα.
Θα πρέπει να ομολογήσω πως ο τρόπος που σκέφτεσαι
δεν είναι ο καλύτερος
μισείς τον άντρα και θα πρεπε μόνο γι αυτό να σκοτωθείς
ο ανήρ είναι το υπέρτατο ον αυτού του κόσμου
που τον ενδιαφέρει πάντα γιατί πεθαίνει.
Όταν μπορούσα έπρεπε να σε σκοτώσω
Γιατί θα το έκανε εσύ
Είναι τόσο απλό μα δεν το ξέρεις! σε νοιάζει μονάχα το γάλα των παιδιών σου
όχι των άλλων Βισιγότθων! ααααα!
είσαι το βούρλο των βόρειων λιμνών, είσαι ο μοναχικός Ιουδαίος, ο τάρανδος του Νότου
γιατί σου τα λέω όλα αυτά;
Είναι για τι είμαι καλύτερος από σένα
Έχω τιμή, έχω δάκρυ.
Ανάμεσα από το πράσινο αυτό που στη γη θεωρούμε όταν θα έρθουν οι εξωγήινοι, λευκό,
όταν κάποτε θα έρθουν, γιατί θα έρθουν
το καλύτερο δείγμα ζωής
το σεξ είναι ίσως το αντίδοτο του!
Χωρίς έρωτα πάνω σ αυτή τη γη δε ζεις, χωρίς μαλακίαν φτωχός τω πνεύματι
άραγε ουτιδενός, μάταιος των γήινων κατέστης.
Έχω τιμή, έχω δάκρυ

 

Κυριακή 5 Μαρτίου 2023

ΙΔΑΝΚΌ Η ΕΛΕΥΕΘΕΡΊΑ

 


ΟΙ ΜΗ ΑΝΑΣΤΡΕΨΙΜΕς ΠΡΑΞΕΙς
Ενώ άλλοι φιλόσοφοι θεωρήθηκαν θεμελιωτές του υπαρξισμού, ο Σαρτρ ήταν αυτός που τον έφερε στο προσκήνιο και δημιούργησε το ομώνυμα γαλλικό κίνημα, υποστηρίζοντας και εικονογραφώντας τις ιδέες του με πληθώρα έργων από διαφορετικά λογοτεχνικά είδη. Ο Υπαρξισμός (existentialisme) είναι το κίνημα της σκέψης που προέβαλε την ύπαρξη (existence) σε αντιπαραβολή και αντίθεση με την ουσία (essence). Η τελευταία αντιμετωπίστηκε ως απατηλό δημιούργημα του φιλοσοφικού στοχασμού που παρέβλεπε μέχρι τότε το άμεσο και οδυνηρό δεδομένο της ύπαρξης. Ο Σαρτρ ανέφερε χαρακτηριστικά με παιγνιώδες ύφος στα γαλλικά «η ύπαρξη προηγείται της ουσίας» («L'existence prιcθde l'essence»).
Συνοψίζοντας τελείως επιγραμματικά τα βασικά σημεία της θεωρίας του, ο Σαρτρ υποστήριξε την ανυπαρξία του θείου και τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής του ατόμου. Είπε για τον άνθρωπο πως « είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος» και τον έφερε αντιμέτωπο με τις πράξεις του, αποδίδοντάς του την αποκλειστική ευθύνη για αυτές. Άλλωστε θεωρούσε ότι ανεξαρτήτως των συνθηκών καθένας κρίνεται μόνο από τις πράξεις του, που επιπλέον είναι και μη αναστρέψιμες.
Έχω διαβάσει μόνο τρία βιβλία του Σάρτρ τις ΛΕΞΕΙΣ και τις ΜΥΓΕΣ και ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΜΗΔΕΝ. Με τις ΛΕΞΕΙΣ νομίζω του αποδόθηκε το βραβείο Νομπέλ που το αρνήθηκε, με το σκεφτικό πως αν το δεχόταν θα δέσμευε την ελευθερία του. Τις ΜΥΓΕΣ τις διάβασα ένα Καλοκαίρι που έκανα τον γύρο της Πελοποννήσου πάνω σε μια μηχανή σαν ξένοιαστος καβαλάρης. Θυμάμαι πως όταν πήγαινα στις Μυκήνες με ακολουθούσε ένα τσούρμο μύγες, πίσω από την πλάτη του αι μου ήρθε η ιδέα πως γι αυτό έβαλε τον τίτλο αυτόν. Μιλάμε για χιλιάδες μυγάκια! Οι ΜΥΓΕΣ αναφέρονται στον μύθο των Ατρειδών, είναι δηλαδή μια επέκταση της τραγωδίας υπαρξιακά.

Ο Σάρτρ έζησε σχεδόν όλον τον εικοστό αιώνα [1905-1980 ] και ήταν επαναστάτης όπως οφείλει να είναι κάθε σπουδαίος και μεγάλος διανοούμενος. Έγραψε μυθιστορήματα, φιλοσοφικά δοκίμια, μελέτες, θεατρικά έργα. Μα περισσότερο έμεινε σαν φιλόσοφος. Ένας από τους μεγαλύτερους του εικοστού αιώνα. Η θεωρία του υπαρξισμού οφείλεται σ΄αυτόν. Είπε για τον άνθρωπο πως "είναι καταδικασμένος, να είναι ελεύθερος" Και πως ή "ύπαρξη προηγείται της ουσίας". Αν είναι καταδικασμένος να ζει ελεύθερα ο άνθρωπος διαφωνώ με αυτή καθαυτή τη ρήση γιατί πιστεύω πως κανείς άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος. Βέβαια το θέμα χωράει πολύ συζήτηση. Τι εννοούμε λέγοντας ελεύθερος άνθρωπος; Ποιες είναι οι ελευθερίες του; Νομίζω πως ο άνθρωπος είναι γεμάτος συμπλέγματα και τον περισσότερο χρόνο που έζησε και που ζει πάνω στη γη, το περνάει υποδουλωμένος στους θεούς, πρώτα, στην κακία και τους πολέμους μετά. Θα λεγα πως ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να πολεμά. Καμία ελευθερία δεν του επιτρέπει αυτό όπως και ο φόβος που είναι ο χειρότερος εχθρός του ανθρώπου. Επίσης αξίωμα είναι για μένα η προφύλαξη του ανθρώπου από τον ίδιο τον άνθρωπο. Στην ουσία, λέει ο ένας στον άλλον, "φυλάξου μια μέρα θα σε σκοτώσω." Με βάση τέτοια δεδομένα που είναι η ελευθερία του; Δυστυχώς τα συμπεράσματα αυτά δεν δικαιώνουν τον Σάρτρ. Τώρα, αν η ύπαρξη προηγείται της ουσίας κι αυτό επιδέχεται αμφιβολία αν δεχτούμε τον όρο πως τα πράγματα υπήρχαν πάντα αλλά ο Σάρτρ που αρνήθηκε τα θεία, όχι ακριβώς σαν άθεος, άθρησκος, περισσότερο ουμανιστής υπήρξε, ιδιαίτερα προς το τέλος της ζωής του. Είχε ως ιδανικό την ελευθερία της δράσης, του άρεσε η ανάληψη της ευθύνης και παραδεχόταν την ανεξαρτησία της συνείδησης










Πέμπτη 2 Μαρτίου 2023

ΜΕΤΆ ΜΑΝΊΑΣ

 


Είχα φτάσει νωρίς στο γραφείο μου. Περισσότερο σχεδιαστήριο ήταν γεμάτο μακέτες, χαρτιά σχεδίων , γραμματοσειρές, μολύβια, διαβήτες, χάρακες. Χρόνια εκεί μέσα σχεδίαζα, έκοβα κι έραβα το μέλλον μιας επιχείρησης που είχα ανοίξει με έναν παλιό φίλο, τον Αρμόδωρο. Καλό παιδί, λίγο βλαχούτσικος αλλά τίμιος και ενεργός.
Μια αδιόρατη αγωνία με κυριαρχούσε καθώς χώθηκα μέσα σε τόνους χαρτιών κι άρχισα να ψάχνω μετα μανίας ένα συγκεκριμένο σχέδιο που ήμουν σίγουρος ότι το είχα σχεδιάσει αλλά και που φαινόταν σίγουρο πως δεν ήταν εκεί. Πέταγα δώθε-κείθε τα χαρτιά νευριασμένος, ο Αρμόδωρος με παρατηρούσε απορημένος και μουρμούριζε κάτι σαν, αφού δεν το έχεις αποτελειώσει τι ψάχνεις τα κομμάτια του; Κάτσε και δούλεψε κι άσε τις δικαιολογίες.
Αλλά εγώ δεν ήμουν ο τύπος που έψαχνε δικαιολογίες, το ήξερε αυτό κι απορούσα με τη σειρά μου γιατί έμοιαζε να μη μου έχει εμπιστοσύνη. Αυτό πρώτη φορά το έβλεπα στο πρόσωπο του. Συνήθως με καλόπιανε, με κολάκευε, τι μέγας σχεδιαστής είσαι και τέτοια μου λεγε ο συνεταίρος μου. Τώρα το πρόσωπο του είχε στραβώσει, έμοιαζε με κακό φάντασμα, η μύτη του είχε ζαβώσει, τα μάτια του κοκκίνιζαν επικίνδυνα αλλά εμένα δε με ένοιαζε και πολύ αυτό. Εγώ είχα χωθεί μέσα σε ένα πολτό χαρτιού μέχρι το λαιμό και πάλευα με μανία να βρώ το σχέδιο που δεν είχα αποτελειώσει. Ο ιδρώτας έσταζε βροχή από το μέτωπο μου, τα νεύρα μου τεντώνονταν επικίνδυνα ώσπου ο Αρμόδωρος χάθηκε ξαφνικά πίσω από ένα πέπλο μυστηρίου, μέσα σε έναν καπνό, κίτρινο καπνό φτιαγμένο από Λωτοφάγους.
Κοίταζα προς τα εκεί με γυρισμένο το κεφάλι μου λες και είχα στραβολαιμιάσει, λες και δεν μπορούσα να κοιτάξω ξανά μπροστά αφού στη σκέψη πως καταστρεφόμουν αν δεν έβρισκα το σχέδιο που έπρεπε να παραδώσω μέχρι το απόγευμα, μου κοβε τα πόδια. Θυμάμαι πως είχα τόση μανία αλλά και τόση αβεβαιότητα για το τι μπορούσε να είχε γίνει το υπόλοιπο σχέδιο που συμπλήρωνε τη διαφήμιση γνωστής μάρκας οδοντόκρεμας που χρησιμοποιούσα κι εγώ. Κι έτσι χωρίς να το θέλω, βρέθηκα σε μια τουαλέτα να πλένω τα δόντια μου με τη συγκεκριμένη οδοντόπαστα να αιωρείται στο κενό χωρίς εγώ να μπορώ να την πιάσω. Και εκεί που πήδαγα ψηλά, πολύ ψηλά για να τη φτάσω τόσο που να χτυπάω το κεφάλι μου στο μεγάλο ταβάνι, το ταβάνι άνοιξε, χάθηκε, ο ήλιος έλαμμψε κι ένα πεντακάθαρο δάπεδο με τραπεζάκια έξω έκανε την εμφάνιση του στην οθόνη ή στην πραγματικότητα με δυο κορίτσια του γλυκύτερου χαμόγελου, να χαμογελάνε σε μένα που ανταπέδιδα. Δεν μπορούσα να κάνω κι αλλιώς ήταν τόσο όμορφα κορίτσια και η μια μου είπε ναζιάρικα αγγιζοντας με ανατριχιαστικά, ηδονικά στο στήθος, τι θά πάρει ο κύριος; προτιμάτε ένα ουίσκι ή ένα ουζάκι; Ένα ουζάκι, απάντησα εγώ και στη εικόνα του ούζο με τα παγάκια να στραφταλίζουν καθρεφτίζοντας τη μέθη του αχνογάλαζου αλκοόλ, χαμογέλασα και περίμενα. Περίμενα το ούζο που αργούσε ενώ η άλλη κοπέλα όλο κι απομακρύνονταν, όλο και μου χαμογελούσε με υποσχέσεις που δε θα πραγματοποιούνταν ποτέ. Ευτυχώς όμως έφτασε η πρώτη με το ουζάκι και τα παγάκια και το απίθωσε στο αέρινο τραπέζι. Άπλωσα κι εγώ το χέρι μου να πιάσω το ποτήρι με τα παγάκια και το ούζο και μόλις το έφερνα στα χείλη μου τα παγάκια εξαφανίζονταν και το ποτήρι ήταν άδειο. Άδειο από ποτό, άδειο από τίποτε. Έκανα αυτή την κίνηση άπειρες φορές, θα είχε ξημερώσει και πάντα το ποτήρι στην αρχή ήταν γεμάτο κι όταν το φερνα στο στόμα μου ήταν άδειο. Άδειο από φωνές, από κοπέλες από στραφταλίζοντα παγάκια και τα χείλια μου ξεραίνονταν, ο ήλιος έσβηνε, τα κορίτσια βασίλευαν σε ένα ξημέρωμα που δεν είχε τελειωμό.


 

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2023

Η ΕΥΑΝΘΊΑ

 

 


Υπάρχουν άνθρωποι μονάχοι. Άνθρωποι που σου σπάνε τα νεύρα, στα κάνουν τσατάλια. Η μάνα μου, ο πατέρας μου, οι φίλοι μου. Τέλος πάντων, είχα μια γυναίκα εκείνον τον καιρό. Ευανθία την έλεγαν, χοντρή, ασουλούπωτη, την είχα γνωρίσει στο σταθμό του μετρό. Καθόμουν εκεί και περίμενα το βαγόνι όταν μου μίλησε.
-Εσείς πάτε στον Πειραιά; με ρώτησε χωρίς λόγο.
Εγώ που είμαι στρατιωτικός υπάλληλος, είχα διαμορφώσει την στρατιωτική πειθαρχεία μέσα μου και έξω μου. Με λένε Χρήστο Ευγενόπουλο, για να συστηθούμε κιόλας. Είμαι λεπτός, αδύνατος μπορώ να πω, κι αυτή η γυναίκα μου ζάλισε τον έρωτα. Εγώ δεν είμαι για πολλά. Τα σύκα- σύκα και η σκάφη σκάφη, να πούμε. Τώρα τι ήθελε αυτή χοντρή κυρία;
-Ναι, της είπα, πάω στον Πειραιά.
-Α, τι ωραία! αναφώνησε. Τότε θα πάμε παρέα. Και με πιασε αγκαζέ.
Ήμουν τότε περίπου σαράντα δυο χρονών. Τον γάμο τον σιχαινόμουν. Παιδιά δεν ήθελα να κάνω με τίποτα, τι ανάγκη είχα; Σιγά-σιγά, όμως, μου κάθισε στο σβέρκο η Ευανθία. Την πήγα στο σπίτι της, ήρθε στο δικό μου, τη γάμησα με το ζόρι. Ανάθεμα την ώρα που το κανα και τη γνώρισα, τι δουλειά είχα εγώ στον Πειραιά; Τέλος πάντων η Ευανθία είχε και μερικά σκυλιά. Πέντε -έξι, δε θυμάμαι και κοιμόμασταν όλοι μαζί. Δε ροχάλιζε, πράγμα περίεργο για χοντρή, κοιμόταν σαν πουλάκι. Τι κοιμόμασταν δηλαδή, κοιμόντουσαν αυτοί, γιατί εγώ είχα χάσει τον ύπνο μου όλον αυτόν τον καιρό. Παρ όλα αυτά συνέχιζα να πηγαίνω εκεί, χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί. Η Ευανθία δούλευε στη λαϊκή. Είχε έναν πάγκο και πουλούσε αγγούρια, μελιτζάνες και τα λοιπά. Να δεις που πήγαινα κι εγώ εκεί, στην αρχή κρυβόμουν πίσω από τον πάγκο να μη με δούνε οι γνωστοί κι αρχίσουν τα πειράγματα. Ρε το Χρήστο, που κατάντησε! Ντρεπόμουν αλλά η Ευανθία, μου έκανε όλες τις χάρες: Πίπες, πίτες, με χαρτζιλίκωνε κιόλας γιατί εγώ τρεις κι εξήντα έπαιρνα ενώ αυτή έβγαζε του κόσμου τα λεφτά στη λαϊκή. Μου πήρε καινούριο κουστούμι κι απ την αγάπη μας ομόρφυνε κιόλας. Γελούσε ολόκληρη αλλά χοντρή ρε παιδί μου, τι να σου πω, άλλο πράγμα.
-Πρέπει να χάσεις κιλά, της είπα μια μέρα κι έβαλε τα κλάματα.
-Αααα! δε με θέλεις, θα πάω να σκοτωθώ, θα πάω στη μάνα μου, να της το πω.
-Αλήθεια λες; τη ρώτησα με ορθάνοιχτα μάτια. Έχεις μάνα;
-Εμ, τι, δεν έχω; απόρησε και με κοίταζε με τα γαλάζια μάτια της. Δε με γέννησε μάνα εμένα;
-Μην κλαις μωρή, της είπα και την συμπονούσα ειλικρινά. Αν μου ορκιστείς πως θα χάσεις είκοσι κιλά μπορεί να σε παντρευτώ.
-Αλήθεια λες; και μου όρμησε πάνω μου, εκατόν είκοσι κιλά βουνό. Με σύνθλιψε.
-Πως θα τα χάσω;
-Θα πάμε στη θάλασσα, μου ήρθε μια ιδέα ξαφνικά. Εκεί θα περπατάμε στην άμμο, μέρα-νύχτα. Που θα πάει; θα τα χάσεις.
Κι αρχίσαμε να πηγαίνουμε στη θάλασσα. Πήραμε και δυο ρακέτες να παίζουμε. Τακ-τουκ, τακ-τουκ το μπαλάκι όλα τα Σαββατοκύριακα. Ωραία ήταν η Ευανθία, ομόρφαινε από την αγάπη μας. Μου αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο, γαμώ το κέρατο μου μ αυτή τη γυναίκα που γνώρισα μια μέρα στο μετρό. Τι το ήθελα να πάω εκείνη τη μέρα στον Πειραιά; Τα σκυλιά, της είπα θα τα διώξεις, τι να κάνω Χρήστο μου, ότι πεις εκείνη. Και τα διωξε. Μείναμε μόνοι, χωρίς σκυλιά. Πηγαίναμε στη θάλασσα αλλά κιλά δεν έχανε. Ίδρωνα, ξεΐδρωνα, τίποτε. Τη γαμούσα με μανία μήπως κι αλλάξει παρελθόν, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, με είχε ρέψει η σκύλα. Ήμουν που ήμουν αδύνατος, με είχε κάνει τσίρο, δε βλεπόμουν.
-Να βάλεις κανένα κιλό αγόρι μου, τι θα γίνει με σένα; έμπασες. Εμένα λες να χάσω κιλά αλλά εσύ πρέπει να πάρεις και με πλάκωνε με τα μπούτια της που ήταν δυο φορές σαν εμένα. Έτσι αποφάσισα εκείνο τον καιρό ν αλλάξω χαραχτήρα.
Δεν είναι εύκολο όμως, ν αλλάξεις, χαραχτήρα. Τόσα χρόνια είχα συνηθίσει τον εαυτό μου έτσι. Με το μουστακάκι μου περιποιημένο, τα κοντά μαλλάκια μου, ωραίος ήμουν αλλά τώρα με την Ευανθία που είχα μπλέξει τα πράγματα σκούραιναν. Είχα βαλθεί να την ξεπαχύνω.
-Μέχρι να χωρίσουμε θα σε κάνω εγώ λιανή σαν την βέργα, της είπα μια μέρα κι έβαλε τα κλάματα.
-Ααααα! δε με θέλεις! γιατί θα χωρίσουμε αφού εγώ σ αγαπάω!
-Σκάσε μωρή, της λέω, ήμασταν στο δρόμο, μας έβλεπε ο κόσμος. Πάντα με ενοχλούσε να με βλέπει ο κόσμος, ήμουν ένα μυστήριο τρένο- δεν έσκαγε. Πήγαμε σπίτι της στον Πειραιά- αυτός ο Πειραιάς με φαγε πια- κι αναγκάστηκα να την γαμήσω αλλιώς δε σταμάταγε το κλάμα.. Ανάμεσα κάπου εκεί, της είπα πως δεν θα χωρίζαμε ποτέ και ησύχασε για καμιά βδομάδα. Μου πήρε μια καινούρια γραβάτα που την φοράω ακόμη για να τη θυμάμαι. Έτσι λοιπόν, περνάγαμε περίφημα. Πηγαίναμε συνέχεια στη θάλασσα με τα μπαλάκια μας και τις ρακέτες. Τάκα-τουκ, τακα τουκ, ξέρετε πέρα δώθε το μπαλάκι. Μετά τρώγαμε στα μπιφτεκάδικα, στη Γλυφάδα και αλλού. Έτρωγα εγώ δηλαδή, γιατί Ευανθία, Χρήστο, μου είπε, αποφάσισα να κάνω δίαιτα, για να με παντρευτείς και δεν έβαζε τίποτε πια στο στόμα της. Την κοίταζα κι απορούσα, δεν μπορούσα να της επαναλαμβάνω πως ήμουν εναντίον του γάμου, έβαζε τα κλάματα. Και να δεις που σιγά-σιγά, άρχισε ν αδυνατίζει, ενώ εγώ πάχαινα. Ότι έχανε εκείνη το έπαιρνα εγώ. Έχει πλάκα έλεγα μέσα μου, να αδυνατίσει αυτή και να γίνω εγώ χοντρός. Δεν το βάσταγε η ψυχή μου αλλά τα πράγματα έτσι έγιναν. Η Ευανθία αρρώστησε από την πολλή δίαιτα, βαθούλωσαν τα ματάκια της, έρεψε. Αντίθετα εγώ, ο Χρήστος Ευγενόπουλος μέσα σε ένα χρόνο πήρα είκοσι κιλά, ίσως και περισσότερα, πλησίαζα τα ενενήντα, εγώ που ήμουν πάντα γύρω στα εξήντα πέντε κιλά. Ή Ευανθία μου άλλαξε όλα τα ρούχα, δε με χώραγαν πια τα κουστούμια μου.
-Δεν πειράζει Χρήστο, μου έλεγε, εσύ να είσαι καλά. Πως να ήμουν καλά έτσι που είχα καταντήσει; Έκανα κοιλιές, σταματήσαμε τις ρακέτες, οι φίλοι και οι γνωστοί με κορόιδευαν, εμ, το αιδοίο αυτά κάνει, ας πρόσεχες, μου είπε ένας κολλητός μου στην υπηρεσία. Πήγα να τον βουτήξω, έγινε σαματάς, μας ξεχώρισαν κάτι άλλοι και από τότε δε μιλιόμαστε, γίναμε μαλλιά-κουβάρι. Γύρισα στο σπίτι, με είδε η Ευανθία έτσι- μου είχε ρίξει μια μπουνιά στο δεξί μάτι ο άτιμος- κι έβαλε πάλι τα κλάματα.
-Αααά! ποιος σε έκανε έτσι Χρήστο μου και δώστου ν ουρλιάζει.
Είχε γίνει μια σταλιά, φάε κάτι μωρή, της έλεγα, φτάνει πια με τις δίαιτες. Δεν την μπορούσα πια άλλο, τι να κανα;
-Καλύτερα που ήσουν χοντρή, της πέταξα μια μέρα. Ήμασταν στην Λαϊκή και με κοίταξε περίεργα. Απόρησε με τα καμώματα μου, μάζεψε τα πράγματα της κι έφυγε για πάντα από κοντά μου.
Από τότε δεν την ξαναείδα.
Να ζει άραγε ή να πέθανε σε καμιά γωνιά.
ΤΕΛΟς

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2023

Ο ΆΝΤΡΑΣ

  


Η τιμή του άντρα και η υποχρέωση, είναι ν αγωνίζεται για τη γυναίκα του, το σπίτι του και το φαγητό του γιου του. Από τις πρωτόγονες κοινωνίες μέχρι τις σύγχρονες, ισχύει αυτός ο άγραφος νόμος, που τελικά, φαίνεται πως δεν είναι και τόσο άγραφος, αφού η Βιολογία έχει αποδείξει πως αυτή η αντρική ιδιότητα είναι προγεννητική. Όλοι οι άντρες, έχω την εντύπωση πως το καταλαβαίνουν αυτό από μωρά. Είναι μια αδιόρατη ευθύνη. Και θα μου πεις πως σήμερα έχουν αλλάξει τα πράγματα επειδή η γυναίκα εργάζεται αλλά δεν είναι καθόλου το ίδιο. Προσέξτε πόσο αντίκτυπο έχει στην κοινωνία μας ο άνεργος άντρας! Α, τον ακαμάτη, τον τεμπέλη, τον ανάξιο! Ενώ για καμιά γυναίκα δεν πρόκειται να πουν το ίδιο.

Έτσι, όταν ο άντρα μένει άνεργος, αρχίζουν τα ζόρια. Η ανεργία γίνεται μπούμερανγκ, τρώει τα σωθικά, οι ισορροπίες ανατρέπονται. Ο άντρας χωρίς εργασία άγεται και φέρεται από εδω κι από εκεί. Το σπίτι δίχως φαγητό, τα ενοίκια τρέχουν, αρχίζουν οι γκρίνιες, το οικονομικό στρες αλλά και η κακή αντιμετώπιση της κοινωνίας που βλέπει τον άνεργο άντρα σαν ανάξιο, είναι τα αποτελέσματα της ανεργίας. 'Όποιος δεν μπορεί να βρει δουλειά είναι τεμπέλης" διατυμπανίζουν διάφοροι μεγαλόσχημοι βολεμένοι γλειψοκώληδες. Όπως και οι συνδικαλιστές που κατάφεραν  από υπερασπιστές των εργατών να γίνουν ρουφιάνοι και φερέφωνα της κάθε εξουσίας. Εκ της ανεργίας προέρχονται και άλλα δεινά. Επιθετικότητα, έξαψη κοινωνική, μέχρι και αρρώστιες. Η ανεργία οδηγεί ακόμα και στην αυτοκτονία. Ποιος νοιάζεται όμως και ποιος γελά, γιατί, χρειάζεται πολύ δύναμη για να ζήσεις σ΄έναν παράλογο κόσμο σαν τον δικο μας.

Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2023

ΝΑ ΤΗΝ ΚΟΙΤΆΖΩ ΣΤΑ ΜΆΤΙΑ

 


 Από μικρός κατάλαβα την διαφορά μεταξύ αρματολού και αμαρτωλού. Ίσως από την τρίτη Δημοτικού όταν μας έφεραν την καινούρια εικοσιπεντάχρονη Μαρία, τη δασκάλα, την ορφανή την πεντάμορφη. Αυτός ήταν ο πρώτος μεγάλος μου έρωτας! Ναι, την έβλεπα και λαχταρούσα, ήθελα να την κοιτάζω στα μάτια και να βρίσκομαι συνέχεια κοντά της, να την αγγίζω κι εκείνη να με πετάει ψηλά σαν κούκλα στον αέρα, σαν στρόβιλος, σαν σβούρα. Μια μέρα ήρθε στο σπίτι μας και η μητέρα μου που είχε καταλάβει πως ένιωθα για τη δασκάλα όλο χαμογελούσε με κατανόηση και ίσως λιγάκι ζήλια γιατί ήθελε να έχει την πρωτοκαθεδρία στα συναισθήματα μου. Κέρασε καφέ και γλυκό του κουταλιού τη δασκάλα κι εγώ ανάμεσα τους έπιανα το λινό φουστάνι της Μαρίας κι ένιωθα πως πετούσα στα σύννεφα και μετά ένιωθα και λιγάκι ντροπή για αυτά που περνούσαν από το μυαλό μου για την όμορφη δασκάλα. Γι αυτό και προσπαθούσα να διώξω αυτές τις ένοχες σκέψεις που καταλάβαινα όμως πως δεν ήταν κακές αλλά σκεφτόμουν πως έπρεπε να είναι απαγορευτικές γι την ηλικία μου. Πέρασε ένας χρόνος κι όταν έφυγε η Μαρία για Καλοκαιρινές διακοπές έκλαψα πολύ κρυμμένος πίσω από θάμνους γα να μη με δει κανείς κι όταν γύρισε τον Σεπτέμβρη και μ αγκάλιασε της είπα πως την αγαπούσα! Εκείνη γέλασε στον ήλιο, μου χάιδεψε το μέτωπο και απάντησε πως έπρεπε να πάω για μελέτη. Δε μούτρωσα, καταλάβαινα πως είχε δίκιο αλλά εγώ καιγόμουν όλον τον χρόνο μέχρι που η Μαρία έφυγε για πάντα από το σχολείο μας. Τι να έκανα; όσο και να έκλαιγα δεν μπορούσα να τη φέρω πίσω και η μητέρα μου, είπε πως μπορεί να ξανάρθει κάποτε αλλά εγώ ήξερα πως δε θα την ξανάβλεπα ποτέ.

 

 

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2023

διεστραυλωμένο

 


ΜΠΕΙΚΟΝ
Για ένα διάστημα εργάστηκε ως οικιακός βοηθός και μάγειρας. Επίσης, ανακάλυψε ότι είχε το ταλέντο να γοητεύει άντρες μεγαλύτερούς του και λίαν εύπορους, οι οποίοι, διαισθανόμενοι ίσως το καλλιτεχνικό χάρισμα του Φράνσις, έσπευδαν να τον συνδράμουν, να τον φιλοξενήσουν, να του προσφέρουν σχεδόν τα πάντα με μιαν ανέμελη γενναιοδωρία, την οποία, πάντα ευγνώμων, μπόρεσε να επιδείξει και ο ίδιος ο Μπέικον όποτε του δινόταν η ευκαιρία. Και του δινόταν συχνά! Πρέπει να έζησε δραματικά. Ένας άνθρωπος που δεν μπόρεσε να ζωγραφίσει το χαμόγελο. Το χάος της ζωής του δεν είναι τίποτα μπροστά στην "αποτρόπαια φιγούρα". Ο Φράνσις Μπέικον, ένας Δουβλινέζος, ομοφυλόφιλος του κερατά, αμόρφωτος, άξεστος, καταπιεσμένος αλκοολικός, κατάφερε να γίνει ένας από τους πιο διάσημους ζωγράφους του εικοστού αιώνα. Ανάμεσα στον Πικασο, τον Ντισάν και τους άλλους. Πριν, είχε γίνει επίτιμο μέλος και θυγατέρα! κάποιας κυρίας Μπέλτσερ, η οποία του έδινε επιχορήγηση και τον άφηνε να πίνει στο πριβέ κλαμπ της, δωρεάν. Τι σήμαιναν όλα αυτά για τον Βεικον; Έναν άθλιο ρατσιστή της φοβερότητας των πραγμάτων; Οι εραστές διαδέχονται ο ένας τον άλλον, μικροεγκληματίες, απατεώνες, στο Βερολίνο, στο Παρίσι. Η ζωή του πρέπει να ήταν ένα μαρτύριο, που το άντεχε υπακούοντας μόνο στο νόμο της φύσης που τον είχε προικίσει με αυτό το απεριόριστο ταλέντο: την λαιμαργία. Οι φαγωμένες φιγούρες του, οι φρικαλέες όψεις των πραγμάτων, ήταν μια προσπάθεια να ξεφύγει από την αίσθηση της ματαιότητας, από τις ακραίες κραιπάλες, με μια ψεύτικη " εύθυμη απόγνωση" με μια άσωτη εντελώς ζωή. Η σύγκρουση της ζωής και της τέχνης, βρήκε  στο πρόσωπο του Βέικον, έναν καταπληκτικό, μεταγενέστερο αντιπρόσωπο. Το μεγαλείο της πικρίας, της ασχήμιας, μέσα από ένα προικισμένο μυαλό

 

 

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2023

ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ.

 

 




 -Να σου πω; σου λέω και πηγαινοφέρνω τον δείχτη στα χείλη

-Εμένα; κοιτάζει γύρω καχύποπτα. Ε, πες μου!

-Δε μου λες, τρως κάθε μέρα; σιγανά στο αυτί

-Μμ, ναι, τρώω, λες συνοφρυωμένα

-Σε βλέπω λιγάκι σκεφτικό περί τούτου..

-Τού, τού; όχι νουνού, παίρνουμε στο σπίτι

-Τούτου, είπα εγώ

-Κι εγώ τι είπα; Νουνού. Το ίδιο δεν είναι;

-Καλά. Ανασηκώνω τα χέρια ψηλά.

-Το φαί είναι η μεγαλύτερη ηδονή του ανθρώπου, λες εγώ τώρα.

-Και σ΄αρέσει να τρως; αψηφάω τον κίνδυνο, διχασμένης
ερώτησης, ο άλλος εγώ [γαμημένο αλτερεγκο]

-Μαλάκας είσαι; με κοιτάζει με ολάνοιχτο μάτι.
Είναι κανένας που δεν του αρέσει το φαί;

-Εγώ!

--Εσύ δεν πιάνεσαι για άνθρωπος. Εσύ είσαι φυτό.
Τρέφεσαι με νερό.

-Καλά, λέω για να ξεφύγω τις λακκούβες, ανοίγω άλλες.
Διαβάζεις κάθε μέρα;

-Τι λες ρε μούργο! σηκώνει τα φρυδόματα στον ουρανό.
Τι να διαβάσω; και με στρώνει στο κυνήγι αλλα δε με φτάνει.
Είμαι πιο ωκύνοος.

-Τι είσαι; ξελαχανιάζεις, ξελαχανιάζει ξελαχανιάζω, δηλαδή
βγάζω λάχανα. Φαίνεται το είπα δυνατά το τελευταίο.

-Ωκύνοος! θριαμβεύω.

-Σιγά μην είσαι ο Αλκίνοος, λες. Τι να διαβάσω ρε;
εδω δεν προλαβαίνω να χέσω

-Χέζεις όμως κάθε μέρα, του λέω σιγανά από πίσω του,
γύρω-γύρω του.

-Αυτό είναι φυσική ανάγκη μαλάκα, τι σχέση έχει με το
διάβασμα;

-Το διάβασμα είναι η μεγαλύτερη ηδονή του πραγματικού
ανθρώπου, παίρνω στάση ρήτορα, Κικέρωνα ή Κτησία.
[Γιατί Κτησία;]

-Για συνέχισε; με κοιταζει απ το πλάι χαμηλώνει  γύρω-
γύρω μου,το κεφάλι του έχει σχεδόν ακουμπήσει στο δάπεδο.

-Ο άνθρωπος που δεν διαβάζει καθημερινά, δεν ανανεώνει
τα κύτταρα του εγκεφάλου του με αποτέλεσμα αυτά να
νεκρώνονται και έτσι ο άνθρωπος αυτός γίνεται μουρόχαυλος.
Γίνεται νωθρός τω πνεύματι, επειδή έχει αποδειχτεί επιστημονικά
πως η γνώση του ανθρώπου προέρχεται μόνο από την μελέτη
των σοφών...

-Σιγά ρε! Σκάσε που με πήρες αμπάριζα! Δε διαβάζω και δε
θέλω να διαβάσω ποτέ. Μόνο τραπεζικούς λογαριασμούς θα
μελετάω στο εξής. Σου άρεσε;

-Τι να μου άρεσε; τον κοιτάζω λοξά με μάτι σχεδόν αλλήθωρο

-Εσύ γαμάς κάθε μέρα; με ρίχνει στο καναβάτσο ο αλήτης.
Ο αδιάβαστος αλητάμπουρας της πλατείας Βάθης. Ο..

-Γιατί με βρίζεις ρε;

-Ποιος σε βρίζω.. εγώ; που το πήρε χαμπάρι ο ξεκωλιάρης.
Ε, ναι, γαμάω κάθε μέρα, απαντάω για να ξεφύγω

-Μπράβο, μου λες. Το γαμίσι είναι η μεγαλύτερη ηδονή του
ανθρώπου. Γαμέω-ω λέγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι και
εννοούσαν παντρεύομαι-νυμφεύομαι αλλά εμείς το γυρίσαμε
στο πηδάω-ω. [Πηδάει το τόπι, τοπ! τοπ!]
 Αν δεν συνουσιάζεσαι
κάθε μέρα, μουροχαυλιάζεις. Νεκρώνονται τα κύτταρα του
εγκεφάλου από την στέρηση μιας αναγκαίας σωματικής ανάγκης.
Και παίρνεις στάση Δημοσθένη ή Κτησία το λιγότερο.
[γιατί Κτησία;]

-Ω, άρα τρως και γαμάς αλλά δεν διαβάζεις!  μένω με ανοιχτό
το στόμα και συ φεύγεις ενώ Αυτός έρχεται.

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2023

ΓΑΜΑ ΜΕ ΠΡΩΤΑ ΚΙ ΎΣΤΕΡΑ ΜΙΛΆΜΕ

 


...ολόκληρο καφέ εκατό ίσως και παραπάνω θαμώνων, Κυριακή πρωί στα Εξάρχεια και ο μοναδικός που διάβαζε εφημερίδα ήμουν εγώ! και μετά μου λες πως δεν αλλάξαν οι καιροί!

Μια είδηση που μου έκανε εντύπωση ήταν πως οι γυναίκες μέχρι το 1897 δε γινόταν δεκτές στην Καλών Τεχνών! απίστευτο;
αλλά και 130 00 Ουκρανοί και 180 000 Στρατιώτες νεκροί στον εκεί πόλεμο. χιλιάδες και οι άμαχοι νεκροί ενώ η σεξουαλική βία των Ρώσωμ στρατιωτών είναι ανεξέλεγκτη.

..και μια διαφήμιση; Γάμα με πρώτα κι ύστερα μιλάμε για έρωτα από το Ίδρυμα Ωνάση. [δεν το πιασα και καλά όποιος μπορεί να μου το εξηγήσει

και τελευταίο αρπαχτό το "πας μη χριστιανός, μη Έλλην!" ποιος είπε αυτή την αηδία.

 

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2023

το χειρότερο βιβλίο η βίβλος

 

 


ΒΙΒΛΟΣ, ΤΟ ΧΕΙΡΙΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ.

Η Ιδέα του θεού σημαίνει την αποκύρηξη της ανθρώπινης λογικής.Και της δικαοσύνης.Είναι η αποφασιστικότερη άρνηση της ανθρώπινης ελευθερίας και οδηγεί αναγκαστικά στην δουλεία των ανθρώπων. Η ρήση του Βολταίρου, εαν ο θεός δεν υπάρχει πρέπει να τον εφεύρουμε, ειναι μια δραματικη σκηνοθεσία του ιδεαλισμού για να ρίξει τους περιπλανώμενους στην άγνοια σε βαθύτερα σκοτάδια.Και οι άνθρωποι δεν είναι προιόν χυδαίας ύλης, είναι προιόν καλύτερης ύλης.

Ας πάρουμε τα πράγματα απο κάποια αρχή. Ο Ιεχωβά των Εβραίων, δεν έπλασε κανέναν Αδάμ και καμια Εύα.Αυτά είναι οι παράλογες απαιτήσιεις ενος σεσημασμένου λαού και πιο πολύ κατοπινές φαντασιώσεις των ανθρώπων εκείνης της εποχής. Ακόμα και ο Μπακούνιν παραδέχεται τον σατανά σαν ύπαρξη εξεγερμένου ανθρώπου αλλά σήμερα, οι φαντασιώσεις της Βίβλου [ισως το χείριστο εγχειρίδιο για την ανθρώπινη βλακεία] δεν μπορούν να σταθούν σαν παραδείγματα για την συνέχιση της ζωής.Είναι τόσα τα παράλογα παραμύθια που διδάσκονται ακόμα και σήμερα σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική κι αυτό το λέμε εκπολιτισμό του κόσμου. Ίσως δεν μπορώ να το εκφράσω καλύτερα:Οι παράλογες πεποιθήσεις ενός λαού[Εβραίοι] είναι αιτία που μοιραία η μιζέρια των λαών της Ευρώπης οδηγεί στην μιζέρια όλου του κόσμου.

Δεν μπορούμε ν αντικαταστήσουμε τις απατηλές και κτηνώδεις απολαύσεις της πνευματικής και σωματικήςεξαχρείωσης αλλά μπορούμε να κλείσουμε όλες τις εκκλησίες κι όλα τα καμπαρέ του κόσμου.Οι παπάδες χρειάζονται μόνο για να καίνε τους νεκρούς οχι για να τους δοξολογούν και να τους θάβουν. Μόνο να τους καίνε.Και η ανάγκη των ανθρώπων να ψάχνουν εναν θεό που θα τους σώσει-απο ποιόν να τους σώσει ο θάνατος είναι εξακριβωμένη πράξη- απο την καταστροφή που οι ίδιοι πραγματοποιούν, μόνο γελειότητα μπορεί να χαρακτηρηστεί.

Δεν χρειάζεται καμια θρησκεία και κανένας θεός για κανέναν λαό.





 

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2023

ΙΠΠΕΑΣ ΣΤΗΝ ΤΡ'ΕΛΑ

 






Η ΤΡΕΛΑ ΠΟΥΛΑΕΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ...

ΝΙΚΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ ένας ιππέας στην τρέλα.

Λοιπόν φανταρόμαγκες υπάρχει μια έξαρση τρέλας,
ψυχοπάθειας, κατάθλιψης ή κάνω λάθος; Με αφορμή την ιερή
τρέλα του παλιού μου φίλου Νίκου Καλογερόπουλου, έχουμε
να πούμε μερικές κουβέντες για την τρελή Ελλάδα.[ Εδώ, ότι
δεν μας αρέσει του κολλάμε την ετικέτα της τρέλας και ξοφλάμε.]

Τον Νίκο Καλογερόπουλο έχω να τον δω απο παιδί.Απο τότε
που με το ΜΑΘΕ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, έγραφε ιστορία
και το μάτι του γυάλιζε. Κάναμε κάμποση παρέα, καλό παιδί
ο Νίκος, έγραφε ποίηση, και είχε εκδώσει μια ποιητική συλλογή
με τον τίτλο ΘΕΤΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ, άν θυμάμαι καλά.
Περισσότερο στιχοπλοκίες ήταν και γλωσσοπαίγνια. Αλλά ο
Νίκος το χαβά του. Ήθελε να γίνει συγγραφέας κι έγραφε μετα
μανίας όλο κάτι τρελλά πράγματα,σενάρια, θεατρικά κείμενα,
όλα αρπαγμένα.Τώρα, βέβαια, στην τελευταία του δουλειά,
ΟΙ ΙΠΠΕΙΣ ΤΗΣ ΠΥΛΟΥ, κάνει και τον σκηνοθέτη.
Πίσω από την κάμερα, όμως τα τράγματα φαίνονται βουνό
για τον Μπέ. [κάπως έτσι τον έλεγαν όταν έπαιζε κάποιον τρελό
με μια κατσίκα]. Το σενάριο των Ιππέων της Πύλου, εμπεριέχει
βιωματικά στοιχεία. Ο βασικός ήρωας της ταινίας ο Τηλέμαχος
είναι κάποιος κουρασμένος ηθοποιός που την κάνει για την
επαρχία.Το σενάριο φαίνεται αδύνατο. Αλλά εν πάση
περιπτώσει, όλοι οι ήρωες είναι τρελοί, με εξαίρεση την
Ιουλία Καλογρίδου που κάνει την Δημοκρατία. Ο Γιώργος
Κιμούλης, ο Ηλίας Λογοθέτης, η Βάνα Μπάρμπα, σε ρόλο
[τι άλλο;] σεξοβόμβας με αριστερίστικες εξάρσεις.
 
Ο Καφετζόπουλος, γυφτόμαγκας που τους δουλεύει όλους.
Ιστορίες για ημιαγρίους δηλαδή.Μου θυμίζουν ΑΡΠΑ ΚΟΛΑ
και τέτοιες μαλακίες.

΄Ολοι αυτοί οι ήρωες, αποτελούν στην πραγματικότητα την
τρέλα της Ελληνικής κοινωνίας.Απο τους ηθοποιούς,
ξεχωρίζω τον Κιμούλη, τον οποίο θεωρώ, θηρίο παλιάς κοπής
και τον Ηλία Λογοθέτη.Γενικα όμως τσιφτόμαγκες και ωραίες
μου κυρίες, ο ρόλος του τρελλού στον Ελληνικό κινηματογράφο,
φαίνεται απο τους πλέουν εύκολους; και αγαπημένους. Θυμηθείτε
τον Σταυρίδη, τον Γκιωνάκη,την Μαίρη Αρώνη, τον Κωνσταντάρα
έτσι για να έχουμε μέτρο σύγκρισης.Τώρα, γιατί η τρέλα πουλάει
στην Ελλάδα, θα το βρείτε εσείς, που είσαστε νορμάλ.Σύμφωνα
με τον Βιλχεμ Ράιχ,
homo normalis και κυβερνάτε τον κόσμο.

 

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...